Αριθμός 715/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη – Εισηγήτρια, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο και Γεώργιο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρία Γκανέ (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Σ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζηγιάννη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. ΗΤ 907/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Z. S. του S., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Ανδρεοπούλη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Δεκεμβρίου 2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19.12.2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/2023 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 18-12-2023 με αριθμ. …/19-12-2023 αίτηση του Α. Σ. του Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΗΤ 907/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης με την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ (άρθρ. 464, 474, 504 παρ.1 και 505 παρ. 1α’ του ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (Ν.4619/2019), “όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 του παραπάνω Κώδικα (όπως ίσχυσε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 65 του Ν.4855/2021 ΦΕΚ Α’215), “αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Η διάταξη αυτή του άρθρου 309 ΠΚ σε σχέση με την προηγούμενη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της ερευνώμενης εδώ πράξης, δεν διαφέρει ως προς τα απαιτούμενα για τη συγκρότηση του αδικήματος στοιχεία, είναι όμως ευμενέστερη ως προς την απειλούμενη ποινή, αφού αντί της ποινής φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (έως πέντε ετών), που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη, η προβλεπόμενη τώρα ποινή είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή (ΑΠ 753/2023, ΑΠ 452/2023, ΑΠ 1485/2022). Απαιτούμενα στοιχεία για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του ΠΚ, β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ.2 Π.Κ. Αξιολογείται, επομένως, όχι το επελθόν αποτέλεσμα, αλλά το χρησιμοποιηθέν μέσο, ο τρόπος ενέργειας, το ευπαθές ή μη του πληγέντος τμήματος του ανθρωπίνου σώματος, η προσφορότητα του μέσου που χρησιμοποιήθηκε κ.τ.λ. (ΑΠ 753/2023, ΑΠ 1133/2022, ΑΠ 68/2022). Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται απλός (κοινός) δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 974/2023, ΑΠ 1036/2021, ΑΠ 812/2020). Ενόψει της ως άνω διαζευκτικής διατύπωσης, είναι απαραίτητο στην καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη να καθορίζεται, ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο, ότι συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής (για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που θεσπίζεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, πριν από την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 65 του Ν. 4855/2021, προβλέπεται φυλάκιση έως τριών ετών ή χρηματική ποινή), πρακτικώς άγει σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 79 του ΠΚ κριτήρια. Αν υπάρχει ασάφεια, αναφορικά με το είδος της διακινδύνευσης, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβίασης της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 309 του ΠΚ και ιδρύεται ο από το προαναφερόμενο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση, για το αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 753/2023, ΑΠ 1485/2022, ΑΠ 652/2021, ΑΠ 366/2021, ΑΠ 365/2021, ΑΠ 322/2020, ΑΠ 1922/2019). Ειδικότερα, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 160/2023, ΑΠ 1219/2022, ΑΠ 212/2022, ΑΠ 208/2022, ΑΠ 732/2021).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ΗΤ 907/2023 απόφαση, το Η’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Στην … στις 18-2-2018 ο κατηγορούμενος, 20 ετών, αφού προμηθεύτηκε ένα μπουκάλι κρασί, πλαστικά ποτήρια και ένα ηχείο και έχοντας συνεννοηθεί με τον ανήλικο Α. Κ., μαθητή γυμνασίου, να συναντηθούν σε πάρκο της περιοχής, που θα επισκεπτόταν ο Α. Κ. με συνομηλίκους του, πήγε στο σημείο και αφού έβαλε μουσική προσέφερε στον ανήλικο Z. S., ηλικίας 14,5 ετών και μαθητή γυμνασίου, γεγονός που ήταν εμφανές τόσο από την εμφάνισή του όσο και με τη συναναστροφή του με τους συμμαθητές του που γνώριζε ο κατηγορούμενος, ποτήρια με κρασί. Στη συνέχεια, οι λοιποί ανήλικοι πλην του Z. S., απομακρύνθηκαν από το σημείο προκειμένου να επισκεφθούν κατάστημα εστίασης της περιοχής. Στο μεσοδιάστημα ο κατηγορούμενος συνέχιζε να δίνει ποτήρια με κρασί στον ανωτέρω ανήλικο προκαλώντας σ’ αυτόν οξεία μέθη, γεγονός που ήταν πασιφανές και αντιλήφθηκαν αμέσως οι λοιποί ανήλικοι όταν επέστρεψαν. Μάλιστα, παρότι ο ανωτέρω ανήλικος βρισκόταν σε μέθη ο κατηγορούμενος συνέχιζε να του προσφέρει ποσότητες αλκοόλ και δεν σταμάτησε παρά μόνο μετά την απειλή των λοιπών ανηλίκων ότι θα καλέσουν τον πατέρα του παθόντος και την αστυνομία. Όταν δε ο ανήλικος απώλεσε τις αισθήσεις του και οι έτεροι ανήλικοι κάλεσαν τηλεφωνικά τον πατέρα του ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε αμέσως από το σημείο, γεγονός που καταδεικνύει ότι είχε πλήρη συνείδηση των πράξεών του και των αποτελεσμάτων τους, ενώ έκτοτε δεν επικοινώνησε με τον παθόντα ή την οικογένειά του. Η δε κατάσταση του ανηλίκου ήταν τέτοια που χρειάσθηκε άμεση νοσηλεία επί διήμερο. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο παθών ήταν ανήλικος και δη νεότερος των 15 ετών και παρ’ αυτά χορήγησε σ’ αυτόν μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, προκαλώντας του οξεία μέθη, γνωρίζοντας λόγω της δικής του ενηλικότητας και αποδεχόμενος το ενδεχόμενο να προκληθεί κίνδυνος ζωής ή σοβαρά προβλήματα υγείας στον ανήλικο. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής με τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ως και πρωτοδίκως αφού η άσκηση ενδίκου μέσου δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του κατηγορούμενου. Το δε υποβληθέν αίτημα περί μετατροπής της κατηγορίας σε απλή σωματική βλάβη κρίνεται απορριπτέο αφού ο τρόπος τέλεσης της πράξης ήτοι χορήγηση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ σε ανήλικο κάτω των 15 ετών που είχε μείνει μόνος του με τον κατηγορούμενο σε πάρκο της … απογευματινές ώρες μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή σοβαρά προβλήματα υγείας. Επιπροσθέτως, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξης του και συνακόλουθα το αίτημα περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠK κρίνεται απορριπτέο”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α του ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών με τριετή αναστολή με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α’ Π.Κ. του ότι: Στην … στις 18/2/2018 με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη αυτού. Συγκεκριμένα, προσέφερε στον ανήλικο Z. S. οινοπνευματώδες ποτό (λευκό κρασί), μ’ αποτέλεσμα να τον μεθύσει, προκαλώντας του εμετούς. Η πράξη του δε αυτή από τον τρόπο της τέλεσής της, μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο της ζωής του παθόντα ή βαριά σωματική βλάβη αυτού”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ και στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού υπάρχουν ασάφειες, ελλείψεις και αντιφάσεις που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ειδικότερα, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό αναφέρονται διαζευκτικά τα έννομα αγαθά του παθόντος, των οποίων επήλθε διακινδύνευση, δηλαδή κίνδυνος ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, με συνέπεια να δημιουργείται ασάφεια ως προς το είδος της διακινδύνευσης, που τελικά δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και η διάκριση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι απαραίτητη, καθόσον καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές διαμορφώνει διαφορετικά την επιμέτρηση της ποινής. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής αυτής ποινικής διάταξης, με την μορφή της έλλειψης νόμιμης βάσης, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ενώ παρέλκει κατά τα λοιπά η έρευνα του ίδιου λόγου, καθώς και των δεύτερου και τρίτου λόγων της αίτησης αναίρεσης, διότι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός. (Επισημαίνεται, πάντως, ότι ειδικά η αιτίαση περί διαφορετικού ηπιότερου νομικού χαρακτηρισμού της πράξης και δη αυτού της απλής σωματικής βλάβης δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό αλλά αρνητικό της κατηγορίας και η απόρριψή του δεν ιδρύει την εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ πλημμέλεια, ΑΠ 753/2023, ΑΠ 312/2023, ΑΠ 1655/2022, ΑΠ 812/2020). Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 522 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. ΗΤ 907/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους εκτός από αυτούς, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