Αριθμός 402/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Μαΐου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Φ. χήρας Κ. Γ., το γένος Γ. Φ. – Π., κατοίκου … Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Μαλακάση.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ρ. του Δ., κατοίκου … Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ασπρογέρακα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-9-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1445/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 6530/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-4-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες, εξαιρετικές, περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1365/2019, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 662/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 505 του ΑΚ, “ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή”. Ως αχαριστία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία και οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσβάλλει δε άμεσα αγαθά του δωρητή. Έτσι, αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη φροντίδας και περίθαλψης, καθώς και η καταφρόνηση του δωρητή εκ μέρους του δωρεοδόχου με λόγο και έργο. Το ζήτημα αν η συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που καταδεικνύει την αχαριστία, συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για την διαμόρφωση της κρίσης του εκτιμά την συμπεριφορά αυτήν με βάση αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητού ή του συζύγου ή στενού συγγενούς του και αποφαίνεται, αν η υπ` αυτού γενόμενη δεκτή, ως εμπίπτουσα κατά αντικειμενική κρίση στις νομικές έννοιες του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας, συμπεριφορά του δωρεοδόχου συνιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία. Η κρίση αυτή του δικαστή της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς, όχι ως προς το εάν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση αν τα περιστατικά, όπως τα δέχθηκε ο δικαστής της ουσίας ότι απεδείχθησαν, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέως παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 173/2017, ΑΠ 655/2014). Εξάλλου, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς για την ως άνω αιτία, σύμφωνα με το άρθρο 509 του ΑΚ, ασκείται με μονομερή δήλωση του δωρητή, απευθυντέα προς το δωρεοδόχο, η οποία είναι άτυπη, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, και συνεπώς μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή, πρέπει δε να αναφέρεται σε αυτή και ο λόγος της ανακλήσεως της δωρεάς για τη συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα, που συνιστούν το βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου, τα οποία, βεβαίως, μπορεί να αμφισβητήσει ο δωρεοδόχος ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και θα αποτελέσουν το αντικείμενο της αποδείξεως, ενώ η μη αναφορά στη δήλωση του λόγου ανάκλησης, καθιστά ανίσχυρη την ανάκληση, αφού στερείται ο δωρεοδόχος του δικαιώματος άμυνας εναντίον της ανάκλησης. Επιφέρει δε η δήλωση περί ανακλήσεως της δωρεάς τα νόμιμα αποτελέσματά της, από το χρόνο που περιέρχεται στο δωρεοδόχο, υπό την προϋπόθεση της αποδείξεως της αληθείας του επικαλούμενου στη δήλωση από το δωρητή ως άνω λόγου ανακλήσεως (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1375/2014, ΑΠ 1832/2011). Κατά συνέπεια, για την ευδοκίμηση της αγωγής περί ανακλήσεως της δωρεάς, πρέπει, αφενός ο λόγος αχαριστίας να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης, αφετέρου να αποδείξει ο ενάγων την αλήθεια του αναφερόμενου στη δήλωση ανάκλησης λόγου και αν αυτός αφορά την επιδειχθείσα από το δωρεοδόχο αχαριστία, να αποδείξει το έναντι του βαρύ παράπτωμα, από το οποίο προήλθε αυτή (ΑΠ 35/2020, ΑΠ 1439/2017, ΑΠ 655/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 ΑΚ, η ανάκληση αποκλείεται, αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στο δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η τιθέμενη με αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς, αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενη υπόψη (άρθρο 280 ΑΚ), δεν αρχίζει, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το λόγο της αχαριστίας, είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη ανάκλησης της δωρεάς, διότι στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, οπότε η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 98/2020, ΑΠ 1439/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής: “Ο εναγόμενος είναι ανιψιός εξ’ αγχιστείας του συζύγου της ενάγουσας, Κ. Γ., ο οποίος απεβίωσε στις 11.11.2004. Η ενάγουσα, γεννηθείσα στις 27-11-1926 και ηλικίας ήδη 84 ετών κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, δεν απέκτησε τέκνα με το σύζυγό της και έτσι, μετά το θάνατο του συζύγου της, έμεινε μόνη, χωρίς εγγύτερους συγγενείς. Η ενάγουσα, ηλικίας 78 ετών κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της [2004], συνέχισε να διαβιεί μόνη της στη συζυγική της οικία και μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, μη έχοντας τότε άμεση ανάγκη τρίτου προσώπου για τις καθημερινές της ανάγκες. Άλλωστε η ενάγουσα παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 15-2-2018, παρότι διήγε το 92ο έτος της ηλικίας της και μάλιστα εξετάστηκε αυτοπροσώπως ως διάδικος από το ανωτέρω Δικαστήριο. Ο εναγόμενος διατηρούσε καλές σχέσεις με την ενάγουσα και το σύζυγό της [θείο του] προ του θανάτου του, αλλά και μετά το θάνατο του τελευταίου, συνέχισε να επισκέπτεται την ενάγουσα μαζί με τη σύζυγό του, την φιλοξενούσε κατά διαστήματα στο δικό του σπίτι και περνούσαν μαζί κάποιες καλοκαιρινές διακοπές στο εξοχικό σπίτι της ενάγουσας στα …, επιδεικνύοντας φροντίδα και συμπαράσταση στο πρόσωπό της, ενόψει της μοναχικής της διαβίωσης και των συναισθημάτων ανασφάλειας και φόβου που βίωνε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της. Ένεκα της φροντιστικής αυτής συμπεριφοράς του εναγομένου, η ενάγουσα προέβη τον Οκτώβριο του 2005, δυνάμει του υπ’ αριθ. … συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Ασπροπύργου Αττικής, Παναγιώτη Καμπόλη – Γαλαντόμη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … [Τόμος …], στη μεταβίβαση λόγω δωρεάς στον εναγόμενο της ψιλής κυριότητας, παρακρατώντας για την ίδια εφ’ όρου ζωής την επικαρπία, ενός αγροτεμαχίου κειμένου στη θέση “…” του Δήμου … εκτάσεως 1.006,13 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειας οικίας, εμβαδού 68,45 τ.μ., η οποία ανεγέρθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. … οικοδομικής αδείας του Πολεοδομικού Γραφείου…. Το εν λόγω ακίνητο εμφαίνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από 20-7-2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού, Θ. Λ. και συνορεύει Βόρεια, σε πρόσωπο πλευράς Γ-Δ, μήκους 25,50 μ., με επαρχιακή οδό … -…., Νότια, σε πλευρά Α-Β, μήκους 23,40 μ., με ιδιοκτησία αγνώστου και πέραν αυτού με ρέμα, Ανατολικά, σε πλευρά Α-Δ, μήκους 40 μ., με πρώην ιδιοκτησία Σ. Κ. και Δυτικά, σε πλευρά Β-Γ, μήκους 42,60 μ., με πρώην ιδιοκτησία Ι. Γ.. Περιήλθε δε στην ενάγουσα από κληρονομία του συζύγου της, Κ. Γ.. Στο συμβόλαιο αυτό μάλιστα, γίνεται μνεία ότι η δωρεά αυτή γίνεται “από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας και σε ένδειξη ιδιαίτερης αγάπης και ευγνωμοσύνης της δωρήτριας προς τον δωρεοδόχο”, καθώς και ότι αυτή “παραιτείται από κάθε γενικά δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς”. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα τηρούσε δύο κοινούς λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στους οποίους συμπεριέλαβε ως συνδικαιούχο τον εναγόμενο. Από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα των καταστάσεων αναλυτικής κίνησης των παρακάτω λογαριασμών, που έχουν εξαχθεί από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της άνω τράπεζας, αποδεικνύεται ότι στο όνομα αμφοτέρων των διαδίκων τηρούνταν: α] ο υπ’ αριθ. … κοινός λογαριασμός, ο οποίος στις 23-2-2005 εμφάνιζε καταθέσεις ανερχόμενες στο ποσό των 60.335,66 €, με τελευταία εγχρήματη συναλλαγή στις 14-10-2009 και υπόλοιπο 0,79 € και β] o υπ’ αριθ. … κοινός λογαριασμός στον οποίο κατατίθετο μηνιαίως η σύνταξη της ενάγουσας, με τελευταία εγχρήματη συναλλαγή στις 22-10-2009 και υπόλοιπο 0,95 €. Ως προς τον πρώτο, υπ’ αριθ. … κοινό λογαριασμό, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος, εν αγνοία της, είχε προβεί σε αναλήψεις, με αποτέλεσμα οι αποταμιεύσεις της, συνολικού ποσού, στις 23-2-2005, 60.335,66 €, να έχουν απομειωθεί στο ποσό των 34 €, γεγονός το οποίο αντιλήφθηκε για πρώτη φορά στις 14-10-2009, κατόπιν σχετικού ελέγχου. Για την ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, συνιστά βαρύ παράπτωμα του ανωτέρω και δικαιολογεί την ανάκληση της γενομένης ως άνω δωρεάς ένεκα αχαριστίας, αποδείχθηκαν τα εξής: Στις … η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος εξέδωσε μια κάρτα αναλήψεων μέσω ATM’S, στο όνομα του εναγομένου, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο. Από το προσκομιζόμενο απόσπασμα της αναλυτικής κίνησης του εν λόγω λογαριασμού, προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 22-6-2005 έως 21-3-2009, άρχισαν να λαμβάνουν χώρα σταδιακά αναλήψεις χρηματικών ποσών, που είχαν ως αποτέλεσμα ο άνω λογαριασμός, στις 14-10-2009 [που είναι και η τελευταία εγχρήματη συναλλαγή], να εμφανίζει υπόλοιπο μόλις 0,78 €. Στην ίδια αναλυτική κίνηση του ίδιου λογαριασμού, παρατηρείται ότι όλες οι αναλήψεις του χρονικού διαστήματος από 22-6-2005 έως 12-10-2006, έγιναν με τη χρήση του βιβλιαρίου καταθέσεων του λογαριασμού αυτού, ενώ όλες οι υπόλοιπες αναλήψεις, ήτοι από 16-10-2006 έως 21-3-2009, έγιναν αποκλειστικά με τη χρήση κάρτας αναλήψεων μέσω ATM’S. Όλες δε οι επαναλαμβανόμενες αναλήψεις, τόσο μέσω βιβλιαρίου καταθέσεων, όσο και με τη χρήση κάρτας ανάληψης από Αυτόματες Ταμειολογιστικές Μηχανές [ ΑΤΜ ] λαμβάνουν χώρα σε τακτά χρονικά διαστήματα και αφορούν σε αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά, της τάξεως πάντα των 580 €, 480 € και 380 €. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι την κάρτα αναλήψεων μέσω ATM’S, παρότι είχε εκδοθεί στο όνομά του, την κατείχε η ενάγουσα, όπως άλλωστε και το βιβλιάριο καταθέσεων. Το γεγονός αυτό εξάλλου επιβεβαίωσε και η ίδια η ενάγουσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την ανωμοτί κατάθεσή της, η οποία, σε σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, απάντησε ότι αυτή κατείχε τόσο το βιβλιάριο όσο και την κάρτα και ότι η ίδια μόνη της μετέβαινε στη τράπεζα, καθότι ήταν κοντά στο σπίτι της και προέβαινε σε αναλήψεις με το βιβλιάριο μόνο. Για δε το βιβλιάριο καταθέσεων, ουδέποτε η ενάγουσα, τόσο στην αγωγή της όσο και στην ανωμοτί κατάθεσή της, ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου για να προβαίνει με αυτό στις σχετικές αναλήψεις. Βάσει των ανωτέρω αποδεχθέντων από την ενάγουσα, σε συνδυασμό με την κίνηση του εν λόγω λογαριασμού από το σχετικό απόσπασμα της τράπεζας, προκύπτει ότι οι αναλήψεις του χρονικού διαστήματος 22-6-2005 έως 12-10-2006, που έγιναν με τη χρήση του βιβλιαρίου καταθέσεων, ήτοι από την ενάγουσα, είχαν ήδη απομειώσει το αρχικό ποσό των 60.335,66 € στο ποσό των 33.323,68 €, δηλαδή σχεδόν στο ήμισυ, αφού κατά την τελευταία ανάληψη μέσω βιβλιαρίου, στις 12-10-2006, εμφανίζεται ως υπόλοιπο το ανωτέρω ποσό [33.323,68 €]. Για τη δυνατότητα χρήσης της κάρτας αναλήψεων μέσω ATM’S από την ίδια την ενάγουσα, αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν περιορισμένων γραμματικών γνώσεων, αλλά και λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, ήταν δύσκολο έως αδύνατο να προβαίνει η ίδια σε αναλήψεις μέσω ATM’S χωρίς τη βοήθεια τρίτου προσώπου. Μάλιστα, η ίδια η μάρτυρας και σύζυγος του εναγομένου κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι εκείνη της είχε αναγράψει με μεγάλα στοιχεία τον αριθμό του ΡΙΝ και την είχε βοηθήσει δυο φορές να σηκώσει χρήματα. Η ίδια δε η ενάγουσα, για τις αναλήψεις με την κάρτα αναλήψεων, κατέθεσε σχετικά στην ανωμοτί εξέτασή της, ότι ο εναγόμενος αναλάμβανε τα χρήματα από το μηχάνημα και τα έπαιρνε η ίδια. Εξάλλου, από τα ίδια αποσπάσματα αναλυτικής κίνησης του παραπάνω λογαριασμού, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα στον εν λόγω υπ’ αριθ. … κοινό λογαριασμό, ο οποίος, κατόπιν κατάθεσης στις 23-2-2005 ποσού 5.500 €, εμφάνιζε υπόλοιπο 60.335,66 € κατά τα προαναφερόμενα, κατά το μεταγενέστερο διάστημα και δη έως τις 7-5-2008, προέβη σταδιακά σε καταθέσεις διαφόρων χρηματικών ποσών και συγκεκριμένα, στις 12-1-2006 κατέθεσε το ποσό των 4.000 €, με εμφανιζόμενο υπόλοιπο 55.461 €, στις 5-7-2006 κατέθεσε το ποσό των 1.600 €, με εμφανιζόμενο υπόλοιπο 40.823,68 €, στις 10-5-2007 κατέθεσε το ποσό των 3.000 €2 με εμφανιζόμενο υπόλοιπο 19.214,79 € και στις 7-5-2008 κατέθεσε το ποσό των 1.000 €, με εμφανιζόμενο υπόλοιπο μόλις το ποσό 2.127,49 € ένεκα των επιγενόμενων αναλήψεων. Ήτοι, κατέθεσε συνολικά το ποσό των 9.600 €, λαμβάνοντας κάθε φορά γνώση του μειούμενου υπολοίπου, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί για την απομείωση αυτή των καταθέσεών της, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, διαμαρτυρόμενη για πρώτη φορά περί τούτου, κατόπιν παρέλευσης ενάμιση και πλέον έτους από τη γνώση του υπολοίπου της τελευταίας κατάθεσης, με τις από … εξώδικες δηλώσεις της που κοινοποίησε στον εναγόμενο, γνωστοποιώντας του παράλληλα την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εν λόγω δωρεά. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ενάγουσα, προβαίνοντας στις αναλήψεις αυτές μέσω των μηχανημάτων ATM’S, με τη βοήθεια του εναγομένου, ως κατέθεσε, ή άλλου τρίτου προσώπου, συναινούσε, άλλως ενέκρινε τις αναλήψεις αυτές, αποδεχόμενη το εκάστοτε απομειούμενο υπόλοιπο του λογαριασμού της, το οποίο και πληροφορείτο, με την κάθε κατάθεση που πραγματοποιούσε, από τις σχετικές εγγραφές στο βιβλιάριο καταθέσεων που κατείχε…
Συνεπώς, εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων, ήτοι της κατοχής τόσο του βιβλιαρίου όσο και της κάρτας αναλήψεων από την ενάγουσα, της αποδοχής της ότι μόνο αυτή αναλάμβανε χρήματα με το βιβλιάριο, εκ του γεγονότος ότι όλες οι αναλήψεις [είτε με το βιβλιάριο είτε με την κάρτα] αφορούν σε ίδιας αξίας ποσά, σε ίδια τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά και εκ του γεγονότος ότι η ενάγουσα ήταν σε γνώση των αναλήψεων εκ του υπολοίπου του λογαριασμού που πληροφορείτο μετά από κάθε κατάθεση χρημάτων που υλοποιούσε, συνάγεται ότι αυτή γνώριζε και συναινούσε, άλλως ενέκρινε τις επίμαχες αναλήψεις, γεγονός που αναιρεί τον παραπτωματικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του εναγομένου και καθιστά συνακόλουθα αδικαιολόγητη την ανάκληση της δωρεάς λόγω αχαριστίας. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία άλλωστε δεν κρίνεται πειστική, εφόσον η εν λόγω μάρτυρας ρητά δήλωσε ότι δεν γνωρίζει καν τον εναγόμενο, δεν είχε σχέσεις αυτή και ο σύζυγός της με την ενάγουσα προ της άσκησης της ένδικης αγωγής, όσα δε κατέθεσε, δήλωσε επανειλημμένως ότι τα γνωρίζει από την ίδια την ενάγουσα, μη έχουσα ιδία αντίληψη αλλά ούτε και γνώση επί των προς απόδειξη πραγματικών περιστατικών. Περαιτέρω, ως προς την αλλαγή των κλειδαριών της οικίας της ενάγουσας στα … και της απομάκρυνσης από αυτήν των προσωπικών της αντικειμένων, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα εν λόγω γεγονότα πράγματι έλαβαν χώρα, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, την παραπτωματική αυτή συμπεριφορά του εναγομένου, η ενάγουσα την πληροφορήθηκε και την διαπίστωσε τον Σεπτέμβριο του 2009, όταν, κατά τα λεγόμενά της, επισκέφθηκε το εξοχικό της στα … Ωστόσο, η ένδικη αγωγή της [με αριθμό κατάθεσης …] κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12-10-2010 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 13-10-2010 [βλ. την έντυπη σφραγίδα επιδόσεως επί του σώματος της αγωγής του δικαστικού επιμελητή Ι. Κ.], ήτοι ασκήθηκε μετά την παρέλευση ενός έτους αφότου η ενάγουσα – δωρήτρια, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης, κατ’ άρθρο 510 παρ.1 ΑΚ, η δε τιθέμενη με τη διάταξη αυτή ετήσια αποσβεστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς, αυτεπαγγέλτως λαμβάνεται υπόψη (άρθρο 280 ΑΚ) από το Δικαστήριο,…
Συνεπώς αποσβέσθηκε το δικαίωμα της ενάγουσας προς ανάκληση της δωρεάς για τον παραπάνω λόγο. Κατόπιν των ανωτέρω, απορριπτομένης της ένδικης αγωγής για τους ανωτέρω λόγους, παρέλκει η ουσιαστική διερεύνηση της κατ’ άρθρο 512 ΑΚ καταλυτικής ένστασης της αγωγικής αξιώσεως της ενάγουσας – δωρήτριας που προτάθηκε προσηκόντως από τον εναγόμενο ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και νομίμως επαναφέρθηκε ενώπιον του δευτεροβαθμίου τούτου Δικαστηρίου με σχετικό λόγο έφεσης. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε διαφορετικά, δεχόμενο την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις,…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και, στη συνέχεια, δικάζοντας την υπόθεση στην ουσία της, απέρριψε την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία ζητούσε την αναγνώριση της ανακλήσεως της άνω δωρεάς, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 505, 509 και 510 παρ. 1 του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, διότι, υπό τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στη συμπεριφορά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάκληση της ανωτέρω δωρεάς, ώστε να δικαιολογείται η κατάφαση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής της αναιρεσείουσας, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, α) καθόσον αφορά το θέμα των αναλήψεων από τον τραπεζικό λογαριασμό της αναιρεσείουσας, η τελευταία γνώριζε και συναινούσε, άλλως ενέκρινε τις επίμαχες αναλήψεις, γεγονός που αναιρεί τον παραπτωματικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του αναιρεσίβλητου και καθιστά συνεπώς αδικαιολόγητη την ανάκληση της δωρεάς λόγω αχαριστίας και β) καθόσον αφορά το θέμα της αλλαγής των κλειδαριών της οικίας της αναιρεσείουσας στα … και την απομάκρυνση των προσωπικών αντικειμένων της, δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν χώρα τα γεγονότα αυτά, σε κάθε δε περίπτωση την παραπτωματική αυτή συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου την πληροφορήθηκε η αναιρεσείουσα τον Σεπτέμβριο του 2009 και παρά ταύτα άσκησε την αγωγή της μετά παρέλευση έτους και ως εκ τούτου αποσβέσθηκε το δικαίωμά της προς ανάκληση της δωρεάς για τον λόγο αυτό. Δεν ετίθετο δε ζήτημα ενάρξεως της άνω αποσβεστικής προθεσμίας από μεταγενέστερο σημείο, καθόσον τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα περιστατικά του δεύτερου λόγου αχαριστίας έλαβαν χώρα εντός του Σεπτεμβρίου του 2009, οπότε και άρχισε η αποσβεστική προθεσμία, ενώ, καθόσον αφορά τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα περιστατικά σχετικά με την απομείωση του λογαριασμού καταθέσεών της, έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη παραπτωματική συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη τη αποσβεστικής προθεσμίας από την τέλεση του τελευταίου σχετιζόμενου με την απομείωση του άνω λογαριασμού παραπτώματος του αναιρεσίβλητου. Εξάλλου, το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενό της, διέλαβε σ` αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα πιο πάνω ουσιώδη ζητήματα (της μη ύπαρξης λόγων ανάκλησης της επίδικης δωρεάς και πάντως απόσβεσης του δικαιώματος της αναιρεσείουσας καθόσον αφορά τον επικαλούμενο δεύτερο λόγο αχαριστίας του αναρεσίβλητου), οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 505, 509 και 510 παρ. 1 του ΑΚ, τις οποίες (η προσβαλλόμενη απόφαση) δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει αιτιάσεις για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Οι δε προβαλλόμενες περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι το περιεχόμενο της αγωγής της, ως προς την αχαριστία του αναιρεσίβλητου, αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα από αυτήν αποδεικτικά μέσα και από την ανωμοτί εξέτασή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κρίνονται απαράδεκτες, καθόσον με την επίκλησή τους πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ` του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 8/2016, Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση, με το οικείο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 γ’ ΚΠολΔ αιτίαση, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, α) δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικό μέσο, που η αναιρεσείουσα προσκόμισε νόμιμα με επίκληση, και δη το με αριθ. πρωτ. … έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας, με το οποίο για πρώτη φορά έμαθε ότι δεν είχε χρήματα στο λογαριασμό της, αν δε λαμβανόταν αυτό υπόψη, τότε ο χρόνος παραγραφής μετατίθεται για την 20.9.2010, οπότε δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 ΑΚ, και β) αγνόησε την βαρύνουσας σημασίας για την έκβαση της δίκης ανωμοτί κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθ. 1445/15.2.2018 πρακτικά του ιδίου Δικαστηρίου, βάσει της οποίας άλλη θα ήταν η έκβαση της δίκης. Ωστόσο, από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου ρητή βεβαίωση, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και το σύνολο των προσκομισθέντων και επικαλούμενων εγγράφων, μνημονεύοντας μάλιστα ρητά στη συνέχεια, κατά την ουσιαστική έρευνα της αγωγής και σε διάφορα μέρη του σκεπτικού, την προαναφερθείσα φερόμενη ως αγνοηθείσα ανωμοτί κατάθεση της αναιρεσείουσας, σε συνδυασμό και με τις παραδοχές που εκτέθηκαν παραπάνω, δεν γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι για να καταλήξει στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις τόσο το άνω φερόμενο ως αγνοηθέν έγγραφο, όσο και την ανωμοτί κατάθεση της αναιρεσείουσας. Σημειωτέον δε ότι το άνω φερόμενο ως αγνοηθέν έγγραφο αφορά μόνο τα περιστατικά αχαριστίας του αναιρεσίβλητου τα σχετικά με την απομείωση του λογαριασμού της αναιρεσείουσας, για τα οποία όμως κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν επέδειξε παραπτωματική συμπεριφορά, και συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, δεν επιδρά στην απόσβεση του δικαιώματος της τελευταίας για ανάκληση της δωρεάς με βάση τον δεύτερο αγωγικό λόγο, ενόψει μάλιστα και του ότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης η αναιρεσείουσα είχε ισχυρισθεί ότι το γεγονός της απομείωσης των καταθέσεών της το αντιλήφθηκε για πρώτη φορά στις 14-10-2009, κατόπιν σχετικού ελέγχου. Επομένως, ο ανωτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για την μη λήψη υπόψη των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, είναι αβάσιμος. Οι δε προβαλλόμενες περαιτέρω αιτιάσεις ότι από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς τη βασιμότητα της αγωγής της, κρίνονται απαράδεκτες, καθόσον, με την επίκλησή τους πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (“σφάλμα ανάγνωσης”), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο (όπως εκτιμάται) λόγο αναιρέσεως, από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο προσκομισθέντος από αυτήν εγγράφου και δη της από … εξώδικης δήλωσής της, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο την 17.2.2010, η οποία πληροί τα στοιχεία της δήλωσης ανάκλησης της επίδικης δωρεάς, πλην όμως το Εφετείο δεν την λαμβάνει ως νομότυπη δήλωση ανάκλησης δωρεάς, εκλαμβάνοντας ως τέτοια μόνο την άσκηση της ένδικης αγωγής της. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού το Εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα κυρίως στην κρίση ότι δεν αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα περιστατικά, παραδοχή που στηρίζει αυτοτελώς το πόρισμά του, σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμος και απορριπτέος γιατί το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του πιο πάνω εγγράφου, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, κατέληξε, σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό και δη ότι αυτή με την από 3-2-2010 εξώδικη δήλωσή της διαμαρτυρήθηκε μόνο για την απομείωση του λογαριασμού της στον αναιρεσίβλητο, γνωστοποιώντας του παράλληλα την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εν λόγω δωρεά, όπως και έκανε με την ένδικη και μόνο αγωγή της, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο την 13.10.2010, με συνέπεια, πέραν της μη αποδείξεως των σχετικών περιστατικών, να αποσβεσθεί το δικαίωμα της αναιρεσείουσας προς ανάκληση της δωρεάς για τον δεύτερο και μόνο λόγο της αγωγής, δηλαδή την αλλαγή των κλειδαριών της οικίας της στα … και της απομάκρυνσης από αυτήν των προσωπικών της αντικειμένων, την οποία πληροφορήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2009. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων (ΑΠ 194/2021, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 536/2019). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 250/2014) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996). Για το ορισμένο του προκείμενου λόγου αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται τα συγκροτούντα τον συγκεκριμένο υπό κρίση ισχυρισμό πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά προβλήθηκαν και να καθορίζεται ο νομότυπος τρόπος προβολής τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και της επαναφοράς τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 555/2019, ΑΠ 275/2017, ΑΠ 739/2011). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον τρίτο (όπως εκτιμάται) λόγο αναιρέσεως, από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα “δεν εξέτασε όσα διαλαμβάνονται στα δικόγραφα της αγωγής και της έφεσης, μη εξετάζοντας και μη λαμβάνοντας υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (εφόσον κατά τα ανωτέρω θεώρησε ότι η ανάκληση έλαβε χώρα μετά την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 510 Α.Κ.), δεν εξέτασε τα έγγραφα που επικαλέστηκα νόμιμα και προσκόμισα και αφορούσαν τη χρονική περίοδο μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 αλλά και μετά τις άνω εξώδικες δηλώσεις μου, και απαντήσεις του αντιδίκου (τις οποίες ούτε καν αναφέρει) βιβλιάρια καταθέσεων, έγγραφα τραπέζης για την γνωστοποίηση σε εμένα των συναλλαγών που με αφορούσαν”, όπως επί λέξει αναφέρει. Με το περιεχόμενο αυτό ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος εξαιτίας της πλήρους αοριστίας του, καθόσον, εκτός από την αριθμητική επίκληση της παραπάνω διατάξεως, δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο κανένα στοιχείο από εκείνα που ο νόμος απαιτεί για την θεμελίωσή του και αναφέρθηκαν αναλυτικά αμέσως παραπάνω, δηλαδή δεν αναφέρει καν η αναιρεσείουσα ποιον ουσιώδη ισχυρισμό της δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο, ούτε καθορίζει τον νομότυπο τρόπο προβολής του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφοράς του στο Εφετείο. Αν δε ήθελε θεωρηθεί ότι η αναιρεσείουσα υπονοεί ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της ότι προέβη στην ανάκληση της επίδικης δωρεάς με την από … εξώδικη δήλωσή της προς τον αναιρεσίβλητο, και πάλι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει αν και πως προέβαλε πρωτοδίκως τέτοιο ισχυρισμό και αν τον επανέφερε στο Εφετείο, αρκούμενη στην επίκληση ενός αποδεικτικού εγγράφου. Σε κάθε όμως περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι η τελευταία προέβη στην ανάκληση της δωρεάς με την ίδια την αγωγή της, στην οποία δεν αναφέρει καθόλου ότι είχε ήδη προβεί στην ανάκληση της δωρεάς προγενέστερα και δη με την άνω εξώδικη δήλωσή της, για την οποία δεν κάνει καμία νύξη, ισχυριζόμενη μόνο ότι για την όλη συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου διαμαρτυρήθηκε με άλλη και δη την από 29.12.2009 εξώδικη δήλωσή της.
Συνεπώς δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε μη προβληθέντα ισχυρισμό τόσο το πρωτόδικο όσο και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο πάντως αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων τον ισχυρισμό αυτό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν και δη ότι η αναιρεσείουσα προέβη στην ανάκληση της δωρεάς με την ένδικη αγωγή. Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεως απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, ενώ το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών. Ωστόσο, μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (άρθρα 5 του ν. 2195/2001 και 12 του ν. 2915/2001), οπότε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, περιορίζεται πλέον μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση, που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή, αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος (ΑΠ 611/2021, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1437/2019, ΑΠ 1693/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, ισχυριζόμενη ότι η ίδια απέδειξε πλήρως τον ισχυρισμό της περί αχαριστίας του αναιρεσιβλήτου και άρα η προσβαλλομένη, που δέχθηκε τους αναπόδεικτους ισχυρισμούς του αναιρεσιβλήτου και την μη υπαιτιότητά του, αποδεχόμενη την έφεσή του και απορρίπτοντας την αγωγή της, εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Όμως, όπως προκύπτει από το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός, ότι ο αναιρεσίβλητος επέδειξε συμπεριφορά που συνιστά βαρύ παράπτωμα, κατά την έννοια του άρθρου 505 ΑΚ, και ότι με αυτή φάνηκε αχάριστος προς την αναιρεσείουσα δωρήτρια. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, αφού ενόψει της άρνησης της αγωγής από τον αναιρεσίβλητο, η αναιρεσείουσα έφερε τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των συγκροτούντων την ιστορική βάση της αγωγής της πραγματικών περιστατικών και, συνακόλουθα, τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της ένδικης στην προκείμενη υπόθεση έννομης συνέπειας. Επομένως, ο ανωτέρω από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27 Απριλίου 2021 αίτηση της Φ. χήρας Κ. Γ. για αναίρεση της με αριθ. 6530/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαρτίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