Αριθμός 305/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό και Λεωνίδα Χατζησταύρου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Γκανέ (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Ν. του Ν., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 2878/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από … αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ….
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από … αίτηση του αναιρεσείοντος Α. Ν. του Ν., κατοίκου …, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις …, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 2878/19-7-2023 απόφασης του Α’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 – 4 του ν. 2948/2001, 34 του ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011, 20 του ν. 4321/2015 και 8 του ν. 4337/2015, “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων …”. Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ` εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά νομικά πρόσωπα, που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο [ήδη των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ)], χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ` έξη ή κατ` επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι` αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (ΑΠ 818/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν, παρέπεται: 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα, που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό, με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους, κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λπ.). Αυτή, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού, συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας, με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος (ΑΠ 1257/2022, ΑΠ 565/2022, ΑΠ 705/2020). Εξάλλου, κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ “Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου”, ενώ, κατά το άρθρο 61 του ίδιου Κώδικα, “Όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, το οποίο, όμως, έχει σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο, κατά την κρίση του, να αναβάλει την ποινική δίκη, έως το τέλος της πολιτικής και η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, αρκεί μόνο να μην είναι από εκείνα για τα οποία ο νόμος, προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίωξη, απαιτεί υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο (ΑΠ 1139/2020, ΑΠ 1185/2019). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αντικείμενο της ποινικής δίκης για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών είναι η μη καταβολή, εντός της κατά νόμο οριζόμενης προθεσμίας, των χρεών, που βεβαιώθηκαν σε βάρος του κατηγορουμένου, δηλαδή η διαπίστωση της τέλεσης ή μη αξιόποινης πράξης, της οποίας δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής της υπόστασης το κύρος ή μη (η νομιμότητα) της διοικητικής πράξης, με την οποία βεβαιώθηκαν τα χρέη αυτά, με αποτέλεσμα να μην ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή η αμφισβήτηση εκ μέρους του κατηγορουμένου της νομιμότητας ή βασιμότητας των χρεών του (ΑΠ 1264/2019, ΑΠ 1589/2016). Στην περίπτωση αυτή, ο υπόχρεος οφείλει να ασκήσει τα νόμιμα μέσα, δηλαδή την προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) ανακοπή, στα αρμόδια διοικητικά (ή πολιτικά σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με την υποκείμενη αιτία της ταμειακής βεβαίωσης και τη φύση του χρέους, ως απορρέοντος από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου) δικαστήρια, για να εξαλειφθεί το χρέος. Εάν αυτό δεν συμβεί, το χρέος θεωρείται υποστατό και ενεργό, η δε μη καταβολή του συνεπάγεται τις κυρώσεις του νόμου (ΑΠ 1004/2022, ΑΠ 703/2021, ΑΠ 705/2020).
Συνεπώς, δεν είναι νόμιμη η προβολή υπερασπιστικού ισχυρισμού του κατηγορουμένου, που έχει ως περιεχόμενο την ουσιαστική ανυπαρξία του χρέους, την τυπική ακυρότητα της διαδικασίας έκδοσης του νόμιμου τίτλου ή την ακυρότητα της ταμειακής βεβαίωσης. Έτσι, εφόσον οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν κριθεί τελεσιδίκως από τα αρμόδια διοικητικά ή (αναλόγως) πολιτικά δικαστήρια και το χρέος δεν έχει διαγραφεί στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας, το ποινικό δικαστήριο δεν έχει νόμιμη εξουσία να ελέγξει τα ανωτέρω ζητήματα, αφού η δικαιοδοτική του εξουσία περιορίζεται στη διακρίβωση της βεβαίωσης των χρεών μετά των τόκων, προστίμων κλπ και την πάροδο της τασσόμενης από τον νόμο προθεσμίας για την καταβολή (ΑΠ 1264/2019, ΑΠ 872/2013). Όταν, όμως, κατόπιν προσφυγής του κατηγορουμένου στα αρμόδια διοικητικά ή (αναλόγως) πολιτικά δικαστήρια, εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, βάσει της οποίας διαγράφηκε το επίμαχο χρέος, αναιρείται το ως άνω στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, ήτοι η μη καταβολή βεβαιωμένου χρέους και, συνεπώς, η απόδειξη του ισχυρισμού αυτού συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου. Σημειώνεται δε ότι, σε περίπτωση τελεσίδικης ακύρωσης του χρέους του αμετακλήτως καταδικασθέντος, στα πλαίσια της άνω διοικητικής ή (αναλόγως) πολιτικής διαδικασίας, είναι δυνατό να αποτελέσει το γεγονός αυτό λόγο επανάληψης της διαδικασίας, κατ` άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ, αφού πλέον το χρέος, για το οποίο καταδικάστηκε, ήδη θα έχει εξαλειφθεί (ΑΠ 1589/2016, ΑΠ 403/2013). Περαιτέρω, η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διαφορετικά ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, από την οποία ιδρύεται ιδιαίτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ . Ειδικότερα, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την κρίση του, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατ’ έφεση, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προέβαλε προφορικά στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου τους ακόλουθους ισχυρισμούς, που παρέδωσε και εγγράφως, οι οποίοι καταχωρίσθηκαν στα πρακτικά: “…..Στην προκειμένη περίπτωση, από τον συνημμένο στην εκκαλούμενη απόφαση πίνακα χρεών, που συντάχθηκε την 01-03-2017, φέρονται ως βεβαιωθέντα και ληξιπρόθεσμα κατά τον άνω χρόνο, τα αναφερόμενα υπό στοιχεία 1, 2, 3 και 4 ποσά, με τις αντίστοιχες ταμειακές βεβαιώσεις, συνολικού ύψους 431.833,04 ευρώ. Από τα άνω βεβαιωθέντα χρέη έχουν ακυρωθεί αμετακλήτως και συνεπώς έχουν εξαλειφθεί οριστικά και δεν υφίστανται νομίμως πλέον τα κάτωθι ποσά: 1. Ως προς το υπό στοιχείο 1 του πίνακα χρεών ποσού 229.982,59 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 84.610,59 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 314.593,18 ευρώ, έχει ακυρωθεί καθ’ ολοκληρίαν αμετάκλητα, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, η αντίστοιχη υπ’ αριθμόν … ταμειακή βεβαίωση, με την υπ’ αριθμ. 2373/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. σχετ. 1), η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο και επικαλούμενο με αριθμό … πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών (βλ. σχετ. 2) σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γ. Π. (βλ. σχετ. 3). 2. Ως προς το υπό στοιχείο 2 του πίνακα χρεών ποσού 85.739,06 ευρώ πλέον προσαυξήσεων ποσού 13.149,80 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 98.882,86 ευρώ, έχει ακυρωθεί εν μέρει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, αμετάκλητα η αντίστοιχη υπ’ αριθμόν … ταμειακή βεβαίωση κατά το ποσόν των 44.654,11 ευρώ, πλέον των αντιστοίχων προσαυξήσεων με την υπ’ αριθμ. 2781/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (σχετ. 4) σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 6395/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (σχετ. 5) και το υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών (σχετ. 6). 3. Όσον αφορά τα υπό στοιχεία 3 και 4 του πίνακα χρεών ποσού 5.000 ευρώ και 12.000 ευρώ πλέον προσαυξήσεων έχουν ήδη διαγραφεί οριστικά, όπως προκύπτει από το υπάρχον στην δικογραφία από … έγγραφο του Δικαστικού Τμήματος της ΔΟΥ Καλλιθέας. Άρα, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού από τον πίνακα χρεών έχει ακυρωθεί αμετάκλητα με τις ανωτέρω αποφάσεις το ποσόν των 359.247,29 ευρώ και έχουν διαγραφεί οριστικά τα ποσά των 5.631 ευρώ και 12.726 ευρώ, ήτοι εν συνόλω ποσόν 377.604,29 ευρώ, έχει απομείνει πλέον χρέος ποσού 54.228,75 ευρώ. Κατά συνέπειαν δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος, δεδομένου ότι το εναπομένον οφειλόμενο ληξιπρόθεσμο χρέος είναι μικρότερο από τα προβλεπόμενα από τις άνω διατάξεις κατώτατα όρια (100.000 και 200.000 ευρώ αντίστοιχα) του αξιοποίνου. Προς επίρρωση του προταθέντος υπερασπιστικού ισχυρισμού μου προσάγω ενώπιόν Σας και επικαλούμαι τα ανωτέρω αναφερόμενα υπ’ αριθμ. 1-6 σχετικά. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ – ΑΙΤΟΥΜΑΙ Εν όψει των προεκτεθέντων να κηρυχθώ αθώος”. Το Γ’ Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (αναγνωσθείσας πρωτόδικης απόφασης και όλων των αναγνωσθέντων εγγράφων), αφού κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για τα υπό στοιχεία 3 και 4 του πίνακα χρέη, ποσών 5.631 και 12.726 ευρώ αντιστοίχως, τον καταδίκασε για το ανωτέρω αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 ως προς τα υπόλοιπα χρέη του πίνακα και, κατόπιν της αναγνώρισης του ελαφρυντικού ότι ωθήθηκε στην τέλεση της πράξης από μη ταπεινά αίτια (άρθρ. 84 παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ), του επέβαλε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε (15) μηνών, που ανέστειλε επί τριετία. Δέχθηκε δε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “……ο εκκαλών- κατηγορούμενος στην Αθήνα την …, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων σε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας Αττικής) χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις (έως την ημέρα της σύνταξης του πίνακα χρεών) υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “Α. Ν.. Ν. Ε. Σ. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ”, της οποίας ο κατηγορούμενος είναι διαχειριστής, μεταξύ άλλων, τα υπό στοιχεία 1 και 2 χρέη, όπως αυτά ακριβώς και αναλυτικώς αναφέρονται στο συνημμένο στο διατακτικό (που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό) πίνακα χρεών της ανωτέρω ΔΟΥ (αριθμ. Ειδ. Βιβλίου …), ο οποίος συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από … μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ …, ποσού 314.593,18 ευρώ και 98.882,86 ευρώ αντίστοιχα (συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα την 01.03.2017) και συνολικού ύψους 413.476,04 ευρώ, προερχόμενα από μισθώματα ακίνητης περιουσίας και ειδικότερα αφορούν είσπραξη ανταλλάγματος για το δικαίωμα χρήσης χερσαίας έκτασης στην θέση Κ. Ε., που είχε παραχωρηθεί από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ο. Λ. Ε.” στην ως άνω εταιρεία με την επωνυμία “Α. Ν.. Ν. Ε. Σ. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ”, ηθελημένα δεν κατέβαλε ο κατηγορούμενος με την ανωτέρω ιδιότητα μέσα στη νόμιμη προθεσμία, δηλαδή καθυστέρησε την καταβολή των χρεών αυτών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών. Αναφορικά με τον υποβληθέντα από τον κατηγορούμενο δια του συνηγόρου του αυτοτελή ισχυρισμό ότι οι ταμειακές βεβαιώσεις των παραπάνω υπό στοιχ. (1) και (2) χρεών έχουν ακυρωθεί αμετακλήτως με τις επικαλούμενες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων με αποτέλεσμα να έχουν εξαλειφθεί οριστικά τα αντίστοιχα βεβαιωθέντα χρέη, κρίνεται απορριπτέος καθόσον το κύρος ή μη της ταμειακής βεβαίωσης με την οποία βεβαιώνονται τα αντίστοιχα χρέη δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο [ΑΠ 1589/2016, ΑΠ 320/2013 Δημ, στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Δεδομένου δε ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξάλειψη των υπό στοιχ. [1] και [2] χρεών του κατηγορουμένου, τα εν λόγω χρέη θεωρούνται υποστατά και ενεργά.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των υπό στοιχ. [1] και [2] στον πίνακα χρεών, συνολικού ύψους 413.476,04 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα την 01.03.2017), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής οριζόμενα….”. Στο δε αλληλοσυμπληρούμενο διατακτικό, στο οποίο με το σκεπτικό γίνεται ρητή παραπομπή, ως προς τα υπ’ αριθμ. 1 και 2 χρέη, παρατίθεται αναλυτικός πίνακας, που περιέχει για τα χρέη αυτά, την ιδιότητα του κατηγορουμένου, λόγω της οποίας υποχρεούται στην καταβολή των χρεών (διαχειριστής), τους αριθμούς των (ταμειακών) βεβαιώσεων (… και … αντιστοίχως), τις ημερομηνίες βεβαιώσεων (… και … αντιστοίχως), το οικονομικό έτος των βεβαιώσεων αυτών (…), το είδος των χρεών (μισθώματα ακίνητης περιουσίας), τα οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα ποσά κατά το κεφάλαιο και τις προσαυξήσεις τους, τον τρόπο πληρωμής τους (εφάπαξ) και τις ημερομηνίες λήξης των προθεσμιών πληρωμής τους (… και … αντιστοίχως). Με τις ανωτέρω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και, επιπλέον, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όσον αφορά στην απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, για μη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, το Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, που ισχυρίσθηκε ότι, με τις αναφερόμενες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι ταμειακές βεβαιώσεις των υπό στοιχ. (1) και (2) χρεών έχουν ακυρωθεί αμετακλήτως (η πρώτη για