ΑΠΟΦΑΣΗ
Bayramov κατά Αζερμπαϊτζάν της 06.05.2025 (προσφ. αριθ. 45735/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είναι γνωστός δικηγόρος του Αζερμπαϊτζάν. Τον σταμάτησε η τροχαία (STP) του Μπακού για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και τον υπέβαλε σε τεστ για να διαπιστωθεί η κατάσταση μέθης. Το σύνολο των ενεργειών της τροχαίας βιντεοσκοπήθηκε και στη συνέχεια το βίντεο διαδόθηκε και προβλήθηκε σε τηλεοπτικά κανάλια και ιστότοπους. Σε διάφορα άρθρα για το θέμα αυτό υπήρχαν τίτλοι όπως «Γνωστός δικηγόρος συνελήφθη μεθυσμένος», «Γνωστός δικηγόρος σταμάτησε ενώ οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ».
Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της τροχαίας ως υπεύθυνης για την παράνομη βιντεοσκόπηση και τη διάδοση του βίντεο στα μέσα ενημέρωσης. Η αγωγή απορρίφθηκε αμετάκλητα.
Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια βασίστηκαν για την έκδοση των αποφάσεών τους στους ισχυρισμούς της τροχαίας που αρνήθηκε οποιαδήποτε παραβίαση και δεν παρέθεσαν επαρκή αιτιολογία στην απάντησή τους στα επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή όσον αφορά τους ισχυρισμούς για παράνομη βιντεοσκόπηση και επακόλουθη δημοσίευση των ενεργειών της τροχαίας σε σχέση με τον προσφεύγοντα δικηγόρο, χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος και επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1974 και ζει στο Μπακού. Είναι δικηγόρος και ασκεί το επάγγελμα του στο Αζερμπαϊτζάν από το 2007.
Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, στις 20 Οκτωβρίου 2018 παρέστη στο πάρτι γενεθλίων ενός μέλους της οικογένειάς του και κατανάλωσε μικρή ποσότητα αλκοόλ. Για να επιστρέψει στο σπίτι του με την οικογένειά του, ζήτησε και χρησιμοποίησε την υπηρεσία «νηφάλιος οδηγός», η οποία παρέχει επαγγελματίες οδηγούς για την ασφαλή οδήγηση των οχημάτων των οποίων οι οδηγοί δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν, συνήθως λόγω κατανάλωσης αλκοόλ ή κόπωσης. Κατά τον προσφεύγοντα, ο «νηφάλιος οδηγός» στάθμευσε το αυτοκίνητό του κάποια στιγμή μεταξύ 22.00 και 23.00., περίπου 70 μέτρα από το σπίτι του, και έφυγε. Στη συνέχεια ο προσφεύγων πήγε σε ένα κοντινό κατάστημα. Όταν επέστρεψε στο αυτοκίνητό του για να το οδηγήσει στην αυλή του, ο «νηφάλιος οδηγός» σταμάτησε ξαφνικά δίπλα του. Ένας αστυνομικός βγήκε από το όχημα και ζήτησε τα έγγραφά του χωρίς να ταυτοποιηθεί. Ο προσφεύγων είπε στον αστυνομικό ότι δεν είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του και είχε χρησιμοποιήσει την υπηρεσία «νηφάλιος οδηγός», αλλά παρόλα αυτά αναγκάστηκε να καθίσει στο περιπολικό. Οι αστυνομικοί πήραν τον προσφεύγοντα μαζί τους. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, οι αστυνομικοί κάλεσαν κάποιον να ζητήσει να έρθει ένας εικονολήπτης και ανακοίνωσαν στον προσφεύγοντα ότι σκόπευαν να διανείμουν το βίντεο στα μέσα ενημέρωσης. Τον μετέφεραν σε ειδικό Κέντρο του Υπουργείου Υγείας για ιατρική εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση μέθης του, όπου συντάχθηκε έκθεση που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεθυσμένος. Οι αστυνομικοί βιντεοσκόπησαν την εξέτασή του από γιατρό και επανέλαβαν την πρόθεσή τους να διανείμουν το υλικό στα μέσα ενημέρωσης. Στις 01.00 του επετράπη να επιστρέψει στο σπίτι του με ταξί.
Η Κυβέρνηση παρουσίασε μία άλλη διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Κατ΄ αυτήν στις 20 Οκτωβρίου 2018 η αστυνομία σταμάτησε τον προσφεύγοντα επειδή οδηγούσε το αυτοκίνητό του χωρίς ζώνη ασφαλείας. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.
Δημοσίευση περιεχομένου σχετικά με την υποτιθέμενη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ από τον προσφεύγοντα
Στις 22 Οκτωβρίου 2018 άρχισε να δημοσιεύεται σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια και στο YouTube το επίδικο βίντεο. Το υλικό έδειχνε τον προσφεύγοντα να φτάνει στο ιατρικό κέντρο με αστυνομικό αυτοκίνητο, να εισέρχεται στο κτίριο και να εξετάζεται από γιατρό. Διάφοροι ιστότοποι, επικαλούμενοι την Υπηρεσία Τύπου του Υπουργείου Εσωτερικών, δημοσίευσαν άρθρα συνοδευόμενα από στιγμιότυπα από το βίντεο με διάφορους τίτλους, όπως «Γνωστός δικηγόρος συνελήφθη μεθυσμένος», «Γνωστός δικηγόρος σταμάτησε ενώ οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ», «Επιχείρηση στο Μπακού: Συνελήφθησαν μεθυσμένοι, υπό την επήρεια ναρκωτικών και ‘απερίσκεπτοι’ οδηγοί – Ο ένας είναι συνήγορος».
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ
Στις 20 Οκτωβρίου 2018 συντάχθηκε έκθεση διοικητικής παράβασης κατά του προσφεύγοντος δυνάμει των άρθρων 329.1 και 333.1 του Κώδικα Διοικητικών Παραβάσεων. Η έκθεση ανέφερε ότι αστυνομία τον σταμάτησε στις 23.40 επειδή οδηγούσε το αυτοκίνητό του χωρίς ζώνη ασφαλείας και υπό την επήρεια μέθης. Ανέφερε επίσης ότι είχε αρνηθεί να διαβάσει και να υπογράψει την έκθεση.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2018 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Binagadi, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν είχε οδηγήσει το αυτοκίνητό του αφού είχε πιει και είχε χρησιμοποιήσει την υπηρεσία «νηφάλιου οδηγού». Κατέθεσε επίσης ότι παρά τα επανειλημμένα αιτήματά του, δεν του χορηγήθηκε αντίγραφο της έκθεσης διοικητικής παράβασης. Την ίδια ημέρα, το δικαστήριο αποφάσισε να επιστρέψει την έκθεση διοικητικής παράβασης, μαζί με τα συνημμένα έγγραφα, στο STP. Διαπίστωσε ότι, αν και η έκθεση ιατρικής εξέτασης είχε υπογραφεί, δεν είχε αναγραφεί το όνομα του υπογράφοντος και δεν είχε προσκομιστεί στο δικαστήριο κανένα έγγραφο που να απεδείκνυε ότι αντίγραφό της είχε επιδοθεί στον προσφεύγοντα. Το δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι δεν είχαν προσκομιστεί έγγραφα που να αποδεικνύουν αν κατά την εξέταση ήταν παρόντες μάρτυρες που να βεβαιώνουν την κατάσταση μέθης του αιτούντος.
Το STP άσκησε έφεση. Στις 28 Ιανουαρίου 2019 το Εφετείο την έκανε εν μέρει δεκτή και ακύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Διαπίστωσε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα της επιστροφής του φακέλου της υπόθεσης στην STP κατά το προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας και όχι μετά την αποδοχή της υπόθεσης προς εξέταση.
Στις 29 Μαρτίου 2019 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε και πάλι να επιστρέψει τον φάκελο της υπόθεσης στην STP για τους προαναφερθέντες λόγους.
Στις 27 Ιουλίου 2019 την STP αποφάσισε να περατώσει τη διαδικασία διοικητικής παράβασης, σύμφωνα με τα άρθρα 8.1 και 53.0.1 του ΚΔΔ, λόγω απουσίας βιντεοσκοπήσεων ή ηχογραφήσεων ή μαρτύρων και, ως εκ τούτου, οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου που να αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει διοικητική παράβαση.
Στις 21 Φεβρουαρίου 2020 ανετράπη η προαναφερθείσα απόφαση και τερματίστηκε η διαδικασία διοικητικής παράβασης ως παραγεγραμμένη.
ΑΓΩΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Τον Αύγουστο του 2019 ο προσφεύγων κατέθεσε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Yasamal κατά της STP, περιγράφοντας το εν λόγω περιστατικό και ισχυριζόμενος ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 69.2, 69.3, 69.4, 96.3 και 101 του CAO. Υποστήριξε ότι δεν είχε συνταχθεί καμία έκθεση σχετικά με την αφαίρεση της άδειας οδήγησης και την ιατρική εξέταση για τον προσδιορισμό της κατάστασης μέθης και ότι δεν υπήρχαν μάρτυρες κατά τη διάρκεια της εξέτασης, όπως απαιτεί το εθνικό δίκαιο. Κατήγγειλε επίσης ότι δεν του δόθηκε αντίγραφο της έκθεσης διοικητικής παράβασης και ότι οι εν λόγω αστυνομικοί τον βιντεοσκόπησαν παράνομα και διέδωσαν το βιντεοσκοπημένο υλικό σε τηλεοπτικά κανάλια και ιστοσελίδες, βλάπτοντας τη φήμη του και προκαλώντας του οικονομική ζημία και ηθική βλάβη. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 51.2 του ΚΟΔ , το άρθρο 32 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ισχυρίστηκε ότι, ως αποτέλεσμα της καταγγελλόμενης κατάστασης, δεν μπόρεσε να συνάψει καμία σύμβαση για νομικές υπηρεσίες μεταξύ 22.10 και 22.11.2018 και ότι, δεδομένου ότι το βιντεοσκοπημένο υλικό παρέμεινε προσβάσιμο στο YouTube και οι δυνητικοί πελάτες μπορούσαν να το δουν όταν ρωτούσαν για αυτόν στο διαδίκτυο, η δημοσίευση του υλικού αυτού συνέχισε να επηρεάζει αρνητικά τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ζήτησε από την STP να ανακαλέσει τις πληροφορίες σχετικά με την υποτιθέμενη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ στα σχετικά τηλεοπτικά κανάλια και τους ιστότοπους, συνοδευόμενες από την ακόλουθη δήλωση: «Ο Bayramov Bahruz Front oglu δεν οδήγησε το αυτοκίνητό του μεθυσμένος, [εμείς] αποσύρουμε αυτή την είδηση ζητώντας επίσημα συγγνώμη». Επιπλέον, ζήτησε 300.000 αζέρικων μανατών (AZN) για αποζημίωση και ηθική βλάβη.
Στις 15 Οκτωβρίου 2019 το Περιφερειακό Δικαστήριο Yasamal απέρριψε την αγωγή του, διαπιστώνοντας ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον έλεγχο του από το STP και την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ είχαν κοινοποιηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους, όπου ως πηγή είχε αναφερθεί η Υπηρεσία Τύπου του Υπουργείου Εσωτερικών. Το δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε παραδεχθεί ότι ήταν μεθυσμένος, όταν τον σταμάτησε το STP, δεν είχε αποδείξει ότι η δημοσίευση των εν λόγω πληροφοριών αποτελούσε πράγματι δυσφήμηση και ότι ήταν το STP που είχε διαθέσει τις πληροφορίες αυτές και το βίντεο που τον απεικόνιζε στα μέσα ενημέρωσης.
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Στις 12 Φεβρουαρίου 2020 το Εφετείο έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση του προσφεύγοντος και του επιδίκασε 1.000 AZN (ισοτιμία περίπου 540 ευρώ την περίοδο εκείνη) για ηθική βλάβη. Το δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι η STP είχε διαδώσει τις εν λόγω πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο γι’ αυτό. Ωστόσο, έκρινε ότι η STP έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παράνομες ενέργειες των οργάνων της, δεδομένου ότι δεν είχε αποδειχθεί η διάπραξη διοικητικής παράβασης από τον προσφεύγοντα.
Κατόπιν άσκησης αναιρέσεων από αμφότερα τα μέρη, στις 21 Ιουλίου 2020 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και την παρέπεμψε για νέα εξέταση. Το δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι, ενώ σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι αποζημιώσεις που προκύπτουν από τις ενέργειες των κρατικών αρχών έπρεπε να καταβληθούν από το Υπουργείο Οικονομικών, το κατώτερο δικαστήριο δεν είχε εξετάσει τη δυνατότητα αντικατάστασης της εναγομένης – με τη συναίνεση του προσφεύγοντος – ή συμμετοχής του Υπουργείου Οικονομικών ως άλλου εναγομένου στη διαδικασία. Επίσης, έκρινε ότι, ενώ η διαδικασία διοικητικής παράβασης είχε περατωθεί στις 27 Ιουλίου 2019 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, η απόφαση αυτή είχε αργότερα ανατραπεί και η διαδικασία είχε περατωθεί ως παραγεγραμμένη.
Στις 6 Οκτωβρίου 2020 το Εφετείο του Μπακού επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο επανέλαβε ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι η αστυνομία είχε διανείμει τις πληροφορίες σχετικά με την υποτιθέμενη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ στα μέσα ενημέρωσης. Το δικαστήριο έκρινε ότι ενώ ένα απόσπασμα από έναν ιστότοπο (atmosfer.az) ανέφερε ότι η πληροφορία είχε δοθεί από την Υπηρεσία Τύπου του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν είχε διευκρινιστεί από «ποιόν ακριβώς υπάλληλο». Το δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης σε επιστολή της STP με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 2020, στην οποία αρνιόταν τη διάδοση των πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης. Αναφέρθηκε επίσης σε επιστολή ενός τηλεοπτικού καναλιού (Real TV) που απευθυνόταν στην STP που ανέφερε ότι οι υπάλληλοί της είχαν αναρτήσει ένα βίντεο στο YouTube με τίτλο «Επιχείρηση στο Μπακού – γνωστός συνήγορος μεταξύ των μεθυσμένων οδηγών», αλλά αργότερα το αφαίρεσαν «λαμβάνοντας υπόψη τη δυσαρέσκεια». Το δικαστήριο πρόσθεσε ότι η αγωγή έπασχε από έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, καθώς η STP δεν θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την καταβολή αποζημίωσης γιατί ο έλεγχος του προϋπολογισμού ασκείται από το Υπουργείο Οικονομικών. Διαπίστωσε επίσης ότι οι λόγοι για την περάτωση της διαδικασίας διοικητικής παράβασης κατά του προσφεύγοντος δεν είχαν καμία σχέση με την εξέταση της αγωγής.
Την 1η Απριλίου 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος και επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την ίδια αιτιολογία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένα ότι η καταγραφή βίντεο στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου ή η δημοσιοποίηση φωτογραφιών των προσφευγόντων από την αστυνομία στα ΜΜΕ συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 44647/98, §§ 62-63, Sciacca κατά Ιταλίας, αριθ. 50774/99, §§ 26-29, Khuzhin κ.α. κατά Ρωσίας της 23.10.2008, αριθ. 13470/02, § 116και Khmel κατά Ρωσίας της 12.12.2013, αριθ. 20383/04, §§ 42-44).
Στην προκειμένη υπόθεση, τα μέρη διαφώνησαν ως προς την ύπαρξη παρέμβασης από τις κρατικές αρχές. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι είχε βιντεοσκοπηθεί από τους αστυνομικούς της STP, οι οποίοι αργότερα διένειμαν το εν λόγω βίντεο στα μέσα ενημέρωσης, ενώ η Κυβέρνηση αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη της STP και υποστήριξε ότι το εν λόγω περιεχόμενο ήταν έργο ανεξάρτητων δημοσιογράφων και περαστικών. Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και την αλληλουχία των γεγονότων, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο εμπλοκής της STP στη διαρροή του εν λόγω βίντεο στα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα των διαδίκων και το διαθέσιμο υλικό, και ενόψει των επιχειρημάτων του κατωτέρω, το Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να επιλύσει το θέμα αυτό στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, μολονότι ο σκοπός του άρθρου 8 είναι ουσιαστικά η προστασία του ατόμου από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημόσιων αρχών και δεν υποχρεώνει απλά το κράτος να απέχει από τέτοιες παρεμβάσεις. Πέραν αυτής της πρωτίστως αρνητικής υποχρέωσης, μπορεί να υπάρχουν και θετικές υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με τον ουσιαστικό σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορεί να απαιτούν τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ακόμη και στη σφαίρα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους. Επιπλέον, τα όρια μεταξύ των θετικών και των αρνητικών υποχρεώσεων του κράτους βάσει του άρθρου 8 δεν επιδέχονται πάντοτε ακριβή καθορισμό. Οι εφαρμοστέες αρχές είναι ωστόσο παρόμοιες. Ειδικότερα, και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων (βλ. Odièvre κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 42326/98, § 40).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σε όλη τη διάρκεια της εγχώριας διαδικασίας ο προσφεύγων ισχυριζόταν σταθερά ότι οι υπάλληλοι της STP τον βιντεοσκόπησαν και διέδωσαν στα ΜΜΕ το βιντεοσκοπημένο υλικό που υποδηλώνει ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ, κατά παράβαση των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου και της ΕΣΔΑ. Με τον τρόπο αυτό, επισήμανε ότι πολλά από τα εν λόγω κανάλια και ιστοσελίδες ανέφεραν την STP ή το Υπουργείο Εσωτερικών ως πηγή των εν λόγω πληροφοριών. Παρά το γεγονός ότι αναγνώρισαν ότι οι σχετικοί ιστότοποι είχαν πράγματι αναφέρει την Υπηρεσία Τύπου του Υπουργείου Εσωτερικών ως πηγή των κοινοποιηθέντων πληροφοριών σχετικά με την υποτιθέμενη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ του προσφεύγοντος, τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος κρίνοντας ότι δεν είχε αποδείξει ότι η αστυνομία είχε διανείμει τις εν λόγω πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης. Θεώρησαν, με βάση ένα απόσπασμα από έναν ιστότοπο, ότι το άρθρο δεν διευκρίνισε ποιος υπάλληλος της Υπηρεσίας Τύπου του Υπουργείου Εσωτερικών είχε δώσει την εν λόγω πληροφορία.
Όταν απέρριψαν τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας, τα εθνικά δικαστήρια αναφέρθηκαν επίσης στις επιστολές της STP και ενός τηλεοπτικού καναλιού. Το Δικαστήριο σημείωσε εν προκειμένω ότι τα εθνικά δικαστήρια απλά βασίστηκαν στην επιστολή της STP που αρνήθηκε οποιαδήποτε παράβαση και δεν παρέθεσαν επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με αυτό (Biba κατά Αλβανίας της 07.05.2024, αριθ. 24228/18, § 73). Επίσης, δεν εξήγησαν πώς η επιστολή της Real TV ήταν σχετική με τον προσδιορισμό του κατά πόσον το βιντεοληπτικό υλικό του προσφεύγοντος είχε δημοσιευθεί από την STP. Λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή του προσφεύγοντος όσον αφορά τις φερόμενες ενέργειες εκ μέρους της STP – δηλαδή την παράνομη βιντεοσκόπησή του και την επακόλουθη δημοσίευση του εν λόγω υλικού – χωρίς επαρκή αιτιολογία (D.H. κ.α. κατά Βόρειας Μακεδονία της 18.07.2023, αριθ. 44033/17, § 65).
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες, τα οποία θα καταβληθούν απευθείας στον τραπεζικό λογαριασμό του εκπροσώπου του προσφεύγοντος.