ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αγωγή αποζημίωσης – Χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αδερφών για τον θάνατο του ανήλικου αδερφού τους λόγω παράνομων παραλείψεων του εναγόμενου Νοσοκομείου – Ανήλικος ασθενής, πάσχων από σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα και νοσηλευθείς κατ’ επανάληψη στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του εναγόμενου διέφυγε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και βρέθηκε αργότερα νεκρός σε δασώδη έκταση εντός του οικοπέδου του εναγομένου συνεπεία της έκθεσής του στο ψύχος – Παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου να οργανώσουν τις παρεχόμενες στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων υπηρεσίες με τέτοιο τρόπο και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτρέψουν τη λαθραία, άνευ επίβλεψης ή συνοδείας, διαφυγή από τη μονάδα του ανήλικου ασθενούς – Τούτο ανεξαρτήτως του ότι το Τμήμα αποτελεί ανοικτή και όχι κλειστή μονάδα νοσηλείας και ανεξαρτήτως του ότι ο ανήλικος ασθενής δεν νοσηλευόταν υπό καθεστώς ακούσιας νοσηλείας διότι η άσκηση των ατομικών ελευθεριών από τον εκούσια νοσηλευόμενο ασθενή προϋποθέτει ικανότητα κρίσης για το συμφέρον της υγείας του και την ανυπαρξία κινδύνου για τη ζωή του, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω – Η διαπιστωθείσα παράλειψη λήψης προστατευτικών μέτρων τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τον θάνατο του ανήλικου ασθενούς, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την πλημμελή οργάνωση και τα ελλιπή μέτρα επιτήρησης και φύλαξής του είχε διαφύγει λάθρα από το συγκεκριμένο Τμήμα και κατά τη διάρκεια προγενέστερων νοσηλειών του – Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται, συναφώς, από τις ποινικές αθωωτικές αποφάσεις που αφορούν τον Διοικητή του Νοσοκομείου και δύο Παιδοψυχιάτρους του Τμήματος – Δέχεται εν μέρει την αγωγή
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2024, με δικαστές τις: Στέλλα Πάντζαλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Δ.Δ.), Άννα Σταυλά (εισηγήτρια) και Ελένη Καστανίδου, Πρωτοδίκες Δ.Δ., και με γραμματέα την Ανατολή Χαζαρίδου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με αριθμό καταχώρισης ΑΓ…/10.02.2023 και με Ε.Α.Υ. …
των: α. … του …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου … Θεσσαλονίκης (…) και β. … του …, με Α.Φ.Μ…., κατοίκου … Θεσσαλονίκης (…), οι οποίες παρέστησαν δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Κοραλίας Καριπίδου,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης “Γεώργιος Παπανικολάου”», που εδρεύει στην Εξοχή Ν. Θεσσαλονίκης, εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παρέστη δια του δικηγόρου Γεωργίου Χριστοδουλόπουλου, ο οποίος νομιμοποιήθηκε με απόφαση του εν λόγω Διοικητή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή ζητείται παραδεκτώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει νομιμοτόκως σε καθεμιά από τις ενάγουσες ποσό 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από τον θάνατο του ανήλικου αδελφού τους … (εφεξής …) … τον Φεβρουάριο του 2018, ο οποίος (θάνατος) οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, σε παράνομες ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου Νοσοκομείου.
2. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]», στο δε άρθρο 106 αυτού ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνδέονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του ν.π.δ.δ.. Εξάλλου, θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου αυτών παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 675/2021, 2839/2017, 2271/2013 7μ.). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 7μ. 2271/2013, 4133/2011). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενεργείας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 2209/2023, 228/2021, 2946/2020, 2271/2013 7μ.).
3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα προβλέπεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. […] Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των μελών της οικογένειας του θανόντος, όσο αυτό είναι δυνατόν, από τον ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν κατά τον χρόνο του θανάτου του (ΣτΕ 2210/2017, 3329/2014). Με την προπαρατεθείσα διάταξη δεν ορίζεται μεν ευθέως ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση, κατά την αληθή της όμως έννοια, η οποία απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θανόντος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι συγγενείς του και στενώς συνδεόμενοι με αυτόν, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του, ενώ είναι αδιάφορο εάν ζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά, όπως είναι οι εξ αίματος συγγενείς σε ευθεία γραμμή (ΣτΕ 2210/2017, 3552/2014). Για τον υπολογισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες υπό τις οποίες συντελέσθηκε η παρανομία της Διοίκησης, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του θανόντος, τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος, τις συνέπειες του θανάτου στα μέλη της οικογένειας του θύματος, την ηλικία, την κατάσταση της υγείας και την οικονομική κατάσταση του συγκεκριμένου μέλους της οικογένειας του θανόντος κ.λπ. (ΣτΕ 2951/2020, 3329/2014, 1405/2013, 2100/2006 7μ.). Η επιδίκαση δε της χρηματικής αυτής ικανοποίησης στα μέλη της οικογένειας λόγω ψυχικής οδύνης τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστηρίου, αισθημάτων αγάπης και στοργής μεταξύ του μέλους της οικογένειας και του θανόντος όταν αυτός ήταν στη ζωή, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό κάποιου από τα πρόσωπα αυτά από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΣτΕ 1405/2013, 2986/2009).
