Αριθμός 504/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Σ. Κ. του Δ. και της Α., κατοίκου …, 2) Α. Κ. του Δ. και της Α., κατοίκου …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους: Βασίλειο Χατζηιωάννου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και Ευαγγελία Ασημακοπούλου, και η 2η πληρεξούσια κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Χ. του Κ. και της Α., χήρας Δ. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σιαπέρα, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-4-2019 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8385/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1010/2022 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-7-2022 αίτηση και τους από 12-9-2023 προσθέτους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η, από 19-07-2022, αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της 1010/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή η, από 18-05-2021 αντέφεση της αναιρεσίβλητης-εναγόμενης και απορρίφθηκε η από 16-10-2020 έφεση των αναιρεσειουσών-εναγουσών, κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. 8385/2020, απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε απορριφθεί η από 12-04-2019 αγωγή των αναιρεσειουσών, εξαφάνισε, λόγω διάφορου δεδικασμένου, την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την αγωγή και απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Η παραπάνω αίτηση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και, συνεκδικαζόμενη, κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, με τους, από 12-09-2023, πρόσθετους λόγους, ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 13-09-2023, και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι, στις 15-09-2023, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. …/15-09-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Γ. Τ. (άρθρ. 569 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθούν, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. [1] Η κληρονομική αναξιότητα ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1860-1864 του ΑΚ, με τις οποίες η κληρονομία μπορεί να αφαιρεθεί από τον κληρονόμο που την έχει ήδη αποκτήσει, είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου, αν διαπιστωθεί δικαστικά, ότι αυτός έχει υποπέσει σε ένα από τα βαριά παραπτώματα που περιοριστικά αναφέρει ο νόμος, και αφορούν είτε τη ζωή του κληρονομούμενου ή συγγενών του είτε την αλλοίωση της τελευταίας βούλησής του. Περίπτωση αναξιότητας της τελευταίας περίπτωσης προβλέπεται στο άρθρο 1860 αρ. 5 Α.Κ., ήτοι του κληρονόμου εκείνου που αλλοίωσε ή εξαφάνισε την διαθήκη του κληρονομούμενου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν ως εξαφάνιση νοείται η απόκρυψη ή με οποιονδήποτε τρόπο υλική καταστροφή του εγγράφου της διαθήκης, έτσι ώστε να μην μπορεί αυτό ολικώς ή μερικώς να χρησιμεύσει ως διαθήκη (ΑΠ 1155/2011, ΑΠ 1031/2003). [2] Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1862 παρ. 2 Α.Κ., η αγωγή κήρυξης αναξιότητας παραγράφεται δύο χρόνια μετά την επαγωγή της κληρονομίας στον ανάξιο και αν πρόκειται για ανάξιο καταπιστευματοδόχο η παραγραφή αρχίζει από την επαγωγή στον κληρονόμο. Η αγωγή, με την οποία ζητείται η κήρυξη της κληρονομικής αναξιότητας, η οποία έχει ως βάση έναν ή περισσότερους από τους αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 1860 ΑΚ λόγους, είναι διαπλαστική και, ως εκ τούτου, με τη διάταξη του άρθρου 1862 παρ. 2 ΑΚ, παρά τη γραμματική της διατύπωση, καθιερώνεται, κατά νομική ακριβολογία, αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος, ήτοι νόμιμη αποκλειστική προθεσμία, στην οποία η χρονική οριοθέτηση αφορά την ύπαρξη και την άσκηση του δικαιώματος, επί της οποίας εφαρμόζονται αναλογικά, κατά το άρθρο 279 Α.Κ., οι διατάξεις για την παραγραφή, και, ειδικότερα, μόνο εκείνες που προσαρμόζονται στη φύση και το σκοπό της συγκεκριμένης αποσβεστικής προθεσμίας. Χρόνος έναρξης της ως άνω διετούς προθεσμίας, που αποσκοπεί αφενός στο να διευκρινιστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα η κατηγορία που βαρύνει τον ανάξιο και αφετέρου να προστατευτούν οι συναλλαγές με την οριστικοποίηση του κληρονόμου, είναι ο χρόνος της επαγωγής της κληρονομιάς στον ανάξιο κληρονόμο, που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1711 εδ.γ Α.Κ. είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομούμενου, και στην περίπτωση που πρόκειται για λόγο αναξιότητας που έλαβε χώρα μετά το θάνατο του κληρονομούμενου, όπως π.χ. η περίπτωση εξαφάνισης ή καταστροφής διαθήκης, η αποσβεστική προθεσμία αρχίζει από τη συντέλεση των περιστατικών, που συνιστούν το λόγο αναξιότητας. Η πάροδος άπρακτης της ως άνω προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση του δικαιώματος, έτσι ώστε αυτό να είναι, έκτοτε, ανύπαρκτο, ήτοι αφορά αυτό το ίδιο το περιεχόμενο του δικαιώματος, με αποτέλεσμα η παραπάνω καταλυτική ένσταση του δικαιώματος να λαμβάνεται υπόψη (και) αυτεπαγγέλτως (άρθρο 280 ΑΚ), σε αντίθεση με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, η οποία αφορά τις αξιώσεις υποστατού δικαιώματος, και δεν θίγει το δικαίωμα, το οποίο δεν αποσβέννυται, αλλά επάγεται τη μετατροπή σε ατελή / φυσική ενοχή και ο οφειλέτης αποκτά απλώς δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή, με την προβολή της ένστασης παραγραφής (άρθρ. 277 παρ. 1 ΑΚ) (πρβλ. ΑΠ 1387/2015. ΑΠ 1447/2010, ΑΠ 1408/1980). [3] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 516 και 517 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στον εκκαλούντα. Το έννομο συμφέρον προκύπτει, κυρίως, από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, σε σχέση με τον αντίδικό του, και αυτό συμβαίνει κατ’ αρχήν, όταν αυτός έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει με την οριστική απόφαση την οποία προσβάλλει, και θεωρείται ότι αυτός έχει ηττηθεί, όταν με την απόφαση απορρίπτονται αιτήσεις και προτάσεις του ή αντιθέτως γίνονται δεκτές αιτήσεις και προτάσεις του αντιδίκου του. Το έννομο συμφέρον αποτελεί ουσιαστική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται, αυτεπαγγέλτως, από το δικαστήριο, ενώ η έλλειψή του συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου, ως απαράδεκτου (ΑΠ 1147/2023, ΑΠ 131/2023, ΑΠ 1666/2022).
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι το λόγο από τον αρ. 14, εφαρμογή του οποίου ανακύπτει, μόνο όταν στο δικόγραφο δεν εκτίθενται τα στοιχεία που δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 458/2023, ΑΠ 131/2023). [4] Κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, η ύπαρξη του οποίου, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 534 και 536 ΚΠολΔ κρίνεται όχι από το αιτιολογικό αλλά από το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Κριτήριο για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη του εκκαλούντος, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης για το λόγο ότι είναι εσφαλμένες ή ασύμφορες γι’ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατ’ εξαίρεση βλάβη μπορεί να γεννάται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από τον διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (ΑΠ 1147/2023, ΑΠ 1116/2021, ΑΠ 907/2019). Ειδικότερα, η αιτιολογία καθ’ εαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διάδικου και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, λόγω αβασιμότητας της ιστορικής βάσης της αγωγής, ενώ απορρίφθηκε κατόπιν προβληθείσας ένστασής του, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του, και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ηττημένος διάδικος, ο οποίος βλάπτεται, γενικώς, από το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε με την άσκηση της έφεσης υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση (ΑΠ 1147/2023, ΑΠ 1116/2021, ΑΠ 920/2013). [5] Με τις διατάξεις του άρθρου 518 ορίζεται ότι αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες, και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη (παρ. 1) και αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη (παρ. 2). Περαιτέρω, λόγω του επικοινωτικού αποτελέσματος της έφεσης, προβλέπεται, στο άρθρο 523 ΚΠολΔ, ότι ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση (παρ. 1), η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω απ’ αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση (παρ. 2) και αν η έφεση απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη ή τυπικά άκυρη, απορρίπτεται και η αντέφεση, εκτός αν ασκήθηκε ενώ διαρκούσε η προθεσμία της έφεσης για τον αντεκκαλούντα, οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση και η παραίτηση από την έφεση ή η απόρριψή της ως αβάσιμης δεν επηρεάζει την αντέφεση (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το άρθρο 522 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η άσκηση της αντέφεσης για να είναι παραδεκτή πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια. Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, πρέπει να θωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτήν ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των “συνεχόμενων” αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 700/2022, 411/2021, ΑΠ 1515/2018, ΑΠ 1094/2009). [6] Εξαιρετικώς, έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης αναγνωρίζεται και στον διάδικο που νίκησε πρωτοδίκως, αν, παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες περιέχουν στοιχεία διατακτικού και δημιουργούν σε βάρος του δεδικασμένο (ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1174/2009). ‘Ετσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο εκκαλών παραπονείται με την έφεσή του, γιατί του απορρίφθηκε η αγωγή κατά παραδοχή καταλυτικής ένστασης του εναγόμενου (ή αυτεπαγγέλτως ληφθείσας υπόψη) αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης του διαπλαστικού δικαιώματος, που αφορά το ίδιο το περιεχόμενο του δικαιώματος το οποίο αποσβέννυται και, σε περίπτωση παραδοχής της έφεσης δημιουργείται δεδικασμένο για την ύπαρξη του δικαιώματος, για την απόκρουση του οποίου ο εναγόμενος παραδεκτά ασκεί αντέφεση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την απόδειξη της βάσης της αγωγής, γιατί το κεφάλαιο της αντέφεσης συνέχεται αναγκαστικά με το εκκληθέν περί απόσβεσης του αγωγικού δικαιώματος, αφού η απόσβεση προϋποθέτει την ύπαρξη του δικαιώματος (πρβλ. ΑΠ 883/2023, ΑΠ 131/2023, ΑΠ 1065/2021, ΑΠ 920/2013). [7] Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ επιτρέπεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτο από το δικονομικό μόνο δίκαιο, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 45/2023, ΑΠ 1497/2023). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης της έφεσης και αντέφεσης (ΑΠ 1436/2023, ΑΠ 948/2023, ΑΠ 666/2022). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, πλην άλλων, ότι το απαράδεκτο, η ακυρότητα ή η έκπτωση προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας ή ότι συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο, και στις περιπτώσεις όμως αυτές για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΑΠ 1416/2023, ΑΠ 595/2022, ΑΠ 510/2022). [8] Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα εξής: Οι αναιρεσείουσες, με την από 12-04-2019 αγωγή τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αφού εξέθεταν ότι ο αποβιώσας, στις 27-10-2016 Δ. Κ. του Γ., κατέλειπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τις ίδιες, θυγατέρες του από τον πρώτο γάμο του, και την αναιρεσίβλητη-εναγόμενη, σύζυγό του σε δεύτερο γάμο του, επικαλούμενες άμεσο έννομο συμφέρον, από τον παραμερισμό της εναγόμενης από την κληρονομία, ζήτησαν να κηρυχθεί η εναγόμενη ανάξια να κληρονομήσει τον αποβιώσαντα σύζυγό της, επειδή εξαφάνισε ή κατέστρεψε την ιδιόγραφη διαθήκη του ανωτέρω κληρονομούμενου, με την οποία κατέλειπε αυτές (αναιρεσείουσες-ενάγουσες) σ’ όλην την κληρονομιαία περιουσία του. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη, με αριθμ. 8385/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι αποδείχθηκαν τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά, ήτοι ότι η αναιρεσίβλητη εξαφάνισε την ιδιόγραφη διαθήκη του κληρονομούμενου, μετά το θάνατο αυτού, και ότι πράγματι υπέρ των εναγουσών γεννήθηκε το διαπλαστικό δικαίωμα για κήρυξη της αναιρεσίβλητης ανάξιας εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος-συζύγου της, και ότι μέχρι την 27-01-2017 είχαν συντελεστεί από την αναιρεσίβλητη η παραπάνω αξιόμεμπτη συμπεριφορά αυτής και από το χρόνο αυτό, που γεννήθηκε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών, μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 02-05-2019, παρήλθε χρόνος μεγαλύτερο των δύο ετών, και το δικαίωμά τους για την κήρυξη αυτής ανάξιας υπέπεσε στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 1862 παρ. 2 ΑΚ, ενώ κατά τη μειοψηφούσα γνώμη δεν αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, την οποία εξαφάνισε η αναιρεσίβλητη. Η παραπάνω οριστική απόφαση επιδόθηκε, στις 24-09-2020, με επιμέλεια της αναιρεσίβλητης, στην αντίκλητο των αναιρεσειουσών, Ευαγγελία Ασημακοπούλου, δικηγόρο Θεσσαλονίκης, η οποία είναι, κατ’ άρθρο 143 παρ. 1, 330, 438 και 104 του ΚΠολΔ, αντίκλητος των αναιρεσειουσών, για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (ΑΠ 1080/2023, ΑΠ 1287/2022). Οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες άσκησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 16-10-2020 έφεσή τους, με την οποία, επικαλούμενες ότι τον Αύγουστο 2017, έλαβαν γνώση των αναφερόμενων περιστατικών εξαφάνισης της ιδιόγραφης διαθήκης του κληρονομούμενου, ζήτησαν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, μόνο κατά το μέρος που έκανε δεκτή την προβληθείσα (επικουρικώς) από την αναιρεσίβλητη, ως εναγόμενη, ένσταση αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 1862 παρ. 2 Α.Κ., ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και ορίστηκε δικάσιμος συζήτησης της έφεσης η 15η-10-2021. Η αναιρεσίβλητη, μετά το πέρας της προθεσμίας άσκησης αυτοτελούς έφεσης, άσκησε την από 18-05-2021 αντέφεση, με αυτοτελές δικόγραφο, που κατέθεσε στην γραμματεία του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και επιδόθηκε κατά τις αναιρεσείουσες και την προσβαλλόμενη απόφαση στις 10-06-2021, ήτοι πλέον της προβλεπόμενης στις διατάξεις του άρθρου 523 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας ενώ δεν πρόκειται για αυτοτελή έφεση, όπως υπολαμβάνουν οι αναιρεσείουσες, από παραδρομή, επειδή στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται, από παραδρομή, ότι η εκκαλούμενη απόφαση ασκήθηκε μέσα στην καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση στις 31-08-2020 της εκκαλούμενης απόφασης. Επί των συνεκδικασθέντων, στις 15-10-2021, έφεσης και αντέφεσης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγιναν τυπικά δεκτές η έφεση και αντέφεση (και όχι αυτοτελής έφεση), απορρίφθηκε η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, έγινε δεκτή η αντέφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, εξαφάνισε, την εκκαλούμενη απόφαση, λόγω διαφοράς δεδικασμένου, κράτησε την υπόθεση, δίκασε την αντέφεση, και απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω μη γένεσης του αγωγικού δικαιώματος. Ειδικότερα, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, ως προς το παραδεκτό της άσκησης της αντέφεσης, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: “… Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 511, 513, 516, 517 και 518 του ΚΠολΔ), εφόσον από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι δεν προκύπτει ότι της ασκήσεώς της προηγήθηκε επίδοση της εκκαλουμένης, ασκήθηκε δεν εντός της κατά το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, καθότι από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έγινε στις 31-8-2020, έως την κατάθεση της έφεσης, που έγινε στις 27-10-2020, στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παρήλθε διετία και…..
Εν προκειμένω, κατά της ίδιας ως άνω εκκαλούμενης οριστικής απόφασης, η εφεσίβλητη άσκησε, ως προς το κεφάλαιό της, που προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, την από 18-5-2021 και με αριθμό καταθέσεως …/19-5-2021 (ΓΑΚ 1394/2021) αντέφεση, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επέδωσε στις εκκαλούσες εμπρόθεσμα, ήτοι τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …/10-6-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Κιλκίς Α. Μ. Α.. ……. Επικαλούμενη δε η αντεκκαλούσα ότι, παρά τη νίκη της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την απόρριψη της αγωγής κατά παραδοχή της ανωτέρω ένστασής της, νομιμοποιείται να ασκήσει αντέφεση κατά του κεφαλαίου της απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση, αφού βλάπτεται από τις δυσμενείς γι’ αυτήν αιτιολογίες της εκκαλουμένης οι οποίες επιδρούν δυσμενώς στις έννομες σχέσεις της και σε περίπτωση παραδοχής του λόγου της έφεσης και απόρριψης της ως άνω ένστασής της, θα κηρυχθεί ανάξια κληρονόμος, λόγω της κακής εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ζητεί να απορριφθεί η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, ως προς την ιστορική της βάση, η εναντίον της αγωγή. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αντέφεση ασκήθηκε παραδεκτά (άρθρα 495 παρ.1, 496, 523 παρ.1 και 2, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 παρ.2 του Ν. 3043/2002), διότι, αφού οι ενάγουσες-εκκαλούσες με την έφεσή τους παραπονούνται για την απόρριψη της αγωγή τους κατά παραδοχή της ενστάσεως περί παραγραφής “εννοείται περί αποσβεστικής προθεσμίας” του δικαιώματός τους, το κεφάλαιο της αντέφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόδειξη της βάσης της αγωγής περί του ότι γεννήθηκε το διαπλαστικό δικαίωμα των εκκαλουσών προς άσκηση της εναντίον της αγωγής, συνέχεται αναγκαστικά με το εκκληθέν, περί αποσβέσεως του δικαιώματος αυτού, κεφάλαιο, κατά τα αναφερόμενα και στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή η αντέφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με την έφεση (246 ΚΠολΔ)…”. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ως προς το παραδεκτό της άσκησης της αντέφεσης, ορθά τις δικονομικές διατάξεις των άρθρων 516 παρ. 2, 523 παρ. 1 και 2, 522 του ΚΠολΔ ερμήνευσε και εφάρμοσε και του άρθρου 532 ΚΠολΔ ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η αναιρεσίβλητη άσκησε την αντέφεση, με αυτοτελές δικόγραφο, που επιδόθηκε στις εκκαλούσες τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουσίας, και, επομένως, ο, από τον αρ. 14 του άρθρυ 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος αυτού, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Και, τούτο, ανεξαρτήτως της αοριστίας του λόγου αναίρεσης, διότι δεν διαλαμβάνεται στον λόγο αυτό αναίρεσης ότι πρότεινε στο δικαστήριο ουσίας το απαράδεκτο και ο τρόπος που το πρότεινε, ούτε αν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και σε περίπτωση συνδρομής τέτοιας περίπτωσης πρέπει τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής. Η αιτίαση, με τον αυτό παραπάνω λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, ότι η αντέφεση φέρει χαρακτήρα αυτοτελούς έφεσης, και ότι, ως εκ τούτου, ασκήθηκε εκπρόθεσμα, διότι το Εφετείο δέχθηκε ότι ασκήθηκε μέσα στην καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από την από 30-08-2021 δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, λόγω μη επίδοσης αυτής είναι απαράδεκτος, διότι κατά τα ανωτέρω στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Περαιτέρω, στο δικόγραφο της αντέφεσης διαλαμβάνεται περιγραφή του επικαλούμενου από την αναιρεσίβλητη έννομου συμφέροντος αυτής, για την άσκηση της αντέφεσης, ως νικήσασας διάδικου, κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με επίκληση ότι βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, και δημιουργείται σε βάρος της δεδικασμένο για τη γένεση του δικαιώματος, οπότε με την άσκηση της αντέφεσης υφίσταται γι` αυτήν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτής την απόφαση, με επίκληση προδικαστικότητας μεταξύ της ύπαρξης δικαιώματος κήρυξης αναξιότητας της αναιρεσίβλητης και απόσβεσης του δικαιώματος αυτού. Επομένως, ο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος αυτού, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Εφετείο παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτο το δικόγραφο της αντέφεσης, διότι δεν διαλαμβάνεται σ’ αυτό επίκληση έννομου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης, ως νικήσασα διάδικος, και να αποτρέψει το εις βάρος της δεδικασμένο είναι αβάσιμος. Και, τούτο, ανεξαρτήτως της αοριστίας του λόγου αυτού αναίρεσης, διότι δεν αναφέρεται ότι πρόβαλε το απαράδεκτο αυτό, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο τρόπος που πρότεινε το απαράδεκτο, ή αν δεν το πρότεινε αν συντρέχει περίπτωση συνδρομής του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, και στην τελευταία περίπτωση δεν γίνεται επίκληση της υποβολής των αντίστοιχων πραγματικών περιστατικών.
ΙΙΙ. [1] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 26/2004). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1491/2023). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 34/2021). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1036/2023, ΑΠ 143/2023, ΑΠ 34/2021). [2] Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 27-10-2016 απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών στο Νοσοκομείο “…” της Θεσσαλονίκης, με αιτία θανάτου έμφραγμα μεσοκοιλιακού τοιχώματος αριστερής κοιλίας, ο Δ. Κ. του Γ. και της Σ., που είχε γεννηθεί στις 12-1-1935 στην …, κάτοικος εν ζωή …, σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/6-12-2016 απόσπασμα της με αριθμό …2016 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου …. Κατά το χρόνο θανάτου του, μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ήταν οι διάδικες και δη οι ενάγουσες Σ. Κ. και Α. Κ., και ήδη αναιρεσείουσες, θυγατέρες αυτού από τον πρώτο του γάμο με την Α. Σ., ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με τη με αριθμό 14113/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και η εναγόμενη Α. Χ. του Κ. και της Α., και ήδη αναιρεσίβλητη, σύζυγος αυτού από το δεύτερο νόμιμο γάμο του, που τελέσθηκε στις 21-6-2003 στο Κιλκίς, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτοκόλλου …7-11-2016 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου …. Ο ως άνω αποβιώσας ήταν συνταξιούχος ιατρός-γυναικολόγος και από το 2003, που παντρεύτηκαν με την εναγόμενη, κατοικούσαν στην ιδιόκτητη διώροφη οικία του, που ανήγειρε σε οικόπεδό του, εμβαδού 1.972 τ.μ., κείμενο στη θέση “…” του …, επί των οδών … …. Οι σχέσεις του με την εναγόμενη σύζυγό του ήταν σε γενικές γραμμές αρμονικές, ενώ οι σχέσεις του με τις ενάγουσες θυγατέρες του δεν είχαν την εγγύτητα, που οι τελευταίες υποστηρίζουν, αλλά ήταν τυπικές, καθότι αυτές, αν και διέμεναν και με τον πατέρα τους στην ως άνω οικία του μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους, που επήλθε το έτος 1986, δεν ήθελαν, μετά το γάμο του με την εναγόμενη, να έχουν σχέσεις μαζί τους, λόγω των αρνητικών αισθημάτων τους προς την εναγόμενη και εξ αυτού του λόγου δεν τον επισκέπτονταν στην οικία του, αλλά ενίοτε τον συναντούσαν εκτός αυτής και επικοινωνούσαν τηλεφωνικά μαζί του. Από το έτος 2008 Δ. Κ. αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και είχε ως στήριγμα μόνο την εναγομένη σύζυγό του, η οποία τον φρόντιζε συνεχώς και τον συμπαρεστεκόταν με κάθε τρόπο. Ειδικότερα, το Μάΐο του έτους 2008 ο Δ. Κ. διαγνώσθηκε ότι πάσχει από καρκίνωμα του παχέος εντέρου, προς αντιμετώπιση του οποίου στις 3-6-2008 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (σιγμοειδεκτομή) και, από την 8-7-2008 έως την 10-12-2008, σε δώδεκα συνεδρίες χημειοθεραπείας. Στη συνέχεια, στις 26-1-2009, υποβλήθηκε σε επέμβαση σύγκλεισης εγκαρσιοστομίας. Το Σεπτέμβριο του έτους 2012 διαγνώσθηκε ότι πάσχει από στεφανιαία νόσο με στένωση σε τρία (3) αγγεία και, δύο περίπου έτη αργότερα, στις 3-12-2014, νοσηλεύθηκε με διάγνωση “πνευμονία και αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου I”. Το Μάρτιο του έτους 2015, μετά από νοσοκομειακή νοσηλεία του από την 21-2-2015 έως την 27-2-2015, προς αντιμετώπιση γαστρίτιδας, ο Δ. Κ. διαγνώσθηκε ότι πάσχει από αδενοκαρκίνωμα του στομάχου διάχυτου τύπου. Προς αντιμετώπιση της ασθένειάς του αυτής, στις 23-3-2015, υποβλήθηκε σε επέμβαση υψηλής γαστρεκτομής με γαστροεντεροαναστόμωση και χολοκυστεκτομή, ενώ, στη συνέχεια, στις 23-6-2015, ξεκίνησε και νέο κύκλο χημειοθεραπειών. Μετά από την επέμβαση αυτή, ο αποβιώσας είχε ομαλή μετεγχειρητική πορεία, αλλά εκδήλωσε επεισόδιο κολπικής μαρμαρυγής. Κατά τη διάρκεια των ανωτέρω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε ο Δ. Κ., οι ενάγουσες δεν τον επισκέφθηκαν ούτε στην κατοικία του ούτε στα νοσηλευτικά ιδρύματα, όπου νοσηλεύθηκε, δεν του συμπαραστάθηκαν ούτε τον συνέδραμαν με τη φυσική τους παρουσία στην ασθένειά του, αλλά επικοινωνούσαν μαζί του μόνο τηλεφωνικώς. Εξαιτίας δε, των σχέσεών τους με την εναγόμενη και του γεγονότος ότι ουδεμία επαφή είχαν, η τελευταία δεν τις ενημέρωσε για τον θάνατο του πατέρα τους, ο οποίος τους γνωστοποιήθηκε από συγγενικό τους πρόσωπο, αλλά η έλλειψη επαφής των εναγουσών με τον ασθενή πατέρα τους, η πρώτη εκ των οποίων είναι ελεύθερη επαγγελματίας και ζει στην Αυστραλία και η δεύτερη επίκουρη καθηγήτρια Πανεπιστημίου και ζει στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορεί να αποδοθεί στην προσπάθεια της εναγόμενης να τις εμποδίσει να τον επισκεφθούν και να τις αποξενώσει από αυτόν, όπως αβασίμως αυτές υποστηρίζουν, καθότι ήταν ενήλικες, γεννηθείσες αντίστοιχα το έτος 1965 και 1971 και, αν το επιθυμούσαν, θα κατάφερναν να άρουν οποιοδήποτε εμπόδιο και να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους. Άλλωστε, καμία συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη της εναγομένης, που να θέτει προσκόμματα σε αυτές, δεν αναφέρεται σχετικά. Η πιο πάνω εκτίμηση για τις σχέσεις του αποβιώσαντος με τις θυγατέρες του ενισχύεται από το γεγονός ότι ο αποβιώσας, την προηγούμενη ημέρα του θανάτου του, συνέταξε τις από 25-10-2016 δύο εξουσιοδοτήσεις, οι οποίες φέρουν θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του, με τις οποίες παρείχε στην εναγόμενη σύζυγό του τις εξουσίες να αναλάβει, με την έκδοση τραπεζικής επιταγής, το χρηματικό ποσό των 298.176,77 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, που εκείνος διατηρούσε με τις θυγατέρες του στην τράπεζα Eurobank και να το μεταφέρει σε κοινό μεταξύ των συζύγων τραπεζικό λογαριασμό. Επειδή, όμως, όπως προαναφέρθηκε, ο Δ. Κ. απεβίωσε αιφνίδια από έμφραγμα μεσοκοιλιακού τοιχώματος της αριστερός κοιλίας, κατά τις πρωινές ώρες (07:45′) της επόμενης ημέρας, ήτοι την 26-10-2016, μετά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο “…”, η προσπάθεια της εναγόμενης να προβεί στην μεταφορά των εν λόγω καταθέσεων ματαιώθηκε. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται και από την ομολογία της εναγόμενης, αυτή, κατά το μεσημέρι της 26-10-2016, μετέβη στο κατάστημα … και, κάνοντας χρήση των προαναφερόμενων εξουσιοδοτήσεων του αποβιώσαντος συζύγου της, παρέλαβε μία τραπεζική επιταγή, αξίας 298.176,77 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο του ως άνω κοινού λογαριασμού, την οποία, όμως, επέστρεψε στους υπαλλήλους της τράπεζας τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, μετά από κλήση αυτών, αφού έγινε αντιληπτό από αυτούς ότι η παράδοση της επιταγής σε αυτήν έπονταν χρονικά του θανάτου του εξουσιοδοτούντος. Επίσης αποδεικνύεται ότι την ίδια ημέρα και τις αμέσως επόμενες ημέρες η εναγόμενη έκανε χρήση της χρεωστικής κάρτας του αποβιώσαντος συζύγου της, αναλαμβάνοντας το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ καθώς και της πιστωτικής του κάρτας, χρεώνοντάς την συνολικά με το ποσό των 2.877,09 ευρώ, προς αντιμετώπιση των έκτακτων εξόδων της και αυτών της κηδείας του. Μετά το θάνατο του Δ. Κ. και συγκεκριμένα στις 27-1-2017 η δεύτερη ενάγουσα Α. Κ. και η εναγόμενη συναντήθηκαν στην ανωτέρω οικία του αποβιώσαντος στο …, μετά από προηγηθείσα συνεννόηση, προκειμένου η εναγόμενη να παραδώσει στη δεύτερη ενάγουσα, που εκπροσωπούσε και την πρώτη ενάγουσα Σ. Κ., κάτοικο …, κλειδιά της ανωτέρω οικίας, που κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου, καθότι αυτές (ενάγουσες) μέχρι τότε ουδεμία πρόσβαση είχαν σε αυτή, αλλά και για να γίνει καταγραφή των ευρισκομένων σε αυτή κινητών πραγμάτων. Κατά τη συνάντηση αυτή ήταν παρόντες και ο σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας Σ. Χ., καθώς και ο Ν. Π., μακρινός συγγενής του Δ. Κ., ενώπιον των οποίων έλαβε χώρα η καταγραφή των κινητών πραγμάτων, που βρέθηκαν στην οικία, όπως αυτά αναφέρονται στο από 27-1-2017 έγγραφο, που συντάχθηκε σχετικά, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής όλων των ανωτέρω παρευρεθέντων, που το υπέγραψαν. Δύο και πλέον έτη μετά την παράδοση των κλειδιών της ανωτέρω κληρονομιαίας οικίας από την εναγόμενη στις ενάγουσες και συγκεκριμένα στις 2-5-2019 οι τελευταίες της επέδωσαν την από 12-4-2019 και με αριθμό καταθέσεως …23-4-2019 (ΓΑΚ …/2019) ένδικη αγωγή, που άσκησαν εναντίον της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με το περιεχόμενο που προαναφέρεται και με αίτημα να κηρυχθεί αυτή ανάξια να κληρονομήσει τον αποβιώσαντα σύζυγό της, επικαλούμενες ότι η εναγόμενη, προκειμένου να επέλθει η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και να κληθεί και αυτή στην κληρονομιά του αποβιώσαντος συζύγου της ως συγκληρονόμος, κατά ποσοστό 25%, εξαφάνισε την ιδιόγραφη διαθήκη του, την οποία αυτός συνέταξε το Φεβρουάριο του 2015, με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμους του μόνο αυτές, στις οποίες κατέλειπε όλη την κληρονομιαία περιουσία του Από τα αποδεικτικά μέσα, όμως, που προσκόμισαν οι ενάγουσες προς απόδειξη των επικαλούμενων από αυτές πραγματικών γεγονότων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής τους, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Ειδικότερα ούτε από κάποιο έγγραφο ούτε από τις ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που προσκόμισαν με επίκληση οι ενάγουσες, οι οποίες φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, αποδείχθηκε ότι ο Δ. Κ., ενόψει της ηλικίας του (80 ετών) και της ανησυχίας του για την κατάσταση της υγείας του, συνέταξε το Φεβρουάριο του 2015 ιδιόγραφη διαθήκη και μάλιστα με το ανωτέρω περιεχόμενο που επικαλούνται οι ενάγουσες, ότι δηλαδή κατέλειπε σε αυτές, κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, το προαναφερόμενο οικόπεδο μετά της οικίας του, καθώς και ότι η εναγόμενη βρήκε τη διαθήκη αυτή και την εξαφάνισε ή την κατέστρεψε. Προς στήριξη του ισχυρισμού τους περί της ύπαρξης της επικαλούμενης ιδιόγραφης διαθήκης του πατέρα τους, οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν ότι πληροφορήθηκαν το γεγονός της ύπαρξής της από συγγενείς του πατέρα τους, στους οποίους ο τελευταίος, λίγο πριν εισαχθεί στο νοσοκομείο, το Φεβρουάριο του 2015, για να χειρουργηθεί για κακοήθεια στομάχου, την είχε παραδώσει εντός φακέλου και ότι μετά την επιτυχή εξέλιξη της υγείας του ανέλαβε το σχετικό φάκελο, αλλά και από συζητήσεις του πατέρα τους με συγγενείς του, στους οποίους αυτός ανέφερε ότι είχε ρυθμίσει τα σχετικά με την κληρονομική διαδοχή του θέματα. Προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού τους οι ενάγουσες προσκόμισαν με επίκληση τη λαμβανόμενη υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, με αριθμό …/10-5-2019 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Α. Κ. και Γ. Κ., κατοίκων …, οι οποίοι αναφέρουν σε αυτή ότι ο συγγενής τους Δ. Κ., πρώτος εξάδελφος από τη μητρική γραμμή του δευτέρου εξ αυτών, λίγο πριν το καλοκαίρι του 2015 (τέλη Μαίου ή αρχές Ιουνίου κατά τον δεύτερο ενόρκως βεβαιώσαντα), τους επισκέφθηκε απροειδοποίητα μόνος του στο χωριό τους και παρέδωσε στην πρώτη εξ αυτών (Α. Κ.), την οποία εκείνη τη στιγμή βρήκε μόνη στην οικία της, έναν φάκελο κλειστό, λευκού χρώματος, λέγοντάς της ότι μέσα είναι η διαθήκη του και παραστατικά έγγραφα των κοινών καταθέσεων, που είχε με τις κόρες του, καθώς και ότι επειδή ο ίδιος θα υποβαλλόταν σε λίγες ημέρες σε εγχείρηση για καρκίνο στο στομάχι και φοβούνταν για την έκβαση της ζωής του, της ζήτησε να τον φυλάξει και να τα παραδώσει στην κόρη του Α. (δεύτερη ενάγουσα), ενώ στην ερώτησή τους γιατί δεν έκανε διαθήκη σε συμβολαιογράφο τους απάντησε (ο Δ. Κ.) ότι συμβουλεύθηκε δικηγόρο και του είπε να κάνει τη διαθήκη του με τα ίδια του τα χέρια για να είναι έγκυρη. Επίσης, οι ως άνω ενόρκως βεβαιώσαντες, αναφέρουν στην ένορκη βεβαίωση αυτή ότι ο Δ. Κ., αφού υποβλήθηκε σε εγχείριση, που ήταν επιτυχής, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους (2015), τους επισκέφθηκε και πάλι μόνος του στην οικία τους και ζήτησε να πάρει τον κλειστό φάκελο, γιατί ήθελε να βγάλει και ορισμένα χρήματα και αυτοί του τον παρέδωσαν. Ουδείς δε, εκ των ανωτέρω ενόρκως βεβαιωσάντων ισχυρίσθηκε ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου του φακέλου ή της διαθήκης. Προς ενίσχυση των ανωτέρω καταθέσεων οι ενάγουσες προσκόμισαν και την περιλαμβανόμενη στην ίδια ως άνω ένορκη βεβαίωση κατάθεση του μάρτυρα Ν. Π., μακρινού συγγενή και φίλου του διαθέτη, ο οποίος κατέθεσε ότι ο Δ. Κ., του εκμυστηρεύθηκε ότι είχε κάνει διαθήκη που δεν προσβάλλεται με τίποτα και έχει τη βούλα της αστυνομίας και ότι στην ερώτησή του (του μάρτυρα) για το περιεχόμενο της διαθήκης, του απάντησε (ο Δ. Κ.) ότι το σπίτι και το οικόπεδο το αφήνει στα κορίτσια του, όπως του είχε πει και παλαιότερα. Επίσης, ο ως άνω ενόρκως βεβαιώσας αναφέρει στην ίδια ένορκη βεβαίωση ότι η εναγόμενη του τηλεφώνησε στις 6-12-2016 για να του ευχηθεί για την ονομαστική του εορτή και ότι στη συνομιλία τους αυτή, που διήρκεσε πάνω από μία ώρα, μεταξύ άλλων, του δήλωσε τη γνώση της για τη διαθήκη του συζύγου της, λέγοντάς του “δεν με ενδιαφέρει η διαθήκη του συζύγου μου γιατί ξέρω ότι δεν είμαι μέσα”. Τα ανωτέρω που αναφέρουν στη με αριθμό …/10-5-2019 ένορκη βεβαίωσή τους οι ως άνω ενόρκως βεβαιώσαντες, με τα οποία επιχειρούν να πείσουν το Δικαστήριο ότι ο Δ. Κ., συνταξιούχος ιατρός- γυναικολόγος και συνεπώς εγγράμματος και μορφωμένος άνθρωπος, προτίμησε να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη και να την παραδώσει σε αυτούς προς φύλαξη, αντί να συντάξει δημόσια διαθήκη ή να καταθέσει την ιδιόγραφή του σε συμβολαιογράφο ως μυστική ή ακόμα και να παραδώσει την ιδιόγραφη διαθήκη του απευθείας στη δεύτερη ενάγουσα, που την αφορούσε και η οποία κατοικούσε και κατοικεί στην ίδια πόλη με αυτόν, από το να μεταβεί στο χωριό τους, που βρίσκεται στο νομό … για να την παραδώσει σε αυτούς, προκειμένου να μην μάθει η εναγόμενη την ύπαρξή της, δεν κρίνονται πειστικά από το παρόν Δικαστήριο και συνεπώς δεν αποδεικνύεται από τις καταθέσεις αυτές ο αγωγικός ισχυρισμός των εναγουσών. Διότι τα προαναφερθέντα προβλήματα υγείας, που αποδεδειγμένα αντιμετώπιζε το έτος 2015 ο Δ. Κ., συνδυαζόμενα με το προχωρημένο της ηλικίας του (80 ετών τότε) και η επιβαρυμένη ήδη κατάσταση της υγείας του από το έτος 2008 και εντεύθεν, είναι βέβαιο, κατά τη κοινή πείρα και λογική, ότι τον είχαν καταπονήσει σωματικά και ψυχικά, οπότε είναι προδήλως απίθανο το ενδεχόμενο, σε περίπτωση που είχε συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη, την οποία επιθυμούσε να φυλάξει σε χώρο εκτός της οικίας του, να επιλέξει να την παραδώσει στον εξάδελφό του και τη σύζυγο αυτού και να μεταβεί για το σκοπό αυτό μόνος και απροειδοποίητα στον …, όπου αυτοί κατοικούσαν, διανύοντας αυθημερόν απόσταση μεγαλύτερη των εκατόν πενήντα (150) χιλιομέτρων, δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ Θεσσαλονίκης και … είναι 78,9 χιλιόμετρα. Μάλιστα, στην ταλαιπωρία αυτή οι ενόρκως βεβαιώσαντες ισχυρίζονται ότι ο αποβιώσας υποβλήθηκε δύο φορές, πρώτα πριν και, στη συνέχεια, μετά την πραγματοποίηση της χειρουργικής του επέμβασης γαστρεκτομής-χολοκυστεκτομής, προκειμένου να αναλάβει, τη δεύτερη φορά, τα έγγραφα τα οποία-κατά τους ισχυρισμούς τους-είχε βάλει, μαζί με τη διαθήκη του, στο φάκελο που τους παρέδωσε, αναλαμβάνοντας, τελικά, και τη διαθήκη. Επίσης, η αξιοπιστία των πιο πάνω ενόρκως βεβαιωσάντων πλήττεται και από τα αναφερόμενά τους ότι δηλαδή η παράδοση σε αυτούς εκ μέρους του Δ. Κ. του φακέλου, που περιείχε την ιδιόγραφη διαθήκη του, πραγματοποιήθηκε στις αρχές του καλοκαιριού του 2015 (τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου), με αφορμή την επικείμενη υποβολή του σε χειρουργική επέμβαση. Όμως, το χρονικό αυτό σημείο (τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου) που αναφέρουν ότι τους παραδόθηκε ο φάκελος με τη διαθήκη, έπεται της διενέργειας της χειρουργικής επέμβασης γαστρεκτομής-χολοκυστεκτομής του Δ. Κ., η οποία, όπως προκύπτει με ασφάλεια από τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη σε αντίγραφα ιατρικά έγγραφα (ενημερωτικά σημειώματα ασθενούς, γνωματεύσεις ιατρών κλπ), πραγματοποιήθηκε στις 23-3-2015 και συνεπώς δεν προηγείται αυτής, όπως αναληθώς αναφέρουν στην ως άνω ένορκη βεβαίωση η Α. Κ. και ο Γ. Κ.. Στην ίδια χρονική ανακρίβεια υποπίπτουν με την αγωγή τους και οι ενάγουσες, οι οποίες αναφέρουν σε αυτή ότι ο πατέρας τους υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση το Φεβρουάριο του έτους 2015, μεταβάλλοντας, ακολούθως, τα ιστορούμενα με τις προτάσεις τους, ώστε να συμπέσουν με τα αναφερόμενα στην ως άνω ένορκη βεβαίωση και αναφέρουν σε αυτές (προτάσεις) ότι η ως άνω χειρουργική επέμβαση του πατέρα τους διενεργήθηκε τον Ιούνιο του έτους 2015, πλην όμως και αυτό είναι αναληθές, καθόσον από τα ανωτέρω έγγραφα προκύπτει ότι σε επέμβαση υψηλής γαστρεκτομής με γαστροεντεροαναστόμωση και χολοκυστεκτομή ο Δ. Κ. υποβλήθηκε στις 23-3-2015, ενώ τον Ιούνιο του 2015 (23-6-2015) ξεκίνησε νέο κύκλο χημειοθεραπειών. Επομένως, οι καταθέσεις των ανωτέρω ενόρκως βεβαιωσάντων προσώπων, που αποδεικτικά έχουν σημαίνουσα βαρύτητα, καθότι είναι τα άτομα, στα οποία υποστηρίζεται από τις ενάγουσες ότι παραδόθηκε η διαθήκη του πατέρα τους, κρίνονται αναληθείς και ως εκ τούτου ουδέν από τα ανωτέρω αποδεικνύουν. Ομοίως, αναληθής κρίνεται και η ως άνω κατάθεση του Ν. Π., που περιέχεται στην ίδια ένορκη βεβαίωση, καθότι ενώ ισχυρίσθηκε ότι είναι μακρινός συγγενής και στενός προσωπικός φίλος του Δ. Κ., με τον οποίο διατηρούσε πολλές σχέσεις και αντάλλασσαν επισκέψεις οικογενειακώς, ιδιαίτερα όταν ζούσε με την πρώτη του σύζυγο, ενώ με τη δεύτερη σύζυγό του (εναγόμενη) δεν είχαν τόσο στενές σχέσεις και επισκέψεις, στη συνέχεια, σε αντίθεση με αυτά, κατέθεσε ότι στις 6-12-2016 (40 ημέρες περίπου μετά το θάνατο του συζύγου της) του τηλεφώνησε η εναγόμενη για να του ευχηθεί για την ονομαστική του εορτή και του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν την ενδιαφέρει η διαθήκη του συζύγου της γιατί ξέρει ότι δεν ορίζεται με αυτήν κληρονόμος. Εάν, όμως, η εναγόμενη γνώριζε την ύπαρξη τέτοιας διαθήκης και σχεδίαζε να την “εξαφανίσει”, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες ότι έπραξε, δεν θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη αυτής σε τρίτους, με τους οποίους μάλιστα, κατά τα λεγάμενα του ανωτέρω μάρτυρα, καμία σχέση δεν τη συνέδεε. Επίσης, ανακριβώς κατέθεσε ο ανωτέρω ότι ο Δ. Κ. συναντούσε κρυφά τις θυγατέρες του, γεγονός που ούτε οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν, αλλά αν συνέβαινε ουδόλως εξηγείται η μη παράδοση της “υφιστάμενης” διαθήκης του Δ. Κ. στις ίδιες τις θυγατέρες του. Πέραν δε, των όσων προαναφέρθηκαν, ουδέν περιστατικό από την κοινή ζωή του αποβιώσαντος με την εναγόμενη προέκυψε, το οποίο να δικαιολογεί την επικαλούμενη βούλησή του να αποκληρώσει τη σύζυγό του, με την οποία διατηρούσε μακροχρόνιο δεσμό, ήδη πριν από το γάμο τους και η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η μόνη που του συμπαραστάθηκε στα ανωτέρω προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε. Επίσης, οι ενάγουσες, προς επίρρωση του αγωγικού τους ισχυρισμού για την ύπαρξη ιδιόγραφης διαθήκης του πατέρα τους και εξαφάνισης αυτής από την εναγόμενη, αναφέρουν στην αγωγή τους ότι η δεύτερη εξ αυτών, μετά την 27-1-2017, που τους παρέδωσε η εναγόμενη τα κλειδιά της ως άνω οικίας, στην οποία έψαχνε μέχρι τον Αύγουστο του 2017 να ανεύρει τη διαθήκη, βρήκε στο δωμάτιο της πρώτης εξ αυτών δύο πολυθρόνες σκισμένες με μαχαίρι στην κάτω πλευρά του καθίσματος τους, καθώς και σκισμένη με μαχαίρι την πίσω πλευρά δύο κάδρων με φωτογραφίες των γονέων του πατέρα τους, σημάδια από τα οποία συμπεραίνουν ότι αναμφίβολα η εναγόμενη είχε ερευνήσει και είχε κάνει “φύλλο και φτερό”, κατά το κοινώς λεγόμενο, όλους τους χώρους της οικίας και όλα τα πράγματα αυτής, προκειμένου να βρει την τυχόν υπάρχουσα διαθήκη του πατέρα μας, την οποία αυτός λογικό είναι ότι θα είχε αποκρύψει σε πράγματα, που ανήκαν σε αυτές. Το περιστατικό αυτό, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε, διότι αν πράγματι είχαν ανευρεθεί σχισμένα τα ανωτέρω αντικείμενα, που αναφέρουν οι ενάγουσες, οπωσδήποτε το γεγονός αυτό θα είχε γίνει αντιληπτό από τους παρευρισκόμενους και συντάξαντες το από 27-1-2017 έγγραφο καταγραφής κινητών πραγμάτων και περιουσιακών στοιχείων, που προαναφέρθηκε, και θα είχε γίνει μνεία σε αυτό για τις εν λόγω φθορές τους, αλλά αντίκειται και στους κανόνες της κοινής λογικής το συμπέρασμα, που θέλουν να εξάγουν οι ενάγουσες από την αναφορά του, ότι δηλαδή ο πατέρας τους, θέλοντας να ανευρεθεί η διαθήκη του μόνο από αυτές, θα την έκρυβε σε απίθανα σημεία και δη είτε στην κάτω πλευρά του καθίσματος πολυθρόνων, που υπήρχαν στο δωμάτιό τους είτε στην πίσω πλευρά κορνίζας φωτογραφιών και χωρίς μάλιστα αυτές να γνωρίζουν για την κρυψώνα αυτή, αντικείμενα, που η εναγόμενη, προκειμένου να ανεύρει τη διαθήκη, έσκισε με μαχαίρι και τα οποία (αντικείμενα) η δεύτερη εξ αυτών ανακάλυψε μόνη της μετά την καταγραφή των προαναφερθέντων κινητών πραγμάτων Επίσης, για τον ίδιο ως άνω λόγο, οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν ότι στις 19-1-2017 η εναγόμενη ισχυρίσθηκε τηλεφωνικά ψευδώς στην πρώτη εξ αυτών ότι είχε διαρρηχθεί η ανωτέρω οικία στο …, ενώ ουδέποτε κατήγγειλε τη διάρρηξη στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα. Πέραν, όμως, του γεγονότος ότι ο ισχυρισμός αυτός των εναγουσών είναι αναληθής, αφού από το με αριθμό ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου …/18-1-2017 αντίγραφο από το Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων του Α.Τ. …, προκύπτει ότι δηλώθηκε όντως από την εναγόμενη ότι έγινε διάρρηξη της ως άνω οικίας στις 17-1-2017, δεν καθίσταται αντιληπτό πώς η διάρρηξη της οικίας αυτής, μπορεί να συνδέεται, έστω και εμμέσως, με τα αποδεικτέα θέματα στη δίκη αυτή, αφού η εναγόμενη δεν ισχυρίσθηκε ότι κατά τη διάρρηξη αυτή εκλάπησαν έγγραφα από το ανωτέρω ακίνητο. Τέλος, από το γεγονός που ομολογεί και η εναγόμενη, ότι δηλαδή κατά την ημέρα του θανάτου του συζύγου της, κάνοντας χρήση σχετικών εξουσιοδοτήσεων αυτού, επιχείρησε να αναλάβει τις καταθέσεις του κοινού λογαριασμού, που εκείνος διατηρούσε με τις θυγατέρες του και έκανε χρήση, τις επόμενες του θανάτου του ημέρες, χρεωστικής του κάρτας και πιστωτικής του κάρτας, ουδόλως αποδεικνύεται η ύπαρξη ιδιόγραφης διαθήκης του συζύγου της και την οποία αυτή βρήκε και εξαφάνισε ή κατέστρεψε, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Ούτε παρέχεται από το γεγονός αυτό κάποιο επιχείρημα ικανό να αναιρέσει τις παραδοχές που προαναφέρονται, οι οποίες αποδυναμώνουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί σύνταξης ιδιόγραφης διαθήκης από το Δ. Κ. και περί εξαφάνισής της από την εναγόμενη. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι γεννήθηκε το επίδικο διαπλαστικό δικαίωμα των εναγουσών για κήρυξη της εναγόμενης ως ανάξιας κληρονόμου του συζύγου της Δ. Κ., η ένδικη αγωγή, που άσκησαν εναντίον της, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, επειδή δεν αποδείχθηκε η ιστορική της βάση, ενώ το θέμα της απόσβεσης ή μη του εν λόγω δικαιώματος, λόγω της διαδρομής του απαιτούμενου από το νόμο χρόνου, έπεται αυτού, καθότι προϋπόθεση για την απόσβεση ενός δικαιώματος αποτελεί η γέννησή του. Ενόψει των παραδοχών αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας, κατά πλειοψηφία, ότι, μέχρι την 27-1-2017, που η εναγόμενη παρέδωσε τα κλειδιά της ανωτέρω οικίας στις ενάγουσες, οπότε οι τελευταίες είχαν πρόσβαση σε αυτή, γεννήθηκε το διαπλαστικό δικαίωμα αυτών προς άσκηση της αγωγής για κήρυξη της εναγόμενης ως ανάξιας κληρονόμου του συζύγου της, για τον προαναφερθέντα, από τη διάταξη του άρθρου 1860 περ. 5 ΑΚ λόγο, το οποίο στη συνέχεια αποσβέσθηκε, εφόσον μέχρι την 2-5-2019, που επιδόθηκε σε αυτή η αγωγή, παρήλθε διετία, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, που τέθηκαν υπόψη του. Και, ναι μεν ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, απέρριψε ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη την αγωγή, πλην, όμως, επειδή έκανε δεκτή, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την εκ του άρθρου 1862 παρ. 2 ΑΚ ένσταση της εναγόμενης, απορρίπτοντας ως αλυσιτελή και τον ισχυρισμό (αντένσταση) των εναγουσών ότι ο χρόνος γέννησης του δικαιώματος τους τοποθετείται στα μέσα Αυγούστου του 2017, που αυτές βεβαιώθηκαν, για την εξαφάνιση της διαθήκης. Επειδή, όμως, η ως άνω αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης υπολείπεται των προσδοκιών της εναγόμενης-αντεκκαλούσας και δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος της, αφού η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω αβασιμότητας της ιστορικής βάσης αυτής και, παρότι εν τέλει απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως αβάσιμη, κατά παραδοχή της ως άνω ένστασης της εναγόμενης, η τελευταία, παρότι νίκησε πρωτοδίκως, πρέπει να θεωρηθεί ηττηθείσα διάδικος, που βλάπτεται από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης. Αποδεικνυομένου, επομένως, και του εννόμου συμφέροντος της αντεκκαλούσας και γενομένου δεκτού ως βάσιμου από ουσιαστική άποψη του σχετικού λόγου της αντέφεσης, με τον οποίο αυτή παραπονείται για την εκ μέρους της εκκαλουμένης παραδοχή της ιστορικής βάσης της αγωγής, λόγω πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, πρέπει να γίνει δεκτή η αντέφεση και να απορριφθεί ως αβάσιμη, από ουσιαστική άποψη, η κρινόμενη έφεση, ελλείποντος και του εννόμου συμφέροντος των εκκαλουσών προς άσκησή της..”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση των εναγουσών και ήδη αναιρεσειουσών, έκανε δε δεκτή ως βάσιμη την αντέφεση της έναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι γεννήθηκε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών να κηρύξουν την αναιρεσίβλητη ανάξια να κληρονομήσει, λόγω εξαφάνισης από αυτήν της ιδιόγραφης διαθήκης του κληρονομούμενου πατέρα τους, με την οποία αυτός είχε αφήσει όλην την περιουσία του στις αναιρεσείουσες, πλην όμως τούτο αποσβέστηκε, κατά παραδοχήν, της προβληθείσας από την αναιρεσίβλητη ένστασης του άρθρου 1862 παρ. 2 Α.Κ., κράτησε την υπόθεση, δίκασε την αγωγή και απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι δεν γεννήθηκε το ένδικο αγωγικό δικαίωμα. Ειδικότερα, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο έκρινε: 1) Ότι στις 27-10-2016 απεβίωσε, σε ηλικία 81 ετών, στο Νοσοκομείο “…” της Θεσσαλονίκης, με αιτία θανάτου έμφραγμα μεσοκοιλιακού τοιχώματος αριστερής κοιλίας, ο Δ. Κ. του Γ. και της Σ., κάτοικος εν ζωή …, ο οποίος κατέλειπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τις αναιρεσείουσες-ενάγουσες, θυγατέρες αυτού, γεννηθείσες το έτος 1965 και 1971, αντίστοιχα, από τον πρώτο του γάμο με την Α. Σ., ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα με τη με αριθμό 14113/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και την αναιρεσίβλητη-εναγόμενη, σύζυγο αυτού από το δεύτερο νόμιμο γάμο του, που τελέστηκε στις 21-6-2003 στο Κιλκίς. 2) Ότι ο αποβιώσας, που ήταν συνταξιούχος ιατρός-γυναικολόγος, και από το 2003, και η αναιρεσίβλητη-σύζυγος του, κατοικούσαν στην ιδιόκτητη διώροφη οικία του, που ανήγειρε σε οικόπεδό του, εμβαδού 1.972 τ.μ., κείμενο στη θέση “…” του …, έχοντας σε γενικές γραμμές αρμονικές σχέσεις με τη σύζυγό του και τυπικές σχέσεις με τις θυγατέρες του, λόγω των αρνητικών αισθημάτων των τελευταίων προς τη δεύτερη σύζυγό του. 3) Ότι, από το έτος 2008, ο ανωτέρω κληρονομούμενος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας [Μάιος 2008 καρκίνωμα παχέος εντέρου, για το οποίο υποβλήθηκε, στις 3-6-2008, σε χειρουργική επέμβαση (σιγμοειδεκτομή), δώδεκα συνεδρίες χημειοθεραπείας, επέμβαση σύγκλεισης εγκαρσιοστομίας, Σεπτέμβριο 2012 στεφανιαία νόσο με στένωση σε τρία (3) αγγεία, στις 3-12-2014, νοσηλεία για “πνευμονία και αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου I”, Μάρτιο του έτους 2015, αδενοκαρκίνωμα του στομάχου διάχυτου τύπου (επέμβαση υψηλής γαστρεκτομής με γαστροεντεροαναστόμωση και χολοκυστεκτομή), χημειοθεραπείες, και, τέλος, επεισόδιο κολπικής μαρμαρυγής], στα οποία του συμπαραστάθηκε η αναιρεσίβλητη-σύζυγός του, με περιορισμό των αναιρεσειουσών στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον κληρονομούμενο. 4) Ότι ο κληρονομούμενος δεν συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία να κατέλειπε στις αναιρεσείουσες όλην την κληρονομιαία περιουσία του, την οποία φέρεται με την αγωγή να εξαφάνισε τη αναιρεσίβλητη, και, συνεπώς, δεν γεννήθηκε το διαπλαστικό δικαίωμα υπέρ των αναιρεσειουσών να κηρύξουν την αναιρεσίβλητη ανάξια να (συγ)κληρονομήσει, – εξ αδιαθέτου, κατά ποσοστό 25%, κληρονόμος, τον κληρονομούμενο. 5) Ότι σε βάρος της αναιρεσίβλητης, με την εκκαλούμενη απόφαση, δημιουργήθηκε δυσμενές δεδικασμένο, και, ειδικότερα, από την, κατά πλειοψηφίαν, κατάφαση γένεσης του διαπλαστικού δικαιώματος των αναιρεσειουσών να κηρύξουν την αναιρεσίβλητη ανάξια κληρονόμου του κληρονομούμενου, Δ. Κ., επειδή εξαφάνισε τη συνταχθείσα απ’ αυτόν ιδιόγραφη διαθήκη, με το ανωτέρω περιεχόμενο, δικαίωμα που αποσβέστηκε με την πάροδο της διετούς προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος. [3] Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος στην αναιρεσίβλητη, κατά το χρόνο άσκησης της αντέφεσης, ορθά τις διατάξεις του άρθρου 68 και 73 του ΚΠολΔ ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ορθά τις διατάξεις των άρθρων 1860 αρ. 5 και 1862 παρ. 1 ΑΚ ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, διότι, κατά τα δεκτά γενόμενα, είχε έννομο συμφέρον, να ανατρέψει το δυσμενές σε βάρος της δεδικασμένο του γεννηθέντος, με την εκκαλούμενη απόφαση, υπέρ των αναιρεσειουσών δικαιώματος να κηρύξουν την αναιρεσίβλητη-αντεκκαλούσα ανάξια εξ αδιαθέτου κληρονόμο του ανωτέρω κληρονομούμενου, διότι τα δεκτά γενόμενα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πραγματικά περιστατικά, δεν θεμελιώνουν το φερόμενο με την αγωγή ανωτέρω διαπλαστικό δικαίωμα, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω μη γένεσης του ένδικου διαπλαστικού δικαιώματος. Επομένως, ο από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το αντίστοιχα μέρη αυτού, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Η αιτίαση από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, με τον οποίο μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, παρά το νόμο, κήρυξε απαράδεκτη την έφεση των αναιρεσειουσών, ως μη εχουσών έννομο συμφέρον, προς άσκηση της έφεσης, είναι απαράδεκτος. Και, τούτο, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η έφεση των αναιρεσειουσών, κατά τα προαναφερθέντα, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, επειδή παρείλκε η εξέταση του μοναδικού λόγου έφεσης, που αφορούσε την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, κατά το μέρος αυτής που έκανε δεκτή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, την ένσταση της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 1862 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η (επικουρική) αιτίαση, με τον από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, με επίκληση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 68, 73 ΚΠολΔ, 1860 αρ. 5, 1862 παρ. 1 Α.Κ. α) ως συνέπεια της μη κήρυξης απαράδεκτης της αντέφεσης της αναιρεσίβλητης, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων του άρθρου 516 ΚΠολΔ, και β) ως συνέπεια της χρήσης στην προσβαλλόμενη απόφαση πλην της φράσης “..πρέπει να γίνει δεκτή η αντέφεση και να απορριφθεί ως αβάσιμη, από ουσιαστική άποψη, η κρινόμενη έφεση” και της φράσης “ελλείποντος και του εννόμου συμφέροντος των εκκαλουσών προς άσκησή της..” είναι απαράδεκτη. Και, τούτο, λόγω 1) αοριστίας διότι, ως προς τους επικαλούμενους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, στο οποίο κατά την άποψη των αναιρεσειουσών υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας 2) ως προς τη με στοιχείο-α-επιμέρους αιτίαση, διότι δεν ιδρύεται ο από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης από παραβίαση κανόνων δικονομικού δικαίου και 3) ως προς τη με στοιχείο-β-επιμέρους αιτίαση, διότι η ανωτέρω επιπλέον φράση είναι πλεοναστική, δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης, και ως τέτοια αιτιολογία, δεν ιδρύει τον από τον αρ. 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1642/2003, ΑΠ 1330/2001).
[4] Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, αλλά διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη γένεσης διαπλαστικού δικαιώματος στις αναιρεσείουσες να κηρύξουν την αναιρεσίβλητη ανάξια κληρονόμο του κληρονομούμενου Δ. Κ. του Γ., που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1860 αρ. 5, 1710 επ., 1813, 1820 Α.Κ., διότι διαλαμβάνεται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ότι δεν επέδειξε η αναιρεσίβλητη, εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, καλούμενη, ως επιζώσα σύζυγος μετά των τέκνων του κληρονομούμενου, την αξιομέμπτη συμπεριφορά της εξαφάνισης της φερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης του κληρονομουμένου. Επομένως, ο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Η αιτίαση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε αιτιολογία για την αφετηρία της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, το χρόνο συμπλήρωσης αυτής, κατ’ άρθρο 1862 παρ. 2 Α.Κ., και για την εμπρόθεσμη άσκηση της ένδικης αγωγής κήρυξης αναξιότητας είναι απαράδεκτος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, δεν γεννήθηκε δικαίωμα στις αναιρεσείουσες για κήρυξη της αναιρεσίβλητης ως ανάξιας εξ αδιαθέτου (συγ)κληρονόμου, επειδή, κατά τα δεκτά γενόμενα η αναιρεσίβλητη δεν εξαφάνισε (ανύπαρκτη) ιδιόγραφη διαθήκη του κληρονομούμενου, και η δημιουργία-ύπαρξη δικαιώματος προηγείται της απόσβεσης αυτού. Λοιπές αιτιάσεις με τον μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης, με τον οποίο μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι με τις αιτιολογίες της υιοθέτησε, κατά λέξη, τους ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης και των συγγενών μαρτύρων αυτής, σχετικά με την απόρριψη της ένδικης αγωγής, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, με επιχειρήματα αυτής που οδηγούνταν στο σχετικό πόρισμά της δια της μεθόδου της εις άτοπον επαγωγής, με αιτιολογίες ανεπαρκέστατες, που σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στο σχετικό πόρισμα αυτής, δημιουργώντας λογικό άλμα μεταξύ των αιτιολογιών και του αποδεικτικού πορίσματος, είναι απαράδεκτες, διότι δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, από ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων, και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, διότι αυτό διατυπώνεται σαφώς με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, τα επικαλούμενα από τις αναιρεσείουσες προς θεμελίωση του λόγου αυτού (όπως ότι μορφωμένοι άνθρωποι, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας τους, επιλέγει τη σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης, που ευχερώς ανακαλείται με νέα διαθήκη και ότι δεν δημοσιοποιείται το περιεχόμενο αυτής σε παριστάμενους σε δημόσια διαθήκη μάρτυρες, ότι η επιβαρυμένη υγεία του κληρονομούμενου δεν απέκλειε τη μετάβασή του στον … για να παραδώσει το φάκελο της ιδιόγραφης και μετά την εγχείρηση να τον αναλάβει πίσω, ότι με την επικαλούμενη διαθήκη δεν θα αποκλήρωνε τη σύζυγό του διότι την είχε καταστήσει δικαιούχο σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ότι ο κληρονομούμενος συνέταξε την ιδιόγραφη διαθήκη για να ρυθμίσει την κληρονομία του ακινήτου με την επ’ αυτού μονοκατοικία με τρία διαμερίσματα, διότι οι μη αρμονικές σχέσεις θα δημιουργούσαν μεγαλύτερες διενέξεις, ότι ενώ από την από 23-03-2017 βεβαίωση του Διοικητή του Α.Τ. … αποδεικνυόταν ότι δεν έγινε καταγγελία και καταχώρηση για διάρρηξη στην κατοικία του κληρονομούμενου η αναιρεσίβλητη προσκόμισε το από 18-01-2017 αντίγραφο του βιβλίου συμβάντων, που υπογράφεται από τον ανθ/μο Θ. Π., για κατατεθείσα μήνυση για διάρρηξη της κατοικίας, ότι η εύρεση από την δεύτερη αναιρεσείουσα δύο πολυθρόνες σχισμένες με μαχαίρι στην κάτω πλευρά του καθίσματος, σχισμένη με μαχαίρι η πίσω πλευρά δύο κάδρων με φωτογραφίες, ότι η ανάληψη, μετά το θάνατο του κληρονομούμενου, από την αναιρεσίβλητη επιταγής από κοινό τραπεζικό λογαριασμό του κληρονομούμενου και των αναιρεσειουσών και αναγκαστική, λόγω πιέσεων της τράπεζας, επιστροφή αυτής, με εκμετάλλευση της σχετικής εξουσιοδότησης του κληρονομούμενου, υπογραφείσα υπό την πίεση της αναιρεσίβλητης, ότι μη ειδοποίηση των αναιρεσειουσών για το θάνατο του κληρονομούμενου, ότι η καθυστέρηση για τρείς μήνες παράδοσης κλειδιών, ότι καταστροφή της ιδιόγραφης διαθήκης την ευνοούσε γιατί θα ήταν (συγ)κληρονόμος του ανωτέρω ακινήτου άγουν στην κατάφαση του αγωγικού δικαιώματος) αποτελούν πραγματικά επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, για την υποστήριξη των αντίθετων, προς τα δεκτά γενόμενα, απόψεων αυτών, και υπό την επίφαση του παραπάνω αναιρετικού λόγου πλήττεται από τις αναιρεσείουσες η ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1553/2023, ΑΠ 1117/2023).
[5] Κατά τις διατάξεις του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Συνεπώς, για να υπάρξει λόγος για λήψη υπόψη μη προταθέντων ισχυρισμών, πρέπει αυτοί να έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 568/2023, ΑΠ 916/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, και κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 536 του ίδιου Κώδικα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Η παράβαση του εφετείου, σχετικά με την έκταση του μεταβιβαστικού, κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ, αποτελέσματος της ασκηθείσας έφεσης με την παραδοχή ανύπαρκτου λόγου, η επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης έξω από τα όρια αυτής ή η μη λήψη υπόψη λόγου έφεσης, συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης της λήψης ή μη υπόψη πράγματος που (αναλόγως) δεν προτάθηκε ή προτάθηκε και έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 568/2023, ΑΠ 338/2023, ΑΠ 1634/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, ο από τον αρ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίοι οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, με επίκληση, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και ειδικότερα έλαβε υπόψη ανύπαρκτο λόγο έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία έγινε δεκτή η γένεση του προβληθέντος με την αγωγή δικαιώματος των αναιρεσειουσών για κήρυξη της αναιρεσίβλητης ανάξιας κληρονόμου, διευρύνοντας τα όρια της έφεσης, δεχόμενο παράπονα της αναιρεσίβλητης ασκηθέντα με την απαραδέκτως ασκηθείσα από την τελευταία αντέφεση είναι αβάσιμος. Και, τούτο, διότι η αναιρεσίβλητη, κατά τα προεκτεθέντα, άσκησε παραδεκτή αντέφεση ως προς τα αναγκαίως συνεχόμενα με το μεταβιβασθέν με την έφεση κεφάλαιο, και, συνεπώς, έλαβε υπόψη πράγματα μεταβιβασθέντα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αντέφεση, και μετά την παραδοχή της αντέφεσης, ως κατ’ ουσίαν βάσιμης, εκδόθηκε απόφαση επιβλαβέστερη για τις αναιρεσείουσες, με καταληκτικό πόρισμα μη γένεσης στις τελευταίες δικαιώματος να κηρύξουν την αναιρεσίβλητη ανάξια εξ αδιαθέτου (συγ)κληρόνομο του κληρονομούμενου συζύγου της. [6] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο “δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν”. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ` όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Η παράβαση της ως άνω υποχρέωσης ιδρύει τον προκείμενο λόγο αναίρεσης υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ως προκύπτον από το αποδεικτικό μέσο που κατά την άποψή του δεν αξιολογήθηκε, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002). Επίσης, ο λόγος αυτός ιδρύεται αν, παρά τη βεβαίωση του Εφετείου από όλο το περιεχόμενο της απόφασής του και το σύνολο των αιτιολογιών της, δεν καθίστανται απολύτως βέβαιο ότι για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου επί ενός ουσιώδους ζητήματος, αλλά καταλείπονται, αντίθετα, αμφιβολίες για το αν αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις (Ολ ΑΠ 2/2008, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1958/2022, ΑΠ 194/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη άλλως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι έλαβε υπόψη τις περιλαμβανόμενες καταθέσεις, στη νομίμως προσκομισθείσα, ενώπιον αυτού, με αριθμ. …/02-09-2016 ένορκη βεβαίωση, συνταχθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, των μαρτύρων Ε. Π., συγγενούς και δικηγόρου του κληρονομούμενου Σ. Χ., την οποία επικαλέστηκαν προς απόδειξη ότι ο κληρονομούμενος συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους του τις αναιρεσείουσες, θυγατέρες του και ότι η αναιρεσίβλητη εξαφάνισε την διαθήκη αυτή, είναι αβάσιμος. Και, τούτο, διότι από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, βεβαίωση του Εφετείου που περιέχεται στην απόφασή του ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομότυπα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων μνημονεύεται ειδικά η ένορκη βεβαίωση των προαναφερθέντων μαρτύρων, έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, ενώ απ’ όλο το περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και την από τις αναιρεσείουσες επικαλούμενη ως αγνοηθείσα ένορκη βεβαίωση των προαναφερθέντων μαρτύρων, και αντικρούεται ο επικαλούμενος από τις αναιρεσείουσες αγωγικός ισχυρισμός με τις παραδοχές ότι δεν γεννήθηκε υπέρ των αναιρεσειουσών το επικαλούμενο διαπλαστικό δικαίωμα.
VΙΙ. Κατόπιν αυτών, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος από τις αναιρεσείουσες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας τους (άρθρ. 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχήν του αιτήματος αυτής, πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-07-2022 αίτηση αναίρεσης και τους από 12-09-2023 πρόσθετους λόγους αναίρεσης των Σ. Κ. του Δ. και Α. Κ. του Δ. κατά της με αριθμ. 1010/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 504/2024 Κήρυξη ανάξιας κληρονόμου λόγω μη ύπαρξης διαθήκης
Πηγή :