ΑΠΟΦΑΣΗ
Zuvić κατά Σερβίας της 03.06.2025 (προσφ. αριθ. 3592/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδυναμία του προσφεύγοντος να επιτύχει δικαστική επίλυση της διαφοράς σχετικά με την απόλυσή του από την στρατιωτική υπηρεσία μετά την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του. Τα διαδικαστικά εμπόδια απέτρεψαν την εκδίκαση της υπόθεσής του εντός του ίδιου του δικαστικού συστήματος (της Σερβίας) και ήταν πέραν του ελέγχου του. Η απαίτηση ανάκλησης της απόφασης απόλυσης του για να εκδικαστεί η υπόθεσή του ήταν υπερβολικά φορμαλιστική. Η υπόθεση του προσφεύγοντος μεταφέρθηκε στις αρχές του Μαυροβουνίου με πρωτοβουλία της Σερβίας για εκδίκαση της υπόθεσης, παρά το γεγονός ότι η Σερβία εξακολουθούσε να έχει δικαιοδοσία επί της επίδικης υπόθεσης μετά τη διάλυση της Ένωσης Σερβίας και Μαυροβουνίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και επιδίκασε 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.170 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1972 και ζει στην Jagodina.
Το 2002 ο προσφεύγων υπηρετούσε ως υπολοχαγός στον στρατό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, με βάση την Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου. Στις 8 Απριλίου 2002, ο στρατιωτικός εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για κατάχρηση εξουσίας.
Στις 9 Ιουλίου 2002, ο στρατιωτικός πειθαρχικός εισαγγελέας άσκησε πειθαρχική δίωξη εναντίον του για το ίδιο αδίκημα.
Στις 26 Δεκεμβρίου 2002, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε πειθαρχική ποινή «απώλειας βαθμού». Στις 4 Φεβρουαρίου 2003, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας μετονομάστηκε σε Κρατική Ένωση Σερβίας και Μαυροβουνίου.
Στις 20 Μαρτίου 2003, το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση και διέταξε την επανάληψη της δίκης. Στις 11 Ιουνίου 2003, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο επέβαλε εκ νέου στον προσφεύγοντα την ίδια πειθαρχική ποινή της «απώλειας βαθμού».
Στις 3 Νοεμβρίου 2003, το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση. Στις 24 Δεκεμβρίου 2003, ο προσφεύγων άσκησε έφεση ενώπιον του Ανώτατου Στρατιωτικού Δικαστηρίου, αμφισβητώντας την απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου της 3 Νοεμβρίου 2003.
Στις 24 Μαρτίου 2004, ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συμβουλίου Άμυνας της Κρατικής Ένωσης Σερβίας και Μαυροβουνίου διέταξε την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής.
Στις 20 Απριλίου 2004, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διαταγή, ο προσφεύγων απολύθηκε από την στρατιωτική υπηρεσία.
Στις 29 Ιουνίου 2004, το Ανώτατο Στρατιωτικό Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του προσφεύγοντος. Ακύρωσε την απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου και διέταξε την επανάληψη της δίκης ενώπιον του Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου.
Ως αποτέλεσμα των οργανωτικών αλλαγών στο δικαστικό σώμα, που είχαν λάβει χώρα εν τω μεταξύ, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο έπαψε να υφίσταται. Ως εκ τούτου, η υπόθεση του προσφεύγοντος ανατέθηκε στο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο της Ποντγκόριτσα. Η αρμοδιότητα του εν λόγω δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση καθορίστηκε με βάση την τοποθεσία της στρατιωτικής μονάδας στην οποία υπηρετούσε ο κατηγορούμενος κατά τον χρόνο της φερόμενης πειθαρχικής παράβασης.
Στις 26 Ιανουαρίου 2006, ο Πρόεδρος του Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου της Ποντγκόριτσα ενημέρωσε το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο ότι οι δικαστές του Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου είχαν ήδη εμπλακεί στην ποινική διαδικασία που είχε κινηθεί κατά του προσφεύγοντος σχετικά με τα ίδια γεγονότα. Κατά συνέπεια, ζήτησε να μεταφερθεί η πειθαρχική υπόθεση σε άλλο δικαστήριο.
Στις 9 Μαρτίου 2006, το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο όρισε το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου ως αρμόδιο δικαστήριο πρώτου βαθμού.
Στη συνέχεια, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου διαβίβασε τον φάκελο της υπόθεσης του προσφεύγοντος στο Ανώτατο Συμβούλιο Άμυνας της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Το δικαστήριο δήλωσε ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στην πειθαρχική διαδικασία, καθώς ο προσφεύγων δεν ήταν πλέον μέλος του στρατού. Επιπλέον, σημείωσε ότι η διεξαγωγή μιας τέτοιας διαδικασίας απαιτούσε την ανάκληση της διαταγής αποστράτευσης του προσφεύγοντος από τη στρατιωτική θητεία – μια απόφαση που μπορούσε να ληφθεί μόνο από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Συμβουλίου Άμυνας της Κρατικής Ένωσης Σερβίας και Μαυροβουνίου.
Στις 5 Ιουνίου 2006, ο Πρόεδρος της Σερβίας ενημέρωσε τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι η Σερβία ήταν ο μοναδικός διάδοχος της πρώην Πολιτικής Ένωσης Σερβίας και Μαυροβουνίου.
Στις 17 Ιουλίου 2006, το Γραφείο του Προέδρου της Σερβίας, το οποίο είχε τότε στην κατοχή του τον φάκελο της υπόθεσης του προσφεύγοντος, τον διαβίβασε στο Γραφείο του Προέδρου του Μαυροβουνίου για περαιτέρω εξέταση και λήψη απόφασης.
Στις 25 Μαΐου 2009, ο προσφεύγων ζήτησε από το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου να συνεχίσει ή να διακόψει τη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του.
Στις 3 Ιουνίου 2009, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι δεν είχε δικαιοδοσία για την υπόθεσή του. Επιπλέον, δήλωσε ότι ο φάκελος της υπόθεσής του είχε διαβιβαστεί στο Γραφείο του Προέδρου του Μαυροβουνίου για περαιτέρω ενέργειες.
Στις 26 Οκτωβρίου 2009, ο προσφεύγων επανέλαβε το αίτημά του στο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο. Στις 12 Νοεμβρίου 2009, το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο ενημέρωσε το Υπουργείο Άμυνας της Σερβίας ότι, κατά την άποψή του, η υπόθεση του προσφεύγοντος υπάγεται στη δικαιοδοσία του Μαυροβουνίου. Εξήγησε ότι η στρατιωτική δικαιοσύνη της Σερβίας δεν είχε αρμοδιότητα επί του θέματος λόγω της παράλληλης ποινικής διαδικασίας που εκκρεμούσε στο Μαυροβούνιο. Επιπλέον, δήλωσε ότι η επανέναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας θα απαιτούσε την ανάκληση της απόφασης για την αποστράτευση του προσφεύγοντος από τις ένοπλες δυνάμεις, θέμα το οποίο θεωρούσε ότι άνηκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Προέδρου του Μαυροβουνίου.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2010, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ποντγκόριτσα αθώωσε τον προσφεύγοντα από την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας στην ποινική διαδικασία. Στις 25 Φεβρουαρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε από το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο να διακόψει την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του, με την αιτιολογία ότι είχε παραγραφεί.
Στις 2 Νοεμβρίου 2012, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχε ούτε την αντικειμενική ούτε την εδαφική δικαιοδοσία για να εκδικάσει την υπόθεση.
Στις 28 Νοεμβρίου 2012, το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση αυτή.
Στις 11 Απριλίου 2014, το Υπουργείο Άμυνας του Μαυροβουνίου επέστρεψε στις σερβικές αρχές τον φάκελο της υπόθεσης του προσφεύγοντος, τον οποίο του είχε διαβιβάσει το Γραφείο του Προέδρου της Σερβίας στις 17 Ιουλίου 2006, δηλώνοντας ότι δεν μπορούσε να διεξαγάγει πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, καθώς δεν ήταν μέλος του στρατού του Μαυροβουνίου.
