Σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, προς κατοχύρωση της αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας, σε περίπτωση που, μετά την άσκηση ένστασης κατά της καταλογιστικής πράξης του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η διοικητική διαδικασία, είτε με την έκδοση απόφασης της τοπικής διοικητικής επιτροπής, είτε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας έκδοσης της απόφασης, δεν αναστέλλεται μεν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Κανονισμού Ασφάλισης Ι.Κ.Α., η εγγραφή στην κατάσταση οφειλετών του Ιδρύματος, η οποία, κατ’ άρθρο 108 παρ. 1 του Κανονισμού, αποτελεί τον υπό ευρεία έννοια νόμιμο τίτλο για την βεβαίωση και είσπραξη των απαιτήσεων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ, δεν είναι όμως επιτρεπτή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ενόσω είναι εκκρεμής η ένσταση και δεν έχει οριστικοποιηθεί η σχετική εγγραφή, η ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία αποτελεί τον υπό στενή έννοια νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των απαιτήσεων. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., στα οποία περιλαμβάνεται και η αποστολή σε αυτόν ατομικής ειδοποίησης, με την οποία αυτός καλείται να καταβάλει την οφειλή. Η νομολογία δε αυτή δεν ανατρέπεται υπό την ισχύ του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 περί ίδρυσης και λειτουργίας του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και ήδη του e-Ε.Φ.Κ.Α., διότι, αν και στο άρθρο 101 παρ. 11 παρ. α΄ του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι «Η άσκηση διοικητικών προσφυγών ή ενδίκων βοηθημάτων κατά την ισχύουσα διαδικασία στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την αμφισβήτηση των καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα», πάντως, η διάταξη αυτή έχει περιεχόμενο αντίστοιχο των διατάξεων των άρθρων 120 παρ. 4 του Κανονισμού Ασφάλισης Ι.Κ.Α., 39 παρ. 5 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α. και 4 παρ. 5 του ν. 2556/1997.
Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν ότι: ι) από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ουδόλως προκύπτει με ασφάλεια η ημεροχρονολογία επιδόσεως στην ανακόπτουσα της, σε αυτήν απευθυνομένης, αριθμ. 388/27.7.2017 ατομικής ειδοποίησης ληξιπροθέσμων οφειλών και ιι) σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 2α σκέψη της παρούσης, δεν επιτρέπεται η διενέργεια ταμειακής βεβαίωσης οφειλής και η λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης εις βάρος οφειλέτου του e-Ε.Φ.Κ.Α. πριν την οριστικοποίηση της σχετικής οφειλής με την ολοκλήρωση της προβλεπομένης διοικητικής διαδικασίας. Μετά ταύτα, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι επίδικες 78 και 77/19.3.2013 ταμειακές βεβαιώσεις διενεργήθηκαν πριν την παρέλευση της προθεσμίας προς άσκηση ένστασης, και μάλιστα σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 30 ημερών ακόμα και από την έκδοση των πράξεων επιβολής εισφορών και πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών, οι οποίες φέρουν ημερομηνία σύνταξης την 27η.2.2013, πρωτίστως δε, διά τον λόγο αυτόν η κρινομένη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής ως αλυσιτελούς.