ΣτΕ Α΄ 920/2025
Πρόεδρος: Μαρίνα Ελένη Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Κατώτατα όρια συντάξεων. Προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ για την έννοια της ελάχιστης παροχής του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004 και τη συμβατότητα με τα άρθρα 4 του Κανονισμού 883/2004 και 45 της ΣΛΕΕ εθνικής διάταξης που θεσπίζει ως «ελάχιστη παροχή» ειδικώς για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004 χρηματικό ποσό το οποίο υπολείπεται των κατά περίπτωση προβλεπόμενων από άλλες εθνικές διατάξεις κατώτατων ποσών σύνταξης.
1.Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα έλαβε ως ελάχιστη παροχή του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004 το ποσό των 318,60 ευρώ, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 του ν. 3996/2011, μειωμένη κατά 23/200, λόγω της πρόωρης συνταξιοδότησής της, το δε δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι είναι νόμιμη η επίμαχη συνταξιοδοτική απόφαση του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, με την οποία της απονεμήθηκε το πιο πάνω ποσό με το σκεπτικό ότι με το άρθρο 34 του ν. 3996/2011 δεν θεσπίστηκε δυσμενέστερη σε σχέση με το παρελθόν νομοθετική ρύθμιση σχετικά με τον υπολογισμό της συμπληρωματικής παροχής, αλλά έλαβε χώρα, το πρώτον, καθορισμός της ελάχιστης παροχής, σε εναρμόνιση με την ενωσιακή νομοθεσία. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αμφισβητείται το νόμιμο της κρίσης αυτής, προβάλλεται δε κατ’ ουσίαν ότι η απονομή σύνταξης χαμηλότερης από αυτή που θα προέκυπτε με βάση την κατώτατη σύνταξη του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (486,84 ευρώ κλπ) είναι μη νόμιμη, ως αντικείμενη στις διατάξεις του Κανονισμού 883/2004, διότι συνιστά δυσμενή διάκριση αυτής ως διακινούμενης εντός της ΕΕ εργαζόμενης σε σχέση με τους εργαζόμενους αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα.
2. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έλαβε υπόψη ότι, σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, ως ελάχιστη παροχή του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004 νοείται ένα ελάχιστο όριο που προκύπτει από μία ειδική εξασφάλιση που θεσπίζεται από την εθνική νομοθεσία για λήψη μίας ελάχιστης παροχής προκειμένου να εξασφαλιστεί στους λήπτες ένα ελάχιστο εισόδημα και όχι τα κατά περίπτωση κατώτατα ποσά που προκύπτουν κατ’ εφαρμογή του συνήθους τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, με βάση τις περιόδους ασφάλισης που έχουν συμπληρωθεί και τις εισφορές που έχουν καταβληθεί (απόφαση ΔΕΚ της 17.12.1981 Browning, C-22/81).
3. Ακολούθως, το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 14 του αν.ν.1846/1951 και 3 του ν. 3029/2002, οι οποίες ίσχυαν τον χρόνο κατά τον οποίο η αναιρεσείουσα υπέβαλε αίτηση προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με συνυπολογισμό χρόνου ασφάλισης που είχε διανύσει στη Βουλγαρία (μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την 1.1.2007) και στην Ελλάδα, αλλά και κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η ένδικη συνταξιοδοτική απόφαση. Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται ο θεσμός της κατώτατης σύνταξης ως μηχανισμός πραγμάτωσης της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των ασφαλισμένων των δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφάλισης που συνέβαλαν στον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους με την καταβολή εισφορών, ο μηχανισμός δε αυτός λειτουργεί αναδιανεμητικά, προς όφελος και προς ενίσχυση των πιο αδύναμων οικονομικά ασφαλισμένων, με την απονομή στους τελευταίους μεγαλύτερης σύνταξης από αυτή που θα τους αναλογούσε αποκλειστικά και μόνο με βάση τον χρόνο ασφάλισης και την ηλικία τους, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς ένα επίπεδο διαβίωσης, ικανοποιητικότερο από αυτό που θα είχαν με τη σύνταξη που τους αναλογούσε με βάση τον χρόνο ασφάλισης και τις εισφορές που είχαν καταβάλει. Εξάλλου, από καμία διάταξη νόμου ή προπαρασκευαστικές πράξεις νομοθετημάτων κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας δεν προκύπτει ότι τα ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο κατώτατα όρια συντάξεων αποτελούσαν το κατ’ εκτίμηση του νομοθέτη ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των συνταξιούχων. Περαιτέρω, το ύψος των προβλεπόμενων με τα άρθρα 29 παρ. 14 του αν.ν. 1846/1951 και 3 του ν. 3029/2002 κατώτατων συντάξεων, οι οποίες έχουν ως βάση υπολογισμού το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη, διαμορφώνεται με βάση κριτήρια που εφαρμόζονται και κατά τον συνήθη υπολογισμό των συντάξεων (κριτήρια οικογενειακής κατάστασης και ηλικίας) και για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει ένα κατώτατο ποσό αλλά πολλά.