4. Επειδή, το ν.δ. 104/1973 «Περί ψυχικής υγιεινής και περιθάλψεως των ψυχικώς πασχόντων» (Α΄ 177) ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 1, ότι: «Ψυχιατρικά Καταστήματα ή θεραπευτήρια ψυχικών νόσων και παθήσεων νοούνται κατά το παρόν Κρατικά Ιδρύματα […] ων σκοπός είναι η πρόληψις, η διάγνωσις, η θεραπεία, η επίβλεψις ή η ανάρρωσις των ψυχικώς νοσούντων ή πασχόντων». Περαιτέρω, o ν. 2071/1992 με τίτλο «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» (Α΄ 123) ορίζει, στο άρθρο 91 παρ. 1, ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την προώθηση και το συντονισμό των λειτουργιών της πρόληψης, της περίθαλψης και της κοινωνικής αποκατάστασης παιδιών, εφήβων και ενηλίκων με προβλήματα ψυχικής υγείας», στο άρθρο 92 ότι «1. Σε κάθε νομό συνιστάται Τομέας Ψυχικής Υγείας. […] Κάθε Τομέας Ψυχικής Υγείας, περιλαμβάνει ψυχιατρικές υπηρεσίες που καλούνται Μονάδες Ψυχικής Υγείας (Μ.Ψ.Υ.). Οι υπηρεσίες αυτές μπορεί να είναι ν.π.δ.δ. ή ν.π.ι.δ. κοινής ωφέλειας. 2. […] 5. Σε κάθε ασθενή παρέχονται υπηρεσίες από Μονάδες Ψυχικής Υγείας (Μ.Ψ.Υ.) του Τομέα στον οποίο κατοικεί. […]», στο άρθρο 93 παρ. 1 ότι: «Μονάδες Ψυχικής Υγείας είναι τα κέντρα ψυχικής υγείας, οι ψυχιατρικοί τομείς νομαρχιακών ή περιφερειακών νοσοκομείων, […]. Στις Μ.Ψ.Υ. διενεργείται η πρόληψη και η διάγνωση της ψυχικής διαταραχής, η θεραπεία της και η συνέχιση της θεραπευτικής αγωγής, […]», στο άρθρο 94 ότι: «1. Εκούσια νοσηλεία είναι η με τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και παραμονή του για θεραπεία, σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας. 2. […] 3. Αυτός που νοσηλεύεται εκούσια έχει όλα τα δικαιώματα που συνδέονται με την άσκηση των ατομικών του ελευθεριών, τα οποία έχουν και οι ασθενείς που νοσηλεύονται για άλλη αιτία, εκτός της ψυχικής διαταραχής. 4. Η εκούσια νοσηλεία εντός της κλινικής περατώνεται οποτεδήποτε με αίτηση του ασθενή ή εκτίμηση του επιστημονικού διευθυντή ή του νόμιμου αναπληρωτή του ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω νοσηλεία. 5. […]», στο άρθρο 95 παρ. 1 ότι: «Ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και η παραμονή του, για θεραπεία, σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας. […]» και στο άρθρο 96, που προβλέπει τη διαδικασία εισαγωγής για ακούσια νοσηλεία, ότι: «1. […] 5. Στην περίπτωση που τη διαδικασία κινεί αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας […], ο εισαγγελέας πρωτοδικών δικαιούται να διατάξει τη μεταφορά του ασθενή για εξέταση και σύνταξη των γνωματεύσεων, σε δημόσια ψυχιατρική κλινική. Η μεταφορά του διενεργείται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή, η δε παραμονή του ασθενή εκεί για τις αναγκαίες εξετάσεις δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 48 ώρες. 6. […]». Στο δε άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2716/1999 «Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας» (Α΄ 96) ορίζεται ότι: «1. Το Κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας που έχουν σκοπό την πρόληψη, τη διάγνωση, τη θεραπεία, την περίθαλψη, καθώς και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και κοινωνική επανένταξη ενηλίκων, παιδιών και εφήβων με ψυχικές διαταραχές […]».
5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16), όπως ο νόμος αυτός ίσχυε έως την κατάργησή του με το άρθρο 341 του ν. 4512/2018 (Α´ 5/17.01.2018), οριζόταν ότι: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγειών». Επίσης, ο ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» (Α΄ 287) ορίζει, στο άρθρο 28 του κεφαλαίου Η΄ με τίτλο «Ιατρός και φροντίδα ψυχικής υγείας», ότι: «1. Ο ψυχίατρος πρέπει να προσφέρει την καλύτερη δυνατή θεραπεία σύμφωνα με τις γνώσεις του και να παρέχει τις φροντίδες του μέσα στο πλαίσιο του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές. […] 2. […] 7. Ο ψυχίατρος οφείλει να συνεννοείται με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12, όταν ο άνθρωπος που πάσχει από ψυχικές διαταραχές δεν διαθέτει ικανότητα λήψης αποφάσεων, λόγω των διαταραχών αυτών. 8. […]», σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 12, σε περίπτωση ανήλικου ασθενή, ο ψυχίατρος οφείλει να συνεννοείται με τα πρόσωπα που έχουν τη γονική μέριμνα ή την επιμέλειά του. Τέλος, στο άρθρο 7 του π.δ. 216/2001 «Κώδικας Νοσηλευτικής Δεοντολογίας» (Α΄ 167) ορίζεται ότι: «Ο νοσηλευτής οφείλει απεριόριστο σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης ζωής, λαμβάνει κάθε μέτρο για τη διάσωση ή διατήρησή της και απέχει από κάθε ενέργεια που είναι δυνατό να τη θέσει σε κίνδυνο», και στο άρθρο 9 ότι: «Ο νοσηλευτής οφείλει να παρέχει τη συνδρομή του στον ασθενή με κάθε θεμιτό μέσο και να τον προστατεύει από οποιαδήποτε βλάβη ή κίνδυνο στο χώρο παροχής των υπηρεσιών του, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον. […]». Στο δε άρθρο 18 της Γ6γ5740/1968 απόφασης του Υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας «Περί εγκρίσεως του Κανονισμού καθηκόντων Νοσηλευτικού προσωπικού Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων» (Β΄ 172), εκδοθείσας κατ’ επίκληση ιδίως των εξουσιοδοτικών διατάξεων του ν.δ. 2592/1953 (Α΄ 254), ορίζεται ότι προκειμένου περί ψυχιατρείων, οι άρρενες νοσοκόμοι αναλαμβάνουν τη φύλαξη των ασθενών.
6. Επειδή, τέλος, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α΄ 97) όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), κατά το μέρος της με το οποίο ορίζει ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, αφορά μόνον τις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel, και όχι κάθε δίκη που αφορά καταλογισμό χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που θεσπίζει τη σχετική υποχρέωση δημόσιου δικαίου, αφού στις τελευταίες αυτές δίκες δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem (ΣτΕ 897/2021). Τούτο προκύπτει σαφώς από τον επιδιωκόμενο με τη θέσπιση της διάταξης αυτής σκοπό, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές του νόμου εργασίες, συνίσταται στην εναρμόνιση του εθνικού δικονομικού δικαίου με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. ως προς την αρχή ne bis in idem και το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν συνεπάγεται δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση. Προκύπτει επίσης και από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία αναφέρεται σε «διοικητική παράβαση». Συνεπώς, η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 156/2022 7μ., 1015/2022).
7. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων το 601/09.03.2018 έγγραφο της Συντονίστριας Διευθύντριας του Ψυχιατρικού Τμήματος Παιδιών και Εφήβων του εναγομένου και το 76/27.11.2020 έγγραφο που υπογράφεται από την ίδια Συντονίστρια και μία ιατρό του Τμήματος, προκύπτουν τα εξής: Ο …, αδελφός των εναγουσών, γεννημένος στις …, οδηγήθηκε το πρώτον στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του εναγομένου στις 19.12.2017 σε εκτέλεση εντολής του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να εξετασθεί από δύο παιδοψυχιάτρους και να εκδοθούν δύο γνωματεύσεις σχετικά με την ανάγκη ακούσιας νοσηλείας του. Η εισαγγελική αυτή εντολή εκδόθηκε κατόπιν καταγγελίας που είχε υποβληθεί στην Εισαγγελία από την πρώτη ενάγουσα και μεγαλύτερη αδελφή του …, περί του ότι ο ανωτέρω έχρηζε ψυχιατρικής εξέτασης καθότι τον τελευταίο καιρό διέμενε τη νύχτα μόνος του στον δρόμο, αισθανόταν απειλούμενος και σε ορισμένες περιπτώσεις είχε γίνει βίαιος προς τρίτους. Στις 20.12.2017 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των ιατρών του εναγομένου με την πρώτη ενάγουσα, η οποία παρέσχε πληροφορίες για το ιστορικό του αδελφού της και για ορισμένα προβλήματα που αντιμετώπιζε η μητέρα τους (χρήση αλκοόλ, κατάθλιψη). Ειδικότερα, σύμφωνα και με το πρώτο από τα προαναφερθέντα έγγραφα, ο … ανήκε σε πολύτεκνη οικογένεια, με πολλαπλά αντίξοα γεγονότα ζωής, με κύριο την παραμέληση και των τεσσάρων παιδιών της οικογένειας και την εγκατάλειψη του ιδίου και των δύο μικρότερων αδελφών του. Κατόπιν αυτών, αποφασίσθηκε να παραμείνει ο … για νοσηλεία στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του εναγομένου, ώστε να εξετασθεί και να διακριβωθεί η κατάστασή του. Η νοσηλεία του αυτή ολοκληρώθηκε στις 05.01.2018 και την ίδια ημέρα εκδόθηκε σχετική γνωμάτευση που υπογράφεται από τις Παιδοψυχιάτρους του εναγομένου … και …, σύμφωνα με την οποία ο … παρουσίαζε παραληρητικές ιδέες δίωξης σε αποδρομή, πιθανόν σχετιζόμενες με τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής του και την αστάθεια στη γονεϊκή φροντίδα, και ήταν απαραίτητη η συνέχιση της παρακολούθησής του και των θεραπευτικών παρεμβάσεων σε εξωτερική βάση, καθώς και η συστηματική ψυχοκοινωνική υποστήριξη της οικογένειας με εντατική συνεργασία και εποπτεία από κοινωνική υπηρεσία. Κατά την έξοδο του ανηλίκου και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της – καθόσον, όπως είχε δηλώσει δεν διέθετε δική της στέγη αλλά φιλοξενείτο στην οικία του τότε συντρόφου της – τον παρέλαβε με εξιτήριο η μητέρα του, στην οποία είχε ανατεθεί η επιμέλειά του (βλ. την 13785/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης – Διαδικασία Εκούσας Δικαιοδοσίας). Σημειωτέον ότι στη διάρκεια της πρώτης αυτής νοσηλείας (που διήρκεσε από 19.12.2017 έως 05.01.2018), ο ανήλικος διέφυγε δύο φορές από το Παιδοψυχιατρικό Τμήμα του εναγομένου και επέστρεψε με συνοδεία αστυνομικών λίγες ώρες αργότερα ή την επόμενη ημέρα. Στις 13.02.2018, ο … οδηγήθηκε εκ νέου στο προαναφερθέν Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του εναγομένου με νέα εντολή της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης εκδοθείσα κατόπιν αιτήματος της Μονάδας Εφήβων του Νοσοκομείου «ΑΧΕΠΑ», προκειμένου να εξετασθεί από δύο παιδοψυχιάτρους και να εκδοθούν δύο γνωματεύσεις σχετικά με την ανάγκη ακούσιας