Αριθμός 9/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Σκάρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. Θ. Τ. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του, Θεόδωρο Παναγόπουλο και Ανδρέα Γαβαλά και 2. Κ. Μ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μουζακίτη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 1580Α/2021, 522/2022, 1581/2022 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία: “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, νομίμως εκπροσωπούμενη, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Παναγόπουλο. Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις α) από 5 Απριλίου 2023 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 06.04.2023 και έλαβε αριθμό 2719/2023 και β) από 6 Απριλίου 2023 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, Γ. Ν., έλαβε αριθμό Ε.Μ.:25/2023 και οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 374/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθ’ ο μέρος αφορά στους αναιρεσείνοντες, να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα στους καταδικασθέντες συγκατηγορούμενους και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι υπό κρίση: α) από 5-4-2023 δήλωση – αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Θ. Τ. του Χ. και της Ε., κατοίκου … (οδός …), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 6-4-2023 (αρ. πρωτ: 2719/6-4-2023), και β) από 6-4-2023 δήλωση του δεύτερου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Κ. Μ. του Γ. και της Σ., κατοίκου …, ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών Γ. Ν., για την οποία συντάχθηκε η υπό στοιχεία Αριθμός Ε.Μ.: 25/6-4-2023 έκθεση, για αναίρεση της υπ’ αρ. 1580Α/2021, 522/2022, 1581/2022 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε τον πρώτο (Θ. Τ. του Χ.) για τις αξιόποινες πράξεις: i) της πλαστογραφίας, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, και ii) της συνέργειας σε απάτη, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, σε βαθμό κακουργήματος, και τον δεύτερο (Κ. Μ. του Γ.) για τις αξιόποινες πράξεις: i) της πλαστογραφίας, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, και ii) της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, επίσης σε βαθμό κακουργήματος, ύστερα από την αναγνώριση στο πρόσωπο καθενός αυτών (αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων) της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ Π.Κ.), σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, υποχρέωσε δε καθέναν από αυτούς (αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους) να καταβάλει στην εδρεύουσα στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ. 86), ανώνυμο τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, νομίμως εκπροσωπουμένη, που παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα – υποστηρίζουσα την κατηγορία στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ (44,00 €), ασκήθηκαν νομότυπα [η από 5-4-2023 δήλωση – αίτηση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 6-4-2023 (αρ. πρωτ: 2719/6-4-2023), από τον Θεόδωρο Παναγόπουλο, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. 10425), για λογαριασμό του πρώτου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Θ. Τ. του Χ., δυνάμει της από 5-4-2023 εξουσιοδότησής του, το γνήσιο της υπογραφής του επί της οποίας θεωρήθηκε, κατ’ άρθρο 42 παρ. 2 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., αυθημερόν (5-4-2023), από την Α. Χ., δικηγόρο Αθηνών, ο οποίος {Θεόδωρος Παναγόπουλος, δικηγόρος Αθηνών (Α.Μ. 10425)} άλλωστε είχε ίδιο δικαίωμα για την άσκησή της, ως παραστάς συνήγορος υπεράσπισής του στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, και η από 6-4-2023 δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών Γ. Ν., για την οποία συντάχθηκε η υπό στοιχεία
Αριθμός Ε.Μ.: 25/6-4-2023 έκθεση, από τον Σπυρίδωνα Μουζακίτη, δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. 35564), για λογαριασμό του δεύτερου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Κ. Μ. του Γ., ως παραστάντα συνήγορο υπεράσπισής του στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση] και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Εφετείου, την 22-3-2023, με αριθμό 1581, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση της Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, Ε. Μ., επί του σώματος της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 1, 2Α και 4 του Κ.Ποιν.Δ.), είναι δε παραδεκτές, καθόσον περιέχουν σαφείς και ορισμένους λόγους, που συνίστανται σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, καθώς και σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, οι ανωτέρω κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου συναφείας τους, καθόσον στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και να ερευνηθούν για τη βασιμότητα των λόγων τους, με την παρουσία της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας – υποστηρίζουσας την κατηγορία, ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, νομίμως εκπροσωπουμένης.
ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), “Κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία τη στιγμή της διάπραξής της δεν αποτελούσε αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία θα επιβαλλόταν κατά τη στιγμή της διάπραξης αδικήματος”, ενώ, κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997 (Φ.Ε.Κ. 25/26-2-1997, τεύχος πρώτο), “Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήσαν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Με την αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (βλ. άρθρο δεύτερο αυτού), ορίζεται ότι: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντοτε η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ. είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο σε σχέση μ’ εκείνην του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για τον χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται υπόψη, κατ’ αρχάς, το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ η πρώτη θεωρείται βαρύτερη της δεύτερης, σε περίπτωση δε χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και αυτή (χρηματική ποινή), η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (Α.Π. 1318/2022, Α.Π. 86/2020), περαιτέρω δε επιεικέστερος είναι ο νόμος που απαιτεί, για την άσκηση της ποινικής δίωξης, την υποβολή από τον παθόντα έγκλησης για την αξιόποινη πράξη, η οποία κατά τον προγενέστερο νόμο διωκόταν αυτεπαγγέλτως (Α.Π. 101/2022), καθώς και εκείνος που δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίσταση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη (Α.Π. 775/2022, Α.Π. 130/2020). Τέλος, επιεικέστερος είναι ο νόμος που απαιτεί επιπλέον στοιχείο για τη συγκρότηση της υπόστασης συγκεκριμένου αδικήματος, ενώ αντίθετα δυσμενέστερος και ως εκ τούτου μη εφαρμοζόμενος αναδρομικά είναι ο νεότερος νόμος που καταργεί στοιχείο απαιτούμενο κατά τον προγενέστερο νόμο, υπό την ισχύ του οποίου τελέστηκε η πράξη (Α.Π. 1302/2022, Α.Π. 166/2021).
ΙΙΙ. Οι διατάξεις του άρθρου 216 του Π.Κ., όπως ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα τέλεσης της ενδιαφέρουσας στην κρινόμενη υπόθεση αξιόποινης κακουργηματικής πράξης της πλαστογραφίας, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους (από τις αρχές Ιουλίου 2014 έως και 8-10-2014), ορίζουν ότι: “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ …”, ενώ οι αντίστοιχες διατάξεις του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. ορίζουν ότι: “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1 – 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή” [ήδη η παράγραφος 3 του άρθρου 216 του Π.Κ. έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 40 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο) και ορίζει ότι: “Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 και 2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται: α) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή, β) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή”]. Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 216 του νέου Π.Κ., που αναφέρονται στην πλημμεληματική, αλλά και στη κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, είναι ευμενέστερες των προγενεστέρων, ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και την απειλούμενη για το πλημμέλημα στερητική της ελευθερίας ποινή, καθόσον: α) η χρήση του εγγράφου από τον ίδιο τον πλαστογράφο δεν θεωρείται πλέον επιβαρυντική περίπτωση, αλλά αυτοτελής πράξη (παρ. 2), που συρρέει φαινομενικά (αναφορικά με τον τελέσαντα την πλαστογραφία), όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν, και β) η πλημμεληματική πλαστογραφία τιμωρείται ήδη με φυλάκιση, χωρίς την πρόβλεψη ελαχίστου ορίου, αλλά συμπλεκτικά και με χρηματική ποινή, που δεν προβλεπόταν προηγουμένως (δυσμενέστερη κατά τούτο διάταξη), μόνον δε εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή (επίσης δυσμενέστερη διάταξη ως προς την απειλή και χρηματικής ποινής, που δεν προβλεπόταν υπό τον προϊσχύσαντα μέχρι 30-6-2019 Π.Κ.), στη δε κακουργηματική μορφή αυτής είναι ευμενέστερες, αφού δεν προβλέπεται πλέον κακουργηματική πλαστογραφία, λόγω της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης, η μόνη δε μορφή της κακουργηματικής πλαστογραφίας που προβλέπεται στηρίζεται στο ποσοτικό κριτήριο, δηλαδή όταν η ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), που όμως είναι ήδη δυσμενέστερη της προγενέστερης από πλευράς ποινής, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II νομική σκέψη, καθόσον τιμωρείται, πλέον της κάθειρξης έως δέκα έτη, και με χρηματική ποινή (Α.Π. 775/2022). Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 216 του Π.Κ. προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του Π.Κ.) από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη, περαιτέρω δε σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Οι ως άνω πράξεις της πλαστογραφίας προσλαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου παραπάνω άρθρου 216 του Π.Κ., αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσης πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €). Για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη, με την κατάρτιση δε του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διάταξης, για τη θεμελίωση του αξιοποίνου, ο νόμος απέβλεπε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ’ εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία, υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου), η διαβάθμιση του αξιοποίνου της διαπλάσσεται στο νόμο ως έγκλημα σκοπού, με τη συστηματική δε ένταξή της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ. σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των έγγραφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. 421/2022). IV. Οι διατάξεις του άρθρου 386 του Π.Κ., όπως ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα τέλεσης της ενδιαφέρουσας στην κρινόμενη υπόθεση αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απάτης, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, και της συνέργειας σ’ αυτήν, που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους (3-10-2014 και 8-10-2014), ορίζουν ότι: “1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών (…). 3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ”, ενώ οι αντίστοιχες διατάξεις του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. ορίζουν ότι: “1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 2. Αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.” [ήδη η παράγραφος 1 του άρθρου 386 του Π.Κ. έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 92 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο) και ορίζει ότι: “Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.”]. Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 386 του νέου Π.Κ., που αναφέρονται στην πλημμεληματική, αλλά και στη κακουργηματική μορφή της απάτης, είναι ευμενέστερες των προγενεστέρων, καθόσον η πλημμεληματική απάτη τιμωρείται ήδη με φυλάκιση, χωρίς την πρόβλεψη ελαχίστου ορίου, αλλά συμπλεκτικά και με χρηματική ποινή, που δεν προβλεπόταν προηγουμένως (δυσμενέστερη κατά τούτο διάταξη), μόνον δε εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή (επίσης δυσμενέστερη διάταξη ως προς την απειλή και χρηματικής ποινής, που δεν προβλεπόταν υπό τον προϊσχύσαντα μέχρι 30-6-2019 Π.Κ.), στη δε κακουργηματική μορφή αυτής είναι ευμενέστερες, αφού δεν προβλέπεται πλέον κακουργηματική απάτη, λόγω της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης, η μόνη δε μορφή της κακουργηματικής απάτης που προβλέπεται στηρίζεται στο ποσοτικό κριτήριο, δηλαδή όταν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000,00 €), που όμως είναι ήδη δυσμενέστερη της προγενέστερης από πλευράς ποινής, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο II νομική σκέψη, καθόσον τιμωρείται, όταν δεν στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, πλέον της κάθειρξης έως δέκα έτη, και με χρηματική ποινή (Α.Π. 926/2020). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, το οποίο ως προς τη νομοτυπική του μορφή δεν μεταβλήθηκε με το νέο Ποινικό Κώδικα, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 386 του Π.Κ., νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, δηλαδή συμβάντα του εξωτερικού κόσμου που απεικονίζουν την πραγματικότητα, τα οποία ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Εάν, όμως, οι υποσχέσεις συνοδεύονται από άλλες παραστάσεις ψευδών γεγονότων, κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση μελλοντικής εκπλήρωσής τους με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση, τότε οι υποσχέσεις αυτές αποτελούν απατηλή συμπεριφορά. Περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή άλλου, καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος, ο δε αξιούμενος, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τούτου, σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (έγκλημα με “υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση”). Η περιουσιακή βλάβη (ζημία), που υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης, ήτοι της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης, που προκλήθηκε από αυτήν, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξης, παράλειψης ή ανοχής του πλανηθέντος. Εξάλλου, ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, ενώ ως βλάβη νοείται η μείωση ή χειροτέρευση της περιουσιακής κατάστασης προσώπου, την οποία δεν αναιρεί η τυχόν ύπαρξη ενεργού αξίωσης του παθόντος για αποκατάσταση της ζημίας κατά αυτού που την προκάλεσε, έστω και αν ο τελευταίος είναι απόλυτα αξιόχρεος, αφού για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης απαιτείται δικαστικός αγώνας, ο οποίος συνιστά πάντοτε περιουσιακή βλάβη, ενώ η απειλή περιουσιακής ζημίας θεωρείται βλάβη, όταν προκαλεί χειροτέρευση της κατάστασης που υπάρχει κατά την τέλεση της πράξης (Ολ. Α.Π. 1/2020, ΑΠ 1584/2022, Α.Π. 121/2021). Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με το ως άνω έγκλημα της απάτης δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνο ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πως επήλθε. Ως προς τον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο αυτός πρέπει να αιτιολογείται ότι υπάρχει, αφενός μεν μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη (παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθών γεγονότων) και της πλάνης του άλλου, αφετέρου δε μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς στην οποία παραπείστηκε ο απατηθείς (πράξης, παράλειψης ή ανοχής) που ενέχει περιουσιακή διάθεση η οποία επάγεται περιουσιακή βλάβη, αφού αν αυτός (αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) ελλείπει σε κάποια από τις άνω περιπτώσεις, δεν υφίσταται απάτη (Α.Π. 400/2022). V. Σύμφωνα με το άρθρο 45 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ., “Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, “Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Όπως αναφέρεται και στη σχετική αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., “(…) ορίζεται πλέον με σαφήνεια ότι για να χαρακτηρισθεί κάποιος συναυτουργός δεν αρκεί να έχει κοινό δόλο και να τελεί πράξεις που συμβάλλουν στην πραγμάτωση του εγκλήματος, αλλά πρέπει να πραγματώνει από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, πρέπει, δηλαδή, να τελεί σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειμενικής υπόστασης.”. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας συμμέτοχος πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, δηλαδή αρκεί στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της αξιόποινης πράξης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, χωρίς να δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από την παράλειψη εξειδίκευσης αυτών (Α.Π. 1038/2022). Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι εκείνο που χαρακτηρίζει και διακρίνει την αυτουργία ή συναυτουργία από τη συνέργεια είναι ότι ο αυτουργός ή συναυτουργός υλοποιεί πράξη που ανήκει στην αντικειμενική υπόσταση του διαπραττόμενου εγκλήματος, ενώ ο συνεργός εκτελεί πράξεις βοηθητικές της πράξης, η οποία πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον περιέχει αρχή εκτέλεσής της, δηλαδή πράξεις, οι οποίες είτε προπαρασκευάζουν (καθιστούν δηλαδή δυνατή ή διευκολύνουν) είτε υποστηρίζουν την κύρια πράξη. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (Ολ. Α.Π. 50/1990, Α.Π. 1584/2022). VI. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 177 του Κ.Ποιν.Δ., όταν γίνεται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Συγκεκριμένα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου ή αναφέρονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή ή αντιφατικό, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, καθώς και όταν δεν αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση, ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά (Α.Π. 638/2022). Στην τελευταία περίπτωση, για να είναι αιτιολογημένη η καταδικαστική απόφαση, πρέπει να αναφέρεται ή να συνάγεται από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τη διαμόρφωση της κρίσης του το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται στα πρακτικά, και όχι μόνο το περιεχόμενο μερικών από αυτά. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν δεν είναι βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη στο σύνολο τους όλα τα έγγραφα ή το περιεχόμενο όλων των μαρτυρικών καταθέσεων (Ολ. Α.Π. 1/2020, Α.Π. 353/2022). VII. Στην προκείμενη περίπτωση, το Β’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 1580Α/2021, 522/2-022, 1581/2022 απόφασή του, ύστερα από την πρόταξη νομικής σκέψης σχετικά: α) με τη συρροή των αξιόποινων πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης, καθώς και με την έννοια του ζημιούμενου από τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, και β) με τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της συμμορίας, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακολούθως περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά: “(…) Στις 17-9-2014 ο Α. Ν. κατέθεσε το ποσό των 10 ευρώ σε λογαριασμό του αποβιώσαντος Χ. Γ., στο Κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην πλατεία Κυψέλης. Στην ενέργειά του αυτή προέβη προκειμένου να μάθει την κατάσταση του λογαριασμού του Χ.. Πράγματι βεβαιώθηκε ότι ο με αριθμό … – 07 τρεχούμενος λογαριασμός του Γ. Χ. ήταν ενεργός, κάτι που γνωστοποίησε στους Ε. Δ., Κ. Μ. και Γ. Γ.. Η γνώση του ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν ενεργός αποτελούσε προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του σχεδίου όλων των ανωτέρω για την εξαπάτηση της Τράπεζας, αφού εάν οι λογαριασμοί του Γ. Χ., ήταν ανενεργείς, λόγω γνωστοποίησης του προηγηθέντος θανάτου του, δεν θα μπορούσαν να εξαπατήσουν την τράπεζα και να αναλάβουν τα χρηματικά ποσά του Γ. Χ.. Η συνδρομή του Α. Ν. συνίσταται στο ότι στις 17 Σεπτεμβρίου 2014 γνωστοποίησε στους Ε. Δ., Κ. Μ. και Γ. Γ. ότι ήταν ενεργός ο με αριθμό … – 07 τρεχούμενος λογαριασμός του Γ. Χ., γεγονός που περιήλθε σε γνώση του κατόπιν της από 17-9-2014 κατάθεσης ποσού δέκα (10) ευρώ στον λογαριασμό αυτό, πράξη στην οποία προέβη σε κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην πλατεία Κυψέλης. Η γνώση του ότι ο λογαριασμός αυτός ήταν ενεργός αποτελούσε προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του σχεδίου όλων των ανωτέρω για την εξαπάτηση της τράπεζας, αφού εάν οι λογαριασμοί του Γ. Χ. ήταν ανενεργείς, λόγω γνωστοποίησης του προηγηθέντος θανάτου του, δεν θα μπορούσαν να εξαπατήσουν την τράπεζα και να αναλάβουν τα χρηματικά ποσά των τραπεζικών λογαριασμών του Γ. Χ.. Η συνδρομή του Α. Α. όπως διαλαμβάνεται και κατωτέρω συνίσταται στην ενημέρωση του βιβλιαρίου Χ. στο Μεταξουργείο και της γνωστοποίησης του αποτελέσματος. Επίσης, ο Α. Α., ο οποίος διατηρούσε βιοτεχνία αργυροχρυσοχοΐας στο Μεταξουργείο, και εξαιτίας των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων ήταν γνωστός στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της περιοχής, προέβη στην ενημέρωση του βιβλιαρίου Χ. στο κατάστημα αυτό, και στη συνέχεια γνωστοποίησε το αποτέλεσμα στον ενδιαφερόμενο Ν., ο οποίος και ενδιαφερόταν για το αποτέλεσμα, και ο οποίος τον είχε πείσει να προβεί σ’ αυτήν την ενέργεια, λέγοντάς του ότι το βιβλιάριο ανήκε σε θείο του, ο οποίος είχε-πρόβλημα υγείας και δεν μπορούσε να αναμένει στην πολύωρη σειρά της τράπεζας, απορριπτομένων των υπερασπιστικών ισχυρισμών που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ως αναφέρονται στην αρχή της παρούσης αποφάσεως. Ο Ι. Π., στο … την 30-9-2014, ενεργώντας με πρόθεση έχοντας την ιδιότητα του τραπεζικού υπαλλήλου και τη δυνατότητα λόγω των καθηκόντων του να λαμβάνει γνώση στοιχείων των τραπεζικών καταθέσεων, παρείχε στοιχεία που αφορούσαν τις καταθέσεις άλλου προσώπου σε μη δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου του υποκαταστήματος … της “Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.”, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του με τον Α. Μ. του Π., παρείχε σε αυτόν πληροφορίες που αφορούν στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών του δικαιούχου Γ. Χ.. Συγκεκριμένα, αφού εισχώρησε στο ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης πελατείας, με κριτήριο αναζήτησης τον αριθμό φορολογικού μητρώου του Γ. Χ., γνωστοποίησε στον Α. Μ. τα στοιχεία των αριθμών όλων των λογαριασμών που ο Χ. Γ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα και δη: του με αριθμό … – 07 λογαριασμού ταμιευτηρίου, του με αριθμό … – 06 τρεχούμενου λογαριασμού, καθώς και του με αριθμό … προθεσμιακού λογαριασμού, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα και κατά παράβαση της νομοθεσίας περί απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων. Στις ενέργειές του αυτές προέβη μετά από πιέσεις και προτροπές του Μ., τον οποίο είχε πείσει προηγουμένως ο Τ., να προβεί σ’ αυτές τις πράξεις. Στις 3 Οκτωβρίου 2014, οι Α. Ρ., Ε. Δ. και Θ. Τ., συναντήθηκαν στο σταθμό Νερατζιώτισσας στο Μαρούσι Αττικής, και επιβιβάστηκαν σε αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τ. και μετέβησαν με το αυτοκίνητο αυτό από την Αθήνα στην … και συνάντησαν σε μια καφετέρια τον Κ. Μ., γνωστό του Τ.. Ο Κ. Μ., είχε φροντιστήριο στη περιοχή, παλαιότερα είχε ασχοληθεί με την πολιτική και ήταν γνωστός στην περιοχή. Εκεί – στην καφετέρια – ο Τ. τους παρέδωσε την ταυτότητα του Χ. με φωτογραφία του Δ. και πλαστό λογαριασμό της ΔΕΗ της οικίας του αποβιώσαντος Χ.. Στη συνέχεια ο Μ. και ο Δ. μετέβησαν στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας …. Επέλεξαν το κατάστημα της Εθνικής της … διότι εκεί εργαζόταν ο Γ., ο οποίος ήταν πολύ γνωστός του Μ., από πολλά χρόνια πριν. Στην Τράπεζα μπήκε πρώτος ο Μ., και κατευθύνθηκε στο Γ., ο οποίος ήταν τότε προϊστάμενος των