Αριθμός 8/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Μερόπη Τζουγκαράκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 1 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Tου αναιρεσιβλήτου: Γ. Τ. του Θ., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Στο σημείο αυτό, η Πρόεδρος ανέγνωσε το από 30-10-2023 σημείωμα για τα πρακτικά, της δικηγόρου Ειρήνης Νάτση, με το οποίο δηλώνεται ότι ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 13-4-2020, σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ’ αριθμό …/1/2020 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου της Δ.Ε. …, του Δήμου Φ. Θ., και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικές εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού: 1) Μ. Τ. του Γ. και της Ε., κάτοικος … 2) Δ. Τ. του Γ. και της Ε., κάτοικος …, και 3) Μ. Τ. του Γ. και της Ε., κάτοικο … οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-7-2015 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2018 του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-2-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α, 287 παρ. 1 και 290 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η βίαιη διακοπή της δίκης, που επέρχεται από το θάνατο του διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί αμέσως η συζήτηση της υπόθεσης (ΟλΑΠ 22/2000, ΑΠ 493/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έλαβε γνώση του επισυμβάντος θανάτου του αντιδίκου του, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και τον προσδιορισμό της συζήτησής της για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο, νομίμως επικαλείται και προσκομίζει το από 30-…-2022 αντίγραφο της από …-1-2020 ληξιαρχικής πράξης θανάτου που συνέταξε η Ληξίαρχος Φ. Θ., από το οποίο προκύπτει ότι την 13-4-2020 απεβίωσε στη … ο αναιρεσίβλητος Γ. Τ. του Θ. και της Α., καθώς και τα αντίγραφα της υπ’ αριθ. …/22-…-2013 δημόσιας διαθήκης του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβολαιογράφου … Ελευθερίου Ντέτσικα, του υπ’ αριθ. …/22-4-2020 πιστοποιητικού του Δήμου … περί εγγύτερων συγγενών του, των υπ’ αριθ. 52/2021 πρακτικών του Ειρηνοδικείου Ηγουμενίτσας περί της δημοσίευσης της διαθήκης και των υπ’ αριθ. …./21-12-2022/ και …/ 21-12-2022 πιστοποιητικών του Γραμματέα του ίδιου ανωτέρω Δικαστηρίου περί μη δημοσίευσης άλλης, πλην της προαναφερόμενης διαθήκης και μη αποποίησης της κληρονομιάς από τους εγκαταστημένους με αυτήν κληρονόμους, από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος κληρονομήθηκε από τις θυγατέρες του, Μ., Δ. και Μ. Τ. του Γ. και της Ε.. Οι τελευταίες κατά τη συζήτηση παραστάθηκαν, ως μόνες εκ διαθήκης κληρονόμοι του, χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση για την ιδιότητά τους αυτή και νομίμως δήλωσαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, τον θάνατο του αναιρεσιβλήτου, πατέρα τους και την εκούσια στη θέση του επανάληψη της διακοπείσας βίαια, λόγω του θανάτου του δίκης, η οποία νομίμως συνεχίζεται.
Η υπό κρίση από 14-2-2020 αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 40/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας, που δίκασε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 9/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας, που επίσης δίκασε κατά την ίδια διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, και έκανε δεκτή την αγωγή αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου, που είχε ασκήσει κατ’ αυτού ο αρχικώς ενάγων. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα, με την κατάθεση του δικογράφου, την 17-2-2020, στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’ αριθ. …/17-2-2020 έκθεση κατάθεσης) και εμπρόθεσμα, μέσα στην οριζόμενη διετή προθεσμία από την δημοσίευση αυτής, την 30-3-2018, αφού δεν επιδόθηκε αντίγραφό της από κάποιο διάδικο προς τον αντίδικό του (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Στην περίπτωση, που η αγωγή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας ακινήτου, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας επί του επιδίκου στον ενάγοντα, ενώ ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης αμφισβητήσει την κυριότητα όχι μόνον του ενάγοντος, αλλά και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του, ο ενάγων οφείλει, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφορά με το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ, συμπλήρωση του δικογράφου της, να καθορίσει και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των προκτητόρων του, εωσότου φθάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (ΑΠ 141/2018, ΑΠ 643/2017). Από το παραδεκτώς επισκοπούμενο (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι ο αρχικός ενάγων επικαλέστηκε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, το οποίο περιγράφεται στο δικόγραφο κατά θέση (… ……), είδος (αγρός), έκταση (2.850 τ.μ.) και όρια, με αγορά με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού από τον κατονομαζόμενο δικαιοπάροχό του και κύριο του μεταβιβαζόμενου ακινήτου. Ζήτησε δε, ισχυριζόμενος ότι, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου … με τον αναφερόμενο ειδικότερα στην αγωγή ΚΑΕΚ και εσφαλμένα ως ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, να αναγνωριστεί κύριος του επιδίκου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1054 και 1055 ΑΚ, προκύπτει ότι, για να είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), πρέπει το πράγμα να είναι δεκτικό χρησικτησίας και να μην εξαιρείται αυτής. Η επιδεκτικότητα όμως του πράγματος ως αντικειμένου χρησικτησίας, καθώς και η μη εξαίρεσή του από αυτήν, δεν αποτελούν στοιχείο της βάσης της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο να επικαλεστεί, κατ’ ένσταση και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει (άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) ότι το πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή ότι εξαιρείται αυτής, δεδομένου ότι τόσο οι διατάξεις των άρθρων 1054 και 1055 ΑΚ όσο και οι διατάξεις ειδικών νόμων που προβλέπουν ότι ορισμένα πράγματα δεν είναι δεκτικά χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) ή ότι εξαιρούνται αυτής θεσπίζουν εξαιρέσεις του κανόνα για την κτήση κυριότητας με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο. Το ίδιο ισχύει και όταν αντίδικος του χρησιδεσπόζοντος είναι το Δημόσιο, τα ακίνητα του οποίου μετά την …-9-1915 εξαιρούνται της χρησικτησίας. Επομένως, αν ο ενάγων (ιδιώτης) επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική και έκτακτη) ή παράγωγο τρόπο (π.χ. αγορά) κτήσης κυριότητας αυτού και το Δημόσιο αμφισβητεί την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, τότε θα πρέπει να αποδείξει (ο ενάγων) και την κυριότητα αυτών μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, που κατά κανόνα θα είναι η χρησικτησία και δη η έκτακτη. Στις περιπτώσεις δε αυτές φέρει το βάρος να αποδείξει μόνο τις θετικές προϋποθέσεις της χρησικτησίας και όχι τις αρνητικές, όπως ότι το ακίνητο δεν είναι αντικείμενο επιδεκτικό χρησικτησίας ή ότι δεν εξαιρείται αυτής, επειδή δεν είναι δημόσιο κτήμα. Ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο εξαιρείται του θεσμού της χρησικτησίας, επειδή είναι δημόσιο κτήμα, αποτελεί ένσταση και πρέπει, ως τέτοια, να προταθεί στη δίκη από το εναγόμενο Δημόσιο, με αναγωγή σε κάποιο νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας. Ανεξαρτήτως όμως αυτών, το Δημόσιο, το οποίο δεν έχει εξοπλιστεί από το νομοθέτη με ένα γενικό τεκμήριο κυριότητας, το οποίο θα το απαλλάσσει από το βάρος απόδειξης των παραγωγικών του δικαιώματός του γεγονότων, σε κάθε περίπτωση που ισχυρίζεται ότι έχει την κυριότητα ενός ακινήτου, θα πρέπει παράλληλα να επικαλείται τον συγκεκριμένο τίτλο κτήσης του, αποδεικνύοντας (άρθρα 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) τα παραγωγικά του γεγονότα (ΑΠ 1527/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα δικόγραφα των προτάσεων των διαδίκων