Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ.- Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας
Αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης (άρ.105-106 ΕισΝΑΚ, 932 εδ. τρίτο ΑΚ) από τον θανατηφόρο τραυματισμό συγγενών των αναιρεσειόντων σε τροχαίο δυστύχημα στον ΒΟΑΚ λόγω παράνομης παράλειψης εγκατάστασης και σύνδεσης στηθαίων ασφαλείας έμπροσθεν τοιχίου ηχοπετασμάτων. Η κατά παράβαση των οικείων διατάξεων [ΥΑ οικ. 93/6/8.1.1988 (Β’ 189), ΔΜΕΟ/ο//612/16.2.2011 (Β΄702)] παράλειψη εγκατάστασης και σύνδεσης στηθαίων ασφαλείας έμπροσθεν εμποδίου (όπως ηχοπετάσματα) δύναται, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί, καταρχήν, ως πρόσφορη αιτία των συνεπειών ατυχήματος λόγω εκτροπής του οχήματος από το οδόστρωμα και πρόσκρουσης του, κατόπιν αναστροφής, στο εμπόδιο.
Προβάλλεται παραδεκτώς, κατ’ άρ. 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, λόγος αναίρεσης ότι η διαπιστωθείσα παρανομία της διοίκησης σχετικά με την παράλειψη τοποθέτησης και σύνδεσης των στηθαίων ασφαλείας έμπροσθεν τοιχίου ηχοπετασμάτων, βάσει των ειδικών συνθηκών της ένδικης υπόθεσης (εκτροπή του οχήματος πλαγίως της οδού και πρόσκρουσής του με αναστροφή στο τοιχίο ηχοπετασμάτων), συνδέεται αιτιωδώς σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο με τον θανάσιμο τραυματισμό των επιβαινόντων του οχήματος, διότι, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, για το τιθέμενο νομικό ζήτημα δεν υφίσταται πράγματι νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των ΥΑ οικ. 93/6/8.1.1988 (Β’ 189) και ΔΜΕΟ/ο//612/16.2.2011 (Β΄702/29.4.2011), τα στηθαία ασφαλείας αποτελούν συστήματα αναχαίτισης οχημάτων, τα οποία περιορίζουν, κατά το δυνατόν, τις συνέπειες των ατυχημάτων, έχουν δε ως προορισμό τη συγκράτηση των οχημάτων που εκτρέπονται από την πορεία τους και την τυχόν επαναφορά τους ομαλά στο οδόστρωμα. Εξάλλου, στην περίπτωση ύπαρξης ηχοπετασμάτων παραπλεύρως της οδού, τα οποία συνιστούν συμπαγές εμπόδιο, μη παραμορφώσιμο κατά την πρόσκρουση οχήματος σε αυτό, και συνεπάγονται, ως εκ τούτου, ιδιαίτερο κίνδυνο για τους επιβαίνοντες στο όχημα, επιβάλλεται η εγκατάσταση στηθαίων ασφαλείας έμπροσθεν αυτών για τον περιορισμό της σφοδρότητας της πρόσκρουσης και των συνεπειών αυτής. Εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι μεταξύ των διαπιστωθεισών παράνομων πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης και του θανατηφόρου αποτελέσματος της πρόσκρουσης του αυτοκινήτου στο τοιχίο ηχοπετασμάτων δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, με την αιτιολογία ότι «η φορά του αυτοκινήτου και η ταχύτητά του είναι οι παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτό και όχι η έλλειψη στηθαίων ασφαλείας». Κατά την έννοια της αναιρεσιβαλλομένης, όπως εξ αντιδιαστολής συνάγεται από αυτήν, οι επίμαχες παράνομες πράξεις και παραλείψεις της διοίκησης δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία της πρόσκρουσης οχήματος στο τοιχίο και των συνεπειών αυτής, όταν το όχημα δεν προσκρούει με τη δεξιά πλευρά του στα μεταλλικά στηθαία ασφαλείας, αλλά παρεκκλίνει πλαγίως της πορείας του και κατόπιν αναστροφής προσκρούει με ταχύτητα κατευθείαν στο τσιμεντένιο τοιχίο. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, τα στηθαία ασφαλείας έχουν προορισμό να περιορίζουν, κατά το δυνατόν, τις συνέπειες των ατυχημάτων και να συγκρατούν τα οχήματα που εκτρέπονται από την πορεία τους σε κάθε περίπτωση, χωρίς σχετική διάκριση. Ενόψει τούτου, η κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων παράλειψη εγκατάστασης και σύνδεσης των στηθαίων ασφαλείας έμπροσθεν εμποδίου (όπως ηχοπετάσματα) δύναται, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί, καταρχήν, ως πρόσφορη αιτία των συνεπειών ατυχήματος λόγω εκτροπής του οχήματος από το οδόστρωμα και πρόσκρουσής του, κατόπιν αναστροφής, στο εμπόδιο. Κατ’ ακολουθίαν, η προαναφερθείσα κρίση ότι η επίμαχη κατασκευαστική πλημμέλεια δεν θα μπορούσε αντικειμενικά, κατά τις ως άνω ειδικές συνθήκες, να επηρεάσει το θανατηφόρο αποτέλεσμα της πρόσκρουσης δεν αιτιολογείται νομίμως, διότι δεν αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση – ούτε, άλλωστε, προκύπτει από αυτήν – βάσει ποίων στοιχείων το δικάσαν δικαστήριο συνήγαγε το ανωτέρω συμπέρασμα. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’ αρ. 21/2021 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων).