Αριθμός 664/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Κατσιάνη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ασημίνα Υφαντή, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου και Φώτιο Μουζάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Γ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ασημίνα Αγγελοπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Εταιρείας με την επωνυμία “FORTE MANAGEMENT LTD”, που εδρεύει στα Νησιά Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Γ. Σ. του Ν., κατοίκου … Αττικής, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/7/2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 895/2015 μη οριστική και 957/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και η 469/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6/12/2017 αίτησή του και τους από 10/7/2019 πρόσθετους λόγους αυτής. Με την υπ’ αριθμ. 130/2022 Πράξη του Προέδρου του Α1′ Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο, ο οποίος εμφανίστηκε μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατον να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού ορισθεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση προς συζήτηση να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση. Η κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί, όπως και αυτή του άρθρου 254 ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση, τούτο δε παρόλο που στο άρθρο 307 αυτό δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, πλην όμως, ουδείς δικαιολογητικός λόγος συντρέχει να αντιμετωπισθούν διαφορετικά οι δύο περιπτώσεις, δεδομένου ότι οι δύο περί επαναλήψεως διατάξεις διαφέρουν μόνο ως προς τον λόγο της επανάληψης, ο οποίος μάλιστα, στη περίπτωση του άρθρου 307 δεν είναι δυνατό να οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου, ο οποίος και δεν δύναται να αποτρέψει αυτή την επανάληψη, ώστε να υφίσταται δικαιολογητικός λόγος στην τελευταία περίπτωση, να έχει, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως, δυσμενέστερη μεταχείριση, δικαζόμενος ερήμην. Κατά συνέπεια, ο διάδικος ο οποίος τυχόν δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παραστεί στην αρχική και επειδή η αρχική συζήτηση δεν αποδυναμούται, τα πρακτικά που συνετάγησαν κατ’ αυτή παρέχουν πλήρη απόδειξη (ΑΠ 1380/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αριθμό 130/2022 πράξη του Προέδρου του Α1 πολιτικού τμήματος αυτού του Δικαστηρίου, η οποία κοινοποιήθηκε νομίμως σε αμφότερα τα διάδικα μέρη κατ’άρθρον 143 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ. από 10/5/2022 και 12/4/2022 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Δικαστηρίου τούτου, Σ. Β.) ορίστηκε νέα δικάσιμος, η σημειούμενη στην αρχή της παρούσας, για την ανασυζήτηση της ένδικης από 6-12-2017 αίτησης αναίρεσης και των από 10-7-2019 προσθέτων λόγων αυτής, εξ αιτίας διαπιστώσεως αδυναμίας έκδοσης απόφασης επ’ αυτής, κατά την συζήτησή της στην αρχική δικάσιμο της 21ης Οκτωβρίου 2019. Κατά τη νέα αυτή δικάσιμο και κατά τη σειρά του οικείου πινακίου εκφώνηση της υπόθεσης, οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο, πλην όμως, αυτοί είχαν εκπροσωπηθεί νομίμως, κατά την αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμο, από τον εφοδιασθέντα με το υπ’αριθμ. 5211/25-9-2019 ειδικό πληρεξούσιο του Συμ/φου Πειραιά Γεωργίου Τριανταφυλλάκη δικηγόρο Πειραιώς Ιωάννη Χρ. Παληό και είχαν καταθέσει προτάσεις. Ενόψει συνεπώς, του ότι η παρούσα συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης, η συζήτηση της υπόθεσης θα γίνει αντιμωλία των διαδίκων. Με την κρινόμενη, ως ανωτέρω, αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, υπ’ αριθμ. 469/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικού Τμήματος), το οποίο, εκδικάζοντας την από 31-08-2016 (γεν. αριθμ. καταθ. 6215/31-08-2016, ειδ.αριθμ. καταθ. 417/31-08-2016) έφεση των πρώτης και τρίτου των εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων) κατά του ενάγοντος (ήδη αναιρεσείοντος) και της υπ’ αριθμ. 957/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δέχθηκε κατ’ουσίαν αυτήν ( έφεση ) και απέρριψε την από 30-07-2014 (γεν. αριθμ. καταθ. 36600/01-08-2014, αριθμ. καταθ. 5191/01-08-2014) αγωγή [με την οποία ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι, έχοντας ναυτολογηθεί, με την ειδικότητα του α’ μηχανικού, από τον πλοίαρχο του αναφερόμενου φ/γ πλοίου, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη (“FORTE MANAGEMENT LTD”), η οποία είχε ως νόμιμο εκπρόσωπο τον τρίτο εναγόμενο και ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο (Γ. Σ. του Ν.) και ότι, στις 03- 01-2012, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο αγκυροβόλιο του λιμένα Γκαζάουετ της Αλγερίας προς εκφόρτωση, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, για το οποίο ο πλοίαρχος του πλοίου ειδοποίησε με τον τοπικό πράκτορα του πλοίου και ζήτησε ιατρική συνδρομή, η οποία του παρασχέθηκε αργότερα (μετά από δύο ώρες) από ιατρό που κατέφθασε με ρ/κ πλοίο, οπότε διακομίστηκε στην ξηρά σε νοσοκομείο και ότι παρέμεινε νοσηλευόμενος σε αυτό επί δέκα ημέρες και επαναπατρίστηκε με έξοδα της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς και ότι, πριν την εκδήλωση του εγκεφαλικού αυτού επεισοδίου δεν έπασχε από κάποια νόσο και ήταν απολύτως υγιής, το δε εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο υπέστη, οφειλόταν στις συνθήκες εργασίας του στο πλοίο (μεταφορά βλαβερών για την υγεία φορτίων) και ότι η τωρινή του κατάσταση (αδυναμία κινήσεως) οφείλεται στην καθυστερημένη παροχή ιατρικής φροντίδας με ευθύνη της πρώτης εναγόμενης και, συνεπώς, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 551/1915, δικαιούται, ως υποστάς μόνιμη ολική αναπηρία, το συνολικό ποσό των 164.201,25 ευρώ, το οποίο ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον με τους νόμιμους τόκους από τις 04-01-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής του], η οποία, αντιθέτως, είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς τους ως άνω εναγόμενους (πρώτη και τρίτο) και με την ως άνω οριστική απόφασή του είχαν υποχρεωθεί αυτοί να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, προς αποζημίωσή του, το πιο πάνω αναφερόμενο χρηματικό ποσό, ενώ η αγωγή απορρίφθηκε, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως, ως προς τους λοιπούς (δεύτερη και τέταρτη) εναγόμενους, οι οποίοι δεν είναι διάδικοι στην παρούσα, ούτε ήταν στην κατ’ έφεση, δίκη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι η τελευταία δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε μετά τη δημοσίευσή της (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 §3, 566 §1 KΠολΔ, όπως ισχύουν μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015). Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 §1 ΚΠολΔ), μη απαιτουμένης της καταβολής παραβόλου για την άσκησή της, αφού αφορά αποζημίωση από ναυτικό εργατικό ατύχημα που απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της (ΑΠ 1236/2022), όπως παραδεκτοί είναι και οι ασκηθέντες νομίμως και εμπροθέσμως, καθώς και νομίμως επιδοθέντες (568 παρ. 2, 3, 569 παρ.2 και 570 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), πρόσθετοι λόγοι αυτής (βλ. σχετική από 15-7-2019 βεβαίωση επί του επιδοθέντος δικογράφου αυτών της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά Α. Α.) και πρέπει οι λόγοι της (αναιρέσεως), συνεκδικαζόμενοι με τους πρόσθετους λόγους αυτής [αφού είναι συναφείς, αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται, υποχρεωτικά, μαζί με την αίτηση αναιρέσεως – ΑΠ 861/2022, ΑΠ 304/2020, ΑΠ 894/2018], να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτών (άρθρ. 577 § 3 ΚΠολΔ), Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 1318/2022).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της αποφάσεως. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 555/2023, ΑΠ 1551/2022, ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 246/2019, ΑΠ 191/2018, ΑΠ 24/2015). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1318/2022, ΑΠ 1132/2019). Έτσι, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το περιεχόμενο αυτής, όσο και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, στη δε περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης, πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1551/2022). Μάλιστα, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ’ επιλογήν του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΑΠ 109/2020, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1373/2019). Εξάλλου, η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ’ αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1373/2019, ΑΠ 1056/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ”ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Έτσι, η αντιφατικότητα, πρέπει να εντοπίζεται μόνο μεταξύ των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι μεταξύ αυτών και του περιεχομένου άλλων, διαδικαστικών ή όχι εγγράφων (ΑΠ 156/2017) ή μεταξύ των νομικών συλλογισμών της απόφασης (ΑΠ 674/2020, ΑΠ 1376/2011). Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος, πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποιες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 589/2005), ενώ προκειμένου περί ελλείψεως νομίμου βάσεως ποιος είναι ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νομίμου βάσεως της απόφασης ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση της νομιμότητας του αναιρετικού αυτού λόγου. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσον όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη αιτιολογίας ή η αντιφατικότητα αυτής δεν ιδρύει λόγο (ΑΠ 182/2023). Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Για τον έλεγχο της νομιμοποίησης το δικαστήριο οφείλει να αρκεσθεί στους εμπεριεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς. Αρκεί, δηλαδή, μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος ο φορέας της αντίστοιχης υποχρεώσεως ή ότι αυτοί είναι τα υποκείμενα της έννομης σχέσης, που φέρεται προς κρίση. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν ένα τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου, η αγωγή είναι ανομιμοποίητη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός περί ελλείψεως νομιμοποιήσεως χαρακτηρίζεται ως δικονομικός και δη ως μη αυτοτελής ισχυρισμός (ΑΠ 121/2023). Αν, όμως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμο αλλά αποδεικνύεται η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών, τότε η από μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 55/2022, AΠ 46/2020, ΑΠ 59/2017,ΑΠ 649/2017, ΑΠ 921/2007, ΑΠ 2102/2007), η δε αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης υποχρεώσεως (ΑΠ 121/2023, ΑΠ 783/2021). Επειδή δε, κατά τον ΚΠολΔ, η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση και το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσης αλλά και τους φορείς αυτής, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποίησης κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 121/2023, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 656/2019, ΑΠ 59/2019). Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα που αφορούν στην ίδρυση, την έναρξη, την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση, την επωνυμία και τη διαχείριση του νομικού προσώπου, καθώς και στην αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” δε στη διάταξη αυτή νοείται όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, ο τόπος, δηλαδή, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν.791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν 27/1975 ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες πλοιοκτήτριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν 27/1975. Οι παραπάνω αναφερθείσες δύο περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ` απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους. Επομένως, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, εταιρείες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη “εθνικότητα” ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος και εφόσον διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα της εταιρείας, που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρεία είναι άκυρη και θεωρείται ως “εν τοις πράγμασι” ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιρειών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012, αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει προκειμένου περί ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία ή πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, δυνάμει αδείας ή τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών εγκατεστημένα εντός της ημεδαπής, δυνάμει ομοίως αδείας, καθόσον, κατά τα παραπάνω, διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΑΠ 1460/2022). Η άδεια εγκατάστασης των εταιρειών αυτών, των γραφείων ή των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα, χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, (Ν. 27/1975) όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 77 παρ. 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έκτοτε επέρχονται και οι έννομες συνέπειές της. Στην περίπτωση, όμως, που ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης των ως άνω εταιρειών, οι τελευταίες, από τη δημοσίευση ομοίως της σχετικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες “εν τοις πράγμασι” και τα μέλη της διοίκησης και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (ΟλΑΠ 2/2003, 2/1999, ΑΠ 1402/2021, ΑΠ 1183/2019, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008).
