ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Δέκατο Τμήμα)
10 Ιουλίου 2025 ( * )
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 – Άρθρο 3 – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 492/2011 – Άρθρο 7 – Ίση μεταχείριση – Κοινωνικά πλεονεκτήματα – Ανήλικο τέκνο με αναπηρία διασυνοριακού εργαζομένου – Βοήθεια ένταξης με τη μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία – Προϋπόθεση διαμονής – Αναλογικότητα»
Στην υπόθεση C‑257/24,
ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 267 ΣΛΕΕ ΑΠΟ ΤΟ LANDESSOZIALGERICHT NORDRHEIN-WESTFALEN (ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΡΗΝΗΣ-ΒΕΣΤΦΑΛΙΑΣ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ), ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 8ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024, Η ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΙΛΗΦΘΗΚΕ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
PE, εκπροσωπούμενος από τους γονείς του
κατά
Περιφέρεια πόλης Άαχεν,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δέκατο Τμήμα),
συγκείμενο από τον κ. Δ. Γρατσία, Πρόεδρο του Τμήματος, τους κ.κ. Ε. Ρίγκαν (Εισηγητή) και J. Passer, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: Κος J. Richard de la Tour,
υπάλληλος: κ. A. Calot Escobar,
λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– εκ μέρους της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τους J. Möller και R. Kanitz,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τον κ. B.-R. Killmann και την κα F. van Schaik,
έχοντας υπόψη την απόφαση που ελήφθη, μετά από ακρόαση του Γενικού Εισαγγελέα, να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς συμπεράσματα,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ 2004 L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004 L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009 L 284, σ. 43) («Κανονισμός αριθ. 883/2004 »), του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1), καθώς και του άρθρου 20 ΣΛΕΕ και του άρθρου 21(1) ΣΛΕΕ.
2 Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της PE, ανήλικου παιδιού που εκπροσωπείται από τους γονείς της, και της Städteregion Aachen (αστική περιοχή του Άαχεν, Γερμανία) σχετικά με την άρνηση χορήγησης βοήθειας ένταξής της με τη μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία.
Το νομικό πλαίσιο
δίκαιο της Ένωσης
Κανονισμός αριθ. 883/2004
3 Το άρθρο 3 του κανονισμού 883/2004 , με τίτλο «Γενικές διατάξεις», στον Τίτλο I , με τίτλο «Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλη τη νομοθεσία που αφορά τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης και αφορά:
(α) παροχές ασθένειας·
[…]
3. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στις ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές σε χρήμα που αναφέρονται στο άρθρο 70.
[…]
5. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε:
(α) κοινωνική και ιατρική βοήθεια·
[…] »
4 Το άρθρο 70 του κανονισμού 883/2004 , που περιέχεται στον τίτλο III του κανονισμού 883/2004 , με τίτλο «Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις διάφορες κατηγορίες παροχών», στο κεφάλαιο 9 αυτού, με τίτλο «Ειδικές μη ανταποδοτικές χρηματικές παροχές», με τίτλο «Γενικές διατάξεις» ορίζει, στην παράγραφο 2, στοιχείο γ’:
«Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως «ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές σε χρήμα» νοούνται οι παροχές:
[…]
(γ) τα οποία απαριθμούνται στο Παράρτημα Χ.
5 Το Παράρτημα Χ του εν λόγω κανονισμού, υπό τον τίτλο «Γερμανία», έχει ως εξής:
(α) Ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης για ηλικιωμένους και για άτομα με περιορισμένη ικανότητα να καλύψουν τις ανάγκες τους (Κεφάλαιο 4 του Βιβλίου XII του Κοινωνικού Κώδικα).
(β) Παροχές που προορίζονται να εξασφαλίσουν μέσα διαβίωσης βάσει της βασικής ασφάλισης για όσους αναζητούν εργασία, εκτός εάν, όσον αφορά αυτές τις παροχές, πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη λήψη προσωρινού συμπληρώματος μετά τη λήψη επιδόματος ανεργίας (άρθρο 24, παράγραφος 1, του Βιβλίου II του Κοινωνικού Κώδικα).
Κανονισμός αριθ. 492/2011
6 Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 492/2011 ορίζει τα εξής:
«1. Ένας εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους δεν μπορεί, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης από τους ημεδαπούς εργαζόμενους λόγω της ιθαγένειάς του, όσον αφορά τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση και την επαγγελματική επανένταξη ή επαναπασχόληση σε περίπτωση που έχει καταστεί άνεργος.»
2. Επωφελείται από τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζόμενους.
Γερμανικό δίκαιο
7 Ο Neuntes Buch Sozialgesetzbuch (Κώδικας Κοινωνικής Ασφάλισης, ένατο βιβλίο), με τίτλο «Αποκατάσταση και συμμετοχή ατόμων με αναπηρία», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που ίσχυε για τη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: SGB IX), καθορίζει τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση βοήθειας ένταξης υπό μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία.
8 Το άρθρο 101, παράγραφος 1, του SGB IX ορίζει:
«Οι Γερμανοί που διαμένουν συνήθως στο εξωτερικό δεν δικαιούνται παροχές βοήθειας ένταξης. Η απαλλαγή από αυτές μπορεί να γίνει μόνο κατά περίπτωση, εάν αυτό είναι αναπόφευκτο λόγω εξαιρετικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης και ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι η επιστροφή στο γερμανικό έδαφος δεν είναι δυνατή για τους ακόλουθους λόγους:
1. φροντίδα και εκπαίδευση παιδιού που πρέπει να παραμείνει στο εξωτερικό για νόμιμους λόγους·
2. το εν λόγω άτομο βρίσκεται σε μακροχρόνια φροντίδα σε ίδρυμα ή έχει απόλυτη ανάγκη φροντίδας· ή
3. πράξη δημόσιας εξουσίας».
9 Το άρθρο 104, παράγραφος 1, του παρόντος SGB IX ορίζει:
«Οι υπηρεσίες υποστήριξης ένταξης καθορίζονται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης, ιδίως ανάλογα με τη φύση των αναγκών, την προσωπική κατάσταση, το κοινωνικό περιβάλλον και τα μέσα και τους πόρους του ατόμου […]»
Η κύρια διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, Γερμανίδα και Ιρλανδή υπήκοος, η οποία γεννήθηκε στη Γερμανία το 2009, ζει με τους γονείς της στο Βέλγιο, κοντά στα γερμανικά σύνορα. Η μητέρα της, Γερμανίδα υπήκοος, εργάζεται ως γιατρός πλήρους απασχόλησης στο Άαχεν (Γερμανία). Ο πατέρας της, Ιρλανδός υπήκοος, ήταν υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης τοποθετημένος στο Μάαστριχτ (Κάτω Χώρες).
11 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης πάσχει από ψυχική αναπηρία που απαιτεί ειδική φροντίδα. Αφού φοίτησε σε σχολείο ειδικής αγωγής στο Έουπεν (Βέλγιο), φοιτά σε σχολεία ένταξης στο Άαχεν από το σχολικό έτος 2017/2018. Κατόπιν αιτήματός της, η Αστική Περιφέρεια του Άαχεν της χορήγησε, σύμφωνα με τις διατάξεις του SGB IX, βοήθεια ένταξης με τη μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρίες για τα σχολικά έτη 2017/2018 έως 2020/2021, καλύπτοντας το κόστος της εκπαιδευτικής βοήθειας αρχικά για 15 ώρες και στη συνέχεια 35 ώρες, ανά εβδομάδα.
12 Με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, η αστική περιφέρεια του Άαχεν απέρριψε αίτηση χορήγησης της εν λόγω βοήθειας ένταξης για το σχολικό έτος 2021/2022, με το σκεπτικό ότι η αιτούσα της κύριας δίκης, η οποία έχει τη συνήθη διαμονή της στο Βέλγιο, δεν πληροί την προϋπόθεση της διαμονής στην εθνική επικράτεια που προκύπτει από το άρθρο 101, παράγραφος 1, του SGB IX. Με απόφαση της 20ής Αυγούστου 2021, η εν λόγω αρχή απέρριψε, για τον ίδιο λόγο, την ένσταση που υπέβαλε η αιτούσα της κύριας δίκης κατά της αρχικής απορριπτικής απόφασης.
13 Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, το Sozialgericht Aachen (Δικαστήριο Κοινωνικών Υποθέσεων Άαχεν, Γερμανία) απέρριψε, επίσης για τον ίδιο λόγο, την αγωγή που άσκησε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους γονείς της, κατά των εν λόγω αποφάσεων. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το δικαίωμα σε βοήθεια ένταξης με τη μορφή επιδομάτων σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρίες, το οποίο προβλέπεται από τον SGB IX, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί ούτε στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν εμπίπτει στις «επιδόματα ασθένειας» που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 , και το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α’, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ρητά ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην «κοινωνική και ιατρική βοήθεια».
14 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους γονείς της, άσκησε αγωγή ενώπιον του Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen (Ανώτερου Δικαστηρίου Κοινωνικών Υποθέσεων της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, ζητώντας να ανατραπεί η απόφαση αυτή και να υποχρεωθεί η Αστική Περιφέρεια του Άαχεν, τροποποιώντας την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 20ής Αυγούστου 2021, να της επιστρέψει τα έξοδα που προέκυψαν από τη χρήση της εκπαιδευτικής βοήθειας για την περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 2021 και 30ής Νοεμβρίου 2021, ύψους 12.782,32 ευρώ, δεδομένου ότι η Γερμανόφωνη Κοινότητα του Βελγίου κατέβαλε δωρεάν τα έξοδα της εκπαιδευτικής βοήθειας για την περίοδο από 1ης Δεκεμβρίου 2021 έως 30 Ιουνίου 2022.
15 Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, η προσφυγή που έχει εκκρεμήσει ενώπιόν του πρέπει να απορριφθεί. Ωστόσο, αμφισβητεί κατά πόσον το εθνικό δίκαιο είναι, συναφώς, συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης.
16 Καταρχάς, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 . Ως παροχή για συμμετοχή στην εκπαίδευση υπό τη μορφή εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η επίμαχη στην κύρια δίκη βοήθεια ένταξης δεν φαίνεται να συνιστά παροχή κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουσα στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι δεν υπόκειται σε αντικειμενικές απαιτήσεις, όπως, μεταξύ άλλων, ο βαθμός αναπηρίας, και χορηγείται ανάλογα με τις προσωπικές ανάγκες του ενδιαφερομένου, βάσει ατομικής αξιολόγησης των εν λόγω αναγκών από την αρμόδια εθνική αρχή.
17 Επιπλέον, είναι αμφίβολο αν η βοήθεια ένταξης υπό μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται από τον SGB IX, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «επίδομα ασθενείας» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 883/2004 , δεδομένου ότι η έννοια της «ασθένειας», με τη συνήθη έννοια, συνεπάγεται προσωρινή επιδείνωση της κατάστασης της υγείας, ενώ ο σκοπός της εν λόγω βοήθειας ένταξης είναι να επιτρέψει στους δικαιούχους της να παρακολουθήσουν εκπαίδευση προσαρμοσμένη στις ικανότητές τους και στις επιδόσεις τους και να προωθήσει τη συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή.
18 Συνεπώς, η προβλεπόμενη από τον SGB IX βοήθεια ένταξης υπό μορφή σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία φαίνεται να εμπίπτει στην έννοια της «κοινωνικής βοήθειας», η οποία, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο α’, του κανονισμού 883/2004 , εξαιρείται ρητά από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Η εν λόγω βοήθεια ένταξης δεν σχετίζεται με κανέναν από τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, οι περίοδοι επαγγελματικής δραστηριότητας, οι εισφορές ή η υπαγωγή δεν παίζουν κανένα ρόλο στον καθορισμό του δικαιώματος για την εν λόγω βοήθεια, η οποία παρέχεται κατά περίπτωση και επικουρικά. Ούτε η εν λόγω βοήθεια ένταξης αποτελεί ειδική μη ανταποδοτική χρηματική παροχή κατά την έννοια του άρθρου 70 του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα X αυτού.
19 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο κρίνει απαραίτητο να διευκρινιστεί το ζήτημα του κατά πόσον ο αποκλεισμός πολίτη της Ένωσης από την παροχή βοήθειας ένταξης με τη μορφή παροχών σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται από τον SGB IX, είναι συμβατός με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 , σύμφωνα με το οποίο κάθε εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους δικαιούται, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, τα ίδια κοινωνικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζόμενους. Δεδομένου ότι η μητέρα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης άσκησε το δικαίωμά της στην ελεύθερη κυκλοφορία, δικαιούται να επικαλεστεί τη διάταξη αυτή όσον αφορά το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του κατά πόσον η παροχή βοήθειας ένταξης με τη μορφή παροχών σχολικής βοήθειας για το παιδί με αναπηρία μεθοριακού εργαζομένου συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Η ευρεία ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί στην έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ της συμπερίληψής της στη διάταξη αυτή. Η προϋπόθεση διαμονής στην οποία υπόκειται η χορήγηση βοήθειας ένταξης με τη μορφή επιδομάτων σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται στο SGB IX, θα μπορούσε επομένως να συνιστά έμμεση διάκριση, δεδομένου ότι είναι πιθανό, εκ φύσεως, να επηρεάσει τους διασυνοριακούς εργαζόμενους περισσότερο από τους ημεδαπούς εργαζόμενους.
20 Όσον αφορά τη δικαιολόγηση ενός τέτοιου περιορισμού, το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί ότι η διακύβευση της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να συνιστά θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των μη κατοίκων από το δικαίωμα σε παροχές. Συναφώς, η ύπαρξη, στον SGB IX, εξαιρέσεων από τον αποκλεισμό αυτό σε περίπτωση ιδιαίτερων δυσκολιών, που συνδέονται ουσιαστικά με την πιθανή χορήγηση παροχών στο κράτος μέλος κατοικίας, θα καθιστούσε δυνατό τον αποκλεισμό οποιασδήποτε αδικαιολόγητης διάκρισης. Επιπλέον, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία κατοχυρώνεται γενικά στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, έχει συγκεκριμενοποιηθεί στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο α’, του κανονισμού 883/2004 όσον αφορά τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας, γεγονός που θα δικαιολογούσε το γεγονός ότι η επίμαχη βοήθεια ένταξης δεν μπορεί να χορηγηθεί σε πρόσωπα που δεν κατοικούν στην εθνική επικράτεια. Ο αποκλεισμός αυτός θα επιβεβαίωνε, επομένως, την αρχή της εδαφικότητας που βασίζεται στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, σύμφωνα με την οποία οι παροχές βοήθειας που χρηματοδοτούνται από φόρους πρέπει να χορηγούνται μόνο σε πρόσωπα που κατοικούν στην εθνική επικράτεια.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι βέβαιο ότι ο αποκλεισμός των μη κατοίκων από το όφελος της βοήθειας ένταξης υπό μορφή σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται από τον SGB IX, είναι πράγματι απαραίτητος για την αποτελεσματική χρήση των φορολογικών πόρων. Συγκεκριμένα, δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα εξοικονομούσε πράγματι δαπάνες ως αποτέλεσμα της εν λόγω εξαίρεσης που θεσπίστηκε μετά την αυστηροποίηση των κανονισμών την 1η Ιανουαρίου 2004. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της εξαίρεσης αυτής, οι μη κάτοικοι Γερμανίας πολίτες θα αναγκάζονταν ενδεχομένως να επιστρέψουν στη Γερμανία, γεγονός που θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους για το εν λόγω κράτος μέλος. Στο μέτρο που ο εθνικός νομοθέτης επιδίωξε, με την αυστηροποίηση αυτή, να μειώσει την καταχρηστική χρήση της εν λόγω βοήθειας ένταξης, ο στόχος αυτός φαίνεται επίσης αμφίβολος, ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Πράγματι, ο κίνδυνος κατάχρησης δεν θα προέκυπτε όσον αφορά τις παροχές σε είδος που παρέχονται στο γερμανικό έδαφος. Δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι ο αιτών της κύριας δίκης διέπραξε κατάχρηση δικαιώματος δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις για την απόκτηση των κοινωνικών παροχών που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 . Τέλος, στο μέτρο που ο στόχος του αποκλεισμού των μη κατοίκων είναι να απαλλάξει τις αρμόδιες εθνικές αρχές από μια χρονοβόρα εξέταση των προϋποθέσεων χορήγησης παροχών σε μη κατοίκους Γερμανίας, η αναγκαιότητά του παραμένει αμφισβητήσιμη, δεδομένου ότι οι παροχές αυτές παρέχονται στο γερμανικό έδαφος.
22 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο αποκλεισμός των μη κατοίκων από την παροχή βοήθειας ένταξης υπό μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία συνιστά αντικειμενικά δικαιολογημένο περιορισμό του δικαιώματος που οι πολίτες της Ένωσης αντλούν από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης βρίσκεται σε μειονεκτική θέση αποκλειστικά και μόνο επειδή επέλεξε να ασκήσει την ελευθερία κυκλοφορίας της εγκαθιδρύοντας τη συνήθη διαμονή της στο Βέλγιο.
23 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen (Ανώτερο Δικαστήριο Κοινωνικών Υποθέσεων της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 3 του [κανονισμού 883/2004 ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η βοήθεια ένταξης που προβλέπεται από τον [SGB IX] με τη μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας αποτελεί παροχή κατά την έννοια του άρθρου 3 και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού;
Αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική:
2) Πρέπει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του [κανονισμού 492/2011 ] να ερμηνευθεί ως αντίθετο προς διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία εξαρτά τα επιδόματα βοήθειας ένταξης που προβλέπονται από τον SGB IX, υπό μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας, από την προϋπόθεση της συνήθους διαμονής στην εθνική επικράτεια;
3) Συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος που οι πολίτες της Ένωσης αντλούν από το άρθρο 20 [ΣΛΕΕ] και το άρθρο 21(1) [ΣΛΕΕ] το γεγονός ότι η χορήγηση της βοήθειας κοινωνικής ένταξης που προβλέπεται από τον SGB IX υπό μορφή σχολικής βοήθειας δεν χορηγείται σε πολίτες της Ένωσης που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε άλλο κράτος μέλος (κοντά στα σύνορα), ενώ η παροχή σε είδος παρέχεται στο κράτος διαμονής;
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
Στο πρώτο ερώτημα
24 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3 του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια παροχή, όπως η βοήθεια ένταξης υπό τη μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, που προβλέπεται από τον SGB IX, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.
25 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι σημαντικό, καταρχάς, να ελεγχθεί εάν μια τέτοια βοήθεια ένταξης συνιστά παροχή «κοινωνικής ασφάλισης» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
26 Κατά πάγια νομολογία, η διάκριση μεταξύ των παροχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 και εκείνων που εξαιρούνται από αυτόν βασίζεται ουσιαστικά στα συστατικά στοιχεία κάθε παροχής, ιδίως στους σκοπούς και τις προϋποθέσεις χορήγησής της, και όχι στο αν μια παροχή χαρακτηρίζεται ως παροχή κοινωνικής ασφάλισης από την εθνική νομοθεσία (απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sozialministeriumservice , C‑116/23, EU:C:2024:292, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
27 Επομένως, μια παροχή μπορεί να θεωρηθεί παροχή κοινωνικής ασφάλισης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 , στο μέτρο που, αφενός, χορηγείται, χωρίς καμία ατομική και διακριτική αξιολόγηση των προσωπικών αναγκών, στους δικαιούχους βάσει μιας νομικά καθορισμένης κατάστασης και, αφετέρου, αφορά έναν από τους κινδύνους που απαριθμούνται ρητά στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 . Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι σωρευτικές (απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sozialministeriumservice , C-116/23, EU:C:2024:292, σκέψη 33 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
28 Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που διατυπώνεται στην προηγούμενη σκέψη, υπενθυμίζεται ότι αυτή πληρούται όταν η χορήγηση παροχής γίνεται υπό το πρίσμα αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία, εφόσον πληρούνται, παρέχουν δικαίωμα στην παροχή χωρίς η αρμόδια εθνική αρχή να μπορεί να λάβει υπόψη άλλες προσωπικές περιστάσεις (απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sozialministeriumservice , C‑116/23, EU:C:2024:292, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
29 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η βοήθεια ένταξης υπό μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται από τον SGB IX, δεν εξαρτάται από την πλήρωση αντικειμενικών προϋποθέσεων, όπως, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένο ποσοστό ή επίπεδο αναπηρίας ή ανικανότητας, αλλά χορηγείται από την αρμόδια εθνική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 1, του SGB IX, ανάλογα με τις προσωπικές ανάγκες του ενδιαφερομένου, βάσει ατομικής και κατά διακριτική ευχέρεια εξέτασης της κατάστασής του από την εν λόγω αρχή.
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να σημειωθεί ότι η βοήθεια ένταξης υπό μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται από τον SGB IX, δεν πληροί την πρώτη από τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, με αποτέλεσμα η βοήθεια αυτή να μην συνιστά παροχή «κοινωνικής ασφάλισης» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 .
31 Ωστόσο, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού επεκτείνει την εφαρμογή του στις ειδικές μη ανταποδοτικές χρηματικές παροχές που αναφέρονται στο άρθρο 70 αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σκόπιμο, δεύτερον, να ελεγχθεί εάν η βοήθεια ένταξης με τη μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία που προβλέπεται από τον SGB IX συνιστά τέτοια παροχή.
32 Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει σαφώς από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 883/2004 , ως ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές σε χρήμα νοούνται μόνο εκείνες που απαριθμούνται στο Παράρτημα Χ του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, η βοήθεια ένταξης με τη μορφή παροχών σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, η οποία προβλέπεται από τον SGB IX, δεν περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα. Συνεπώς, δεν συνιστά τέτοια παροχή (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Caisse d’assurance retraite et de la santé au travail d’Alsace-Moselle C‑769/18, EU:C:2020:203, σκέψη 35).
33 Κατά συνέπεια, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια παροχή, όπως η βοήθεια ένταξης υπό τη μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, που προβλέπεται από τον SGB IX, δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι η χορήγηση της παροχής αυτής δεν εξαρτάται από την πλήρωση αντικειμενικών προϋποθέσεων, αλλά βασίζεται σε ατομική αξιολόγηση των αναγκών του ενδιαφερομένου από την αρμόδια εθνική αρχή.
Στο δεύτερο ερώτημα
34 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά τη χορήγηση βοήθειας ένταξης υπό μορφή σχολικής βοήθειας στο ανάπηρο τέκνο διασυνοριακού εργαζομένου που είναι υπήκοος της Ένωσης από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω τέκνο διαμένει στο εθνικό έδαφος.
35 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι κάθε υπήκοος της Ένωσης, ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας και ιθαγένειάς του, ο οποίος ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, διάταξη την οποία ο κανονισμός 492/2011 επιδιώκει να συγκεκριμενοποιήσει (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Επομένως, ο κανονισμός αυτός ωφελεί τόσο τους διακινούμενους εργαζόμενους που διαμένουν σε κράτος μέλος υποδοχής όσο και τους μεθοριακούς εργαζόμενους οι οποίοι, ενώ ασκούν την μισθωτή τους δραστηριότητα στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Thermalhotel Fontana , C‑411/22, EU:C:2023:490, σκέψη 34 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η μητέρα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης είναι Γερμανίδα υπήκοος που εργάζεται στη Γερμανία αλλά διαμένει στο Βέλγιο.
38 Έχοντας ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, ο εν λόγω μεθοριακός εργαζόμενος δικαιούται επομένως να επικαλεστεί, κατά του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, τον κανονισμό 492/2011 , και ιδίως το άρθρο 7, παράγραφος 2, αυτού, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των εργαζομένων όσον αφορά το δικαίωμα σε «κοινωνικά πλεονεκτήματα», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Τα μέλη της οικογένειας ενός τέτοιου μεθοριακού εργαζομένου είναι έμμεσοι δικαιούχοι αυτής της ίσης μεταχείρισης (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψεις 25 και 26 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Δεύτερον, όσον αφορά την έννοια των «κοινωνικών πλεονεκτημάτων», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 , υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια αυτή περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα, ανεξάρτητα από το αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας ή όχι, που χορηγούνται γενικά σε ημεδαπούς εργαζομένους λόγω της διαμονής τους στην εθνική επικράτεια, και η επέκταση των οποίων σε εργαζομένους που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών φαίνεται πιθανό να διευκολύνει την κινητικότητά τους. Η αναφορά που γίνεται από τη διάταξη αυτή σε κοινωνικά πλεονεκτήματα δεν μπορεί να ερμηνευθεί συσταλτικά (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Απριλίου 2024, Sozialministeriumservice , C-116/23, EU:C:2024:292, σκέψη 51 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
40 Επομένως, τα κοινωνικά επιδόματα συνιστούν κοινωνικά πλεονεκτήματα, αυτά που χορηγούνται στο εξαρτώμενο τέκνο διακινούμενου εργαζομένου το οποίο πρέπει να συνεισφέρει στη συντήρησή του (βλ., συναφώς, ιδίως, αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 1985, Deak , 94/84, EU:C:1985:264, σκέψη 24· της 18ης Ιουνίου 1987, Lebon , 316/85, EU:C:1987:302, σκέψη 13· και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. , C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 39 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
41 Συνεπώς, η βοήθεια ένταξης υπό μορφή παροχών εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, όπως αυτή που προβλέπεται από τον SGB IX, συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 .
42 Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή αποτελεί ιδιαίτερη έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα της χορήγησης κοινωνικών πλεονεκτημάτων, της αρχής της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ και πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με την τελευταία αυτή διάταξη (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
43 Αυτή η αρχή της ίσης μεταχείρισης απαγορεύει όχι μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και όλες τις συγκαλυμμένες μορφές διακρίσεων οι οποίες, εφαρμόζοντας άλλα κριτήρια διακριτικής μεταχείρισης, στην πραγματικότητα οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
44 Ωστόσο, μια προϋπόθεση διαμονής, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, από την οποία η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους εξαρτά τη χορήγηση βοήθειας ένταξης υπό μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, είναι, εκ φύσεως, ικανή να θέσει σε μειονεκτική θέση τους διασυνοριακούς εργαζόμενους που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να συνιστά έμμεση διάκριση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψεις 31 και 32 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
45 Συνεπώς, εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία θέτει ορισμένους εργαζομένους σε μειονεκτική θέση αποκλειστικά και μόνο για το λόγο ότι έχουν εγκαταστήσει τη συνήθη διαμονή τους σε άλλο κράτος μέλος, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, καθόσον, ακόμη και αν εφαρμόζεται αδιακρίτως, είναι ικανή να εμποδίσει ή να αποτρέψει, ιδίως, έναν υπήκοο κράτους μέλους από το να εγκαταλείψει το κράτος καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 36 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
46 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένας τέτοιος περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μπορεί να γίνει δεκτός μόνον εάν δικαιολογείται αντικειμενικά. Προς τούτο, πρέπει να είναι κατάλληλος για τη διασφάλιση της επίτευξης ενός θεμιτού σκοπού και να μην υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ., συναφώς, ιδίως, αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Caves Krier Frères , C‑379/11, EU:C:2012:798, σκέψη 48, και της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. , C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 39 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
47 Εν προκειμένω, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη προϋπόθεση διαμονής δικαιολογείται από τον σκοπό της διασφάλισης, αφενός, μιας πραγματικής σύνδεσης μεταξύ του αιτούντος βοήθειας ένταξης υπό τη μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία και του κράτους μέλους που χορηγεί την εν λόγω βοήθεια και, αφετέρου, της οικονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
48 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ομολογουμένως, οι σκοποί που επιδιώκει η εθνική νομοθεσία, η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία γνήσιου δεσμού μεταξύ του αιτούντος παροχή κοινωνικής ασφάλισης και του αρμόδιου κράτους μέλους και στη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, συνιστούν, κατ’ αρχήν, θεμιτούς σκοπούς ικανούς να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ., συναφώς, ιδίως, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, A (Βοήθεια για άτομο με αναπηρία) , C‑679/16, EU:C:2018:601, σκέψη 69 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
49 Ωστόσο, μια προϋπόθεση διαμονής, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, βαίνει πέραν του μέτρου που είναι απαραίτητο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι διασυνοριακοί εργαζόμενοι συμβάλλουν οικονομικά στις κοινωνικές πολιτικές του κράτους μέλους υποδοχής μέσω των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν στο τελευταίο στο πλαίσιο της μισθωτής δραστηριότητας που ασκούν εκεί, πρέπει να μπορούν να επωφελούνται, ιδίως, από κοινωνικά πλεονεκτήματα υπό τους ίδιους όρους με τους μόνιμους εργαζομένους (βλ., συναφώς, ιδίως, απόφαση της 16ης Μαΐου 2024, Hocinx , C-27/23, EU:C:2024:404, σκέψη 31 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
50 Στο μέτρο αυτό, υπάρχει ένα πραγματικό και επαρκές συνδετικό στοιχείο μεταξύ του αιτούντος βοήθειας ένταξης υπό τη μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία και του αρμόδιου κράτους μέλους, το οποίο είναι τέτοιο ώστε να του επιτρέπει να διασφαλίσει ότι η οικονομική επιβάρυνση που συνδέεται με την καταβολή της εν λόγω παροχής δεν θα καταστεί υπέρμετρη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, A (Βοήθεια για άτομο με αναπηρία) , C‑679/16, EU:C:2018:601, σκέψη 71 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51 Επιπλέον, στο μέτρο που η Γερμανική Κυβέρνηση τονίζει την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου με αναπηρία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω βοήθεια ένταξης αντιστοιχεί ακριβώς στις συγκεκριμένες ατομικές του ανάγκες και, ως εκ τούτου, να είναι δυνατή η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και των αποτελεσμάτων της, αρκεί να σημειωθεί ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εν λόγω βοήθεια αποτελεί παροχή σε είδος που παρέχεται στο γερμανικό έδαφος στο πλαίσιο της σχολικής φοίτησης του παιδιού με αναπηρία, επομένως οι γερμανικές αρχές είναι απολύτως σε θέση να διενεργήσουν όλους τους απαραίτητους ελέγχους για τους σκοπούς της εν λόγω εξατομίκευσης, ακόμη και αν το εν λόγω παιδί και οι γονείς του διαμένουν συνήθως σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, και σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω κυβέρνηση δεν εξηγεί γιατί το γεγονός της διαμονής στο εθνικό έδαφος θα ήταν απαραίτητο για την εξατομίκευση μιας τέτοιας παροχής σε είδος.
52 Κατά συνέπεια, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά τη χορήγηση βοήθειας ένταξης υπό μορφή σχολικής βοήθειας στο ανάπηρο τέκνο διασυνοριακού εργαζομένου που είναι υπήκοος της Ένωσης από την προϋπόθεση ότι το τέκνο αυτό διαμένει στο εθνικό έδαφος, δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή βαίνει πέραν αυτού που είναι απαραίτητο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω νομοθεσία.
Στο τρίτο ερώτημα
53 Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.
Σχετικά με το κόστος
54 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Δέκατο Τμήμα) αποφαίνεται:
1) Άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
Ένα επίδομα, όπως η βοήθεια ένταξης υπό τη μορφή σχολικής βοήθειας για παιδιά με αναπηρία, που προβλέπεται στον Neuntes Buch Sozialgesetzbuch (Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης, Ένατο Βιβλίο), δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 , όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 988/2009 , δεδομένου ότι η χορήγηση του επιδόματος αυτού δεν εξαρτάται από την πλήρωση αντικειμενικών προϋποθέσεων, αλλά βασίζεται σε ατομική αξιολόγηση των αναγκών του ενδιαφερόμενου προσώπου από την αρμόδια εθνική αρχή.
2) Άρθρο 7(2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
αντιτίθεται στην εθνική νομοθεσία που εξαρτά τη χορήγηση βοήθειας ένταξης με τη μορφή επιδομάτων εκπαιδευτικής βοήθειας στο παιδί με αναπηρία διασυνοριακού εργαζομένου που είναι υπήκοος της Ένωσης από την προϋπόθεση ότι το παιδί αυτό διαμένει στην εθνική επικράτεια, καθώς μια τέτοια προϋπόθεση υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκει η εν λόγω νομοθεσία.
Υπογραφές