Το Εφετείο έκρινε ότι οι πωλήσεις ακινήτων από εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης προς μισθωτές υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του ν. 1665/1986, βάσει του οποίου τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα περιορίζονται στα κατώτατα προβλεπόμενα όρια.
Σε πρόσφατη απόφασή του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δικαίωσε πρώην συμβολαιογράφο, ο οποίος διεκδικούσε την επιστροφή χρημάτων που είχε καταβάλει στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου και Δωδεκανήσου. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο καταλογισμός ποσού άνω των 880.000 ευρώ για αναλογικά δικαιώματα ήταν παράνομος, καθώς οι συμβάσεις που είχε συντάξει υπάγονταν στο ειδικό ευνοϊκό καθεστώς του νόμου για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις (ν. 1665/1986). Σύμφωνα με τον νόμο, στις περιπτώσεις αυτές τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα περιορίζονται στα ελάχιστα προβλεπόμενα όρια.
Τα πραγματικά περιστατικά
Ειδικότερα, ο ενάγων είχε κληθεί να αποδώσει αναλογικά δικαιώματα για 50 συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων από εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης προς τους μισθωτές, σε εκτέλεση συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, κατά την περίοδο 2005–2012. Ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, θεωρώντας ότι επρόκειτο για «τραπεζικά» συμβόλαια βάσει του άρθρου 117 του ν. 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων), προχώρησε σε καταλογισμό ποσού 881.124,50 ευρώ ως αναλογικά δικαιώματα, υπολογιζόμενα με βάση την υψηλότερη αξία κάθε ακινήτου.
Προκειμένου να αποφύγει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, ο εκκαλών κατέβαλε με επιφύλαξη το συνολικό ποσό. Στη συνέχεια, άσκησε αγωγή κατά του Συλλόγου, υποστηρίζοντας ότι οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο ειδικό καθεστώς του νόμου για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις (ν. 1665/1986) και ότι θεωρούνται πωλήσεις από την εταιρεία στον μισθωτή. Σύμφωνα με τον νόμο, τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων σε αυτές τις περιπτώσεις περιορίζονται στα ελάχιστα όρια, δηλαδή σε 146,73 ευρώ ανά πράξη, και δεν υπολογίζονται αναλογικά με την αξία του ακινήτου.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, ερμηνεύοντας στενά τις διατάξεις του ν. 1665/1986, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι συμβάσεις πώλησης δεν απαλλάσσονται από τα αναλογικά δικαιώματα. Ακολούθως, ο εκκαλών προχώρησε στην άσκηση έφεσης.
Η κρίση του Εφετείου υπέρ του συμβολαιογράφου
Όμως, το Διοικητικό Εφετείο, με την απόφασή του, δέχθηκε τους ισχυρισμούς του συμβολαιογράφου. Ειδικότερα, έκρινε ότι οι πωλήσεις ακινήτων από τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης προς τους μισθωτές τους αποτελούν ειδική κατηγορία πράξεων, η οποία υπάγεται ρητά στις απαλλακτικές διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. ε΄ του ν. 1665/1986. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το τίμημα της πώλησης από την εταιρεία προς τον μισθωτή απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων. Επιπλέον, το Εφετείο επισήμανε ότι το άρθρο 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου προβλέπει ρητά πως τα συμβολαιογραφικά δικαιώματα στις περιπτώσεις αυτές περιορίζονται στα κατώτατα όρια, δηλαδή σε 146,73 ευρώ ανά πράξη, ανεξάρτητα από την αξία του ακινήτου.
Μετά από σχετική προδικαστική απόφαση (1948/2024), το Δικαστήριο κάλεσε τον Σύλλογο να υπολογίσει το πραγματικό ποσό που όφειλε να καταβληθεί. Ο Σύλλογος βεβαίωσε ότι τα σωστά οφειλόμενα δικαιώματα ήταν μόλις 5.773,04 ευρώ, ποσό πολύ μικρότερο από το αρχικό.
Το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συμβολαιογράφος είχε ζημιωθεί συνολικά κατά 875.351,46 ευρώ, ποσό που είχε καταβάλει αχρεωστήτως. Κατά συνέπεια, αναγνώρισε την υποχρέωση του Συλλόγου να του επιστρέψει το εν λόγω ποσό ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, με τον προβλεπόμενο νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕφΑθ 1620/2025