ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Ένατο Τμήμα)
10 Ιουλίου 2025 ( * )
«Αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 – Άρθρο 66 – Πεδίο εφαρμογής ratione temporis – Αγωγή που ασκείται από ενάγοντα – Έκδοση διαταγής πληρωμής – Ένσταση εναγομένου κατά της εν λόγω διαταγής με αίτημα την επανεξέταση της σχετικής υπόθεσης – Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 – Άρθρο 5(3) – Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις αδικοπραξίας, αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας – Άρθρο 6(1) – Πολλαπλοί εναγόμενοι – Άρθρο 22(1) – Αποκλειστική δικαιοδοσία σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων – Αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης για την εξωσυμβατική κατοχή ακινήτου που βρίσκεται σε κράτος μέλος – Εναγόμενος που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος»
Στην υπόθεση C‑99/24 [Chmieka] ( i ),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy w Koszalinie I Wydział Cywilny (πρωτοδικείο Koszalin, Πρώτο Πολιτικό Τμήμα, Πολωνία), με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
GMK-ZBM
κατά
ΕΤΣΙ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Ένατο Τμήμα),
συγκείμενο από τον κ. N. Jääskinen (Εισηγητή), Πρόεδρο του Τμήματος, τον κ. A. Arabadjiev και την κα R. Frendo, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Κος J. Richard de la Tour,
υπάλληλος: κ. A. Calot Escobar,
λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– εκ μέρους της Πολωνικής Κυβέρνησης, από τον κ. B. Majczyna και την κα S. Żyrek,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την κα J. Hottiaux και τον κ. S. Noë,
έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, μετά από ακρόαση του Γενικού Εισαγγελέα, να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς συμπεράσματα,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του Κεφαλαίου II και του άρθρου 66 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012 L 351, σ. 1), καθώς και των διατάξεων του Κεφαλαίου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου , της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001 L 12, σ. 1).
2 Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της GMK-ZBM, μιας πολωνικής δημοτικής οντότητας, και της SO, ενός φυσικού προσώπου με έδρα τις Κάτω Χώρες, σχετικά με την καταβολή αποζημίωσης για την εξωσυμβατική κατοχή ακινήτου που βρίσκεται στην Πολωνία.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
Κανονισμός αριθ. 44/2001
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 11, 12 και 15 του κανονισμού 44/2001 είχαν ως εξής:
«(11) Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να έχουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να διαρθρώνονται γύρω από την αρχή της δικαιοδοσίας της κατοικίας του εναγομένου και η δικαιοδοσία αυτή πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμη, εκτός από λίγες σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις όπου το αντικείμενο της διαφοράς ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. […]
(12) Το δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρώνεται από άλλα δικαστήρια που επιτρέπονται λόγω της στενής σύνδεσης μεταξύ της δικαιοδοσίας και της διαφοράς ή για να διευκολυνθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
[…]
(15) Η ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης απαιτεί να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλων διαδικασιών και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβίβαστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. […]”
4 Το κεφάλαιο II του κανονισμού 44/2001, με τίτλο «Δικαιοδοσία», περιείχε ένα τμήμα 1, το οποίο έφερε τον τίτλο «Γενικές Διατάξεις» και περιείχε τα άρθρα 2 έως 4 του εν λόγω κανονισμού.
5 Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού όριζε, στην παράγραφο 1:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που κατοικούν σε κράτος μέλος ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»
6 Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού όριζε, στην παράγραφο 1:
«Πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο δυνάμει των κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 2 έως 7 του [Κεφαλαίου II].»
7 Το άρθρο 2 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 έφερε τον τίτλο «Ειδικές εξουσίες» και περιελάμβανε τα άρθρα 5 έως 7 του εν λόγω κανονισμού.
8 Σύμφωνα με το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού:
«Πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1) α) σε συμβατικές διαφορές, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έχει εκπληρωθεί ή πρόκειται να εκπληρωθεί η υποχρέωση που χρησιμεύει ως βάση της αξίωσης·
[…]
3) σε υποθέσεις αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έλαβε χώρα ή είναι πιθανό να τελεστεί η ζημιογόνος πράξη·
[…] »
9 Το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού όριζε τα εξής:
«Το ίδιο άτομο μπορεί επίσης να έλκεται:
1) εάν υπάρχουν περισσότεροι εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι αγωγές συνδέονται μεταξύ τους με τόσο στενή σχέση ώστε να είναι επωφελές να εκδικάζονται και να εκδικάζονται ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά·
[…] »
10 Το άρθρο 6 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 , με τίτλο «Αποκλειστική δικαιοδοσία», περιείχε το άρθρο 22 αυτού, το οποίο όριζε τα εξής:
«Οι ακόλουθες είναι οι μόνες αρμόδιες αρχές, ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας:
1) σε θέματα δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο.
Ωστόσο, σε υποθέσεις μισθώσεων ακινήτων που συνάπτονται για προσωρινή προσωπική χρήση για μέγιστη περίοδο έξι συνεχόμενων μηνών, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος έχουν επίσης δικαιοδοσία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και ότι ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος·
[…] »
Κανονισμός αριθ. 1215/2012
11 Ο κανονισμός αριθ. 1215/2012 κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό αριθ. 44/2001 .
12 Η αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1215/2012 ορίζει τα εξής:
«Προκειμένου να διασφαλιστεί η απαραίτητη συνέχεια μεταξύ της Σύμβασης [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 299, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε από διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (εφεξής «Σύμβαση των Βρυξελλών»)], του κανονισμού [αριθ. 44/2001 ] και του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεσπιστούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια συνέχεια πρέπει να διασφαλιστεί όσον αφορά την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Σύμβασης των Βρυξελλών […] και των κανονισμών που την αντικαθιστούν.»
13 Το κεφάλαιο II του κανονισμού 1215/2012 , με τίτλο «Δικαιοδοσία», περιλαμβάνει ένα τμήμα 2, το οποίο φέρει και το ίδιο τον τίτλο «Ειδική δικαιοδοσία» και στο οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 7 έως 9 του εν λόγω κανονισμού.
