ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΉ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΠΤΟΥ. Γνωστοποίηση των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις. Πότε υφίσταται περίπτωση απολύτου ακυρότητας;
(Σχολιασμός στο υπ αριθμ. 3462/2023 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών -αδημοσ.)
Ηλίας Δαγκλής
Εισαγγελέας Πρωτοδικών
Η προκαταρκτική εξέταση συνιστά το βασικότερο θεσμό της ποινικής προδικασίας και το πρωταρχικό και ουσιαστικό φίλτρο με το οποίο αποκαθαίρεται το ποινικό ακροατήριο από όλως αβάσιμες και αστήριχτες καταγγελίες και μηνύσεις. Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης εξειδικεύονται και προσδιορίζονται τα στοιχεία που συνιστούν τη διερευνώμενη ή καταγγελόμενη πράξη, συλλέγονται τα αποδεικτικά στοιχεία που στοιχειοθετούν ή αποδυναμώνουν την κατηγορία και οριστικοποιείται ο νομικός χαρακτηρισμός του διερευνώμενου αδικήματος[1]. Το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης συμπίπτει με την απόφαση της εισαγγελικής αρχής να κινήσει ή όχι την ποινική δίωξη ή να θέσει αυτή στον αρχείο αγνώστων δραστών στην περίπτωση που ο δράστης της πράξης και μετά το πέρας της προδικασίας παραμένει άγνωστος. Το εδώ σχολιαζόμενο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ασχολείται με μία συχνά προβαλλόμενη στην πράξη αίτηση κήρυξης απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας που υποβάλλεται από το πρόσωπο που καλείται να παρέχει έγγραφες εξηγήσεις κατ΄άρθρο 244 παρ.1 ΚΠΔ ως ύποπτο για την τέλεση κάποιου αδικήματος ή αδικημάτων και αφορά στη μη γνωστοποίηση στον ύποπτο της σε βάρος του κατηγορίας και των θεμάτων επι των οποίων καλείται να δώσει εξηγήσεις και στην αποστέρηση του από τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων κατ ΄άρθρο 244 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ. που αποδίδεται στο γεγονός ότι οι αποδιδόμενες σε βάρος του κατηγορίες προβάλλονται αορίστως και χωρίς αυτές να εξειδικεύονται ως προς τα πραγματικά τους περιστατικά.
Το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης έχει ως εξής: κατόπιν εγκλήσεως του προς τούτου δικαιουμένου προσώπου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας προς το Διοικητή του οικείου Τμήματος Ασφαλείας για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης πλημμελημάτων και συγκεκριμένα των αδικημάτων (α) της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής (άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 3500/2006), (β) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 6 παρ.1 Ν. 3500/2006) και (γ) της εξύβρισης ( άρθρο 361 παρ.1 ΠΚ). Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών παρήγγειλε μεταξύ άλλων τη λήψη χωρίς όρκο κατάθεσης του εγκαλούντος προκειμένου να εκτεθούν από τον τελευταίο μεταξύ άλλων ζητημάτων, ιδίως οι πράξεις κατά τόπο, χρόνο και τα ακριβή τους περιστατικά, να προσκομισθεί πιστοποιητικό σωματικής βλάβης, που τυχόν ο ίδιος ως άνω φερόμενος ως παθών υπέστη (λ.χ. ιατροδικαστική έκθεση), καθώς και τη χωρίς όρκο κατάθεση του εγκαλουμένου. Σε εκτέλεση της ως άνω εισαγγελικής παραγγελίας, ο παθών δεν προσήλθε να καταθέσει λόγω αναχωρήσεως του από την Ελλάδα, ο δε ύποπτος παροσιασθείς στο οικείο Τ.Α. έλαβε γνώση των αποδιδόμενων σε βάρος του κατηγοριών, των ποινικών διατάξεων τόσο του ΠΚ, όσο και των ειδικών ποινικών νόμων κατά περίπτωση, που προβλέπουν και τιμωρούν τις αποδιδόμενες σε βάρος του πράξεις, και ενημερώθηκε πλήρως για το σύνολο των κατά νόμο προβλεπόμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτού ως υπόπτου, στο πλαίσιο της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης. Επίσης, κατόπιν αιτήματος του, έλαβε αντίγραφα της δικογραφίας και κατόπιν προθεσμίας που του χορηγήθηκε προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα και κατέθεσε τις έγγραφες εξηγήσεις του. Στο υπόμνημά παροχής εξηγήσεων ο ύποπτος υποβάλλει το πρώτον αίτημα για κήρυξη απόλυτης ακυρότητας της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης ζητώντας να μην ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη και η εν λόγω ποινική υπόθεση να τεθεί στο αρχείο λόγω πλήρους αοριστίας των σε βάρος του κατηγοριών καθισταμένης έτσι απολύτως άκυρης της προκαταρκτικής εξέτασης και, κατ’ επέκταση, της κλήσης του προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων. Ζητεί ακόμα την κήρυξη της απόλυτης ακυρότητας και την επανάληψη της όλης προδικασίας, προκειμένου να καταστεί εφικτό για τον ίδιο (ύποπτο) να προβεί σε αποτελεσματική άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων μεταξύ άλλων και για την πλήρη αντίκρουση των εν λόγω κατηγοριών, άλλως και επικουρικώς ζητεί τη διενέργεια περαιτέρω προκαταρκτικής εξέτασης με συμπλήρωση της οικείας ποινικής δικογραφίας ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία, που εξειδικεύουν τις αποδιδόμενες σε βάρος του, κατηγορίες, προκειμένου να καταστεί εφικτό για τον ίδιο να προβεί σε αποτελεσματική άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων μεταξύ άλλων και για την πλήρη αντίκρουση των κατηγοριών, δυνατότητα την οποία έχει αποστερηθεί.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το σχολιαζόμενο βούλευμα αποφαίνεται -κάνοντας δεκτή τη σχετική εισαγγελική πρόταση- ότι με βάση τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι τηρουμένων των οριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 244 ΚΠΔ και στις παραπεμπόμενες από αυτή διατάξεις, έλαβε χώρα πλήρης διασφάλιση και προάσπιση των υπερασπιστικών και εν γένει δικαιωμάτων του αιτούντος, ως υπόπτου, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του αιτήματος του για κήρυξη απόλυτης ακυρότητας κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ της προδικασίας και, συγκεκριμένα, της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης και της, κατ’ επέκταση, κλήσης για παροχή έγγραφων εξηγήσεων. Τονίζει μάλιστα ότι σε κάθε περίπτωση, υφίσταται προοπτική συνέχισης της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει δυνατότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο λόγος, να αποσαφηνισθούν έτι περαιτέρω, οι αποδιδόμενες σε βάρος του υπόπτου κατηγορίες, ενώ σημειώνει ότι ΄΄ στο στάδιο πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, αποδεικτικό ενέργημα του Εισαγγελέα είναι η ύπαρξη επαρκών ή μη ενδείξεων για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Επομένως, το αποδεικτικό στοιχείο που επικαλείται ο ύποπτος θα κριθεί εντός του πλαισίου του ανωτέρω ενεργήματος, το αυτό δε ισχύει και για την τυχόν παραπομπή του στο ακροατήριο.΄΄
Επί των ανωτέρω έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Η διάταξη του άρθρου 171 παρ.1δ ΚΠΔ προσδιορίζει κυριαρχικά την λειτουργικότητα και εμβέλεια του θεσμού της απόλυτης ακυρότητας ορίζοντας ότι αυτή υφίσταται όταν μεταξύ άλλων δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. Περαιτέρω κατά το άρθρο 244 ΚΠΔ αν η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκειά της αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται υποχρεωτικώς για την παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται χωρίς όρκο. Το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο τη γνωστοποίηση των ποινικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται, καθώς και των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις.
Με τη διατύπωση αυτή εναρμονίζεται καταρχάς η διάταξη με την αξίωση της Οδηγίας Οδηγία 2012/13/ΕΕ[2] , αφού η αναφορά των ποινικών διατάξεων και των θεμάτων εξήγησης παρέχει ένα αρχικά επαρκές πλαίσιο ενημέρωσης, χωρίς ταυτοχρόνως να δημιουργεί ανυπέρβλητες δυσχέρειες σε πρακτικό επίπεδο, καθώς δεν παραβλέπεται ότι λόγω της πρώιμης διαδικαστικής φάσης και του υπό διάγνωση αντικειμένου της κατηγορίας δεν είναι δυνατή η σύνταξη κατηγορητηρίου σε αυτή τη φάση. Κατά αυτό τον τρόπο συμπεριλήφθηκε στο γράμμα της οικείας διάταξης εδάφιο γ΄ το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου, το οποίο οφείλει να «περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τη γνωστοποίηση των ποινικών διατάξεων, η παραβίαση των οποίων διερευνάται, καθώς και των θεμάτων επί των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις».[3]
Το δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου που καθιερώνει η Οδηγία 2012/13/ΕΕ συνάγεται σύμφωνα με την ίδια από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και για αυτό θα πρέπει να θεσπίζεται ρητά από τη νομοθεσία των κρατών μελών.[4] Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τα δικαιώματα τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας, όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, γραπτώς ή προφορικώς, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Για την πρακτική και αποτελεσματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων, η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη εξέταση του υπόπτου ή κατηγορουμένου από την αστυνομία ή από άλλη αρμόδια αρχή. Οι διατάξεις της οδηγίας που αφορούν δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με τα δικαιώματα αυτά, όπως έχουν ερμηνευθεί στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[5].[6]
Οι προβλέψεις του ενωσιακού δικαίου σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου ενσωματώθηκαν στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στο άρθρο 95 παρ.1 και στο άρθρο 244 παρ.1 ΚΠΔ. Με βάση τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται μία διευρυμένη υποχρέωση πληροφόρησης του υπόπτου, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία περιλαμβάνει την παροχή όλων των πληροφορίων σχετικά με την ποινική κατηγορία προκειμένου να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, περιλαμβάνει τον προσδιορισμό του χρόνου και του τόπου τέλεσης της αξιόποινης πράξης και τη διαφαινόμενη αιτιώδη σύνδεση αυτών με το πρόσωπο του υπόπτου. Τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι τα τελευταία έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Σε κάθε περίπτωση τα αναφανέντα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται με επαρκείς λεπτομέρειες σε σχέση με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας στο οποίο η περιγραφή αυτή παρέχεται. Όταν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, οι λεπτομέρειες της ποινικής κατηγορίας μεταβάλλονται ώστε να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό η θέση του υπόπτου ή κατηγορουμένου, θα πρέπει αυτός να ενημερώνεται, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και εγκαίρως προκειμένου να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης[7].
Σύνταξη κατηγορητηρίου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας δεν προβλέπεται καθώς το αντικείμενο της κατηγορίας βρίσκεται υπό διερεύνηση ενώ ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης ενδέχεται να μεταβληθεί εφόσον από τα πραγματικά περιστατικά που αναφύονται προκύπτει η τέλεση έτερης πράξης ή η προνομιούχα ή διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση προς διασφάλιση της υπερασπιστικής θέσης του υπόπτου η παράγραφος 4 του άρθρου 244 ΚΠΔ επιβάλλει αν, μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης, πρόκειται να κινηθεί ποινική δίωξη για πράξη ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία διενεργήθηκε αυτή, να καλείται ο ύποπτος υποχρεωτικά να ασκήσει εκ νέου τα δικαιώματά της παραγράφου 1, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του ιδίου άρθρου. Όσον αφορά στην έννοια ΄΄των θεμάτων΄΄ για τα οποία ο ύποπτος θα παράσχει εξηγήσεις έχει γίνει δεκτό ότι αρκεί η ρητή ή σιωπηρή παραπομπή στο κείμενο της μήνυσης ή αναφοράς ή έγκλησης[8] ή στο κείμενο της έκθεσης που συνέταξε ο ανακριτικός υπάλληλος με αφορμή τη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στον ύποπτο αξιόποινη πράξη[9] στα οποία παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι ικανά να εγείρουν υπόνοιες τέλεσης συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης από ορισμένο πρόσωπο και στα οποία εδράζεται διαλογικά η κλήση για παροχή εξηγήσεων. Ο ύποπτος δικαιούται να ενημερωθεί για τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που οδήγησαν στην έγερση υπονοιών σε βάρος του, τούτο δε είναι δυνατό και χωρίς τη λεπτομερή εξειδίκευση αυτών ή την παροχή γραπτού κατηγορητήριου- κάτι το οποίο είναι συχνά αδύνατο σε αυτό το πρώιμο διαδικαστικό στάδιο- εφόσον όμως προκύπτει σαφώς η αιτιώδης διαδρομή που συνδέει τα πραγματικά περιστατικά με τον φερόμενο ως δράστη αυτών χωρίς ωστόσο να απαιτείται η ειδική καθοδήγηση του ύποπτου στον λόγο για τον οποίο γίνεται συνεπαγωγικά από την μήνυση ή αναφορά ή έγκληση η σύνδεση αυτών με το πρόσωπο του υπόπτου ούτε με την κλήση για την παροχή εξηγήσεων καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελέσει-μετά και την τυχόν παροχή των σχετικών έγγραφων εξηγήσεων του υπόπτου- αντικείμενο της κρίσης για το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που συμπίπτει με την απόφαση της εισαγγελικής αρχής να κινήσει την ποινική