Με τον πρώτο από τους λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων, αφού εκθέτει εν συντομία το διαδικαστικό ιστορικό της υποθέσεως, ισχυρίζεται ότι, ενώ η αγωγή του, όσον αφορά την πρώτη των αναιρεσιβλήτων και όπως πρωτόδικα κρίθηκε, είναι παραδεκτή και βάσιμη σύμφωνα με το Νόμο κατά την κυρία αυτής βάση και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 346, 648 επ. ΑΚ, 1 του Ν. 791/1978, ΑΝ 89/1967, 84 Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), 3 § 1 στοιχ. 2 Ν. 551/1915, 249 § 1 Ν. 4072/2012, εν τούτοις, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επί των ενδίκων θεμάτων, με βάση τις εκ του εφετηρίου, των ήδη αναιρεσιβλήτων, αιτιάσεις και λόγους αυτού, οδηγήθηκε στην κρίση, υπό κακή και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου “… άρθρο 1 § ν. 791/1978…” ως και “…άρθρο 25 § 9 ν. 27/1975… άρθρο 4 ν. 2234/1905…” κ.α., αλλά και με πλημμελή αιτιολόγηση, ότι “… η πρώτη εναγόμενη (ήδη αναιρεσίβλητη) ως προς την σύστασή της και την ικανότητα δικαίου διεπόταν… από το δίκαιο της έδρας της… και δεν ίσχυε στην Ελλάδα ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία…”, σε αντίθεση με την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ότι “Η πρώτη εναγόμενη έχει έδρα στα νησιά Μάρσαλ, όπως συνομολογείται από την ίδια, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, πλην όμως, η πραγματική της έδρα βρίσκεται στον Πειραιά χωρίς να έχει λάβει την άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα που χορηγείται με κοινή απόφαση των υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στο ΦΕΚ, με αποτέλεσμα, ένεκα της πλημμέλειας αυτής, να λογίζεται και να λειτουργεί, στην Ελλάδα, ως ομόρρυθμη εταιρεία “εν τοις πράγμασι”, με απεριόριστη ευθύνη των εμφανιζόμενων ως εταίρων αυτής και εν προκειμένω του τρίτου εναγόμενου, όντος του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης”. Ότι, εκ των ανωτέρω, …. “σαφές, πρόδηλο και βέβαιο καθίσταται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη εφετειακή απόφαση, επί κρισίμων ενδίκων θεμάτων προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και στερείται vόμιμης βάσης και επαρκών αιτιολογιών, ενώ παράλληλα, επί ζητημάτων που το Δικαστήριο ασχολήθηκε περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες”. Ο λόγος, όμως, αυτός αναίρεσης (προβαλλόμενος ενιαίως εκ των αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέος, και κατά τα δύο σκέλη του, προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας (πρβλ. ΑΠ 1676/2022, ΑΠ 109/2020), αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτόν στο σύνολό τους, αλλά μόνο αποσπασματικά, οι σχετικές παραδοχές του Εφετείου, με τις οποίες εχώρησε η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα παραβίαση των αναφερομένων από αυτόν ουσιαστικών διατάξεων ένεκα μη εφαρμογής τους (μη αρκούσης της απλής γενικόλογης αναφοράς περί ουσιαστικής και εκτεταμένης έλλειψης αιτιολογιών αυτής, συνάμα και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρ. 1 Ν. 791/1978), ούτε διαλαμβάνεται σαφώς ο τρόπος με τον οποίο το Εφετείο υπέπεσε στην ανωτέρω πλημμέλεια (μη αρκούσης της αναφοράς στην περί του αντιθέτου παραδοχή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), ενώ, επιπλέον, δεν προσδιορίζει ποιες είναι οι ελλείψεις στην αιτιολογία ή οι αντιφατικές παραδοχές (του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου). Σημειωτέον δε ότι, στην αρχή του λόγου αυτού της αναιρέσεως, γίνεται αναφορά στο τι κρίθηκε πρωτόδικα, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο της αγωγής, κατά την κύρια βάση της, καθόσον αφορά στην πρώτη των αναιρεσιβλήτων (πρώτη εναγόμενη), ενώ ο λόγος αυτός αναιρέσεως αφορά, όπως σαφώς εκτιμάται, στο τι κρίθηκε σε σχέση με την παθητική νομιμοποίηση του δεύτερου αναιρεσιβλήτου (τρίτου εναγόμενου) κατ’αρχήν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (που έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη και τον τρίτο εναγόμενο) και ακολούθως από το δευτεροβάθμιο, ως προς τον οποίο (τρίτο εναγόμενο), επίσης, απορρίφθηκε (όπως και ως προς την πρώτη εναγόμενη, με άλλη αιτιολογία) τελεσιδίκως η αγωγή, χωρίς να τίθεται, πάντως, ζήτημα ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, την οποία, άλλωστε, δέχθηκαν και το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ανεξαρτήτως των παραδοχών τους ως προς την έδρα της πρώτης εναγομένης εταιρείας), εν όψει του ότι, κατά τα λοιπά εκτιθέμενα στην αγωγή, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται, όπως και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατ’άρθρον 561 παρ.2 ΚΠολΔ, ο ενάγων, που έχει την ελληνική ιθαγένεια, προσελήφθη από την πρώτη εναγόμενη στον Πειραιά, ακολούθως δε μετέβη στη Ρουέν της Γαλλίας, όπου υπέγραψε με τον Έλληνα πλοίαρχο του φορτηγού πλοίου “ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ” την από 5/5/2011 σύμβαση ναυτικής εργασίας και ναυτολογήθηκε ως Α’ μηχανικός στο ως άνω πλοίο, κατά την ημερομηνία δε πρόσληψής του τη διαχείριση του πλοίου, στο οποίο ναυτολογήθηκε, είχε η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, που είχε νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά κατά τις διατάξεις του ΑΝ 89/67 και ενεργούσε κατά την περίοδο εκείνη ως εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρείας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11γ’ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338-340 και 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ’ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ,, χωρίς όμως να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (Ολ.Α.Π. 23/2008). Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 1208/2019, 779/2019, 222/2008, 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή, νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 42/2002, ΑΠ 1564/2023, ΑΠ 105/2005, 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 145/2023, ΑΠ 1134/1993). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019). Δεν απαιτείται, εξάλλου, να γίνεται παράθεση ως προς το ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή καθορισμός της βαρύτητας, που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου στα προς απόδειξη θέματα, ενώ από την αναφορά ορισμένων εξ αυτών, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα υπόλοιπα δεν εκτιμήθηκαν. Απαιτείται, όμως, να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως ότι όλα τα νομίμως προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 500/2019). Για την πληρότητα δε του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 793/2015, ΑΠ 567/1996, ΑΠ 1535/1995).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο από τους λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, …. “η πρώτη των εναγομένων, κατά τις προβλέψεις του Νόμου, δωσιδικεί στην Ελλάδα, παρότι έχει έδρα στα Νησιά Μάρσαλ, καθόσον η πραγματική της έδρα βρίσκεται στον Πειραιά, δίχως να έχει λάβει άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα και συνεπώς ακριβώς λόγω της πλημμέλειας αυτής λογίζεται και λειτουργεί στην Ελλάδα ως ομόρρυθμη εταιρεία “εν τοις πράγμασι”, με απεριόριστη ευθύνη και των εταίρων αυτής και του νόμιμου εκπροσώπου της στην Ελλάδα ήτοι του δευτέρου των αναιρεσιβλήτων. Ότι ενώ,… σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας έχει γίνει επίκληση και προσκομιδή από την πλευρά του δέσμης αντιγράφων, σελίδων του ισχύοντα ελληνικού ναυτικού οδηγού, πλην των άλλων αποδεικτικών από τα οποία επαληθεύονται οι αγωγικοί του ισχυρισμοί ως προς τις ιδιότητες και την ενοχή αμφοτέρων των αναιρεσιβλήτων, ….εν τούτοις, τα νομικά και πραγματικά αυτά γεγονότα που με σαφήνεια και πληρότητα αποδείχτηκαν με βάση τα, με επίκληση, αποδεικτικά του μέσα και δημόσια έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις, όπως ….διαπιστώνεται από τις γραπτές προτάσεις του που αφορούν την εκδίκαση της υπόθεσης σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και τα οποία (αποδεικτικά μου μέσα) εμπρόθεσμα και δικονομικώς παραδεκτά προσκομίστηκαν με επίκλησή του, δεν λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης. Ότι, εκ τούτων,… είναι καταφανές και βέβαιο ότι το δικάσαν Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, προδήλως δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα και σε κάθε περίπτωση αυτά που από την πλευρά του, με επίκλησή του, προσκομίστηκαν και συγκροτούν αξιόπιστη απόδειξη των αγωγικών του ισχυρισμών και αιτιάσεων…” και για τον λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, αφού ο αναιρεσείων δεν εκθέτει ιδίως (πέραν των νομικών διατάξεων) ποια συγκεκριμένα έγγραφα προσκόμισε με επίκληση και δεν ελήφθησαν υπόψη για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του ότι η πρώτη εναγόμενη λογίζεται και λειτουργεί στην Ελλάδα ως ομόρρυθμη εταιρεία “εν τοις πράγμασι”, με απεριόριστη ευθύνη και των εταίρων αυτής και του νόμιμου εκπροσώπου της στην Ελλάδα ήτοι του δευτέρου των αναιρεσιβλήτων, επιπλέον, όμως, σε σχέση με τους προβαλλόμενους εν προκειμένω ισχυρισμούς του, σημειώνονται και τα ακόλουθα: Όπως προκύπτει από την κατά τα ανωτέρω παραδεκτά επισκοπούμενη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η απόρριψη των προαναφερομένων ισχυρισμών του αναιρεσείοντος (περί ομόρρυθμης εταιρείας “εν τοις πράγμασι”, με απεριόριστη ευθύνη και των εταίρων αυτής και του νόμιμου εκπροσώπου της στην Ελλάδα) έγινε για νομικό λόγο, αφού, ως προς το ζήτημα αυτό, έγινε δεκτό ότι: …”VII. Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς τους παραπονούνται οι εκκαλούντες για τον λόγο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε τον τρίτο εναγόμενο να καταβάλει εις ολόκληρον με την πρώτη ενάγουσα στον εναγόμενο το ποσό που αναφέρθηκε παραπάνω διότι: “… όντας ο τρίτος εναγόμενος νόμιμος αυτής εκπρόσωπος (ενν. της πρώτης εναγόμενης) και ευθυνόμενος, ως εκείνη και απεριορίστως, για τα εταιρικά χρέη, ενόψει του ότι η πρώτη εναγόμενη λογίζεται ως ομόρρυθμη εταιρεία “εν τοις πράγμασι”, με απεριόριστη ευθύνη του εμφανιζομένου ως “εταίρου” αυτής και, εν προκειμένω του, τρίτου εναγομένου, όντος του νόμιμου εκπροσώπου αυτής, …”. Επί του λόγου αυτού της ένδικης εφέσεως πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 § 1 ν. 791/1978 (ΦΕΚ ΑΊ09) “Περί διατάξεων αφορωσών το εν Ελλάδι καθεστώς των κατά το δίκαιον αλλοδαπής πολιτείας συσταθεισών ναυτιλιακών εταιρειών” ορίζονται τα εξής: “Ναυτιλιακαί εταιρείαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφ’ όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημένοι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς την σύστασιν και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικώ έδρας των, αδιαφόρως του τόπου όθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει αι υποθέσεις των. Τα αυτά ισχύουν και για τις εταιρείες χαρτοφυλακίου των παραπάνω εταιρειών.” ενώ στο άρθρο 25§9 ν. 27/1975, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 ν. 2234/1995 ορίζονται τα εξής: “Οι διατάξεις του ν. 791/1977 έχουν εφαρμογή και επί αλλοδαπών εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα του παρόντος άρθρου.”. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το ένδικο πλοίο με ξένη σημαία ανήκε κατά πλοιοκτησία, κατά την ενδιαφέρουσα χρονική περίοδο, στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία που δεν είχε εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα. Όμως το εν λόγω πλοίο τελούσε υπό την διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας που είχε νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του α.ν. 89/1967, όπως στην αγωγή σημειώνεται.
Συνεπώς, η πρώτη εναγόμενη ως προς την σύστασή της και την ικανότητα δικαίου διεπόταν κατά την ενδιαφέρουσα χρονική περίοδο, από το δίκαιο της έδρας της, δηλαδή το δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ, και δεν ίσχυε στην Ελλάδα ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία, όπως εσφαλμένα δέχτηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι το γεγονός ότι ο τρίτος εναγόμενος δεν ευθυνόταν απεριορίστως και εις ολόκληρον με αυτή ως εταίρος της, αλλά η ευθύνη του καθοριζόταν από το δίκαιο της καταστατικής έδρας της εταιρείας.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος εφέσεως, που παραδεκτά προβλήθηκε, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος”. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και, ως εκ τούτου, είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος και ως αβάσιμος. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το βδ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ` άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα δε με τα άρθρα 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β` του ν. 3816/1958 εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε ναυτικό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1517/2021, ΑΠ 1424/2015). Τούτο δε συμβαίνει είτε όταν, κατά την εκτέλεση της εργασίας, διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της [δηλαδή, αποτελεί βίαιο συµβάν και συντρέχει περίπτωση εργατικού ατυχήµατος όχι όταν η εργασία παρέχεται υπό δυσµενείς όρους και συνθήκες, που είναι όµως συµφυείς και προσιδιάζουσες προς τη φύση αυτής, αλλά όταν η εργασία παρασχέθηκε κάτω από έκτακτες και απρόβλεπτες συνθήκες κατά την συνήθη πορεία των πραγµάτων, ή κάτω από ασυνήθεις όρους, που είχαν ως συνέπεια να καταπονηθεί βαρύτατα ο οργανισµός του µισθωτού και αποτέλεσαν την κύρια αφορµή να αναπτυχθεί, εκδηλωθεί κλπ η νόσος και εξ αυτής η ανικανότητα κλπ), είτε όταν η απασχόληση του εργαζομένου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού, στην τελευταία περίπτωση, ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου (ΑΚ 662), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 962/2022, ΑΠ 1690/2013, ΑΠ 1401/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν αυτό έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ` άρθρο 3 του εν λόγω ν. 551/1915. Τέτοιες δε διατάξεις είναι εκείνες που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1517/2021, ΑΠ 1109/2006, ΑΠ 289/2004). Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη αποζημίωση του άρθρου 3 περ. 2 του ν. 551/1915, είτε την αποζημίωση λόγω ολικής ανικανότητας των άρθρων 1,2, 3 περ.1 ν. 551/1915 και του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Σημειωτέον ότι, η τήρηση των μέτρων ασφαλείας από τον εργοδότη, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, είτε στηρίζεται στη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά (ΑΠ 1517/2021, ΑΠ 1000/2018, ΑΠ 961/2018, ΑΠ 981/2015, ΑΠ 1424/2015). Τέτοια δε γενικά μέτρα προβλέπονται στον “Κανονισμό περί εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω”, που εγκρίθηκε με το β.