ταμειολογιστών. Τόσο ο Μ. όσο και ο Γ. ήταν άνθρωποι με κύρος στην τοπική κοινωνία. Ο Μ. έδωσε στο Γ. ένα γνήσιο εκκαθαριστικό του Γ. Χ., πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του Γ. Χ. με φωτογραφία όμως του Δ., ο οποίος ήτο άτομο μεγάλης ηλικίας και είχε υποστεί ταλαιπωρίες στη ζωή του, πλαστό λογαριασμό της ΔΕΗ για το ακίνητο της οδού … με φερόμενο ως καταναλωτή τον Γ. Χ. και έγγραφα που φέρονταν ότι αφορούσαν τον Γ. Χ. του Φ. και της Μ., κάτοικο …, και τα οποία του τα είχε δώσει στην καφετερία ο Τ.. Πριν τη συνάντηση αυτή είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία του Μ. με τον Γ., μία μέρα νωρίτερα, στις 2 Οκτωβρίου 2014, κατά την οποία ο Μ. έδωσε στον Γ. τον αριθμό τρεχούμενου λογαριασμού που διατηρούσε ο Γ. Χ. στην Εθνική Τράπεζα. Ο Γ., ο οποίος ήταν έμπειρος υπάλληλος με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας, μπήκε στο σύστημα της Τράπεζας, είδε ότι υπήρχαν όλα τα αναγκαία στοιχεία για την ανάληψη χρημάτων από το λογαριασμό αυτό και ενημέρωσε τον Μ.. Κατόπιν ο Μ. πήγε στο γραφείο του Γ. στην Τράπεζα και αργότερα πήγε και ο Δ., ο οποίος εγχείρισε στο Γ. το γνήσιο βιβλιάριο του τρεχούμενου λογαριασμού του Χ.. Τότε ο Δ. έβαλε δύο πλαστές υπογραφές ως Γ. Χ., μία για την ανάληψη του ποσού των 140.000 Ευρώ από τον τρεχούμενο λογαριασμό και μία για την ανάληψη του ποσού των 10.000 Ευρώ από το λογαριασμό του ταμιευτηρίου. Οι υπογραφές όμως αυτές, παρά τα αντίθετα λεγόμενα από τον Γ. δεν έμοιαζαν, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων που φέρουν τις υπογραφές του Ε. Δ. και του εγγράφου που φέρει την υποδειγματική υπογραφή του Γ. Χ. και περιλαμβάνεται στα αναγνωστέα. Ο κατηγορούμενος ήταν έμπειρος τραπεζικός υπάλληλος, όφειλε να προβληματιστεί από το ότι οι λογαριασμοί είχαν ανοιχτεί σε άλλο κατάστημα, επίσης η εμφάνιση του (Δ.) φερόμενου ως Χ., δεν συνήδε με την εμφάνιση ανώτερου υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών, και όπως ειπώθηκε οι υπογραφές είχαν διαφορές. Το Δικαστήριο επομένως κρίνει ότι ο Γ. γνώριζε ότι ο εμφανισθείς ως Γ. Χ. δεν ήταν αυτός αλλά άλλο πρόσωπο με πλαστή ταυτότητα, σε αντίθεση με την κρίση του πορίσματος της Εθνικής Τράπεζας, που κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος Γ. μπορεί να επέδειξε κάποια ίσως αμέλεια αλλά δεν γνώριζε. Στη συνέχεια ο Δ. ως Χ. πήρε από το Ταμείο τα 150.000 Ευρώ και τα έδωσε στο Μ., και πήγαν στη καφετερία όπου τους περίμεναν ο Ρ. και ο Τ.. Εκεί ο Μ. έδωσε τα χρήματα στο Ρ. και μετά οι Τ., Ρ. και Δ. επέστρεψαν στην Αθήνα με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τ.. Κατά την επιστροφή τους ο Ρ. έδωσε μέρος του χρηματικού ποσού των 150.000 Ευρώ μόνο στο Δ., ο οποίος και κατέβηκε στο Μαρούσι. Στις 6 Οκτωβρίου 2014 ο Μ. τηλεφώνησε στο Γ. και του είπε ότι ο γνωστός του, είχε και μία άλλη προθεσμιακή κατάθεση και ότι στις 8 Οκτωβρίου θα πήγαινε να εισπράξει τα χρήματα της κατάθεσης αυτής. Σε δύο μέρες λοιπόν μετά, στις 8 Οκτωβρίου 2014 ο Μ. πήγε στο γραφείο του Γ., με τον οποίο εκτός από συντοπίτες μέσω συγγενών τους είχαν και κάποια κουμπαριά, και του ζήτησε να ετοιμάσει τη συναλλαγή για την ανάληψη όλου του ποσού της προθεσμιακής κατάθεσης, από 100.000 Ευρώ. Δεδομένου όμως ότι ο Δ. δεν είχε τον τίτλο της προθεσμιακής κατάθεσης, υπέγραψε ως Γ. Χ. πλαστή υπεύθυνη δήλωση ότι την έχασε με σκοπό να εκδοθεί νέος τίτλος. Επίσης κατέθεσε πλαστή αίτηση για πρόωρη εξόφληση και απόδοση της προαναφερθείσας προθεσμιακής κατάθεσης. Κατόπιν, μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, ο ίδιος ο Γ. πήγε στον ταμία όλα τα απαραίτητα έγγραφα και ο Δ. ανέλαβε το σύνολο της προθεσμιακής κατάθεσης των 100.000 Ευρώ, αφού υπέγραψε πάλι ως Χ., πλαστογραφώντας την υπογραφή του αποβιώσαντος. Οι Μ. και Δ., αφού βγήκαν από την Τράπεζα, πήγαν στην καφετέρια όπου τους περίμεναν οι Ρ. και Τ.. Στο πατάρι της καφετέριας ανέβηκαν ο Ρ. και ο Μ., και όταν κατέβηκαν ο Ρ. έδωσε μόνο στο Δ. μέρος του χρηματικού ποσού των 100.000 Ευρώ και του είπε να φύγει, και πράγματι ο Δ. έφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος του. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι συναυτουργοί στη διάπραξη της απάτης σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ήταν οι Μ., Δ. και Γ., αφού αποδείχθηκε ότι στο πρόσωπό τους συνέτρεχε και το στοιχείο της γνώσης ότι ο εμφανιζόμενος Δ. δεν ήταν ο Γ. Χ., που εν ζωή ήταν ο δικαιούχος των τραπεζικών λογαριασμών, και ήταν επίσης γνώστης του ότι η αστυνομική ταυτότητα του Χ. και ο λογαριασμός ΔΕΗ ήταν πλαστά. Όπως προειπώθηκε ο Γ. γνώριζε ότι ο Δ. δεν ήταν ο Χ. από τις διαφορές στις υπογραφές, από το ότι ο λογαριασμός είχε ανοιχτεί στην Αθήνα και δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε λόγος ανάληψης από τη …, με την οποία δεν υπήρχε καμμιά σχέση. Πρέπει, επομένως οι Μ., Γ. και Δ. να κηρυχθούν ένοχοι κατ’ εξακολούθηση απάτης από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία της Εθνικής Τράπεζας ανερχόμενο σε 250.000 Ευρώ, δηλαδή μεγαλύτερο ποσό των 120.000 Ευρώ. Ο δε Θ. Τ. πρέπει, απορριπτομένων των αρνητικών ισχυρισμών του στις κατηγορίες, να κηρυχθεί ένοχος άμεσης συνέργειας στην απάτη που διαπράχθηκε στις 3 και στις 8-10-2014 από κοινού από Μ., Γ. και Δ. σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αφού με-τις ενέργειές του συνέδραμε άμεσα στην επίτευξη του παράνομου στόχου, ανάληψης χρημάτων του ανωτέρω. Απλή συνδρομή χρονικά προγενέστερη στην ανωτέρω πράξη της κακουργηματικής απάτης, παρείχαν μέσω του Ρ. οι Ν. και Α., απορριπτομένων των αρνητικών τους ισχυρισμών, οι οποίοι ικανοποίησαν το αίτημα περί γνώσης της κατάστασης του λογαριασμού. Οι κατηγορούμενοι ενώθηκαν ευκαιριακά με τον τρόπο που τους συνέδεε για την εξαπάτηση της τράπεζας και της παράνομης ανάληψης των χρημάτων. Οι κατηγορούμενοι όμως δεν έδρασαν όλοι από κοινού αλλά και μεμονωμένα χωρίς κάποιοι απ’ αυτούς να γνωρίζονται αναμεταξύ τους ούτε καν να γνωρίζουν τον κοινό σκοπό, και δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της συμμορίας και πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της κατηγορίας αυτής. Κατόπιν αυτών πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, διότι πραγμάτωσαν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των όσων κατηγορούνται και διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας, οι κάτωθι: 1) ο Θ. Τ. της πλαστογραφίας και της άμεσης συνέργειας σε απάτη 2) ο Μ. ένοχος πλαστογραφίας και απάτης, 3) ο Γ. ένοχος απάτης, 4) ο Α. ένοχος συνέργειας σε απάτη, 5) ο Ν. ένοχος σε απάτη, 6) ο Π. ένοχος παράβασης τραπεζικού απορρήτου 8) ο Τ. ένοχος ηθικής αυτουργίας σε ηθική αυτουργία σε παράβαση τραπεζικού απορρήτου. Σε όλους τους κατηγορούμενους πλην του Τ., πρέπει να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α του Π.Κ., διότι οι υπαίτιοι έζησαν σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη σε ελαφρό πλημμέλημα. Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας στον Τ. δεν πρέπει να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε Π.Κ., διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του 84 2ε για να αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και σαν καλή συμπεριφορά δεν νοείται η παθητικά καλή διαγωγή ή μόνο η απουσία παραβατικότητας ή το σύνηθες συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Απαιτείται θετική ατομική και κοινωνική συμπεριφορά του υπαιτίου, με κριτήριο η στάση του μέσου συνετού ως νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνο ως απουσία παραβατικότητας. Κατόπιν αυτών κρίνεται ότι οι κατηγορούμενοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 § 2ε.”