το συνολικό ποσό και η δεύτερη για μέρος αυτού), ότι τα ως άνω βεβαιωθέντα χρέη έχουν ακυρωθεί αμετακλήτως και, συνεπώς, έχουν εξαλειφθεί οριστικά και δεν υφίστανται νομίμως, περαιτέρω δε, ότι το υπολειπόμενο οφειλόμενο ποσό του πίνακα χρεών έχει περιοριστεί κάτω από τα όρια του αξιοποίνου, με την αιτιολογία ότι το κύρος ή μη της ταμειακής βεβαίωσης, με την οποία βεβαιώνονται τα αντίστοιχα χρέη, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ότι, εφόσον δεν προέκυψε από οποιοδήποτε στοιχείο η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξάλειψη των υπό στοιχ. [1] και [2] χρεών του κατηγορουμένου, τα εν λόγω χρέη θεωρούνται υποστατά και ενεργά. Όπως προαναφέρθηκε, πράγματι το κύρος ή μη (η νομιμότητα) της διοικητικής πράξης, με την οποία βεβαιώνονται τα σχετικά χρέη, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, με συνέπεια το ποινικό δικαστήριο να μην έχει νόμιμη εξουσία να ελέγξει την ουσιαστική ανυπαρξία του χρέους, την τυπική ακυρότητα της διαδικασίας έκδοσης του νόμιμου τίτλου ή την ακυρότητα της ταμειακής βεβαίωσης. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η τυχόν εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου διοικητικού ή (αναλόγως) πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί σχετικής ανακοπής του κατηγορουμένου, όπως το Δικαστήριο της ουσίας φαίνεται να υπολαμβάνει. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων δεν επιχείρησε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα ή βασιμότητα των χρεών του ευθέως ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, αλλά βάσει των σχετικών αποφάσεων των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων, που είχαν εκδοθεί, κατά το άρθρο 73 του Κ.Ε.Δ.Ε, επί ανακοπών της οφειλέτριας εταιρείας με την επωνυμία “Α. Ν.. Ν. Ε. Σ. Μον. ΕΠΕ”, της οποίας ο αναιρεσείων ήταν διαχειριστής, τις οποίες (αποφάσεις) όφειλε να συνεκτιμήσει. Ειδικότερα δε, κατά τα προεκτεθέντα, η τυχόν ακύρωση της ταμειακής βεβαίωσης από το αρμόδιο δικαστήριο, ακόμη και αν ο νόμιμος τίτλος (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια) παραμένει αλώβητος, εφόσον καθιστά μη ληξιπρόθεσμο το χρέος, αναιρεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι, για την ενεργοποίηση της ευθύνης του αναιρεσείοντος, σε βάρος του οποίου υπήρχε εκ του νόμου πρόσθετη ευθύνη, με την οφειλέτρια εταιρεία, για την καταβολή των χρεών, δεν ήταν αναγκαία η επανάληψη της διαδικασίας προσδιορισμού των χρεών και η επ’ ονόματί του ταμειακή βεβαίωση των οφειλομένων ποσών, καθόσον ήταν επιτρεπτό να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη των οφειλόμενων ποσών από αυτόν βάσει της ταμειακής βεβαίωσης, που είχε εκδοθεί επ` ονόματι της εταιρείας [ΑΠ 1623/2015 (Πολ.), ΣτΕ 2636/2018, ΕΣ 705/2018]. Όμως, επιπλέον, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την έρευνα του προαναφερόμενου αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν έλαβε υπόψη του τις ως άνω αναγνωσθείσες αποφάσεις, ήτοι α) την υπ’ αριθμ. 2373/2019 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) την υπ’ αριθμ. 2781/2016 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 6395/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή τους, βάσει αυτών, ακυρώθηκαν όχι μόνο οι ταμειακές βεβαιώσεις του πρώτου χρέους, συνολικού ποσού 314.593,18 ευρώ και (εν μέρει) του δεύτερου χρέους, για το ποσό των 44.654,11 ευρώ, κατά της ως άνω εταιρείας, αλλά, επιπλέον, α) οι σχετικές ατομικές ειδοποιήσεις κατ’ αυτής για την καταβολή των ανωτέρω ποσών και β) οι σχετικές αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του Ο. Λ. Ε. Α.Ε, με τις οποίες βεβαιώθηκαν σε βάρος της ως άνω εταιρείας οι προαναφερόμενες οφειλές (δηλαδή οι νόμιμοι τίτλοι των οφειλών), η πληρωμή των οποίων επιδιώχθηκε να γίνει από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. σε βάρος του αναιρεσείοντος ως διαχειριστή και προσθέτως ευθυνομένου με την ως άνω εταιρεία. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Δ’ του ΚΠΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, αφού παρέλκει πλέον η έρευνα των λοιπών αναιρετικών αιτιάσεων, ως αλυσιτελών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519, 522 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2878/19-7-2023 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Φεβρουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 305/2024 Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο – Εξέταση ακυρώσεων από πολιτικά δικαστήρια
Πηγή :