Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Καταχρηστικές ρήτρες σε καταναλωτικές συμβάσεις — Άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1 — Εξουσίες και υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου — Διαδικασία πτώχευσης που αφορά φυσικό πρόσωπο — Έλλειψη εξουσίας του πτωχευτικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών όρων που αποτελούν τη βάση της αξίωσης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αξιώσεων — Έλλειψη εξουσίας του εν λόγω δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα — Αρχή της αποτελεσματικότητας
Στην υπόθεση C‑582/23 [Wiszkier]( και )
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Περιφερειακό Δικαστήριο Łódź-Śródmieście στο Łódź (Πολωνία), με απόφαση της 2ας Αυγούστου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
RS,
με τη συμμετοχή των:
ΓΣΑ,
PC , σύνδικος πτώχευσης των RS και MS,
MK , σύνδικος πτώχευσης της GSA,
Τζέι Τζέι,
ΜΓ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Τέταρτο Τμήμα),
συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, Πρόεδρο Τμήματος, N. Jääskinen (Εισηγητή), A. Arabadjiev, M. Condinanzi και R. Frendo, Δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: D. Spielmann,
γραμματέας: M. Siekierzyńska, διαχειριστής,
έχοντας υπόψη την έγγραφη φάση της διαδικασίας και μετά την ακρόαση της 14ης Νοεμβρίου 2024,
έχοντας λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– εκ μέρους της PC, συνδίκου πτώχευσης της RS και της MS – M. Kiejna, νομικού συμβούλου,
– για λογαριασμό της MK, ο σύνδικος πτώχευσης της GSA – P. Cieślak, M. Pyzik-Waląg, J. Szewczak, Ł. Żak, δικηγόροι, και M. Pugowski, ασκούμενος νομικός,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna, M. Kozak, K. Rudzińska και S. Żyrek,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Brauhoff, O. Glinicka, P. Kienapfel και P. Ondrůšek,
αφού άκουσε τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2025,
φαίνεται να είναι το εξής
Κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).
2 Η αίτηση κατατέθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης που αφορούσε την RS σε προσωπική πτώχευση, σχετικά με την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής για τους πιστωτές του εν λόγω καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένης της τράπεζας GSA (εφεξής «Τράπεζα G.»).
Νομικό πλαίσιο
δίκαιο της ΕΕ
3 Σύμφωνα με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας 93/13:
«Τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή και αποτελεσματικά μέσα για να αποτρέπουν τη συνεχιζόμενη χρήση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις καταναλωτών.»
4 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, οι καταχρηστικές ρήτρες που περιέχονται σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτή από πωλητή ή προμηθευτή δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή και ότι η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη ως προς τα υπόλοιπα μέρη της, εάν είναι δυνατόν να συνεχίσει να τα δεσμεύει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»
5 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, προς το συμφέρον τόσο των καταναλωτών όσο και των ανταγωνιστών, υπάρχουν επαρκή και αποτελεσματικά μέσα για την αποτροπή της συνεχιζόμενης χρήσης καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές από πωλητές ή προμηθευτές.»
πολωνικό δίκαιο
Πτωχευτικό δίκαιο
6 Οι διαδικασίες πτώχευσης διέπονται από τον Νόμο της 28ης Φεβρουαρίου 2003 – Πτωχευτικό Δίκαιο (Εφημερίδα Νομικών Αρ. 60, στοιχείο 535), με τη διατύπωση που ισχύει για την κύρια διαδικασία (Εφημερίδα Νομικών του 2019, στοιχείο 498, όπως τροποποιήθηκε) (εφεξής καλούμενος «Πτωχευτικός Νόμος»).
7 Σύμφωνα με το Άρθρο 2, Τμήμα 2 του Νόμου περί Πτωχεύσεων, οι διαδικασίες που ρυθμίζονται από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα θα πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπο που να επιτρέπει τη διαγραφή των υποχρεώσεων του πτωχεύσαντος που δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία πτώχευσης και, ει δυνατόν, την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
8 Το άρθρο 61 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι κατά την ημερομηνία κήρυξης πτώχευσης, η περιουσία του πτωχεύσαντος περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία, η οποία χρησιμεύει για την ικανοποίηση των πιστωτών του πτωχεύσαντος.
9 Σύμφωνα με το άρθρο 62 του παρόντος νόμου, η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον πτωχεύοντα κατά την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης και αποκτήθηκαν από τον πτωχεύοντα κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, με τις εξαιρέσεις που ορίζονται στα άρθρα 63-67α του ίδιου νόμου.
10 Από το άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο 2 του περί Πτωχεύσεων Νόμου προκύπτει ότι η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει την αμοιβή του πτωχεύσαντος για εργασία κατά το μέρος που δεν υπόκειται σε κατάσχεση.
11 Σύμφωνα με το άρθρο 151 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, μετά την κήρυξη πτώχευσης, οι πράξεις της πτωχευτικής διαδικασίας διενεργούνται από τον δικαστή-επίτροπο, με εξαίρεση τις πράξεις για τις οποίες είναι αρμόδιο το πτωχευτικό δικαστήριο.
12 Σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ. 1 του παρόντος νόμου, ο δικαστής-επίτροπος διαχειρίζεται την πορεία της πτωχευτικής διαδικασίας, επιβλέπει τις ενέργειες του συνδίκου, ορίζει ενέργειες που ο σύνδικος δεν μπορεί να εκτελέσει χωρίς την άδειά του ή την άδεια της επιτροπής των πιστωτών και επίσης εφιστά την προσοχή σε τυχόν παρατυπίες που διαπράττει ο σύνδικος. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 152 παρ. 2, ο δικαστής-επίτροπος εκτελεί άλλες ενέργειες που ορίζονται στον ίδιο νόμο.
13 Το άρθρο 154 του περί Πτωχεύσεων Νόμου ορίζει ότι, εντός του πεδίου των δραστηριοτήτων του, ο δικαστής-επίτροπος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικαστηρίου και του προεδρεύοντος δικαστή αυτού του δικαστηρίου.
14 Το άρθρο 236 του εν λόγω νόμου ορίζει:
«1. Προσωπικός πιστωτής του πτωχεύσαντος που επιθυμεί να συμμετάσχει σε διαδικασία πτώχευσης, εάν είναι απαραίτητο να αποδείξει την απαίτησή του, οφείλει να την αναφέρει στον δικαστή-επίτροπο εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην απόφαση κήρυξης της πτώχευσης.»
2. Ο πιστωτής δικαιούται επίσης να υποβάλει αίτηση εάν η αξίωσή του εξασφαλιζόταν με υποθήκη, ενέχυρο, εγγεγραμμένο ενέχυρο, ενέχυρο δημοσίου χρέους, ναυτική υποθήκη ή με οποιαδήποτε άλλη καταχώριση στο κτηματολόγιο και το μητρώο υποθηκών ή στο ναυτικό μητρώο. Εάν ο πιστωτής δεν υποβάλει τις εν λόγω απαιτήσεις, αυτές θα καταχωρούνται στον πίνακα απαιτήσεων αυτεπαγγέλτως.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως σε απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, ενέχυρο ή εγγεγραμμένο ενέχυρο, φορολογικό ενέχυρο ή ναυτική υποθήκη επί στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, εάν ο πτωχεύσας δεν είναι προσωπικός οφειλέτης και ο πιστωτής επιθυμεί να διεκδικήσει τις απαιτήσεις του κατά του υποκειμένου της ασφάλειας σε πτωχευτική διαδικασία.
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου που αφορούν τις απαιτήσεις εφαρμόζονται και σε άλλες απαιτήσεις που υπόκεινται σε ικανοποίηση από την πτωχευτική περιουσία.
15 Το άρθρο 243 του εν λόγω νόμου ορίζει στην παράγραφο 1 ότι ο σύνδικος επαληθεύει εάν η αναφερόμενη απαίτηση επιβεβαιώνεται από τα λογιστικά αρχεία του πτωχεύσαντος ή άλλα έγγραφα ή από καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή σε άλλα μητρώα και καλεί τον πτωχεύοντα να υποβάλει, εντός καθορισμένης προθεσμίας, δήλωση σχετικά με το εάν αναγνωρίζει την απαίτηση.
16 Το άρθρο 244 του ίδιου νόμου ορίζει ότι μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αξιώσεων και αφού επαληθεύσει τις υποβληθείσες αξιώσεις, ο σύνδικος καταρτίζει αμέσως κατάλογο αξιώσεων, το αργότερο εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή αξιώσεων.
17 Σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 2 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, εάν δεν υποβληθεί ένσταση, ο δικαστής-επίτροπος εγκρίνει τον κατάλογο των απαιτήσεων μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής του.
18 Το άρθρο 261 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι ο δικαστής-επίτροπος μπορεί αυτεπαγγέλτως να επιφέρει αλλαγές στον κατάλογο των απαιτήσεων εάν διαπιστωθεί ότι ο κατάλογος περιλαμβάνει αξιώσεις που δεν υπάρχουν εν όλω ή εν μέρει ή ότι ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει αξιώσεις που υπόκεινται σε αυτεπάγγελτη εγγραφή στον κατάλογο· η απόφαση τροποποίησης του καταλόγου υπόκειται σε αυτεπάγγελτη ανακοίνωση και μπορεί να ασκηθεί έφεση.
19 Το άρθρο 491 14 του προαναφερθέντος νόμου ορίζει:
«1. Μετά την εκτέλεση του τελικού σχεδίου διανομής ή εάν λόγω έλλειψης περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος δεν έχει καταρτιστεί σχέδιο διανομής – αφού εγκρίνει τον κατάλογο των απαιτήσεων και αφού ακούσει τον πτωχεύοντα, τον σύνδικο και τους πιστωτές, το δικαστήριο καταρτίζει σχέδιο αποπληρωμής των πιστωτών ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 491 16 , διαγράφει τις υποχρεώσεις του πτωχεύσαντος χωρίς να καταρτίσει σχέδιο αποπληρωμής των πιστωτών.»
2. Η απόφαση για την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής προς τους πιστωτές ή για την ακύρωση των υποχρεώσεων του πτωχεύσαντος χωρίς την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής προς τους πιστωτές κοινοποιείται στους πιστωτές. Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί με έφεση.
3. Η έναρξη ισχύος απόφασης για την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής των πιστωτών ή την ακύρωση των υποχρεώσεων του πτωχεύσαντος χωρίς την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής των πιστωτών συνεπάγεται το τέλος της διαδικασίας.