κατά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προκύπτει ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτησε την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του αρχικού ενάγοντος και ισχυρίστηκε ότι αυτός δεν απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή του παράγωγο τρόπο, διότι οι προηγούμενου δικαιοπάροχοί του, άμεσος και απώτερος, δεν ήταν κύριοι αυτού. Ειδικότερα το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε κυρίως ότι το επίδικο γεωτεμάχιο είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα και περιήλθε στην κυριότητά του από την απελευθέρωση των Νέων Χωρών, μεταξύ των οποίων και ολόκληρη η Ήπειρος, όταν τα εδάφη αυτά προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος και έκτοτε είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας και επικουρικώς ότι περιήλθε στην κυριότητά του ως αδέσποτο κτήμα, του οποίου θεωρείται νομέας το Ελληνικό Δημόσιο. Ο αρχικός ενάγων καθόρισε με τις προτάσεις της ίδιας συζητήσεως, αλλά είχε εκθέσει και καθ’ υποφορά με το δικόγραφο της αγωγής του, τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τους δικαιοπαρόχους του, άμεσο και τον απώτερο και ισχυρίστηκε ότι το επίδικο είχε ανέκαθεν, από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά τον χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες, στις οποίες υπάγεται και η …., όπου κείται, καθώς και κατά τον μετέπειτα μέχρι την έγερση της αγωγής χρόνο, αγροτικό χαρακτήρα. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 9/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, η επικουρική βάση της αγωγής και ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου με την παραδοχή ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δασική έκταση, αλλά ήταν αγροτικό και έχουν εφαρμογή ως προς αυτό οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 147/1914 για την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες, καθώς και του άρθρου 78 Οθωμανικού νόμου “Περί γαιών” για απόκτηση δικαιώματος μόνιμης εγκατάστασης μετά από εξουσίαση και ταυτόχρονη καλλιέργεια του κτήματος. Επί ασκήσεως εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο επανέφερε τον ισχυρισμό ιδίας κυριότητάς του, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ υπ’ αριθ. 40/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κερκύρας, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε στην ουσία της.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο που δίκασε δέχθηκε ως προς την κτήση κυριότητας του αρχικώς ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο τα ακόλουθα: “Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1972 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου … Απόστολου Μπάκουλη, που μεταγράφηκε […..], περιήλθε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, στον αρχικό ενάγοντα ένα ακίνητο, από αγορά από τον προηγούμενο κύριο αυτού Α. Π.. Το ως άνω ακίνητο περιγράφεται στο ανωτέρω συμβόλαιο ως αγρός, ξηρικός […..] ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο, που έχει αποτυπωθεί στο εθνικό κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ 180…0601010/0/0, το οποίο έχει εμβαδόν 2.851 τ. μ. και βρίσκεται στη θέση “… του Δ.Δ. … του Δήμου … Νομού …… Ο ανωτέρω άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος απέκτησε την κυριότητα του προαναφερόμενου ακινήτου σε μεγαλύτερη έκταση περίπου 12.500 τ. μ., δυνάμει του υπ’ αριθ. …/1954 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου … Ευστρατίου Αθανασάκου, που μεταγράφηκε […..], από αγορά, μετά από πλειοδοτική δημοπρασία, από τον Ιερό Ναό …”. Ο τελευταίος απέκτησε την κυριότητα του παραπάνω αγρού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς νεμόταν και κατείχε αυτόν με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, επί τεσσαρακονταετία και πλέον, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ασκώντας επ’ αυτού τις πράξεις νομής και κατοχής, που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως προκύπτει και από τη συνημμένη στο υπ’ αριθ. …/1954 συμβόλαιο βεβαίωση του προέδρου της κοινότητας …. Ο ενάγων, από το έτος 1972, οπότε και περιήλθε στη νομή του το επίδικο ακίνητο, νεμόταν και κατείχε αυτό με διάνοια αποκλειστικού κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, ασκώντας επ’ αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου διακατοχικές πράξεις, και ειδικότερα ήδη από το 1972 ανήγειρε εντός του επιδίκου ακινήτου εγκαταστάσεις για το στάβλισμα των βοοειδών, που εκτρέφει, λαμβάνοντας μάλιστα οικονομικές ενισχύσεις από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Επίσης καλλιεργεί στο επίδικο δένδρα (καρυδιές και λεμονιές) και λαχανικά. Από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δάσος ή δασική έκταση πριν την απελευθέρωση της Ηπείρου από την Τουρκική κατοχή το έτος 1913. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι τούτο, ανέκαθεν ήταν αγρός ξηρικός, όπως αναφέρεται και στο παραπάνω υπ’ αριθ. …/1954 συμβόλαιο, ο οποίος καλλιεργούνταν με κτηνοτροφικά φυτά για την βόσκηση ζώων. […..]. Με τα δεδομένα αυτά η κυριότητα του ως άνω ακινήτου περιήλθε στον ενάγοντα, δυνάμει του ως άνω υπ’ αριθ. …/1972 συμβολαίου από αγορά από τον προηγούμενο κύριο αυτού, ενώ το εναγόμενο δεν απέκτησε κυριότητα επ’ αυτού, αφού τούτο δεν αποτελούσε δάσος πριν από την απελευθέρωση της περιοχής από την Τουρκική κατοχή το έτος 1913, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του ισχυρισμού του ότι το επίδικο αποτελούσε ανέκαθεν δασική έκταση και περιήλθε στην κυριότητά του ως διαδόχου του Τουρκικού κράτους. […..]”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι τα επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του αρχικού ενάγοντος με παράγωγο τρόπο (αγοραπωλησία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή) και ότι οι δικαιοπάροχοί του, άμεσος και απώτερος, ήταν κύριοι αυτού, απορρίπτοντας την σχετική ένσταση περί ιδίας κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Ακολούθως, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση, εκφέροντας όμοια κρίση με την πρωτόδικη απόφαση που έκανε δεκτή την ένδικη αναγνωριστική της κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή του αναιρεσιβλήτου και διέταξε την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο οικείο κτηματολόγιο. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δάσος ή χορτολιβαδική έκταση πριν από την απελευθέρωση της Ηπείρου από την Τουρκική κατοχή κατά το έτος 1913, ότι αντίθετα αποδείχθηκε ότι πάντα ήταν καλλιεργήσιμη πεδινή έκταση και αποτελούσε ανέκαθεν αγρό ξηρικό (χωράφι που δεν ποτίζεται), ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ιδιωτικό, ως εκ τούτου ήταν περαιτέρω δεκτικό χρησικτησίας, ότι τον εξουσίαζε με καλή πίστη και διάνοια κυρίου ο Ιερός Ναός …”, μέσω των αρμοδίων οργάνων του, ότι ειδικότερα επί τεσσαρακονταετία τουλάχιστον, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1873 και μετέπειτα, ο απώτερος αυτός δικαιοπάροχος του αρχικού ενάγοντος είχε την φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο και εκδήλωνε την πρόθεσή του για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίασή του, όμοια ή ανάλογη με την απορρέουσα από το δικαίωμα πλήρους κυριότητας, που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτού, ότι αυτός το καλλιεργούσε με κτηνοτροφικά φυτά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και αλλά και μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου (1913), ότι συνέχισε να νέμεται το επίδικο με βάση τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου από το έτος 1913 και με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ από την εισαγωγή του ισχύοντος ΑΚ κατά το έτος 1946, ότι χρησιμοποιούσε και εκμεταλλευόταν το ακίνητο με γεωργική καλλιέργεια και βόσκηση ζώων, ότι είχε την κατοχή και την ταυτόχρονη καλλιέργεια του επίδικου αγρού επί χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο από μία δεκαετία μέχρι την 20 Μαίου 1917 συνεχώς, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα δεν τον ενόχλησε με οποιονδήποτε τρόπο, και ουδόλως αμφισβήτησε την κυριότητά του, ούτε και διεξήγαγε δίκες σε βάρος του και ήδη κατά το έτος 1917 είχε καταστεί κύριος του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και ότι οι δικαιοπάροχοί του αρχικού ενάγοντος, άμεσος και απώτερος ουδέποτε απώλεσαν τη νομή τους στο επίδικο ακίνητο, το οποίο από τότε που περιήλθε στη νομή του καλλιεργεί και ο ίδιος με δένδρα και λαχανικά.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 ΒΔ της 3/15-12-1933, 1 και 3 ΒΔ της 17/29-…-1836 συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος των εν λόγω ΒΔ είχαν τον χαρακτήρα λιβαδιού ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνο εφόσον αποδεικνυόταν τριακονταετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις …-9-1915 (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 556/2012, ΑΠ 1392/2010). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν. 9 παρ.1 πανδ. (50.14), ν. 76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23-2-1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις …-9-1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”. Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις …-9-1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις …-9-1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12-12-1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 893/2020, ΑΠ 1355/2014). Οι διατάξεις του άρθρου 3 του Οθωμανικού νόμου “περί γαιών” της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) ρυθμίζουν τα ιδιωτικής φύσης δικαιώματα επί των γαιών. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 147/1914 και σύμφωνα με αυτές η κυριότητα των αγρών, οι οποίοι είναι δημόσιες γαίες, ανήκει στο Δημόσιο και η παραχώρησή τους σε ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση τίτλου (ταπίου), με τον οποίο παρέχεται σ’ αυτούς δικαίωμα, όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Εξάλλου, από το άρθρο 78 του ίδιου ανωτέρω Οθωμανικού νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγράφων ταπίων της 7 Σαμπάν 1276, προκύπτει ότι για την κτήση του δικαιώματος αυτού της εξουσιάσεως (μόνιμης εγκαταστάσεως), αρκεί μόνη η πραγματική κατάσταση της επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, κατοχής και καλλιέργειας της δημόσιας γαίας, στην οποία αναφέρεται το δικαίωμα αυτό από τον εξουσιάζοντα, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτή είναι κατά τη φύση και τον προορισμό της καλλιεργήσιμη και δεν πρόκειται για άλλης φύσης δημόσια γαία και δεν απαιτείται να εκδοθεί στο όνομα αυτού και τίτλος (ταπί), ο οποίος έχει απλώς χαρακτήρα αποδεικτικό. Η κτήση του δικαιώματος της εξουσιάσεως με δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια, αναγνωρίσθηκε και από το άρθρο 2 του υπ’ αριθ. 2468 Διατάγματος της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917, καθώς και από το άρθρο 50 του Ν. 2052/1920, εφόσον η δεκαετία της κατοχής και καλλιέργειας συμπληρώθηκε μέχρι τις 20 Μαΐου 1917. Το ανωτέρω άρθρο 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων και δασών, τα οποία εξουσιάζονταν μόνο με ταπί (ΑΠ 523/2000, ΑΠ 24/2020). Με το άρθρο 49 του Ν. 2052/1920 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι όποιος έχει το δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτά δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου του κτήματος, το δε Δημόσιο δικαίωμα συγκυριότητας και συνδιακατοχής κατά το υπόλοιπο 1/5, το δικαίωμα όμως αυτό του Ελληνικού Δημοσίου, δυνάμει των άρθρων 101-104 του Διατάγματος της …/12-…-1929, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4229/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του Ν. 1540/1938 περιήλθε αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών στους κατά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού συνιδιοκτήτες κατά τα 4/5 του ακινήτου. Με τη συνδρομή των άνω προϋποθέσεων το παραπάνω ακίνητο είναι περαιτέρω δεκτικό χρησικτησίας, αφού οι διατάξεις του άρθρου 21 του ΝΔ της 29-4/6-5-1926 δια του οποίου απαγορεύθηκε εφεξής κάθε παραγραφή των επί κτημάτων του Δημοσίου δικαιωμάτων του, άρα και η επ’ αυτών χρησικτησία τρίτων, απαγόρευση η οποία ισχύει από …-9-1915 βάσει των ισχυσάντων έκτοτε δυνάμει του Ν. ΔΞΗ/1912, δικαιοστασίων, δεν έχουν εφαρμογή επ’ αυτού, επειδή κατά νόμο έπαψε να έχει το χαρακτήρα δημοσίου κτήματος και έχει καταστεί ιδιωτικό (ΑΠ 141/2018, ΑΠ …57/2013, ΑΠ 995/2012, ΑΠ 385/2012). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του και εάν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 10/20…). Κατά την έννοια της διατάξεως του 19 του ίδιου άρθρου, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 9/2016). Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης το Ελληνικό Δημόσιο αιτιάται ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις του νόμου και υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται σε ευρύτερη χορτολιβαδική έκταση, δηλαδή μη καλλιεργήσιμη, που υπάγεται στην κατηγορία των δημοσίων γαιών του Οθωμανικού νόμου και δεν έπαυσε ποτέ να ανήκει στη δημόσια κτήση αρχικά του Τουρκικού Κράτους και στη συνέχεια από την απελευθέρωση της Ηπείρου και μετέπειτα του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου αυτού. Ειδικότερα, το δικαίωμά του αυτό βασίζει το αναιρεσείον στο ότι η διαφιλονικούμενη έκταση, μέρος της οποίας καταλαμβάνει το επίδικο, ήταν δάσος ή λιβάδι επί Τουρκοκρατίας και από την απελευθέρωση της Ηπείρου το έτος 1913, οπότε άρχισε να ισχύει το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν μπορούσε να συμπληρωθεί η τριακονταετής νομή χρησικτησίας διότι δεν επαρκούσε ο χρόνος έως την …-9-2015, ως εκ τούτου στις Νέες Χώρες, όπως και η ….., η τριακονταετία νομής χρησικτησίας ήταν αδύνατη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι μόνο επί δημοσίων κτημάτων για την απόκτηση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την …-9-1915, ενώ το επίδικο γεωτεμάχιο, κατά τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, είχε ανέκαθεν αγροτικό χαρακτήρα, υπέκειτο σε ιδιωτική εξουσίαση, περιλαμβανόταν στους τίτλους κτήσης του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του και δεν αποτελούσε δημόσια δασική έκταση κατά το έτος 1836 ή δημόσιο βοσκότοπος ή λιβάδι κατά το έτος 1833. Κατά τις ειδικότερες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου, το επίδικο αποτελεί ιδιωτική ιδιοκτησία και με βάση την ανωτέρω ακολουθία κτητικών τίτλων ο ενάγων έχει καταστεί πλήρης κύριος αυτού με παράγωγο τρόπο, χωρίς ποτέ το δικαίωμα κυριότητάς του, όπως και των δικαιοπαρόχων, του να αμφισβητηθεί από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου, δεχόμενο την κτήση κυριότητας του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ήτοι του προαναφερόμενου Ιερού Ναού, διότι το επίδικο έχει την ιδιότητα του δημόσιου κτήματος και δεν υπήρχε δυνατότητα κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται, με βάση όσα προβάλλονται από το αναιρεσείον, σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ήτοι σε ανύπαρκτη παραδοχή του Εφετείου ότι το επίδικο ακίνητο έχει δασικό ή χορτολιβαδικό χαρακτήρα, αφού κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι είναι γεωργικό και περιήλθε με τον προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο στην κυριότητα του αρχικού αναιρεσιβλήτου, του οποίου οι δικαιοπάροχοι, άμεσος και απώτερος, ήταν αληθείς κύριοι και δεν υπάρχουν στην αιτιολογία της απόφασης παραδοχές ότι η επίδικη εδαφική έκταση, καθώς και η ευρύτερη που περικλείει και την επίδικη, θεωρείται ως δημόσια δασική ή χορτολιβαδική, λόγω μορφολογίας, κατά τις προϊσχύουσες ή ισχύουσες σχετικές διατάξεις. Επιπροσθέτως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι, υπό την επίκληση της παράβασης των ανωτέρω διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δηλαδή της φύσης του επιδίκου ως ιδιωτικής ιδιοκτησίας και όχι ως δημόσιας γαίας. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω παραδοχών, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν παραβίασε ευθέως τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις του νόμου, ως προς το ζήτημα της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο. Με τον ίδιο λόγο της αναίρεσης το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και αιτιάται ότι αυτή έχει ανεπαρκείς και ελλιπείς αιτιολογίες ως προς την απόδειξη της κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον απώτερο δικαιοπάροχο του αρχικού αναιρεσιβλήτου προαναφερόμενο Ιερό Ναό ενάγοντα με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) και της μη απόδειξης ότι ακίνητο αυτό αποτελούσε δημόσιο κτήμα. Ο λόγος της αναίρεσης κατά το μέρος αυτό είναι αβάσιμος, διότι με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτή αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την εφαρμογή των σχετικών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που έχουν προπαρατεθεί, τις οποίες το Εφετείο, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, όσον αφορά τα κρίσιμα αυτά ζητήματα. Επίσης δεν ήταν απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας και η περαιτέρω εξειδίκευση των στοιχείων του φυσικού εξουσιασμού από τον απώτερο δικαιοπάροχο του αρχικού αναιρεσίβλητου και του πνευματικού στοιχείου της άσκησης νομής, κατά τις ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές, στο επίδικο εδαφικό τμήμα. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΑΠ 87/2013). Αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ρητά ή σιωπηρά, ο λόγος αυτός αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΑΠ 1434/2010, ΑΠ 839/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο της αναίρεσης αιτιάται το αναιρεσείον ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά παράβαση του άρθρου 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ, δεν έλαβε υπόψη την παραδεκτώς και νομίμως προταθείσα ένστασή του περί ιδίας κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, η οποία αν γινόταν δεκτή ως βάσιμη, θα είχε απορριφθεί στην ουσία η κατ’ αυτού αγωγή του αρχικού αναιρεσιβλήτου. Ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη τα θεμελιωτικά του ισχυρισμού του περιστατικά ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του αρχικού αναιρεσιβλήτου Ιερός Ναός του … … ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, αλλά το ακίνητο αυτό περιήλθε στην ακατάλυτη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά την ως άνω διαδοχή του Τουρκικού Κράτους από αυτό. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο ερεύνησε και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση του αναιρεσείοντος περί ιδίας κυριότητάς του στο επίδικο ακίνητο και ειδικότερα ότι το επίδικο αποτελούσε ανέκαθεν δασική έκταση και περιήλθε στην κυριότητά του ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη λόγο έφεσης κατά της εκκληθείσας απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τον οποίο διατυπώθηκε παράπονο για την απόρριψη της ένστασης ιδίας κυριότητας είναι αβάσιμη, αφού από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον σχετικό λόγο και τον απέρριψε, επομένως πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, που νικήθηκε, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καθολικών διαδόχων του αρχικού αναιρεσιβλήτου, οι οποίοι υπεισήθαν στη δίκη στη δικονομική του θέση και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένων, όμως, κατά τα άρθρα 276 παρ. 1 και 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006, σε συνδυασμό με τα άρθρα 285 Ν. 3852/2010 και 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-2-2020 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 40/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κερκύρας.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καθολικών διαδόχων του αρχικού αναιρεσιβλήτου, που υπεισήλθαν στη δίκη στη δικονομική του θέση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :