Αριθμός 79/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη και Ερασμία Λιούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Χονδρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Π. του Μ. και 2) Σ. συζ. Μ. Π., κατοίκων … εκ των οποίων ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δικαίο Χασανάκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ η 2η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-6-2014 αίτηση του 1ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2279/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 13823/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-1-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και ο 1ος των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 5-1-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 418/29/2023, αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 13823/2022 απόφαση του, ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου … η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 741 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 15 του ν. 3869/2010 “ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”), ερήμην της δεύτερης των εφεσίβλητων και ήδη δεύτερης των αναιρεσίβλητων Σ. Π.. Παρά, όμως, την ανωτέρω ερημοδικία, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τελεσίδικη και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απευθύνεται παραδεκτά και εναντίον αυτής, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την αρχή της διαδοχικής άσκησης των ένδικων μέσων, σύμφωνα με την οποία η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 815/2024). Επομένως η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1-2 του ΚΠολΔ), εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α 87), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε η αναιρεσείουσα επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις του άρθρου 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με το τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με το τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην ερευνώμενη υπόθεση, από την προσκομιζόμενη, από την αναιρεσείουσα με αριθ. 7445/25-6-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη Περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης Γ. Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση, από 5-1-2023, αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κλήση προς παράσταση κατ`αυτή, επιδόθηκε, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στη δεύτερη των αναιρεσίβλητων. Επομένως, αφού η τελευταία δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά τη παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση, με τη σειρά της από το πινάκιο και ούτε έχει καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά την διάταξη του άρθρου 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης, πρέπει, να συζητηθεί η υπόθεση σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 “Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην ερευνώμενη υπόθεση, ως εκ του χρόνου υποβολής-κατάθεσης, στις 10-6-2014, της ένδικης αίτησης του άρθρ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010, πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι: ” φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να δικαιούται ο οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, που πρέπει να την περιγράψει στην αίτησή του και, ακολούθως, να αποδείξει και που δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου), πάντως, η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα χρέη του που καθίστανται ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (όταν επέλθει ο χρόνος εκπλήρωσής τους, όπως αυτός καθορίζεται από τη δικαιοπραξία ή από τις περιστάσεις ή από τη φύση της ενοχικής σχέσης, κατ` άρθρ. 323 και 340 ΑΚ), έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στη κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση-εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του (ΑΠ 596/2024, ΑΠ 624/2024, ΑΠ 690/2024, ΑΠ 1061/2023, ΑΠ 1169/2022, ΑΠ 1162/2022). Περαιτέρω, κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` και β` και 2 περ. α` του ν. 3869/2010, όπως προαναφέρθηκε, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από την γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ που ορίζει ότι “Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το “αποδέχεται” (Ολ.ΑΠ 4/2010, ΑΠ 1031/2024, ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1536/2024). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφισταμένη ενοχή (ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1508/2022). Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στο βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στη περίπτωση του ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από την διατύπωση της παρ. 1 εδ. α` του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στη “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 1851/2024, ΑΠ 810/2023, ΑΠ 59/2021). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει και όταν ο οφειλέτης, εν γνώσει του, χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημά του και τη γενικότερη θέση του και συγκεκριμένα όταν δεν φροντίζει για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείρισή του ή όταν προβαίνει σε κατασπατάληση του εισοδήματός του ή των περιουσιακών του στοιχείων, με αποτέλεσμα να μειώνει τη δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να συνδέεται με την πρόκληση της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την πρόβλεψη του εδαφίου β` της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι` αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, δηλ. με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να τον αποδείξει (ΑΠ 596/2024, ΑΠ 688/2024, ΑΠ 1031/2024). Ο δόλος αποτελεί αόριστη νομική έννοια και, άρα, ελέγχεται αναιρετικά η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν τα περιστατικά, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά απ` αυτό, υπάγονται ή όχι στη νομική έννοια του δόλου (ΑΠ 1851/2024, ΑΠ 596/2024, ΑΠ 688/2024), δηλαδή ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ή του άρθρου 560 αριθ. 1 και 6 του ίδιου Κώδικα) (ΑΠ 1339/2024, ΑΠ 1510/2024). Έτι περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3869/2010, οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Έτσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει όμως εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, άρα, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1227/2023, ΑΠ 3/2021, ΑΠ 552/2020, ΑΠ 1120/2020). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (Ολ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 19/2022, ΑΠ 163/2022, ΑΠ 322/2020, ΑΠ 5/2020). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 14/2004, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 806/2023, ΑΠ 602/2023, ΑΠ 805/2023, ΑΠ 1101/2023, ΑΠ 163/2022), έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή του, κατέληξε σε εσφαλμένη για τα πράγματα κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 554/2020, ΑΠ 677/2015).
Με τον πρώτο αναιρετικό λόγο, κατά το πρώτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το, ως Εφετείο, δικάσαν, Δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος – αιτών την υπαγωγή του στις προστατευτικές διατάξεις του ν. 3869/2010, έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών της ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς αυτήν, χωρίς δόλο, διότι δήθεν αυτό οφείλεται στη μείωση των εισοδημάτων του, παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, με ανεπαρκή αιτιολογία και έτσι στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδει στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 5 εδ. β’ του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το, ως Εφετείο, δικάσαν, Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και ειδικότερα τον εμπεριεχόμενο στο πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρισμό, με τον οποίο η αναιρεσείουσα-εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι ο αιτών με δόλο ανέλαβε τη δανειακή του υποχρέωση να καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 620,00 ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου, αν και γνώριζε ότι μεγάλο μέρος των μισθωμάτων που εισέπραττε θα έπαυε να τα εισπράττει τον επόμενο χρόνο, καθώς έληγε το δικαίωμα επικαρπίας που του είχε δωρίσει η μητέρα του. Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 αριθ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το, ως Εφετείο, δικάσαν Δικαστήριο, αναφορικά με το ερευνώμενο κρίσιμο ζήτημα της περιέλευσης, χωρίς δόλο, του αιτούντος και ήδη πρώτου αναιρεσίβλητου σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα κρίσιμα για την έρευνα των συναφών αναιρετικών λόγων, πραγματικά περιστατικά: ” …….. ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος, γεννηθείς το έτος 1977, είναι έγγαμος από το έτος 2007 με τη Μ. Χ. και από τον γάμο αυτό έχει αποκτήσει ένα τέκνο που γεννήθηκε το έτος 2015. Από τον Αύγουστο του έτους 2007 μέχρι τη 13.5.2014 υπήρξε αυτοαπασχολούμενος δικηγόρος, μετά όμως ανέλαβε καθήκοντα συμβολαιογράφου στον χώρο που διατηρούσε το δικηγορικό του γραφείο, όπου απασχολούνταν και η σύζυγος του ως αυτοαπασχολούμενη δικηγόρος. Τα έσοδά του από την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος δεν ήταν υψηλά (6.754,64, 634,26, 12.742,70, 4.247,50, 5.244,77, 3.736,76, 4.541,57, 299,65 ευρώ), είχε όμως πρόσθετα εισοδήματα από μισθώματα από το έτος 2006 μέχρι το έτος 2011 (8.550, 10.185, 3.201, 1.746, 1.746, 1.746 ευρώ). Ακολούθως, το έτος 2014 εσόδευσε το ποσό των 6.407,33 ευρώ, το έτος 2015 το ποσό των 10.496,96 ευρώ και το έτος 2016 το ποσό των 17.108,28 ευρώ. Η σύζυγος του, αντίστοιχα, είχε εισοδήματα το έτος 2008, 2.334,76 ευρώ, το έτος 2009, 4.546,40 ευρώ, το έτος 2010, 5.450,35 ευρώ, το έτος 2011, 3.313,30 ευρώ από την εργασία της και 2.850 ευρώ από ακίνητα, το έτος 2012, 4.759,54 ευρώ από την εργασία της και 3.876 ευρώ από ακίνητα, το έτος 2013, 1.183,59 ευρώ από την εργασία της και 2.850 ευρώ από ακίνητα, το έτος 2014, 436,39 ευρώ από την εργασία της και 2.394 ευρώ από ακίνητα, το έτος 2015, 502,51 ευρώ από την εργασία της και 798 ευρώ από ακίνητα και το έτος 2016, 716,97 ευρώ από την εργασία της και 3.382 ευρώ από ακίνητα. Από τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο αιτών – πρώτος εφεσίβλητος είχε μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αίτησης. Όμως, και ενώ τα οικογενειακά εισοδήματά του παρουσίασαν αύξηση ακολούθως, το έτος 2016, το κόστος ζωής που επίσης αυξήθηκε (ενδ. τους καταλογίστηκε φόρος 7.588,97 ευρώ), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι απέκτησε και ένα παιδί, το οποίο παρουσιάζει προβλήματα υγείας (υποθυρεοειδισμό, διαταραχή μυϊκού τόνου, καθυστέρηση εκφραστικού λόγου, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση), οδήγησε στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών του υποχρεώσεων. Ειδικότερα, το έτος 2007 ο αιτών – πρώτος εφεσίβλητος έλαβε από την εκκαλούσα σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 234.816,96 ελβετικών φράγκων, ήτοι 141.754,88 ευρώ τότε, από την οποία οφείλει σήμερα το ποσό των 207.630,02 ευρώ, με αρχική μηνιαία δόση 620 ευρώ, την οποία κατέβαλλε και η οποία ανήλθε το έτος 2014 στο ποσό των 730 ευρώ, όπως άλλωστε τα ανωτέρω δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από την εκκαλούσα.
Συνεπώς, και μετά την αύξηση της μηνιαίας δόσης εξυπηρέτησης του δανείου, και δεδομένου ότι οι βιοτικές ανάγκες της οικογένειας του αιτούντος – πρώτου εφεσίβλητου προσδιορίζονται στο ποσό των 950 ευρώ μηνιαίως (συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων αναγκών του τέκνου ύψους 120 ευρώ μηνιαίως) + 374,39 ευρώ μηνιαίως για ασφαλιστικές εισφορές + 469,80 ευρώ μηνιαίως για φορολογικές υποχρεώσεις = 1.794,19 ευρώ, όπως εξάλλου δέχτηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να εφεσιβάλλεται από την εκκαλούσα, ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος έπαψε να την πληρώνει, με αποτέλεσμα να περιέλθει εν τέλει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του κατά το χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησης. Έκτοτε, δεν διαφαίνεται βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, σύμφωνα και με τις οικονομικές εν γένει συνθήκες που επικρατούν σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, δεν ευθύνεται για την υπερχρέωσή του ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος, αφού οδηγήθηκε στην κατάσταση αυτή ελλείψει αρχικού ή μεταγενέστερου δόλου, καθώς δεν ενήργησε ούτε εκ των προτέρων ούτε εκ των υστέρων στρατηγικά, για να εκμεταλλευθεί την υπερχρέωσή του και δεν επιδίωξε ούτε προέβλεψε ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών αποδεχόμενος το αποτέλεσμα των πράξεών του. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι οι δανειακές του υποχρεώσεις δημιουργήθηκαν, προκειμένου να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του και όχι για να απολαύσει επίπεδο διαβίωσης ανώτερο των οικονομικών του δυνατοτήτων.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης, περί ύπαρξης δόλου ως προς την περιέλευση του αιτούντος και πρώτου εφεσίβλητου σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, σύμφωνα και με τα σχετικά αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη μείζονα πρόταση της παρούσας. Επιπλέον, ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι τα οικογενειακά εισοδήματα του αιτούντος-πρώτου εφεσίβλητου (σύμφωνα με το τελευταίο προσκομιζόμενο εκκαθαριστικό έτους 2016) ανέρχονται ετησίως στο ποσό των 21.207,52 και μηνιαίως στο ποσό των 1.767,29 ευρώ, με βιοτικές ανάγκες δε ποσού 1.800 ευρώ περίπου μηνιαίως, ουδέν απομένει υπόλοιπο για την κάλυψη των δανειακών του υποχρεώσεων. Επομένως, ορθά η εκκαλούμενη απόφαση όρισε μηδενικές μηνιαίες δόσεις στο πλαίσιο της ρύθμισης των οφειλών του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, απορριπτομένου, ως εκ τούτου, ως ουσία αβάσιμου και του τρίτου, σχετικού, λόγου έφεσης. Περαιτέρω, ο αιτών – πρώτος εφεσίβλητος, πέραν την κύριας κατοικίας του, η οποία εξαιρέθηκε από την εκποίηση με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διαθέτει 50% εξ αδιαιρέτου ενός αυτοτελούς και διηρημένου χώρου, καθαρού εμβαδού 23 τ.μ. και μικτού εμβαδού 25,80 τ.μ., που βρίσκεται στον ημιώροφο οικοδομής επί της οδού … αριθμ. 8, που απέκτησε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 21481/2… πράξης αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου … Σ. Π.- Π., με χρήματα από δωρεά των γονέων του, για φύλαξη του αρχείου που παρέλαβε κατά τον διορισμό του ως συμβολαιογράφου. Λόγω όμως της συγκυριότητας επ’ αυτού, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εκποίηση του θα ήταν απρόσφορη, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων αυτής, δεδομένου άλλωστε ότι το ακίνητο αυτό χρησιμεύει και για τις ανάγκες άσκησης του λειτουργήματος του αιτούντος – εφεσίβλητου. Ομοίως και το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι το ως άνω περιουσιακό στοιχείο δεν είναι επιδεκτικό ρευστοποίησης, κατά τρόπο που να παρέχει την προσδοκία απολήψεως ανάλογου ανταλλάγματος, ενόψει και των εξόδων εκποίησης που θα απαιτηθούν, αφού λόγω της συγκυριότητας σε αυτό ουδέν αγοραστικό ενδιαφέρον θα προκαλέσει. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος έφεσης ως ουσία αβάσιμος. Κατ! ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς κατ’ ουσίαν εξέταση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη έφεση ως ουσία αβάσιμη….”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο … απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 17-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. 36456/1208/2018) έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 2279/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου … που είχε κρίνει ομοίως, δεχόμενο ως κατ`ουσία βάσιμη την ένδικη, από 10-6-2014, αίτηση του πρώτου αναιρεσίβλητου. Κρίνοντας έτσι το, ως Εφετείο δικάσαν, Μονομελές Πρωτοδικείο … για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του πρώτου αναιρεσίβλητου-αιτούντος στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3869/2010, διότι αυτός, κατά την ανάληψη της δανειακής του υποχρέωσης, αλλά και μεταγενέστερα, προς την πιστώτρια-αναιρεσείουσα, δεν επιδίωξε την περιέλευσή του σε αδυναμία πληρωμών, αλλά ούτε προέβλεψε και αποδέχθηκε το ενδεχόμενο αυτού του αποτελέσματος και ότι παρά ταύτα συνέχισε την ίδια μη συνετή συμπεριφορά δανειολήπτη, δεν παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 (στην οποία ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα οποία αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό του ανωτέρω ουσιαστικού κανόνα δικαίου), καθόσον διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς λογικά κενά αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθότητας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η συνδρομή της μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους του πρώτου αναιρεσίβλητου της χρηματικής του οφειλής, αλλά και η ανυπαρξία του δόλου του. Πιο συγκεκριμένα, το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο, με επαρκή και σαφή αιτιολογία προσδιορίζει αναλυτικά: 1) το ύψος της (μοναδικής) δανειακής σύμβασης του αιτούντος με την πιστώτρια-αναιρεσείουσα, που ανέρχονταν στο ποσό των 141.754,88 ευρώ, 2) το χρόνο κατάρτισης αυτής (έτος 2007), με αρχική μηνιαία δόση 620,00 ευρώ, την οποία κατέβαλλε και η οποία στη συνέχεια ανήλθε, το έτος 2014, στο ποσό των 730,00 ευρώ, 3) την επαγγελματική του δραστηριότητα που, κατά τα έτη 2007 έως 13-5-2014, ήταν αυτή του δικηγόρου και στη συνέχεια του συμβολαιογράφου, 4) το, ετήσιο εισόδημα αυτού κατά τα έτη 2007 έως 13-5-1014, κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (6.754,64, 634,26, 12.742,70, 4.247,50, 5.244,77, 3.736,76, 4.541,57, 299,65 ευρώ), ενώ από το έτος 2006 μέχρι το έτος 2011 είχε και πρόσθετα εισοδήματα από μισθώματα (8.550, 10.185, 3.201, 1.746, 1.746, 1.746 ευρώ), καθώς και το ετήσιο εισόδημά του μεταγενέστερα μέχρι το έτος 2016 (το έτος 2014 ποσό 6.407,33 ευρώ, το έτος 2015 ποσό 10.496,96 ευρώ και το έτος 2016 ποσό 17.108,28 ευρώ), 5) την ηλικία του, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση (έγγαμος από το έτος 2007, με ανήλικο τέκνο που γεννήθηκε το έτος 2015), καθώς και την οικονομική κατάσταση της συζύγου του από την απασχόλησή της ως δικηγόρου και από ακίνητα, 6) τις βιοτικές ανάγκες αυτού και της οικογενείας του, οι οποίες προσδιορίζονται στο ποσό των 950,00 ευρώ κατά μήνα (συμπεριλαμβανόμενων των ιδιαίτερων αναγκών του τέκνου ύψους 120,00 ευρώ κατά μήνα) + 374,39 ευρώ κατά μήνα για ασφαλιστικές εισφορές + 469,80 ευρώ κατά μήνα για φορολογικές υποχρεώσεις=1.794,19 ευρώ, 7) ότι η δανειακή του υποχρέωση δημιουργήθηκε, προκειμένου να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του και όχι για να απολαύσει επίπεδο διαβίωσης ανώτερο των οικονομικών του δυνατοτήτων και 8) ότι υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής της οφειλής του καθόσον η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο της οφειλής του και στη κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, δεν μπορούσε δε να προβλέψει, ούτε να αποτρέψει τη μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, στην οποία περιήλθε μετά τη σημαντική συρρίκνωση του εισοδήματός του σε σχέση με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος διαβίωσης. Τα περιστατικά αυτά, που το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως αναιρετικά, ότι αποδείχθηκαν, αρκούσαν για να πληρωθεί το πραγματικό της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 την οποία εφάρμοσε, ώστε να μην καταγνωστεί σε βάρος του πρώτου αναιρεσίβλητου δανειολήπτη- αιτούντος που περιήλθε σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, δολιότητα κατά τη σύναψη της δανειακής του υποχρέωσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογεί με πληρότητα τη μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας με την αντιπαραβολή των οικογενειακών εισοδημάτων με τις μηνιαίες δαπάνες για τη κάλυψη των βιοτικών αναγκών της τριμελούς οικογένειας και παράλληλα, αυτά, με το χρέος προς τη πιστώτρια και ορθά δέχτηκε ότι ο αιτών δεν μπορεί να ικανοποιήσει το ληξιπρόθεσμο χρέος του και ότι συνεπώς περιήλθε σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, η οποία, σε κάθε περίπτωση είναι ένα πραγματικό ζήτημα που κρίνει ο Δικαστής ουσίας με βάση τα ανωτέρω στοιχεία (οικογενειακό εισόδημα, βιοτικές ανάγκες), που αρκούντως περιέχονται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις ότι: α) δεν εκτίθεται, στη προσβαλλόμενη απόφαση, το ποσό για τη κάλυψη των βιοτικών αναγκών του κατά το χρόνο λήψης του δανείου, αλλά και στη συνέχεια, β) δεν διευκρινίζεται ότι τα αναφερόμενα εισοδήματά του ήταν μετά από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και γ) δεν παρατίθενται τα στοιχεία που δικαιολογούν τη πίστη του ότι στο μέλλον θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το εν λόγω δάνειο, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον ανάγονται σε επιχειρήματα αυτής για επιστήριξη της προβληθείσας από αυτή εκδοχής περί της δόλιας περιέλευσης του πρώτου αναιρεσίβλητου σε αδυναμία πληρωμής της χρηματικής οφειλής του, η οποία δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό (ΑΠ 1504/2022, ΑΠ 1172/2022, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 64/2017). Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω αναφερόμενες αιτιάσεις είναι απαράδεκτες και διότι με αυτές, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσης τους στο άρθρο 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το πιο πάνω ουσιώδες ζήτημα. Εξάλλου το πόρισμα, δηλ. το συμπέρασμα που προκύπτει από τις αποδείξεις είναι σαφές καθόσον αναφέρεται στην απόφαση χωρίς ενδοιασμούς ότι αποδείχθηκε συγκεκριμένο γεγονός και δεν χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο εκφράσεις που κλονίζουν το πόρισμα, ως προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης. Οι ως άνω παραδοχές στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που έχει νόμιμη βάση και συνεπώς ο πρώτος αναιρετικός λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και απαράδεκτος κατά τις ως άνω διακρίσεις. Απορριπτέος κρίνεται ο πρώτος αναιρετικός λόγος και κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αποδίδεται στη προσβαλλόμενη απόφαση, η πλημμέλεια από τον αριθ. 5 εδ. β’του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, προεχόντως ως απαράδεκτος διότι η ανωτέρω αιτίαση δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό-πράγμα, κατά την έννοια του άρθρου 560 αριθ. 5 του ΚΠολΔ, αλλά είναι αιτιολογημένος αρνητικός ισχυρισμός της αίτησης υπαγωγής στο ν. 3869/2010, με τον οποίο η αναιρεσείουσα – εκκαλούσα αρνείται το στοιχείο της αίτησης, ότι ο αιτών-δανειολήπτης, έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, χωρίς δόλο, που είναι προϋπόθεση για τη νομιμότητα της αίτησής του κατ` άρθρ. 1α` του ν. 3869/2010 (ΑΠ 641/2019, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 65/2017). Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι και ουσιαστικά αβάσιμος, διότι το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο ερεύνησε το λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, τον οποίο απέρριψε κατ` ουσία καταλήγοντας σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που αυτή θεωρούσε ορθό, με το να δεχθεί ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος-αιτών, περιήλθε σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών χωρίς δόλο και συνεπώς δικαιούται να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου 3869/2010.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, δηλ. για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1033/2024). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του περ. β` του αριθ. 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στο κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 687/2024, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1033/2024, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 1493/2022).
Συνεπώς, η παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων σε αυτούς (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 687/2024, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1033/2024, ΑΠ 1519/2023, ΑΠ 909/2022). Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα αποδίδει στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 560 αριθ. 1 περ. β`του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι, το, ως Εφετείο δικάσαν, δικαστήριο, με το να εξαιρέσει από την εκποίηση, κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3869/2010, το εξ αδιαιρέτου 50% ποσοστό του αιτούντος επί ενός αυτοτελούς χώρου, καθαρού εμβαδού 23 τ.μ., που βρίσκεται στον ημιώροφο οικοδομής επί της οδού … αριθ. 8, στη Θεσσαλονίκη, παραβίασε ευθέως το παρακάτω δίδαγμα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην ως άνω ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3869/2010, την οποία εσφαλμένα ερμήνευσε και ειδικότερα το δίδαγμα της κοινής πείρας σύμφωνα με το οποίο “αγοραστικό ενδιαφέρον προκαλούν και τα εξ αδιαιρέτου μερίδια ακινήτων, αφού μεταβιβάσεις τέτοιων δικαιωμάτων γίνονται καθημερινά, οι δε τράπεζες τα επιβαρύνουν με προσημειώσεις ή υποθήκες με στόχο την εξασφάλισή τους”. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι το δίδαγμα της κοινής πείρας, το οποίο παραβιάστηκε, κατά τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, όπως έχουν εκτεθεί αναλυτικά προηγουμένως, παρεκτός του ότι δεν συγκροτεί την έννοια τέτοιου διδάγματος, δεν αφορά την ερμηνεία ουσιαστικού κανόνα δικαίου, αλλά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το δικαστήριο της ουσίας, ως προς την εκποίηση του ως άνω ποσοστού του ακινήτου του πρώτου αναιρεσίβλητου, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Μετά τα παραπάνω και μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου για να ερευνηθεί, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν ορίζεται, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β` του ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 του ΚΠολΔ, καθόσον επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β` του ν. 3869/2010, κατά την οποία “δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται…” και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1509/2024, ΑΠ 597/2024).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 5-1-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 418/29/2023), αίτηση για αναίρεση της με αριθ. 13823/2022 τελεσίδικης απόφασης του, ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου … η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :