ΑΠΟΦΑΣΗ
Gorse κατά Σλοβενίας της 06.03.25 (αρ. προσφ. 47186/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είναι δικηγόρος. Καταδικάστηκε για κατάχρηση εξουσίας και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από δικαστήριο του οποίου ο Προεδρεύων δικαστής, σε προγενέστερη δίκη, είχε κρίνει σε μονομελή σύνθεση δύο συγκατηγορούμενους του ως ενόχους, αναγράφοντας στην αιτιολογία ότι διέπραξαν αυτά τα αδικήματα ως συνεργοί του προσφεύγοντος. Η καταδικαστική απόφαση που αφορούσε τους συγκατηγορουμένους περιείχε λεπτομερή περιγραφή της εγκληματικής συμπεριφοράς που αποδίδετο στον προσφεύγοντα και αναφέρθηκε αυτός, στην ανωτέρω απόφαση, ως δράστης και αυτουργός των αδικημάτων. Η απόφαση αυτή ανέφερε ότι οι καταδικασθέντες τον είχαν βοηθήσει εκ προθέσεως να διαπράξει το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας και ότι είχαν συνωμοτήσει μαζί του για τη διάπραξη του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση: α) του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ γιατί υπήρχε νόμιμος λόγος φόβου για έλλειψη αμεροληψίας του προεδρεύσαντος δικαστή του δικαστηρίου που καταδίκασε τον προσφεύγοντα και β) του άρθρου 6 παρ. 2 δεδομένου ότι θίχθηκε το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητάς του εξαιτίας της νομικής αξιολόγησης των ενεργειών του από τον ίδιο δικαστή πριν την εκδίκαση της υπόθεσής του. Επιδίκασε δε ποσό 2.400 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.196 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Brane Gorše, είναι Σλοβένος δικηγόρος, γεννημένος το 1960 και κατοικεί στη Λιουμπλιάνα. Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του για κατάχρηση εξουσίας και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Καταδικάστηκε το 2014.
Τέθηκε υπό κράτηση στις 13 Φεβρουαρίου 2013 και κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες λόγω της ιδιότητάς του ως εκκαθαριστή εταιρίας, H.K. Αρκετά άλλα άτομα κατηγορήθηκαν για τα ίδια γεγονότα.
Τον Οκτώβριο του 2013, οι δύο συγκατηγορούμενοι του P.K. και S.S., συνήψαν συμφωνία διαπραγμάτευσης με την εισαγγελική αρχή, παραδεχόμενοι την ενοχή τους για συνέργεια σε αδίκημα κατάχρησης εξουσίας και για διάπραξη του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Στις 12 Νοεμβρίου 2013, το Μονομελές δικαστήριο με δικαστή τον J.G., διεξήγαγε προκαταρκτική ακρόαση κατά τη διάρκεια της οποίας αναγνώστηκαν οι συμφωνίες ομολογίας ενοχής. Το δικαστήριο δέχθηκε την ομολογία ενοχής των κατηγορουμένων και τις συμφωνίες παραδοχής ενοχής. Την ίδια ημέρα το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση κατά αυτών, που βασίστηκε στις ομολογίες τους, και επέβαλε τις ποινές. Οι αποφάσεις εξηγούσαν λεπτομερώς τις εγκληματικές δραστηριότητες των συγκατηγορουμένων και άλλων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, και ανέφεραν ότι οι P.K. και S.S. είχαν βοηθήσει εκ προθέσεως τον προσφεύγοντα να διαπράξει το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας και ότι είχαν συνωμοτήσει μαζί του για τη διάπραξη του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Στις 14 Νοεμβρίου 2013 διεξήχθη προκαταρκτική ακρόαση κατά του προσφεύγοντος, ενώπιον δικαστηρίου που προέδρευε ο ίδιος διακστής J.G. Ο προσφεύγων δήλωσε ότι δεν ομολογεί την ενοχή του και ότι είναι αθώος. Την ίδια ημέρα, ο συνήγορός του ζήτησε να εξαιρεθεί ο δικαστής J.G., ο οποίος είχε αποδεχθεί την ομολογία ενοχής των P.K. και S.S., σύμφωνα με το άρθρο 39(1)(6) του Νόμου περί Ποινικής Δικονομίας.
