Αριθμός 589/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία “ERGO ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.” (όπως μετονομάστηκε η αρχικά ενάγουσα “ERGO ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.”, πρώην “ERGO Α.Α..Ε.Ζ.”), που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζωή Κουγιουμτζοπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Μ. του Ι., κατοίκου …, η οποία η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κεφαλά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/10/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10289/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2412/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3/12/2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 2412/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε την έφεση της εναγομένης, ήδη αναιρεσίβλητης, κατά της 10289/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση, που είχε δεχθεί στο σύνολό της, την αγωγή της αναιρεσείουσας και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας την αναιρεσίβλητη να της καταβάλει εντόκως, το ποσό των 37.058,46 ευρώ, για απαίτησή της από αδικοπραξία (υπεξαίρεση). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη άρθρου 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1569/1985, ”περί διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης”, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 2496/1997, τη διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι. Κατά το άρθρο 16 παρ. 1 του ως άνω ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ.4 του ν. 2496/1997 ”1. Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων, ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη”. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 του ίδιου ως άνω άρθρου, ”Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο την είσπραξη ασφαλίστρων”, οπότε στην περίπτωση αυτή, καταβάλλει σ’ αυτόν επιπλέον προμήθεια, το ύψος της οποίας καθορίζεται από τα μέρη με τη σχετική σύμβαση, ο δε ασφαλιστικός σύμβουλος θεωρείται θεματοφύλακας των εισπραττομένων και οφείλει να τα αποδώσει στην ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα. Μολονότι, όμως, τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ασφαλιστικός σύμβουλος ευθύνεται ως θεματοφύλακας, τούτο δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της και την απόδοση σ’ αυτή των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας ευθύνης του εντολοδόχου (ΑΠ 768/2021). Κατά συνέπεια, ο ασφαλιστικός σύμβουλος ενέχεται από αδικοπραξία, λόγω υπεξαίρεσης, για τα ασφάλιστρα που εισέπραξε με την ιδιότητά του αυτή και δεν τα απέδωσε, όπως είχε υποχρέωση, στην ασφαλιστική εταιρεία, ακόμη και αν, μετά την είσπραξή τους, λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΠ 1294/2022, 768/2021). Περαιτέρω, ο εναγόμενος προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, ως δράστης υπεξαίρεσης, δικαιούται να προβάλλει, αμυνόμενος κατά της αγωγής, τον ισχυρισμό ότι δεν προκλήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ζημία στην περιουσία του δικαιούχου και ειδικότερα ότι η θεμελιούμενη στην υποκείμενη σχέση χρηματική αξίωση του ενάγοντος έχει ήδη ικανοποιηθεί με καταβολή. Στην περίπτωση αυτή, προβάλλει άρνηση της βάσης της αγωγής και ειδικότερα άρνηση της επικαλούμενης στην αγωγή από αδικοπραξία ζημίας του ενάγοντος (ΑΠ 824/2023, πρβλ ΑΠ 428/2023, ΑΠ 34/2021, ΑΠ 1804/2012, ΑΠ 28/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ”ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023). Αντίστοιχα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΑΠ 782/2023, ΑΠ 420/2022). Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: “…Μεταξύ των διαδίκων συνήφθη η από 30.3.2007 σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, αορίστου χρόνου, δυνάµει της οποίας η εναγοµένη ανέλαβε το έργο του ασφαλιστικού συμβούλου γενικών ασφαλειών για λογαριασμό της ενάγουσας έναντι προμήθειας, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην ως άνω ένδικη σύμβαση. Η συνεργασία τους διήρκεσε µέχρι και τον Μάϊο του 2010, οπότε και καταγγέλθηκε από την ενάγουσα η προαναφερόµενη σύμβαση, ενώ µετά από το οριστικό κλείσιμο του μεταξύ τους τηρηθέντος ”αλληλόχρεου” λογαριασμού προέκυψε οφειλή της εναγοµένης, η οποία συνίστατο στην µη απόδοση προς την εγάγουσα εισπραχθέντων ασφαλίστρων. Τα ως άνω περιστατικά, καθώς και η µη απόδοση εισπραχθέντων ασφαλίστρων συνολικού ποσού 36.856,46 ευρώ, συνοµολογήθηκαν από την εναγοµένη και συνεπώς ως προς το κεφάλαιο αυτό η απόφαση του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου δεν εκκαλείται. Περαιτέρω, απ? το αναλυτικό ισοζύγιο οφειλόμενων ασφαλίστρων, που προσκόµισε και επικαλέστηκε η ενάγουσα, προέκυπτε ότι η οφειλή της εναγοµένης, µετά από την αφαίρεση των αναλογουσών προμηθειών της, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 62.453,46 ευρώ. Επομένως, µετά και από την αφαίρεση ποσού 4.000 ευρώ, που η εναγοµένη κατέβαλε στην ενάγουσα έναντι της οφειλής της, στις 3-7-2018, η οφειλή της περιορίσθηκε στο τελικώς αιτηθέν ποσό των 58.453,46 ευρώ, το οποίο και επιδικάσθηκε με την εκκαλουµένη. …….. Περαιτέρω, η εναγοµένη επικαλέσθηκε εξόφληση µέρους της ένδικης απαίτησης και συγκεκριµένα ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 14.395 ευρώ. Από την προσκομιζόµενη κατάσταση αναλυτικής κίνησης του υπ’ αριθμ. … καταθετικού της λογαριασμού στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αποδεικνύεται ότι στις 3.3.2010 και 23.4.2010, η εναγοµένη κατέβαλε τα ποσά των 8.895 ευρώ και 5.600 ευρώ αντίστοιχα, στον υπ? αριθ. … λογαριασμό που τηρούσε η ενάγουσα στην ίδια ως άνω τράπεζα (βλ. το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο είσπραξης ποσού 4.000 ευρώ της Εθνικής Τράπεζας, στο οποίο αναγράφεται ο ίδιος ως άνω τραπεζικός λογαριασμός της ενάγουσας)… Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η εναγοµένη αποδεικνύει τις προαναφερόμενες δύο καταβολές έναντι του επίδικου χρέους, χωρίς να χρειάζεται να ισχυρίζεται ή να αποδεικνύει έναντι ποιων µηνών παραγωγής ασφαλίστρων αφορούν οι ως άνω καταβολές, όπως αβασίµως ισχυρίσθηκε η ενάγουσα. …. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο µε την εκκαλουµένη απέρριψε ως αβάσιμη τη σχετική ένσταση εξόφλησης της εναγοµένης έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόµου και την εκτίµηση των αποδείξεων. Πρέπει, εποµένως, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιµη η ως άνω ένσταση εξόφλησης και να αφαιρεθεί απ? το επιδικασθέν ποσό, το ποσό των 14.395 ευρώ, γενοµένου δεκτού ως βάσιµου του 3ου λόγου της έφεσης. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της έφεσης, η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι, µετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 7.000 ευρώ έναντι της ένδικης οφειλής της. Η ως άνω ένσταση µερικής εξόφλησης, που αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιµη, καθόσον η εναγοµένη κατέβαλε στην ενάγουσα στις 15.12.2019 και 9.1.2020, τα ποσά των 3.000 ευρώ και 4.000 ευρώ αντίστοιχα (……….), δεν συνιστά µεν λόγο έφεσης, διότι προτείνεται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο αυτό όχι προς εξαφάνιση της εκκαλουµένης, αλλά προς µερική απόρριψη της αγωγής µετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης βάσει άλλου λόγου έφεσης, συνιστά, όµως, οψιγενή ισχυρισμό, που προτείνεται παραδεκτώς στην κατ? έφεση δίκη, κατ? άρθρο 527 περ.2 ΚΠολΔ, µετά και την παραδοχή ως βάσιµου του 2ου λόγου της έφεσης και την εξαφάνιση εκ του λόγου αυτού της εκκαλουµένης ……”. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί στο σύνολό της, την αγωγή της αναιρεσείουσας, υποχρεώνοντας την αναιρεσίβλητη να της καταβάλει, ως αποζημίωση από αδικοπραξία (υπεξαίρεση ασφαλίστρων), το ποσό των 58.453,46 ευρώ, και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, υποχρέωσε την αναιρεσίβλητη να της καταβάλει, για την ίδια αιτία, το μικρότερο ποσό των 37.058,46 ευρώ, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις καταβολές των άνω ποσών, ύψους 14.395 ευρώ και αυτές των 7.000 ευρώ (4.000 + 3.000), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με την απαγγελία σε βάρος της αναιρεσίβλητης προσωπικής κράτησης, διάρκειας δύο μηνών, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα, του ύψους της ζημίας της αναιρεσείουσας, από την υπεξαίρεση εκ μέρους της αναιρεσίβλητης των ασφαλίστρων, όπως αυτό διαμορφώθηκε, μετά τις γενόμενες δεκτές από την προσβαλλόμενη καταβολές ποσών, 8.895 ευρώ και 5.500 ευρώ και συνολικά 14.395 ευρώ, που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 298 ΑΚ, την εκ πλαγίου παραβίαση των οποίων, κατ’ εκτίμηση του πρώτου αναιρετικού λόγου, επικαλείται η αναιρεσείουσα. Και τούτο διότι, ενώ αρχικά η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι η ζημία της αναιρεσείουσας από την τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία της αναιρεσίβλητης, μετά την καταγγελία της σύμβασης, το Μάϊο του 2010 και το οριστικό κλείσιμο του μεταξύ των διαδίκων λογαριασμού, (τον οποίο από προφανή παραδρομή αναφέρει ως ”αλληλόχρεο”), ανήλθε στο συνολικό ποσό των 62.453,46 ευρώ και μετά την αφαίρεση του ποσού των 4.000 ευρώ, που η αναιρεσίβλητη κατέβαλε στις 3-7-2018, αυτή περιορίστηκε στο τελικά αιτηθέν από την ενάγουσα ποσό των 58.453,46 ευρώ, στη συνέχεια, περιόρισε περαιτέρω τη ζημία αυτή, αφαιρώντας και τα ποσά των 8.895 ευρώ και 5.500 ευρώ και συνολικά το ποσό των 14.395 ευρώ, λόγω καταβολών, στις οποίες, σύμφωνα με τις παραδοχές της, είχε προβεί η αναιρεσίβλητη με καταθέσεις στον υπ? αριθμ. … λογαριασμό που τηρούσε η αναιρεσείουσα στην Εθνική Τράπεζα, στις 3.3.2010 και 23.4.2010, ήτοι σε προηγούμενο του κλεισίματος του λογαριασμού χρόνο, κατά τον οποίο οριστικοποήθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο, χωρίς όσον αφορά τις ως άνω προγενέστερες του κλεισίματος του λογαριασμού καταβολές, να διαλάβει παραδοχή ότι αυτές δεν είχαν συμπεριληφθεί στο οφειλόμενο κατά το κλείσιμο του λογαριασμού υπόλοιπο, που αποτέλεσε τη ζημία της αναιρεσείουσας από τη σε βάρος της αδικοπραξία (υπεξαίρεση). Επομένως, το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, την οποία αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, η αναιρεσείουσα. Κατ’ ακολουθία, κατά παραδοχή του λόγου αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δέχθηκε τις άνω καταβολές, συνολικού ποσού 14.395 ευρώ και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που δίκασε, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), παρελκούσης, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του ανωτέρω λόγου, της εξέτασης των λοιπών λόγων της αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 19, 8 και 14, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω ζήτημα του περιορισμού της ζημίας της αναιρεσείουσας, λόγω των άνω καταβολών. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 2412/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατατέθηκε.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