20 Το άρθρο 491 15 παράγραφοι 1 και 4 του εν λόγω νόμου ορίζει:
«1. Στην απόφαση για την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής προς τους πιστωτές, το δικαστήριο καθορίζει σε ποιο βαθμό και εντός ποιας προθεσμίας, όχι μεγαλύτερης των τριάντα έξι μηνών, ο πτωχεύων υποχρεούται να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναγνωρίζονται στον κατάλογο των απαιτήσεων και δεν έχουν ικανοποιηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας βάσει των σχεδίων διανομής, και ποιο μέρος των υποχρεώσεων του πτωχεύσαντος που αναλήφθηκαν πριν από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης θα διαγραφεί μετά την εκτέλεση του σχεδίου αποπληρωμής προς τους πιστωτές.
[…]
4. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση του πτωχεύσαντος σχετικά με το περιεχόμενο του σχεδίου αποπληρωμής του πιστωτή. Κατά την κατάρτιση του σχεδίου αποπληρωμής του πιστωτή, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ικανότητα βιοπορισμού του πτωχεύσαντος, την ανάγκη υποστήριξης του πτωχεύσαντος και των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των στεγαστικών τους αναγκών, το ύψος των ανεκπλήρωτων απαιτήσεων και τη δυνατότητα ικανοποίησής τους στο μέλλον.
Νόμος – Εργατικός Κώδικας
21 Το άρθρο 87 του νόμου της 26ης Ιουνίου 1974 – του Εργατικού Κώδικα (Εφημερίδα Νομικών Θεμάτων αριθ. 24, στοιχείο 141), με τη διατύπωση που εφαρμόζεται στην κύρια δίκη (Εφημερίδα Νομικών Θεμάτων του 2022, στοιχείο 1510, όπως τροποποιήθηκε), ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης άλλων οφειλών ή παρακράτησης προκαταβολών μετρητών που χορηγούνται σε εργαζόμενο από τον εργοδότη, οι παρακρατήσεις από τις αποδοχές μπορούν να ανέλθουν στο ήμισυ των αποδοχών.
Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
22 Στις 30 Μαρτίου 2007, ο RS, η σύζυγός του και δύο άλλα φυσικά πρόσωπα συνήψαν με την G. Bank σύμβαση στεγαστικού δανείου με δείκτη ελβετικού φράγκου (CHF) ύψους 489 821,63 PLN (πολωνικό ζλότι, περίπου 116.587,34 ευρώ) για περίοδο 360 μηνών.
23 Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2019, η RS κηρύχθηκε σε πτώχευση και διορίστηκε σύνδικος πτώχευσης.
24 Με διάταξη της 26ης Απριλίου 2021, ο δικαστής-επίτροπος ενέκρινε τον κατάλογο των απαιτήσεων που κατήρτισε ο εν λόγω σύνδικος. Η πλειονότητα των απαιτήσεων που περιλαμβάνονταν στον εν λόγω κατάλογο ήταν απαιτήσεις της Τράπεζας G. βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης στεγαστικού δανείου. Δεν υποβλήθηκε καμία ένσταση και το Περιφερειακό Δικαστήριο έκανε δεκτό το σύνολο των εν λόγω απαιτήσεων.
25 Στις 20 Ιουλίου 2023, η Τράπεζα G. κηρύχθηκε σε πτώχευση και η διαδικασία πτώχευσης συνεχίστηκε ενώπιον του συνδίκου πτώχευσης της εν λόγω τράπεζας.
26 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, εναπόκειται στο πτωχευτικό δικαστήριο να καταρτίσει, βάσει του καταλόγου απαιτήσεων που έχει ήδη καταρτίσει ο σύνδικος και έχει εγκρίνει ο πτωχευτικός δικαστής, σχέδιο αποπληρωμής των απαιτήσεων του οφειλέτη ή να διαπιστώσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν ήδη συσσωρευτεί στην πτωχευτική περιουσία επαρκούν για την αποπληρωμή όλων των χρεών του και ότι δεν απαιτείται σχέδιο αποπληρωμής. Απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ως προς αυτό περατώνει τη διαδικασία πτώχευσης.
27 Εν προκειμένω, το δικαστήριο αυτό είναι το Πρωτοδικείο του Łódź-Śródmieście, Łódź (Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Θεωρεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση στεγαστικού δανείου περιέχει καταχρηστικές ρήτρες που ενδέχεται να την καταστήσουν άκυρη και διαπιστώνει ότι η πτυχή αυτή δεν έχει εξεταστεί εκ των προτέρων. Κατά το δικαστήριο αυτό, οι απαιτήσεις της Bank G. είναι κατώτερες από τις δηλωθείσες ή ακόμη και ανύπαρκτες.
28 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, μολονότι ο RS είχε ήδη αναγνωρίσει όλες τις αξιώσεις, δεν προκύπτει από τα έγγραφα της διαδικασίας αφερεγγυότητας ότι το εν λόγω μέρος ενημερώθηκε ότι οι όροι της επίμαχης δανειακής σύμβασης ήταν ενδεχομένως καταχρηστικοί ή ότι δήλωσε συνειδητά ότι δεν ωφελούνταν από την προστασία που του παρείχε η οδηγία 93/13. Ωστόσο, ο δικηγόρος του RS, ο οποίος τον εκπροσωπεί από τις 3 Νοεμβρίου 2022, υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ότι η εν λόγω σύμβαση στεγαστικού δανείου περιείχε καταχρηστικές ρήτρες. Επιπλέον, ο RS δεν μπορούσε να ασκήσει μόνη της αγωγή για να εξασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων του βάσει της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι τα περιουσιακά του στοιχεία διαχειριζόταν και εξακολουθούν να διαχειρίζεται ο σύνδικος πτώχευσης.
29 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο πτωχευτικό δικαστήριο, κατά την κατάρτιση σχεδίου αποπληρωμής, να ελέγχει ανεξάρτητα τις συμβατικές διατάξεις ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα τους. Το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία και να παραπέμψει το ζήτημα στον πτωχευτικό δικαστή μόνο με σκοπό την ενδεχόμενη τροποποίηση του καταλόγου των απαιτήσεων αυτεπαγγέλτως, γεγονός που θα καθυστερούσε την εξέταση της υπόθεσης.
30 Δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιο όργανο είναι αρμόδιο για την εξέταση, εφόσον είναι απαραίτητο, του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων συμβατικών όρων. Ο δικαστής-επίτροπος εξετάζει τις δηλώσεις απαιτήσεων μόνο τυπικά και τις διαβιβάζει στον σύνδικο, ο οποίος τις εξετάζει κατ’ ουσίαν και καταρτίζει κατάλογο απαιτήσεων. Συνεπώς, ο δικαστής-επίτροπος δεν έχει καμία νομική δυνατότητα να τροποποιήσει τον εν λόγω κατάλογο πριν από την έγκρισή του, εκτός εάν η εξουσιοδοτημένη οντότητα υποβάλει ένσταση.
31 Δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν προβλήθηκε καμία ένσταση και ότι ο RS δεν επικαλέστηκε ενώπιον του δικαστή πτωχεύσεων τον καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης στεγαστικού δανείου, ο εν λόγω δικαστής δεν ήταν υποχρεωμένος, βάσει του εθνικού δικαίου, να εξετάσει το βάσιμο της αξίωσης της Τράπεζας G. που περιλαμβανόταν στον κατάλογο των αξιώσεων. Η αξίωση σχετικά με τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της εν λόγω σύμβασης στεγαστικού δανείου προβλήθηκε από τον εκπρόσωπο του RS μόνο ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
32 Τρίτον, το εν λόγω δικαστήριο εξηγεί ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του RS, μετά τους συμψηφισμούς που πραγματοποιήθηκαν στην πτωχευτική περιουσία, του απομένει ένα ποσό που δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του. Ωστόσο, οι διατάξεις που ισχύουν στην πτωχευτική διαδικασία της κύριας δίκης δεν επιτρέπουν καμία παρέμβαση στο ποσό του συμψηφισμού αυτού από το πτωχευτικό δικαστήριο ή τον πτωχευτικό δικαστή.
33 Τέταρτον και τελευταίον, το εν λόγω δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα κεφάλαια που εισπράττονται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας προορίζονται για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών, όχι μόνο της Τράπεζας G. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του ποσού των κεφαλαίων που καταβλήθηκαν στην πτωχευτική περιουσία και του ποσού των άλλων υποχρεώσεων, τα κεφάλαια αυτά μπορούν να αποδειχθούν επαρκή για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, με εξαίρεση τις απαιτήσεις της Τράπεζας G. Σύμφωνα με το άρθρο 87 του Εργατικού Κώδικα, όπως ίσχυε στην κύρια δίκη, το ήμισυ της αμοιβής του πτωχεύσαντος εξακολουθεί να καταβάλλεται στην πτωχευτική περιουσία και τυχόν πλεονάζον ποσό θα του καταβληθεί μόνο μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας.
34 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο πτωχεύσας ενδέχεται να αποθαρρύνθηκε από το να ζητήσει προστασία βάσει της οδηγίας 93/13, διότι, εάν δεν την είχε ζητήσει, το πτωχευτικό δικαστήριο θα μπορούσε να είχε καταρτίσει ταχύτερα σχέδιο αποπληρωμής για αυτόν, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του ίδιου και εκείνες της άμεσης οικογένειάς του, το οποίο πιθανότατα θα συνεπαγόταν χαμηλότερη αποπληρωμή από την παρακράτηση από τον μισθό του. Ωστόσο, αυτό θα σήμαινε την αποδοχή του γεγονότος ότι ο κατάλογος των απαιτήσεων περιελάμβανε απαίτηση κατά της Τράπεζας G.
35 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο Łódź-Śródmieście στο Łódź αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Πρέπει το άρθρο 6(1) και το άρθρο 7(1) της οδηγίας [93/13] να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει ότι το πτωχευτικό δικαστήριο δεσμεύεται από τον κατάλογο των απαιτήσεων που έχει εγκρίνει ο πτωχευτικός δικαστής σε πτωχευτική διαδικασία, εμποδίζοντας έτσι την αξιολόγηση των συμβατικών όρων ως προς τον καταχρηστικό τους χαρακτήρα από το πτωχευτικό δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση που περατώνει τη διαδικασία;»
(2) Πρέπει τα άρθρα 6(1) και 7(1) της οδηγίας [93/13] να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνικές διατάξεις που δεν επιτρέπουν τη λήψη προσωρινών μέτρων σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και, ως εκ τούτου, είναι ικανές να αποθαρρύνουν τους καταναλωτές από το να κάνουν χρήση της προστασίας που τους παρέχει [η εν λόγω] οδηγία;
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Στο πρώτο ερώτημα
36 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει ότι, στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας που αφορούν φυσικά πρόσωπα, μόλις ο κατάλογος των απαιτήσεων εγκριθεί από τη δικαστική αρχή και κινηθεί η διαδικασία ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το τελευταίο δεσμεύεται από τον κατάλογο αυτό και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στη σύμβαση δανείου στην οποία βασίζεται η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο ή να τον τροποποιήσει, αλλά οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και να παραπέμψει στην εν λόγω δικαστική αρχή το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών αυτών.
37 Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου και ότι πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο με εθνικές διατάξεις οι οποίες, στην εθνική έννομη τάξη, συνιστούν κανόνες δημόσιας τάξης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 54 και 55 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
38 Το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εάν μια συμβατική ρήτρα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 είναι καταχρηστική και, αφού διενεργήσει την εξέταση αυτή, να άρει την ανισορροπία μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία, εφόσον διαθέτει τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της σημασίας του δημόσιου συμφέροντος στην προστασία των καταναλωτών, η οδηγία 93/13 υποχρεώνει τα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της, να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα «για την πρόληψη της συνεχιζόμενης χρήσης καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές από επαγγελματίες» (απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανέναρξη της διαδικασίας μετά από τελεσίδικη απόφαση), C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
40 Δεδομένου ότι το ερώτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση αφορά διαδικασία αφερεγγυότητας κατά φυσικού προσώπου που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, υπενθυμίζεται, δεύτερον, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στην εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, ως εκ τούτου, οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής έννομης τάξης των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες καταστάσεις που διέπονται από το εθνικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη, στην πράξη, την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει στους καταναλωτές το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2023, BRD Groupe Societé Générale και Next Capital Solutions, C‑200/21, EU:C:2023:380, σκέψη 28· της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανέναρξη της διαδικασίας που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση), C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 74) και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
41 Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να εγείρει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των διατάξεων που εφαρμόζονται στην κύρια δίκη με την εν λόγω αρχή.
42 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το ζήτημα του κατά πόσον οι εθνικοί κανόνες καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία, τη διεξαγωγή της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, θεωρούμενα στο σύνολό τους, και, όπου ενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν το εθνικό δικαστικό σύστημα, όπως η αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της ορθής διεξαγωγής της δίκης. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών δικαστικών διαδικασιών δεν μπορούν να αποτελούν στοιχείο που αποδυναμώνει την έννομη προστασία την οποία πρέπει να απολαμβάνουν οι καταναλωτές βάσει των διατάξεων της οδηγίας 93/13 (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România, C‑725/19, EU:C:2022:396, σκέψη 45 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
43 Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η ανάγκη τηρήσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να ισοδυναμεί με πλήρη αντικατάσταση της απόλυτης παθητικότητας του οικείου καταναλωτή (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 47, και της 24ης Ιουνίου 2025, GR REAL, C‑351/23, EU:C:2025:474, σκέψη 58 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
44 Επιπλέον, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που τα άτομα αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης συνδέεται, ιδίως, σε σχέση με τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, με την απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανέναρξη της διαδικασίας που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση), C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 76 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
45 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο κατάλογος απαιτήσεων που ενέκρινε ο δικαστής του πτωχευτικού δικαίου είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο του πτωχευτικού δικαίου, με αποτέλεσμα το δικαστήριο αυτό να μην μπορεί το ίδιο να προβεί σε πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη της απαίτησης, προκειμένου να καταρτίσει σχέδιο αποπληρωμής για τους πιστωτές. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το μόνο μέσο που διαθέτει για να ελέγξει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων που περιέχονται στη σύμβαση από την οποία προέρχεται η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον κατάλογο απαιτήσεων που καταρτίστηκε από τον σύνδικο και εγκρίθηκε από τον δικαστή του πτωχευτικού δικαίου είναι να ζητήσει από τον δικαστή αυτό να εξετάσει τόσο τους εν λόγω συμβατικούς όρους όσο και την ανάγκη τροποποίησης του καταλόγου αυτού αυτεπαγγέλτως.
46 Συνεπάγεται επίσης ότι η υποχρέωση του πτωχευτικού δικαστηρίου να παραπέμψει το ζήτημα στον πτωχευτικό δικαστή καθυστερεί την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας και παρατείνει την επισφαλή οικονομική κατάσταση του πτωχεύσαντος, καθώς η πτωχευτική περιουσία αναπληρώνεται συνεχώς με κρατήσεις από τον μισθό του πτωχεύσαντος καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η παράταση της διαδικασίας μπορεί επομένως να αποθαρρύνει τον πτωχεύοντα από το να ασκήσει το δικαίωμα προστασίας βάσει της οδηγίας 93/13.
47 Όπως εξήγησε το αιτούν δικαστήριο απαντώντας στο αίτημα διευκρίνισης που υπέβαλε το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο πτωχευμένος διάδικος ενδιαφέρεται γενικά για την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας το συντομότερο δυνατό. Κατά την κατάρτιση του σχεδίου αποπληρωμής που ολοκληρώνει την εν λόγω διαδικασία, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την προσωπική κατάσταση του πτωχευμένου διαδίκου, τα έξοδά του, την ανάγκη υποστήριξης των πλησιέστερων συγγενών του και, στις περισσότερες περιπτώσεις, το μηνιαίο ποσό που ο πτωχευμένος διάδικος οφείλει να διαθέσει για την αποπληρωμή των χρεών του μετά την περάτωση της διαδικασίας ορίζεται σε ποσό χαμηλότερο από το ποσό της παρακράτησης από τον μισθό που έγινε κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Κατά συνέπεια, ο ίδιος πτωχευμένος διάδικος μπορεί να αναγκαστεί, προκειμένου να αποφευχθεί η παράταση της πτωχευτικής διαδικασίας, να μην ζητήσει την προστασία που προβλέπεται στην οδηγία 93/13 και να αποδεχθεί σχέδιο αποπληρωμής που καλύπτει την απαίτηση που προκύπτει από σύμβαση που περιέχει ενδεχομένως καταχρηστικές ρήτρες.
48 Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, φαίνεται ότι ο κίνδυνος ο πτωχεύσας να μην επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας υφίσταται όχι μόνο στο στάδιο της εκκρεμούς ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου διαδικασίας, αλλά και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής. Η επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιέχεται στη σύμβαση από την οποία απορρέει η αξίωση έχει, σε κάθε περίπτωση, ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της ίδιας αυτής διαδικασίας.
49 Πρέπει να τονιστεί ότι η προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές από την οδηγία 93/13 εκτείνεται σε περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής που έχει συνάψει με έναν έμπορο σύμβαση που περιέχει καταχρηστική ρήτρα δεν επικαλείται, πρώτον, το γεγονός ότι η εν λόγω σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και, δεύτερον, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής, επειδή είτε δεν γνωρίζει τα δικαιώματά του είτε παραιτείται από το δικαίωμα ασκήσεώς τους λόγω του υψηλού κόστους των δικαστικών διαδικασιών (βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Kancelaria Medius, C‑495/19, EU:C:2020:431, σκέψη 31 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
50 Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 45 έως 47 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να κριθεί ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία είναι ικανή να αποθαρρύνει τον διαχειριστή αφερεγγυότητας από το να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει προστασία βάσει της οδηγίας 93/13, είναι ικανή να καταστήσει την εφαρμογή της οδηγίας αυτής εξαιρετικά δύσκολη στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας.
51 Για λόγους πληρότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα του καταναλωτή σε αποτελεσματική προστασία περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα να μην ασκήσει τα δικαιώματά του, με αποτέλεσμα το εθνικό δικαστήριο να οφείλει να λαμβάνει υπόψη, όπου είναι σκόπιμο, την εκφρασμένη βούληση του καταναλωτή όταν, μολονότι γνωρίζει τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας, εντούτοις δηλώνει ότι αντιτίθεται στον αποκλεισμό της, δίνοντας έτσι την ελεύθερη και ενημερωμένη συγκατάθεσή του για τη ρήτρα αυτή (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C‑452/18, EU:C:2020:536, σκέψεις 25 έως 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
52 Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο πτωχεύσας παραιτήθηκε οικειοθελώς και εν γνώσει του δικαιώματος να επικαλεστεί την προστασία που του παρέχει η οδηγία 93/13. Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο πτωχεύσας, ο οποίος δεν εκπροσωπούνταν από δικηγόρο σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, αποδέχτηκε την κοινοποίηση των απαιτήσεων στον σύνδικο και δεν υπέβαλε ένσταση στον δικαστή της πτώχευσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη οικειοθελούς και εν γνώσει παραίτησης από την προστασία αυτή.
53 Επιπλέον, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η στάση του οφειλέτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εντελώς ανενεργή κατά την έννοια της νομολογίας που αναφέρεται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως. Όπως αναφέρεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, υποστήριξε ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, εν προκειμένω του αιτούντος δικαστηρίου, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση στεγαστικού δανείου περιείχε καταχρηστικές ρήτρες.
54 Λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε ο MK κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με τα οποία ο κατάλογος των απαιτήσεων που εγκρίθηκε από τον δικαστή-επίτροπο είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκη το πτωχευτικό δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων που περιέχονται στη σύμβαση από την οποία προκύπτει η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο.
55 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η υποχρέωση διενέργειας τέτοιου αυτεπαγγέλτως ελέγχου δικαιολογείται από τη φύση και τη σημασία του δημόσιου συμφέροντος που διέπει την προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές από την οδηγία 93/13, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικός έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, όπως αυτός που απαιτείται από την οδηγία 93/13, εάν η ισχύς του δεδικασμένου ίσχυε και για δικαστικές αποφάσεις που δεν προβλέπουν τέτοιο έλεγχο (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 50).
56 Συνεπώς, στο μέτρο που, εν προκειμένω, δεν εξετάστηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας των ρητρών που περιέχονται στη σύμβαση και οι οποίες οδήγησαν στην αγωγή που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των απαιτήσεων που ενέκρινε ο δικαστής της πτώχευσης, κάτι που εναπόκειται τελικά στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στο δικαστήριο της πτώχευσης την υποχρέωση να αξιολογήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών και να συναγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα εξ αυτού.
57 Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι διαφορετική μόνο στην περίπτωση που ο δικαστής πτωχεύσεων είχε δηλώσει ρητώς ότι είχε εξετάσει τις επίμαχες στην κύρια δίκη συμβατικές ρήτρες υπό το πρίσμα του καταχρηστικού τους χαρακτήρα και ότι η εξέταση αυτή, έστω και συνοπτικά, δεν είχε αποκαλύψει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, ενδεχομένως με περαιτέρω εξήγηση ότι η εκτίμηση στην οποία προέβη ο εν λόγω δικαστής πτωχεύσεων μετά την εξέταση αυτή δεν μπορούσε πλέον να αμφισβητηθεί λόγω μη άσκησης έφεσης εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco , C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 51).
58 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει ότι, σε διαδικασίες αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων, μόλις ο κατάλογος των απαιτήσεων εγκριθεί από δικαστική αρχή, χωρίς η αρχή αυτή να έχει εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της επίμαχης σύμβασης και μετά την έναρξη διαδικασίας ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το τελευταίο δεσμεύεται από τον κατάλογο αυτό και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στη δανειακή σύμβαση στην οποία βασίζεται η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο ή να τον τροποποιήσει, αλλά οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και να παραπέμψει στην εν λόγω δικαστική αρχή το ζήτημα του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών.
Στο δεύτερο ερώτημα
59 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία η οποία, στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας που αφορούν φυσικά πρόσωπα, δεν προβλέπει τη δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα με σκοπό τη ρύθμιση της κατάστασης του οφειλέτη εν αναμονή της ολοκλήρωσης της εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων που περιέχονται στη σύμβαση δανείου από την οποία προέκυψε η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των απαιτήσεων που εγκρίθηκαν από άλλη δικαστική αρχή, χωρίς η αρχή αυτή να έχει εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της εν λόγω σύμβασης.
60 Προκαταρκτικά, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες δεν είναι δεσμευτικές για τον καταναλωτή, χωρίς ο καταναλωτής να υποχρεούται να ασκήσει αγωγή και να επιτύχει την έκδοση δικαστικής απόφασης που να επιβεβαιώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών. Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να απέχουν από την εφαρμογή καταχρηστικών ρητρών, ώστε, ελλείψει αντίρρησης από τον καταναλωτή, οι ρήτρες αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα για αυτόν (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Getin Noble Bank (Αναστολή εκτέλεσης σύμβασης δανείου), C‑287/22, EU:C:2023:491, σκέψη 37 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
61 Επιπλέον, όπως αναφέρεται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται τελικά στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ότι, προς το συμφέρον των καταναλωτών και των ανταγωνιστών, υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την αποτροπή της συνεχιζόμενης χρήσης καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές από επαγγελματίες.
62 Δεύτερον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της προστασίας των καταναλωτών που προβλέπεται στην οδηγία 93/13 εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής τους αυτονομίας, με την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
63 Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, το Δικαστήριο δεν διαθέτει στοιχεία που να εγείρουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας με την εν λόγω αρχή, δεδομένου ότι αυτή δεν προβλέπει τη δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα για την προστασία του πτωχεύσαντος στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
64 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, όπως κατ’ ουσίαν αναφέρεται στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα κατά πόσον η εθνική νομοθεσία καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία, τη διεξαγωγή της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, θεωρούμενα στο σύνολό τους.
65 Έχοντας υπενθυμίσει τα προαναφερθέντα, ιδίως όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες ενδέχεται να είναι απαραίτητο ένα εθνικό δικαστήριο να διατάξει προσωρινά μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 93/13, πρέπει να τονιστεί ότι η ανάγκη λήψεως τέτοιων μέτρων πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα του σκοπού της οδηγίας 93/13, ο οποίος είναι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B. , C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 37).
66 Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να διατάξει προσωρινά μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή των δικαιωμάτων που ο καταναλωτής αντλεί από την οδηγία 93/13.
67 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει, ειδικότερα, ότι η προστασία που κατοχυρώνεται στους καταναλωτές από την εν λόγω οδηγία, ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής, απαιτεί το εθνικό δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας να μπορεί να διατάξει κατάλληλο προσωρινό μέτρο, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της μελλοντικής απόφασης σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών όρων (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Getin Noble Bank (Αναστολή εκτέλεσης σύμβασης δανείου), C‑287/22, EU:C:2023:491, σκέψη 43 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
68 Ομοίως, η λήψη τέτοιων μέτρων ενδέχεται να είναι απαραίτητη όταν υπάρχει κίνδυνος, καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, η οποία ενδέχεται να είναι σημαντική, ο καταναλωτής να καταβάλει δόσεις υψηλότερες από αυτές που θα οφείλονταν στην πραγματικότητα σε περίπτωση κατάργησης της επίδικης ρήτρας, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα μελλοντικής απόφασης όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών όρων (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Getin Noble Bank (Αναστολή εκτέλεσης σύμβασης δανείου), C‑287/22, EU:C:2023:491, σκέψεις 42 και 43 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
69 Συναφώς, από τα στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, πρώτον, ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει προσωρινά μέτρα για την ανακούφιση της οικονομικής κατάστασης του πτωχεύσαντος εν αναμονή της ολοκλήρωσης της εξέτασης του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας. Μολονότι είναι αληθές ότι ο πτωχεύσας δεν επιστρέφει, πριν από το τέλος της πτωχευτικής διαδικασίας, τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο απαιτήσεων που ενέκρινε ο πτωχευτικός δικαστής, γεγονός παραμένει ότι, κατά τη διάρκεια της εξέτασης αυτής, ο πτωχεύσας υποχρεούται να συνεχίσει να συνεισφέρει στην πτωχευτική περιουσία βάσει του καταλόγου απαιτήσεων που ενδεχομένως περιλαμβάνει την απαίτηση που προκύπτει από μια τέτοια ρήτρα. Όπως αναφέρεται στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι η επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας συνεπάγεται παράταση της πτωχευτικής διαδικασίας, ο εν λόγω πτωχεύσας μπορεί να αποτραπεί από το να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει προστασία βάσει της οδηγίας 93/13. Δεύτερον, από τις εξηγήσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη το ποσό των κεφαλαίων που έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα στην πτωχευτική περιουσία και το ποσό των χρεών της ίδιας πτωχευμένης οντότητας, τα κεφάλαια αυτά μπορούν να αποδειχθούν επαρκή για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που έχουν εγγραφεί στον εν λόγω κατάλογο, με εξαίρεση τις απαιτήσεις της Τράπεζας G.
70 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ένα προσωρινό μέτρο, όπως εξήγησε κατ’ ουσίαν το αιτούν δικαστήριο σε απάντηση του αιτήματος διευκρινίσεων που αναφέρεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, με σκοπό τη μείωση των κρατήσεων που πραγματοποιούνται από τον μισθό του πτωχεύσαντος εν αναμονή της τελικής αποφάσεως επί της εξετάσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας, θα μπορούσε να είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η προστασία που παρέχει η οδηγία 93/13 και η αποτελεσματική δικαστική προστασία που προκύπτει από αυτήν, την οποία, ωστόσο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
71 Για να το διαπιστώσει αυτό, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει, ειδικότερα, να αξιολογήσει εάν η λήψη προσωρινών μέτρων που συνίστανται στη μείωση των κρατήσεων από τον μισθό του πτωχεύσαντος είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί στον πτωχεύσαντα η προστασία που του παρέχει η οδηγία 93/13. Προς τούτο, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 104 των προτάσεών του, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, της ύπαρξης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ότι οι επίμαχες συμβατικές ρήτρες είναι καταχρηστικές, της συγκεκριμένης πιθανότητας τα κεφάλαια που έχουν συσσωρευτεί στην πτωχευτική περιουσία να επαρκούν ήδη για την ικανοποίηση των πιστωτών, εξαιρουμένης, κατά περίπτωση, της αμφισβητούμενης απαίτησης, καθώς και της οικονομικής κατάστασης του πτωχεύσαντος και του κινδύνου να υποβληθεί σε παρατεταμένη πτωχευτική διαδικασία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής.
72 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία η οποία, στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων, δεν προβλέπει τη δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα με σκοπό τη ρύθμιση της κατάστασης του οφειλέτη εν αναμονή της έκδοσης οριστικής αποφάσεως επί της εξετάσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων που περιέχονται στη σύμβαση δανείου και οι οποίοι εγείρουν αξίωση που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αξιώσεων που εγκρίθηκαν από άλλη δικαστική αρχή, χωρίς η αρχή αυτή να έχει εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της εν λόγω σύμβασης.
Σχετικά με το κόστος
73 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των διαδίκων της κύριας δίκης, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Άρθρο 6(1) και άρθρο 7(1) της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
Αποκλείουν εθνική νομοθεσία η οποία ορίζει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας που αφορά φυσικά πρόσωπα, μόλις ο κατάλογος των απαιτήσεων εγκριθεί από δικαστική αρχή, χωρίς η αρχή αυτή να έχει εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της εν λόγω σύμβασης και μετά την έναρξη διαδικασίας ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το τελευταίο δεσμεύεται από τον κατάλογο αυτό και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων που περιέχονται στη δανειακή σύμβαση στην οποία βασίζεται η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, ούτε μπορεί να τον τροποποιήσει, αλλά οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία και να παραπέμψει στην εν λόγω δικαστική αρχή το ζήτημα του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω όρων.
2) Άρθρο 6(1) και άρθρο 7(1) της οδηγίας 93/13, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,
θα πρέπει να ερμηνεύεται ως εξής:
αποκλείουν εθνικές διατάξεις οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασιών πτώχευσης φυσικών προσώπων, δεν προβλέπουν τη δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να διατάξει προσωρινά μέτρα με στόχο τη ρύθμιση της κατάστασης του πτωχεύσαντος εν αναμονή της έκδοσης απόφασης που θα ολοκληρώνει την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων που περιέχονται στη σύμβαση πίστωσης από την οποία προκύπτει η απαίτηση που περιλαμβάνεται στον κατάλογο απαιτήσεων που εγκρίθηκε από άλλο φορέα.
δικαστήριο χωρίς το εν λόγω όργανο να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της εν λόγω σύμβασης.
Γιαρουκάιτις | Γιάσκινεν | Αραμπατζίεφ |
Τα καρυκεύματα | Φρέντα |
Η απόφαση ανακοινώθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουλίου 2025.
Γραμματέας | Πρόεδρος του Επιμελητηρίου |
Α. Καλότ Εσκομπάρ | Ι. Γιαρουκάιτις |