Αριθμός 425/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη-Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 5 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Μ. του Α., κατοίκου Πατρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πολυχρονόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία “Δήμος Πατρέων”, εδρεύοντος στην Πάτρα και νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Δήμαρχο αυτού, Κ. Π., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Παπαδοπούλου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από: α) 19-8-1996 και β) 28-10-1997 αγωγές του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, με τις οποίες συνεκδικάσθηκαν: i) η από 19-6-1997 ανακοίνωση δίκης με ενωμένη προσεπίκληση των εναγόμενων της α’ αγωγής και ii) η από 30-3-1998 κύρια παρέμβαση του εναγόμενου της β’ αγωγής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1046/1998 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, 230/2005 μη οριστική, 204/2008 μη οριστική, 157/2011 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 114/2020 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-4-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αρχικός ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 19-8-1996 αρνητική αγωγή και αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία και την από 28-10-1997 διεκδικητική αγωγή κατά του Δήμου Πατρέων ήδη αναιρεσιβλήτου. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάσθηκαν με ι) την από 19-6-2007 ανακοίνωση δίκης με ενωμένη προσεπίκληση των εναγομένων της πρώτης αγωγής και ιι) την από 30-3-1998 κύρια παρέμβαση του εναγομένου της δεύτερης αγωγής και ήδη αναιρεσιβλήτου. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών εξέδωσε κατά σειρά α) την 1046/1998 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική η οποία απέρριψε την ανακοίνωση δίκης προσεπίκληση και κύρια παρέμβαση και διέταξε αποδείξεις ως προς τις αγωγές β) την 230/2005 μη οριστική απόφαση η οποία διέταξε συμπληρωματικές αποδείξεις και την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, γ) την 204/2008, η οποία ανακάλεσε εν μέρει την 1046/1998 και διέταξε νέες συμπληρωματικές αποδείξεις και συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη. Εν συνεχεία, μετά την διεξαγωγή των αποδείξεων και την διενέργεια της νέας συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η 157/2011 εν μέρει οριστική απόφαση η οποία απέρριψε την από 28-10-1997 αγωγή και διέταξε την αναβολή της από 19-8-1996 αγωγής μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης επί της πρώτης αγωγής. Επί της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα μόνο ως προς την οριστική της διάταξη της απόρριψης της από 28-10-1997 αγωγής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 114/2020 προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση. Κατά της αποφάσεως αυτής του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου στρέφεται η υπό κρίση, από 6.4.2021 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Κατά το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 “Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις” (Α’ 33) {άρθρο 415 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, που κυρώθηκε με το π.δ. της 14/27.7.1999 (Δ` 580)} ορίζεται ότι “Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματισθεί με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση ιδιωτικά ακίνητα, εφόσον αυτά προβλέπονται, από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι και έχουν τεθεί σε κοινή χρήση, με την προϋπόθεση ότι η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από ενέργειές του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο κατ` ανοχή του ιδιοκτήτη. Επομένως, για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, επέρχεται μετάθεση της κυριότητας υπέρ του οικείου Ο.Τ.Α., αδιαφόρως εάν το ακίνητο έχει αφεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, δεδομένου ότι τέτοια διάκριση δεν συνάγεται από την άνω διάταξη, αλλά, αντιθέτως, ο δικαιολογητικός λόγος, ο οδηγήσας τον νομοθέτη να εισάγει τη συγκεκριμένη ρύθμιση συντρέχει σε αμφότερες τις περιπτώσεις (Α.Π 1728/2022, 1362/2014, Α.Π 644/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1α’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013, Ολ. Α.Π. 7/2006). Για την πληρότητα των άνω λόγου πρέπει με σαφήνεια να αναφέρονται στο αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα (ΟλΑΠ 32/1996), αφού παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου, βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 1040/2010) και το περιεχόμενο αυτής (ΑΠ 182/2021), 2) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ενώ δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ’ επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 1373/2019), 3) ο ουσιώδης αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη ή ανεπάρκεια και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, καθώς και ότι ο εν λόγω νόμιμος και ουσιώδης ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την απόφαση και 4) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή τη μνεία ότι δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλειπής αιτιολογία, τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 284/2021). Τέλος πρέπει να καθορίζεται το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ. ΑΠ 20/2005, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 326/2018). Ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αναφέρεται στην παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και κατ’ ακουλουθίαν δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όσον αφορά παραβιάσεις δικονομικών διατάξεων ή ελλείψεις που σχετίζονται με την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων (Α.Π 151/2008, ΑΠ 652/1988 ΕλΔνη 31, 314 ΑΠ 132/1988 Ελ.Δνη 29.1600). Στη προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση από τον αριθμ. 1α του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, για παραβίαση ευθέως των ουσιαστικών διατάξεων αναφορικά με την κτήση κυριότητας του επιδίκου από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο κατ’ αποδοχή της ένστασής του, περί ιδίας κυριότητας. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, διότι, δεν αναφέρονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, ούτε τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση, παρά μόνο αποσπασματικές και μεμονωμένες παραδοχές, κατά την κρίση του αναιρεσείοντος, αλλά ούτε καθορίζεται το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε. Επίσης, ο αναιρεσείων στον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλει την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμ, 1α του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., συνισταμένη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 305 Κ.Πολ.Δ., ο οποίος ως προς την αιτίαση αυτή, είναι απαράδεκτος, διότι οι ανωτέρω διατάξεις είναι καθαρά δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ` αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η επίδικη εδαφική έκταση της από 28-10-1997 (αρ. κατάθεσης 7562/2430/1997) αγωγής, η ταυτότητα της οποίας δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, βρίσκεται στη θέση “Ά. Ι. «Π. ή «Ψ.” του Δήμου Πατρέων, έχει έκταση 2.824,04 τ.μ. και συνορεύει βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησίες τρίτων, εν μέρει με οδό Θ. Π.. και εν μέρει με την οδό Δ., νότια εν μέρει με κοινόχρηστο πεζόδρομο και εν μέρει με ιδιοκτησία της …Σχολής, δυτικά εν μέρει με την οδό Δ. και εν μέρει με την οδό Σ. και ανατολικά με την οδό…, αποτυπώνεται δε με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Ο-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Α στο συνταχθέν από έτους 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Θ. Β.. Στην προαναφερόμενη έκταση περιλαμβάνεται και εδαφικό τμήμα εμβαδού 936,76 τ.μ., αποτυπωθέν με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Ο-Ξ-Α στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο φέρεται με την ίδια αγωγή ως καταληφθέν από τον Δήμο Πατρών (εναγόμενο – εφεσίβλητο), η δε ταυτότητα του επίσης δεν αμφισβητείται από διαδίκους. Το μεγαλύτερο ως άνω ακίνητο των 2.824,04 τ.μ., μαζί με τις εκατέρωθεν αυτού όμορες εδαφικές εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων αναφέρονται ως τμήματα της οδού Δ., αποτελούσαν ένα ενιαίο ακίνητο εμβαδού περίπου 12 στρεμμάτων, που ανήκε αρχικά στους απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, Α. σύζυγο Α. Μ. το γένος Α. Μ., Π. Μ. και Θ. Μ., οι οποίοι απεβίωσαν διαδοχικά τα έτη 1913, 1920 και 1929, καταλείποντας μοναδικούς εξ’ αδιαθέτου κληρονόμους τους Α. Μ. του Α. και Α. Μ. του Α. (πατέρα και θείο αντίστοιχα του ενάγοντος – εκκαλούντος). Δυνάμει του υπ’ αρ. … συμβολαίου διανομής του συμβολαιογράφου Πατρών …(που μεταγράφηκε στον τόμο 342 και με αριθμό … του βιβλίου μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών), οι ως άνω συγκληρονόμοι διένειμαν το κοινό κληρονομιαίο ακίνητο των 12 στρεμμάτων σε 54 οικόπεδα (όπως αποτυπώθηκαν κατά θέση, έκταση και όρια στο επισυναφθέν επί του συμβολαίου σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα Δ. Α.), τα οποία κατένειμαν μεταξύ τους (εκτός από ένα οικόπεδο εμβαδού 447,44 τ.μ. που συμφώνησαν να παραμείνει αδιανέμητο στην συγκυριότητά τους κατ’ ισομοιρία, καθώς και έτερο οικόπεδο εμβαδού 250 πήχεων Πατραϊκών που είχε ήδη παραχωρηθεί αιτία αδιατίμητης προίκας στον Π. Κ. και στη σύζυγό του Ε. Α. του Κ., δυνάμει του υπ’ αρ. … συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πατρών Α. Α.). Με το ίδιο διανεμητήριο συμβόλαιο, οι ως άνω κληρονόμο προέβησαν στη εν μέρει ρυμοτόμηση του όλου ακινήτου από τις οδούς….., Ανώνυμη και Ζώνης, για τις οποίες όρισαν ότι, μέχρις ότου διανοιχθούν, θα κατέχονται από τους ίδιους, όπως επίσης ότι, σε περίπτωση μεταβολής της ρυμοτομίας, τα εναπομείναντα εδαφικά τμήματα οδών θα περιέρχονται κατ’ αναλογία σε έκαστο ιδιοκτήτη κατά την προέκταση της πρόσοψης του οικοπέδου του. Πλην όμως, στην πραγματικότητα η εν λόγω διανομή δεν ίσχυσε για ολόκληρη την έκταση των 12 στρεμμάτων, καθώς οι συγκληρονόμοι και συγκύριοι αυτής, Α. Μ. του Α. και Α. Μ. του Α., μεταβίβασαν, ο πρώτος με το υπ’ αρ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας, ο δεύτερος με το υπ’ αρ. … συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή (αμφότερα συνταχθέντα από τον συμβολαιογράφο Πατρών Ι. Σ. που μεταγράφηκαν στον τόμο 499 και με αριθμούς … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών) και οι δύο από κοινού με το υπ’ αρ. … συμβόλαιο πώλησης (συνταχθέν από τον συμβολαιογράφο Αθηνών Θ. Ρ. που μεταγράφηκε στον τόμο … και με αρ. … των βιβλίων μεταγραφών Υποθηκοφυλακείου Αθηνών), στον ενάγοντα – εκκαλούντα, την κυριότητα τμήματος εμβαδού 6.024,38 τ.