δ. 806/1970, και ειδικότερα στο άρθρο 10 αυτού στο οποίο ορίζεται ότι: “Ι. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ίνα παρασχεθώσιν αμελλητί εις τον πάσχοντα αι πρώται βοήθειαι. 2. Παρέχει την κατά τον πρόχειρον ιατρικόν οδηγόν ενδεικνυομένην βοήθειαν και ζητεί, εν ανάγκη, δια του ασυρμάτου του πλοίου ιατρικήν συνδρομήν τηλεγραφών τα συμπτώματα της νόσου. 3. Εν περιπτώσει βαρείας ασθενείας η ατυχήματος οφείλει συν τη παροχή των πρώτων βοηθειών να επιζητήση την προσέγγισιν μεθ’ ετέρου πλοίου διαθέτοντος ιατρόν ή την αποστολήν καταλλήλων μέσων μεταφοράς του πάσχοντος ή να καταπλεύση, εφ’ όσον είναι δυνατόν, εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συνεννοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής δια την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν…”. Με την τελευταία διάταξη, θεσμοθετούνται ειδικοί κανόνες ασφάλειας των απασχολούμενων στο πλοίο ναυτικών, η μη τήρηση των οποίων παρέχει σ’ εκείνον που έγινε ανίκανος προς εργασία από ατύχημα που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, στα, κατά νόμο, δικαιούμενα πρόσωπα, αξίωση πλήρους αποζημιώσεως. Η λήψη καθενός συγκεκριμένου, των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 10 του β.δ. 806/1970 μέτρων, εξαρτάται από την προηγουμένη διάγνωση της καταστάσεως του πάσχοντος. Η ορθή διάγνωση αυτής δεν είναι βεβαίως μεταξύ των υποχρεώσεων του πλοιάρχου, αφού κάτι τέτοιο αποτελεί έργο (και μάλιστα από τα δυσχερέστερα) των ειδικών ιατρών. Εκείνο όμως που επιβάλλεται να πράξει ο πλοίαρχος είναι να διακρίνει, ως μέσος συνετός άνθρωπος, αν πρόκειται για συνήθη περίπτωση ή αν επιβάλλεται να ζητήσει, προς αντιμετώπιση αυτής, ιατρική συνδρομή προβαίνοντας στις καθοριζόμενες από τις παραγράφους 1 και 2 ενέργειες, ή αν πρόκειται για βαριά ασθένεια να προβεί και στις καθοριζόμενες από την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού τέτοιες (ΑΠ 1517/2021, ΑΠ 1690/2013). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. “Πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό (ΟλΑΠ 25/2003) και όχι οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, ούτε οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 1079/2019).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δημιουργείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι’ αυτό καθορίζει ο νόμος, όχι, όμως και στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία (ΑΠ 218/2020, ΑΠ 96/2019, ΑΠ 1081/2019).
Με τους πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι προβάλλονται ως στηριζόμενοι στις διατάξεις των αριθμ. 1, 8,11,12,19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, αναφερόμενος σε παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τους προβληθέντες από αυτόν ισχυρισμούς στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι αυτές είναι αντιφατικές, καθόσον, ενώ κατ’ουσίαν δέχεται το (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο ότι δεν κατέστη δυνατό να του παρασχεθεί η άμεση και επιβαλλόμενη ιατρική βοήθεια και δεν έτυχε άμεσης και αποτελεσματικής θεραπείας (που απαιτείται για να μη θεωρηθεί το ατύχημα ναυτεργατικό), εν τούτοις, κατέληξε ότι “…δεν μπορεί να γίνει λόγος για ναυτεργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του νόμου,…”, εστιάζοντας στο ότι η αντιμετώπιση του περιστατικού από την αντίδικό του πρώτη εναγόμενη ήταν η ενδεδειγμένη (δηλαδή, ότι δεν είχε υπαιτιότητα η εργοδότρια εταιρεία), που είναι γεγονός άσχετο με την αντικειμενική ευθύνη της αξίωσης αποζημίωσης του ν. 551/1915, η οποία θεμελιώνεται εάν, εκ της φύσεως της εργασίας υπό συγκεκριμένες συνθήκες, δεν κατέστη δυνατή η άμεση, άλλως έγκαιρη, έναρξη της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, λαμβανομένης, εν προκειμένω, υπόψη της φύσης της συγκεκριμένης ασθένειας (εγκεφαλικού επεισοδίου). Περαιτέρω δε, ισχυρίζεται ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν, όπως τους ισχυρισμούς της ότι δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας πριν από την πρόσληψή του και ότι είχε εξετασθεί πλήρως και αναλυτικά από ιατρούς της επιλογής της πρώτης εναγομένης, ενώ δεν έλαβε υπόψη και τις αποδείξεις περί τούτων, που είχαν προσκομισθεί με επίκληση σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του, σε κάθε δε περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση του νόμου είχε ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως σε σχέση με τα φάρμακα που φέρεται ότι βρέθηκαν στην κατοχή του και περί του ήταν (δήθεν) μανιώδης καπνιστής, ενώ δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του ότι υπήρχε ανθυγιεινή ατμόσφαιρα στο πλοίο λόγω μεταφοράς θειαφιού και σιδήρου και ότι αυθαίρετα απέκρουσε την αιτιολογημένη γνωμάτευση του διορισθέντος από το δικαστήριο ιατρικού πραγματογνώμονα, μη αναφερόμενο σε ποιοι ήταν οι παράμετροι που δεν είχαν ληφθεί υπόψη από αυτόν (πραγματογνώμονα) και ότι στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη είχε λάβει μέρος και τεχνικός σύμβουλος των αντιδίκων του και είχε συντάξει την από 24/09/2015 έκθεσή του (404/2015 έκθεση Πρωτοδικείου Πειραιά).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατά τα ανωτέρω παραδεκτή κατά το άρθρο 561§2 ΚΠολΔ επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε επί της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “VIII. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ν. Γ. του Σ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η κατάθεσή του περιέχεται στα πρακτικά της συζητήσεως της αγωγής, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Ε. Γ. του Π. (αποδείξεως), Α. Μ. του Σ. και Κ. Π. του Ί. (ανταποδείξεως), που κατέθεσαν, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. τις με στοιχεία 1839Ζ/09-10-2014 και 1826Ζ/07-10-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι. Α. που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση), ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ελένης Αγγέλου Πετρουλέα και των Ειρηνοδικών Πειραιώς Εμμανουήλ Βαρδουλάκη και Μαρίας Σπινθάκη, συνταγεισών των υπ’ αριθμ. 8071/13-10-2014, 1335/09-10-2014 και 1361/13-10-2014 ένορκων βεβαιώσεων αυτών (σημειώνεται ότι οι ένορκες καταθέσεις του καταθέσαντος με την ιδιότητα του μάρτυρα ανταποδείξεως Π. Π. του Κ. τόσο ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς Νικόλαου Κόντου, συνταγείσης της υπ’ αριθμ. 1338/10-10-2014 ένορκης βεβαιώσεως, δεν λαμβάνονται υπόψη και τούτο διότι ο καταθέσας είχε και διατηρεί την ιδιότητα του διάδικου μέρους στην ένδικη υπόθεση ενόψει του ότι ενήχθη και παραμένει εναγόμενος με την από 30-07-2014 αγωγή), την από 30-07-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. 394/31-07-2015) έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού νευρολόγου – ψυχίατρου Ι. Π. και το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων τα οποία προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Σε εκτέλεση ατύπως καταρτισθείσας στον Πειραιά προκαταρκτικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο λιμάνι Ρουέν της Γαλλίας στο με σημαία Νήσων Μάρσαλ φ/γ – χύδην φορτίου πλοίο, με το όνομα “A.”, νηολογίου Majuro, Ι.Μ.Ο. 9159050 Δ.Δ.Σ. V70U4, αριθμ. κλας. 970672, κ.ο.χ. 15.949, με μηχανή MITSUBISHI 5UEC50LS-II/5442 KW, για να παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του α’ μηχανικού για χρονικό διάστημα επτά (7) μηνών, αμειβόμενος με μεικτό μηνιαίο μισθό, ποσού εννέα χιλιάδων ευρώ (9.000,00€). Ο ενάγων εντάχθηκε στο πλήρωμα του πλοίου και, στις 03-01- 2012 και περί ώρα 20:30, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο αγκυροβόλιο του λιμένα Γκαζαουέτ της Αλγερίας για να εκφορτώσει, αυτός (ενάγων) που βρισκόταν στην γέφυρα του πλοίου, πραγματοποιώντας τηλεφωνικές επαφές, αισθάνθηκε αδιαθεσία και ζαλάδα και την 20:35 ώρα έπεσε κάτω στον χώρο του πτερυγίου έξω από την γέφυρα. Ο ανθυποπλοίαρχος του πλοίου που βρισκόταν στον χώρο της γέφυρας ειδοποίησε τον υποπλοίαρχο του πλοίου και αυτός, με την σειρά του, τον πλοίαρχο. Οι πλοίαρχος και υποπλοίαρχος, την 20:36 ώρα, εμπειρικά διαπίστωσαν ότι ο ενάγων είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και μέτρησαν, με το ειδικό όργανο, την αρτηριακή του πίεση που βρέθηκε να είναι 130/80. Αμέσως, κλήθηκε ο Σταθμός Ελέγχου του λιμένα και ζητήθηκε ιατρική συνδρομή. Συστήθηκαν αναμονή και διενέργεια μαλάξεων στον ενάγοντα στα μέλη του που έπασχαν όπως και παροχή ύδατος με την χρήση κοχλιαρίου. Την 21:45 επέβη του πλοίου γιατρός που έφτασε με ρ/κ πλοίο και, μετά από λίγο, την 21:50 ώρα, διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Ακολούθως, την 22:18 ώρα, ο ενάγων επιβιβάστηκε στο ρ/κ και την 23:30 ώρα ο Σταθμός Ελέγχου του λιμένα ειδοποίησε το πλοίο ότι ο ασθενής συνοδευόμενος από τον γιατρό έφτασε στο τοπικό νοσοκομείο. Ο ασθενής διανυκτέρευσε στο τοπικό νοσοκομείο υπό θεραπευτική αγωγή και την επόμενη ημέρα το πρωί συστήθηκε να μεταφερθεί σε άλλη πόλη (TLEMKEN), όπου υπήρχε δυνατότητα για την διενέργεια ειδικών απεικονιστικών εξετάσεων. Πράγματι, ο ενάγων μεταφέρθηκε στην ανωτέρω πόλη και νοσηλεύτηκε στην κλινική “LES DAHLIAS” από 04-1 έως και 12-01-2014. Πραγματοποιήθηκαν αιματολογικές, βιοχημικές, ορολογικές, ενζυμολογικές και λοιπές εξετάσεις και διενεργήθηκε αξονική τομογραφία από την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη υποξείας ισχαιμικής βλάβης στην αριστερή ινιακή χώρα και στην δεξιά βρεγματοκροταφική χώρα, ελαφρώς συμπιεστικού χαρακτήρα εν αντιστοιχία με τις ζώνες αρδεύσεως δεξιάς οπίσθιας και αριστερής μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας. Μετά την ολοκλήρωση των διαγνωστικών εξετάσεων και των θεραπευτικών παρεμβάσεων, ο ενάγων, που, στο μεταξύ, στις 04-01-2012, είχε απολυθεί από το πλοίο, επαναπατρίστηκε μέσω Αλγεριού και Παρισίων, συνοδευόμενος στο τελευταίο αυτό ταξίδι από τον γαμβρό του. Μετά τον επαναπατρισμό του ο ενάγων μετέβη στον τόπο της μόνιμης κατοικίας του, στην Καλαμάτα Ν. Μεσσηνίας και ως εξωτερικός ασθενής άρχισε να παρακολουθεί θεραπευτικές συνεδρίες σε κέντρο αποκαταστάσεως ως πάσχων από (αρ.) ημιπάρεση βαρύτερη στο κάτω άκρο λόγω ΑΕΕ. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι την επόμενη της εκδηλώσεως του εγκεφαλικού επεισοδίου στον ενάγοντα συγκροτήθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου επιτροπή από μέλη του πληρώματος του ώστε να καταγραφούν τα προσωπικά αντικείμενα του ενάγοντος με σκοπό να του επιστραφούν, όπως και έγινε. Μεταξύ των αντικειμένων του βρέθηκαν ήταν και κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα και συγκεκριμένα τα εξής: Κουτί με δισκία σκευάσματος INEGY (εζετιμίμπη και συμβαστατίνη) που είναι φάρμακο κατά της υπερχοληστερηναιμίας, κουτί με δισκία του σκευάσματος GLUCOPHAGE (μετφορμίνη) που είναι φάρμακο κατά του διαβήτη τύπου II, κουτί με δισκία του σκευάσματος MICARDIS (τελμισαρτάνη) που είναι αντιυπερτασικό, κουτί με δισκία του σκευάσματος DIAMICRON (γλικλαζίδη) που είναι φάρμακο κατά του διαβήτη τύπου II, κουτί του σκευάσματος SALOSPIR (ακετυλοσαλυκιλικό οξύ) που είναι αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο δηλαδή αποτρέπει την συγκόληση των αιμοπεταλίων για την δημιουργία θρόμβου και ατομικό μετρητή σακχάρου στο αίμα με ταινία μετρήσεως. Αποδεικνύεται, ακόμη, ότι ο ενάγων ήταν επίμονος καπνιστής και μάλιστα κάπνιζε 2-3 πακέτα τσιγάρων την ημέρα όπως προκύπτει από τις αγορές του από την αποθήκη αφορολόγητων ειδών του πλοίου. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων βρισκόταν, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, υπό καθεστώς έντονου άγχους (δηλαδή σε κατάσταση σωματικής και ψυχικής αντιδράσεως σε μια απειλή ή σε μια αίτηση για την αντιμετώπιση απαιτητικών καταστάσεων) και μάλιστα λόγω προβλημάτων σχετιζόμενων με την υπηρεσία του στο πλοίο (βλ. την από 07-03-2012 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του κελευστή Λ.Σ. Δ. – Α. Α.), πλην βεβαίως της συγκινησιακής φορτίσεως που ενέχει κάθε ευθυνοφόρος εργασία, όπως αυτή του ναυτικού και ιδιαίτερα αυτή του α’ μηχανικού. Από τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η ασθένεια του ενάγοντος δεν ήταν απότοκο βίαιου συμβάντος κατά την παροχή της εργασίας του στο πλοίο, ούτε προήλθε από αιφνίδια προς το χειρότερο μεταβολή των συνθηκών παροχής της εργασίας σ’ αυτό (πλοίο) αλλά οφείλεται στην συνύπαρξη στον οργανισμό του ενάγοντος παραγόντων δυνάμενων να προξενήσουν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Περαιτέρω, προκύπτει ότι η αντιμετώπιση του περιστατικού της ασθένειας του ενάγοντος εκ μέρους της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρειών αλλά και του πλοιάρχου αυτού υπήρξε η ενδεδειγμένη γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα αφενός μεν την μη επιβάρυνση της καταστάσεώς του αφετέρου δε την έναρξη της διαδικασίας υποστροφής της ασθένειας η οποία συνεχιζόταν έως την συζήτηση επί της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του νόμου, στην περίπτωση της εκδηλώσεως του προπεριγραφέντος αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου στο πρόσωπο του ενάγοντος το δε συμπέρασμα της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε και καταλήγει σε μερικά αντίθετη θέση κρίνεται εσφαλμένο γιατί δεν τέθηκαν υπόψη του συντάξαντος αυτή ιατρού όλες οι παράμετροι που προέκυψαν κατά την αποδεικτική διαδικασία. Επομένως, οι λοιποί λόγοι εφέσεως, που παραδεκτά προβλήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη”. Ο αναιρεσείων, με τον πρώτο από τους κατά τα ανωτέρω πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες, σε αντιφατικές παραδοχές κατά τη διατύπωση του αποδεικτικού του πορίσματος, σε συνάρτηση με την εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του ν. 551/1915, ως προς την παροχή άμεσης και εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης στον αναιρεσείοντα και ως προς το εάν, το εγκεφαλικό επεισόδιο που συνέβη σε αυτόν, συνιστούσε ναυτεργατικό ή όχι ατύχημα. Ειδικότερα, σε σχέση με την παρασχεθείσα στον τελευταίο ιατρική βοήθεια, μετά την εκδήλωση σε αυτόν του εγκεφαλικού επεισοδίου, το δικαστήριο δέχθηκε (πίσω σελίδα 6ου φύλλου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) ότι “… Οι πλοίαρχος και υποπλοίαρχος, την 20:36 ώρα, εμπειρικά διαπίστωσαν ότι ο ενάγων είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και μέτρησαν, με το ειδικό όργανο, την αρτηριακή του πίεση που βρέθηκε να είναι 130/80. Αμέσως, κλήθηκε ο Σταθμός Ελέγχου του λιμένα και ζητήθηκε ιατρική συνδρομή. Συστήθηκαν αναμονή και διενέργεια μαλάξεων στον ενάγοντα στα μέλη του που έπασχαν όπως και παροχή ύδατος με την χρήση κοχλιαρίου. Την 21:45 επέβη του πλοίου γιατρός που έφτασε με ρ/κ πλοίο και, μετά από λίγο, την 21:50 ώρα, διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Ακολούθως, την 22:18 ώρα, ο ενάγων επιβιβάστηκε στο ρ/κ και την 23:30 ώρα ο Σταθμός Ελέγχου του λιμένα ειδοποίησε το πλοίο ότι ο ασθενής συνοδευόμενος από τον γιατρό έφτασε στο τοπικό νοσοκομείο. Ο ασθενής διανυκτέρευσε στο τοπικό νοσοκομείο υπό θεραπευτική αγωγή και την επόμενη ημέρα το πρωί συστήθηκε να μεταφερθεί σε άλλη πόλη (TLEMKEN), όπου υπήρχε δυνατότητα για την διενέργεια ειδικών απεικονιστικών εξετάσεων. Πράγματι, ο ενάγων μεταφέρθηκε στην ανωτέρω πόλη και νοσηλεύτηκε στην κλινική “LES DAHLIAS” από 04-1 έως και 12-01-2014. Πραγματοποιήθηκαν αιματολογικές, βιοχημικές, ορολογικές, ενζυμολογικές και λοιπές εξετάσεις και διενεργήθηκε αξονική τομογραφία από την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη υποξείας ισχαιμικής βλάβης στην αριστερή ινιακή χώρα και στην δεξιά βρεγματοκροταφική χώρα, ελαφρώς συμπιεστικού χαρακτήρα εν αντιστοιχία με τις ζώνες αρδεύσεως δεξιάς οπίσθιας και αριστερής μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας. Μετά την ολοκλήρωση των διαγνωστικών εξετάσεων και των θεραπευτικών παρεμβάσεων, ο ενάγων, που, στο μεταξύ, στις 04-01-2012, είχε απολυθεί από το πλοίο, επαναπατρίστηκε μέσω Αλγεριού και Παρισίων, συνοδευόμενος στο τελευταίο αυτό ταξίδι από τον γαμβρό του…”. Από τα ανωτέρω, προκύπτει με σαφήνεια ότι σε σχέση με το εκδηλωθέν στον αναιρεσείοντα πρόβλημα υγείας και τον τρόπο αντιμετώπισής του, τηρήθηκε ο εγκριθείς με το β.δ. 806/1970 “Κανονισμός περί εργασίας επί ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω” και, ειδικότερα, τα προβλεπόμενα (όπως παραπάνω, στη μείζονα σκέψη, αναφέρονται) στο άρθρο 10 αυτού και, επομένως, το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα της αναιρεσιβαλλλομένης αποφάσεως, διατυπώθηκε με σαφήνεια ως προς το ότι, εν όψει των συγκεκριμένων συνθηκών που εκδηλώθηκε η ασθένεια του αναιρεσείοντος, παρασχέθηκε η κατάλληλη ιατρική βοήθεια και περίθαλψη, κατ’αρχήν, από το πλήρωμα του πλοίου και, ακολούθως, από τα νοσοκομεία στα οποία διακομίστηκε, με βάση τις συμβουλές και θεραπευτικές παρεμβάσεις των ιατρών τους. Σημειωτέον δε ότι, με βάση τις περαιτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, περί του ότι “…δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων βρισκόταν, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, υπό καθεστώς έντονου άγχους (δηλαδή σε κατάσταση σωματικής και ψυχικής αντιδράσεως σε μια απειλή ή σε μια αίτηση για την αντιμετώπιση απαιτητικών καταστάσεων) και μάλιστα λόγω προβλημάτων σχετιζόμενων με την υπηρεσία του στο πλοίο (βλ. την από 07-03-2012 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του κελευστή Λ.Σ. Δ. – Α. Α.), πλην βεβαίως της συγκινησιακής φορτίσεως που ενέχει κάθε ευθυνοφόρος εργασία, όπως αυτή του ναυτικού και ιδιαίτερα αυτή του α’ μηχανικού” και ότι “Από τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η ασθένεια του ενάγοντος δεν ήταν απότοκο βίαιου συμβάντος κατά την παροχή της εργασίας του στο πλοίο, ούτε προήλθε από αιφνίδια προς το χειρότερο μεταβολή των συνθηκών παροχής της εργασίας σ’ αυτό (πλοίο) αλλά οφείλεται στην συνύπαρξη στον οργανισμό του ενάγοντος παραγόντων δυνάμενων να προξενήσουν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο”, αιτιολογείται πλήρως και με σαφήνεια η παραδοχή ότι η ασθένεια του αναιρεσείοντος δεν ήταν απότοκος βιαίου συμβάντος, δηλαδή συμβάντος, κατά την εκτέλεση της εργασίας, υπό διαμορφωθείσες εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, ώστε να θεωρείται ναυτεργατικό ατύχημα. Κατά συνέπεια, ως προς το σκέλος του αυτό (που εκτιμάται ως συνδεδυασμένος, εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), ο προβαλλόμενος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο, με τις ανωτέρω παραδοχές του, δεν παρεβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 του Ν.551/1915, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τη μη συνδρομή των αναγκαίων για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως περιστατικών σχετικώς με την έννοια του βιαίου συμβάντος για τη στοιχειοθέτηση ναυτεργατικού ατυχήματος, ενώ και ως προς τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η παραδοχή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι “το δε συμπέρασμα της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε και καταλήγει σε μερικά αντίθετη θέση κρίνεται εσφαλμένο γιατί δεν τέθηκαν υπόψη του συντάξαντος αυτή ιατρού όλες οι παράμετροι που προέκυψαν κατά την αποδεικτική διαδικασία”, επειδή δεν γίνεται σε αυτήν αναφορά στις παραμέτρους αυτές (υπό Α’ κατά το τελευταίο σκέλος του και Ε’ πρόσθετοι λόγοι της αναιρέσεως), αντιθέτως προκύπτει ότι η αιτιολογία αυτή είναι πλήρης, ως σαφώς αφορώσα σε όσα – πέραν των ερωτημάτων που τέθηκαν για τη διεξαγωγή της ιατρικής πραγματογνωμοσύνης – κρίθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ότι αποδείχτηκαν ως προς την πριν το ατύχημα κατάσταση της υγείας του αναιρεσείοντος, καθώς και ως προς το εάν η ασθένεια αυτή υπήρξε ή όχι απότοκος βιαίου συμβάντος, ώστε να στοιχειοθετείται ή όχι ναυτεργατικό ατύχημα (όπως, άλλωστε, προκύπτει από τα προηγούμενα αναφερόμενα στην ίδια περίοδο της αποφάσεως – βλ. πίσω πλευρά του φύλλου 7 της αποφάσεως, μετά τη μέση αυτής, … “Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος……στο πρόσωπο του ενάγοντος….”, σε σχέση με το ως άνω συμπέρασμα).
Περαιτέρω δε, σε σχέση με τα φάρμακα [κουτί με δισκία σκευάσματος INEGY (εζετιμίμπη και συμβαστατίνη) που είναι φάρμακο κατά της υπερχοληστερηναιμίας, κουτί με δισκία του σκευάσματος GLUCOPHAGE (μετφορμίνη) που είναι φάρμακο κατά του διαβήτη τύπου II, κουτί με δισκία του σκευάσματος MICARDIS (τελμισαρτάνη) που είναι αντιυπερτασικό, κουτί με δισκία του σκευάσματος DIAMICRON (γλικλαζίδη) που είναι φάρμακο κατά του διαβήτη τύπου II, κουτί του σκευάσματος SALOSPIR (ακετυλοσαλυκιλικό οξύ) που είναι αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο, δηλαδή αποτρέπει την συγκόληση των αιμοπεταλίων για την δημιουργία θρόμβου – χωρίς να απαιτείται και η αναφορά στον ακριβή αριθμό των δισκίων που βρέθηκαν, όπως επιπλέον αναφέρεται από τον αναιρεσείοντα στον υπό Δ’ πρόσθετο λόγο αναιρέσεως – και ατομικό μετρητή σακχάρου στο αίμα με ταινία μετρήσεως], που φέρεται ότι βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος και περί του ότι ήταν αυτός μανιώδης καπνιστής, από τα οποία συνήχθη, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε συνεκτίμηση με το εν γένει αποδεικτικό υλικό, ότι προϋπήρχε νοσογόνος αιτία (παράγοντες δυνάμενοι να προξενήσουν αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) για την εκδήλωση της ασθένειάς του και ότι, επομένως, η τελευταία δεν αποτελούσε, και για τον λόγο αυτό, ναυτεργατικό (υπό την έννοια του νόμου) ατύχημα, στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, πλήττεται η απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αυτός, εκ του αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 335/2019). Σημειωτέον δε ότι, τόσο από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όσον και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία μάλιστα αναφέρονται αναλυτικά τα κατ’είδος ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, το Εφετείο έλαβε υπόψη, συναξιολόγησε και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα ως αγνοηθέντα (με αναφορά από αυτόν, πέρα από τους μάρτυρες, στη δικαστική πραγματογνωμοσύνη, στην ιατρική εξέτασή του προ της ναυτολογήσεώς του και στην “έκθεση” του ιατρού “τεχνικού συμβούλου” της αναιρεσίβλητης, αφού από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο γίνεται αναφορά σε λήψη υπόψη “όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων”, ενώ ο αναιρεσείων δεν εκθέτει καθόλου τι αναφέρεται ειδικώς στην “τεχνική έκθεση” των αναιρεσιβλήτων, το οποίο να ήταν κρίσιμο προς επίρρωση των αντίθετων ισχυρισμών του περί ναυτεργατικού ατυχήματος, το οποίο, όμως, επιπλέον κρίθηκε, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ότι δεν ήταν απότοκο βιαίου συμβάντος, ώστε να πληρούται η έννοια αυτού). Περαιτέρω, με τον τρίτο από τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη “πράγματα που προτάθηκαν, ότι δηλαδή πριν από την πρόσληψή του στην αντίδικο είχε εξετασθεί πλήρως και αναλυτικά από ιατρούς της επιλογής της και τις αποδείξεις περί τούτων, που είχαν προσκομισθεί με επίκληση “έντυπο ιατρικής εξέτασης για την ναυτολόγηση” της “Αγροτικής Ασφαλιστικής ΑΕ” (της 14/4/2014) και είχε ευρεθεί απολύτως υγιής και δη από τις παθήσεις που του αποδίδονται”. Πλην, όμως τα επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα, δεν αποτελούν “πράγματα”, όπως η έννοια αυτή παρατίθεται στην μείζονα σκέψη, τούτο δε καθόσον, αφ’ενός μεν, ο ισχυρισμός περί ιατρικών εξετάσεων πριν την πρόσληψή του που αποδείκνυαν ότι είχε ευρεθεί απολύτως υγιής τυγχάνει αόριστος και, ως εκ τούτου, απαράδεκτος (αφού δεν διευκρινίζει σε ποιες συγκεκριμένα εξετάσεις υποβλήθηκε, ώστε να “ευρεθεί απολύτως υγιής και δη από τις παθήσεις που του αποδίδονται”, αλλά αναφέρεται στο προβλεπόμενο από το νόμο “έντυπο ιατρικής εξέτασης για τη ναυτολόγηση” που, όμως, συνιστά αποδεικτικό μέσο-έγγραφο, από την αξιολόγηση δε του περιεχομένου των εγγράφων δεν θεμελιώνονται λόγοι από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφ’ετέρου δε, ο λόγος αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έγινε, κατά τα ανωτέρω, δεκτό ότι η ασθένεια του ενάγοντος ήταν απότοκος βιαίου συμβάντος κατά την παροχή της εργασίας του στο πλοίο, ούτε ότι προήλθε από αιφνίδια προς το χειρότερο μεταβολή των συνθηκών παροχής της εργασίας σ’ αυτό, δηλαδή από λόγους που δεν ήταν συμφυείς προς τους συνηθισμένους (έστω και υπό δυσμενείς, αλλά όχι απρόβλεπτες συνθήκες) όρους παροχής της σε φορτηγό πλοίο, ώστε να θεωρείται (ούτως ή άλλως) η ασθένειά του ναυτεργατικό ατύχημα και, επομένως είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος για τους προαναφερόμενους λόγους, ενώ το αίτημα των αναιρεσιβλήτων στην πρωτοβάθμια και στην έκκλητη δίκη περί διεξαγωγής νέας πραγματογνωμοσύνης εάν το δικαστήριο θεωρούσε ότι απαιτείται τέτοια και δεν αρκούσαν τα αναφερόμενα στην τεχνική τους έκθεση, εναπόκειτο στη διακριτική του ευχέρεια. Τούτο δε καθόσον, η σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου (όπως και των τεχνικών εκθέσεων) δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ως αναγόμενη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 171/2020, ΑΠ 180/2017, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1225/2009) και, συνεπώς, πέραν του ότι δεν ελέγχεται αναιρετικά με τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (γιατί οι διατάξεις των άρθρων 368 επ., 387 και 390 του ίδιου Κώδικα, που αφορούν σε αυτές είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου),δεν ελέγχονται ούτε και με τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 306/2021, ΑΠ 1020/2014, ΑΠ 179/2013). Παραλείψεις δε σχετικά με την εφαρμογή των ως άνω άρθρων δεν δημιουργούν λόγους αναίρεσης ούτε από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη (ΑΠ 537/2012, ΑΠ 579/2007), όπως εν προκειμένω που ο αναιρεσείων επικαλείται αυτές των αριθμών 8,11 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ακόμη δε, ο ισχυρισμός κατά τον οποίο το Εφετείο όφειλε να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη είναι απαράδεκτος, καθόσον από τις ίδιες ως άνω διατάξεις (368,386 και 388) προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη επί συγκεκριμένου θέματος, ή να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, αλλά το ζήτημα αυτό ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. (ΑΠ 1286/2022, ΑΠ 187/2018, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1013/2010).
Τέλος, καθόσον αφορά στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι, κατά παράβαση του νόμου και άνευ αποδείξεων επεδίκασε, κατά την ναυτεργατική διαδικασία σε βάρος του, ενός ανάπηρου και άπορου προσώπου, το υπερβολικό ποσό των 10.245 € χωρίς να έχουν επιβαρυνθεί οι αντίδικοί του με κάτι ιδιαίτερο ούτε να έχουν υποβάλλει σχετικό πίνακα εξόδων, και προφανώς αναντίστοιχα με τα γενόμενα δεκτά από την ίδια την απόφαση, σημειώνονται τα ακόλουθα: Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως εκ της αοριστίας του, μη αρκούντων των προαναφερομένων προς συγκεκριμενοποίηση του περιεχομένου του. Τούτο δε καθόσον, δεν αρκεί η αιτίαση της επιρρίψεως σε βάρος του (αναιρεσείοντος, ως ηττηθέντος διαδίκου στην έκκλητη δίκη) των φερομένων ως υπερβολικών δικαστικών εξόδων, αλλά για το ορισμένο του λόγου αυτού έπρεπε να προσδιορίζεται το προς επιδίκαση ποσό για δικαστικά έξοδα με βάση τα ελάχιστα προβλεπόμενα από το νόμο σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης (άρθρ. 63 επ. “Κώδικα δικηγόρων” – ν. 4194/2013), ώστε να κριθεί το υπερβολικό του επιδικασθέντος ποσού για δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να είναι αρκετή η απλή αναφορά σε ότι, εν όψει των παραπάνω αναφερομένων από αυτόν συνθηκών, το ποσό των δικαστικών εξόδων, που επιβλήθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είναι υπερβολικό.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής στο σύνολό τους. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις και διατυπώνουν σχετικό αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-12-2017 αίτηση και τους από 10-7-2019 πρόσθετους λόγους αυτής, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 469/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (Διαδικασίας Εργατικών Διαφορών – Ναυτικό Τμήμα). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2024.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