νοσηλείας του, έγινε δε εκ νέου εισαγωγή του για νοσηλεία στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του εναγομένου. Πριν από τη δεύτερη αυτή εισαγωγή του στο εναγόμενο Νοσοκομείο, είχαν προηγηθεί τα ακόλουθα: Στις 09.01.2018, η πρώτη ενάγουσα κατέθεσε αίτηση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζητώντας να ληφθούν μέτρα προστασίας του …, ισχυριζόμενη ότι μετά την έξοδό του από το εναγόμενο στις 05.01.2018 περιφερόταν πάλι μόνος στους δρόμους και δεν λάμβανε την φαρμακευτική αγωγή του. Κατόπιν αυτού εκδόθηκε εισαγγελική εντολή, σε εκτέλεση της οποίας ο ανήλικος νοσηλεύθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στο Παιδοψυχιατρικό Τμήμα του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου, από όπου προσπάθησε να διαφύγει με αποτέλεσμα να υποστεί τραυματισμό στο δεξί κάτω άκρο και κάκωση στο αριστερό κάτω άκρο, στο οποίο τοποθετήθηκε νάρθηκας. Οι ιατροί του ανωτέρω Τμήματος απέστειλαν στην Εισαγγελία γνωμοδότηση περί του ότι ο ανήλικος δεν έχρηζε νοσηλείας και ζήτησαν τη μετακίνησή του σε δομή φιλοξενίας. Ακολούθως, αυτός φιλοξενήθηκε προσωρινώς στον Ξενώνα Εφήβων του Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «ΑΧΕΠΑ» με εισαγγελική εντολή, έως την ανεύρεση ιδρύματος για μόνιμη φιλοξενία του, κατά τη διάρκεια δε της φιλοξενίας του αυτής εμφάνισε έντονη ανησυχία, ενώ οι εκκλήσεις του για βοήθεια στο διαδίκτυο κινητοποίησαν την υπηρεσία δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος και, τελικώς, οι υπεύθυνοι του Ξενώνα ζήτησαν από την Εισαγγελία επανεκτίμηση της κατάστασής του στον χώρο της Μονάδας Νοσηλείας του Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του εναγομένου. Κατόπιν αυτού εισήχθη εκ νέου ο ανήλικος στο εναγόμενο και κατά τη δεύτερη αυτή νοσηλεία του, που όπως προεκτέθηκε ξεκίνησε στις 13.02.2018, ήταν ήρεμος και, ενώ αρχικώς δεν ήθελε να παραμείνει, πείσθηκε και στη συνέχεια ήταν συνεργάσιμος και δεν δημιούργησε προβλήματα, ωστόσο ήταν αποσυρμένος και ελάχιστα ομιλητικός. Καθόσον δε οι ιατροί που τον παρακολουθούσαν έκριναν ότι δεν χρειαζόταν νοσηλεία αλλά ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, όπου θα αισθανόταν ασφαλής, ή σε περίπτωση αδυναμίας της οικογένειάς του να αναλάβει τη φροντίδα του, ένα σταθερό πλαίσιο διαμονής (π.χ. ίδρυμα) και εξωτερική παιδοψυχιατρική παρακολούθηση, ενημερώθηκε η κοινωνική υπηρεσία του εναγομένου, τα όργανα της οποίας πληροφόρησαν τους ιατρούς ότι δεν διαφαινόταν πιθανότητα τοποθέτησης σε κάποιο ίδρυμα, γεγονός που αναστάτωνε υπερβολικά τον ανήλικο και δημιουργούσε ανησυχία στους ιατρούς, καθόσον δεν γνώριζαν με ποιον να συνεργασθούν για την αποθεραπεία του. Κατά τη δεύτερη αυτή παραμονή του στο εναγόμενο, ο ανήλικος είχε εκφράσει ανησυχία ότι θα μεταφερόταν σε δομή στη Φλώρινα ενώ ο ίδιος ήθελε να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη, και για τον λόγο αυτόν ήθελε να φύγει από το Νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια δε της νοσηλείας του αυτής, διέφυγε δύο φορές, στις 16.02.2018 και στις 20.02.2018, αλλά επέστρεψε μόνος του σε λίγες ώρες. Στις 21.02.2018 και περί ώρα 11:00΄, ο … διέφυγε εκ νέου από το Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του εναγομένου, χωρίς όμως να επιστρέψει. Σύμφωνα με το προαναφερθέν έγγραφο της Συντονίστριας Διευθύντριας, αυτός όρμησε ξαφνικά προς την πόρτα της εξόδου και έσπρωξε με δύναμη μία ψυχολόγο του Τμήματος που εκείνη τη στιγμή χρησιμοποιούσε την έξοδο, η οποία δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Σύμφωνα δε με τη σχετική καταγραφή στο Βιβλίο Συμβάντων του εναγομένου, μόλις διαπιστώθηκε η φυγή του … ειδοποιήθηκε η υπηρεσία φύλαξης του Νοσοκομείου, υπάλληλοι της οποίας έψαξαν στον προαύλιο χώρο χωρίς να τον εντοπίσουν και, επιπροσθέτως, ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και ο Διοικητής του εναγομένου. Τελικώς, η σορός του … ανευρέθη στις 02.03.2018 σε δασώδη έκταση εντός του οικοπέδου του εναγόμενου Νοσοκομείου, πλησίον της περίφραξης, από περίοικο που εντόπισε το σώμα του κατά τη διάρκεια περιπάτου στο σημείο. Όπως προκύπτει από το 602/09.03.2018 έγγραφο της Διευθύντριας της Νοσηλευτικής Υπηρεσίας του εναγομένου, η σορός του … αναγνωρίσθηκε από την πρώτη ενάγουσα …, η οποία είχε ειδοποιηθεί από την Αστυνομία και κατέφτασε στον χώρο. Σύμφωνα δε με την 602/03.03.2018 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής της ιατροδικαστή …, ο θάνατος του … επήλθε μεταξύ 26.02.2018 και 27.02.2018 από καρδιακή ανακοπή/πολυοργανικές αλλοιώσεις ως αποτέλεσμα της έκθεσής του σε ψύχος.
8. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με τα εμπροθέσμως κατατεθέντα υπομνήματά τους, προβάλλουν οι ενάγουσες ότι για τον θάνατο του ανήλικου αδελφού τους ευθύνονται τα όργανα του εναγόμενου Νοσοκομείου, τα οποία παρέλειψαν παρανόμως να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να τον προστατεύσουν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της νοσηλείας του και να εμποδίσουν τη διαφυγή του στις 21.02.2018, που οδήγησε στον θάνατό του. Ειδικότερα, ισχυρίζονται οι ενάγουσες ότι οι ιατροί, οι νοσηλευτές και το εν γένει προσωπικό του εναγομένου δεν έλαβαν αυξημένα μέτρα για την ασφαλή διαμονή και την προστασία του αδελφού τους, παρότι αυτός ήταν ακόμη ανήλικος και παρότι γνώριζαν ότι έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και ότι είχε ήδη διαφύγει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των νοσηλειών του. Οι προπεριγραφείσες παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου συνδέονται αιτιωδώς, κατά τα προβαλλόμενα με την αγωγή, με τον θάνατο του αδελφού τους …, ο οποίος (θάνατος) επήλθε εντός των ορίων του οικοπέδου του εναγομένου και προκάλεσε σε αυτές, κατά τους ισχυρισμούς τους, βαρύτατο πόνο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο προκλήθηκε, της νεαρής ηλικίας του αδελφού τους και του ισχυρού ψυχικού δεσμού που υπήρχε μεταξύ τους, καθόσον, λόγω της ανικανότητας των γονιών τους να τους φροντίσουν, τα αδέλφια είχαν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ τους. Προς απόδειξη των ως άνω ισχυρισμών της αγωγής προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων: α. η αίτηση που κατέθεσε η πρώτη ενάγουσα … στην Εισαγγελία Πολυγύρου Χαλκιδικής στις 14.12.2017, με την οποία ζήτησε να ληφθεί μέριμνα για τα τρία ανήλικα αδέλφια της, μεταξύ των οποίων και ο θανών …, β. η από 05.01.2018 γνωμάτευση που υπογράφεται από τις Παιδοψυχιάτρους του Ψυχιατρικού Τμήματος Παιδιών και Εφήβων του εναγόμενου Νοσοκομείου … και …, σύμφωνα με την οποία ο … παρουσίαζε παραληρητικές ιδέες δίωξης σε αποδρομή, που πιθανόν σχετίζονταν με τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και την αστάθεια στη γονεϊκή φροντίδα, γ. η από 09.01.2018 αίτηση της πρώτης ενάγουσας προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία ζήτησε να ληφθούν μέτρα για την προστασία του …, ισχυριζόμενη ότι μετά την έξοδό του από το εναγόμενο στις 05.01.2018 περιφερόταν μόνος στους δρόμους και δεν λάμβανε την φαρμακευτική αγωγή του, δ. το 35/09.01.2018 έγγραφο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο ζητείται από την Ψυχιατρική Κλινική του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου να μεριμνήσει για την εξέταση του ανωτέρω, σημειώνεται δε ότι η σχετική διαδικασία κινήθηκε αυτεπαγγέλτως κατόπιν αιτήματος της πρώτης ενάγουσας, ε. η 105/01.08.2018 βεβαίωση της προαναφερθείσας ψυχιάτρου …, στην οποία αναγράφεται ότι ο … έπασχε από οξείες και παροδικές ψυχωτικές διαταραχές και προβλήματα που σχετίζονταν με το στενό περιβάλλον του και την οικογενειακή του κατάσταση και στ. εκθέσεις κοινωνικών λειτουργών από τις οποίες προκύπτουν οι ιδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες, στις οποίες διαβιούσαν ο θανών και οι αδελφές του με τους γονείς τους και έγγραφα από τα οποία προκύπτει η φιλοξενία τους σε δομή ανηλίκων. Τέλος, προσκομίσθηκαν τα εξιτήρια που εκδίδονταν από το εναγόμενο κάθε φορά που ο … διέφευγε λάθρα κατά τη διάρκεια των νοσηλειών του, καθώς και τα ενημερωτικά σημειώματα που αποστέλλονταν από το εναγόμενο στις αρμόδιες αρχές σε όλες τις περιπτώσεις διαφυγής και επιστροφής του, από τα οποία προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια των δύο νοσηλειών του στο εναγόμενο, ο … είχε διαφύγει λάθρα και είχε επιστρέψει τέσσερις φορές.
