Αριθμός 27/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Φώτιο Μουζάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Μαΐου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Ψ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χατζηιωάννου και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Ψ. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Τασινόπουλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/2/2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: … οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και … του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23/12/2021 αίτησή του και τους από 7/9/2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 23-12-2021 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. … τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ουσίαν η έφεση του εκκαλούντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, κατά της … οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (η οποία, για τον λόγο αυτό, συμπροσβάλλεται με την ως ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση), με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η από 28-2-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και, ειδικότερα (έγινε δεκτό), ότι ο εναγόμενος συμπεριφέρθηκε καταχρηστικά έναντι του ενάγοντος και, επομένως, αναγνωρίστηκε : α) ότι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα από το έτος 2010 και εντεύθεν μειώθηκε σημαντικά η αντικειμενική και η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου, ότι το μέρος (101.200 ευρώ), από το συνολικό τίμημα (των 120.000 ευρώ) που είχε συμφωνηθεί, το οποίο (μέρος του τιμήματος) πράγματι κατέβαλε ο ενάγων για την αγορά του εξ’ αδιαιρέτου ποσοστού του εναγομένου αντιστοιχεί στην πραγματική του αξία (μετά την επελθούσα μείωση των αξιών αυτών), καθώς και ότι δεν πληρώθηκε η προβλεφθείσα διαλυτική αίρεση στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και β) ότι ο ενάγων είναι κύριος του επιδίκου εξ’ αδιαιρέτου ποσοστού στο εκεί αναφερόμενο ακίνητο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 §1, 566 §1 KΠολΔ), ενώ κατά την άσκησή της καταβλήθηκε και το προσήκον παράβολο του Δημοσίου (άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 §1 ΚΠολΔ). Παραδεκτό εξάλλου είναι και το από 7-9-2022 δικόγραφο προσθέτου λόγου αυτής, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 22-9-2022, όπως προκύπτει από την … πράξη κατάθεσης προσθέτων λόγων του αρμόδιου γραμματέα του Αρείου Πάγου, που υπάρχει κάτω από το δικόγραφο αυτό και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας, με έδρα το Πρωτοδικείο Λαμίας Ν., Κ.), κατ’ άρθρον 569 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα της αίτησης αναίρεσης και του προσθέτου λόγου αυτής να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 573 παρ.1, 569 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι το Εφετείο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “…Ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος και ο εδώ μη διάδικος Χ. Ψ., είναι αδέλφια. Στις 25-11-2007 απεβίωσε αδιάθετη η μητέρα τους, κυρία εν ζωή ενός οικοπέδου εμβαδού 1.276,90 τμ μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας εμβαδού 137,80 τμ (ή κατ’ άλλη καταμέτρηση 121,33 τμ) και λοιπών βοηθητικών χώρων εμβαδού 93,50 τμ (ή ομοίως κατ’ άλλη καταμέτρηση 109,77 τμ) που βρίσκεται στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Κληρονομήθηκε δε από τα ως άνω τέκνα της, ως τους μόνους συγγενείς της από την Α’ τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής (άρθρο 1813 ΑΚ). Ο εκκαλών αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιαία περιουσία δυνάμει της υπ’αριθμ. … πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αταλάντης Χ. Σ., που μεταγράφτηκε νόμιμα. Ήτοι αποδέχθηκε και το ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του παραπάνω ακινήτου, που κληρονόμησε. Ο εφεσίβλητος και ο μη διάδικος Χ. Ψ. ομοίως αποδέχθηκαν την κληρονομηθείσα περιουσία δυνάμει της υπ’αριθμ. … πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας Συμβολαιογράφου, που επίσης μεταγράφτηκε νόμιμα. Ήτοι ο καθένας από αυτούς αποδέχτηκε και το ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ακινήτου που κληρονόμησαν. Ο Χ. Ψ., δυνάμει του υπ’αριθμ. … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου που μεταγράφτηκε νόμιμα, πώλησε και παρέδωσε στον εφεσίβλητο το ιδανικό του μερίδιο (1/3 εξ αδιαιρέτου) επί του παραπάνω οικοπέδου. Ως τίμημα αναγράφτηκε στο συμβόλαιο το ποσό των 118.776 €, ταυτιζόμενο με την αντικειμενική του αξία. Το τίμημα όμως δεν καταβλήθηκε ποτέ, καθόσον οι συμβληθέντες είχαν συμφωνήσει άτυπα ότι η αγοραπωλησία αυτή υπέκρυπτε σύμβαση δωρεάς εν ζωή. Με τον τρόπο αυτό ο εφεσίβλητος κατέστη κύριος σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου επί αυτού του αστικού ακινήτου. Ελάχιστες ημέρες πριν τις 28-1-2009 (που συντάχθηκε το ως άνω συμβόλαιο), ο εφεσίβλητος, είχε προσεγγίσει τον εκκαλούντα με σκοπό να αποκτήσει και το δικό του ιδανικό μερίδιο (επί του ακινήτου), πλην όμως αυτός αρνήθηκε. Ήγειρε δε, ο εκκαλών, κατά του εφεσίβλητου (και κατά του εδώ μη διάδικου Χ. Ψ.), την υπ’ αριθμ. … αγωγή διανομής (του ακινήτου που προαναφέρθηκε) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 15-1-2010. Επισημαίνεται ότι οι σχέσεις των διαδίκων ήταν διαταραγμένες και οι οποίες δεν φέρεται ποτέ να εξομαλύνθηκαν. Όμως, δύο (2) ημέρες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, ο εκκαλών, δυνάμει του υπ’αριθμ. … πωλητηρίου συμβολαίου της ιδίας ως άνω) Συμβολαιογράφου, που μεταγράφτηκε νόμιμα, πώλησε και παρέδωσε στον εφεσίβλητο το ποσοστό της συνιδιοκτησίας του στο παραπάνω ακίνητο. Η αντικειμενική αξία του ποσοστού αυτού προσδιορίστηκε στις 118.776 € και το τίμημα της αγοραπωλησίας ορίστηκε στις 120.000 €. Συμφωνήθηκε δε (χωρίς παρακράτηση της κυριότητας) ότι το τίμημα θα καταβληθεί τμηματικά μετά την σύνταξη του πωλητηρίου συμβολαίου. Ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι ποσό 40.000 € θα καταβληθεί εφάπαξ εντός πέντε (5) ημερών από της συντάξεως του συμβολαίου (που πράγματι καταβλήθηκαν), ενώ οι λοιπές 80.000 € θα καταβληθούν (άτοκα) σε 24 μηνιαίες δόσεις (οι 23 δόσεις ποσού 3.400 € η κάθε μία και η 24η δόση ποσού 1.800 €), αρχής γενομένης από τις 15-2-2010, με καταβολή της τελευταίας δόσης στις 15-2-2012. Ορίστηκε επίσης και διαλυτική αίρεση στο συμβόλαιο αυτό. Ήτοι συμφωνήθηκε (εκτός των άλλων) ότι σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος καθυστερήσει στην καταβολή (έστω και) μίας επιμέρους δόσεως πέραν των 25 ημερών (από την δήλη ημέρα καταβολής), τότε παύει η ισχύς του συμβολαίου αυτού. Ότι στην περίπτωση αυτή η κυριότητα και η νομή (και η κατοχή) του μεταβιβασθέντος ποσοστού επανέρχεται αυτοδικαίως στον εκκαλούντα, ο οποίος δικαιούται και να παρακρατήσει το μέχρι τότε καταβληθέν τίμημα ως ποινική ρήτρα. Ειδικότερο περιεχόμενο της ποινικής αυτής ρήτρας, ρητά συμφωνήθηκε ότι, είναι η παρακράτηση των χρημάτων ως αποζημίωση του εκκαλούντα από την μέχρι τότε χρήση του ιδανικού του μεριδίου στο ακίνητο, από μέρους του εφεσίβλητου. Στα πλαίσια της τμηματικής καταβολής του ποσού των 80.000 €, ο εφεσίβλητος κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εκκαλούντα τα παρακάτω ποσά. Ήτοι, στις 17-2-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 11-3-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 31-3-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 17-5-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 21-6-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 6-7-2010 κατέβαλε 3.400 € (τον μήνα Αύγουστο 2010 δεν κατέβαλε χρήματα), στις 2-9-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 29-9-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 1-11-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 6-12-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 29-12-2010 κατέβαλε 3.400 €, στις 31- 1-2011 κατέβαλε 3.400 €, στις 1-3-2011 κατέβαλε 3.400 € , στις 29-3-2011 κατέβαλε 3.400 €, στις 2-5-2011 κατέβαλε 3.400 €, στις 1-6-2011 κατέβαλε 1.400 €, στις 5-7-2011 κατέβαλε 1.400 € , στις 5-8-2011 κατέβαλε 1.400 €, στις 2-9-2011 κατέβαλε 2.000 € , στις 5-10-2011 κατέβαλε 1.500 €, στις 31-10-2011 κατέβαλε 1.500 € και στις 6-12-2011 κατέβαλε 1.000 €. Συνολικά λοιπόν ο εφεσίβλητος, έναντι του τιμήματος των 120.000 € , κατέβαλε 101.200 €, απολειπόμενων 18.800 € προς ολοσχερή του εξόφληση. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε στον εφεσίβλητο για τις, κατά παρέκκλιση των συμφωνηθέντων, μειωμένες τμηματικές καταβολές, ούτε για την μη καταβολή της δόσης του Αυγούστου 2010, καίτοι δεν φέρεται να ειδοποιήθηκε για αυτές τις ασυνέπειες. Όπως προαναφέρθηκε, το συμβόλαιο αγοράς του επίδικου ιδανικού μεριδίου συντάχθηκε στις 13-1-2010. Μετά την παρέλευση ελάχιστων μηνών ψηφίστηκε ο Ν. 3845/6-5- 2010 “Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της Ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και το διεθνές νομισματικό ταμείο”. Επακολούθησε γενική οικονομική κρίση στην Ελληνική Επικράτεια, μείωση των κάθε φύσεως εισοδημάτων, αύξηση των δημοσιονομικών επιβαρύνσεων, καθώς και μείωση των αγοραίων και αντικειμενικών αξιών όλων των ακινήτων. Γεγονός αναμφισβήτητο (και γνωστό τοις πάσι) είναι ότι όλοι οι διαβιούντες στην Ελληνική Επικράτεια βίωσαν (και συνεχίζουν να βιώνουν) την κρίση αυτή, με όλες τις ως άνω συνέπειες. Κρίνεται λοιπόν ως απολύτως βέβαιο ότι και ο εκκαλών, που διαβιώνει στην ημεδαπή, έλαβε γνώση της δυσμενούς αυτής εξέλιξης. Στα πλαίσια αυτά το έτος 2010 μειώθηκαν οι αγοραίες αξίες των ακινήτων σε ποσοστό 5,9%. Το έτος 2011 μειώθηκαν σε επιπλέον ποσοστό 5,2%. Το έτος 2012 μειώθηκαν σε έτι επιπλέον ποσοστό 11,6% (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ του έτους 2012, την οποία ούτε αμφισβήτησε, ούτε αντέκρουσε ο εκκαλών). Ήτοι οι αγοραίες αξίες από το έτος 2010 έως και το έτος 2012 μειώθηκαν σε συνολικό ποσοστό 22,7%, ενώ επακολούθησε και νομοθετική μείωση των αντίστοιχων αντικειμενικών αξιών. Μετά δε το έτος 2012 μειώθηκαν ακόμα περισσότερο οι αγοραίες αξίες ακινήτων στην Επικράτεια. Στα πλαίσια αυτά επήλθε πτωτική μεταβολή της αξίας του επιδίκου ακινήτου η οποία κατέστησε πλέον αδικαιολόγητη την οικονομική επιβάρυνση του εφεσίβλητου αναφορικά με την αξίωση καταβολής του συνολικού τιμήματος των 120.000 €. Η μεταβολή δε αυτή οφείλεται σε έκτακτο και απρόβλεπτο λόγο και αφορά το σύνολο της Επικράτειας, όπως προαναφέρθηκε, καθώς και το σύνολο των συναλλασσόμενων. Μετέβαλε και εναρμόνισε με την πραγματικότητα την έννοια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών του άρθρου 288 ΑΚ με τρόπο ώστε να είναι ιδιαίτερα ανεπιεικής η προσκόλληση σε παλαιότερες συμβατικές αξιώσεις, χωρίς ρητή συμβατική πρόβλεψη για απρόβλεπτες εξελίξεις, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα. Ο εφεσίβλητος στις 6-12-2011, προαναφέρθηκε ότι, κατέβαλε για τελευταία φορά (μειωμένη) δόση αποπληρωμής του τιμήματος. Έκτοτε δεν κατέβαλε άλλη δόση στα πλαίσια έκτακτης οικονομικής του δυσχέρειας και όχι δυστροπίας του στην καταβολή του τιμήματος (όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών). Επίσης ποτέ δεν ενημέρωσε τον εκκαλούντα αναφορικά με τυχόν μελλοντικές του προθέσεις. Η οικονομική δυσχέρεια του εφεσίβλητου εστιάζεται στο εξής γεγονός. Αυτός, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 έως και το 2011 ήταν ο Πρόεδρος του ΔΣ και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, που εδρεύει στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας και εκμεταλλεύεται επιχείρηση κάμπινγκ. Μέτοχοι της εταιρείας αυτής είναι ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος και ο αδελφός τους Χ. σε ποσοστό 1/3 ο καθένας, στο μετοχικό της κεφάλαιο. Κατά την θερινή περίοδο του έτους 2007 ο EOT ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης και η οποία (άδεια) επαναχορηγήθηκε το έτος 2012. Κατά το χρονικό διάστημα που δεν λειτουργούσε η επιχείρηση, ο εφεσίβλητος εξόφλησε με δικά του χρήματα τις υποχρεώσεις της προς τρίτους, ενώ δεν αποδείχτηκε αν ο ίδιος, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, είχε εισοδήματα από άλλες πηγές. Προχώρησε στην εξόφληση αυτή όχι χάριν δωρεάς προς την ΑΕ, αλλά με σκοπό την διάσωσή της κατά τον χρόνο που αυτή δεν λειτουργούσε, σκοπεύοντας μελλοντικά να αναζητήσει τα καταβληθέντα με κάθε νόμιμο τρόπο. Στα πλαίσια αυτά κατέβαλε σε τρίτους δανειστές το έτος 2008 συνολικά 45.954,12 €, το έτος 2009 συνολικά 34.535,46 €, το έτος 2010 συνολικά 13.727,58 € και το έτος 2011 συνολικά 15.433,08 € . Ήτοι, συνολικά, κατέβαλε 109.650,24 €. Δεδομένου ότι οι λοιποί μέτοχοι δεν συνέδραμαν στην κάλυψη αυτών των εξόδων, ο εφεσίβλητος ήγειρε κατά της ΑΕ την υπ’αριθμ. … αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, αιτούμενος την καταβολή του ποσού αυτού. Η αγωγή συζητήθηκε στις 1- 2-2016, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. … οριστική (και ήδη αμετάκλητη) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που αναγνώρισε ότι η ΑΕ οφείλει να καταβάλλει στον εφεσίβλητο 99.903 € (ήτοι για ποσό που κατά το από 10-11-2016 πρακτικό του ΔΣ, είχε λάβει χώρα αποδοχή της αγωγής), πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Δεν αποδείχθηκε όμως αν ο εφεσίβλητος εισέπραξε ποτέ είτε τα χρήματα αυτά είτε μέρος τους. Η οικονομική αυτή αφαίμαξη του εφεσίβλητου περιήλθε σε γνώση του εκκαλούντα. Ο εκκαλών, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε ο εφεσίβλητος σταμάτησε να καταβάλλει τις δόσεις αποπληρωμής του τιμήματος, ενεργοποίησε τον ως άνω όρο του πωλητηρίου συμβολαίου περί πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης. Στην ενέργειά του αυτή προέβη χωρίς προηγουμένως να οχλήσει είτε να προειδοποιήσει σχετικά τον εφεσίβλητο είτε να ζητήσει την (τυχόν) σύμφωνη ή μη γνώμη του. Η προηγούμενη όχληση ή ειδοποίηση επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, αλλά και από το ίδιο το ασκούμενο (συμβατικό) δικαίωμα. Ήτοι ο εφεσίβλητος, πριν ασκήσει το δικαίωμά του αυτό και γνωρίζοντας την οικονομική αφαίμαξη του εφεσίβλητου που προαναφέρθηκε, όφειλε να ενημερωθεί αν η παύση καταβολής των εξοφλητικών δόσεων οφείλεται σε αδυναμία ή δυστροπία του (του εφεσίβλητου), αλλά και αν αυτός ήταν έτοιμος να επωμιστεί τις συνέπειες της διαλυτικής αίρεσης, που συμβατικά ορίστηκε. Ήτοι, όφειλε ο εκκαλών να ενημερωθεί, αν εν τέλει ο εφεσίβλητος αποδεχόταν διπλής φύσεως ζημία του, με την απώλεια του ποσοστού του ακινήτου που αγόρασε και την απώλεια του τιμήματος που κατέβαλε. Στα πλαίσια αυτά, ο εκκαλών, με μονομερή του ενέργεια, προκάλεσε την σύνταξη της, μη μεταγραπτέας στα οικεία βιβλία μεταγραφών, υπ’αριθμ. … πράξης της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου (βλ. σχετ. για μη υποχρέωση μεταγραφής και σε Δηλώθηκε στην πράξη αυτή ότι ο εφεσίβλητος δεν κατέβαλε μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, ότι πληρώθηκε η συμβατικώς ορισθείσα αίρεση, ότι επανήλθε η κυριότητα του πωληθέντος και μεταβιβασθέντος ιδανικού μεριδίου στον εκκαλούντα, καθώς και ότι αυτός παρακράτησε τις ήδη καταβληθείσες 101.800 € ως ποινική ρήτρα και ως αποζημίωση χρήσης, για το χρονικό διάστημα από της συντάξεως του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου μέχρι και την σύνταξη της πράξης αυτής. Ούτε μετά την σύνταξη της πράξης αυτής ο εκκαλών ενημέρωσε σχετικά τον εφεσίβλητο. Επίσης ποτέ ο εκκαλών δεν ζήτησε από τον εφεσίβλητο να του παραδώσει (ή με άλλο τρόπο να αποδεσμεύσει) το ιδανικό του μερίδιο επί του ακινήτου. Και η παράλειψη αυτή του εφεσίβλητου, που δεν φέρεται να υπαγορεύτηκε από κάποιο νόμιμο λόγο ή άλλου είδους αιτία ή γεγονός, ελέγχεται ως καταχρηστική και αποκλίνουσα από την βάση της καλής πίστης. Σημειωτέον ότι ο εφεσίβλητος, είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το συνολικό ακίνητο ως χώρο κύριας διαμονής του τουλάχιστον από το έτος 2003, ενόσω βρισκόταν ακόμα εν ζωή η ιδιοκτήτρια μητέρα του ιδίου και των αδελφών του. Μετά τον θάνατο αυτής συνέχισε να το χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του, με διάνοια αποκλειστικού δικαιούχου, χωρίς εναντίωση από μέρους των λοιπών συγκληρονόμων και δη του εκκαλούντα. Το συντηρούσε με δικές του δαπάνες και κάλυπτε όλες τις φορολογικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την πλήρη κυριότητα έχοντας την διάνοια αποκλειστικού κυρίου. Εύλογα λοιπόν (όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης) ο εφεσίβλητος πίστεψε ότι ο εκκαλών (έχοντας υπόψιν του και την οικονομική δυσπραγία του εφεσίβλητου, που προαναφέρθηκε) είχε αποδεχθεί την πράγματι επελθούσα μείωση της αντικειμενικής και της εμπορικής αξίας του συνολικού ακινήτου, καθώς και ότι αναπροσάρμοσε τις απαιτήσεις του κατά τον λόγο της μείωσης αυτής. Ότι στα πλαίσια αυτά (πίστεψε ο εφεσίβλητος ότι ο εκκαλών) είχε αποδεχθεί ότι οι καταβληθείσες 101.800 € αντιστοιχούσαν στην τότε εμπορική αξία του ιδανικού του μεριδίου, μέχρι τον χρόνο της καταβολής τους (Δεκέμβριος 2011). Ότι κατόπιν τούτων, ο εκκαλών, δεν θα είχε άλλες οικονομικές απαιτήσεις εναντίον του, καθώς και ότι ακόμα και αν είχε τέτοιου είδους απαιτήσεις (πίστευε ότι), θα του τις γνωστοποιούσε πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον του. Πέραν τούτων όμως δεν αποδείχθηκε ύπαρξη λόγου δυνάμει του οποίου ο εφεσίβλητος θα διακινδύνευε αφενός μεν να χάσει τις 101.800 € που ήδη κατέβαλε, αφετέρου να χάσει την κύρια κατοικία του, ή ιδανικό μέρος αυτής. Μετά την παρέλευση περίπου τριών ετών από την σύνταξη της ανωτέρω πράξης (περί πλήρωσης της αιρέσεως), ήτοι στις 29-1-2015 ο εκκαλών και η σύζυγός του υπέβαλαν στο Ειρηνοδικείο Αταλάντης κοινή αίτηση για ρύθμιση των χρεών τους προς πιστωτικά ιδρύματα συνολικού ύψους 254.157,83 € δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 21-3-2018. Στις 31-3- 2017, ήτοι μετά την παρέλευση άλλων σχεδόν δύο ετών, ο εκκαλών (χωρίς προηγούμενη προφορική όχληση) επέδωσε στον εφεσίβλητο εξώδικη δήλωση με την οποία του γνωστοποίησε την ως άνω συνταχθείσα πράξη πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, την υποβολή της αίτησης για ρύθμιση χρεών του ιδίου και της συζύγου του, καθώς και την πρόθεσή του να ζητήσει την ρευστοποίηση του (επίδικου) ιδανικού του μεριδίου επί του κληρονομηθέντος ακινήτου. Συγχρόνως τον κάλεσε να του καταβάλλει και χρήματα ως αποζημίωση χρήσης του ιδανικού μεριδίου του ακινήτου για το χρονικό διάστημα που αρχίζει από την σύνταξη της πράξεως πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης και εντεύθεν. Ο εφεσίβλητος, αφού τότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκε την σύνταξη της πράξεως πλήρωσης της αίρεσης που προαναφέρθηκε, άσκησε την υπ’αριθμ. … κύρια παρέμβαση στην παραπάνω αίτηση του εκκαλούντα και της συζύγου του, δικάσιμος της οποίας ομοίως ορίστηκε η 21-3-2018. Η συζήτηση όμως της αιτήσεως και της κυρίας παρεμβάσεως αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 18-3-2020 κατά την οποία και ματαιώθηκε. Επαναφέρθηκε προς συζήτηση για την δικάσιμο της 4-11-2020 και αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 16-2-2022. Προκύπτει λοιπόν ότι από τις 6-5-2010 επήλθε, σε πανελλήνια βάση, απρόοπτη και απροσδόκητη μεταβολή των συνθηκών στην αγορά των ακινήτων. Η μεταβολή αυτή είχε ως συνέπεια την συρρίκνωση των αγοραίων αξιών τους. Εμφανίστηκε δε μεταγενέστερα της επίδικης αγοραπωλησίας και συμπαρέσυρε πτωτικά την αγοραία αξία του (επίδικου) ποσοστού επί του ακινήτου που προαναφέρθηκε. Ορθά λοιπόν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι κατά τον χρόνο της σύνταξης της πράξης πλήρωσης της αίρεσης η αγοραία και η αντικειμενική αξία του επίδικου ποσοστού είχε διαμορφωθεί πτωτικά στις 101.200 €. Ταυτίζεται δε με την αποτίμηση αυτή και το παρόν Δικαστήριο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας αναφορικά με τις εξουσίες που παρέχει στο Δικαστήριο το άρθρο 288 ΑΚ. Μειώθηκε λοιπόν πραγματικά η αγοραία αξία του ακινήτου καθώς και αυτή του επίδικου ιδανικού μεριδίου. Η μείωση μάλιστα πλέον ανήλθε σε τέτοιο ύψος που η αξίωση του εκκαλούντα για καταβολή του υπολειπόμενου ποσού του πιστωθέντος τιμήματος να είναι χωρίς πραγματικό έρεισμα αλλά και ιδιαίτερα επαχθής (και ανεπιεικής) για τον εφεσίβλητο. Στην δυσμενή αυτή εξέλιξη πρέπει να προστεθεί και η αντισυναλλακτική συμπεριφορά του εκκαλούντα που ενημέρωσε τον εφεσίβλητο, για την από μέρους του πράξη πλήρωσης της αίρεσης, σχεδόν πέντε έτη μετά την σύνταξή της και η οποία (συμπεριφορά) ελέγχεται ως καθόλα καταχρηστική. Στην καταχρηστικότητα αυτή θα προστεθεί και η γνώση του εκκαλούντα αναφορικά με την ως άνω ανείσπρακτη απαίτηση του εφεσίβλητου σε βάρος της ΑΕ (μέτοχος της οποίας προαναφέρθηκε ότι είναι και ο εκκαλών). Η εκκρεμότητα της απαίτησης αυτής καταφανώς άλλωστε μειώνει και την οικονομική ευρωστία του εφεσίβλητου, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα. Δεν πληρώθηκε λοιπόν ποτέ η επίδικη διαλυτική αίρεση, ούτε, κατά συνέπεια, ποτέ ο εφεσίβλητος απώλεσε την κυριότητά του επί του ιδανικού μεριδίου που αγόρασε από τον εκκαλούντα. Δεν έσφαλε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο που όμοια έκρινε, με διαφορετική όμως και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει προς εκ νέου διερεύνηση την ένσταση της αοριστίας της αγωγής, που και πρωτόδικα είχε υποβάλλει. Διατείνεται δε ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας με την αιτιολογία ότι δεν καθορίζεται εκεί η καταμαρτυρούμενη σε βάρος του υπαίτια και αντισυμβατική συμπεριφορά στις 5-6-2012 (ημέρα σύνταξης της πράξης πλήρωσης της αίρεσης) ούτε ο λόγος δυνάμει του οποίου αυτή είναι αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη. Από την επισκόπηση όμως του σώματος της αγωγής ευχερώς προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος ιστορεί στην αγωγή ότι στις 5-6-2012 οι αγοραίες αξίες όλων των ακινήτων ήταν σημαντικά μειωμένες σε σχέση με τις προηγούμενες χρονικές περιόδους, καθώς και ότι ο ίδιος ενημερώθηκε για την σύνταξη της επίδικης πράξης το έτος 2017. Ήτοι ο εφεσίβλητος καταλογίζει στον εκκαλούντα πρόθεση εκταμίευσης μεγαλύτερου τιμήματος από που αυτό πράγματι αντιστοιχεί στην επίδικη πώληση κατά τον χρόνο εκείνο και μάλιστα κρυφίως και απροειδοποίητα. Του καταλογίζει επίσης και ανεπίτρεπτη συμπεριφορά αναφορικά με την καθυστέρηση ενημέρωσής του για την σύνταξη της πράξης πλήρωσης της αίρεσης. Ορισμένη λοιπόν είναι η αγωγή, ως προς τα οικεία σκέλη, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις του εκκαλούντα. Σε άλλο χωρίο του πρώτου λόγου έφεσης ο εκκαλών, επικαλούμενος αοριστία του δικογράφου της αγωγής, διατείνεται ότι ο εφεσίβλητος δεν αναφέρει τον τρόπο που ο ίδιος (ήτοι ο εκκαλών) είχε πληροφορηθεί την μεταβολή των συνθηκών στην αγορά ακινήτων. Ομοίως στο σώμα της αγωγής ο εφεσίβλητος αναγράφει ότι, από της δημοσιεύσεως του ανωτέρω νόμου, η πτωτική πορεία των αξιών που επακολούθησε, περιήλθε σε γνώση όλων των διαμενόντων στην Ελληνική Επικράτεια. Πρόκειται λοιπόν για αντικειμενικό γεγονός και συνεπώς δεν απαιτείται ειδική ενημέρωση ή πληροφόρηση του καθενός πολίτη χωριστά και μάλιστα από συναλλασσόμενο. Διατείνεται τέλος ο εκκαλών ότι ο εφεσίβλητος δεν επικαλείται στην αγωγή του αν μετά την κατάθεση των 1.000 € στις 6-12-2011 τον ενημέρωσε και για μεταβολή των συνθηκών στην αγορά, αλλά και αναφορικά με την ατομική του οικονομική αδυναμία να καταβάλλει και τις λοιπές 18.800 €. Πράγματι τέτοιου είδους αναφορά δεν λαμβάνει χώρα στην αγωγή. Η επιμέρους όμως αυτή αιτίαση αλυσιτελώς προβάλλεται καθόσον η τυχόν αντίστοιχη αναφορά στο σώμα της αγωγής κρίνεται περιττή, διότι διερευνώμενο ζήτημα είναι η επικαλούμενη καταχρηστική συμπεριφορά του εκκαλούντα και όχι οι τυχόν εκούσιες ή ακούσιες παραλείψεις του εφεσίβλητου. Ορισμένη λοιπόν κατά περιεχόμενο είναι η αγωγή, όπως άλλωστε και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε με την εκκαλούμενη απόφασή του.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Με το, κατ’ εκτίμηση, πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης, ο εκκαλών διατείνεται ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως καταχρηστική την συμπεριφορά του επιθυμώντας την καταβολή και των 18.800 €, καθόσον η μείωση της εμπορικής αξίας του επιδίκου ποσοστού κατά τον χρόνο σύνταξης της πράξης πλήρωσης της διαλυτικής αιρέσεως ήταν της τάξεως του 3%. Η αιτίαση αυτή όμως, που παραδεκτά εν προκειμένω προβάλλεται και είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 520 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Ήτοι όπως προαναφέρθηκε, κατά τον χρόνο σύνταξης της πράξης αυτής η μείωση ήταν της τάξης του 22,7% που είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση της αξίας του επιδίκου ιδανικού μεριδίου και όχι μόνο κατά 3.500 € (σε ποσοστό 3%) που ισχυρίζεται ο εκκαλών. Με το, κατ’ εκτίμηση, δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος περιήλθε σε ανυπαίτια αδυναμία παροχής. Η αιτίαση αυτή όμως αλυσιτελώς προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί καθόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βάσισε την δικανική του κρίση σε τυχόν πραγματική αδυναμία καταβολής του υπολοίπου του τιμήματος από μέρους του εφεσίβλητου. Επισήμανε μόνο ότι ο εκκαλών γνώριζε ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει εισπράξει την επιδικασθείσα απαίτησή του σε βάρος της ΑΕ και ότι στα πλαίσια αυτά περιήλθε σε οικονομική στενότητα δυνάμει της οποίας, ακόμα και αν ήθελε, αντικειμενικά αδυνατούσε να καταβάλλει τις 18.800 €. Την γνώση δε αυτή προσέθεσε στην καταχρηστική βούληση και συμπεριφορά του εκκαλούντα σε βάρος του εφεσίβλητου, με την επιπλέον σκέψη ότι αν ο εφεσίβλητος είχε εισπράξει το ως άνω ποσό, τότε θα του ήταν ευχερές να καταβάλλει και τις επίδικες 18.800 € (παρά την όποια μείωση της εμπορικής αξίας του επίδικου ιδανικού μεριδίου). Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εκκαλών μέμφεται το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα απέρριψε αίτημά του για προσκομιδή από μέρους του εφεσίβλητου αντιγράφων των ατομικών τραπεζικών του λογαριασμών, καθώς και βεβαιώσεις για από μέρους του κατοχή ομόλογων, μετοχών, θυρίδων, χρυσού κλπ. Ισχυρίζεται δε ότι από την προσκομιδή των εγγράφων αυτών θα αποδεικνύονταν με ασφάλεια η ευχέρεια του εφεσίβλητου στην καταβολή των υπόλοιπων 18.800 €, χωρίς να τον έχει επηρεάσει η υφέρπουσα οικονομική κρίση. Ο λόγος αυτός όμως ελέγχεται ως προεχόντως αόριστος και συνεπώς απορριπτέος. Ειδικότερα δεν επικαλείται ο εκκαλών υπαρκτή ταμειακή ευχέρεια ή οικονομική ευρωστία του εφεσίβλητου κατά τον Δεκέμβριο του 2011 ή τον χρόνο που ο ίδιος προέβη σε σύνταξη της πράξης πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, η οποία (ευρωστία) να αποδεικνύεται μόνο με την προσκομιδή των ως άνω εγγράφων (και χωρίς την χρήση άλλου νόμιμου αποδεικτικού μέσου). Συμπερασματικά ενεργώντας (ο εκκαλών) άγεται σε οικονομική επάρκεια του εφεσίβλητου με βάση δεδομένα που ο ίδιος θέτει ως τεκμήρια της επικαλούμενης αυτής ευρωστίας. Ήτοι επικαλείται τις ως άνω δαπάνες του εφεσίβλητου για την διάσωση της ΑΕ, τις συνολικά 101.200 € που κατέβαλε για την αγορά του ιδανικού του μεριδίου, ενώ αβάσιμα διατείνεται ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε και τίμημα στον αδελφό του Χ. για την αγορά του δικού του ιδανικού μεριδίου. Μόνα όμως τα συμπερασματικής φύσεως αιτήματα των διαδίκων (χωρίς παράθεση πραγματικών γεγονότων) αδυνατούν να άγουν και σε αντίστοιχη δικανική κρίση. Πέραν τούτων όμως, ο εκκαλών, δεν εκθέτει τον λόγο δυνάμει του οποίου ο αγοραστής υποχρεούται να καταβάλλει το αυξημένο τίμημα για να αποκτήσει ακίνητο με υποδεέστερη αυτού αξία. Ορθώς λοιπόν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πέραν της εδώ επίδικης αιτίασης, (παντελώς) δεν προέβη σε διερεύνηση του αντίστοιχου αιτήματος. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ο ίδιος, καταχρηστικά ενεργώντας προέβη στην σύνταξη της επίδικης πράξης πλήρωσης του διαλυτικού συμβατικού όρου. Ισχυρίζεται δε ότι αυτός ενήργησε μέσα στα όρια της καλής πίστης, ότι ενημέρωσε σχετικά τον εφεσίβλητο με την, ως άνω, επιστολή – όχληση αλλά και με κατ’ οίκον επισκέψεις. Ότι έγκαιρα ενημέρωσε τον εφεσίβλητο για την πλήρωση της αίρεσης, καθώς και ότι μονομερώς του παραχώρησε χρόνο για εκούσια εξόφληση των 18.800 € μέχρι και τις 5-6-2012, που προέβη στην σύνταξη της επίδικης πράξης. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στα άρθρα 281, 288, 361 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Πέραν όμως της εξωδίκου οχλήσεως που έλαβε χώρα στις 31-3-2017, που προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε, με την χρήση κάθε νόμιμου αποδεικτικού μέσου, τυχόν (άλλη) προσέγγιση του εφεσίβλητου (από μέρους του εκκαλούντα) με αιτία την οφειλή των επίδικων 18.800 €, όπως προαναφέρθηκε.
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμος. Ελλείψει δε άλλης ειδικής αιτιάσεως σε βάρος της πρωτοδίκου αποφάσεως, πέραν της γενικευμένης αρνήσεως της αγωγής, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Δεν έσφαλε λοιπόν τον πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως κατ’ουσίαν βάσιμη, όπως προαναφέρθηκε. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα κρίνονται αβάσιμα κατ’ ουσίαν και απορριπτέα”.
Με τον πρώτο από τους λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι, χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο, επιδικάστηκε σε αυτόν κάτι που δεν ζητήθηκε, πλημμέλεια που ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθ. 559 αρ. 9α’ ΚΠολΔ. Ειδικότερα δε ότι, ενώ, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής του αναιρεσίβλητου, αυτός δεν προέβαλε ποτέ αυτοτελές αίτημα εκ της ΑΚ 288 περί αναπροσαρμογής του τιμήματος του μεταβιβασθέντος ιδανικού μεριδίου του αναιρεσείοντος επί του επίδικου ακινήτου και είχε αιτηθεί μόνο “να αναγνωριστεί ότι (α)… (β) λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και της ανυπαίτιας οικονομικής αδυναμίας μου δεν πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση του με αριθμό … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου …” και ότι το ως άνω αιτηθέν ο αναιρεσίβλητος δεν το στήριξε στο άρθρο 288 ΑΚ ούτε ευθέως (δηλαδή με ρητή αναφορά σε αυτό) ούτε και εμμέσως, αφού στην αγωγή υποβλήθηκε αναγνωριστικό αίτημα για την μη επέλευση της έννομης συνέπειας από την άσκηση του συμβατικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος εκ της συμφωνηθείσας μεταξύ τους διαλυτικής αίρεσης, πέραν του ότι, η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών δεν συνιστά προϋπόθεση αγωγής (κι επομένως αντίστοιχου αγωγικού αιτήματος) από το άρθ. 288 ΑΚ, όπως εσφαλμένα κρίθηκε, αλλά από το άρθ. 388 ΑΚ, που και στις δύο περιπτώσεις προβλέπεται αίτημα διαπλαστικό και, επομένως, δεχόμενο το εφετείο (το οποίο απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος) ότι το τίμημα του επίδικου ακινήτου είχε αναπροσαρμοσθεί μειούμενο εφαρμόζοντας την ΑΚ 288, προχώρησε σε μη νόμιμη επιδίκαση μη αιτηθέντος, αφού, δεν είχε υποβληθεί ποτέ τέτοιο αίτημα ούτε με την αγωγή του, αλλά ούτε και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Πλην, όμως – και ανεξαρτήτως του ότι, ως προς το ζήτημα αυτό, δεν είχε προβληθεί από τον αναιρεσείοντα σχετικός λόγος εφέσεως – αφ’ενός μεν, από την επισκόπηση της από 28-2-2018 αγωγής του ήδη αναιρεσίβλητου, προκύπτει ότι το αίτημα να αναγνωριστεί ότι, λόγω της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και της ανυπαίτιας οικονομικής αδυναμίας του ενάγοντος δεν πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση του με αριθμό … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ [η οποία, εφαρμόζεται επί μεταβολής των συνθηκών, έστω και αν δεν στοιχειοθετούν την εφαρμογή του άρθρου 388 του ίδιου κώδικα, θεωρούμενα ως μη έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα (ΑΠ 24/2023), επί της γενικής οικονομικής κρίσης των ετών 2009 και εφεξής, λόγω της επιβολής σκληρών οικονομικών (δημοσιονομικών και φορολογικών) μέτρων με τα “μνημόνια”, εξαιτίας των οποίων μειώθηκε αισθητά το εισόδημα των εργαζομένων και, συνακόλουθα, η αγοραστική τους ικανότητα και λοιπές δυσμενείς συνέπειες και ανέκυψαν ζητήματα αναπροσαρμογής της αξίας ακινήτων, τα γεγονότα δε αυτά δικαιολογούν την εν λόγω αναπροσαρμογή κατά το υπόψη άρθρο και όχι στο άρθρο 388 ΑΚ], σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 281 ΑΚ, αφ’ετέρου δε, όπως προκύπτει από την παραπάνω επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την αναγκαία έρευνά του, προκειμένου να κριθεί, στο πλαίσιο αναγνωριστικού αιτήματος, ότι λόγω της απρόοπτης (όπως την χαρακτήρισε) μεταβολής των συνθηκών και της ανυπαίτιας οικονομικής αδυναμίας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσιβλήτου – δεν πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση του με αριθμό … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, έκρινε παρεμπιπτόντως (ανεξαρτήτως του ότι, αν ήθελε υποβληθεί αυτοτελώς σχετικό αίτημα, θα είχε διαπλαστικό χαρακτήρα – πρβλ ΑΠ 1461/2022), με βάση την κριθείσα, εν τέλει, ως εφαρμοστέα ΑΚ 288 περί της αναπροσαρμογής της παροχής σε επίπεδο (και, συγκεκριμένα στο ποσό των 101.200 ευρώ, έναντι του συμφωνηθέντος των 120.000 ευρώ που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, το οποίο – μέρος του τιμήματος – ήδη είχε καταβληθεί από τον ενάγοντα στον εναγόμενο) που να αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη, για την συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τα εκατέρωθεν προσκομισθέντα στοιχεία, έτσι ώστε, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, να λάβει χώρα μία ισόρροπη κατανομή της ζημίας σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της εν προκειμένω ατομικής περίπτωσης. Επομένως, οι ως άνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που ερείδονται στη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 9 α’ είναι αβάσιμες, αφού δεν απαιτείτο η πανηγυρική υποβολή αιτήματος για την ως ανωτέρω παρεμπίπτουσα κρίση του δευτεροβαθμίου (και πρωτοβαθμίου) δικαστηρίου.
Με τον δεύτερο από τους λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, προέβη σε ευθεία παράβαση του άρθ. 288 ΑΚ (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), ειδικότερα δε, α) παρέλειψε την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών “καλή πίστη” και “συναλλακτικά ήθη” και β) υπέπεσε και σε ψευδή ερμηνεία, παρερμηνεύοντας τον ως άνω κανόνα του άρθ. 288 ΑΚ, αλλά και σε εσφαλμένη εφαρμογή του, προβαίνοντας σε υπαγωγή περιστατικών σε ανύπαρκτες προϋποθέσεις επέλευσης της έννομης συνέπειας της διάταξης αυτής (δηλαδή, αναπροσαρμογής της επίδικης παροχής), ενώ, με τον τρίτο από τους λόγους αναιρέσεως, προβάλλει περαιτέρω ότι, με ανεπαρκείς αιτιολογίες (559 αρ. 19 ΚΠολΔ), παραβίασε εκ πλαγίου την ΑΚ 288. Τέλος δε, με τον τέταρτο (ως επικουρικώς προβαλλόμενο) από τους λόγους της αναιρέσεως, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή δεν διέλαβε μείζονα πρόταση για το κρίσιμο ζήτημα της εφαρμογής της ΑΚ 281 και της εξειδίκευσης των επί μέρους κριτηρίων (καλή πίστη, χρηστά και συναλλακτικά ήθη, κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος), καθ’ υπέρβαση των οποίων η συμπεριφορά κρίνεται καταχρηστική, κατά την υπαγωγή της περιγραφόμενης συμπεριφοράς του στον κανόνα αυτό, έκρινε καταχρηστική την συμπεριφορά του εναγομένου, χωρίς όμως να αναφέρει σε ποιο από τα επιμέρους κριτήρια της ΑΚ 281 υπήγαγε την συμπεριφορά του και χωρίς να διαλάβει αιτιολογία σχετικά με την πρόδηλη υπέρβαση των ορίων χρηστής συμπεριφοράς, δηλαδή της από αυτόν (αναιρεσείοντα) άσκησης συμβατικού δικαιώματος. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραπάνω επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως – πέραν και της ρητής αναφοράς, στη νομική σκέψη αυτής, στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ και, συγκεκριμένα, στην πίσω πλευρά του 2ου φύλλου έως και την πίσω πλευρά του 4ου φύλλου αυτής – από τα εν συνόλω αναφερόμενα στα φύλλα 6ο έως και 11ο αυτής [από την περίοδο …”Όπως προαναφέρθηκε, το συμβόλαιο αγοράς του επίδικου ιδανικού μεριδίου συντάχθηκε στις 13-1-2010. Μετά την παρέλευση ελάχιστων μηνών ψηφίστηκε ο Ν. 3845/6-5-2010……… (έως και την περίοδο)…….
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμος”], προκύπτει ότι το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως, υποπίπτοντας σε ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή αυτής, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, αφού, κατά τρόπο σαφή, εκτίθενται στην απόφαση ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες (πέραν της πτωτικής μεταβολής της αξίας του επιδίκου ακινήτου, που κρίθηκε ότι “οφείλεται σε έκτακτο και απρόβλεπτο λόγο και αφορά το σύνολο της Επικράτειας, ……, καθώς και το σύνολο των συναλλασσόμενων”),δηλαδή οι συγκεκριμένες οικονομικές και λοιπές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, την κρίση περί αναπροσαρμογής της αξίας του επιδίκου μεριδίου ακινήτου που είχε ως συνέπεια να μην επέλθει η πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, ειδικότερα δε με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι, μετά την ψήφιση του Ν. 3845/6-5-2010 “Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της Ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και το διεθνές νομισματικό ταμείο” και λόγω της επελθούσας, λόγω της γενικής οικονομικής κρίσης στην Ελληνική Επικράτεια, μείωσης των κάθε φύσεως εισοδημάτων, της αύξησης των δημοσιονομικών επιβαρύνσεων, καθώς και της μείωσης των αγοραίων και αντικειμενικών αξιών όλων των ακινήτων (όπως αυτές αναλυτικά προσδιορίζονται κατ’έτος και συνολικά από το 2010-2012), που είχε ως συνέπεια και τη μείωση της αξίας του επιδίκου ακινήτου, αλλά και τους λόγους (όπως αναλυτικά αναφέρονται) μείωσης του ατομικού εισοδήματος του ενάγοντος (εφεσίβλητου), που κατέστησαν, όπως κρίθηκε, πλέον αδικαιολόγητη την οικονομική επιβάρυνση αυτού αναφορικά με την αξίωση καταβολής του συνολικού τιμήματος των 120.000 € που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, κρίνοντας περαιτέρω ότι, κατά τον χρόνο της σύνταξης της πράξης πλήρωσης της αίρεσης, η αγοραία και η αντικειμενική αξία του επίδικου ιδανικού μεριδίου ακινήτου είχε διαμορφωθεί πτωτικά στις 101.200 € και ότι στη δυσμενή αυτή εξέλιξη προστίθεται (πέραν των λοιπών αναφερομένων, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιστάσεων) και η αντισυναλλακτική συμπεριφορά του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος), που ενημέρωσε τον εφεσίβλητο (ήδη αναιρεσίβλητο), για την από μέρους του πράξη πλήρωσης της αίρεσης, σχεδόν πέντε έτη μετά την σύνταξή της και η οποία (συμπεριφορά) ελέγχεται ως καταχρηστική. Σημειωτέον δε ότι, εφόσον, η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ` αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του (ΑΠ 420/2022, ΑΠ 190/2021) αλυσιτελώς προβάλλεται με τον (επικουρικώς προβαλλόμενο) τέταρτο από τους λόγους αναιρέσεως ότι, επειδή το Εφετείο δεν διέλαβε μείζονα πρόταση για το κρίσιμο ζήτημα της εφαρμογής της ΑΚ 281, έκρινε καταχρηστική την συμπεριφορά του εναγομένου, χωρίς να αναφέρει σε ποιο από τα επιμέρους κριτήρια της ΑΚ 281 υπήγαγε την συμπεριφορά του και χωρίς να διαλάβει αιτιολογία σχετικά με την πρόδηλη υπέρβαση των ορίων χρηστής συμπεριφοράς, δηλαδή της από αυτόν (αναιρεσείοντα) άσκησης συμβατικού δικαιώματος, εν όψει του ότι η συμπεριφορά αυτή, που κρίθηκε ως καταχρηστική, με σαφήνεια και πλήρεις αιτιολογίες, εκτίθεται ως αντισυναλλακτική [δηλαδή συμπεριφορά μη συμπορευόμενη με την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές καλή πίστη και χρηστά (συναλλακτικά) ήθη και, κατά συνέπεια, υπερβαίνουσα τα όρια αυτά], στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και όχι μόνο στο 11ο φύλλο αυτής (όπου γίνεται ειδική αναφορά στον τέταρτο σχετικό λόγο της εφέσεως), αλλά και με σποραδικές αναφορές, στα πλαίσια των ουσιαστικών παραδοχών του Εφετείου επί του συνόλου των λόγων εφέσεως, από την αρχή της πίσω πλευράς του 7ου φύλλου αυτής, έως και το 11ο φύλλο αυτής (με έμφαση στα φύλλα 8ο – και στις δύο όψεις αυτού – και 9ο αυτής) και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος. Εξάλλου, με τον πρόσθετο (υπό τα δύο, Α’και Β’σκέλη του, που συνέχονται με το κεφάλαιο της κριθείσας, με την αναιρεσιβαλλόμενη, ως καταχρηστικής συμπεριφοράς του, κατ’άρθρα 281 και 288 ΑΚ) λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι υπήρξε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο α) εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών παραδοχών στα άρθρα 281 και 288 ΑΚ – και εσφαλμένη μη εφαρμογή των άρθρων 202, 361 ΑΚ και β)ψευδής ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των άρθ. 281,288 ΑΚ σε συνδ. με 336, 341 εδ. πρώτο, 342 ΑΚ – και εσφαλμένη εφαρμογή των άρθ. 361, 202 – με αποτέλεσμα την κατάληξη σε αντιφατικές αιτιολογίες (άρθρο 559 αρ. 1 και 19). Όπως, όμως, ο αναιρεσείων περαιτέρω και καταληκτικά εκθέτει, κατά λέξη, κατά την ανάπτυξη του πρώτου σκέλους του πρόσθετου λόγου αναιρέσεως, ” … [9] Το εφετείο, όμως, αντί να κρίνει ότι η προηγηθείσα άσκηση συμβατικού δικαιώματος που είχε συνομολογηθεί ελευθέρως από τον αντίδικο, ήταν σύμφωνη με τη σύμβαση, χρηστή και νόμιμη, και ότι αντιθέτως, ο αντίδικος παραβίασε τις υποχρεώσεις του παραλείποντας να εξοφλήσει το ανεξόφλητο υπόλοιπο αλλά και να με ενημερώσει για τις προθέσεις του ως όφειλε και για την συνδρομή γεγονότος ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, ουσιαστικά παρενέβη στη σύμβαση και απέτρεψε την εκπλήρωσή της, δεχόμενο ότι η υπό τις ανωτέρω περιστάσεις από εμένα σύνταξη της μη μεταγραπτέας στα οικεία βιβλία μεταγραφών, υπ’ αριθμ. … πράξης πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης της Σύμβασης Πώλησης αποτέλεσε καταχρηστική συμπεριφορά και έτσι “δεν πληρώθηκε λοιπόν ποτέ η επίδικη διαλυτική αίρεση, ούτε, κατά συνέπεια, ποτέ ο εφεσίβλητος απώλεσε την κυριότητα του επί του ιδανικού μεριδίου που αγόρασε από τον εκκαλούντα” (9° φύλλο πρόσθια όψη). [10]
‘Ετσι όμως που έκρινε, ότι η ανωτέρω άσκηση δικαιώματος μου και εκπλήρωση εκ μέρους μου συμβατικής παροχής ήταν καταχρηστικές, εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθ. 281, 288 ΑΚ. Εν συνεχεία, δεχόμενο ότι δεν πληρώθηκε λοιπόν ποτέ η επίδικη διαλυτική αίρεση της Σύμβασης Πώλησης και ότι δεν επανήλθε η κυριότητα σε εμένα, όπως είχε ρητώς συμφωνηθεί ελευθέρως από εμένα και τον αντίδικο, παραβίασε περαιτέρω τα άρθ. 202 και 361 ΑΚ”. Πλην, όμως, αφ’ενός μεν, οι αιτιάσεις αυτές, που προβάλλονται με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο παραπάνω κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσείοντος να θεωρήσει πληρωθείσα την άνω διαλυτική αίρεση, καθώς και σε επιχειρήματα αυτής, που έχουν σχέση με το άνω τελικό αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση με αυτό και, επομένως, είναι απαράδεκτοι, διότι μέσω των αιτιάσεων αυτών πλήττεται πλέον η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 321/2024, ΑΠ 1238/2022), αφ’ετέρου δε, η συναρτώμενη με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των άρθ. 281, 288 ΑΚ σε συνδ. με 336, 341 εδ. πρώτο, 342 ΑΚ αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι, επίσης απορριπτέα ως απαράδεκτη, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα επί των λόγων αναιρέσεως, κρίθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι, λόγω της καταχρηστικής συμπεριφοράς του εναγομένου – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, δεν πληρώθηκε η επίδικη διαλυτική αίρεση της σύμβασης πώλησης και ότι δεν επανήλθε η κυριότητα σε αυτόν, εφαρμοσθείσας, έτσι, κατ’ουσίαν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, της διατάξεως του άρθρου 207 παρ.2 ΑΚ (ανεξαρτήτως της μη ρητής αναφοράς αυτής στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), σε συνδυασμό με αυτές των ΑΚ 288, 281. Τούτο δε καθόσον, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 207 Α.Κ., καθ’ ό μέρος ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1361/2017), ενώ, ως προς την υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών γεγονότων στην έννοια των προαναφερόμενων ουσιαστικού χαρακτήρα διατάξεων, κρίθηκε ανωτέρω (επί των λόγων αναιρέσεως) ότι, με βάση τις παραδοχές του Εφετείου – και χωρίς αυτό να έχει ανεπαρκείς (ή, περαιτέρω, αντιφατικές) αιτιολογίες – η ενέργεια του ενάγοντος να προβεί σε δήλωση πληρώσεως της διαλυτικής αιρέσεως αντίκειται (όπως σαφώς προκύπτει από τις εν γένει παραδοχές) στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εσφαλμένης υπαγωγής των πραγματικών παραδοχών στα άρθρα 281 και 288 ΑΚ – και εσφαλμένης μη εφαρμογής των άρθρων 202, 361 ΑΚ, καθώς και ψευδούς ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 281, 288 ΑΚ σε συνδυασμό με 336, 341 εδ. πρώτο, 342 ΑΚ, όπως και εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 361, 202 ΑΚ, όπως αβασίμως περαιτέρω προβάλλεται.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει η υπό κρίση αίτηση (και ο πρόσθετος λόγος αυτής, υφ’όλα τα σκέλη του) να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί αυτός, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό ( άρθρα 176, 183, 191 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-12-2021 αίτηση, καθώς και τον από 7-9-2022 πρόσθετο λόγο αυτής, για αναίρεση της υπ’ αριθ. … τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας (και, επομένως, της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν … οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας).
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Οκτωβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ και ήδη Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