. Ακολούθως το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους, ειδικότερα δε κήρυξε ένοχο τον πρώτο από αυτούς, Θ. Τ. του Χ., για τις αξιόποινες πράξεις: i) της πλαστογραφίας, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, και ii) της συνέργειας σε απάτη, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, σε βαθμό κακουργήματος, και τον δεύτερο από αυτούς, Κ. Μ. του Γ., για τις αξιόποινες πράξεις: i) της πλαστογραφίας, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, και ii) της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, επίσης σε βαθμό κακουργήματος, συγκεκριμένα δε κήρυξε ένοχο τον μεν πρώτο αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, Θ. Τ. του Χ., κατά πιστή μεταφορά, του ότι: “(…) Στην Αθήνα και τη …, σε χρόνο μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς, πάντως από τις αρχές Ιουλίου 2014 έως και την 8-10-2014, ενεργώντας από κοινού με τους Ε. Δ. του Α., Κ. Μ. του Γ. και Α. Ρ., με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν, κατ’ εξακολούθηση, τέλεση του ίδιου εγκλήματος, κατάρτισε εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησαν οι Κ. Μ. και Ε. Δ. με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να προσπορίσει στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 30.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα τρίτους αλλά και την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, η οποία εδρεύει στην ημεδαπή και περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α ΠΚ νομικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού κατήρτισαν: i) το εξ υπαρχής πλαστό με αριθμό … δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, δήθεν εκδοθέν την 19-1-2007 από το Τμήμα Ασφαλείας Ομονοίας Αττικής επ’ ονόματι του ήδη αποβιώσαντος την …2014 Χ. Γ. του Φ. και της Μ. και ii) το με αριθμό λογαριασμού … εκκαθαριστικό σημείωμα της ΔΕΗ, που φέρεται ως εκδοθέν επ’ ονόματι Γ. Χ. του Φ., κατοίκου …, οδός …. Επίσης οι Ε. Δ. και Κ. Μ., κατά τις ημερομηνίες 3-10-2014 και 8-10-2014, εμφανιζόμενοι στο υποκατάστημα … της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, όπου εργαζόταν ο Γ. Γ. έκαναν από κοινού με τον τελευταίο χρήση των ανωτέρω πλαστών εγγράφων, επιδεικνύοντας στους αρμόδιους υπαλλήλους του ως άνω υποκαταστήματος προκειμένου να τους παραπλανήσουν, δια της εκ μέρους τους χρήσης των προαναφερόμενων πλαστών εγγράφων, ώστε να προβούν σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την ανάληψη συνολικού ποσού 250.000 ευρώ από τον … – 06 τρεχούμενο λογαριασμό, από τον … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό και τον προθεσμιακό λογαριασμό του Γ. Χ. στην τράπεζα αυτή. Τις ως άνω πράξεις τέλεσε ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει (με την ένωση περισσότερων προσώπων και την κατασκευή πλαστών εγγράφων) με την επανειλημμένη διάπραξή της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. (…) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο παρείχε άμεση συνδρομή στους Ε. Δ. του Α., Κ. Μ. και Γ. Γ., προκειμένου αυτοί με περισσότερες πράξεις τους που συνιστούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση του ιδίου εγκλήματος, να τελέσουν από κοινού και κατ’ εξακολούθηση το αδίκημα της απάτης, με περιουσιακό όφελος 250.000 ευρώ και ισόποση ζημιά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, οι Ε. Δ. και Κ. Μ. μετέβησαν στο κείμενο στη … υποκατάστημα της “Εθνικής Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, κατά τις ημερομηνίες 3-10-2014 και 8-10-2014, όπου και συνάντησαν τον τρίτο κατηγορούμενο Γ. Γ., με τον οποίον από κοινού παρέστησαν ψευδώς στους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους Δ. Κ. και τον ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος ότι ο Ε. Δ. ήταν δήθεν ο Γ. Χ. του Φ., ισχυρισμό τον οποίο επιβεβαίωσε και ο Κ. Μ. και κρίθηκε πειστικός από τους υπαλλήλους του ανωτέρω υποκαταστήματος, καθόσον ο τελευταίος τηρούσε για πολλά έτη επαγγελματική συνεργασία με το ως άνω υποκατάστημα και ως εκ τούτου έχαιρε της εμπιστοσύνης των υπαλλήλων του. Επίσης, ο Γ. Γ. υπό την ιδιότητά του ως προϊσταμένου καταθέσεων στο υποκατάστημα της “Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.” …, κατά τις ημερομηνίες 3-10-2014 και 8-10-2014, παρέστησαν ψευδώς στους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας Δ. Κ. (υποδιευθυντή) και στον κεντρικό ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος, ότι δήθεν ο Ε. Δ. ήταν ο Γ. Χ. του Φ., ισχυρισμό τον οποίο επιβεβαίωσε και αυτός με αποτέλεσμα να κριθεί πειστικός από τους ανωτέρω υπαλλήλους, παρότι γνώριζε ότι ο εμφανισθείς ενώπιον του ως άνω υποκαταστήματος ως “Γ. Χ.” δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο, ούτε και δικαιούχος λογαριασμών που τηρούνταν στην “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, καθόσον είχε εξετάσει το δείγμα της γραφής αυτού, που τηρείτο στο αρχείο της τράπεζας, το οποίο ήταν εμφανώς διαφορετικό από αυτό που ετέθη από τον συγκατηγορούμενό του Ε. Δ., ο οποίος κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες παρουσιάσθηκε στους υπαλλήλους της τράπεζας από κοινού με τον Κ. Μ. ως Γ. Χ.. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις τους οι Δ., Μ. και Γ. πέτυχαν από καινού να εξαπατήσουν αρχικά τον υποδιευθυντή της ως άνω τράπεζας Δ. Κ., πείθοντάς τον ότι είχε προβεί σε έλεγχο της ταυτοπροσωπίας του Γ. Χ. από τον οποίο είχε διαπιστώσει με την εξέταση των νομιμοποιητικών εγγράφων, αλλά και του δείγματος υπογραφής αυτού ότι το εμφανισθέν ενώπιον της τράπεζας πρόσωπο (Ε. Δ.) είναι ο Γ. Χ., ώστε ο ως άνω υπάλληλος να παραλείψει να προβεί σε σχετικό επανέλεγχο των ως άνω εγγράφων και του δείγματος υπογραφής, τα οποία παρέλειψε να του εγχειρίσει (αν και όφειλε εκ του κανονισμού της τράπεζας), με αποτέλεσμα αυτός να προσυπογράψει την έγκριση της εκταμίευσης των κεφαλαίων, που ήταν κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς του Γ. Χ.. Με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις τους πέτυχαν, ακολούθως να εξαπατήσουν και τον ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος, ο οποίος εκτέλεσε τα χρηματικά εντάλματα: i) της ανάληψης ποσού 140.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 06 τρεχούμενο λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει, ii) της ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου. Επιπλέον με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις τους, την 8-10-2014, πέτυχε να εξαπατήσουν τον υποδιευθυντή της ως άνω τράπεζας Δ. Κ., πείθοντάς τον ότι είχε προβεί σε έλεγχο της ταυτοπροσωπίας του Γ. Χ. από τον οποίο είχε διαπιστώσει, με την εξέταση των νομιμοποιητικών εγγράφων, αλλά και του δείγματος υπογραφής αυτού ότι το εμφανισθέν ενώπιον της τράπεζας πρόσωπο (Ε. Δ.) είναι ο Γ. Χ., ώστε ο ως άνω υπάλληλος να παραλείψει να προβεί σε σχετικό επανέλεγχο των ως άνω εγγράφων και του δείγματος υπογραφής, τα οποία οι Δ. και Γ. παρέλειψαν να του εγχειρίσουν (αν και όφειλαν εκ του κανονισμού της τράπεζας), με αποτέλεσμα αυτός να προσυπογράψει την πρόωρη απόδοση της με αριθμό … προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους 100.000 ευρώ, που κανονικά θα έληγε την 29-10-2014, και περαιτέρω την έγκριση της εκταμίευσης του κεφαλαίου αυτής και την κατάθεσή του στον συνδεόμενο με την προθεσμιακή κατάθεση υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, από όπου στη συνέχεια πέτυχε την ανάληψη του ποσού των 100.000 ευρώ, εξαπατώντας και τον κεντρικό ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος, ο οποίος εκτέλεσε τα σχετικά χρηματικά εντάλματα, κατόπιν των ως άνω ψευδών παραστάσεών του. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις τους και κάνοντας χρήση του με αριθμό … πλαστού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, όπως επίσης και του με αριθμό λογαριασμού … εκκαθαριστικού σημειώματος της ΔΕΗ, αλλά και του γνησίου εκκαθαριστικού σημειώματος του οικονομικού έτους 2014 του Γ. Χ. του Φ., πέτυχαν να εξαπατήσουν αυτούς και να επιτύχουν: i) την ανάληψη ποσού 140.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 06 τρεχούμενο λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει, ii) την ανάληψη ποσού 10.000 Ευρώ η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, επιδεικνύοντας μάλιστα προς επίτευξη της αναλήψεως και το βιβλιάριο καταθέσεων, που είχε εκδοθεί στο όνομα του ως άνω δικαιούχου, iii) επιπλέον με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις τους, την 8-10-2014, πέτυχαν την πρόωρη απόδοση της με αριθμό … προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους 100.000 ευρώ, την οποία ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, δηλώνοντας ψευδώς ότι είχε απωλεσθεί το παραστατικό της κατάθεσης αυτής, με αποτέλεσμα τη λήξη της συμβάσεως που κανονικά θα έληγε την 29-10-2014 και την κατάθεση του ποσού των 100.000 ευρώ στον συνδεόμενο με την προθεσμιακή κατάθεση υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, απ’ όπου στη συνέχεια πέτυχαν την ανάληψη του ποσού των 100.000 ευρώ, επιδεικνύοντας προς το σκοπό αυτό τα ως άνω πλαστά έγγραφα, όπως και το βιβλιάριο καταθέσεων, που είχε εκδοθεί για τον ανωτέρω λογαριασμό στο όνομα του ως άνω δικαιούχου. Η άμεση συνδρομή του Θ. Τ. στην ως άνω πράξη των Μ., Δ. και Γ. συνίσταται στο ήταν αυτός που: α) με σκοπό από κοινού να εξαπατήσουν την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος κατά τους προαναφερθέντες τρόπους γνώρισε τον Μ. στους Ρ. και Δ., τους οποίους στις 3 Οκτωβρίου μετέφερε με οδηγούμενο από αυτόν I.X. από την Αθήνα στη …, τόπο τέλεσης των απατών και τανάπαλι και β) ήταν παρών στη … έξω από το τραπεζικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, όπου έλαβαν χώρα οι επιμέρους πράξεις της απάτης. Με τις ως άνω πράξεις τους οι Θ. Τ. του Χ., Ε. Δ. του Α., Γ. Γ. του Α. σκόπευαν να παραπλανήσουν τους σχετικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της “Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.” ως προς τα πραγματικά στοιχεία του εμφανιζομένου ως δικαιούχου των προαναφερόμενων τραπεζικών λογαριασμών, Χ. Γ. του Φ. και της Μ., αποβλέποντας περαιτέρω στην οικειοποίηση του συνολικού ποσού των 250.000 ευρώ, που αναλήφθηκε από τους λογαριασμούς αυτού χωρίς νόμιμη αιτία, προσπορίζοντας τόσο στον εαυτό τους αντίστοιχο περιουσιακό όφελος, υπερβαίνον το ποσό των 30.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, προς αντίστοιχη βλάβη τρίτων, εν προκειμένω των κληρονόμων του ως άνω πραγματικού δικαιούχου των ανωτέρω λογαριασμών και ήδη αποβιώσαντος, καθώς επίσης και της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, που βαρύνεται εκ του νόμου με την υποχρέωση αποζημίωσης των κληρονόμων του Γ. Χ.. Τις ως άνω πράξεις τους τέλεσαν, ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (με την ένωση περισσοτέρων προσώπων και τη χρήση πλαστών έγγραφων) και την επανειλημμένη διάπραξή της, προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και η σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε σύννομη ζωή.”, τον δεύτερο δε αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, Κ. Μ. του Γ., του ότι: “(…) Στην Αθήνα και τη …, σε χρόνο μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς, πάντως από τις αρχές Ιουλίου 2014 έως και την 8-10-2014, ενεργώντας από κοινού με τους Θ. Τ., Ε. Δ. του Α. και Α. Ρ., με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν, κατ’ εξακολούθηση, τέλεση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε εξ απαρχής πλαστά έγγραφα τα οποία χρησιμοποίησαν με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να προσπορίσει στους εαυτούς τους περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 30.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα τρίτους αλλά και την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, η οποία εδρεύει στην ημεδαπή και περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α ΠΚ νομικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, ενεργώντας από κοινού κατήρτισαν: i) το εξ υπαρχής πλαστό με αριθμό … δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, δήθεν εκδοθέν την 19-1-2007 από το Τμήμα Ασφαλείας Ομονοίας Αττικής επ’ ονόματι του ήδη αποβιώσαντος την …2014 Χ. Γ. του Φ. και της Μ. και ii) το με αριθμό λογαριασμού … εκκαθαριστικό σημείωμα της ΔΕΗ, που φέρεται ως εκδοθέν επ’ ονόματι Γ. Χ. του Φ., κατοίκου …, οδός …. Επίσης οι Ε. Δ. και Κ. Μ., κατά τις ημερομηνίες 3-10-2014 και 8-10-2014, εμφανιζόμενοι στο υποκατάστημα … της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, όπου εργαζόταν ο Γ. Γ.., έκανε από κοινού με τον τελευταίο χρήση των ανωτέρω πλαστών εγγράφων, επιδεικνύοντας στους αρμόδιους υπαλλήλους του ως άνω υποκαταστήματος, προκειμένου να τους παραπλανήσουν, δια της εκ μέρους τους χρήσης των προαναφερόμενων πλαστών εγγράφων, ώστε να προβούν σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την ανάληψη συνολικού ποσού 250.000 ευρώ από τον … – 06 τρεχούμενο λογαριασμό, από τον … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό και τον προθεσμιακό λογαριασμό του Γ. Χ. στην τράπεζα αυτή. Τις ως άνω πράξεις τέλεσε ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει (με την ένωση περισσότερων προσώπων και την κατασκευή πλαστών εγγράφων), με την επανειλημμένη διάπραξή της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείου της προσωπικότητάς του. (…) Στη …, στις 3 και στις 8 Οκτωβρίου 2014, ο Κ. Μ.. ενεργώντας από κοινού με τους Ε. Δ. και Γ. Γ., με περισσότερες πράξεις τους που συνιστούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσαν το αδίκημα της απάτης, με περιουσιακό όφελος 250.000 ευρώ και με ισόποση ζημιά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, οι Ε. Δ. και Κ. Μ. μετέβησαν στο κείμενο στη … υποκατάστημα της “Εθνικής Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, κατά τις ημερομηνίες 3-10-2014 και 8-10-2014, όπου και συνάντησαν τον τρίτο κατηγορούμενο Γ. Γ., με τον οποίον από κοινού παρέστησαν ψευδώς στους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους Δ. Κ. και τον ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος ότι ο Ε. Δ. ήταν δήθεν ο Γ. Χ. του Φ., ισχυρισμό τον οποίο επιβεβαίωσε και ο Κ. Μ. και κρίθηκε πειστικός από τους υπαλλήλους του ανωτέρω υποκαταστήματος, καθόσον ο τελευταίος τηρούσε για πολλά έτη επαγγελματική συνεργασία με το ως άνω υποκατάστημα και ως εκ τούτου έχαιρε της εμπιστοσύνης των υπαλλήλων του. Επίσης, ο Γ. Γ. υπό την ιδιότητά του ως προϊσταμένου καταθέσεων στο υποκατάστημα της “Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.” …, κατά τις ημερομηνίες 3-10-2014 και 8-10-2014, παρέστησε ψευδώς στους υπαλλήλους της ως άνω τράπεζας Δ. Κ. (υποδιευθυντή) και στον κεντρικό ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος, ότι δήθεν ο Ε. Δ. ήταν ο Γ. Χ. του Φ., ισχυρισμό τον οποίο επιβεβαίωσε και αυτός με αποτέλεσμα να κριθεί πειστικός από τους ανωτέρω υπαλλήλους, παρότι γνώριζε ότι ο εμφανισθείς ενώπιον του ως άνω υποκαταστήματος ως “Γ. Χ.” δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο, ούτε και δικαιούχος λογαριασμών που τηρούνταν στην “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.”, καθόσον είχε εξετάσει το δείγμα της γραφής αυτού, που τηρείτο στο αρχείο της τράπεζας, το οποίο ήταν εμφανώς διαφορετικό από αυτό που ετέθη από τον συγκατηγορούμενό του Ε. Δ., ο οποίος κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες παρουσιάσθηκε στους υπαλλήλους της τράπεζας από κοινού με τον Κ. Μ. ως Γ. Χ.. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις τους οι Δ., Μ. και Γ. πέτυχαν από κοινού να εξαπατήσουν αρχικά τον υποδιευθυντή της ως άνω τράπεζας Δ. Κ., πείθοντας τον ότι είχε προβεί σε έλεγχο της ταυτοπροσωπίας του Γ. Χ. από τον οποίο είχε διαπιστώσει, με την εξέταση των νομιμοποιητικών εγγράφων, αλλά και του δείγματος υπογραφής αυτού ότι το εμφανισθέν ενώπιον της τράπεζας πρόσωπο (Ε. Δ.) είναι ο Γ. Χ., ώστε ο ως άνω υπάλληλος να παραλείψει να προβεί σε σχετικό επανέλεγχο των ως άνω εγγράφων και του δείγματος υπογραφής, τα οποία παρέλειψε να του εγχειρίσει (αν και όφειλε εκ του κανονισμού της τράπεζας), με αποτέλεσμα αυτός να προσυπογράψει την έγκριση της εκταμίευσης των κεφαλαίων που ήταν κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς του Γ. Χ.. Με τις ίδιες ψευδείς παραστάσεις του πέτυχαν, ακολούθως, να εξαπατήσουν και τον ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος, ο οποίος εκτέλεσε τα χρηματικά εντάλματα: i) της ανάληψης ποσού 140.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 06 τρεχούμενο λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει, ii) της ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου. Επιπλέον με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις τους, την 8-10-2014, πέτυχε να εξαπατήσουν τον υποδιευθυντή της ως άνω τράπεζας Δ. Κ., πείθοντάς τον ότι είχε προβεί σε έλεγχο της ταυτοπροσωπίας του Γ. Χ. από τον οποίο είχε διαπιστώσει με την εξέταση των νομιμοποιητικών εγγράφων, αλλά και του δείγματος υπογραφής αυτού ότι το εμφανισθέν ενώπιον της τράπεζας πρόσωπο (Ε. Δ.) είναι ο Γ. Χ., ώστε ο ως άνω υπάλληλος να παραλείψει να προβεί σε σχετικό επανέλεγχο των ως άνω εγγράφων και του δείγματος υπογραφής, τα οποία οι Δ. και Γ. παρέλειψαν να του εγχειρίσουν (αν και όφειλαν εκ του κανονισμού της τράπεζας), με αποτέλεσμα αυτός να προσυπογράψει την πρόωρη απόδοση της με αριθμό … προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους 100.000 ευρώ, που κανονικά θα έληγε την 29-10-2014, και περαιτέρω την έγκριση της εκταμίευσης του κεφαλαίου αυτής και την κατάθεσή του στον συνδεόμενο με την προθεσμιακή κατάθεση υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, από όπου στη συνέχεια πέτυχε, την ανάληψη του ποσού των 100.000 ευρώ, εξαπατώντας και τον κεντρικό ταμία του εν λόγω υποκαταστήματος, ο οποίος εκτέλεσε τα σχετικά χρηματικά εντάλματα, κατόπιν των ως άνω ψευδών παραστάσεών του. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις τους και κάνοντας χρήση του με αριθμό … πλαστού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας, όπως επίσης και του με αριθμό λογαριασμού … εκκαθαριστικού σημειώματος της ΔΕΗ. αλλά και του γνησίου εκκαθαριστικού σημειώματος του οικονομικού έτους 2014 του Γ. Χ. του Φ., πέτυχαν να εξαπατήσουν αυτούς και να επιτύχουν: i) την ανάληψη ποσού 140.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 06 τρεχούμενο λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει, ii) την ανάληψη ποσού 10.000 ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 3-10-2014 από τον υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, που ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, επιδεικνύοντας μάλιστα προς επίτευξη της αναλήψεως και το βιβλιάριο καταθέσεων, που είχε εκδοθεί στο όνομα του ως άνω δικαιούχου, iii) επιπλέον με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις τους, την 8-10-2014, πέτυχαν την πρόωρη απόδοση της με αριθμό … προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους 100.000 ευρώ, την οποία ο Γ. Χ. τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα, χωρίς εντολή του δικαιούχου, δηλώνοντας ψευδώς ότι είχε απωλεσθεί το παραστατικό της καταθέσεως αυτής, με αποτέλεσμα τη λήξη της συμβάσεως που κανονικά θα έληγε την 29-10-2014 και την κατάθεση του ποσού των 100.000 ευρώ στον συνδεόμενο με την προθεσμιακή κατάθεση υπ’ αριθμ. … – 07 ταμιευτικό λογαριασμό, από όπου στη συνέχεια πέτυχαν την ανάληψη του ποσού των 100.000 ευρώ, επιδεικνύοντας προς το σκοπό αυτό τα ως άνω πλαστά έγγραφα, και το βιβλιάριο καταθέσεων, που είχε εκδοθεί για τον ανωτέρω λογαριασμό στο όνομα του ως άνω δικαιούχου. Με τις ως άνω πράξεις τους οι Κ. Μ., Ε. Δ. του Α. και Γ. Γ. του Α. σκόπευαν να παραπλανήσουν τους σχετικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της “Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.” ως προς τα πραγματικά στοιχεία του εμφανιζομένου ως δικαιούχου των προαναφερόμενων τραπεζικών λογαριασμών, Χ. Γ. του Φ. και της Μ., αποβλέποντας περαιτέρω στην οικειοποίηση του συνολικού ποσού των 250.000 ευρώ, που αναλήφθηκε από τους λογαριασμούς αυτού χωρίς νόμιμη αιτία, προσπορίζοντας τόσο στον εαυτό τους αντίστοιχο περιουσιακό όφελος, υπερβαίνον το ποσό των 30.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, προς αντίστοιχη βλάβη τρίτων, εν προκειμένω των κληρονόμων του ως άνω πραγματικού δικαιούχου των ανωτέρω λογαριασμών και ήδη αποβιώσαντος, καθώς επίσης και της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος A.E.”, που βαρύνεται εκ του νόμου με την υποχρέωση αποζημίωσης των κληρονόμων του Γ. Χ.. Τις ως άνω πράξεις τους τέλεσαν, ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (με την ένωση περισσοτέρων προσώπων και τη χρήση πλαστών εγγράφων) και την επανειλημμένη διάπραξή της. προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και η σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξή του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε σύννομη ζωή.”. Στη συνέχεια το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε καθέναν από τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους, για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε, κατ’ άρθρο 100 του προϊσχύσαντος μέχρι30-6-2019 Π.Κ., επί τριετία, υποχρέωσε δε καθέναν από τους τελευταίους να καταβάλει στην εδρεύουσα στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ. 86), ανώνυμο τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, νομίμως εκπροσωπουμένη, που παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα – υποστηρίζουσα την κατηγορία στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ (44,00 €). VIII. Με τις εκτιθέμενες στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VII σκέψη παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας (Β’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών), στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, αφού δεν μνημονεύει σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) ούτε κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη, από τα οποία προέκυψαν τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε για να καταλήξει στην ανωτέρω καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους κρίση του. Ειδικότερα, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία (πρακτικά) δεν προσβλήθηκαν για πλαστότητα, ούτε ζητήθηκε η διόρθωσή τους από το αρμόδιο δικαστήριο, και αποδεικνύουν όσα πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας (Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών), προκύπτει ότι εξετάστηκαν μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης του πρώτου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Θ. Τ. του Χ., καθώς και των συγκατηγορουμένων του Α. Α. του Σ. και Γ. Γ. του Α., αναγνώσθηκαν τα διαλαμβανόμενα στην οικεία θέση (σελ. 105 έως 111 των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση) ογδόντα πέντε (85) έγγραφα, απολογήθηκαν δε οι αυτοπροσώπως παριστάμενοι στην ως άνω δίκη κατηγορούμενοι, συγκεκριμένα δε οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, καθώς και οι ως άνω συγκατηγορούμενοί τους Α. Α. του Σ. και Γ. Γ. του Α.. Για τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα ουδεμία αναφορά γίνεται στο οικείο μέρος του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι στο προοίμιό της, έστω κατ’ είδος, ούτε προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου της (προσβαλλόμενης απόφασης), είτε ευθέως είτε διηγηματικώς, ότι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, με ειδικότερη μνεία αυτών, για την περί της ενοχής των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων καταφατική δικαιοδοτική του κρίση (Α.Π. 638/2022, Α.Π. 730/2018, Α.Π. 1548/2017). Περαιτέρω, δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της κατ’ εξακολούθηση κακουργηματικής πλαστογραφίας, από κοινού, ειδικότερα δε την κατάρτιση: α) του πλαστού με αριθμό … δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, που δήθεν εκδόθηκε την 19-1-2007 από το Τμήμα Ασφαλείας Ομονοίας Αττικής επ’ ονόματι του ήδη αποβιώσαντος την …2014 Γ. Χ. του Φ. και της Μ., και β) του με αριθμό λογαριασμού … εκκαθαριστικό σημειώματος της ΔΕΗ, που φέρεται ότι εκδόθηκε επ’ ονόματι του Γ. Χ. του Φ., κατοίκου …, οδός …, και για την οποία οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν, κατά τα προαναφερόμενα, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά που να υποδηλώνουν τη συμμετοχή τους, ως φυσικών αυτουργών, στην τέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, λαμβανομένου υπόψη ότι για την πληρότητα της αιτιολογίας για την καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο V νομική σκέψη, πρέπει να αναφέρονται στην απόφασή του τα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός, περαιτέρω δε οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι εσφαλμένα καταδικάστηκαν τόσο για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας όσο και εκείνην της κακουργηματικής απάτης με την επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης αυτών κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, η οποία (επιβαρυντική περίσταση) από 1-7-2019, υπό την ισχύ του νέου Π.Κ., έχει καταργηθεί, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγηθείσες υπό στοιχεία