9. Επειδή, το εναγόμενο Νοσοκομείο, με την έκθεση απόψεων και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του ζητά την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενο ότι οι ιατροί και το λοιπό προσωπικό ενήργησαν, καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής του … στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων, κατά τον επιστημονικά και δεοντολογικά ενδεδειγμένο και επιβαλλόμενο τρόπο και ουδόλως προέβησαν σε ενέργειες ή παραλείψεις συνδεόμενες αιτιωδώς με τον θάνατό του. Σχετικώς, επικαλείται και προσκομίζει το εναγόμενο την 134/2023 απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο κατά τον κρίσιμο χρόνο Διοικητής του κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, διότι κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ουδεμία παράλειψη των καθηκόντων του. Ακόμη, το εναγόμενο επικαλείται και την 3493/2023 απόφαση του ιδίου ποινικού δικαστηρίου και προσκομίζει απόσπασμά της, με την οποία κηρύχθηκαν αθώες για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και οι ιατροί του Ψυχιατρικού Τμήματος Παιδιών και Εφήβων … και …. Επίσης, ισχυρίζεται το εναγόμενο ότι και μετά τη διαφυγή του ανηλίκου στις 21.02.2018 τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες, ήτοι: α. ειδοποιήθηκε αμέσως ο Διοικητής και το προσωπικό φύλαξης, ώστε να μην διέλθει ο ανήλικος από την πύλη εισόδου-εξόδου αλλά να αναζητηθεί εντός του χώρου του Νοσοκομείου, β. ειδοποιήθηκε αμέσως η Εισαγγελία Ανηλίκων Θεσσαλονίκης καθώς και το Τμήμα Ασφαλείας Πυλαίας, ώστε να προβούν σε ενέργειες αναζήτησης του ανηλίκου και γ. ενημερώθηκε αμέσως η πρώτη ενάγουσα, αδελφή του, …. Τέλος, προβάλλει το εναγόμενο ότι, σε κάθε περίπτωση, το Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων αποτελεί ανοικτή και όχι κλειστή μονάδα νοσηλείας, καθώς έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την παροχή ιατρικής και νοσηλευτικής φροντίδας μέσω υποστήριξης και θεραπευτικών παρεμβάσεων (ψυχοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία, οικογενειακή θεραπεία) και δεν προορίζεται για περιστατικά που απαιτούν περιορισμό και φύλαξη των ασθενών καθώς και εντατική ψυχιατρική φροντίδα.
10. Επειδή, από τις διατάξεις που παρατίθενται στην τέταρτη και πέμπτη σκέψη συνάγεται ότι μεταξύ των σκοπών που διέπουν τη λειτουργία των μονάδων ψυχικής υγείας (πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία, ανάρρωση) περιλαμβάνεται και η επίβλεψη των ασθενών κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους, επιβάλλεται δε η λήψη μέτρων φύλαξης και προστασίας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας αυτών (ΔΕφΚομ 153/2020, ΑΠ 1428/2017, 120/2009, 683/1997). Ειδικώς, δε, περί ανήλικων ασθενών που νοσηλεύονται στα τμήματα παιδιών και εφήβων των μονάδων ψυχικής υγείας, η υποχρέωση φύλαξής τους κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους περιλαμβάνει και τη λήψη μέτρων που εμποδίζουν την έξοδο των ανηλίκων και την παραμονή τους εκτός του χώρου νοσηλείας τους χωρίς την επίβλεψη ή τη συνοδεία ενηλίκου (βλ. ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 28 και 12 του ν. 3418/2005). Συνεπώς, κάθε δυσλειτουργία ψυχιατρικής μονάδας νοσοκομείου οφειλόμενη σε πλημμέλεια της οργάνωσής της, εφόσον έχει ως συνέπεια την έκθεση του νοσηλευομένου ανηλίκου σε κίνδυνο για την υγεία, τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του, είναι παράνομη κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων και δύναται να δημιουργήσει, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, αποζημιωτική ευθύνη του νοσοκομείου. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως συνομολογείται από το εναγόμενο Νοσοκομείο, ο … είχε διαφύγει και επιστρέψει τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια των δύο νοσηλειών του (αμφοτέρων κατόπιν εισαγγελικής εντολής για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της ψυχικής του κατάστασης, προκειμένου να αποφασισθεί αν θα επακολουθούσε ακούσια νοσηλεία του) στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων αυτού, κατάφερε δε να διαφύγει για τελευταία φορά στις 21.02.2018, ορμώντας ξαφνικά προς την έξοδο και σπρώχνοντας μία ψυχολόγο που εκείνη τη στιγμή χρησιμοποιούσε τη θύρα της εξόδου, με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορέσει να τον συγκρατήσει. Με τα δεδομένα αυτά, προκύπτει ότι τα όργανα του εναγόμενου Νοσοκομείου αν και υπείχαν, σύμφωνα με όσα έγιναν ως άνω δεκτά, τις προπεριγραφείσες υποχρεώσεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, δεν οργάνωσαν την παρεχόμενη υπηρεσία με τον κατάλληλο τρόπο ούτε έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα, ώστε να αποτρέψουν τη λαθραία, άνευ επίβλεψης ή συνοδείας, διαφυγή ενός ανήλικου ασθενούς από την κλινική ενόσω διαρκούσε η νοσηλεία του (πρβλ. ΔΕφΚομ 153/2020, ΑΠ 120/2009). Και τούτο, παρότι γνώριζαν ότι ο … έπασχε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από παραληρητικές ιδέες δίωξης και από οξείες και παροδικές ψυχωτικές διαταραχές (σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διαγνώσεις των ιατρών του εναγομένου), καθώς και ότι κατά τη διάρκεια της κρίσιμης νοσηλείας του (από 13.02.2018 έως 21.02.2018) είχε ήδη διαφύγει λάθρα δύο φορές (16.02.2018 και στις 20.02.2018) και είχε επιστρέψει, ενώ στη διάρκεια της πρώτης του νοσηλείας στο εναγόμενο (19.12.2017-05.01.2018) είχε επίσης διαφύγει δύο φορές και είχε επιστρέψει με συνοδεία αστυνομικών, κατά δε τη νοσηλεία του στο Παιδοψυχιατρικό Τμήμα του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου (που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης νοσηλείας του στο εναγόμενο) είχε πάλι προσπαθήσει να διαφύγει με αποτέλεσμα να υποστεί τραυματισμό στα κάτω άκρα. Η υποχρέωση αυτή των οργάνων του εναγομένου να οργανώσουν την παρεχόμενη υπηρεσία με τέτοιο τρόπο και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μην είναι δυνατόν, ενόσω διαρκεί η νοσηλεία ανήλικου ασθενούς, να προβεί αυτός σε λαθραία, χωρίς επίβλεψη ή συνοδεία, διαφυγή από το Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων, υφίστατο ανεξαρτήτως του εάν το Τμήμα αυτό αποτελεί ανοικτή και όχι κλειστή μονάδα νοσηλείας, καθώς και ανεξαρτήτως του ότι ο … δεν νοσηλευόταν υπό καθεστώς ακούσιας νοσηλείας (πρβλ. ΣτΕ 2271/2013). Και τούτο, διότι η άσκηση των ατομικών ελευθεριών από τον εκούσια νοσηλευόμενο ασθενή, μεταξύ άλλων της ελεύθερης εισόδου-εξόδου από την ψυχιατρική κλινική, προϋποθέτει την ικανότητά του να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του και την ανυπαρξία κινδύνου για τη ζωή του από την άσκησή τους (πρβλ. ΔΕφΚομ 153/2020), προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω προεχόντως διότι ο θανών ήταν ανήλικος, ενώ, εξάλλου, και στην περίπτωση των ανοικτών ψυχιατρικών μονάδων νοσηλείας παιδιών και εφήβων, ναι μεν δεν υφίσταται εγκλεισμός αυτών στη μονάδα, ωστόσο δεν επιτρέπεται να εξέρχονται οι ανήλικοι, είτε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους είτε μετά το πέρας αυτής, από τον χώρο της μονάδας χωρίς συνεννόηση με το προσωπικό της μονάδας και χωρίς επίβλεψη ή συνοδεία ενηλίκου. Σύμφωνα με όσα έγιναν κατά τα ως άνω δεκτά, θεμελιώνεται εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου Νοσοκομείου, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, να οργανώσουν τις παρεχόμενες στο Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων υπηρεσίες με τέτοιο τρόπο και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να αποτρέψουν τη λαθραία, άνευ επίβλεψης ή συνοδείας, διαφυγή από τη μονάδα του ανήλικου ασθενούς …, ενόσω διαρκούσε η κρίσιμη νοσηλεία του. Ως προς την κρίση του δε αυτή, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην έκτη σκέψη, από τις προαναφερθείσες ποινικές αθωωτικές αποφάσεις (οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει ότι είναι αμετάκλητες) που αφορούν τον τότε Διοικητή του Νοσοκομείου και δύο Παιδοψυχιάτρους της ανωτέρω μονάδας.
11. Επειδή, αποτέλεσμα των κατά τα ανωτέρω παράνομων παραλείψεων του εναγομένου ήταν να διαφύγει ο … από την Ψυχιατρική Κλινική Παιδιών και Εφήβων, εκμεταλλευόμενος την πλημμελή οργάνωση και τα ελλιπή μέτρα επιτήρησης και φύλαξής του, και τελικώς να εντοπισθεί μετά δέκα ημέρες εντός του οικοπέδου του Νοσοκομείου, νεκρός από φυσικά αίτια, ήτοι από καρδιακή ανακοπή/πολυοργανικές αλλοιώσεις ως αποτέλεσμα της έκθεσής του σε ψύχος. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προπεριγραφείσες παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου Νοσοκομείου τελούν σε αιτιώδη συνάφεια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, με τον θάνατο του … που επήλθε χωρίς τη μεσολάβηση άλλων γεγονότων, καθόσον ο θάνατος αυτός δεν θα είχε λάβει χώρα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν είχαν ληφθεί τα επιβαλλόμενα μέτρα επιτήρησης και παρεμπόδισης της εξόδου του από το εναγόμενο Νοσοκομείο, αφού, κατά τα γενόμενα ως άνω δεκτά, την ευθύνη για την παραμονή του ανήλικου ασθενούς στη μονάδα ψυχικής υγείας του έφεραν τα αρμόδια όργανά του (πρβλ. ΣτΕ 2271/2013, ΔΕφΚομ 153/2020, ΑΠ 120/2009).
12. Επειδή, με δεδομένο ότι στοιχειοθετείται εν προκειμένω (όπως έγινε ως άνω δεκτό) αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Νοσοκομείου, το Δικαστήριο, για την επιδίκαση στις ενάγουσες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, λαμβάνει υπόψη τις προπεριγραφείσες συνθήκες υπό τις οποίες συντελέσθηκαν οι παράνομες παραλείψεις του εναγομένου και τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του αδελφού των εναγουσών …, τη νεαρή ηλικία του κατά τον χρόνο του θανάτου του (17 ετών), τους δεσμούς αγάπης και στοργής που συνέδεαν τις ενάγουσες με τον θανόντα αδελφό τους ενόψει ιδίως και της διαπιστωθείσας από τους ιατρούς του εναγομένου αστάθειας στη γονεϊκή φροντίδα των παιδιών αυτών και των ιδιαιτέρως δύσκολων συνθηκών διαβίωσής τους (βλ. την προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες 311/2012 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, την 15560/2012 έκθεση κοινωνικής έρευνας της Κοινωνικής Λειτουργού του Δήμου Θερμαϊκού … και το γεγονός ότι οι ενάγουσες και ο θανών αδελφός τους φιλοξενήθηκαν το 2013 ως οικότροφοι στο Κέντρο Προστασίας Παιδιού Καβάλας), την ηλικία των εναγουσών (που γεννήθηκαν, αντιστοίχως, τα έτη 1998 και 2002) καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάστασή τους, γνωστή στο Δικαστήριο από άλλες πράξεις του (βλ. το περιεχόμενο των 1/2024 και 18/2024 πράξεων της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος, με τις οποίες οι ενάγουσες απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση καταβολής των αναγκαίων κατά νόμο εξόδων για τη συζήτηση της αγωγής και διορίσθηκε η δικηγόρος Κοραλία Καριπίδου για την παροχή σε αυτές νομικής βοήθειας). Ειδικώς δε ως προς την πρώτη ενάγουσα, λαμβάνεται επιπροσθέτως υπόψη το γεγονός ότι επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα για τον αδελφό της, προβαίνοντας συνεχώς σε ενέργειες για την κινητοποίηση των αρμόδιων αρχών με σκοπό την προστασία της υγείας και της ζωής του, συμμετείχε στις 20.12.2017 (κατά την έναρξη της πρώτης νοσηλείας του στο εναγόμενο) σε συνάντηση των ιατρών προκειμένου να τους παράσχει πληροφορίες για το ιστορικό του αδελφού της και για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογένεια, ενώ ήταν εκείνη που κλήθηκε και τον αναγνώρισε όταν βρέθηκε νεκρός. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της θλίψης και του πόνου που βίωσαν οι ενάγουσες από τον θάνατο του αδελφού τους, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, προς άμβλυνση του ψυχικού πόνου και της θλίψης που βίωσαν, στην πρώτη ενάγουσα ποσό 80.000 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα ποσό 70.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του αιτήματος της αγωγής (πρβλ. ΔΕφΘεσ 878/2019, ΔΕφΑθ 818/2015, 2945/2008). Τα ποσά αυτά είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προσήκοντα και εύλογα, καθόσον δεν είναι υπερβολικώς χαμηλά ώστε να υποβαθμίζεται η απαξία της διαπιστωθείσας παρανομίας του εναγομένου, ούτε υπερβολικώς υψηλά ώστε να οδηγούν σε αδικαιολόγητο πλουτισμό των εναγουσών.
13. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στην πρώτη ενάγουσα ποσό 80.000 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα ποσό 70.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση σε αυτό της αγωγής (βλ. την 1375Ζ΄/10.02.2023 έκθεση επίδοσης της αγωγής στο εναγόμενο Νοσοκομείο, του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ευστράτιου Δουκάκη) έως την πλήρη εξόφληση, με επιτόκιο 6% ετησίως, κατ’ άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 496/1974 (Α΄ 204) – το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και είναι εν προκειμένω εφαρμοστέο, καθόσον η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65) ρυθμίζει αποκλειστικά το ύψος του επιτοκίου των οφειλών του Δημοσίου και όχι των ν.π.δ.δ., η επέκταση, ως εκ τούτου, του πεδίου εφαρμογής της στα ν.π.δ.δ. θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης (ΔΕφΘεσ 529/2023 σκ. 11), λαμβανομένου υπόψη και του ότι η επέκταση της εφαρμογής της στον e-Ε.Φ.Κ.Α. προβλέφθηκε με νομοθετική διάταξη (το άρθρο 6 παρ. 10 του ν. 4670/2020, Α΄ 43). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Γεώργιος Παπανικολάου» να καταβάλει στη … του … ποσό ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ και στην … του … ποσό εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση σε αυτό της αγωγής, στις 10.02.2023, έως την πλήρη εξόφληση, με επιτόκιο 6% ετησίως.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
H διάσκεψη έγινε στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Ιουλίου 2024, και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 29 Αυγούστου 2024.
Η Πρόεδρος Η Εισηγήτρια
Η Γραμματέας