Αριθμός 9/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Π. Μ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. χήρας Δ. Κ., 2) Γ. Κ. του Δ., κατοίκων … …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Τζοάνο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου Κ. Π. του Δ., κατοίκου … …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Δήμα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-7-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 227/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και … του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-12-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η έκδοση της … αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, που δίκασε ως Εφετείο, υπήρξε αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδρομής: Ενώπιον του Ειρηνοδικείου … ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε την από 24.7.2003 αγωγή προστασίας νομής με την οποία εξέθετε ότι νέμεται και κατέχει ακίνητο εκτάσεως 917 τ.μ., που βρίσκεται στους … …, το οποίο περιήλθε σε αυτόν με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τα …, … και … αγοραπωλητήρια συμβόλαια. Επικαλούμενος δε ο αναιρεσίβλητος ότι οι εναγόμενοι ήδη αναιρεσείοντες, συνιδιοκτήτες όμορου ακινήτου στις 1.8.2002 και 2.8.2002 προέβησαν σε κατάληψη τμήματος του μείζονος ακινήτου, εκτάσεως 69,27 τ.μ. αποβάλλοντάς τον με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα νομής του επί αυτού, αιτήθηκε να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου εδαφικού τμήματος και να απαγορευθεί στους ίδιους η διατάραξη της νομής του στο μέλλον με την απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 227/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου …, με την οποία αυτή έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή αναγνωρίζοντας τον αναιρεσίβλητο νομέα του επίδικου εδαφικού τμήματος. Κατά της αποφάσεως του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε έφεση από τους αναιρεσείοντες, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, το οποίο, δικάζοντας ως Εφετείο, εξέδωσε την προσβαλλόμενη … απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά την έφεση και την απέρριψε κατ’ ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής, στρέφεται η υπό κρίση από 2.12.2021 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553,556,558,564,566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.). Κατά το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., το οποίο κατά τη διάταξη του άρθρου ένατου του 1 του ν. 4335/2015 έχει εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του από το άρθρο τρίτο του ως άνω νόμου, εφόσον η κατάθεση της ένδικης έφεσης έγινε στις 18.4.2006, ήτοι πριν από την έναρξη εφαρμογής, την 01.01.2016, της ήδη ισχύουσας ρύθμισης του ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν, μεταξύ άλλων, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Κατά δε το άρθρο 269 του ως άνω Κώδικα, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση της παραγράφου 2 αυτού με το άρθρο 27 του ν. 3994/2011 και έχει στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή κατά τις μεταβατικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 72 παρ. 2 και 4 του ίδιου νόμου (3994/2011),εφόσον τόσο η αγωγή, όσο και η έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ασκήθηκαν πριν από την 25.7.2011, έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 (ΑΠ 468/2022, ΑΠ 127/2016, ΑΠ 248/2014), ήτοι η μεν αγωγή κατατέθηκε στις 1.8.2003 (χωρίς να προκύπτει ο χρόνος επίδοσής της, η δε έφεση στις 18.4.2006 με αριθμό κατάθεσης 38, “1. Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ή που μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης. 2. Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως τη συζήτηση, με τις προτάσεις ή και προφορικά α) αν… β) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα…”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι: α) όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων πρέπει να προτείνονται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, και συνεπώς ο εναγόμενος ως εκκαλών δεν μπορεί να προτείνει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως ή δεν είχε προτείνει με πληρότητα. β) στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος (ΑΠ 468/2022,ΑΠ 664/2021, ΑΠ 447/2020, ΑΠ 1245/2019, Α.Π.105/2017), μεταξύ των οποίων και εκείνη που προβλέπεται από την παράγραφο 2 περ. β’ του άρθρου 269 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, κατ’ εξαίρεση, η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται και όταν αυτοί προέκυψαν μεταγενέστερα. Αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αναιρέσεως να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο εφέσεως ή αναλόγως κατά το άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο, εκτός αν υπάγεται στις ως άνω εξαιρέσεις ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά κατά το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ., προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετηριο (ΑΠ 447/2020, ΑΠ 493/2020, Α.Π. 201/2017). Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής πραγματικού ισχυρισμού, το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας. (ΑΠ 1348/2022, ΑΠ 84/2020). Το απαράδεκτο της υποβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών ελέγχεται αναιρετικά από τους αριθμούς 8 εδ. α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 2/2005, ΑΠ 84/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ., πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως (ΑΠ 2067/2022, ΑΠ 1001/2022). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, είτε είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως, είτε είναι οψιγενείς, είτε, ενώ δεν είναι οψιγενείς και δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, συντρέχει όμως ως προς αυτές λόγος που συγχωρεί τη βραδεία προβολή τους από τους αναφερόμενους στο άρθρο 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης να προταθούν μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των πρόσθετων “λόγων εφέσεως (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο), διαφορετικά αν προταθούν με τις προτάσεις είναι απαράδεκτοι. (ΑΠ 2067/2022, ΑΠ 1001/2022, ΑΠ 1272/2021, ΑΠ 88/2011, ΑΠ 1372/2010). Άλλως έχουν τα πράγματα προκειμένου περί ενστάσεων που προτείνονται για πρώτη φορά στο Εφετείο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο όχι προς εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά προς απόρριψη της αγωγής μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης βάσει άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το Εφετείο, οπότε μπορούν να προταθούν με τις προτάσεις (ΑΠ 1272/2021, ΑΠ 1440/2010, ΑΠ 1372/2010). Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις ο εναγόμενος ως εκκαλών μπορεί να προτείνει παραδεκτώς με την έφεση ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων εφέσεως, οσάκις οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται παραδεκτά μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη, οψιγενή ισχυρισμό (ένσταση) όπως είναι και η ένσταση του εναγομένου περί παραγραφής της αξιώσεως του ενάγοντος, εφόσον τα περιστατικά που την θεμελιώνουν έλαβαν χώρα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1001/2022, ΑΠ 1483/2018). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 984 ΑΚ η νομή προσβάλλεται είτε με αποβολή είτε με διατάραξη του νομέα, εφόσον γίνεται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Παράνομη είναι η προσβολή όταν ο νομέας δεν την επιτρέπει. Προσβολή της νομής αποτελεί κάθε θετική πράξη ή παράλειψη του προσβολέα που επάγει είτε αποβολή του νομέα από τη νομή είτε διατάραξη του νομέα από την άσκηση της νομής του. Η σχετική αγωγή του νομέα, που αποβλήθηκε από τη νομή στρέφεται, κατ’ άρθρο 989 ΑΚ, κατά του προσβολέα με αίτημα την απόδοση της νομής. (ΑΠ 119/2022, ΑΠ 95/2019). Η προκειμένη αξίωση υπόκειται στην ετήσια παραγραφή του άρθρου 992 ΑΚ, που αρχίζει από την προσβολή, επί της βραχυπρόσθεσμης δε αυτής παραγραφής εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 260 – 270 ΑΚ. (ΑΠ 95/2019, ΑΠ 771/2017). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 277 ΑΚ η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της με ένσταση από τον οφειλέτη, ο οποίος, κατ’ άρθρο 272 ΑΚ, λόγω της συμπλήρωσής της, μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΠ 1603/2022, ΑΠ 876/2022, ΑΠ 824/2022, ΑΠ 656/2022, ΑΠ 361/2019, ΑΠ 148/2017). Ο θεσμός της “εν επιδικία” παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν μέχρι σήμερα με την “έγερση” της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. Όριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής: “την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διακοπτόταν με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι, επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειται μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με τον σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει, εκ νέου, η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων. Τούτο δε γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (άρθρο 247 ΑΚ επ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο. ΓΓ αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ’ άρθρο 255 ΑΚ, το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υποχρέου. Η παραπάνω διάταξη, όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 που ενδιαφέρουν την ένδικη διαφορά “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από τον σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιονδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 293 ΚΠολΔ), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (άρθρα 294-297 ΚΠολΔ), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από τον συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει “ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Προβλέποντας ο ν. 4139/2013 ότι το άρθρο 261 ΑΚ, εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει την άσκηση εφέσεως από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, να επικαλεσθεί ως λόγο εφέσεως την “εσφαλμένη” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς αποδοχή της ενστάσεως παραγραφής, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι προϋποθέσεις του νέου άρθρου 261 ΑΚ (ΑΠ 148/2017, ΑΠ 277/2017) και υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι δεν έχει παραγραφεί εν επιδικία η ένδικη αξίωση κατά τη δημοσίευση του ν. 4139/2013, ήτοι στις 20.3.2013 (ΟλΑΠ 7/2022, ΑΠ 361/2019).
Τέλος, κατά τις διατάξεις του αριθμού 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημο με το άρθρο 8 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όμως και όταν είναι απαράδεκτος μη νόμιμος ή αλυσιτελής και επομένως δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 733/2020), όπως επίσης και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 122/2019) γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 841/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης … απόφασης το Πολυμελές Πρωτοδικείο … που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν μετ’ επικλήσεως ενώπιον του τα εξής: “… ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είναι κύριος, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου εκτάσεως 917 τ.μ., που βρίσκεται στους … …… Το ακίνητο αυτό απέκτησε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος διαδοχικά ως δύο αυτοτελή όμορα ακίνητα εμβαδού 600 τ.μ. και 200 τ.μ. περίπου αντιστοίχως, δυνάμει του με αριθμό … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Λ. Π. το πρώτο και δυνάμει των με αριθμούς … συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Λ. Π. και … συμβολαίου πώλησης ιδανικού μεριδίου της συμβολαιογράφου … Μ. Σ. το δεύτερο νομίμως μεταγεγραμμένων… Έκτοτε δε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος το κατέχει και το νέμεται, ασκώντας διανοία κυρίου όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσδιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, ήτοι έχει ανεγείρει εντός αυτού από το έτος 1980 διώροφη οικία, έχει φυτέψει ένα πεύκο, χρησιμοποιούσε μέρος αυτού ως αποθηκευτικό χώρο όπου τοποθετούσε πήλινα κιούπια αποθήκευσης λαδιού, ποσότητα πυρηνόξυλου θέρμανσης και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα καθώς επίσης στάθμευε εντός αυτού και … αυτοκίνητο που διαθέτει. Το ανωτέρω ακίνητο του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου…συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Γ. Σ. και συγκεκριμένα αδιαφιλονίκητο όριο των δύο ως άνω ιδιοκτησιών αποτελούσε ανέκαθεν ο τοίχος του παλαιού ελαιοτριβείου ιδιοκτησίας Γ. Σ.. Προς σταθερή οριοθέτηση των δύο ανωτέρω ομόρων ιδιοκτησιών ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είχε φυτέψει από το έτος 1975 ένα πεύκο παραπλεύρως του τοίχου του ελαιοτριβείου και στην άκρη της ιδιοκτησίας του και είχε κατασκευάσει κατά τον ίδιο χρόνο τσιμεντένια κολώνα, τα οποία σταθερά ορόσημα υπάρχουν μέχρι σήμερα και εμφαίνονται σαφώς στις φωτογραφίες που προσκομίζονται. Οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες είναι συνιδιοκτήτες όμορου ακινήτου που βρίσκεται βορειοανατολικά της ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου και παρακειμένως της ιδιοκτησίας Λ. από δε το έτος 1990 είχαν κατασκευάσει μανδρότοιχο μήκους 3,5 μ. και ύψους 2 μ. πλάγια σε σχέση με την ιδιοκτησία του εφεσιβλήτου και κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτός (μανδρότοιχος) ένωνε το νοτιοανατολικό άκρο της ιδιοκτησίας Λ. με το βορειοδυτικό άκρο του ελαιοτριβείου ιδιοκτησίας Σ.. Την 1.8.2002 ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος κλήθηκε στο Α.Τ. … κατόπιν της με αριθμό … παραγγελίας της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, που εκδόθηκε κατόπιν σχετικής αίτησης της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και ενημερώθηκε από την τελευταία ότι θα έπρεπε να απομακρύνει τα αντικείμενα που είχε εναποθέσει παραπλεύρως του τοίχου του ελαιοτριβείου Σ., επειδή σκόπευε να γκρεμίσει αυτόν. Την επόμενη ημέρα, ήτοι την 2-8- 2002 εργάτες ενεργώντας κατόπιν εντολής των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων γκρέμισαν τον ανωτέρω υφιστάμενο από το έτος 1990 μικρό μανδρότοιχο και κατασκεύασαν νέο μανδρότοιχο εντός του ακινήτου που νέμονταν και κατείχε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος καταλαμβάνοντας έτσι εδαφική έκταση σχήματος τραπεζίου και διαστάσεων μήκους 26,72 μ. Χ 2,60 μ. πλάτος Χ 24,53 μ. μήκος Χ 3,45 μ. πλάτος συνολικής επιφανείας 69,27 τ. μ., με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν πλέον ο ενάγων… να ασκεί φυσική εξουσία επ’ αυτής, αποβαλλομένου έτσι παρανόμως της νομής του από την έκταση αυτή. Εν συνεχεία ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου … την από 18-8-2002…. (Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 597/2002 οριστική απόφαση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με την οποία έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη η άνω αίτηση και διατάχθηκαν οι καθών η αίτηση και ήδη εκκαλούντες να αποδώσουν προσωρινά στον αιτούντα νυν εφεσίβλητο τη νομή του επιδίκου τμήματος και να προβούν στην κατεδάφιση του μανδρότοιχου. Κατά της ανωτέρω με αριθμό 597/2002 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων οι καθών η αίτηση νυν εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 142/2003 οριστική απόφαση που απέρριψε αυτήν. Οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων σύμφωνα με τους οποίους δεν απέβαλαν τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο αϊτό τμήμα της ιδιοκτησίας του κατά το κτίσιμο του νέου μανδρότοιχου, επειδή η επίδικη εδαφική έκταση δεν αποτελεί τμήμα αυτής, καθόσον τα δύο αρχικά ακίνητα του εφεσιβλήτου που σήμερα αποτελούν ενιαίο ακίνητο φέρουν κατά τους τίτλους κτήσης τους έκταση 600 τ.μ. και 200 τ.μ. περίπου, κατά δε νεώτερη καταμέτρηση 763,21 τ.μ. και 154 τ.μ. αντιστοίχως και συνολικώς 917, τ.μ., ενώ κατά το συνταχθέν από Αυγούστου 1980 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Β. Μ. η έκταση του ενιαίου ακινήτου προσδιορίζεται σε 871 τ.μ., έτσι ώστε να προκύπτει από τα ως άνω έγγραφα διαφορά 47 τ.μ. (917,77 τ.μ. και 871 τ.μ.) που προσεγγίζει την επίδικη εδαφική έκταση είναι νομικά αβάσιμοι και απορριπτέοι, αφού αντικείμενο της επίδικης διαφοράς και καταγόμενο προς διάγνωση αποτελεί το δικαίωμα νομής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου επί της επίδικης έκτασης και όχι το δικαίωμα κυριότητας. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ποτέ πριν αϊτό την αποβολή πράξεις νομής στην επίδικη έκταση…”. Με βάση τα παραπάνω το Πολυμελές Πρωτοδικείο …, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων. Ήδη με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του αριθμού 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, και όχι του επικαλούμενου άρθρου 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθόσον πρόκειται περί αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο, αιτιώμενοι ότι με τις από 11.9.2020 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, που δίκασε ως Εφετείο, προέβαλαν ένσταση παραγραφής εν επιδικία της επίδικης απαίτησης του αναιρεσίβλητου, την οποία το ως άνω δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αναιρεσείοντες, κατά της 227/2005 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου …, που δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσίβλητου, αναγνωρίζοντάς τον νομέα έκτασης συνολικής επιφανείας 69,27 τ.μ., με τις παραδοχές ότι αυτοί στις 2.8.2002, τον απέβαλαν παράνομα από την νομή του, οι ίδιοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … την από 17.4.2006 και με αριθμό καταθέσεως 38/18.4.2006 έφεσή τους, που προσδιορίστηκε με τη δική τους επιμέλεια συνταχθείσας της με αριθμό 5/ΤΠ5/6.5.2019 έκθεσης κατάθεσης δικογράφου του ως άνω Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 23.20.2019, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 9.9.2020,κατά την οποία και συζητήθηκε και εκδόθηκε επί αυτής η προσβαλλόμενη … απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με βάση τα παραπάνω, κατά τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, μεταξύ των δύο τελευταίων διαδικαστικών πράξεων των ιδίων ήτοι της κατάθεσης της ως άνω εφέσεως, στις 18.4.2005, μέχρι τον προσδιορισμό της στις 6.5.2019, η αξίωση του αναιρεσίβλητου για την προστασία της νομής του είχε υποπέσει ήδη σε παραγραφή εν επιδικία, καθόσον παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των δεκατριών (13) ετών, χωρίς να μεσολαβήσει άλλη διακοπτική της ενιαύσιας παραγραφής της νομής διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων, τον αυτοτελή δε και οψιγενή αυτόν ισχυρισμό περί παραγραφής εν επιδικία της επίδικης αξιώσεως του αναιρεσίβλητου, ο οποίος επήλθε μετά την έκδοση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και μετά την κατάθεση της εφέσεώς τους πρότειναν οι αναιρεσείοντες, με τις προτάσεις τους ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να αποφανθεί επί της εν λόγω ενστάσεως, αν και όφειλε να την εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων πράγματι οι αναιρεσείοντες, με τις από 11.9.2020 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, επικαλούμενοι τα παραπάνω περιστατικά πρότειναν την ένσταση παραγραφής εν επιδικία της αξιώσεως του αναιρεσίβλητου, επί της οποίας δεν αποφάνθηκε το ως άνω δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Η ένσταση όμως αυτή των αναιρεσειόντων περί παραγραφής εν επιδικία της αξιώσεως του αναιρεσίβλητου, προβαλλόμενη προς εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με τις ενώπιον αυτού έγγραφες προτάσεις των ιδίων ήταν απαράδεκτη, εφόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία ως άνω νομική σκέψη, στην προκειμένη περίπτωση που η υπόθεση εκδικάσθηκε κατά την τακτική διαδικασία, οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, όπως είναι ο συγκεκριμένος, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο και όχι με τις προτάσεις.
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στη σχετική μείζονα σκέψη, δεν ιδρύεται και είναι απαράδεκτος ο επικαλούμενος μοναδικός αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, καθόσον ο προβαλλόμενος με τις προτάσεις των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων αυτοτελής ισχυρισμός τους (ένσταση) περί παραγραφής εν επιδικία της αγωγικής αξιώσεως του εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου, ο οποίος δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, δεν προτάθηκε παραδεκτά ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … που δίκασε ως Εφετείο, οπότε τον απαράδεκτο αυτό ισχυρισμό δεν επιτρεπόταν ούτε όφειλε να λάβει υπόψη (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 1010/2021), το δικαστήριο, το οποίο ως εκ τούτου τον απέρριψε έστω και σιωπηρώς (ΑΠ 1010/2021, ΑΠ 1245/2019, ΑΠ 442/2019, ΑΠ 2108/2017), και “εκ των πραγμάτων”, αφού δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, διαλαμβάνοντας στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων που αποτελούν λόγους έφεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την απόφαση αυτού που είχε κρίνει ομοίως.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η από … αίτηση αναίρεσης των Μ. Κ. και Γ. Κ. κατά της … αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, που δίκασε ως Εφετείο και να καταδικαστούν ο αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 02.12.2021 αίτηση των Μ. Κ. και Γ. Κ. για αναίρεση της … αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, που δίκασε ως Εφετείο.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