ΙΙΙ και IV νομικές σκέψεις. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης του πρώτου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Θ. Τ. του Χ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω της παράλειψης μνείας σ’ αυτήν των ληφθέντων υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, και της παράθεσης ελλιπούς αιτιολογίας, ως προς την κήρυξή του ενόχου και την καταδίκη του για την αξιόποινη πράξη της κατ’ εξακολούθηση κακουργηματικής αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, από κοινού, καθώς και ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της κρινόμενης αίτησης του δεύτερου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Κ. Μ. του Γ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση επίσης η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω της παράλειψης μνείας σ’ αυτήν των ληφθέντων υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο αποδεικτικών μέσων, είναι βάσιμοι. ΙΧ. Από τις διατάξεις του άρθρου 469 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι: “Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους …”. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμετόχους, γενικές προϋποθέσεις για όλες τις ανωτέρω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που δικαιούταν να το ασκήσει και αυτό δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην αρμόζουν αποκλειστικώς στο πρόσωπό του και γ) οι υπόλοιποι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν εντός της νόμιμης προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της αναίρεσης επέκταση της ευνοϊκής κρίσης του Αρείου Πάγου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι ανωτέρω όροι, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο και όχι για λόγους προσωπικούς. Οι ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα, δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ίδιους λόγους, κυρίους ή προσθέτους, το δε δικαστήριο επεκτείνει και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως το ευεργετικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το ένδικο μέσο του αναιρεσείοντος (Α.Π. 722/2022, Α.Π. 594/2022). Χ. Στην προκείμενη περίπτωση ο κατά τα ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναίρεσης των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων, Θ. Τ. του Χ. και Κ. Μ. του Γ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ο οποίος κρίθηκε βάσιμος, κατά τα προαναφερόμενα, δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο αυτών (αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων), αλλά και το πρόσωπο των συγκαταδικασθέντων συγκατηγορουμένων τους, στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση: α) Α. Ν. του Κ. και της Ε., β) Α. Α. του Σ. και της Μ. (συνεργών στην τέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της κατ’ εξακολούθηση, από κοινού κακουργηματικής απάτης, για την κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο δεύτερος αναιρεσείων – κατηγορούμενος, Κ. Μ. του Γ.), και γ) Γ. Γ. του Α. και της Χ. (συναυτουργού τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της από κοινού κακουργηματικής απάτης, κατ’ εξακολούθηση, για την κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο δεύτερος αναιρεσείων – κατηγορούμενος, Κ. Μ. του Γ.), επιβλήθηκε δε στον πρώτο από αυτούς (Α. Ν.) ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, στον δεύτερο (Α. Α.) ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών και στον τρίτο (Γ. Γ.) ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, η εκτέλεση των οποίων (ποινών φυλάκισης) ανεστάλη επί τριετία, οι τελευταίοι δε δεν άσκησαν το ένδικο μέσο της αναίρεσης εντός της νόμιμης προθεσμίας. Επομένως, το προαναφερθέν επωφελές αποτέλεσμα της αίτησης αναίρεσης των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων, Θ. Τ. του Χ. και Κ. Μ. του Γ., πρέπει να επεκταθεί, κατ’ άρθρο 469 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΧ νομική σκέψη, και στους ανωτέρω συγκαταδικασθέντες στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορουμένους τους: α) Α. Ν. του Κ., β) Α. Α. του Σ. και γ) Γ. Γ. του Α., που καταδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως συνεργοί οι πρώτος και δεύτερος και συναυτουργός ο τρίτος, για την ίδια ανωτέρω αξιόποινη πράξη της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, σε βαθμό κακουργήματος, και δεν άσκησαν αναίρεση κατ’ αυτής (προσβαλλόμενης απόφασης). ΧI. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., του πρώτου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Θ. Τ. του Χ., η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καλύπτει το σύνολο των διατάξεων της προσβαλλόμενης απόφασης που τον αφορούν, και του μοναδικού λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, επίσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., του δεύτερου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Κ. Μ. του Γ., πρέπει, χωρίς να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Θ. Τ. του Χ., περί απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, η έρευνα του οποίου παρέλκει, πλέον, ως αλυσιτελής (Α.Π. 681/2023), να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το σύνολο των διατάξεών της που αφορούν τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους, Θ. Τ. του Χ. και Κ. Μ. του Γ., το επωφελές αποτέλεσμα της αναίρεσης των οποίων να επεκταθεί, κατ’ άρθρο 469 του Κ.Ποιν.Δ., και στους συγκαταδικασθέντες στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορουμένους τους: α) Α. Ν. του Κ., β) Α. Α. του Σ. και γ) Γ. Γ. του Α., για τους οποίους επίσης να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το σύνολο των διατάξεών της που αφορούν τους τελευταίους. Ακολούθως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519 και 522 του Κ.Ποιν.Δ., όπως το πρώτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 35 του Ν. 4637/2019 (Φ.Ε.Κ. 180/18-11-2019, τεύχος πρώτο) και το δεύτερο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 1580Α/2021, 522/2022, 1581/2022 απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ως προς το σύνολο των διατάξεών της που αφορούν τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους, Θ. Τ. του Χ. και της Ε., κάτοικο … (οδός …), και Κ. Μ. του Γ. και της Σ., κάτοικο …. Επεκτείνει το ως άνω αναιρετικό αποτέλεσμα και στους συγκαταδικασθέντες στη δευτεροβάθμια δίκη συγκατηγορουμένους των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: α) Α. Ν. του Κ. και της Ε., κάτοικο … (οδός …), β) Α. Α. του Σ. και της Μ., κάτοικο … (οδός …), και γ) Γ. Γ. του Α. και της Χ., κάτοικο … (οδός …), που επίσης καταδικάστηκαν με την ως άνω υπ’ αρ. 1580Α/2021, 522/2022, 1581/2022 προσβαλλόμενη απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, οι δύο πρώτοι (Α. Ν. του Κ. και Α. Α. του Σ., ως συνεργοί στην αξιόποινη πράξη της απάτης, κατ’ εξακολούθηση, από κοινού, σε βαθμό κακουργήματος), και ο τρίτος (Γ. Γ. του Α.) ως φυσικός αυτουργός της ίδιας ανωτέρω αξιόποινης πράξης της κατ’ εξακολούθηση κακουργηματικής απάτης, από κοινού.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