14 Σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού:
«Πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1) α) σε συμβατικές διαφορές, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εκπλήρωσης της υποχρέωσης που χρησιμεύει ως βάση της αγωγής·
[…]
2) σε υποθέσεις αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έλαβε χώρα ή είναι πιθανό να τελεστεί η ζημιογόνος πράξη·
[…] »
15 Το άρθρο 8 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί:
1) εάν υπάρχουν περισσότεροι εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι αγωγές συνδέονται μεταξύ τους με τόσο στενή σχέση ώστε να είναι επωφελές να εκδικάζονται και να εκδικάζονται ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά·
[…] »
16 Το άρθρο 6 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012 , με τίτλο «Αποκλειστική δικαιοδοσία», περιλαμβάνει το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει τα εξής:
«Τα ακόλουθα δικαστήρια ενός κράτους μέλους έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα από την κατοικία των διαδίκων:
1) σε θέματα δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το ακίνητο.
Ωστόσο, σε υποθέσεις μισθώσεων ακινήτων που συνάπτονται για προσωρινή προσωπική χρήση για μέγιστη περίοδο έξι συνεχόμενων μηνών, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος έχουν επίσης δικαιοδοσία, υπό την προϋπόθεση ότι ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και ότι ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος·
[…] »
17 Το άρθρο 66 του Κεφαλαίου VI του εν λόγω Κανονισμού, με τίτλο «Μεταβατικές Διατάξεις», ορίζει τα εξής:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε αγωγές που ασκούνται, δημόσια έγγραφα που συντάσσονται ή καταχωρούνται επίσημα και δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται στις 10 Ιανουαρίου 2015 ή μετά από αυτές.»
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 80, ο κανονισμός [αριθ. 44/2001 ] εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε αποφάσεις που εκδίδονται σε δικαστικές διαδικασίες, σε δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί ή καταχωρηθεί επίσημα και σε δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί πριν από τις 10 Ιανουαρίου 2015 και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
πολωνικό δίκαιο
Ο Νόμος περί Προστασίας Δικαιωμάτων Ενοικιαστών
18 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του ustawa o ochronie praw lokatorów, mieszkaniowym zasobie gminy io zmianie Kodeksu cywilnego (νόμου περί προστασίας των δικαιωμάτων των ενοικιαστών, του δημοτικού οικιστικού αποθέματος και τροποποίησης του αστικού κώδικα) της 21ης Ιουνίου 2001 (Dz. U. αριθ. 71 , στοιχείο 733), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που ίσχυε για την υπόθεση της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί προστασίας των δικαιωμάτων των ενοικιαστών), ορίζει τα εξής:
«Τα άτομα που καταλαμβάνουν ακίνητα χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας υποχρεούνται να καταβάλλουν μηνιαία αποζημίωση μέχρι την ημερομηνία εκκένωσης αυτών των ακινήτων.»
Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
19 Το άρθρο 505 του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. αριθ. 43 , στοιχείο 296), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που ίσχυε για την υπόθεση της κύριας δίκης (στο εξής: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας), ορίζει τα εξής:
«§ 1. Ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της διαταγής πληρωμής.»
§ 2. Η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει στο μέτρο που αμφισβητείται από την ανακοπή. Η ανακοπή που ασκείται μόνο από έναν από τους συγκατηγορούμενους στην ίδια υπόθεση και σε σχέση με μία ή περισσότερες από τις αξιώσεις που έχουν γίνει δεκτές παύει μόνο τα αποτελέσματα της διαταγής ως προς τις εν λόγω αξιώσεις.
[…] »
Η κύρια διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
20 Το 1994, ο TO, φυσικό πρόσωπο, συνήψε σύμβαση μίσθωσης με την GMK-ZBM, πολωνική δημοτική αρχή, για μια κατοικία στο Koszalin (Πολωνία), στην οποία διέμενε με τα τρία παιδιά του, συμπεριλαμβανομένου του SO. Η σύμβαση αυτή στη συνέχεια καταγγέλθηκε από την εν λόγω δημοτική αρχή. Το 2007, η έξωση των ενοίκων της εν λόγω κατοικίας διατάχθηκε από πολωνικό δικαστήριο, αλλά, σύμφωνα με την εν λόγω δημοτική αρχή, δεν εγκατέλειψαν το ακίνητο.
21 Στις 15 Μαρτίου 2013, η GMK-ZBM άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Sąd Rejonowy w Koszalinie I Wydział Cywilny (πρωτοδικείου Koszalin, Πρώτο Πολιτικό Τμήμα, Πολωνία), του αιτούντος δικαστηρίου. Με την αγωγή αυτή, η οποία προφανώς βασιζόταν στο άρθρο 18 του νόμου περί προστασίας των δικαιωμάτων των ενοικιαστών, η GMK-ZBM ζήτησε να υποχρεωθούν ο TO και τα τρία τέκνα του να της καταβάλουν την εν λόγω αποζημίωση για την μη συμβατική κατοχή της οικείας κατοικίας κατά τα έτη 2011 και 2012. Η αίτηση παρείχε διεύθυνση κατοικίας για όλους τους εναγόμενους στην Πολωνία.
22 Μετά την εν λόγω έφεση, εκδόθηκε διαταγή πληρωμής. Αυτή παρελήφθη στην Πολωνία από έναν από τους εν λόγω εναγόμενους, στο όνομα και για λογαριασμό όλων των υπολοίπων. Δεδομένου ότι η εν λόγω διαταγή δεν είχε προσβληθεί εκείνη την εποχή, κηρύχθηκε τελεσίδικη και εκτελεστή.
23 Στις 7 Ιουλίου 2023, η SO άσκησε εγκύρως ανακοπή κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με σκοπό την επανεξέταση της υπόθεσης και την απόρριψη της έφεσης της 15ης Μαρτίου 2013 ως απαράδεκτης. Η SO άσκησε ανακοπή κατά της δικαιοδοσίας των πολωνικών δικαστηρίων, υποστηρίζοντας ότι διέμενε αποκλειστικά στις Κάτω Χώρες από το 2007. Η SO πρόσθεσε ότι ουδέποτε είχε συνάψει σύμβαση μίσθωσης για το εν λόγω κατάλυμα.
24 Η GMK-ZBM, από την άλλη πλευρά, υποστήριξε ότι τα πολωνικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία. Η GMK-ZBM υποστήριξε ότι η σύνδεση μεταξύ των εμπλεκόμενων εναγομένων ήταν τόσο στενή, καθώς ήταν συγγενείς και είχαν ζήσει μαζί στο κατάλυμα, ώστε ήταν σκόπιμο να εξεταστούν οι αξιώσεις καταβολής που είχε ασκήσει εναντίον τους από κοινού.
25 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, για το χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 σε σχέση με εκείνο του κανονισμού 1215/2012 , ο οποίος τον αντικατέστησε, και, πιο συγκεκριμένα, για την ερμηνεία της έννοιας των «ασκούμενων αγωγών» στο άρθρο 66 του τελευταίου κανονισμού. Επιθυμεί να μάθει αν η έννοια αυτή αφορά, εν προκειμένω, την αγωγή αποζημίωσης, την οποία άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης στις 15 Μαρτίου 2013, ή την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε μετά την αγωγή αυτή, η οποία άσκησε ο SO στις 7 Ιουλίου 2023 για τους σκοπούς της επανεξέτασης της επίμαχης υπόθεσης.
26 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν από τις διατάξεις του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 ή από τις διατάξεις του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012 , εφόσον έχει εφαρμογή ο τελευταίος, προκύπτει ότι πρόσωπο που κατοικεί σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, το οποίο έχει επιληφθεί αγωγής με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης για την εξωσυμβατική κατοχή κτιρίου που βρίσκεται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.
27 Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν μια τέτοια αγωγή εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών που αφορούν αδικοπραξία, αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 ή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 . Η απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Obala i lučice (C‑307/19, EU:C:2021:236), ορίζει ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει κάθε αίτηση που αποσκοπεί στη διαπίστωση της ευθύνης ενός εναγομένου και η οποία δεν αφορά «διαφορές που αφορούν σύμβαση», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 44/2001 ή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 1215/2012 . Ωστόσο, από την πολωνική νομολογία προκύπτει ότι, βάσει του νόμου περί προστασίας των δικαιωμάτων των ενοικιαστών, η διαμονή σε ακίνητο άλλου προσώπου χωρίς έγκυρο τίτλο ιδιοκτησίας δεν συνιστά αδίκημα.
28 Δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο επιθυμεί να μάθει αν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ή από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 μπορεί να συναχθεί ότι θα πρέπει να εξετάσει την αγωγή που έχει υποβληθεί ενώπιόν του, ώστε να αποφανθεί από κοινού ως προς όλα τα πρόσωπα που καλύπτονται από την αγωγή αυτή και διέμεναν στην οικεία κατοικία. Από το πολωνικό δίκαιο προκύπτει ότι θα εκδίδονταν διαφορετικές αποφάσεις για καθένα από αυτά τα πρόσωπα, ανάλογα με το αν το εν λόγω άτομο διέμενε στην οικεία κατοικία μετά τη λήξη της οικείας μισθωτήριας συμβάσεως, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ των προσώπων αυτών. Μια τέτοια πιθανότητα θα μπορούσε να αντιταχθεί στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στη διαφορά της κύριας δίκης, ως βάση για τη διεθνή δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου.
29 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή αποζημίωσης για την κατοχή, χωρίς έγκυρο τίτλο, ακινήτου που ανήκει σε άλλον, μετά τη λήξη σχετικής μισθωτικής σύμβασης, συνιστά αγωγή «σε θέματα εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων», κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ή του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 . Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή θα μπορούσε να απορριφθεί υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 3ης Οκτωβρίου 2013, Schneider (C‑386/12, EU:C:2013:633).
30 Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που καμία από τις διατάξεις των κανονισμών 44/2001 και 1215/2012 που αναφέρονται στις σκέψεις 27 έως 29 της παρούσας αποφάσεως δεν θα θεμελίωνε τη δικαιοδοσία των πολωνικών δικαστηρίων, θα απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή που άσκησε στις 15 Μαρτίου 2013 ο προσφεύγων της κύριας δίκης.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy w Koszalinie I Wydział Cywilny (πρωτοδικείο Koszalin, Πρώτο Πολιτικό Τμήμα) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Πρέπει το άρθρο 66 του κανονισμού [αριθ. 1215/2012 ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «η κίνηση δικαστικής διαδικασίας» νοείται η άσκηση έφεσης από τον αιτούντα σε αστική υπόθεση ή η υποβολή αιτήματος επανεξέτασης της υπόθεσης από τον εναγόμενο μετά την οριστική περάτωση της υπόθεσης;
Ανάλογα με την απάντηση στην παραπάνω ερώτηση:
2) Πρέπει οι διατάξεις του Κεφαλαίου II του κανονισμού [αριθ. 44/2001 ] ή, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του Κεφαλαίου II του κανονισμού [αριθ. 1215/2012 ] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους σε υπόθεση που αφορά αγωγή καταβολής αποζημίωσης για την εξωσυμβατική χρήση ακινήτου που βρίσκεται στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος;
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
Στο πρώτο ερώτημα
32 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για τους σκοπούς του προσδιορισμού της εφαρμογής ratione temporis του εν λόγω κανονισμού, οι αγωγές θεωρούνται ότι έχουν ασκηθεί, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών άσκησε την αγωγή του σε υπόθεση η οποία αποτέλεσε στη συνέχεια αντικείμενο αποφάσεως ή κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο εναγόμενος υπέβαλε στη συνέχεια ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής ζητώντας την επανεξέταση της εν λόγω υποθέσεως.
33 Συναφώς, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το άρθρο 66 του κανονισμού 1215/2012 ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται, ιδίως, σε αγωγές που ασκούνται από τις 10 Ιανουαρίου 2015 και μετά. Η παράγραφος 2 του άρθρου 66 προσθέτει ότι ο κανονισμός 44/2001 εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που ασκούνται πριν από την ημερομηνία αυτή.
34 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρείχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο ενάγων της κύριας δίκης άσκησε ενώπιόν του αγωγή αποζημίωσης στις 15 Μαρτίου 2013 και ότι ένας από τους τέσσερις εναγόμενους κατά των οποίων στρέφεται η αγωγή αυτή, ήτοι ο SO, άσκησε νομίμως ένσταση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού στις 7 Ιουλίου 2023 κατά της διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί μετά την αγωγή αυτή.
35 Η διατύπωση του πρώτου ερωτήματος αναφέρεται στην υπόθεση κατά την οποία η «υπόθεση» που κινήθηκε με την επίμαχη αγωγή έχει «οριστικά περατωθεί». Ωστόσο, από το σκεπτικό της διάταξης περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, εν προκειμένω, η ανακοπή που άσκησε η SO με σκοπό την επανεξέταση της εν λόγω υπόθεσης είναι βάσιμη, οπότε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής φαίνεται να έχει παύσει να ισχύει έναντι του εν λόγω προσώπου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 505, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
36 Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν, για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 ή του κανονισμού 1215/2012 , η καθοριστική ημερομηνία για τον προσδιορισμό της αγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 66 του τελευταίου είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών άσκησε την αγωγή που κατέληξε σε απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο ή η ημερομηνία κατά την οποία ο εναγόμενος υπέβαλε ανακοπή κατά της εν λόγω απόφασης ζητώντας την επανεξέταση της υπόθεσης από το εν λόγω δικαστήριο.
37 Ωστόσο, στο πλαίσιο ενός τέτοιου ελέγχου της άμεσης δικαιοδοσίας δικαστηρίου κράτους μέλους, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν εφαρμόζεται ratione temporis ο κανονισμός 44/2001 ή ο κανονισμός 1215/2012 δυνάμει του άρθρου 66, παράγραφος 1, του τελευταίου, πρέπει να γίνει αναφορά στην ημερομηνία κατά την οποία ασκήθηκε η αγωγή ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking , C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψεις 25 και 26, και της 7ης Νοεμβρίου 2019, Guaitoli κ.λπ. , C‑213/18, EU:C:2019:927, σκέψη 29).
38 Ειδικότερα, για τους σκοπούς του άρθρου 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 , η δήλωση ανακοπής που υποβάλλεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους και η οποία περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, αίτημα επανεξέτασης της οικείας υπόθεσης, όπως αυτή της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί μέρος της συνέχειας της αρχικής αγωγής, δεδομένου ότι η αίτηση που υποβάλλεται από τον εναγόμενο αποτελεί εισαγωγικό έγγραφο δίκης που δεν συνιστά διαδικασία ανεξάρτητη από εκείνη που κινήθηκε με την αρχική αγωγή, αλλά προέκταση αυτής.
39 Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία καταδεικνύει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 66, παράγραφος 1, ένα δικαστήριο που εκδίδει απόφαση επί της έφεσης πρέπει να καθορίζει τη δική του διεθνή δικαιοδοσία σε συνέχεια με εκείνη του δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρωτοδίκως, επομένως η ημερομηνία κατά την οποία κινήθηκε η αρχική διαδικασία πρέπει να λαμβάνεται ως κριτήριο αναφοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2017, Hanssen Beleggingen , C‑341/16, EU:C:2017:738, σκέψεις 3, 4, 20 και 22, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, AMS Neve κ.λπ. , C‑172/18, EU:C:2019:674, σκέψεις 16, 28, 34 και 36).
40 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για τους σκοπούς του προσδιορισμού της εφαρμογής ratione temporis του εν λόγω κανονισμού, οι αγωγές θεωρούνται ότι έχουν ασκηθεί, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών άσκησε την αγωγή του σε υπόθεση η οποία αποτέλεσε στη συνέχεια αντικείμενο αποφάσεως, και όχι κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο εναγόμενος υπέβαλε στη συνέχεια ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής ζητώντας την επανεξέταση της εν λόγω υποθέσεως.
Στο δεύτερο ερώτημα
Σχετικά με τον προσδιορισμό των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης
41 Στο δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο αμφισβητεί την αρμοδιότητά του με εναλλακτικό τρόπο, ανάλογα με την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο πρώτο ερώτημα, είτε βάσει των διατάξεων του Κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 , ειδικότερα του άρθρου 5, παράγραφος 3, του άρθρου 6, παράγραφος 1 και του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτού, είτε βάσει των διατάξεων του Κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012 , ειδικότερα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του άρθρου 8, παράγραφος 1 και του άρθρου 24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτού.
42 Από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, η αγωγή ασκήθηκε, κατά την έννοια του άρθρου 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 , κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής που άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης, δηλαδή στις 15 Μαρτίου 2013. Συνεπώς, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 είναι αυτές που εφαρμόζονται ratione temporis στη διαφορά αυτή και οι οποίες, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο να την αποφανθεί.
43 Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1215/2012 προκύπτει ότι, στο μέτρο που ο κανονισμός αυτός κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 44/2001 , ο οποίος ο ίδιος αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις μιας από τις εν λόγω νομικές πράξεις ισχύει και για εκείνες των άλλων, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να θεωρηθούν «ισοδύναμες» (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2024, Mahá , C‑494/23, EU:C:2024:848, σκέψη 27, και της 30ής Απριλίου 2025, Mutua Madrileña Automovilista , C‑536/23, EU:C:2025:293, σκέψη 24 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, τέτοια ισοδυναμία υφίσταται μεταξύ, αφενός, του άρθρου 5(3), του άρθρου 6(1) και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 22(1) του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου, αντίστοιχα του άρθρου 7(2), του άρθρου 8(1) και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 24(1) του κανονισμού 1215/2012 .
44 Τούτου λεχθέντος, φαίνεται ότι, με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μία από τις εν λόγω διατάξεις εφαρμόζεται σε αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή αποζημίωσης λόγω της μη συμβατικής κατοχής κτιρίου μετά τη λήξη μισθωτικής σύμβασης που αφορά το εν λόγω κτίριο, το οποίο βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του οικείου εναγομένου.
45 Πρέπει να ερμηνευθούν διαδοχικά το άρθρο 22, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, στη συνέχεια το άρθρο 5, σημείο 3, και το άρθρο 6, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού.
Επί της ερμηνείας του πρώτου εδαφίου του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001
46 Όσον αφορά την πιθανή εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 σε αγωγή όπως αυτή που αναφέρεται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, βάσει της εν λόγω διάταξης, τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάζουν αγωγές «σχετικές με εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων και μισθώσεις ακινήτων», ανεξαρτήτως της κατοικίας των διαδίκων.
47 Το άρθρο 22 περιλαμβάνεται στο τμήμα 6 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 , το οποίο περιέχει ορισμένους κανόνες αποκλειστικής δικαιοδοσίας, οι οποίοι παρεκκλίνουν από τον γενικό κανόνα δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού και υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 11 και 12 του εν λόγω κανονισμού. Λόγω του παρεκκλίνοντος χαρακτήρα του, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 22, παράγραφος 1, δεν πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτερη έννοια από αυτήν που απαιτεί ο σκοπός του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2008, Hassett και Doherty , C‑372/07, EU:C:2008:534, σκέψη 19, και της 16ης Νοεμβρίου 2023, Roompot Service , C‑497/22, EU:C:2023:873, σκέψη 25).
48 Όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 , το Δικαστήριο τόνισε ζητήματα ορθής απονομής της δικαιοσύνης, τονίζοντας ότι ο ουσιώδης λόγος της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο είναι το γεγονός ότι το δικαστήριο του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο είναι σε καλύτερη θέση, δεδομένης της εγγύτητας, να έχει καλή κατανόηση της πραγματικής κατάστασης και να εφαρμόζει τους κανόνες και τα έθιμα που είναι, εν γένει, αυτά του κράτους όπου βρίσκεται το ακίνητο. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις μισθώσεις κτιρίων, η αποκλειστική αυτή δικαιοδοσία δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, από την πολυπλοκότητα της σχέσης ιδιοκτήτη-μισθωτή και από το γεγονός ότι η σχέση αυτή διέπεται από ειδική νομοθεσία, εν μέρει από την οποία είναι υποχρεωτική, του κράτους στο οποίο βρίσκεται το κτίριο που αποτελεί αντικείμενο της μίσθωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Komu κ.λπ. , C‑605/14, EU:C:2015:833, σκέψεις 25 και 30, και της 16ης Νοεμβρίου 2023, Roompot Service , C‑497/22, EU:C:2023:873, σκέψεις 26 και 27).
49 Κατά πάγια νομολογία, πρώτον, η έκφραση «σε θέματα εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακίνητων περιουσιακών στοιχείων», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 , πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, με σκοπό τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής της σε όλα τα κράτη μέλη. Ο κανόνας της αποκλειστικής δικαιοδοσίας που θεσπίζεται στην εν λόγω διάταξη καλύπτει μόνο τις αγωγές που αφορούν τέτοια δικαιώματα, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και οι οποίες αποσκοπούν, πρώτον, στον προσδιορισμό της έκτασης, της ουσίας, της κυριότητας, της κατοχής ακινήτου ή της ύπαρξης άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτού και, δεύτερον, στη διασφάλιση της προστασίας των δικαιούχων των εν λόγω δικαιωμάτων από τα προνόμια που συνδέονται με τον τίτλο τους. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, δεν αρκεί η επίμαχη αγωγή να αφορά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου ή να έχει σχέση με ακίνητο. Η αγωγή αυτή πρέπει να βασίζεται σε εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο βαρύνει ενσώματη περιουσία και παράγει αποτελέσματα έναντι όλων, και όχι σε προσωπικό δικαίωμα, το οποίο μπορεί να προβληθεί μόνο κατά του οφειλέτη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Schneider , C‑386/12, EU:C:2013:633, σκέψη 21· της 16ης Νοεμβρίου 2016, Schmidt , C‑417/15, EU:C:2016:881, σκέψεις 30, 31 και 34, και της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Milivojević , C‑630/17, EU:C:2019:123, σκέψεις 97, 99 και 100).
50 Δεύτερον, προκειμένου να καθοριστεί εάν μια διαφορά αφορά «μισθώσεις ακινήτων», κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 , είναι απαραίτητο να εξεταστεί, πρώτον, εάν η εν λόγω διαφορά αφορά σύμβαση μίσθωσης ακινήτου και, δεύτερον, εάν το αντικείμενο της διαφοράς αυτής συνδέεται άμεσα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση μίσθωσης, δεδομένου ότι δεν αρκεί η ίδια διαφορά να έχει σχέση με μια τέτοια σύμβαση. Ο κανόνας δικαιοδοσίας που προβλέπεται στη διάταξη αυτή καλύπτει, επομένως, τις διαφορές που αφορούν τους όρους χρήσης ενός ακινήτου, δηλαδή, ιδίως, εκείνες μεταξύ εκμισθωτών και ενοικιαστών σχετικά με την ύπαρξη ή την ερμηνεία των μισθώσεων, την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από ενοικιαστή ή την εκκένωση του μισθωμένου ακινήτου (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Roompot Service , C‑497/22, EU:C:2023:873, σκέψεις 28 και 29 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρείχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η εκκρεμής ενώπιόν του αγωγή αφορά την καταβολή αποζημίωσης για την κατοχή κατοικίας μετά τη λήξη σχετικής μισθωτικής σύμβασης. Δεν αμφισβητείται ότι, από την ημερομηνία κατά την οποία ο δημοτικός φορέας που ήταν ιδιοκτήτης της κατοικίας κατήγγειλε τη μίσθωση που είχε συνάψει με την TO, οι τέσσερις εναγόμενοι που ενήχθησαν δυνάμει της αρχικής αγωγής, δηλαδή ο TO και τα τρία παιδιά του, έγιναν ένοικοι της κατοικίας χωρίς έγκυρο τίτλο, στο μέτρο που εξακολουθούσαν να διαμένουν εκεί, και ως εκ τούτου δεν είχαν πλέον κανένα δικαίωμα επ’ αυτής. Επιπλέον, φαίνεται αδιαμφισβήτητο ότι η SO ούτε συνήψε προσωπικά την εν λόγω μισθωτική σύμβαση, δεδομένου ότι είναι τέκνο του υπογράφοντος την εν λόγω σύμβαση, ούτε τη συνήψε στη συνέχεια, επομένως πρέπει να χαρακτηριστεί ως τρίτο μέρος σε σχέση με την εν λόγω συμβατική σχέση.
52 Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια τέτοια αγωγή, με την οποία ζητείται η καταβολή αποζημίωσης λόγω της μη συμβατικής κατοχής ακινήτου μετά τη λήξη σχετικής μισθωτικής σύμβασης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα αποκλειστικής δικαιοδοσίας που ορίζεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 .
53 Πράγματι, πρώτον, μια τέτοια ανάλυση πληροί την απαίτηση αυστηρής ερμηνείας του κανόνα παρέκκλισης που περιέχεται στην εν λόγω διάταξη και είναι συμβατή με τους σκοπούς που επιδιώκει, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, η εξέταση μιας τέτοιας αγωγής αποζημίωσης δεν απαιτεί επιτόπιες έρευνες και δεν απαιτεί ούτε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ούτε εφαρμογή των κανόνων και των εθίμων του τόπου όπου βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο, οι οποίοι είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την αποκλειστική δικαιοδοσία δικαστηρίου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το εν λόγω ακίνητο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Reitbauer κ.λπ. , C‑722/17, EU:C:2019:577, σκέψεις 47 και 48 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
54 Δεύτερον, η ανάλυση αυτή είναι σύμφωνη με τις ερμηνείες της έκφρασης «σε θέματα δικαιωμάτων επί ακινήτων» και της έννοιας των «μισθώσεων ακινήτων», κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 , οι οποίες υπενθυμίζονται στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως. Πρώτον, αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης για την εξωσυμβατική κατοχή κτιρίου, μετά τη λήξη σύμβασης μίσθωσης που αφορά το εν λόγω κτίριο, δεν καλύπτεται από την έκφραση αυτή, δεδομένου ότι μια τέτοια αγωγή δεν βασίζεται σε εμπράγματο δικαίωμα που παράγει αποτελέσματα έναντι όλων, αλλά σε προσωπικό δικαίωμα, το οποίο μπορεί να επικαλεστεί μόνο κατά του υποτιθέμενου οφειλέτη από τον οποίο ζητείται η καταβολή αυτή. Αφετέρου, αγωγή όπως αυτή που ασκείται κατά της SO, η οποία έχει την ιδιότητα του τρίτου σε σχέση με τη σύμβαση που έχει λυθεί, δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια των «μισθώσεων ακινήτων», κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, διότι μια τέτοια αγωγή δεν συνδέεται άμεσα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από σύμβαση μίσθωσης και, ως εκ τούτου, δεν βασίζεται στη σχέση ιδιοκτήτη-μισθωτή (βλ. κατ’ αναλογία, όσον αφορά την ισοδύναμη διάταξη του άρθρου 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, που περιέχεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών, απόφαση της 9ης Ιουνίου 1994, Lieber , C‑292/93, EU:C:1994:241, σκέψεις 15 και 20, και διάταξη της 5ης Απριλίου 2001, Gaillard , C‑518/99, EU:C:2001:209, σημείο 20).
55 Τρίτον, η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από την έκθεση του P. Schlosser σχετικά με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και στο Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (ΕΕ 1979, C 59, σ. 71). Από την παράγραφο 163 της εν λόγω έκθεσης προκύπτει σαφώς ότι οι αγωγές αποζημίωσης που βασίζονται σε προσβολή εμπράγματων δικαιωμάτων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών, που ισοδυναμεί με το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 , δεδομένου ότι η ύπαρξη και η ουσία του εμπράγματου δικαιώματος, συνήθως της κυριότητας, έχουν μόνο δευτερεύουσα σημασία στο πλαίσιο αυτό.
56 Κατά συνέπεια, το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή αποζημίωσης λόγω της μη συμβατικής κατοχής κτιρίου μετά τη λήξη σύμβασης μίσθωσης που αφορά το εν λόγω κτίριο, το οποίο βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του οικείου εναγομένου, δεν συνιστά αγωγή «επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων» και δεν εμπίπτει στην έννοια των «μισθώσεων ακινήτων», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
Επί της ερμηνείας του άρθρου 5(3) του κανονισμού αριθ. 44/2001
57 Όσον αφορά την πιθανή εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 σε αγωγή όπως αυτή που αναφέρεται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, «σε υποθέσεις αδικοπραξίας, αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», πρόσωπο που κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, σε άλλο κράτος μέλος, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη ή είναι πιθανό να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.
58 Κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, FCA Italy και FPT Industrial , C‑81/23, EU:C:2024:165, σκέψη 23 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, για τους σκοπούς της ερμηνείας της εν λόγω διάταξης, είναι άνευ σημασίας το αν η εθνική νομολογία, όπως αυτή που αφορά τον Νόμο περί Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ενοικιαστών, χαρακτηρίζει ως «αδίκημα» την πράξη της διαμονής σε ακίνητο άλλου προσώπου χωρίς έγκυρο τίτλο ιδιοκτησίας.
59 Κατά πάγια νομολογία, αφενός, ο εν λόγω κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας πρέπει, ως παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου, που προβλέπεται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, να ερμηνεύεται στενά και, αφετέρου, ο κανόνας αυτός βασίζεται στην ύπαρξη ενός ιδιαίτερα στενού συνδετικού στοιχείου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, το οποίο δικαιολογεί την απονομή δικαιοδοσίας στα δικαστήρια αυτά για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργάνωσης της διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, FCA Italy και FPT Industrial , C‑81/23, EU:C:2024:165, σκέψεις 23 έως 25 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
60 Όπως έχει επισημάνει το αιτούν δικαστήριο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι η έννοια των «διαφορών εξ αδικοπραξίας, αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 , περιλαμβάνει κάθε αξίωση η οποία, αφενός, δεν συνδέεται με «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του εν λόγω κανονισμού, και, αφετέρου, αποσκοπεί στη θεμελίωση της ευθύνης του εναγομένου, επομένως είναι σκόπιμο να ελεγχθεί εάν πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Obala i lučice , C‑307/19, EU:C:2021:236, σκέψεις 83 και 85, και της 9ης Δεκεμβρίου 2021, HRVATSKE ŠUME , C‑242/20, EU:C:2021:985, σκέψεις 42 και 43 και η παρατιθέμενη νομολογία).
61 Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η αυτοτελής έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 44/2001 , περιλαμβάνει κάθε αξίωση που στηρίζεται σε υποχρέωση που αναλαμβάνει ελεύθερα ένα πρόσωπο έναντι άλλου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ. , C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 52, και της 9ης Δεκεμβρίου 2021, HRVATSKE ŠUME , C‑242/20, EU:C:2021:985, σκέψη 44).
62 Εν προκειμένω, αγωγή αποζημίωσης όπως αυτή που άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης κατά της SO δεν εμπίπτει στην έννοια των «συμβατικών διαφορών», διότι η εν λόγω αγωγή βασίζεται στο γεγονός ότι ένα πρόσωπο κατείχε ένα κτίριο χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του ιδιοκτήτη, η οποία εκφράζεται με τη μορφή μισθωτηρίου συμβολαίου.
63 Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που ορίζεται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, έχει ήδη κριθεί ότι η αγωγή αποσκοπεί στη θεμελίωση της ευθύνης του εναγομένου όταν ένα ζημιογόνο γεγονός, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 , μπορεί να καταλογιστεί στον εναγόμενο, υπό την έννοια ότι κατηγορείται για πράξη ή παράλειψη αντίθετη προς υποχρέωση ή απαγόρευση που επιβάλλεται από τον νόμο. Πράγματι, πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης πράξης από την οποία προέρχεται η ζημία, χωρίς να χρειάζεται συναφώς να γίνει ειδική διάκριση μεταξύ των «οιονεί αδικοπραξιών», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2021, HRVATSKE ŠUME , C‑242/20, EU:C:2021:985, σκέψεις 52 έως 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
64 Εν προκειμένω, η αγωγή καταβολής αποζημίωσης λόγω της εξωσυμβατικής κατοχής κτιρίου που ανήκει σε άλλον στηρίζεται σε υποχρέωση που πηγάζει από ζημιογόνο πράξη, η οποία δεν προέκυψε ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του εναγομένου, επομένως είναι δυνατόν να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της φερόμενης ζημίας και πιθανής παράνομης πράξης ή παράλειψης που διέπραξε ο εναγόμενος αυτός (βλ., εξ αντιδιαστολής, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2021, HRVATSKE ŠUME , C‑242/20, EU:C:2021:985, σκέψη 55).
65 Δεδομένου ότι οι δύο προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως πληρούνται σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπως επισήμαναν η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις τους, η αξίωση αποζημίωσης για την εξωσυμβατική κατοχή κτιρίου πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των «διαφορών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 .
66 Κατά συνέπεια, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε καταρχήν να δηλώσει ότι έχει δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, ως δικαστήριο του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, δεδομένου ότι το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται στην Πολωνία και, πιο συγκεκριμένα, εντός της εδαφικής αρμοδιότητας του εν λόγω δικαστηρίου. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί, πρώτον, ότι η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» αναφέρεται τόσο στον τόπο όπου συνέβη η φερόμενη ζημία όσο και στον τόπο όπου συνέβη το αιτιώδες γεγονός που προκάλεσε τη ζημία αυτή. Αφετέρου, η διάταξη αυτή καθιστά δυνατή τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου με βάση τον τόπο όπου επήλθε η φερόμενη ζημία σε σχέση με όλους τους φερόμενους ως υπεύθυνους, υπό την προϋπόθεση ότι η ζημία επήλθε εντός της δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2018, flyLAL-Lithuanian Airlines , C‑27/17, EU:C:2018:533, σκέψη 42, και της 4ης Ιουλίου 2024, MOL , C‑425/22, EU:C:2024:578, σκέψη 26).
67 Ωστόσο, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, είναι απαραίτητο, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση σε αυτό, να διευκρινιστεί ότι σε αυτό εναπόκειται να εξακριβώσει εάν, στη διαφορά της οποίας έχει υποβληθεί, επήλθε «ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 , ως αποτέλεσμα των ενεργειών της SO και, ειδικότερα, εάν η SO κατείχε προσωπικά το εν λόγω ακίνητο κατά την περίοδο που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, δηλαδή κατά τα έτη 2011 και 2012. Υπό το πρίσμα της απόφασης περί παραπομπής, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο SO διέμενε αποκλειστικά στις Κάτω Χώρες κατά την περίοδο αυτή. Ωστόσο, ελλείψει τέτοιας κατοίκησης εκ μέρους του, δεν μπορεί να προσδιοριστεί κανένα από τα συνδετικά στοιχεία που καθιστούν το άρθρο 5, παράγραφος 3, εφαρμοστέο στην SO.
68 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αξίωση αποζημίωσης για την εξωσυμβατική κατοχή κτιρίου πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των «διαφορών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
Επί της ερμηνείας του άρθρου 6(1) του κανονισμού αριθ. 44/2001
69 Όσον αφορά την πιθανή εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 σε αγωγή όπως αυτή που αναφέρεται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή ορίζει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί, εάν υπάρχουν περισσότεροι εναγόμενοι, ενώπιον των δικαστηρίων της κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι αγωγές συνδέονται τόσο στενά ώστε να είναι σκόπιμο να εκδικάζονται και να εκδικάζονται ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρινόντουσαν χωριστά.
70 Ο σκοπός του κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας που ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ανταποκρίνεται, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 15 του εν λόγω κανονισμού, στην επιδίωξη της διευκόλυνσης της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, της ελαχιστοποίησης της πιθανότητας παράλληλων διαδικασιών και της αποφυγής έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων σε διαφορετικά κράτη μέλη (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2016, Profit Investment SIM , C‑366/13, EU:C:2016:282, σκέψη 61, και της 13ης Φεβρουαρίου 2025, Athenian Brewery και Heineken , C‑393/23, EU:C:2025:85, σκέψη 20 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
71 Δεδομένου ότι ο εν λόγω κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας παρεκκλίνει από την αρχή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της κατοικίας του εναγομένου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 του κανονισμού 44/2001 , πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Για να θεωρηθούν οι αποφάσεις «ασυμβίβαστες» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να υπάρχει απόκλιση στην επίλυση των διαφορών που να εμπίπτει στο πλαίσιο της ίδιας πραγματικής και νομικής κατάστασης. Το γεγονός και μόνον ότι η έκβαση της μίας εκ των εν λόγω διαδικασιών μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της άλλης δεν αρκεί για να χαρακτηριστούν οι αποφάσεις που θα εκδοθούν στις δύο αυτές διαδικασίες ως «ασυμβίβαστες» (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2016, Profit Investment SIM , C‑366/13, EU:C:2016:282, σκέψεις 63, 65 και 66, και της 13ης Φεβρουαρίου 2025, Athenian Brewery και Heineken , C‑393/23, EU:C:2025:85, σκέψεις 21 και 22 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
72 Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεν μπορεί να επιτρέψει σε έναν αιτούντα να ασκήσει αγωγή κατά περισσότερων εναγομένων με μοναδικό σκοπό την απομάκρυνση ενός από αυτούς τους εναγομένους από τα δικαστήρια του κράτους κατοικίας του και, ως εκ τούτου, την καταστρατήγηση του κανόνα δικαιοδοσίας που περιέχεται στην εν λόγω διάταξη. Το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει τέτοια καταστρατήγηση μόνο εάν υπάρχουν πειστικά στοιχεία που του επιτρέπουν να αποδείξει ότι ο αιτών έχει δημιουργήσει ή διατηρήσει τεχνητά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2025, Athenian Brewery και Heineken , C‑393/23, EU:C:2025:85, σκέψεις 23 και 24 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
73 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, πρώτον, να εκτιμήσει την ύπαρξη της ίδιας πραγματικής και νομικής κατάστασης, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης που έχει ενώπιόν του, χωρίς να εκτιμήσει ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο της οικείας αγωγής, και, δεύτερον, να διασφαλίσει ότι οι αγωγές που ασκούνται κατά πλειάδας εναγομένων δεν αποσκοπούν στην τεχνητή πλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 . Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο δικαστήριο αυτό στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι χρήσιμα για τους σκοπούς της εν λόγω εκτίμησης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2016, Profit Investment SIM , C‑366/13, EU:C:2016:282, σκέψη 64, και της 13ης Φεβρουαρίου 2025, Athenian Brewery και Heineken , C‑393/23, EU:C:2025:85, σκέψεις 25 και 41 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
74 Εν προκειμένω, η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι τα πολωνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία, με το σκεπτικό ότι η σχέση μεταξύ των τεσσάρων εναγομένων τους οποίους εναγάγει αρχικά στην αγωγή της της 15ης Μαρτίου 2013 είναι τόσο στενή που θα ήταν σκόπιμο να εκδικαστούν οι αγωγές αποζημίωσης που έχουν ασκηθεί εναντίον τους ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν αποκλίσεις σε περίπτωση έκδοσης αποφάσεων σε χωριστή διαδικασία. Όπως αναφέρεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει για την ανάγκη κοινής εξέτασης των εν λόγω αγωγών, παρατηρώντας ωστόσο ότι οι εναγόμενοι είναι μέλη της ίδιας οικογένειας και ότι προηγουμένως διέμεναν μαζί στην κατοικία της οποίας η κατοίκηση αποτελεί τη βάση για τις εν λόγω αγωγές.
75 Με την επιφύλαξη των ελέγχων που εναπόκειται στο εν λόγω δικαστήριο να διενεργήσει, επισημαίνεται ότι φαίνεται απίθανο να υπήρχε, κατά την ημερομηνία άσκησης της παρούσας αγωγής, η ίδια πραγματική και νομική κατάσταση από την οποία θα προέκυπτε κίνδυνος να εκδοθούν «ασυμβίβαστες» αποφάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 , σε διαφορετικά κράτη μέλη, εάν οι επίμαχες αιτήσεις κριθούν χωριστά, γεγονός που θα δικαιολογούσε την εφαρμογή του κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη.
76 Πράγματι, οι αξιώσεις αποζημίωσης που άσκησε ο ενάγων της κύριας δίκης κατά των τεσσάρων προσώπων που αφορά η εν λόγω αγωγή συνδέονται, ομολογουμένως, ως προς το αντικείμενό τους, με το αντικείμενο των αξιώσεων αυτών να είναι το ίδιο. Ωστόσο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων του πολωνικού δικαίου, αφενός, οι αξιώσεις αυτές είναι διακριτές στο μέτρο που θα μπορούσαν να εκδοθούν διαφορετικές αποφάσεις ως προς τα εν λόγω πρόσωπα, ανάλογα με το αν καθένα από αυτά διέμενε στην οικεία κατοικία κατά την κρίσιμη περίοδο, και, αφετέρου, δεν υπάρχει αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ τους, η οποία φαίνεται να απαιτεί ατομική εξέταση των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών. Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Πολωνική Κυβέρνηση φαίνεται να επιβεβαιώνει, κατ’ ουσίαν, ότι το εθνικό δίκαιο επιτρέπει την έκδοση ατομικών αποφάσεων ως προς τα εν λόγω πρόσωπα, ανάλογα με το αν από τις πραγματικές διαπιστώσεις του επιληφθέντος δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι καθένα από αυτά διέμενε στην οικεία κατοικία ή όχι.
77 Συνεπώς, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο εάν, κατά την ημερομηνία ασκήσεως αγωγής με την οποία ένας ενάγων άσκησε αγωγή κατά πλειόνων εναγομένων ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, υφίστατο η ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, πράγμα που σημαίνει ότι θα ήταν επωφελές να εκδικαστούν και να εκδικαστούν όλες οι αγωγές που έχουν ασκηθεί κατά των εν λόγω εναγομένων ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι αγωγές αυτές εκδικάζονταν χωριστά σε διαφορετικά κράτη μέλη, κάτι που αποτελεί ζήτημα που οφείλει να επαληθεύσει το επιληφθέν δικαστήριο.
78 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 22, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:
– αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή αποζημίωσης λόγω της μη συμβατικής κατοχής κτιρίου μετά τη λήξη σύμβασης μίσθωσης που αφορά το εν λόγω κτίριο, το οποίο βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του οικείου εναγομένου, δεν συνιστά αγωγή «σε θέματα δικαιωμάτων επί ακινήτων» και δεν εμπίπτει στην έννοια των «μισθώσεων κτιρίων», κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 1, πρώτο εδάφιο·
– η αξίωση αποζημίωσης για την μη συμβατική κατοχή ενός κτιρίου πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στην «υπόθεση αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του παρόντος άρθρου 5, σημείο 3, και
– το παρόν Άρθρο 6, σημείο 1, εφαρμόζεται μόνο εάν, κατά την ημερομηνία άσκησης αγωγής με την οποία ένας ενάγων έχει εναγάγει περισσότερους εναγόμενους ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, υπήρχε η ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, πράγμα που σήμαινε ότι θα ήταν επωφελές να εκδικαστούν και να εκδικαστούν όλες οι αγωγές που έχουν ασκηθεί κατά των εν λόγω εναγομένων ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι εν λόγω αγωγές εκδικάζονταν χωριστά σε διαφορετικά κράτη μέλη.
Σχετικά με το κόστος
79 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Ένατο Τμήμα) αποφαίνεται:
1) Άρθρο 66(1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της εφαρμογής ratione temporis του παρόντος κανονισμού, μια αγωγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί, κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων άσκησε την αγωγή του, σε υπόθεση η οποία στη συνέχεια αποτέλεσε αντικείμενο απόφασης, και όχι κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο εναγόμενος άσκησε στη συνέχεια ανακοπή κατά της εν λόγω απόφασης ζητώντας επανεξέταση της υπόθεσης.
2) Άρθρο 5(3), άρθρο 6(1) και άρθρο 22(1) πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου , της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
– αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή αποζημίωσης λόγω της μη συμβατικής κατοχής κτιρίου μετά τη λήξη σύμβασης μίσθωσης που αφορά το εν λόγω κτίριο, το οποίο βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του οικείου εναγομένου, δεν συνιστά αγωγή «σε θέματα δικαιωμάτων επί ακινήτων» και δεν εμπίπτει στην έννοια των «μισθώσεων κτιρίων», κατά την έννοια του άρθρου 22, σημείο 1, πρώτο εδάφιο·
– η αξίωση αποζημίωσης για την μη συμβατική κατοχή ενός κτιρίου πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στην «υπόθεση αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά την έννοια του παρόντος άρθρου 5, σημείο 3, και
– το παρόν Άρθρο 6, σημείο 1, εφαρμόζεται μόνο εάν, κατά την ημερομηνία άσκησης αγωγής με την οποία ένας ενάγων έχει εναγάγει περισσότερους εναγόμενους ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, υπήρχε η ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, πράγμα που σήμαινε ότι θα ήταν επωφελές να εκδικαστούν και να εκδικαστούν όλες οι αγωγές που έχουν ασκηθεί κατά των εν λόγω εναγομένων ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι εν λόγω αγωγές εκδικάζονταν χωριστά σε διαφορετικά κράτη μέλη.
Υπογραφές