4. Το ποσό των 360 ευρώ, το οποίο προβλέφθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3996/2011 ως «ελάχιστη παροχή» ειδικώς για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004, δια παραπομπής στο άρθρο 2 του ν. 3863/2010, δεν αντιστοιχεί σε θεσμοθετημένο κατώτατο ποσό σύνταξης, αλλά σε τμήμα της ενιαίας σύνταξης, η οποία θα χορηγούνταν σε όσους επρόκειτο να συνταξιοδοτηθούν από την 1η.1.2015 και εφεξής κατ’ εφαρμογή διατάξεων νόμου (ν. 3863/2010), αλλά δεν χορηγήθηκε ποτέ διότι οι σχετικές διατάξεις του ν. 3863/2010 καταργήθηκαν με τον ν. 4387/2016 χωρίς ουδέποτε να εφαρμοστούν.
5. O έλεγχος της νομιμότητας της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς τη συμφωνία της διάταξης του άρθρου 34 του ν. 3996/2011 προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διακινούμενων εντός της ΕΕ εργαζομένων με τους εργαζόμενους σε ένα μόνο κράτος μέλος, η οποία αποτυπώνεται και στο άρθρο 4 του Κανονισμού 883/2004, συναρτάται πρωτίστως με το ζήτημα αν η έννοια της ελάχιστης παροχής του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004 έχει τέτοιο εύρος ώστε να περιλαμβάνει κατώτατες συντάξεις, όπως αυτές που προβλέπονται με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 14 του αν.ν. 1846/1951 και 3 του ν. 3029/2002. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο αποφάσισε να αποστείλει στο ΔΕΕ τα ακόλουθα ερωτήματα:
α)Το άρθρο 58 του Κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ως ελάχιστες παροχές νοούνται τα ποσά συντάξεων, τα οποία προβλέπονται μεν ως κατώτατα όρια συντάξεων από εθνικές διατάξεις, αφού χορηγούνται σε ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη με βάση τον χρόνο ασφάλισής τους και τις καταβληθείσες εισφορές υπολείπεται των ορίων αυτών, θεσπίζονται, όμως, όχι προς εξασφάλιση ενός ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος, αλλά προς τον σκοπό της πραγμάτωσης της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των ασφαλισμένων των δημόσιων ασφαλιστικών φορέων που συνέβαλαν καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου στη δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου καταβάλλοντας στον φορέα αυτό εισφορές, και, περαιτέρω, ποικίλουν ανάλογα με τον ασφαλιστικό φορέα, την κατηγορία στην οποία ανήκει ο ασφαλισμένος με βάση τον χρόνο υπαγωγής του στην ασφάλιση (πριν ή μετά τις 31.12.1992), καθώς και την οικογενειακή κατάσταση και την ηλικία του, δηλαδή κριτηρίων που εφαρμόζονται και κατά τον συνήθη τρόπο υπολογισμού των συντάξεων;
β) Αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 45 της ΣΛΕΕ και 4 του Κανονισμού 883/2004 εθνική ρύθμιση, με την οποία ορίζεται συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως ελάχιστη παροχή του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004, αν κατ’ εφαρμογή της ρύθμισης αυτής, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι λαμβάνουν ως ελάχιστη παροχή (του άρθρου 58) ποσό μικρότερο από το ποσό, το οποίο προβλέπεται ως κατώτατο από άλλες εθνικές διατάξεις για τους ασφαλισμένους των δημόσιων ασφαλιστικών φορέων που έχουν διανύσει όλον τον χρόνο ασφάλισής τους στην Ελλάδα ως εκδήλωση της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των ασφαλισμένων των ασφαλιστικών φορέων που συμβάλλουν στη δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους και διαφοροποιείται ανάλογα με τον ασφαλιστικό φορέα, την κατηγορία στην οποία ανήκει ο ασφαλισμένος με βάση τον χρόνο υπαγωγής του στην ασφάλιση, την οικογενειακή κατάσταση και την ηλικία του;