ΑΠΟΦΑΣΗ
Aksüngür κ.α. κατά Σερβίας της 24.06.2025 (προσφ. αριθ. 69080/13 κλπ)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες είναι αλλοδαποί, οι οποίοι κατά διέλευσή τους από τα σύνορα της Σερβίας δεν είχαν δηλώσει τα χρήματα που είχαν στην κατοχή τους και που ήταν άνω των 10.000 ευρώ. Κατά τον τελωνειακό έλεγχο, εκτός του επιβληθέντος προστίμου τους κατασχέθηκαν και όλα τα χρήματα που είχαν μαζί τους που υπερέβαιναν τα 10.000 ευρώ και δεν είχαν δηλώσει.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ευρύ και ασαφές νομοθετικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο έλεγχο που διενήργησαν τα δικαστήρια, δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους. Τα σερβικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε ουσιαστική ανάλυση της αναλογικότητας της κύρωσης, ούτε αξιολόγησαν τις ειδικές περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, όπως τον βαθμό υπαιτιότητας, την προέλευση των χρημάτων ή το αν επρόκειτο για ακούσιο παράπτωμα, ούτε ποιες κυρώσεις ήταν απαραίτητες σε κάθε περίπτωση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε το συνολικό ποσό των 127.245 ευρώ στους προσφεύγοντες και 8.600 για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι οι Adem Aksüngür, Ensar Kaya, Zekı Dınlemez, Ahmet Karabulut και Abdullah Coșkun. Είναι Γερμανοί (Aksüngür) ή Τούρκοι υπήκοοι, ή έχουν διπλή υπηκοότητα (Coșkun). Ζουν στη Γερμανία, τη Γαλλία (Dınlemez) και τις Κάτω Χώρες (Karabulut). Μεταξύ 2012 και 2014, όλοι οι προσφεύγοντες σταμάτησαν ξεχωριστά σε διάφορα συνοριακά σημεία διέλευσης ενώ ταξίδευαν μέσω της Σερβίας προς ή από την Τουρκία. Στους τελωνειακούς ελέγχους, κατέστη προφανές ότι είχαν στην κατοχή τους περισσότερα μετρητά από το όριο που ορίζει ο νόμος για τη φυσική μεταφορά μετρητών, δηλαδή 10.000 ευρώ. Ορισμένοι από τους προσφεύγοντες είχαν αποδείξεις ανάληψης που έδειχναν την προέλευση των χρημάτων. Οι τελωνειακές αρχές επέτρεψαν στους προσφεύγοντες να κρατήσουν 10.000 ευρώ και κατάσχεσαν προσωρινά τα ποσά που υπερέβαιναν το ανωτέρω όριο ως «παράνομα αποκτηθέντα χρήματα».
Οι προσφεύγοντες κρίθηκαν αργότερα ένοχοι για αδικήματα σύμφωνα με το άρθρο 63 § 1 του νόμου περί συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, για μη συμμόρφωση με την υποχρέωση δήλωσης μετρητών που υπερέβαιναν τα 10.000 ευρώ κατά την είσοδο ή την έξοδο από το κράτος, καθώς και με άλλες απαιτήσεις πιστοποίησης σχετικά με την προσωπική και φυσική μεταφορά μετρητών πέραν των συνόρων. Τα δικαστήρια σε δύο βαθμούς δέχτηκαν τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων ότι ήταν οι ιδιοκτήτες των εν λόγω χρημάτων και/ή ότι αυτά είχαν αποκτηθεί νόμιμα. Ωστόσο, εκτός από πρόστιμο ύψους μεταξύ 70 και 550 ευρώ, τα κατασχεθέντα μετρητά τελικά κατασχέθηκαν βάσει προστατευτικού μέτρου είτε στο ύψος του 60% του κατασχεθέντος ποσού (53.000 ευρώ) στην περίπτωση του πρώτου προσφεύγοντος, είτε στο σύνολό του (σε όλες τις άλλες περιπτώσεις – ποσά που κυμαίνονταν μεταξύ 14.425 ευρώ και 25.020 ευρώ). Τέλος, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τις συνταγματικές καταγγελίες σχετικά με την επιβολή αδικαιολόγητων κυρώσεων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Τα μέρη συμφώνησαν ότι τα χρήματα ανήκαν στους προσφεύγοντες και ότι η απόφαση των εγχωρίων δικαστηρίων να κατασχέσουν τα αδήλωτα μετρητά συνιστούσε παρέμβαση στην περιουσία τους.
Η κατάσχεση είχε νομική βάση – παράγραφος 1 ή 2 του άρθρου 64 του νόμου περί συναλλαγών σε ξένο νόμισμα – που προβλέπει, αντίστοιχα, την πλήρη ή μερική κατάσχεση των αντικειμένων ενός αδικήματος. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όχι μόνο η ασαφής διατύπωση του εν λόγω άρθρου παρέμενε αόριστη ως προς τα βασικά της στοιχεία σχετικά με τα χαρακτηριστικά κάθε κατάστασης που θα οδηγούσε σε πλήρη ή μερική κατάσχεση, αλλά και ότι η πρακτική των εθνικών δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ήταν ασυνεπής και, ως εκ τούτου, δεν διευκρίνιζε τις προβλέψιμες συνέπειες μιας δεδομένης πράξης και δεν διέλυε σαφώς τις αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της διακριτικής ευχέρειας που τους είχε ανατεθεί.
Το Δικαστήριο συνέχισε σημειώνοντας ότι ο σχετικός νόμος δεν καθόριζε το ποσό σε ξένο νόμισμα που μπορούσε να μεταφέρει νόμιμα ένας μη κάτοικος πέρα από τα σύνορα της Σερβίας, αλλά μόνον ότι υπόκειτο σε απαιτήσεις δήλωσης και πιστοποίησης.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων είχε ως στόχο την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Το Δικαστήριο, σημείωσε ότι τα σερβικά δικαστήρια δεν είχαν διαπιστώσει καμία πρόθεση εκ μέρους των προσφευγόντων, και αμφισβήτησε ότι η παρέμβαση μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξυπηρετούσε τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, από τις διαθέσιμες πληροφορίες των υποθέσεων δεν προέκυψε ότι οι τελωνειακές αρχές ενημέρωσαν την Υπηρεσία για την Πρόληψη της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες σχετικά με τα μη δηλωθέντα μετρητά που κατασχέθηκαν από οποιονδήποτε από τους προσφεύγοντες.
Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι προσφεύγοντες είχαν κατηγορηθεί για οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα (όπως λαθρεμπόριο) ή ότι τα χρήματα που ήταν αντικείμενο της υπόθεσης είχαν αποκτηθεί από εγκληματική δραστηριότητα, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση το αν ο σκοπός των κατασχέσεων ήταν πράγματι η παρεμπόδιση παράνομης δραστηριότητας. Ουσιαστικά, μετά τη διαδικασία και τις έρευνες σχετικά με την προέλευση και τον προορισμό των μεταφερόμενων μετρητών, οι προσφεύγοντες κρίθηκαν ένοχοι για πλημμέλημα, λόγω του ότι δεν είχαν δηλώσει τα μετρητά τους.
Τα κατασχεθέντα χρήματα – τα περισσότερα από τα οποία ήταν αποταμιεύσεις ή έσοδα από την πώληση ακινήτων – ήταν σημαντικά για τους προσφεύγοντες. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι δεν είχαν αποφύγει την καταβολή φόρων και δασμών ούτε είχαν προκαλέσει φυγή κεφαλαίων από τη Σερβία (καθώς τα χρήματα προέρχονταν από αλλού), η ζημία για το σερβικό κράτος ανέρχονταν στην μη υποβολή δήλωσης και, ως εκ τούτου, ήταν αμελητέα.
Φαίνεται ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν θεωρήσει ότι το εν λόγω αδίκημα δικαιολογούσε αυτόματα την υποχρεωτική και πλήρη κατάσχεση, καθώς η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει κανένα ξεχωριστό παράδειγμα, εκτός από την περίπτωση του κ. Aksüngür, μερικής κατάσχεσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα σερβικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε ουσιαστική εξέταση της αναλογικότητας των αντίστοιχων προστίμων και της κατάσχεσης, τα οποία ήταν και τα δύο τιμωρητικά μέτρα, και δεν έδειξαν πειστικά γιατί οι επιβληθείσες κυρώσεις ήταν απαραίτητες για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος στις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το επιθυμητό αποτρεπτικό και τιμωρητικό αποτέλεσμα πρέπει να αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης και όχι στη σοβαρότητα οποιασδήποτε υποτιθέμενης παράβασης που δεν έχει πραγματικά αποδειχθεί, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή η φοροδιαφυγή τελωνειακών δασμών.
Συνολικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ευρύ και ασαφές νομοθετικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο έλεγχο που διενήργησαν τα σερβικά δικαστήρια, δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους. Τα σερβικά δικαστήρια δεν προέβησαν σε ουσιαστική ανάλυση ως προς το ποιες κυρώσεις ήταν απαραίτητες σε κάθε περίπτωση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Δίκαιη αποζημίωση (άρθρο 41)
Το Στρασβούργο επιδίκασε το συνολικό ποσό των 127.245 ευρώ στους προσφεύγοντες και 8.600 για έξοδα και δαπάνες.