Την 1η Οκτωβρίου 2015, κατά την εκδίκαση της προσφυγής του προσφεύγοντος κατά των αποφάσεων αυτών, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι καθ’ ών αρχές ενήργησαν ορθά και απέρριψε την αγωγή του ως αβάσιμη.
Ο προσφεύγων άσκησε δύο συνταγματικές προσφυγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, παραβιάσεις του δικαιώματός του στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και του δικαιώματός του σε δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Το Συνταγματικό Δικαστήριο συνένωσε τις διαδικασίες και, στις 21 Απριλίου 2016, αποφάνθηκε εν μέρει υπέρ του. Επιδίκασε στον προσφεύγοντα αποζημίωση ύψους 900 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη ως συνέπεια της παραβίασης του δικαιώματός του σε δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ενώ απέρριψε το υπόλοιπο της προσφυγής του. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 27 Ιουνίου 2016.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σε αντίθεση με περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων στερήθηκε εντελώς την πρόσβαση σε δικαστήριο λόγω της άρνησης των εθνικών δικαστηρίων να εκδικάσουν την υπόθεσή του, η υπόθεσή του εκδικάστηκε αρχικά σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, με την πρώτη δίκη να ολοκληρώνεται στις 3 Νοεμβρίου 2003. Κατά συνέπεια, η υπόθεση είχε ήδη υποβληθεί σε πλήρη εκδίκαση πριν το Ανώτατο Στρατιωτικό Δικαστήριο διατάξει νέα διαδικασία. Αυτό διαφοροποιούσε την κατάσταση του προσφεύγοντος από τις περιπτώσεις στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν κατηγορηματικά να εκδικάσουν μια αστική αγωγή. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, επομένως, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά το δικαίωμα να κινήσει κανείς διαδικασία, αλλά μάλλον το δικαίωμα να επιτύχει δικαστική επίλυση της διαφοράς μετά την έναρξη της διαδικασίας (Lupeni Greek Catholic Parish κ.α. § 86, Kutić κατά Κροατίας, αριθ. 48778/99, § 25).
Επιπλέον, τα εμπόδια που απέτρεψαν την εκδίκαση της υπόθεσης του προσφεύγοντος δεν οφείλονταν σε διαδικαστικές απαιτήσεις τις οποίες ο ίδιος ο προσφεύγων δεν είχε εκπληρώσει. Αντίθετα, τα εμπόδια προέκυψαν στο πλαίσιο του ίδιου του δικαστικού συστήματος, πέραν του ελέγχου ή της δυνατότητας του προσφεύγοντος να τα αντιμετωπίσει. Αρχικά, όταν προέκυψε το ζήτημα της δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο το έλυσε ορίζοντας το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου ως το αρμόδιο δικαστήριο πρώτου βαθμού. Πράγματι, εκείνη την εποχή, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου δεν αρνήθηκε την αρμοδιότητά του για την υπόθεση, αλλά αρνήθηκε να προχωρήσει λόγω ενός διαδικαστικού εμποδίου, δηλαδή της άποψής του ότι η απαλλαγή του προσφεύγοντος από τη στρατιωτική θητεία έπρεπε πρώτα να ανακληθεί. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων απολύθηκε τελικά από τη στρατιωτική θητεία με απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου, το οποίο τον έκρινε υπεύθυνο για πειθαρχικό παράπτωμα και του επέβαλε απώλεια βαθμού. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η κύρωση αυτή επέβαλε την αποστράτευση από την στρατιωτική του υπηρεσία. Κατά συνέπεια, ήταν η απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Δικαστηρίου σε δεύτερο βαθμό που οδήγησε τελικά στην απαλλαγή του προσφεύγοντος, ενώ η επακόλουθη απόφαση απαλλαγής απλώς επισημοποίησε την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου. Ωστόσο, μετά την ακύρωση της απόφασης, η άποψη ότι η απόφαση απαλλαγής θα μπορούσε να διατηρήσει τη νομική της ισχύ και, ως εκ τούτου, να δημιουργήσει διαδικαστικό εμπόδιο στην εκδίκαση της υπόθεσης ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, αμφίβολη. Παρά ταύτα, το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου επέλεξε να αναμείνει την επίσημη ανάκλησή της, αφήνοντας την υπόθεση του προσφεύγοντος ανεπίλυτη. Υπό αυτό το πρίσμα, η προσέγγιση του Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου του Βελιγραδίου φαίνεται υπερβολικά φορμαλιστική. Επιπλέον, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τη ρητή απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Πειθαρχικού Δικαστηρίου, το οποίο του είχε δώσει εντολή να εκδικάσει την υπόθεση του προσφεύγοντος.
Τέλος, ενώ αναγνωρίσει το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η διάλυση της Κρατικής Ένωσης της Σερβίας και του Μαυροβουνίου είχε δημιουργήσει προβλήματα στην οριοθέτηση της δικαιοδοσίας μεταξύ των δικαστικών αρχών των δύο νέων ανεξάρτητων χωρών, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, κατά τη στιγμή της διάλυσης, ο φάκελος της υπόθεσης του προσφεύγοντος βρισκόταν στην κατοχή του Γραφείου του Προέδρου της Σερβίας και, ως εκ τούτου, ήταν σαφώς στην αρμοδιότητα του καθ’ ού κράτους. Μόνο μετά τη διάλυση της Κρατικής Ένωσης το Γραφείο του Προέδρου της Σερβίας μεταβίβασε την υπόθεση στο Γραφείο του Προέδρου του Μαυροβουνίου, οπότε το Μαυροβούνιο είχε ήδη καταστεί ανεξάρτητο κράτος. Η μεταβίβαση αυτή φαίνεται να ξεκίνησε αποκλειστικά από την Σερβία, χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη αιτήματος ή συναίνεσης του Μαυροβουνίου. Αντίθετα, οι αρχές του Μαυροβουνίου επέστρεψαν αργότερα τον φάκελο της υπόθεσης στις αρχές της Σερβίας χωρίς να κινήσουν ποτέ διαδικασία. Είναι, επομένως, προφανές ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος παρέμεινε υπό τη δικαιοδοσία του καθ’ ού κράτους μετά τη διάλυση της Κρατικής Ένωσης. Ωστόσο, αντί να ανταποκριθεί στα επανειλημμένα αιτήματα του προσφεύγοντος για ακρόαση, το καθ’ ου κράτος μετέφερε την υπόθεση σε χώρα στην οποία ο προσφεύγων δεν είχε ζητήσει εκδίκαση και στην οποία οι αρχές αρνήθηκαν να εξετάσουν την υπόθεσή του.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπερβολικά περιοριστική ερμηνεία της απαίτησης ανάκλησης της απόφαση αποστράτευσης του προσφεύγοντος από το Στρατιωτικό Πειθαρχικό Δικαστήριο του Βελιγραδίου, σε συνδυασμό με την επακόλουθη μεταφορά της υπόθεσής του στο Μαυροβούνιο, έθιξε τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος του προσφεύγοντος να προσφύγει σε δικαστήριο για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του.
Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας
Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τις παρατηρήσεις των διαδίκων και τα ανωτέρω πορίσματά του, το Δικαστήριο έκρινε ότι εξέτασε το κύριο νομικό ζήτημα που τέθηκε στην παρούσα προσφυγή και ότι δεν υπάρχει ανάγκη να αποφανθεί χωριστά επί του παραδεκτού και της ουσίας της καταγγελίας σχετικά με τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας που τέθηκε βάσει του άρθρου 6 § 1 (Centre for Legal Resources εκ μέρους του Valentin Câmpeanu κατά Ρουμανίας [GC], αριθ. 47848/08, § 156).
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.170 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.