δίωξη ή να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο κατ΄άρθρο 43 ΚΠΔ ή να απορρίψει την έγκληση κατ αρθρο 51 ΚΠΔ ή να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο αγνώστων δραστών στην περίπτωση που ο δράστης της πράξης και μετά το πέρας της προδικασίας παραμένει άγνωστος. Το βούλευμα προχωρεί σε μία ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα σκέψη πάνω σε αυτό το ζήτημα κατά την οποία ΄΄ ο ύποπτος δικαιούται να ενημερωθεί τουλάχιστον για αυτά τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που οδήγησαν στην έγερση υπονοιών σε βάρος του, τούτο δε είναι δυνατό ακόμα και χωρίς ιδιαίτερη εξειδίκευση ή κανονικό κατηγορητήριο, στο μέτρο που τούτο επιτρέπεται από την εξέλιξη της ερευνάς και είναι αναγκαίο για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου, από την αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, που παραγγέλλει την ανωμοτί εξέτασή του και έχει προηγουμένως προβεί σε υπαγωγή όλων των πραγματικών περιστατικών στους συγκεκριμένους κανόνες δικαίου, που φέρονται ως παραβιασθέντες. Ως εκ τούτου δε, η Εισαγγελική αυτή παραγγελία, με το ως άνω περιεχόμενο, συνιστά ένα «εν δυνάμει κατηγορητήριο», έχει δικονομική υπόσταση, ήτοι συνιστά δικονομική πράξη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 243 και 244 ΚΠΔ, ο δε ύποπτος θωρακίζεται πλέον με δικαιώματα, που προσιδιάζουν στον κατηγορούμενο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και τον καθιστούν ως «οιονεί κατηγορούμενο», χωρίς να εξομοιώνουν, σε κάθε περίπτωση, από δικονομική άποψη τον ύποπτο με τον κατηγορούμενο.΄΄
Η ρητή αναφορά στο άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠΔ της πρόκλησης απόλυτης ακυρότητας σε περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ κρίθηκε σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως αναγκαία για συστηματικούς και νομοτεχνικούς λόγους[10]. Η υπό συστηματικό πρίσμα ταύτιση δικαιωμάτων υπόπτου και κατηγορουμένου αντανακλά τη νέα αναβαθμισμένη θέση που επιφυλάσσει ο ΚΠΔ στην προκαταρκτική εξέταση. Καθώς διευρύνονται από τη μία πλευρά οι επιτρεπόμενες στο πλαίσιό της ανακριτικές πράξεις και καθώς το συλλεγόμενο αποδεικτικό υλικό επενεργεί σημαντικά στην εξέλιξη της δίκης, η θέσπιση κύρωσης εμφανίζεται ως αδήριτη από δικαιοκρατική άποψη ανάγκη για την τήρηση τη νομοτυπικότητας και δικαιότητας της διαδικασίας· από την άλλη όμως πλευρά το δυναμικό περιεχόμενο του σχετικού δικαιώματος ενημέρωσης του υπόπτου και η κατοχύρωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του τελευταίου διαμορφώνεται, προσδιορίζεται και εμπλουτίζεται διαρκώς από την ελληνική και ενωσιακή νομολογία με αφορμή και σε αντιστοιχία με τη συνεχώς εξελισσόμενη δικαστηριακή πραγματικότητα
[1] Ανδρουλάκης Ν./Δαλακούρας Θ,/Γιαννίδης Ι./Αναγνωστόπουλος Η. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομολογία κατ άρθρον,2η εκδ. Π.Ν.Σάκκουλας, 2019 σελ.147, Παπαδαμάκης Α. Ποινική Δικονομία,ο.π.σελ.258 επ.
[2] Η Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (L 142) και άλλες διατάξεις ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το νόμο 4236/2014
[3] Αιτιολογική έκθεση ΚΠΔ, σελ.68
[4] Βλ.σχετ. σκ. 18 Προοίμιο Οδηγίας 2012/13/ΕΕ
[5] Βλ.σχετ. σκ. 42 Προοίμιο Οδηγίας 2012/13/ΕΕ
[6] Το άρθρο 6 της οδηγίας προσδιορίζει περαιτέρω το περιεχόμενο του δικαιώματος ενημέρωσης σχετικά με την ποινική κατηγορία προτρέποντας τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. Η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να είναι άμεση και δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του, συμπεριλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε.(παρ.2) Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο με τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για την ποινική κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου.(παρ.3)
[7] Βλ.σχετ. σκ. 19 Προοίμιο Οδηγίας 2012/13/ΕΕ
[8] Ανδρουλάκης Ν. Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4η έκδ., 2012, πλαγιάρ. 472, σελ. 290, Σέβης Ι. σε Ποινική Προδικασία. Από τη θεωρία στην πράξη Παππάς Σ.(επιμ.), εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη,2023 σελ 427
[9]Α.Π.1432/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 520/1998, Ποιν.Χρ.1998,1101, ΕφΑθ (Ποιν) 117/2016, ΠοινΧρ2016,140
[10] Αιτιολογική έκθεση ΚΠΔ, σελ.53