μ. της ανωτέρω εδαφικής έκτασης (ήτοι 5.500 τ.μ. με το πρώτο συμβόλαιο και 524,38 τ.μ. με το δεύτερο συμβόλαιο). Έκτοτε και μέχρι την άσκηση της από 28-10-1997 (αρ. κατάθεσης 7562/2430/1997) αγωγής, ο ενάγων – εκκαλών, με νόμιμο τίτλο (ήτοι τα ως άνω μεταβιβαστικά συμβόλαια που μεταγράφηκαν) και καλή πίστη (δηλαδή έχοντας την πεποίθηση, κατά το χρόνο κτήσης της νομής εκ μέρους του, χωρίς βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα) ασκούσε τη νομή του αποκτηθέντος ακινήτου, ήτοι καλλιεργούσε τα υπάρχοντα εντός αυτού ελαιόδεντρα και είχε αναθέσει την φύλαξη του στον Α. Θ., παραχωρώντας στον ίδιο, άνευ ανταλλάγματος, τη χρήση του ισογείου της εκεί ευρισκόμενης παλαιάς διώροφης οικίας, συνεπώς έπειτα από μία δεκαετία (την 2-7-1976) κατέστη κύριος της εδαφικής έκτασης 6.024,38 τ.μ. με τακτική χρησικτησία, κατ’ άρθρα 974, 1041, 1042, 1043 εδ. β’ και 1044 Α.Κ.. Περαιτέρω, δυνάμει του Β.Δ/τοςτης 22-1-1971 (Φ.Ε.Κ. Δ/37/15-2-1971), όπως τροποποιήθηκε διαδοχικώς με τα Π.Δ. της 18-4-1979 (Φ.Ε.Κ. Δ/236/1979), της 29-4-1982 (Φ.Ε.Κ. 271/Δ/4-6-1982) και της 11-3-1983 (Φ.Ε.Κ. Δ/158/1983), η ευρύτερη περιοχή, όπου βρίσκεται το παραπάνω ακίνητο του ενάγοντος – εκκαλούντος, εντάχθηκε από το έτος 1971 στο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλεως Πατρών (τροποποίηση και επέκταση αυτού στην ανατολικομεσημβρινή πλευρά της πόλεως). Έκτοτε ο ενάγων – εκκαλών προέβη σε κατάτμηση της ακίνητης ιδιοκτησίας του σε περισσότερα οικόπεδα, εκ των οποίων άλλα μεταβίβασε σε τρίτους λόγω πωλήσεως σε άλλα ανήγειρε οικοδομές με το σύστημα της αντιπαροχής, ενώ ορισμένα τμήματα της όλης ιδιοκτησίας του παραχώρησε στη κοινή χρήση για τη δημιουργία οδών προβλεπόμενων από το ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως Πατρών, όπως η οδός Δ., επισπεύδοντας συγχρόνως ο ίδιος τη σύνταξη των αντίστοιχων πράξεων τακτοποίησης, προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης προς εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Ειδικότερα, με την υπ’ αρ. … πράξη του συμβολαιογράφου Πατρών Χ. Α. (που μεταγράφηκε στον τόμο … και με αρ. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών), ο ενάγων – εκκαλών παραχώρησε στη κοινή χρήση παραιτούμενος του δικαιώματος αποζημίωσης κατά παντός υπόχρεου, εδαφική έκταση αποτελούμενη από τρία επιμέρους τμήματα, συνολικού εμβαδού 239,87 τ.μ., η οποία συνορεύει με ιδιοκτησία του ίδιου προς Β και Ν και με την οδό Δ. προς Α και Δ (σύμφωνα με το επισυναφθέν στην ίδια πράξη από Σεπτεμβρίου 1991 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα – μηχανικού Τ. Π.). Στην ανωτέρω παραχώρηση προέβη ο ενάγων – εκκαλών, προκειμένου να εκδοθεί άδεια ανέγερσης πολυκατοικίας σε παρακείμενο οικόπεδο του ίδιου, εμβαδού 420,75 τ.μ., από την εταιρία “Χ. Α. και Σ. Ο.Ε.”. Για την εν λόγω οικοδομή, που ανεγέρθηκε και έλαβε τον αριθμό 52 επί της οδού Δ., συντάχθηκε η υπ’ αρ. 16924/10-3-1992 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Πατρών Χ. Α. (που μεταγράφηκε στον τόμο … και με αρ. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών), στην οποία αναφέρεται ότι το ως άνω οικόπεδο συνορεύει Ν. με την οδό Δ.. Περαιτέρω, στην ίδια ως άνω εργολήπτρια εταιρία, δυνάμει των υπ’ αριθμ. 22796/11-11-1986 και 23387/26-5-1988 προσυμφώνων εργολαβικών του Συμβολαιογράφου Π. Α. Σ., ο ενάγων-εκκαλών ανέθεσε την κατασκευή πολυκατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής, εντός δύο οικοπέδων του, εμβαδού 612,57 τ.μ. και 434,88 τ.μ. αντίστοιχα. Για τις εν λόγω οικοδομές, που ανεγέρθηκαν και έλαβαν τους αριθμούς 58 και 59 επί της οδού Δ., συντάχθηκαν οι υπ’ αρ. … πράξεις σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Π. Α. Σ. (που μεταγράφηκαν στους τόμους 1910 και 2016 με αρ. …-2 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών), στις οποίες αναφέρεται, ότι τα ως άνω οικόπεδα συνορεύουν, το πρώτο Ν και το δεύτερο Β, με την οδό Δ., ενώ επίσης η τελευταία οδός αποτυπώνεται στο από Οκτωβρίου 1986 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα – μηχανικού Τ. Π., επισυναπτόμενο στην πρώτη συμβολαιογραφική πράξη. Τα ίδια ως προς το Β όριο του προαναφερόμενου οικοπέδου εμβαδού 434,88 τ.μ., ήτοι ότι συνορεύει με την οδό Δ., επαναλαμβάνονται στο υπ’ αρ. … συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Π. Α. Σ., με το οποίο ο ενάγων – εκκαλών μεταβίβασε κατ’ ισομοιρίαν στους Γ. Γ. και Α. Γ. – Π. μία οριζόντια ιδιοκτησία (Δ-2 διαμέρισμα) της ανεγερθείσας στο εν λόγω ακίνητο οικοδομής. Επίσης, με την υπ’ αρ. … πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών Π. Τ., ο ενάγων – εκκαλών παραχώρησε στη κοινή χρήση (δηλώνοντας ότι διατηρεί το δικαίωμα αποζημίωσης έναντι του εφεσίβλητου Δήμου Πατρέων) εδαφικό τμήμα εμβαδο 102,62 τ.μ.. Ακολούθως, με την υπ’ αρ. … πράξη της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου (που μεταγράφηκε στον τόμο …και με αρ. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών), ο ενάγων – εκκαλών παραχώρησε στη κοινή χρήση (δηλώνοντας ότι διατηρεί το δικαίωμα αποζημίωσης έναντι του εφεσίβλητου): α) εδαφικό τμήμα εμβαδού 142,25 τ.μ., για τη διάνοιξη πεζόδρομου και τμήματος της οδού Δ., β) εδαφικό τμήμα εμβαδού 343,90 τ.μ., για τη διάνοιξη της οδού … και γ) εδαφικό τμήμα εμβαδού 100,40 τ.μ., για την πλήρη διάνοιξη της οδού…. Στις ως άνω παραχωρήσεις προέβη ο ενάγων – εκκαλών, προκειμένου να επανεκδοθεί η (ανακληθείσα με το υπ’ αρ. … έγγραφο του Νομάρχη Αχαϊας) υπ’ αρ. 356/7- 6-1995 άδεια οικοδομής, εκδοθείσα επ’ ονόματι του εργολάβου οικοδομών Π. Π., για την ανέγερση πολυκατοικίας σε έτερο οικόπεδο του ενάγοντος – εκκαλούντος, που περιγράφεται στο υπ’ αρ. 13823/10-4-1995 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου. Ο ενάγων – εκκαλών δήλωσε σαφώς, στην ως άνω υπ’ αρ. … συμβολαιογραφική πράξη, την βούλησή του να θέσει σε κοινή χρήση τα ρυμοτομούμενα τμήματα της ιδιοκτησίας του, έχοντας ήδη υποβάλει αίτηση ενώπιων του αρμόδιου Πολεοδομικού Γραφείου για τη σύνταξη σχετικής πράξης αναλογισμού (περί της οποίας θα γίνει λόγος κατωτέρω). Αντίθετη κρίση δεν συνάγεται από τη μεταγενέστερη υπ’ αρ. … πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών Α. Σ., με την οποία ο ενάγων – εκκαλών δήλωσε ότι ανακαλεί την ως άνω παραχώρηση εδάφους σε κοινή χρήση, επικαλούμενος πλήρωση διαλυτικής αίρεσης περί μη επανέκδοσης της οικοδομικής άδειας, για τους παρακάτω λόγους: Μετά την από 13-8-1984 αίτηση του ενάγοντος – εκκαλούντος, συντάχθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αχαϊας και κυρώθηκε με την υπ’ αρ. πρωτ. … απόφαση του Νομάρχη Αχαϊας η υπ’ αρ. … πράξη αναλογισμού αποζημίωσης για τη ρυμοτομούμενη ιδιοκτησία του ενάγοντος – εκκαλούντος στα Ο.Τ. 263, 264, 265, 928, 929 και 930, με την οποία καθορίσθηκαν οι εικαζόμενοι δικαιούχοι και υπόχρεοι αποζημίωσης των απαλλοτριούμενων εδαφικών τμημάτων. Και ναι μεν η καθορισθείσα αποζημίωση δεν καταβλήθηκε από τους υπόχρεους εντός της νόμιμης 18μηνης προθεσμίας, με αποτέλεσμα να αρθεί αυτοδικαίως η ισχύς της ως άνω πράξης αναλογισμού. Πλην όμως, κατόπιν νεώτερων αιτήσεων του ενάγοντος – εκκαλούντος, εκδόθηκαν από το Νομάρχη Αχαϊας α) η υπ’ αρ. 3/1995 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης για τη ρυμοτομούμενη ιδιοκτησία του ενάγοντος – εκκαλούντος στα ….και β) η υπ’ αρ. ….πράξη αναλογισμού αποζημίωσης για τη ρυμοτομούμενη ιδιοκτησία του ενάγοντος – εκκαλούντος στο…., με τις οποίες καθορίσθηκαν οι εικαζόμενοι δικαιούχοι και υπόχρεοι αποζημίωσης των απαλλοτριούμενων εδαφικών τμημάτων. Με βάση τις προαναφερόμενες παραχωρήσεις εδαφικών τμημάτων στη κοινή χρήση και πράξεις αναλογισμού αποζημίωσης, από την επίδικη έκταση 2.824,04 τ.μ., ένα εδαφικό τμήμα 936,76 τ.μ., που εκτείνεται από το ύψος της οδού …, όπως ειδικότερα αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Ο-Ξ-Α στο από έτους 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού…, σχηματίσθηκε ως δρόμος, προκειμένου τα εκατέρωθεν αυτού οικόπεδα (που προέκυψαν από τη κατάτμηση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος – εκκαλούντος) να αποκτήσουν πρόσοψη σε οδό και να διευκολύνεται η επικοινωνία τους με τις άλλες πλησιέστερες δημοτικές οδούς. Σύμφωνα λοιπόν με τις δηλώσεις του ενάγοντος – εκκαλούντος στα πωλητήρια συμβόλαια και τις πράξεις παραχωρήσεις εδαφικών τμημάτων στη κοινή χρήση, περί των οποίων έγινε λόγος ανωτέρω, συντάχθηκαν δε με δική του επιμέλεια, όπως επίσης με βάση τις συνταχθείσες με δική του πρωτοβουλία πράξεις αναλογισμού αποζημίωσης προς εφαρμογή του σχεδίου πόλεως Πατρών, καθίσταται σαφές ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα 936,76 τ.μ. (ως προς το οποίο και μόνον – και όχι ως προς το υπόλοιπο τμήμα 1.887,28 τ.μ. της αναφερόμενης στην υπό κρίση αγωγή έκτασης 2.824,04 τ.μ. – προβάλλεται ένσταση ιδίας κυριότητας από τον Δήμο Πατρέων) έχει αφεθεί στη κοινή χρήση με ρητή βούλησή του ενάγοντος – εκκαλούντος, προκειμένου να αποτελέσει την οδό Δ., προβλεπόμενη επίσης από το σχέδιο πόλεως Πατρών. Εξάλλου, την ίδια βούληση είχαν εκφράσει εμπράκτως και οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος – εκκαλούντος, οι οποίοι, μαζί με τους περίοικους, χρησιμοποιούσαν παλαιόθεν την οδό Δ., ακόμη και προ της πλήρους διαμόρφωσής της, για να επικοινωνούν με τις παρακείμενες ιδιοκτησίες τους και τις πλησιέστερες οδούς. Η κρίση περί του κοινόχρηστου χαρακτήρα της επίδικης έκτασης 936,76 τ.μ., ως τμήματος της οδού Δ., ενισχύεται από τα ακόλουθα: [Α] Πριν από την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως Πατρών (το έτος 1971), η εν λόγω κοινόχρηστη οδός εμφανιζόταν με το ίδιο όνομα (Δ..) ως διανοιγμένη και αποτελούσα το νότιο όριο: α) δύο οικοπέδων, προερχόμενων από την κατάτμηση του αρχικού ακινήτου 12 στρεμμάτων των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος – εκκαλούντος, τα οποία μεταβίβασαν στους Θ. Σ. και Ι. Θ. με τα υπ’ αρ. … συμβόλαια αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Π. Ι. Σ., που μεταγράφηκαν στον τόμο … και … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών και β) δύο όμορων οικοπέδων που μεταβίβασε ο ενάγων – εκκαλών στην Α. Μ. – Κ. με το υπ’ αρ. … συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Ζέρρη, που μεταγράφηκε στον τόμο 1464 και με αρ. …ων βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών. [Β] Με την υπ’ αρ. .πράξη αναλογισμού αποζημίωσης του Πολεοδομικού Γραφείου Πατρών, που κυρώθηκε με την υπ’ αρ. … απόφαση του Νομάρχη Αχαϊας (μεταγραφείσα στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών), εδαφικό τμήμα 560,40 τ.μ. της ιδιοκτησίας του ενάγοντος – εκκαλούντος ρυμοτομήθηκε για τη διάνοιξη τμήματος της οδού Δ., το οποίο εκτείνεται από την οδό ..έως την οδό Σ., η δε τελευταία αποτελεί το προς Α όριο του επίδικου τμήματος 936,76 τ.μ.. Ενόψει των προλεχθέντων, είναι νόμιμη κατ’ άρθρα 28 εδ. α’ – β’ Ν. 1337/1983 συνδ. 967 και 968 Α.Κ. και ουσιαστικώς βάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου – εφεσίβλητου Δήμου Πατρέων, με την οποία επικαλείται ότι το επίδικο τμήμα 936,76 τ.μ. έχει καταστεί κοινόχρηστος χώρος, με τη βούληση του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δικαιοπαρόχων του, ως δημοτική οδός του ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως Πατρών, ακόμη και χωρίς τη καταβολή αποζημίωσης στον πρώην ιδιοκτήτη ενάγοντα – εκκαλούντα, σύμφωνα με τα προλεχθέντα στη μείζονα σκέψη. Επομένως ο εναγόμενος – εφεσίβλητος Δήμος Πατρέων, νομίμως προέβη στην τοποθέτηση δημοτικού αξονικού φωτισμού (περί τα τέλη Οκτωβρίου 1996) και ασφαλτοτάπητα (μετά την πάροδο ενός έτους) στο επίδικο τμήμα 936,76 τ.μ. της οδού Δ., από τη συμβολή της με την οδό … έως την οδό …ς. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε, ότι έγιναν παρόμοιες εργασίες από τον Δήμο Πατρέων στο υπόλοιπο, ευρισκόμενο Ν της οδού Δ., εδαφικό τμήμα 1.887,28 τ.μ. (όπως αποτυπώνεται με τα στοιχεία Ο-Κ’-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Φ-Υ-Χ-Ο στο από έτους 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …) της περιγραφόμενης στην υπό κρίση αγωγή έκτασης 2.824,04 τ.μ., επομένως ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον Δήμο Πατρέων το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος – εκκαλούντος στο εν λόγω τμήμα 1.887,28 τ.μ.. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη από 28-10-1997 (αρ. κατάθεσης 7562/2430/1997) αγωγή, διεκδικητική κυριότητας ως προς το εδαφικό τμήμα 936,76 τ.μ. και αναγνωριστική κυριότητας ως προς το εδαφικό τμήμα 1.887,28 τ.μ. είναι καθ’ ολοκληρίαν ουσιαστικά αβάσιμη.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας, με το ίδιο παραπάνω σκεπτικό, την από 28-10-1997 (αρ. κατάθεσης 7562/2430/1997) αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε αντίθετοι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της κατ’ ουσίαν”.
Σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την υπ’ αριθμ. 157/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, ως προς την οριστική της διάταξη με την οποία απέρριψε την από 28-10-1997 διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, κατά του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου Δήμου. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ενάγων κατέστη κύριος με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας της εδαφικής εκτάσεως 6.024,38 τ.μ., στη θέση “Ά. Ι. «Π. ή «Ψ.” του Δήμου Πατρέων, η οποία από το έτος 1971 εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλεως Πατρέων. Ότι έκτοτε ο ενάγων προέβη σε κατάτμηση του ακινήτου αυτού σε περισσότερα ακίνητα, εκ των οποίων άλλα μεταβίβασε σε τρίτους λόγω πώλησης και σε άλλα ανήγειρε οικοδομές με το σύστημα της αντιπαροχής και ορισμένα τμήματα εκ της ιδιοκτησίας του αυτής τα παραχώρησε στην κοινή χρήση για την δημιουργία οδών όπως η οδός Δ., επισπεύδοντας ο ίδιος την σύνταξη των αντίστοιχων πράξεων προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης προς εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Ότι από την επίδικη έκταση των 2.824,04 τ.μ., ιδιοκτησίας του ενάγοντα, ένα τμήμα αυτής 936,76 τ.μ., σχηματίστηκε ως δρόμος προκειμένου τα εκατέρωθεν αυτού οικόπεδα που προέκυψαν από την προαναφερόμενη κατάτμηση να αποκτήσουν πρόσοψη στην οδό και να διευκολύνεται η επικοινωνία τους με τις άλλες πλησιέστερες δημοτικές οδούς. Ότι η έκταση αυτή των 936,76 τ.μ., είχε αφεθεί στην κοινή χρήση με ρητή βούληση του ενάγοντος, αλλά και των δικαιοπαρόχων του, ως δημοτική οδός προβλεπόμενη από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλεως Πατρών, ακόμη και χωρίς τη καταβολή αποζημίωσης στον πρώην ιδιοκτήτη ενάγοντα και ότι επομένως αποδείχθηκε η ένσταση περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Δήμου. Ότι αντίθετη κρίση δεν συνάγεται, από τη μεταγενέστερη υπ’ αρ. … πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών Α. Σ., με την οποία ο ενάγων – εκκαλών δήλωσε ότι ανακαλεί την παραχώρηση εδάφους ιδιοκτησίας του σε κοινή χρήση, επικαλούμενος πλήρωση διαλυτικής αίρεσης περί μη επανέκδοσης της οικοδομικής άδειας και της άρσης αυτοδικαίως αυτοδικαίως της Πράξη Αναλογισμού αποζημίωσης για την ρυμοτουμούμενη έκτασή του (ενάγοντα), διότι η καθορισθείσα αποζημίωση δεν καταβλήθηκε εντός της 18 μηνης προθεσμίας. Και τούτο διότι, το εδαφικό τμήμα των 936,76 τ.μ από την επίδικη έκταση των 2.824,04 τ.μ έχει αφεθεί με ρητή βούληση του ενάγοντος στην κοινή χρήση προκειμένου να αποτελέσει οδό προβλεπόμενη από το σχέδιο πόλεως Πατρέων σύμφωνα με τις δηλώσεις του ενάγοντος στα πωλητήρια συμβόλαια και τις πράξεις παραχωρήσεως εδαφικών τμημάτων που συντάχθηκαν με δική του επιμέλεια και τις πράξεις αναλογισμού αποζημίωσης, με τις οποίες καθορίσθηκαν οι εικαζόμενοι δικαιούχοι και υπόχρεοι αποζημίωσης των απαλλοτριούμενων εδαφικών τμημάτων που ανήκαν στην ιδιοκτησία του προς εφαρμογή του σχεδίου πόλεως Πατρών και συντάχθηκαν με δική του πρωτοβουλία. Ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο εναγόμενος Δήμος Πατρέων, νομίμως προέβη στην τοποθέτηση δημοτικού αξονικού φωτισμού (περί τα τέλη Οκτωβρίου 1996) και ασφαλτοτάπητα (μετά την πάροδο ενός έτους) στο επίδικο τμήμα 936,76 τ.μ. της οδού Δ…. Αντιθέτως, ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε, ότι έγιναν παρόμοιες εργασίες από τον Δήμο Πατρέων στο υπόλοιπο, ευρισκόμενο Ν της οδού Δ., εδαφικό τμήμα 1.887,28 τ.μ., και επομένως ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον Δήμο Πατρέων το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος – εκκαλούντος στο εν λόγω τμήμα. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 1033 του Α.Κ. οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση για την κτήση κυριότητας του επιδίκου από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο και εφάρμοσε αυτές των άρθρων 28 εδ. α -β του Ν. 1337/1983 και 967 και 968 Α.Κ οι οποίες ήταν εφαρμοστές, σύμφωνα και με όσα στην νομική σκέψη διαλαμβάνονται και όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τον τρίτο, κατά το αντίστοιχο μέρος, λόγο αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλει την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμ, 1α του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., συνισταμένη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 1033 του Α.Κ είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα “πράγματα” αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για αυτά (Α.Π 667/2023, ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 1226/2017). Για το ορισμένο του λόγου απαιτείται να αναφέρονται στο αναιρετήριο με πληρότητα και σαφήνεια ποια πράγματα δέχτηκε το δικαστήριο ως αληθινά, καθώς και ότι τα δέχτηκε χωρίς να αναφέρει στην απόφασή του καθόλου αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την απόδειξή τους, καθώς και ποια ήταν η επίδρασή τους στο διατακτικό της απόφασης (Α.Π 573/2021,ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 449/2019, ΑΠ 1226/2017, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 96/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση από τον αριθμ. 10 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, με την επίκληση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε για την διατύπωση του αποδεικτικού της πορίσματος, ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα των 936,76 τ.μ. περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου Δήμου, διότι είχε αφεθεί στην κοινή χρήση με ρητή βούληση του ενάγοντος, αλλά και των δικαιοπαρόχων του, ως δημοτική οδός προβλεπόμενη από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλεως Πατρών, ακόμη και χωρίς τη καταβολή αποζημίωσης στον πρώην ιδιοκτήτη του ενάγοντα, χωρίς απόδειξη του ισχυρισμού του εναγομένου ότι το ως άνω εδαφικό τμήμα είχε αφεθεί στην κοινή χρήση από τον ενάγοντα. Ο λόγος αυτός, πρωτίστως, είναι αόριστος διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το Εφετείο δέχθηκε τον πιο πάνω ισχυρισμό χωρίς ν’αναφέρει στην απόφασή του καθόλου αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την απόδειξη του ισχυρισμού αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι, από την παραδεκτή (αρθ. 561 παρ 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι, το αποδεικτικό πόρισμα αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις και ειδικότερα, κατά τη διαλαμβανομένη σ` αυτήν ρητή παραδοχή “Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … εξετασθέντων ενώπιον της ορισθείσας με την υπ’ αρ. 1046/1998 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών Εισηγήτριας – Δικαστή (που περιέχονται στην υπ.αρ. ….εισηγητική έκθεση αυτής) και των μαρτύρων Χ. Θ. και Π. Μ., εξετασθέντων ενώπιον του ορισθέντος με την υπ’ αρ. 230/2005 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών Εισηγητή – Δικαστή (που περιέχονται στην υπ’ αρ….εισηγητική έκθεση αυτού, επειδή όμως διεκόπησαν και δεν περατώθηκαν, λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, κατ’ άρθρο 339 Κ.Πολ. Δ …. τις από 10-11-2006 και 30-10- 2009 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού … (διορισθέντος ως πραγματογνώμονα με τις υπ’ αρ. 230/2005 και 204/2008 μη οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών) και τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται α) η υπ’ αρ. 872/1997 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας (τμήμα Δ’), η υπ’ αρ. 836/1997 απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών (ειδικής διαδικασίας), η υπ’ αρ. 226/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών (ασφαλιστικών μέτρων) και 4 φωτογραφίες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας του επίδικου εδαφικού τμήματος της οδού ..(που επικαλείται προσκομίζει ο εκκαλών) και β) η υπ’ αρ. 363/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών (που επικαλείται και προσκομίζει το εφεσίβλητο), λαμβανόμενα υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια κατ’ άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ…….”. Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κ.Πολ.Δικ., λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι ουσιώδεις και γι’ αυτό ασκούντες επίδραση στην έκβαση της δίκης, νόμιμοι και παραδεκτώς προταθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί του διαδίκου, που θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, Ολ.ΑΠ 9/1997, ΑΠ 579/2015, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν πράγματα τα αποδεικτικά μέσα (Α.Π 1646/2018, Α.Π 2044/2017,53/2015, ΑΠ 1627/2011). Επιπλέον ο από τον αριθμ. 8 λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π 12/1997, 25/2003) έστω και εσφαλμένως αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς εκείνα που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π 11/1996,Α.Π 1042/2022, Α.Π684/2019). Επίσης, αναίρεση επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ. 11 του Κ. Πολ.Δ. “αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν”. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ’ όψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποκλείεται, βέβαια, το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Α.Π 978/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμο 8β του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ, συνισταμένη: α) στο ότι ο αναιρεσείων προέβαλε τον αγωγικό ισχυρισμό της ακύρωσης της Πράξης Αναλογισμού, λόγω μη καταβολής εντός 18μήνου της δικαιούμενης αποζημίωσης, από τους υπόχρεους της αποζημίωσης ως και της ανάκλησης της γενόμενης παραχώρησης τμήματος της ιδιοκτησίας του, σε κοινή χρήση, επικαλούμενος την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως περί μη επανέκδοσης της προηγούμενης χορηγηθείσας οικοδομικής άδειας, τον οποίο το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δεν έλαβε υπόψη και β) στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη: α) τις δικαστικά διαταχθείσες πραγματογνωμοσύνες (τις από 10-11-2006 και 30-10-2009 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού …, ο οποίος διορίστηκε με τις με αριθμούς 203/2005 και 204/2008 μη οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών), β) Την υπ’ αριθ. 154/16-3-1993 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πατρέων, γ) Το περιεχόμενο και το τοπογραφικό διάγραμμα των υπ’ αριθ. … πράξεων αναλογισμού ιδιοκτησιών, που συνετάγη από το τμήμα Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αχαΐας, δ) Το υπ’ αριθ. πρωτ. … έγγραφο της Διευθύνσεως Χ.Ο.Π. της Ν. Α. …ε) Τις προσαχθείσες φωτογραφίες ζ) Την με αριθμό … Πράξη αναλογισμού αποζημιώσεως και την υπ’ αριθ. 1967/1980 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία αναγνωρίστηκε δικαιούχος της οφειλομένης αποζημιώσεως η) την υπ’ αρ. … πράξη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών Α. Σ., με την οποία δήλωνε την ανάκληση της παραχώρησης σε κοινή χρήση επικαλούμενος τη πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως”. Ο λόγος αυτός ως προς την υπό στοιχ. α αιτίαση, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε, δεχόμενο ότι, το εδαφικό τμήμα των 936,76 τ.μ από την επίδικη έκταση των 2.824,04 τ.μ είχε αφεθεί με ρητή βούληση του ενάγοντος στην κοινή χρήση προκειμένου να αποτελέσει οδό προβλεπόμενη από το σχέδιο πόλεως Πατρέων σύμφωνα με τις δηλώσεις του ενάγοντος στα πωλητήρια συμβόλαια και τις πράξεις παραχωρήσεως εδαφικών τμημάτων που συντάχθηκαν με δική του επιμέλεια και τις πράξεις αναλογισμού αποζημίωσης, με τις οποίες καθορίσθηκαν οι εικαζόμενοι δικαιούχοι και υπόχρεοι αποζημίωσης των απαλλοτριούμενων εδαφικών τμημάτων που ανήκαν στην ιδιοκτησία του προς εφαρμογή του σχεδίου πόλεως Πατρών και συντάχθηκαν με δική του πρωτοβουλία και δεν συνάγεται αντίθετη κρίση από τους πιο πάνω αναφερόμενους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Ως προς την αιτίαση υπό στοιχ. β, ο λόγος είναι απαράδεκτος, διότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποτελούν πράγματα υπό την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ.. Εξάλλου, με τον έκτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει την από τον αριθμ. 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τα αναφερόμενα αμέσως παραπάνω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτόν έγγραφα. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Τούτο, διότι, από τη προσβαλλόμενη απόφαση και την περιεχομένη σ’ αυτή αναφορά, ότι λήφθηκαν υπόψη, τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της, καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και τα ανωτέρω αποδεικτικά έγγραφα, σε ορισμένα εκ των οποίων μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά και αξιολόγηση (φύλλο 3 σελίδα πρώτη, φύλλο 5 σελίδα πρώτη και δεύτερη και φύλλο 6 σελίδα πρώτη, της προσβαλλομένης απόφασης).
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 12 Κ.Πολ.Δ., αναιρετικός λόγος είναι αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ιδρύεται δηλ. ο λόγος αυτός αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο μικρότερη ή μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη απ’ όση δεσμευτικά γι’ αυτό ορίζει ο νόμος (ΑΠ 1023/2019, 175/2019). Συνακόλουθα τούτων ο προβλεπόμενος από τον αριθμ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη, που δεσμευτικά ορίζει γι’ αυτό ο νόμος και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα, κατά νόμο, αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, όπως τέτοιος είναι και ο συμβολαιογράφος, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσο ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιον του, αν το πρόσωπο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση, όσο και ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (Α.Π 1191/2010). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται α) το αποδεικτικό μέσο που λήφθηκε υπόψη, β) ο ουσιώδης ισχυρισμός σε απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησίμευσε, γ) η αποδεικτική δύναμη που του αποδόθηκε και εκείνη που έχει κατά νόμο, δ) το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης απόφασης (Α.Π 258/2023,ΑΠ 462/2019, 126/2019), και στ) ότι έγινε νόμιμη επίκληση του αποδεικτικού μέσου και του ισχυρισμού προς απόδειξη του οποίου χρησίμευσε το αποδεικτικό μέσο (Α.Π 258/2023,ΑΠ 1038/2019). Επίσης, σε περίπτωση κατά την οποία οι λόγοι αναίρεσης είναι αντιφατικοί, ο δεύτερος από αυτούς απορρίπτεται ως απαράδεκτος, ενώ ο προτασσόμενος αυτού λόγος ερευνάται (Α.Π 1964/2022,Α.Π 619/2020, Α.Π 619/2020, Α.Π 579/2007). Τέλος, με τον έκτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του Κ. Πολ.Δ., συνισταμένη στο ότι δέχθηκε ότι το δημόσιο έγγραφο και ειδικότερα η … Πράξη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Α. Σ. με την οποία δήλωνε ότι ανακαλεί την παραχώρηση σε κοινή χρήση τμήματος της ιδιοκτησίας του, επικαλούμενος την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως περί μη επανέκδοσης της προηγουμένως χορηγηθείσας οικοδομικής άδειας, έχει σχετική μόνο αποδεικτική ισχύ ενώ έχει πλήρη τοιαύτη, αφού δεν προσβλήθηκε από ουδένα. Ο λόγος αυτός, πρωτίστως, είναι απαράδεκτος λόγω της αντιφατικότητάς του με τον αμέσως προηγούμενο λόγο, σύμφωνα με τον οποίο στο ίδιο έγγραφο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι δεν ελήφθη υπόψη αν και προσκομίσθηκε από τον ως άνω αναιρεσείοντα, ενώ με τον λόγο αυτό προϋποθέτει ότι (το ίδιο έγγραφα) ελήφθη υπόψη. Επίσης, διότι, δεν αναφέρεται ο ουσιώδης ισχυρισμός σε απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησίμευσε, και το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης απόφασης. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το προδιαληφθέν έγγραφο- συμβολαιογραφική πράξη αποτελεί μεν δημόσιο έγγραφο γενικώς, συνιστά όμως πλήρη απόδειξη μόνον ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό ότι έγιναν από τον συντάξαντα τούτο συμβολαιογράφο ή ότι έγιναν ενώπιον του, καθώς και ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτό την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος, όχι δε και ως προς την περιεχόμενη σ’ αυτό δήλωση του αναιρεσείοντος ότι ανακαλεί την παραχώρηση σε κοινή χρήση της αναφερόμενης ιδιοκτησίας του, ως προς την οποία τούτο εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο. Περαιτέρω δε, από την προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμήθηκε ότι πράγματι έλαβε χώρα η προβαλλόμενη ανάκληση, όμως από την συνεκτίμηση του εγγράφου αυτού και των λοιπών ισοδύναμων αποδεικτικών εγγράφων (πωλητήρια συμβόλαια και Πράξεις Αναλογισμού) το Εφετείο οδηγήθηκε στο προαναφερθέν αποδεικτικό πόρισμα Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για την θεμελίωση των προαναφερόμενων λόγων αναίρεσης υπό το πρόσχημα των κατά τα ως άνω επικαλούμενων παραβάσεων, πλήττουν, ανεπίτρεπτα, την μη υποκείμενη σε ουσιαστικό έλεγχο εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας (του Εφετείου), αφού τα όσα διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο συνιστούν την κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρήματα αυτού εξαγόμενα από τις αποδείξεις, για τη συναγωγή του επιθυμητού σ’αυτόν αποδεικτικού πορίσματος. Κατ’ ακολουθία, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει ν’ απορριφθεί η από 6-4-2021 αίτηση για αναίρεση της 114/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και επισυνάφθηκαν στη σχετική έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Εφετείου Πατρών. Δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται ελλείψει αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 06-04-2021 αίτηση του Α. Μ. του Α., για αναίρεση της 114/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :