25ο Τμήμα (Μονομελές)
Α 6521/2025
Δικαστής: Αναστασία Πούλου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Προσφυγή για την ακύρωση τεκμαιρόμενων απορρίψεων ενδικοφανών προσφυγών κατά αποφάσεων επιβολής προστίμων κατ’ άρθρ. 45 ν.δ. 187/1973 σε συνδ. με τις περ. Α’ και Δ’ του άρθρ. 1 π.δ. 381/2001 – Αρχή αναδρομικής εφαρμογής ευμενέστερης διοικητικής κύρωσης – Θέσπιση χαμηλότερου ορίου προστίμου με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 53 του ν. 4770/2021 – Ακυρώνει τις προσβαλλόμενες – Αναπέμπει στη Διοίκηση για την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας
Προσφυγή για την ακύρωση τεκμαιρόμενων απορρίψεων από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ενδικοφανών προσφυγών κατά αποφάσεων επιβολής προστίμου Κεντρικού Λιμενάρχη. Οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν το έτος 2017, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 του ν.δ. 187/1973 σε συνδυασμό με τις περ. Α’ και Δ’ του άρθρου 1 του π.δ. 381/2001, λόγω μη λήψης εκ μέρους της προσφεύγουσας κάθε αναγκαίου μέτρου για την τήρηση του Κανονισμού περί μέγιστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ και Ε/Γ- Ο/Γ – Τ/Χ πλοίων, με συνέπεια την καθ’ υπέρβαση της μέγιστης επιτρεπόμενης ημερήσιας απασχόλησης που προβλέπεται για εξαιρετικές περιπτώσεις εκάστου ναυτικού. Με κάθε μία από τις ως άνω αποφάσεις επιβλήθηκε πρόστιμο ποσού 300 ευρώ για καθέναν από τους ναυτολογημένους ναυτικούς για τους οποίους διαπιστώθηκε η υπέρβαση της μέγιστης επιτρεπόμενης απασχόλησης.
Με το άρθρο 53 του ν.4770/2021 «Θαλάσσια πολιτική στον νησιωτικό χώρο, συμμόρφωση με υποχρεώσεις διεθνούς ναυσιπλοΐας», με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση του νόμου (βλ.άρθρο 55 αυτού), τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 45 του ν.δ. 187/1973. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4770/2021 η ως άνω τροποποίηση κρίθηκε αναγκαία, διότι λόγω των πραγματικών συνθηκών δραστηριοποίησης των πλοίων και ιδιαιτέρως της ναυσιπλοΐας, η κατά περίπτωση υπέρβαση του ωραρίου εργασίας και η επιβολή διοικητικού προστίμου ανά εργαζόμενο ναυτικό συνιστά μια υπερβολική και δυσανάλογη κύρωση και απαιτείται ο εξορθολογισμός του συστήματος των διοικητικών κυρώσεων για τις περιπτώσεις αυτές.
Κατά γενική αρχή του δικαίου, η οποία απορρέει και από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, προκειμένου περί παράβασης για την οποία προβλέπονται διαδοχικά, από τον χρόνο διάπραξής της έως τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, περισσότερες κυρώσεις, επιβάλλεται αναδρομικά η εφαρμογή της ελαφρότερης κύρωσης, εφόσον στον νεότερο νόμο δεν περιέχεται σαφής αντίθετη διάταξη. Ειδικότερα, όταν ο νομοθέτης, μεταβάλλοντας αντιλήψεις, κρίνει ότι ο επιδιωκόμενος από αυτόν σκοπός δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, τότε ελέγχεται όχι μόνο ως άσκοπη και αδικαιολόγητη, αλλά και ως αντίθετη καταρχήν προς τη νεότερη νομοθετική βούληση η επιβολή των παλαιότερων αυστηρότερων κυρώσεων, οι οποίες υπερβάλλουν το μέτρο, το οποίο ήδη κρίνεται από τον νομοθέτη ως αναγκαίο. Στις περιπτώσεις αυτές ειδικώς, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα περί μη αναδρομικότητας του νόμου, υπάρχει τεκμήριο εφαρμογής του νεότερου ηπιότερου νόμου και επί εκκρεμών ενώπιον της Διοίκησης υποθέσεων, αλλά και επί των εκκρεμών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υποθέσεων. Ως επιεικέστερες θεωρούνται οι νεότερες εκείνες διατάξεις, όταν η εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την άσκηση, αρχικώς από τη διοικητική αρχή και στη συνέχεια από τα επιλαμβανόμενα διοικητικά δικαστήρια, της εξουσίας επιμέτρησης, άγει στην επιβολή της ελαφρότερης κύρωσης σε σχέση με τις προγενέστερες διατάξεις. Ο δε ευμενέστερος ή μη χαρακτήρας του νεότερου νόμου, κρίνεται ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετημάτων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της εν λόγω παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο. Περαιτέρω, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται δεσμία αρμοδιότητα της Διοίκησης για την επιβολή ευθέως προβλεπόμενου στον νόμο ποσού προστίμου, αλλά διακριτική ευχέρειά της για τον καθορισμό του ύψους του εντός του πλαισίου που ορίζει ο νόμος και η Διοίκηση έχει ασκήσει πλημμελώς την παρασχεθείσα σε αυτή διακριτική εξουσία επιμέτρησης με βάση νόμο που θεσπίζει μεγαλύτερο κατώτατο όριο από νεότερο ευμενέστερο νόμο, ο οποίος κρίνεται ότι είναι εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση κατ’ εφαρμογής της ως άνω αρχής, το επιλαμβανόμενο της προσφυγής διοικητικό δικαστήριο δεν έχει εξουσία να προβεί για πρώτη φορά στη νόμιμη άσκηση της ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας, να καθορίσει δηλαδή, υποκαθιστώντας τη Διοίκηση, το ύψος του προστίμου εντός των κατά των ανωτέρω τεθέντων από το νομοθέτη ορίων, αλλά αντιθέτως οφείλει, όπως επιβάλλει το άρθρο 79 παρ. 3 του ΚΔΔ, σε συμφωνία προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, να ακυρώσει την πράξη και να την αναπέμψει στη Διοίκηση για σύννομη άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ήτοι για καθορισμό του ύψους του συγκεκριμένου προστίμου μέσα στα όρια που θεσπίζει η νεότερη ευμενέστερη διάταξη.
Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α. το επιβληθέν σε βάρος της προσφεύγουσας πρόστιμο προσδιορίστηκε στο ποσό των 300 ευρώ για έκαστο ναυτικό και συνολικά στο ποσό των (300 ευρώ Χ 27 παραβάσεις=) 8.100 ευρώ, β. το ως άνω ποσό προστίμου αποτελεί το κατώτατο ποσό (300), που μπορούσε να επιβληθεί κατά την ισχύουσα, κατά τη διενέργεια του ένδικου ελέγχου, διάταξη του άρθρου 45 παρ.1 του ν.δ. 187/1973, η οποία είχε θεσπίσει όρια διακύμανσης αυτού από 300 ευρώ έως 500 ευρώ για έκαστο ναυτικό, γ. η νεότερη διάταξη του άρθρου 53 του ν. 4770/2021, με την οποία τροποποιήθηκε η ανωτέρω διάταξη (βλ.τρίτο εδάφιο της περ.β` του ως ανω άρθρου 45 παρ.1 του ν.δ. 187/1973) προβλέπει πλέον την επιβολή πρόστιμου για παραβάσεις, όπως η ένδικη, κυμαινόμενου από 300 ευρώ έως 1.000 ευρώ ανά ημέρα, δηλαδή το μέγιστο ποσό που μπορεί να επιβληθεί είναι 1.000 ευρώ, ανεξαρτήτως του αριθμού των ναυτικών που διαπιστώθηκε ότι απασχολήθηκαν πέραν του προβλεπόμενου μέγιστου χρόνου, δηλαδή θεσπίζει χαμηλότερο όριο προστίμου και, συνεπώς, είναι ευμενέστερη σε σχέση με την ως άνω προγενέστερη διάταξη που εφαρμόστηκε εν προκειμένω, ως ισχύσασα κατά τον χρόνο έκδοσης των ένδικων πράξεων επιβολής προστίμου, δ. η τελευταία αυτή διάταξη υπαγορεύθηκε από την επί το επιεικέστερον μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη (βλ. την αιτιολογική έκθεση του νόμου) και καταδεικνύει νέα αξιολόγηση εκ μέρους του της βαρύτητας των προβλεπόμενων παραβάσεων και των αντίστοιχων κυρώσεων και ε. δεν περιλήφθηκε στον ν. 4770/2021 ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς υποθέσεις ούτε υφίσταται κάποια διάταξη που να αποκλείει ρητά την αναδρομική εφαρμογή της, κρίνει ότι η νεότερη διάταξη του άρθρου 53 του ν.4770/2021, άγουσα καταρχάς στην επιβολή ελαφρύτερης κύρωσης, και άρα ευνοϊκότερη εν προκειμένω, έχει αναδρομική ισχύ, και όπως βασίμως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση, η οποία ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο δημοσίευσης (29.01.2021) του ανωτέρω νόμου. Προκειμένου δε η αρμόδια λιμενική αρχή να ασκήσει τη διαγραφόμενη στις ανωτέρω διατάξεις εξουσία επιμέτρησης του προστίμου εντός των κατά τα ανωτέρω θεσπιζόμενων ορίων, εξουσία που δεν μπορεί να ασκήσει το πρώτον το Δικαστήριο, καθόσον τέτοια περίπτωση θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της Διοίκησης στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, αφού θα στερούσε από τη Διοίκηση την ευχέρεια επιμέτρησής της μέσα στα όρια που θεσπίζει η παραπάνω διάταξη, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες σιωπηρές απορρίψεις και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.3 περ.γ΄ του Κ.Δ.Δ., για σύννομη άσκηση της διακριτικής της εξουσίας.