Στις 15 Νοεμβρίου 2013, απορρίφθηκε η αίτηση εξαίρεσης, με την αιτιολογία ότι ο δικαστής J.G. είχε διεξαγάγει νόμιμα τη διαδικασία, ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχε αποφασίσει την ενοχή του προσφεύγοντος και ότι η απλή υποκειμενική γνώμη του προσφεύγοντος, η οποία δεν υποστηριζόταν από συγκεκριμένα γεγονότα δεν δημιουργούσε αντικειμενικές αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του δικαστή J.G., έτσι ώστε να μπορέσει να δικαιολογήσει την εξαίρεσή του.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1 και
Άρθρο 6 παρ. 2
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου ζήτημα αμεροληψίας του δικαστή ανακύπτει, όταν προγενέστερη απόφαση περιέχει λεπτομερή εκτίμηση του ρόλου προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα διαπραχθέν από περισσότερα πρόσωπα, αλλά το οποίο δεν έχει ακόμη δικαστεί και, όταν η προγενέστερη απόφαση περιέχει συγκεκριμένο χαρακτηρισμό της συμμετοχής του στην αξιόποινη πράξη ή σαφή διαπίστωση ότι το πρόσωπο που δεν έχει ακόμη δικαστεί πληροί όλα τα κριτήρια που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η διάπραξη ποινικού αδικήματος. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι προδικάζεται το ζήτημα της ενοχής του προσώπου που πρόκειται να δικαστεί σε μεταγενέστερη διαδικασία και, ως εκ τούτου, οδηγεί σε αντικειμενικά δικαιολογημένες αμφιβολίες ότι το εθνικό δικαστήριο έχει μια προκατειλημμένη άποψη για το αδίκημα που κρίνει για το εν λόγω πρόσωπο κατά την έναρξη της δίκης του.
Επίσης κατά το ΕΔΔΑ το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 2 είναι ένα από τα στοιχεία μιας δίκαιης ποινικής δίκης (βλ., Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας της 10.02.1995, § 35 και Natsvlishvili και Togonidze κατά Γεωργίας, αρ. 9043/05 § 103, στην υπόθεση Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.21, αρ. 63703/19 §§ 34-36). Σύμφωνα με το Δικαστήριο πρέπει να γίνεται θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της δήλωσης ότι κάποιος είναι απλώς ύποπτος για τη διάπραξη εγκλήματος και της σαφούς δήλωσης, ελλείψει αμετάκλητης καταδίκης, ότι ένα άτομο έχει διαπράξει το εν λόγω έγκλημα. Η χρήση της γλώσσας είναι κρίσιμης σημασίας από την άποψη αυτή (Daktaras κατά Λιθουναίας , αριθ. 42095/98, § 41, Böhmer κατά Γερμανίας της 03.10.2002, αρ. 37568/97, §56).
Το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει ότι σε περίπλοκες ποινικές διαδικασίες που αφορούν περισσότερα πρόσωπα τα οποία δεν μπορούν να δικαστούν από κοινού, οι αναφορές του δικαστηρίου της δίκης για την συμμετοχή τρίτων, οι οποίοι μπορούν αργότερα να δικαστούν χωριστά, μπορεί να είναι αναπόφευκτες όταν αξιολογείται η ενοχή εκείνων που δικάζονται. Τα ποινικά δικαστήρια υποχρεούνται να καθορίζουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης που έχουν σημασία για την εκτίμηση της νομικής ευθύνης του εκάστοτε κατηγορουμένου όσο το δυνατόν ακριβέστερα και δεν μπορούν να παρουσιάζουν απλούς ισχυρισμούς ή υπόνοιες ως αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά. Το ίδιο ισχύει και για πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την εμπλοκή τρίτων. Ωστόσο, εάν πρέπει να παρουσιαστούν τέτοια γεγονότα, τα δικαστήρια θα πρέπει να αποφεύγουν να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες από ό,τι είναι απαραίτητο για την αξιολόγηση της νομικής ευθύνης των προσώπων που κατηγορούνται στην δίκη που εκδικάζουν (Navalnyy και Ofitserov κατά Ρωσίας της 22.02.2016, αριθ. 46632/13 και 28671/14 § 99).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το δικαστήριο που καταδίκασε τον προσφεύγοντα αποτελούνταν από δύο ενόρκους (λαϊκούς δικαστές) και το δικαστή J.G., επαγγελματία δικαστή. Ως επαγγελματίας δικαστής, ο δικαστής αυτός έπρεπε να θεωρείται καλύτερα εκπαιδευμένος και ικανός, δεδομένης της πείρας του, να απεμπλακεί από τη συζήτηση και τις αποφάσεις της προηγούμενης διαδικασίας κατά των δύο συγκατηγορουμένων του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, διαπίστωσε επίσης ότι δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι ο δικαστής J.G. ενήργησε με οποιαδήποτε προσωπική προκατάληψη στη διαδικασία κατά του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, πρέπει να τεκμαίρεται η προσωπική αμεροληψία του δικαστή (υποκειμενικό κριτήριο). Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι, κατά τη διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, η ίδια δικαστική σύνθεση εξέτασε μάρτυρες, πραγματογνώμονες και έγγραφα και ότι στην καταδικαστική απόφασή του κατά του προσφεύγοντος ήταν υποχρεωμένο να καταλήξει στις δικές τους διαπιστώσεις βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που εξετάστηκαν στη διαδικασία εναντίον του.
Ωστόσο, ενώ αυτά ήταν σημαντικά στοιχεία για την εξέταση του ζητήματος εάν το δικαστήριο της δίκης πληρούσε την απαίτηση αμεροληψίας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 στην περίπτωση του προσφεύγοντος, το εθνικό δικαστήριο δεν απαλλασσόταν από την έρευνα του κατά πόσον οι προγενέστερες αποφάσεις κατά των συγκατηγορουμένων περιείχαν ευρήματα που πραγματικά προδίκαζαν το ζήτημα της ενοχής του προσφεύγοντος και υπονόμευσε, με την αντικειμενική έννοια, την αμεροληψία του δικαστή που προέδρευσε της δικαστικής σύνθεσης που καταδίκασε τον προσφεύγοντα.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των αδικημάτων που προσάπτονταν στους συγκατηγορουμένους, η αναφορά σε τρίτους και στον ρόλο που φερόταν να διαδραμάτισε ο προσφεύγων μπορούσε να ήταν αναπόφευκτη κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών της αξιόποινης πράξης. Ως εκ τούτου το ΕΔΔΑ όφειλε να εξακριβώσει αν, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού λεπτομέρειας και της διατύπωσης που χρησιμοποιήθηκε, η αναφορά στον προσφεύγοντα έθιγε τις εγγυήσεις του άρθρου 6, παρ. 1 και 2 .
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση με την οποία εγκρίθηκαν οι συμφωνίες ομολογίας ενοχής των συγκατηγορουμένων περιείχαν λεπτομερή πραγματική περιγραφή των εγκλημάτων τους, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου του προσφεύγοντος σε αυτά, και πραγματική περιγραφή της εγκληματικής συμπεριφοράς που αποδόθηκε στον τελευταίο. Παρόλο που οι αποφάσεις αυτές δεν περιείχαν καμία ρητή ξεχωριστή διαπίστωση της ενοχής του προσφεύγοντος, ανέφεραν στο διατακτικό τους ότι οι συγκατηγορούμενοι είχαν βοηθήσει εκ προθέσεως τον προσφεύγοντα στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας και ότι, μαζί με ορισμένα άλλα άτομα, είχαν διαθέσει χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία τα οποία γνώριζαν ότι είχαν αποκτηθεί μέσω της διάπραξης των ποινικών αδικημάτων των οποίων ο προσφεύγων ήταν «δράστης». Ως εκ τούτου, η σύνθεση του δικαστηρίου είχε προβεί σε νομική αξιολόγηση των ενεργειών του προσφεύγοντος, ενώ δεν είχε ακόμη δικαστεί στο δικαστήριο.
Το Δικαστήριο θεώρησε ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί ότι οι επίδικες αποφάσεις όχι μόνο περιείχαν πραγματική περιγραφή του προβαλλόμενου ρόλου του προσφεύγοντος, αλλά τον ανέφεραν επίσης, μεταξύ άλλων και στο διατακτικό τους, ως το πρόσωπο που είχε διαπράξει το ποινικό αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, το οποίο κατά το χρονικό εκείνο σημείο εξακολουθούσε να αποτελεί απλώς ποινική κατηγορία όσον τον αφορούσε. Η αναφορά ότι ήταν ο «δράστης» αυτού του αδικήματος δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας ως προς το τι έκρινε το δικαστήριο. Το πλήρες όνομα του προσφεύγοντος είχε δοθεί και οι αναφορές σε αυτόν δεν ήταν διατυπωμένες έτσι ώστε να δείχνουν ότι ήταν απλώς κατηγορούμενος και εδιώκετο σε χωριστές ποινικές διαδικασίες. Καμία δε αιτιολογία ότι η ενοχή του δεν είχε αποδειχθεί νομικά δεν εμφανίσθηκε στο σκεπτικό της απόφασης που καταδίκασε τους συγκατηγορουμένους ή οπουδήποτε αλλού. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ιδίως της αναφοράς του προσφεύγοντος ως δράστη του επίμαχου αδικήματος και της λεπτομερούς περιγραφής της συμπεριφοράς του από την οποία προέκυπτε με σαφήνεια ότι είχε διαπράξει το αδίκημα αυτό, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι καταβλήθηκαν επαρκείς προσπάθειες για να αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η εντύπωση ότι ο προσφεύγων είχε ήδη κριθεί ένοχος.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η απόφαση κατά των συγκατηγορουμένων του προσφεύγοντος έθιξε το δικαίωμα του προσφεύγοντος να τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 2 της Σύμβασης και επιδίκασε 2.400 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.196 ευρώ για έξοδα.