Αριθμός 12/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου R. Q. G. του R. G., κατοίκου της πόλης … και ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ. …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Τσόλια, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 952Α, 1315Α, 1847/2022 αποφάσεως του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Β’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουνίου 2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 02.06.2023 και έλαβε αριθμό 4241/2023 και στους από 26.10.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 568/23.
Αφού άκουσε Ι)Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη περί κύριας ποινής και ως προς την συνεχόμενη με την ποινή διάταξή της περί απόρριψης του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για αναγνώριση στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α’, ε’ ΠΚ και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως. Να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά.
ΙΙ)Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1-6-2023 αίτηση αναίρεσης του (επ) Q. G. (ον) R. του R. G., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 952Α, 1315Α, 1847/10-11-2022 απόφασης του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στις 15-5-2023 στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ως άνω ποινικού δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για τις αξιόποινες πράξεις της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού κατ’ επάγγελμα, εκ της οποίας το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει το ποσόν των 75.000 ευρώ, με την μορφή της κατ’ εξακολούθηση αγοράς, εισαγωγής, αποστολής, κατοχής, αποθήκευσης και απόπειρας πώλησης ναρκωτικών ουσιών και ακολούθως επιβλήθηκε σ’ αυτόν ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών για την πρώτη πράξη και ποινή ισόβιας κάθειρξης αλλά και χρηματική ποινή διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για την δεύτερη πράξη, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ. 1 εδ. α’ και 505 παρ. 1, περ. α’ ΚΠΔ, με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 2-6-2023. Με την ως άνω αίτηση πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω προδήλου συναφείας (άρθρο 129 ΚΠΔ) και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που ασκήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 509 ΚΠΔ) με το από 26-10-2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε αυθημερόν (στις 26-10-2023) στην γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, δηλαδή δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο για την συζήτηση της ως άνω αναίρεσης, από τον αυτόν ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος. Επί πλέον, η κρινόμενη αναίρεση αλλά και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι περιλαμβάνουν σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’, Ε’ και Θ’ ΚΠΔ).
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η αναίρεση, καθώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των σχετικών αυτών λόγων. Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6- 2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1η Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 νΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ ορίζεται ότι “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης, νόμος. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν, ενώ δεν αποκλείεται σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφ’ ενός μεν, ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αφ’ ετέρου δε, άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων και άν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 1079/2023, ΑΠ 1359/2022). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 187 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019), “Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”, ενώ η κακουργηματική αυτή μορφή του εγκλήματος δεν μεταβλήθηκε με την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου που έγινε με το άρθρο 72 του Ν. 4908/11-3-2022 (ΦΕΚ Α’ 52/11.3.2022). Η διάταξη του ισχύοντος ΠΚ είναι ευμενέστερη κατά το μέρος που για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται επιπλέον η οργάνωση να έχει “επιχειρησιακή” δομή και διαρκή “εγκληματική” δράση. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του άρθρου 187 παρ. 1 του νΠΚ, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, πρέπει να πληρούνται τρία κριτήρια (εννοιολογικά γνωρίσματα), που συνθέτουν την εικόνα της εγκληματικής οργάνωσης, ήτοι ένα ποιοτικό (επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση), ένα ποσοτικό (τρία ή περισσότερα πρόσωπα) και ένα χρονικό (διάρκεια εγκληματικής δράσης). Συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης είναι η καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της. Μέλος της οργάνωσης αυτής είναι εκείνος, που υποτάσσει τη βούλησή του στην οργάνωση χωρίς να είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του στις κατ’ ιδίαν πράξεις της οργάνωση. Δομημένη ομάδα είναι εκείνη που δεν σχηματίζεται περιστασιακά για τη διάπραξη ενός εγκλήματος αλλά συγκροτείται για να έχει, όχι οποιαδήποτε διαρκή δράση, όπως με την προϊσχύσασα διάταξη, αλλά να διακρίνεται για τη “διαρκή εγκληματική δράση” της. Ως “επιχειρησιακή” νοείται η δομή της ομάδας, της οποίας τα μέλη αναλαμβάνουν διακριτούς και αλληλοϋποστηριζόμενους ή αυτοτελείς ρόλους ή διακριτούς και συνδυασμένους ή ανεξάρτητους στόχους, με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους είτε ατομικά, είτε στο πλαίσιο της συλλογικής τους δράσης. Με τον όρο “επιχειρησιακά” επίσης αποδίδεται ο “πραγματοπαγής” χαρακτήρας της οργάνωσης (βλ. αιτιολογική έκθεση του νΠΚ). Αναφορικά με τον κοινό σκοπό, αρκεί η επιδίωξη τέλεσης οποιουδήποτε κακουργήματος και όχι ορισμένων που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο της προϊσχύσασας διάταξης. Υποκειμενικά, απαιτείται δόλος κάθε μέλους να θέλει την ένταξή του στην εγκληματική οργάνωση, ήτοι απαιτείται κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων από ένα κακουργημάτων (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης) ο ειδικός δε, αυτός δόλος νοείται συνολικός (ενιαίος), δηλαδή τα μέλη να έχουν προαποφασίσει ότι η εγκληματική δράση τους θα εκδηλωθεί σε βάθος χρόνου με την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων και χωρίς να έχουν καταστρωθεί οι λεπτομέρειες των εγκλημάτων τούτων. Ακόμη, από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι για να γίνει ή να παραμείνει κάποιος μέλος της ομάδας, δεν είναι αναγκαία και η προσωπική συμμετοχή του σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες οδηγούν στην επίτευξη του σκοπού. Κριτήριο διάκρισης του μέλους της οργάνωσης, από έναν τρίτο υποστηρικτή των σκοπών της, πρέπει να είναι το γεγονός ότι το μέλος έχει υποτάξει την ατομική του βούληση στην ενιαία βούληση της οργάνωσης (ενώ ο τρίτος υποστηρικτής διατηρεί την ατομική του βούληση) και αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα στην οργάνωση που του έχουν ανατεθεί και είναι πρόσφορα να επιφέρουν την επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, γνωρίζοντας ότι με τις ενέργειές του συμβάλλει στον εγκληματικό σκοπό της οργάνωσης και με τη βούληση να συνδράμει στην εκπλήρωση του σκοπού της σε βάθος χρόνου και όχι ευκαιριακά. Η συγκρότηση ή η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση ως αυτοτελές έγκλημα, συρρέει αληθινά πραγματικά με το κακούργημα που τελέστηκε από τον ίδιο το δράστη της συγκρότησης ή της ένταξης (ΑΠ 766/2019). Το έγκλημα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση είναι διαρκές, καθόσον η αξιόποινη συμπεριφορά διαρκεί από την αρχική εκδήλωσή της, κατά την ένταξη στην εγκληματική οργάνωση, μέχρι την εξάρθρωση της ομάδας ή την με οποιονδήποτε εμφανή τρόπο προηγούμενη διάλυσή της ή αποχώρηση μέλους από αυτήν (ΑΠ 954/2022, ΑΠ 726/2023). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 4139/2013 που τιτλοφορείται “Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις”, ορίζεται ότι: “1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών…3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία”. Με το ανωτέρω άρθρο τυποποιείται το βασικό έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, στο οποίο αναφέρονται ενδεικτικά οι διάφοροι τρόποι τέλεσής του, που αποτελούν ένα μόνο έγκλημα αν αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών, ενώ περιέχεται μεταξύ αυτών η αγορά, η εισαγωγή, η αποστολή, η πώληση, η αποθήκευση και η κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων το ανωτέρω έγκλημα όσον αφορά στην “αγορά” πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 τΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την για το σκοπό αυτό, παράδοση της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε, ενώ όσον αφορά στην “κατοχή” ναρκωτικών ουσιών, αυτή πραγματώνεται με την φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, είναι δε αναγκαίος ο προσδιορισμός του προσώπου που έχει την πραγματική εξουσία διαθέσεως της ναρκωτικής ουσίας. Για την θεμελίωση και αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος της πώλησης, αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών, δεν απαιτείται: α) ακριβής καθορισμός της ποσότητας τούτων, αφού ο νόμος δεν συνδέει, ούτε την τέλεση, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα των ναρκωτικών, β) του χρόνου της τελέσεως της πράξεως, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής αυτής, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, γ) του επιτευχθέντος τιμήματος και δ) της ταυτότητος των πωλητών και των αγοραστών. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει τη πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση. Ειδικότερη αιτιολογία για το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου δεν απαιτείται, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση του δράστη να πραγματώσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και επομένως, εξυπακούεται ότι υπάρχει αυτός στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή (ΑΠ 735/2022, ΑΠ 767/2022, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 884/2019, ΑΠ 950/2019). Εξάλλου, με το άρθρο 22 παρ. 2 του ιδίου Ν. 4139/2013, ορίζεται ότι: “Με την ποινή της παραγράφου 1 (δηλαδή με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ) τιμωρείται όποιος παράνομα…β) ενεργεί κάποια από τις πράξεις των άρθρων 20 και 21 παράγραφος 1α στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, ενώ με το επόμενο άρθρο 23 του αυτού ως άνω Ν. 4139/2013, τυποποιούνται ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών και ειδικότερα, με την παράγραφο 2 περ. α’ του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, ο δράστης των πράξεων των άρθρων 20 και 22, όταν κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτεί την τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ή κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος του δράστη στις περιπτώσεις αυτές υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ. Η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για το ότι το σωρευτικά απαιτούμενο από τη διάταξη αυτή ύψος του προσδοκωμένου οφέλους είναι ανώτερο του ποσού των 75.000 ευρώ, δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο, αλλά η σχετική αυτή κρίση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Δεν αρκεί δηλαδή να εκτιμάται από το δικαστήριο, ότι το προσδοκώμενο όφελος του δράστη από τη διακίνηση των ναρκωτικών υπερβαίνει απλώς το άνω ποσό των 75.000 ευρώ, αλλά για την εξεύρεση του ύψους του προσδοκώμενου οφέλους του διακινητή ναρκωτικών ουσιών, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ειδικά, με παράθεση πραγματικών περιστατικών, το προσδοκώμενο, ήτοι το επιδιωκόμενο και αναμενόμενο όφελος, κέρδος ή αμοιβή, που αντικειμενικά είναι πρόσφορο να προσποριστεί στο συγκεκριμένο δράστη από τη διακίνηση της συγκεκριμένης ποσότητας και είδους ναρκωτικών. Όταν η διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών διαπράττεται από περισσότερους από έναν δράστες “από κοινού”, το προσδοκώμενο όφελος, το ύψος του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, προσδιορίζεται μια φορά και αντιστοιχεί σε όλους μαζί τους δράστες, ανεξάρτητα από τη μορφή συμμετοχής εκάστου και ανεξάρτητα πόσοι εξ αυτών είναι γνωστής ταυτότητας, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και πόσοι εξ αυτών έχουν συλληφθεί ή έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, χωρίς το όφελος να επιμερίζεται μεταξύ τους (ΟλΑΠ 1/2015, ΑΠ 1204/2023). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μιας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών του καθενός συναυτουργού (ΑΠ 1076/2023, ΑΠ 767/2022, ΑΠ 1043/2020, ΑΠ 264/2020). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. ε’ ΠΚ, κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο υπαίτιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του υπαιτίου για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη και υποκειμενικά, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Ακόμη, κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, δηλαδή ακόμη και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς αλλά βάσει σχεδίου (ΑΠ 1103/2022, ΑΠ 897/2022, ΑΠ 1377/2020), ενώ από το άρθρο 98 ΠΚ, προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, ενώ συνδέονται μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου). Σε περίπτωση μεταβολής του ποινικού νόμου κατά την διάρκεια τέλεσης εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ισχύει κατά την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης, έστω και αν αυτός είναι αυστηρότερος, εφόσον βέβαια και οι προγενέστερες από αυτόν πράξεις ήταν τιμωρητές, ενώ για τον χαρακτηρισμό του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνονται υπόψη όλες οι μερικότερες πράξεις (ΑΠ 1076/2023, ΑΠ 128/2023, ΑΠ 692/2020). Εξάλλου, με το άρθρο 463 παρ. 4 του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ, “Όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται μόνο ποινή ισόβιας κάθειρξης, προστίθεται διαζευκτικά και η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών”. Στην ευνοϊκή αυτή ρύθμιση οδήγησε η διαπίστωση ότι σε πολλούς ειδικούς ποινικούς νόμους οι ποινές που προβλέπονταν ήταν υπερβολικά υψηλές και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική κοινωνική βλάβη που επέφερε η αντίστοιχη αξιόποινη πράξη. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν ενδιαφέρει εάν από τον ειδικό ποινικό νόμο μαζί με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης προβλέπεται και χρηματική ποινή αλλά εάν η μόνη προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή είναι αυτή της ισόβιας κάθειρξης και όχι διαζευκτικά και κάποια άλλη στερητική της ελευθερίας ποινή. Η λέξη “μόνο” αναφέρεται στη στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ανεξάρτητα αν προβλέπεται μαζί με αυτήν και χρηματική ποινή. Με τη ρύθμιση αυτή του άρθρου 463 παρ. 4, επέρχεται εναρμονισμός των ποινών των ειδικών ποινικών νόμων, σε καθένα των οποίων δεν ήταν δυνατόν να γίνει συγκεκριμένη αναφορά, με αυτές του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4855/12-11-2021, σύμφωνα με τις οποίες η ποινή της ισόβιας κάθειρξης προβλέπεται εναλλακτικά με πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών για τα εγκλήματα που προσβάλλουν τα σημαντικότερα έννομα αγαθά, για τα οποία προσήκει η αυστηρότατη τιμωρία, όπως είναι η εσχάτη προδοσία (άρθρο 134 ΠΚ), η επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας (άρθρο 138 ΠΚ), η ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ) και η ληστεία από την οποία επήλθε θάνατος (άρθρο 380 παρ. 1, 2 ΠΚ). Για το έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικής ουσίας κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος του δράστη που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 α’ του ως άνω Ν. 4139/2013 προβλέπει ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή από 50.000 έως 1.000.000 ευρώ.
Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη μετά την εφαρμογή του άρθρου 463 παρ. 4 του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ, είναι ευμενέστερη και εφαρμοστέα κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, καθώς πλέον απειλείται για την πράξη αυτή διαζευκτικά, εκτός από την στερητική της ελευθερίας ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών (ΑΠ 1204/2023). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, αποτελεί δε εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 147/2023, ΑΠ 1576/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι απαραίτητη όμως η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην κρινόμενη. Δεν αποτελούν δε λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 753/2023, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 771/2023, ΑΠ 930/2022). Στην κρινόμενη υπόθεση το Β’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ως προς το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, δηλαδή ως προς τον (πρώτο) κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Q. G. R. του R. G., τα εξής: “Επειδή από την αποδεικτική διαδικασία που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα υπ’ αριθμ. 2553,671/2020 πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, σε συνδυασμό με τις απολογίες των παρόντων κατηγορουμένων και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά γεγονότα: Οι … αδελφοί R. G. – Q. (1ος κατηγορούμενος) και E. G. – Q. (φυγόδικος), μαζί με τον εκ … J. F. (ομοίως φυγόδικο), καθώς και με άλλα άτομα αγνώστων στοιχείων ταυτότητας, είχαν συγκροτήσει στο …, σε άγνωστο χρονικό σημείο, αλλά τουλάχιστον από το έτος 2013 και συμμετείχαν, σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα που επιδίωκε τη διάπραξη περισσοτέρων πράξεων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και δη κοκαΐνης, από χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής σε χώρες της Ευρώπης, διακίνηση στην οποία προέβαιναν κατ’ επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα κατωτέρου, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Στον αρχηγικό πυρήνα της ομάδας αυτής ήταν οι δύο προαναφερόμενοι φυγόδικοι αλλοδαποί, εκ των οποίων ο J. F., είχε αναλάβει την ανεύρεση αγοραστών και το συντονισμό της διακίνησης των ναρκωτικών στις διάφορες χώρες, ο E. είχε αναλάβει τη διεύθυνση και οργάνωση της αποστολής και μεταφοράς των ποσοτήτων μέσω εμπορευματοκιβωτίων και ο 1ος κατηγορούμενος την εισαγωγή και την περαιτέρω διακίνηση στην κάθε χώρα. Τα λοιπά μέλη της οργάνωσης, τα στοιχεία των οποίων δεν εξακριβώθηκαν και είχαν διακριτούς ρόλους, ενεργώντας υπό τις εντολές και οδηγίες των προαναφερομένων αλλοδαπών φυγοδίκων, υλοποιούσαν τις επί μέρους πράξεις διακίνησης, πραγματοποιώντας τη μεταφορά και την απόκρυψη των ναρκωτικών, καθώς και τη σύσταση εταιρειών, την ανεύρεση και μίσθωση αποθηκευτικών χώρων κλπ. Η δράση δε της εγκληματικής αυτής οργάνωσης διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου του 2014, οπότε συνελήφθη ο 1ος κατηγορούμενος. Ειδικότερα, περί τα τέλη του έτους 2013 περιήλθαν στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Ναρκωτικών της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής της ΕΛΑΣ, πληροφορίες για τη δράση της εγκληματικής αυτής οργάνωσης και την επιδίωξή της σε σύντομο χρονικό διάστημα, να εισάγει στην Ελλάδα και μέσω αυτής να διακινήσει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης. Στις αρχές, εξάλλου, του μηνός Μαρτίου του 2014 η πιο πάνω υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. ενημερώθηκε από το γραφείο της Αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών – D.E.A. μέσω της πρεσβείας των ΗΠΑ, ότι επίκειται η άφιξη στην Αθήνα των ως άνω ηγετικών μελών της οργάνωσης προκειμένου να συναντηθούν με άγνωστους συνεργάτες τους και να μεθοδεύσουν τη σχεδιαζόμενη εισαγωγή. Έτσι, στο πλαίσιο διενεργούμενης αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης επελέγη ο συνεργαζόμενος με την ως άνω υπηρεσία της Δίωξης Ναρκωτικών, ο οποίος στη συνέχεια, με την …-14 Εισαγγελική Διάταξη έλαβε το κωδικό όνομα Κ. Δ., προκειμένου να προσεγγίσει τους προαναφερομένους αρχηγούς και να συλλέξει πληροφορίες, με συνδετικό κρίκο ένα τρίτο πρόσωπο που γνώριζε τους τελευταίους. Πράγματι όπως καταθέτει ο ως άνω μάρτυρας, ο οποίος εμφανίστηκε στους προαναφερόμενους αλλοδαπούς ως διατιθέμενος να τους προσφέρει υπηρεσίες, από τις συναντήσεις που είχε με τα άτομα αυτά κατά την ολιγοήμερη παραμονή τους στην Αθήνα, πληροφορήθηκε ότι σχεδίαζαν να συστήσουν εμπορική εταιρεία στην Ελλάδα, με έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο τις εισαγωγές – εξαγωγές τροφίμων από χώρες της Κεντρικής Αμερικής, ούτως ώστε σε κάποια χρονική στιγμή που θα επέλεγαν οι ίδιοι, να μπορέσουν να κρύψουν μέσα στα εμπορευματοκιβώτια των εισαγομένων προϊόντων τις ποσότητες κοκαΐνης που είχαν αγοράσει από χώρα της Κεντρικής ή της Νότιας Αμερικής και ήθελαν να εισάγουν στην Ελλάδα προς περαιτέρω διακίνηση. Έκτοτε, ο μάρτυρας Δ. ο οποίος διατηρούσε τηλεφωνική επαφή με τους προαναφερομένους, συνέχισε να συλλέγει πληροφορίες και να ενημερώνει την υπηρεσία δίωξης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές κατ’ εντολή των πιο πάνω αρχηγικών μελών της οργάνωσης συστήθηκε στα τέλη Μαρτίου του 2014 εταιρεία με την επωνυμία “… Μονοπρόσωπη Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία”, η οποία είχε έδρα τον Πειραιά (οδός … ) και αντικείμενο δραστηριότητας εισαγωγές – εξαγωγές, εμπόριο τροφίμων κλπ. Διαχειριστής της εταιρείας ορίστηκε ο αλλοδαπός A. – A. S. – M. με AFM …, ο οποίος όπως βεβαίωσε ο ανωτέρω μάρτυρας, παρείχε υπηρεσίες υπαλλήλου και δεν γνώριζε τον πραγματικό σκοπό της εταιρείας. Μέσω της εταιρείας αυτής έγινε στις αρχές Ιουλίου 2014 και κατ’ εντολή των παραπάνω αρχηγικών μελών της οργάνωσης παραγγελία εισαγωγής 21 τόνων νόμιμου φορτίου φρούτων ανανά από την εταιρεία “…” της χώρας του Παναμά, φορτίο το οποίο φορτώθηκε σε πλοίο της ναυτιλιακής εταιρείας … και απέπλευσε στις …2014 από το λιμάνι MANZANILLO του Παναμά. Το φορτίο έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά στις …2014 και εκτελωνίστηκε κανονικά. Όπως διευκρίνισε ο μάρτυρας Δ. στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πέραν των πληροφοριών που ελάμβανε από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2014 δεν αναμίχθηκε ο ίδιος σε συγκεκριμένες ενέργειες που εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της παράνομης δραστηριότητάς της. Στις αρχές όμως Σεπτεμβρίου του παραπάνω έτους πληροφορήθηκε από τα ανωτέρω ηγετικά μέλη της οργάνωσης ότι ένα δεύτερο φορτίο 21 τόνων φρούτων ανανά επρόκειτο να εισαχθεί από την εταιρεία τους, από τον Παναμά στην Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο, στο εμπορευματοκιβώτιο του οποίου θα απέκρυπταν 200 περίπου κιλά κοκαΐνης και θα έπρεπε να επιμεληθεί ο ίδιος, στον οποίο είχαν εμπιστοσύνη, των διαδικασιών εκτελωνισμού του φορτίου επ’ ονόματι της εταιρείας τους και για λογαριασμό των ίδιων, καθώς και να επιμεληθεί κατ’ εντολή και για λογαριασμό τους, της παραλαβής του φορτίου με τις ναρκωτικές ουσίες από το τελωνείο Πειραιά και της απόκρυψης και αποθήκευσής τους σε ασφαλή χώρο, μέχρι να αφιχθεί στην Ελλάδα ο 1ος κατηγορούμενος και να αναλάβει αυτοπροσώπως την περαιτέρω διακίνηση αυτών σε υποψήφιους αγοραστές. Ο μάρτυρας Δ. ενημέρωσε περί των ανωτέρω την Υπηρεσία και κατόπιν τούτου η Υποδ/νση Δίωξης Ναρκωτικών με το με αρ. …-2014 αίτημά της ζήτησε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών να επιτραπεί στον εν λόγω συνεργάτη της η ανακριτική διείσδυση στην εγκληματική οργάνωση, προκειμένου να προβεί ο τελευταίος στις παραπάνω πράξεις που ζήτησαν από αυτόν τα ηγετικά μέλη της, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να αποκαλυφθεί αφενός η εγκληματική δράση της, αφετέρου οι πιθανοί αποδέκτες των προς εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών. Με την …2014 δε Εισαγγελική Διάταξη, η οποία επικυρώθηκε με το με αρ. 3221/12-9- 2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επετράπη η ανακριτική διείσδυση του προαναφερομένου για χρονικό διάστημα 30 ημερών, προκειμένου να προβεί αυτός στις αναφερόμενες πιο πάνω πράξεις. Ακολούθως, στις …2014 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά το πλοίο της εταιρείας …, στο οποίο είχε φορτωθεί από το λιμάνι του MANZANILLΟ του Παναμά το εμπορευματοκιβώτιο με το επίμαχο φορτίο, το οποίο και εκφορτώθηκε. Στη συνέχεια, ο συνεργάτης Δ., αφού προηγουμένως ενημέρωσε την Υποδ/νση Δίωξης Ναρκωτικών και το συνεργαζόμενο με αυτή αντίστοιχο Τμήμα του ΣΔΟΕ προέβη στις …2014, κατ’ εντολή και για λογαριασμό των προαναφερομένων ηγετικών μελών της εγκληματικής οργάνωσης, στις διαδικασίες εκτελωνισμού και εισαγωγής του επίμαχου φορτίου, επ’ ονόματι της εταιρείας τους “…”. Πριν όμως εκτελωνιστεί το εμπορευματοκιβώτιο που περιείχε το φορτίο, ανοίχθηκε τούτο και ερευνήθηκε από τις παραπάνω συνεργαζόμενες αρχές, ανευρέθηκαν δε εντός αυτού, κρυμμένες ανάμεσα στα κουτιά του ανανά, συνολικά πέντε (5) ταξιδιωτικές αποσκευές που περιείχαν εκατόν ογδόντα εννέα (189) συσκευασίες με ταινία περιτυλίγματος που περιείχαν κοκαΐνη, οι οποίες ζυγίστηκαν και βρέθηκαν εκάστη βάρους 1.200 έως 1.300 γραμμαρίων και συνολικού μικτού βάρους 233 κιλών και 715 γραμμαρίων. Οι ποσότητες αυτές δεν προέκυψε ότι κατασχέθηκαν ακριβώς, αλλά συγκεκριμένα τέθηκαν υπό επιτήρηση με την έννοια ότι μέσω του διεισδύσαντος συνεργάτη Κ. Δ. που είχε αναλάβει την παραλαβή και μεταφορά τους, αλλά και λόγω της προστασίας τούτου από αστυνομικούς που τον ακολουθούσαν, παρακολουθείτο η διαδρομή τους (των ναρκωτικών ουσιών) και αποτρεπόταν έτσι τυχόν απώλειά τους. Εξάλλου, για τη διενεργηθείσα έρευνα στο φορτίο και την ανεύρεση των παραπάνω ποσοτήτων της κοκαΐνης καθώς και τη ζύγισή τους, συντάχθηκε από τους αναφερόμενους σ’ αυτή προανακριτικούς υπαλλήλους, η αναφερόμενη στην οικεία θέση από …2014 έκθεση έρευνας και ζύγισης. Στη συνέχεια ο συνεργάτης Κ. Δ. ενεργώντας σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες της εγκληματικής οργάνωσης που είχε λάβει, παρέλαβε τις παραπάνω ποσότητες κοκαΐνης, τις μετέφερε με ιδιωτικό μεταφορικό μέσο και τις αποθήκευσε για λογαριασμό τους, σε οικία τύπου μεζονέτας με εσωτερικό parking που βρισκόταν στη …, στη συμβολή των οδών …, την οποία είχε μισθώσει αυτός για να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά προς το σκοπό αποθηκεύσεως και φυλάξεως των ναρκωτικών ουσιών, όπως του είχε ζητήσει η εγκληματική οργάνωση. Ακολούθως, πληροφορήθηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος επρόκειτο να αφιχθεί στην Αθήνα όχι νωρίτερα από τις 28-10-2014, οπότε και θα του ζητούσε (1ος κατηγ/νος), σύμφωνα με προηγούμενες συνεννοήσεις τους, να προσφέρει περαιτέρω υπηρεσίες σ’ αυτόν, όπως να τον οδηγήσει στο χώρο φύλαξης των ναρκωτικών ουσιών και να τον βοηθήσει στη συνέχεια, κατά την διάθεση αυτών. Περί του θέματος αυτού ενημέρωσε εκ νέου την Υποδ/νση Δίωξης Ναρκωτικών και κατόπιν τούτου η εν λόγω Υπηρεσία με το με αρ. …2014 αίτημά της ζήτησε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών να επιτραπεί στον εν λόγω συνεργάτη της η συνέχιση της ανακριτικής διείσδυσης για 30 επιπλέον ημέρες. Με την …2014 δε Εισαγγελική Διάταξη, η οποία επικυρώθηκε με το με αρ. 3631/14-10-2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επετράπη η συνέχιση της ανακριτικής διείσδυσης του προαναφερομένου για 30 επιπλέον ημέρες. Στη συνέχεια και επειδή προκειμένου να αποκαλυφθούν οι υποψήφιοι αγοραστές των εισαχθεισών ναρκωτικών ουσιών ήταν αναγκαίο να προβεί σε ανακριτική διείσδυση στην εγκληματική οργάνωση και δεύτερο πρόσωπο προς υποβοήθηση του συνεργάτη της, η Υποδ/νση Δίωξης με το …2014 νέο αίτημά της ζήτησε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών να επιτραπεί σε αστυνομικό της ως άνω Υποδ/νσης που έλαβε την κωδική ονομασία Κ. Π., η ανακριτική διείσδυση στην εγκληματική οργάνωση προκειμένου να πραγματοποιήσει τις προαναφερόμενες ενέργειες. Με την …2014 Εισαγγελική Διάταξη, η οποία επικυρώθηκε με το με αρ. 3807/30-10-2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επετράπη η ανακριτική διείσδυση του προαναφερομένου Κ. Π. για χρονικό διάστημα 30 ημερών, προκειμένου να προβεί αυτός στις αναφερόμενες πιο πάνω πράξεις. Περαιτέρω, ο R. G. – Q. (1ος κατηγορούμενος) αφίχθη αεροπορικώς στην Αθήνα στις 28-10-2014 και κατέλυσε σε οικία επί της οδού … στη …. Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Κ. Δ., ο οποίος του συνέστησε τον (αστυνομικό) Κ. Π. ως το έμπιστο άτομο που θα τον οδηγούσε στο χώρο αποθήκευσης των ναρκωτικών και θα τον συνόδευε στις μετακινήσεις του στην Αθήνα για τη διάθεση αυτών. Πράγματι, στις 30-10-2014, ο Κ. Π. με ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος, μετέφερε τον 1ο κατηγορούμενο στην οικία επί της συμβολής των οδών … στη …, στην οποία φυλλάσσονταν για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης τα ναρκωτικά και του παρέδωσε κλειδιά της οικίας. Εκεί ο 1ος κατηγορούμενος καταμέτρησε και έλεγξε σχολαστικά όλες τις συσκευασίες της αποθηκευμένης κοκαΐνης προκειμένου να βεβαιωθεί ότι επρόκειτο για τις ίδιες ποσότητες και τις ίδιες ειδικότερες κατηγορίες με τα ιδιαίτερα λογότυπα που έφεραν στην επιφάνεια τους οι επί μέρους συσκευασίες, τις οποίες αυτός και ο αδελφός του είχαν αποστείλει από τον Παναμά, τις ταξινόμησε δε ανάλογα με τα λογότυπά τους που σήμαιναν διαφορετική πυκνότητα και σύσταση της ναρκωτικής ουσίας, ενημερώνοντας συγχρόνως τηλεφωνικά και τον αδελφό του E. G. – Q. και στέλνοντάς του μέσω κινητού τηλεφώνου σχετικές φωτογραφίες των συσκευασιών. Εξάλλου, την 1-11-2014 ο 1ος κατηγορούμενος ζήτησε από τον Κ. Π. να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητο σε καφετέρια της … με την ονομασία …, όπου είχε κανονίσει συνάντηση όπως του δήλωσε, με δύο υποψήφιους αγοραστές των ναρκωτικών ουσιών. Εκεί συναντήθηκε με τους E. C. T. που γεννήθηκε στην … και είναι κάτοικος … (2ο κατηγορούμενο) και Σ. Φ., κάτοικο … (3ο κατηγορούμενο), με τους οποίους συνομίλησε για λίγη ώρα και με τους οποίους συμφώνησε να συναντηθούν εκ νέου. Όπως εξακρίβωσαν αστυνομικοί που επιτηρούσαν τη συνάντηση με εντολή της υπηρεσίας, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι αναχώρησαν με το με αρ. κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο είχε νοικιάσει ο 3ος κατηγ/νος ως συνέργεια που, όπως αποδείχθηκε, τελεί σε συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη της τέλεσης της αγοράς της κατωτέρω αναφερόμενης κοκαΐνης έτσι ώστε να θεωρείται τμήμα αυτής…και στην οποία συνέδραμε ο εν λόγω κατηγορούμενος αφού μίσθωσε το αυτοκίνητο στο όνομά του και κατευθύνθηκαν προς την περιοχή της …. Στις 3-11-2014 ο 1ος κατηγορούμενος ζήτησε από τον Κ. Π. να τον μεταφέρει στην καφετέρια της … “…” όπου και ανέμενε νέα συνάντηση με τα ίδια ως άνω πρόσωπα. Κατόπιν όμως τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχε στη συνέχεια με τον αδελφό του E., πληροφόρησε τον Κ. Π. ότι η προγραμματισμένη συνάντηση αναβλήθηκε για την επομένη το μεσημέρι και του ζήτησε να τον μεταφέρει πάλι στην οικία που φυλλάσσονταν τα ναρκωτικά. Εκεί ο 1ος κατηγορούμενος έκανε νέα καταμέτρηση των συσκευασιών και ξεχώρισε 39 συσκευασίες κοκαΐνης από το σύνολο των 189, με βάση τα λογότυπά τους, οι οποίες είχαν συνολικό μικτό βάρος 48 περίπου κιλά και τις τοποθέτησε στον ταξιδιωτικό σάκο. Ενημέρωσε δε τον Κ. Π. ότι οι ανωτέρω υποψήφιοι αγοραστές επρόκειτο να αγοράσουν τις 39 τουλάχιστον συσκευασίες της κοκαΐνης, ότι η ακριβής ποσότητα της αγοράς θα οριζόταν στη συνάντηση της επομένης και ότι η συναλλαγή θα ολοκληρωνόταν αφού ο 1ος κατηγορούμενος έπαιρνε το άνω αυτοκίνητο των αγοραστών, πήγαινε στην οικία που ήταν αποθηκευμένα τα ναρκωτικά, τοποθετούσε μέσα στο αυτοκίνητο αυτό την ποσότητα που θα είχαν συμφωνήσει και στη συνέχεια τους το πήγαινε και τους το παρέδιδε γεμάτο. Ήθελε δε σε όλη αυτή τη διαδικασία να συνοδεύεται από τον Κ. Π.. Πράγματι, την επομένη ημέρα (4-11-2014) και λίγο πριν τις 14.00, ο Κ. Π. (αφού ενημέρωσε για όλα τα ανωτέρω την υπηρεσία του, από την οποία κανονίστηκε ομάδα αστυνομικών για την επιτήρηση της συνάντησης και των ατόμων που θα συμμετείχαν σ’ αυτή) μετέβη με το αυτοκίνητό του στην καφετέρια “…”, παρέλαβε τον 1ο κατηγορούμενο, ο οποίος βρισκόταν εκεί και τον οδήγησε στην καφετέρια … όπου είχε την προκαθορισμένη συνάντηση με τους 2ο και 3ο κατηγορουμένους. Ο τελευταίος (1ος κατηγορούμενος) συνομίλησε μαζί με τον 2ο για λίγα λεπτά και αφού συμφώνησαν στην αγορά της ποσότητας των 48 περίπου κιλών κοκαΐνης (οι οποίες περιέχονταν σε 39 συσκευασίες), έναντι χρηματικού ποσού το ύψος του οποίου, καθώς και ο τρόπος καταβολής του δεν εξακριβώθηκαν, αφού προφανώς είχε συμφωνηθεί με τον E. (διευθύνοντα) και επειδή το τίμημα σαφώς ήταν μεγάλο δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί σε μετρητά σε δημόσιο χώρο, τους ζήτησε να τον περιμένουν στην καφετέρια προκειμένου να του φέρει και του παραδώσει την εν λόγω ποσότητα. Στη συνέχεια παρέλαβε το άνω με αρ. κυκλ. … αυτοκίνητο των συγκατηγορουμένων του, αρχίζοντας με τον τρόπο αυτό το σχέδιο παράδοσης των ναρκωτικών και ζήτησε από τον Κ. Π., ο οποίος τον ανέμενε κατ’ εντολή του στο δικό του αυτοκίνητο, να τον ακολουθήσει με αυτό στην οικία όπου φυλλάσσονταν αυτά (ναρκωτικά). Ο 1ος κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητο των συγκατηγορουμένων του στο εσωτερικό parking της οικίας, ενώ έδωσε εντολή στον Κ. Π. να περιμένει έξω από την οικία μέχρι να φορτώσει αυτός το αυτοκίνητο και μόλις βγεί με το αυτοκίνητο από το parking (ο 1ος κατηγορούμενος), να προηγηθεί ο Κ. Π. με το δικό του αυτοκίνητο για να επιβλέπει τη διαδρομή και να επιστρέψουν στην καφετέρια …. Στο parking δε αυτής θα παρέδιδε ο 1ος κατηγορούμενος στον 2ο συγκατηγορούμενό του το αυτοκίνητο με την αγορασθείσα από αυτόν ποσότητα των ναρκωτικών. Πράγματι ο 1ος κατηγορούμενος φόρτωσε στο πορτ μπαγκαζ του ως άνω (…) αυτοκινήτου τον ταξιδιωτικό σάκο που περιείχε τις 39 συσκευασίες κοκαΐνης και αφού εξήλθε από το parking οδηγώντας το αυτοκίνητο, προκειμένου να μεταβεί στην παραπάνω καφετέρια να παραδώσει τις προαναφερθείσες ποσότητες κοκαΐνης στον 2ο συγκατηγορούμενό του, οι αστυνομικοί της Υποδ/νσης Δίωξης που επιτηρούσαν το χώρο επενέβησαν και τον συνέλαβαν, ενώ λίγη ώρα αργότερα συνελήφθησαν στο χώρο της προαναφερθείσας καφετέριας και οι 2ος και 3ος κατηγορούμενοι. Έτσι η πώληση της προαναφερθείσας ποσότητας κοκαΐνης εκ μέρους του 1ου κατηγορουμένου και η αγορά αντιστοίχως της ποσότητας αυτής εκ μέρους του 2ου των κατηγορουμένων δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους βούληση αλλά από εξωτερικά αίτια και ειδικότερα, διότι κατά το χρόνο που ο 1ος κατηγορούμενος ετοιμαζόταν να μεταβεί και να παραδώσει στους συγκατηγορουμένους του την κατόπιν της μεταξύ τους καταρτισθείσα αγοραπωλησία, συμφωνηθείσα ως άνω ποσότητα της κοκαΐνης, επενέβησαν οι αστυνομικοί και τους συνέλαβαν. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η αξία αγοράς της κοκαΐνης διεθνώς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ανερχόταν σε 30.000 ευρώ τουλάχιστον ανά κιλό, ενώ η αξία πωλήσεώς της, σε 40.000 ευρώ τουλάχιστον ανά κιλό και η αξία περαιτέρω πωλήσεώς της σε μικρές ποσότητες, σε 45 τουλάχιστον ευρώ ανά γραμμάριο. Επομένως το όφελος που ανέμενε ο 1ος κατηγορούμενος και οι συναυτουργοί του από τη διακίνηση της ποσότητας των 233 κιλών και 715 γραμμαρίων κοκαΐνης υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό των 75.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 2.500.000 περίπου ευρώ. Εξάλλου το όφελος που ανέμενε ο 2ος κατηγορούμενος από τη διακίνηση της ποσότητας των 48 περίπου κιλών κοκαΐνης που αποπειράθηκε να αγοράσει, υπερέβαινε ομοίως κατά πολύ το ποσό των 75.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 700.000 περίπου ευρώ. Από τα ίδια ως άνω ομοίως στοιχεία προκύπτει ότι τόσο ο 1ος κατηγορούμενος όσο και οι λοιποί κατηγορούμενοι τελούσαν κατ’ επάγγελμα πράξεις διακίνησης διότι από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων διακίνησης ο 1ος κατηγ/νος, καθώς και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με σκοπό την επανειλημμένη τέλεσή της, τόσο ο 1ος κατηγορούμενος (εισαγωγή μέσω εμπορικών εταιρειών εισαγωγής προϊόντων, απόκρυψη των ναρκωτικών σε εμπορευματοκιβώτια, εκμίσθωση χώρων αποθήκευσής τους κλπ), όσο και ο 2ος κατηγορούμενος (διασυνδέσεις και επαφές με διακινητές σε διάφορες χώρες, διαπραγμάτευση και συμφωνία για αγορά μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, μίσθωση αυτοκινήτου για τη μεταφορά της κλπ), προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν προέκυψε ότι ο 1ος κατηγορούμενος R. G. – Q. τέλεσε, κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό ειδικότερους τόπους και χρόνους, τις πράξεις της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ, με μερικότερες πράξεις διακίνησης α) την αγορά ποσότητας 233 κιλών και 715 γραμμαρίων κοκκαΐνης, β) την αποστολή αυτών διά θαλάσσης από τον Παναμά και εισαγωγή τους στην Ελλάδα (λιμάνι του Πειραιά), γ) την κατοχή και αποθήκευση αυτών στην προαναφερόμενη οικία στην … και δ) την απόπειρα πώλησης της ποσότητας των 48 περίπου κιλών στους συγκατηγορουμένους του. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει ο 1ος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων αυτών και όσα αντίθετα αυτός ισχυρίσθηκε, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως εκτιμήθηκαν ξεχωριστά αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και όχι από μόνη την κατάθεση του μάρτυρα Π., με αποτέλεσμα ο σχετικός ισχυρισμός που πρόβαλε ο 2ος κατηγορούμενος, ότι μόνη η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα δεν αρκεί για να οδηγήσει σε καταδίκη του κατηγορουμένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”. Στην συνέχεια το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα R. G. Q., ένοχο για τις πράξεις: “α) της συμμετοχής ως μέλος σε εγκληματική οργάνωση και β) της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (κατ’ εξακολούθηση αγορά, εισαγωγή, αποστολή, κατοχή, αποθήκευση, απόπειρα πώλησης) από κοινού, κατ’ επάγγελμα και με προσδοκώμενο όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και συγκεκριμένα του ότι: Στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, εκ προθέσεως ενεργώντας με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και χρηματική ποινή και συγκεκριμένα: 1) Στη Νότια και Κεντρική Αμερική, στο … και στην ευρύτερη περιοχή της Ελληνικής επικράτειας, σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2013 μέχρι τη σύλληψη του την 4-11-2014 και σε ημερομηνία, που βρίσκεται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος συμμετείχε ως μέλος από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα με περισσότερα των τριών προσώπων και με συγκεκριμένη κατανομή εγκληματικών ρόλων (εγκληματική οργάνωση), επιδιώκοντας τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο συμμετείχε ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα την οποία συγκρότησαν από κοινού οι (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., επιδιώκοντας τη διάπραξη κακουργημάτων, που προβλέπονται στις διατάξεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και συγκεκριμένα, το κακούργημα της διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης, της εισαγωγής τους από την Κεντρική Αμερική στην Ελλάδα και της περαιτέρω διακίνησής τους στην Ελλάδα και σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και τα οποία (κακουργήματα) πράγματι διαπράχθηκαν, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα κατωτέρω στην, υπό στοιχεία 2, πράξη, όπως αυτή αναλύεται. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο οι παραπάνω φυγόδικοι κατηγορούμενοι είχαν τη διεύθυνση της οργάνωσης και ο ρόλος του (ον) J. (επ) F. είναι κυρίως, ο συντονισμός της παράνομης διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών, η αναζήτηση αγοραστών στο εξωτερικό και των εν γένει προμηθευτών της οργάνωσης, περαιτέρω ο (ον) E. (επ) G. Q. του R., είχαν αναλάβει την οργάνωση της αποστολής και μεταφοράς των ποσοτήτων κοκαΐνης, μέσω εμπορευματοκιβωτίων, που μετέφεραν νόμιμα φορτία καθώς και της παραλαβής των ανωτέρω ποσοτήτων και ο 1ος (παρών) κατηγορούμενος την περαιτέρω διακίνησή τους. 2) Στους αναφερόμενους κατωτέρω τόπους και χρόνους εκ προθέσεως ενεργώντας από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F. και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, τέλεσε το έγκλημα της διακεκριμένης περίπτωσης παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης και της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών κατ’ επάγγελμα ενεργώντας και το προσδοκώμενο όφελός του υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ. Ειδικότερα, τέλεσε το ως άνω έγκλημα με τις εξής πράξεις: Α) Στη Νότια και Κεντρική Αμερική, σε χρόνο ο οποίος δεν προσδιορίστηκε επακριβώς, οπωσδήποτε όμως κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2013 μέχρι τη σύλληψή του την 4-11-2014 και σε ημερομηνίες που βρίσκονται εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές με αυτούς και έχοντας ενιαίο δόλο, αγόρασε από άτομα αγνώστων εισέτι στοιχείων, μη προσδιορισθείσες επακριβώς ποσότητες κοκαΐνης, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή τους στην Ελληνική Επικράτεια και σε χώρες της Ευρώπης, μέρος των οποίων αποτελούν οπωσδήποτε οι κατασχεθείσες ποσότητες κοκαΐνης των 233 κιλών και 715 γραμμαρίων, η αξία των οποίων ανέρχεται, τουλάχιστον στο ποσό των 2.500.000 ευρώ. Β) Στην ευρύτερη περιοχή της Ελληνικής Επικράτειας, ενεργώντας από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές και έχοντας ενιαίο δόλο, εισήγαγε μέσα στα όρια του Κράτους από την αλλοδαπή ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση τους. Συγκεκριμένα, την …2014, εισήγαγε στην Ελληνική Επικράτεια και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Πειραιά, με το εμπορικό πλοίο “…”, το οποίο απέπλευσε από το λιμάνι MANZANILLO του Παναμά την …2014, ποσότητα κοκαΐνης, η οποία ήταν τοποθετημένη εντός του υπ’ αριθ. … εμπορευματοκιβωτίου (container), το οποίο περιείχε νόμιμο φορτίο ανανά και συγκεκριμένα, η ανωτέρω ποσότητα ήταν επιμελώς κρυμμένη ανάμεσα στα κιβώτια με τον ανανά, μέσα σε τέσσερις (4) βαλίτσες και ένα ταξιδιωτικό σάκο, εντός των οποίων υπήρχαν 189 συσκευασίες με ταινία περιτυλίγματος, οι οποίες περιείχαν κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 233 κιλών και 715 γραμμαρίων, το δε συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο εκτελωνίστηκε. Γ) Στον Παναμά, την …2014 ενεργώντας από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές με αυτούς και έχοντας ενιαίο δόλο απέστειλε, απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή τους και συγκεκριμένα, στον άνω τόπο και χρόνο, απέστειλε από το λιμάνι του MANZANILLO του Παναμά, μέσω του εμπορικού πλοίου “…”, στο λιμάνι του Πειραιά, ποσότητα κοκαΐνης, η οποία ήταν τοποθετημένη εντός του υπ’ αριθ. … εμπορευματοκιβωτίου (container), το οποίο περιείχε νόμιμο φορτίο ανανά και συγκεκριμένα, η ανωτέρω ποσότητα ήταν επιμελώς κρυμμένη ανάμεσα στα κιβώτια με τον ανανά, μέσα σε τέσσερις (4) βαλίτσες και ένα ταξιδιωτικό σάκο, εντός των οποίων υπήρχαν 189 συσκευασίες με ταινία περιτυλίγματος, οι οποίες περιείχαν κοκαΐνη, συνολικού μικτού βάρους 233 κιλών και 715 γραμμαρίων, γνώριζε δε ότι μέσα στις ανωτέρω βαλίτσες και στον ταξιδιωτικό σάκο, τα οποία μετέφερε, μέσω του ανωτέρω πλοίου, υπήρχαν απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες. Δ) Στην Αθήνα, στις 4-11-2014, ενεργώντας από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές και έχοντας ενιαίο δόλο, κατείχε με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και της δυνατότητας να διαπιστώνει ανά πάσα στιγμή την ύπαρξη και να διαθέτει κατά τη βούλησή του, με σκοπό την περαιτέρω διακίνηση σε τρίτους απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα: α) Στον ανωτέρω τύπο και χρόνο και δη, στην … Αττικής περί ώρα 15.40, στην συμβολή των οδών …, στην οικία, στην οποία είχε αποκλειστική πρόσβαση καθώς είχε τα κλειδιά αυτής και δη στον υπόγειο χώρο στάθμευσης της ανωτέρω οικίας, κατελήφθη να κατέχει ενεργώντας και για λογαριασμό όλων των συγκατηγορουμένων του, εντός του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, μάρκας …, το οποίο αυτοκίνητο το είχε παραχωρήσει σε εκείνον ο συγκατηγορούμενος του (ον) T. E. (επ) C. με την συνδρομή του 3ου κατηγορουμένου Σ. Φ. ένα ταξιδιωτικό σάκο, εντός του οποίου υπήρχαν (39) αυτοσχέδιες νάιλον συσκευασίες (πακέτα) περιτυλιγμένες με μονωτική ταινία, οι οποίες περιείχαν, έκαστη, κοκαΐνη, βάρους περί του ενός κιλού, την οποία ποσότητα εν συνεχεία, επιχείρησε να πωλήσει στους προαναφερόμενους συγκατηγορουμένους του, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία 2ΣΤ του παρόντος κατηγορητηρίου πράξη, η ανωτέρω ποσότητα βρέθηκε και κατασχέθηκε. β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο σε υπνοδωμάτιο του πρώτου ορόφου της προαναφερόμενης οικίας κατείχε ενεργώντας και για λογαριασμό όλων των συγκατηγορουμένων του, τέσσερις βαλίτσες που περιείχαν κάθε μία σαράντα (40), τριάντα έξι (36), τριάντα τρεις (33) και σαράντα μία (41), αντιστοίχως, αυτοσχέδιες συσκευασίες, ήτοι συνολικά 150 πακέτα, περιτυλιγμένα με μονωτική ταινία, τα οποία περιείχαν κοκαΐνη, συνολικού βάρους, έκαστο, περί του ενός κιλού. Συνολικά βρέθηκαν και κατασχέθηκαν εντός της ανωτέρω οικίας 189 συσκευασίες-πακέτα, οι οποίες περιείχαν ποσότητα κοκαΐνης συνολικού μικτού βάρους 233 κιλών και 715 γραμμαρίων. Ε) Στην Αθήνα, εντός του τελευταίου μήνα μέχρι τη σύλληψή του την 4-1-2014, ενεργώντας από κοινού με τους (ον) E. (επ) G. Q. και (ον) J. (επ) F., ήτοι κατόπιν συναπόφασης και με ταυτόχρονες και διαδοχικές ή συγκλίνουσες συμπεριφορές και έχοντας ενιαίο δόλο, αποθήκευσε και δη τοποθέτησε σε χώρο ασφαλή και δυσπρόσιτο σε τρίτους, απαγορευμένες από το νόμο ναρκωτικές ουσίες, στον οποίο (χώρο) έχει αποκλειστική πρόσβαση, καθόσον έχει τα κλειδιά αυτής. Συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο ενεργώντας και για λογαριασμό όλων των συγκατηγορουμένων του και δη, σε οικία του στην … Αττικής κατά το προαναφερόμενο στην αρχή του παρόντος χρονικό διάστημα, στην συμβολή των οδών …, τοποθέτησε και απέκρυψε 189 συσκευασίες – πακέτα, που περιείχαν ποσότητα κοκαΐνης, συνολικού μικτού βάρους 233 κιλών και 715 γραμμαρίων. Η ως άνω οικία χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως χώρος αποθήκευσης ναρκωτικών ουσιών (καβάντζα). ΣΤ) Στη … Αττικής την 4.11.2014 και περί ώρα 14.00 στο επί της … … κατάστημα “…”, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα της πώλησης ναρκωτικών ουσιών, επιχείρησε πράξη που περιείχε αρχή εκτέλεσης του συγκεκριμένου κακουργήματος, πλην όμως η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση υπαναχώρησης, αλλά από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της βουλήσεώς του. Ειδικότερα, στη … Αττικής την 4-11-2014. και περί ώρα 15.40 στο ανωτέρω κατάστημα, ενεργώντας και για λογαριασμό των (ον) E. (επ) G. Q. του R. G. και της M. Q. Q. και (ον) J. (επ) F., επιχείρησε να πωλήσει στους (ον) T. E. (επ) C. και Σ. Φ., (39) αυτοσχέδιες νάιλον συσκευασίες (πακέτα), περιτυλιγμένες με μονωτική ταινία, οι οποίες περιείχαν, έκαστη, κοκαΐνη, βάρους περί του ενός και πλέον κιλού, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου είδους ανταλλάγματος. Ειδικότερα, ο 1ος κατηγορούμενος ενεργώντας για λογαριασμό των (ον) E. (επ) G. Q. του R. G. και (ον) J. (επ) F., συμφώνησε με τον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό του (ον) T. E. (επ) C. υποψήφιο αγοραστή και τον συνεργό του Σ. Φ., με τον οποίο (2ο κατηγορούμενο) επικοινωνούσε καθημερινά τηλεφωνικά, να του πωλήσει την παραπάνω ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών και ακολούθως, ο ίδιος (ον) R. (επ) G. Q. του R. G., ο οποίος είχε ήδη συναντηθεί την 1-11-2014 με τους προαναφερόμενους συγκατηγορουμένους του (ον) T. E. (επ) C. και Σ. Φ., στην ως άνω καφετερία, και με τον 2ο των οποίων συμφωνήθηκε, ως τόπος παραδόσεως των ναρκωτικών το πιο πάνω κατάστημα, συναντήθηκε εκ νέου με τους προαναφερόμενους στην προαναφερόμενη επιχείρηση, με την επωνυμία “…”, κατά την ανωτέρω ημερομηνία και δη, την 4-11-2014 και περί ώρα 14.00, οι οποίοι του παραχώρησαν το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, μάρκας …, που είχαν στην κατοχή τους και ακολούθως, αυτός μετέβη με το ανωτέρω αυτοκίνητο στην οικία, στη … Αττικής, στη συμβολή των οδών …, την οποία χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ως χώρο αποθήκευσης ναρκωτικών ουσιών (καβάντζα), περί ώρα 15.40 τοποθέτησε σε ένα ταξιδιωτικό σάκο εντός του ανωτέρω αυτοκινήτου, (39) αυτοσχέδιες νάιλον συσκευασίες (πακέτα), τυλιγμένες με μονωτική ταινία, οι οποίες περιείχαν έκαστη κοκαΐνη, βάρους περί του ενός και πλέον κιλού, με σκοπό να οδηγήσει το ανωτέρω αυτοκίνητο και να παραδώσει στον προαναφερόμενο υποψήφιο αγοραστή (2ο κατηγορούμενο) τις ανωτέρω ναρκωτικές ουσίες στο κατάστημα “…”, όπου και τον ανέμενε, πλην όμως η παράνομη αυτή συναλλαγή δεν ολοκληρώθηκε με την παράδοση των ναρκωτικών ουσιών και τη παραλαβή των συμφωνηθέντων χρημάτων, αντίστοιχα, όχι από δική του βούληση υπαναχώρησης, αλλά από αίτια εξωτερικά και ειδικότερα επειδή οι αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Ναρκωτικών που είχαν θέσει σε διακριτική παρακολούθηση τους (ον) R. (επ) G. Q. του R. G., (ον) T. E. (επ) C. και Σ. Φ., τους συνέλαβαν. Ο κατηγορούμενος την παραπάνω πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών τελεί κατ’ επάγγελμα, από κοινού με τους φυγόδικους συναυτουργούς του, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (σύσταση εγκληματικής οργανώσεως, ίδρυση μεταφορικής εταιρείας, προκειμένου να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στη μεταφορά και εισαγωγή των ναρκωτικών ουσιών, μακρόχρονη προετοιμασία, μεταφορά δια θαλάσσης με εμπορευματοκιβώτια τα οποία φορτώνονταν σε εμπορικά πλοία υπερπόντιων δρομολογίων κ.λ.π.), προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ το προσδοκώμενο όφελός του από την πράξη αυτή υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ. Περαιτέρω, τα ως άνω προκύπτουν από το γεγονός ότι οι φυγόδικοι συναυτουργοί του (1ου κατηγορουμένου) είχαν διασυνδέσεις με εμπόρους ναρκωτικών, από τις χώρες τις Κεντρικής Αμερικής, από τους οποίους αγόραζαν σημαντικές ποσότητες κοκαΐνης, με σκοπό την περαιτέρω διακίνησή της τους και από την ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης που κατείχε ο 1ος κατηγορούμενος από κοινού, αξίας τουλάχιστον 2.500.000.000 ευρώ”.
Με τον πρώτο, το δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο των αναιρετικών λόγων του κυρίως δικογράφου κατά την ορθή απαρίθμησή τους, όπως αυτοί επιτρεπτώς συμπληρώνονται με τον πρώτο πρόσθετο λόγο κατά το ορθό νοηματικό περιεχόμενό τους, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή για την εκ μέρους του τέλεση της παραπάνω δεύτερης αξιόποινης πράξης, δηλαδή της ιδιαίτερα διακεκριμένης περίπτωσης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών που τελέσθηκε στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης από κοινού κατ’ επάγγελμα, εκ της οποίας το προσδοκώμενο όφελος υπερβαίνει το ποσόν των 75.000 ευρώ, με την μορφή της κατ’ εξακολούθηση αγοράς, εισαγωγής, αποστολής, κατοχής, αποθήκευσης και απόπειρας πώλησης ναρκωτικών ουσιών, αλλά και ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 20 του Ν. 4139/2013, που επί πλέον, παραβιάσθηκε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και προσάπτει σ’ αυτήν (την προσβαλλόμενη απόφαση) τις απορρέουσες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, σχετικές πλημμέλειες. Με τον έκτο λόγο του κυρίως δικογράφου επίσης κατά την ορθή αρίθμησή του, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 187 παρ. 1 ΠΚ, καταδικάσθηκε για την πρώτη πράξη (συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση) και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια – κατά το ορθό νοηματικό της περιεχόμενο – και όχι την παράβαση από το αυτό ως άνω άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Θ’ ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας), όπως αβασίμως διατείνεται.
Με τις προαναφερθείσες παραδοχές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω δεύτερη αξιόποινη πράξη του και μάλιστα με τις παραπάνω επιβαρυντικές περιστάσεις, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο – μεταξύ των άλλων – καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 4139/2013, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 5, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α’ και 27 παρ. 1 ΠΚ, που σημειωτέον ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν, ήτοι οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, τα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά και τα υπ’ αριθμ. 2553, 671/2020 πρακτικά του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και οι απολογίες των εμφανισθέντων πρώτου κατηγορουμένου (και ήδη αναιρεσείοντος), ο οποίος σημειωτέον απολογήθηκε διά του νομίμως διορισθέντος προς τούτο διερμηνέως και του τρίτου κατηγορουμένου (Σ. Φ. του Α.), περαιτέρω δε, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την πρώτη πράξη, δηλαδή της συμμετοχής του (πρώτου κατηγορουμένου) σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ), όλες οι ενέργειες του, όπως επίσης και των προαναφερθέντων μελών της παραπάνω εγκληματικής οργάνωσης στα πλαίσια της λειτουργίας αυτής, ενώ αναφέρονται ακόμη τα (νέα) στοιχεία της ισχύουσας από 1-7-2019 διάταξης, δηλαδή η “επιχειρησιακά” δομημένη και με διαρκή “εγκληματική” δράση της εγκληματικής αυτής οργάνωσης, καθώς και ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο συνολικός (ενιαίος) δόλος όλων των ως άνω μελών της (που βεβαίως δεν ήταν αναγκαίο, επιβεβλημένο και απαραίτητο να ήταν και οι ίδιοι κατηγορούμενοι, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αφού θα μπορούσε αυτοί να ήταν ακόμη και άγνωστοι) για την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, δίχως να είναι αναγκαία, όπως προαναφέρθηκε στην σχετική νομική σκέψη αυτής της απόφασης, και η προσωπική συμμετοχή εκάστου μέλους σε επί μέρους πράξεις, οι οποίες οδηγούν στην επίτευξη του σκοπού της οργάνωσης, ενώ αναφέρονται επίσης, ο χρόνος, ο τρόπος δράσης και οι λοιπές περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες ο εν λόγω πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, ενήργησε ως μέλος στην οργάνωση αυτή αλλά και οι ενέργειές του, που αποσκοπούσαν στην ευόδωση των σκοπών της οργάνωσης, την διακίνηση δηλαδή ναρκωτικών ουσιών. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ακόμη, όσον αφορά την εν λόγω δεύτερη αξιόποινη πράξη, ο τρόπος που ενήργησε ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της συμμετοχής του στην παραπάνω εγκληματική οργάνωση και συγκεκριμένα, στην αγορά μεγάλης ποσότητας κοκκαΐνης από χώρες της Κεντρικής Αμερικής και την εν συνεχεία αποστολή της με εμπορικό πλοίο και την εισαγωγή της στην ελληνική επικράτεια, την ίδρυση στην Ελλάδα εταιρίας, τα όργανα της οποίας θα παραλάμβαναν για λογαριασμό της εγκληματικής αυτής οργάνωσης την παραπάνω ποσότητα κοκκαΐνης, που σημειωτέον επιμελώς είχε κρυφθεί σε ένα εμπορευματοκιβώτιο (container) μαζί με άλλα εμπορεύματα που μεταφέρονταν με ένα ναυλωμένο προς τούτο εμπορικό πλοίο και ότι οι παραπάνω ναρκωτικές ουσίες μετά την εισαγωγή τους στην Ελλάδα, αποθηκεύτηκαν στην προαναφερθείσα οικία, που βρίσκεται στην περιοχή της … Αττικής και ότι αυτός (πρώτος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων), έχοντας τα κλειδιά της ως άνω οικίας, κατείχε τις ναρκωτικές αυτές ουσίες και μάλιστα, αφού προηγουμένως ήλεγξε επισταμένως όλες τις 189 συσκευασίες, συνολικού βάρους 233 κιλών και 715 γραμμαρίων, επεχείρησε ακολούθως να πωλήσει, αλλά όμως δεν ολοκληρώθηκε τελικώς η συμφωνηθείσα πώλησή τους, όχι από δική του θέληση, αλλά γιατί επενέβησαν τα αστυνομικά όργανα και την απέτρεψαν, συλλαμβάνοντας όλους τους εμπλεκομένους, ενώ η συνολική αξία της ως άνω ποσότητας κοκκαΐνης υπερέβαινε το ποσόν των 75.000 ευρώ, ανερχόμενη σε 2.500.000 ευρώ. Όσον αφορά την κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξεως από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι από την προαναφερθείσα υποδομή που είχε διαμορφωθεί εκ μέρους του και συγκεκριμένα, από την αγορά μεγάλης ποσότητας ναρκωτικής ουσίας και την εν συνεχεία αποστολή της με ναυλωμένο πλοίο και την εισαγωγή της στην Ελλάδα, την πρόβλεψη να συσταθεί εταιρία στον Πειραιά για την παραλαβή των ναρκωτικών αυτών ουσιών με την παραπάνω μεθόδευση, την απόκρυψή της δηλαδή μέσα στα υπόλοιπα εμπορεύματα που υπήρχαν στο ως άνω εμπορευματοκιβώτιο (container), ώστε να μην δημιουργηθούν υπόνοιες και προβλήματα και να καταστεί δυνατή η ακώλυτη παραλαβή της, την μίσθωση κατάλληλου προς τούτο χώρου για την ασφαλή αποθήκευσή της, με σκοπό την πώλησή της σε τρίτους, τις επαφές και συνεννοήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκ μέρους του (κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος) με τρίτα πρόσωπα για την πώληση της παραπάνω ποσότητας ναρκωτικών ουσιών προς ευόδωση της όλης επιχείρησης, καθώς και από το μεγάλο αριθμό των ξεχωριστών συσκευασιών που περιείχαν τις ναρκωτικές ουσίες, προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και μάλιστα ιδιαιτέρως υψηλού. Επί πλέον αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αξία της εν λόγω ποσότητας των ναρκωτικών ουσιών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, δεδομένου ότι το προσδοκώμενο όφελος ανερχόταν σε 2.500.000 €, όπως ήδη αναφέρθηκε, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά το προαναφερθέν χρονικό σημείο η αξία της κοκκαΐνης διεθνώς προς πώληση ανερχόταν τουλάχιστον σε 40.000 ευρώ ανά κιλό, ενώ η αξία περαιτέρω πώλησής της σε μικρές ποσότητες ανερχόταν τουλάχιστον σε 45 ευρώ ανά γραμμάριο. Εξάλλου, οι εμπεριεχόμενες τόσο στο κύριο δικόγραφο (αίτηση αναίρεσης), όσο και στο ιδιαίτερο δικόγραφο των προσθέτων λόγων αναίρεσης, υπόλοιπες διάσπαρτες σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης αλλά και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της και συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αντιθέσεις κατ’ αυτόν, των παραδοχών της απόφασης προς τις επισημαινόμενες μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν αναιρετικές πλημμέλειες με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά πλήττουν ανεπιτρέπτως την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια, όλοι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, ως λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), κατά δε το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα υπάρχει, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, κατά δε το άρθρο 175 παρ. 1 ΚΠΔ, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, ενώ, κατά το άρθρο 176 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε, για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσίας επί της υποθέσεως (ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 1555/2019). Περαιτέρω, ανακριτική διείσδυση, όπως η διείσδυση προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 25 Β του Ν. 1729/1987 “Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις” και στο 28 του Ν. 3429/2006 (ΚΝΝ) και ήδη στο άρθρο 28 του νέου Ν. 4139/2013, είναι η κεκαλυμμένη δράση ανακριτικών και αστυνομικών οργάνων που εμφανίζονται ως πολίτες και δρουν ως agents provocateurs, ήτοι ως ηθικοί αυτουργοί ή συμμέτοχοι τέλεσης εγκληματικών πράξεων, αιρουμένου του αδίκου χαρακτήρα των πράξεων αυτών, εφόσον γίνονται με εντολή του προϊσταμένου τους. Οι πράξεις όμως των αστυνομικών υπαλλήλων που ενεργούν ως agents provocateurs, για ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου που διαπράττει εγκλήματα από τα αναφερόμενα στα άρθρα 20 και 23 του ΚΝΝ, πρέπει, να μη υπερβαίνουν τα όρια της ανωτέρω επιτρεπόμενης κεκαλυμμένης δράσης τους. Δηλαδή, πρέπει τα διωκτικά όργανα που διεισδύουν να περιορίζονται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκλημάτων παράβασης του ΚΝΝ, την τέλεση των οποίων ο δράστης είχε προαποφασίσει και θα τελούσε προς τρίτους και χωρίς την αστυνομική διείσδυση, ήτοι να μη είναι εκείνοι, οι οποίοι αποκλειστικά παρότρυναν τον κατηγορούμενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη, διότι τότε πρόκειται για υφαρπαγή ενοχής και παραβίαση της δίκαιης διαδικασίας, χωρίς να είναι και αναγκαίο να αποδεικνύεται, ότι η αξιόποινη πράξη θα είχε διαπραχθεί ακόμα και εάν δεν είχε μεσολαβήσει η επέμβαση και διείσδυση των αστυνομικών οργάνων. Διαφορετικά επέρχεται παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και ειδικότερα της τηρήσεως μιας δίκαιης διαδικασίας, που απαιτεί το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Σε περίπτωση που οι ανακριτικές πράξεις μεταξύ των οποίων και η ανακριτική διείσδυση δεν έγιναν με τις προϋποθέσεις που διαγράφονται στον ανωτέρω νόμο, καθίστανται άκυρες και έτσι τα εξ αυτών συλλεγέντα στοιχεία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ενώπιον του δικαστηρίου, αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρ. 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1354/2018, ΑΠ 726/2017, ΑΠ 1122/2014). Εξάλλου με το άρθρο 237 ΚΠΔ που τιτλοφορείται “Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων”, ορίζεται ότι: “1. Στους υπόπτους ή στους κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας το κλητήριο θέσπισμα και ολόκληρο το παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι, καθώς και οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για το χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγράφων τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κατηγορίας. 2. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων… 5. Για την εξέταση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν αυτή γίνεται με τη συνδρομή διερμηνέα ή όταν γίνεται προφορική μετάφραση ή σύνοψη βασικών εγγράφων ή για την παραίτηση των ανωτέρω από το δικαίωμα της μετάφρασης, συντάσσεται έκθεση ή γίνεται ειδική μνεία στην έκθεση που συντάσσεται από το αρμόδιο κάθε φορά όργανο”.
Με τον έβδομο λόγο του κυρίως δικογράφου κατά την ορθή αρίθμησή του, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι το σχετικό κλητήριο θέσπισμα που τον αφορούσε, δεν μεταφράσθηκε σε γλώσσα που ο ίδιος κατανοούσε και ότι επίσης δεν μεταφράσθηκε η υπ’ αριθμ. 2553/2020, 671/2020 (αναβλητική) απόφαση του Εφετείου, με την οποίαν προσδιορίσθηκε να συζητηθεί η υπόθεση ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, ενώ την ίδια ακριβώς πλημμέλεια αποδίδει ο αναιρεσείων και με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο κατά την ορθή αρίθμησή του, ισχυριζόμενος για τους αναφερομένους εκ μέρους του λόγους, ακυρότητα της ανακριτικής διείσδυσης που έλαβε χώρα καθώς και των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από αυτήν. Τόσον η πρώτη αιτίαση κατά το πρώτο σκέλος της, αυτό δηλαδή που αφορά την επίδοση στον εν λόγω πρώτο κατηγορούμενο του σχετικού κλητηρίου θεσπίσματος χωρίς αυτό να έχει προηγουμένως μεταφραστεί σε γλώσσα που ο αλλοδαπός πρώτος κατηγορούμενος αγνοούσε (και συγκεκριμένα, στην αγγλική και στην ισπανική) αλλά και η δεύτερη αιτίαση που αφορά την νομιμότητα της ανακριτικής διείσδυσης που έλαβε χώρα, εφόσον ανάγονται στην προδικασία και δεν προτάθηκαν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καλύφθηκαν κατά τα προεκτεθέντα και ως εκ τούτου άλλωστε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τον ισχυρισμό ότι δεν έλαβε χώρα νόμιμη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ενώ παράλληλα, νομίμως έλαβε υπόψη του για την δημιουργία της δικαστικής πεποίθησής του και εκτίμησε μεταξύ των άλλων και τα αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν στα πλαίσια της ανακριτικής διείσδυσης. Κατά συνέπειαν, ο προαναφερθείς αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και ως προς τις δύο περιπτώσεις. Το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο πάντως, παρά το απαράδεκτο των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψε την δεύτερη αιτίαση για την εγκυρότητα η μη της διαταχθείσας ανακριτικής διείσδυσης διαλαμβάνοντας τα εξής: “Τέλος σημειώνεται ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας, για την ανακριτική διείσδυση που πραγματοποίησαν στην παρούσα υπόθεση οι μάρτυρες με τα κωδικό ονόματα Κ. Δ. (ιδιώτης, συνεργαζόμενος με την Υποδ/νση Δίωξης Ναρκωτικών) και Κ. Π. (αστυνομικός), τηρήθηκαν οι διατάξεις που την προβλέπουν, δηλαδή εκείνες των άρθρων 253 Α παρ. 1, 2 και 3 ΚΠΔ, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 4139/13 (ήτοι σοβαρές ενδείξεις περί συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ιδιαιτέρως δυσχερής η εξιχνίαση κατ’ άλλο τρόπο, έκδοση εισαγγελικής διατάξεως, επικύρωση αυτής με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, συγκεκριμένη χρονική διάρκεια της διείσδυσης, κεκαλυμμένη δράση εντός των επιτρεπομένων εκ του νόμου πλαισίων). Εξάλλου, λόγω του ιδιόμορφου χαρακτήρα της ανακριτικής αυτής πράξεως που συνίσταται στο ότι πραγματοποιείται από προανακριτικό υπάλληλο ή συνεργαζόμενο ιδιώτη που δρα με ψευδή στοιχεία και συγκαλυμμένα, δηλαδή με την ψευδή ιδιότητα του συμμέτοχου της εγκληματικής πράξεως και όχι με την πραγματική του ιδιότητα, δεν συντάσσεται έκθεση για τη βεβαίωση της πράξεως αυτής κατά το άρθρο 148 ΚΠΔ, αλλά οι ανακριτικώς διεισδύσαντες εξετάζονται ως μάρτυρες στην ποινική διαδικασία, όπως εν προκειμένω οι προαναφερόμενοι. Στην προκειμένη περίπτωση ενόψει της επικείμενης μεταφοράς και φύλαξης από τους ανακριτικώς διεισδύσαντες των εισαχθεισών ναρκωτικών ουσιών, συντάχθηκε η αναγνωστέα από …2014 έκθεση έρευνας εμπορευματοκιβωτίου και ζυγίσεως από τους αναφερομένους σ’ αυτήν αρμόδιους προανακριτικούς υπαλλήλους, στην οποία βεβαιώνεται η ανεύρεση εντός του εμπορευματοκιβωτίου των επίμαχων ποσοτήτων κοκαΐνης και η ζύγιση αυτών. Κατά συνέπεια από τη μη σύνταξη εκθέσεων εκ μέρους των ανακριτικώς διεισδυσάντων, δεν καθίστανται παράνομες οι πράξεις ανακριτικής διείσδυσης που πραγματοποίησαν, ούτε επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ η αποδεικτική αξιοποίησή τους στην παρούσα υπόθεση και ως εκ τούτου η ανωτέρω ένσταση πρέπει να απορριφθεί”. Εξάλλου η πρώτη αιτίαση και ως προς τα δύο σκέλη της απορρίφθηκε από το δικαστήριο με το εξής σκεπτικό: “Όσον αφορά τον ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος λόγω μη μετάφρασης τούτου στη γλώσσα που αυτός ομιλεί (αγγλική ή ισπανική) κατά την επίδοσή του προς αυτόν καθώς και περί ακυρότητας των εντεύθεν διαδικαστικών πράξεων και δικαστικών ενεργειών λόγω μη μετάφρασης της εκκαλούμενης απόφασης και της αναφερόμενης αναβλητικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να ειπωθούν τα παρακάτω. Το κλητήριο θέσπισμα το οποίο περιέχει την εναντίον του πρώτου κατηγορουμένου κατηγορία, επιδόθηκε σε αυτόν νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 321 ΚΠΔ, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να επισυνάπτεται μετάφρασή του στην ισπανική ή αγγλική γλώσσα, καθόσον ο κατηγορούμενος έλαβε πλήρη γνώση στη αγγλική γλώσα, της κατηγορίας που περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα κατά την απολογία του ενώπιον του ανακριτή, στο πλαίσιο της κύριας ανακρίσεως. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτήν παρέστησαν αμφότεροι μετά συνηγόρου, ενώ είχε αυτεπαγγέλτως διοριστεί σ’ αυτόν διερμηνέας της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος διερμήνευσε όλα όσα διαμείφθηκαν κατά την διάρκεια της απολογίας του, μετέφρασε δε, προφορικά λόγω του κατεπείγοντος της υπόθεσης (ήτοι περιορισμένος χρόνος για ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας ενόψει της προσωρινής του κράτησης), στην αγγλική γλώσσα την κατηγορία βάσει της οποίας απολογήθηκε χωρίς ο τελευταίος να προβάλει αντιρρήσεις ότι η προφορική μετάφραση της κατηγορίας δεν ήταν επαρκής(βλ. σχετικές εκθέσεις απολογίας των ανωτέρω κατηγορουμένων). Κατά συνέπειαν, δεν στερήθηκε του δικαιώματος που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 236Α ΚΠΔ και η παραπάνω ένσταση του κατηγορουμένου περί απόλυτης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος κατ’ άρθο 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και για τον ισχυρισμό του ιδίου περί ακυρότητος και των παραπέρα δικαστικών ενεργειών που προαναφέρθηκαν, καθόσον τόσο στο πρωτόδικο δικαστήριο και κατά την δικάσιμο ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη σημερινή, ο α’ κατηγορούμενος ήταν παρών μετά συνηγόρου αλλά και μεταφραστή, ο οποίος διερμήνευε όλα όσα διαμείφθησαν στο πρώτο Δικαστήριο (Τριμελές Κακουργημάτων) αλλά και στο Δικαστήριο που ανέβαλε την συζήτηση της υπόθεσης…”. Εφόσον λοιπόν ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων έλαβε σαφή γνώση της σχετικής κατηγορίας που τον βάρυνε μαζί με τους συνηγόρους υπεράσπισής του αλλά και της αναβολής συζήτησης της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό, ο προαναφερθείς αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α’ ΚΠΔ, που αφορά και τις δύο παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο υπεράσπισής του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στην μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 643/2023, ΑΠ 866/2022). Με τον όγδοο λόγο του κυρίως δικογράφου κατά την ορθή αρίθμησή του, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι απορρίφθηκαν οι υποβληθέντες εκ μέρους του αυτοτελείς ισχυρισμοί, να του αναγνωρισθούν δηλαδή οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α’ και ε’ ΠΚ και ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη προς τούτο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αλλά και ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και επιπλέον ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπερέβη (αρνητικά) την εξουσία του, αφού δεν του αναγνώρισε τις ως άνω ελαφρυντικές περιστάσεις, παρότι συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προς τούτο όροι και προϋποθέσεις και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ κατά το ορθό νοηματικό τους περιεχόμενο και όχι και για υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Θ’ ΚΠΔ). Στην προκειμένη υπόθεση για τα προαναφερθέντα θέματα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, τα οποία σημειωτέον δεν έχουν διορθωθεί, ούτε προσβληθεί για πλαστότητα και επομένως αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά (άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠΔ), προκύπτει ότι: “Οι συνήγοροι του πρώτου κατηγορουμένου, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησαν να αναγνωριστούν στον πρώτο κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ ΠΚ, ισχυρισμό τον οποίο κατέθεσαν και εγγράφως για να καταχωρηθεί στα πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 ΚΠΔ”, που έχει κατά το ενδιαφέρον μέρος ως εξής: Ενόψει όσων αποδείχθηκαν επ’ ακροατηρίω (αναγνωσθέντα έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων, ιδίως υπερασπίσεως), ζητώ παραδεκτώς, νομίμως και ευπροσώπως να μου αναγνωρισθούν οι κάτωθι ελαφρυντικές περιστάσεις: Του προτέρου συννόμου βίου, καθώς μέχρι την τέλεση των πράξεων, οι οποίες μου αποδόθηκαν, έζησα, πραγματικά, σύννομο (άρθρο 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ)…Το ανωτέρω πιστοποιείται από το λευκό ποινικό μητρώο μου [και μάλιστα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην χώρα γεννήσεώς μου] (την ανάγνωση των οποίων, μάλιστα, ζητώ ειδικώς από το Δικαστήριο Σας), πράγμα που, από μόνο του, αρκεί, κατά Νόμον, για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως…Πραγματικά, τούτο επιβάλλεται από τη συνεχή, από νεαρής ηλικίας, φιλοπονία και επαγγελματική μου ενασχόληση, από τις καθόλου θετικές και σταθερές εκδηλώσεις κάθε μορφής της ζωής μου, από την εργατικότητά μου στην εταιρεία της μητέρας μου που εργαζόμουν, από την πανθομολογούμενη αγάπη και αφοσίωσή μου στην οικογένειά μου, από τις άριστες σχέσεις μου με τους πρώην συναδέλφους μου, αλλά και με τους συγκρατούμενούς μου και από την καθόλου κοινωνική καταξίωσή μου (στον κοινωνικό περίγυρό μου), τις άριστες κοινωνικές μου σχέσεις, γενικώς, κλπ….Η θετική, αυτή, συμπεριφορά μου πλήρως αποδεικνύεται, ενδεικτικώς από τα εξής: Γεννήθηκα στο … το 1989. Είμαστε πολύτεκνη οικογένεια που αποτελείται από τέσσερα αδέλφια και εγώ είμαι το μικρότερο παιδί της οικογένειας. ‘Οταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, εργάστηκα στην εταιρεία της μητέρας μου και συγκεκριμένα στο πακετάρισμα λεμονιών. Η πόλη που μεγάλωσα είναι γνωστή για την παραγωγή λεμονιών. Επαναλαμβάνω έστω και αν γίνομαι κουραστικός, ότι είχα άριστες σχέσεις, τόσο με την οικογένεια μου, όσο και με τους συναδέλφους μου. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται και από την μαρτυρική κατάθεση ενώπιον Σας, της μητέρας μου, η οποία βεβαίωσε όλα τα παραπάνω και ιδίως ότι είχα άριστες σχέσεις με το προσωπικό της επιχείρησης και ότι πάντοτε παρείχα τη βοήθεια μου σε όποιο συνάνθρωπό μου, είχε ανάγκη. Της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς…δεδομένου ότι συμπεριφέρθηκα καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα με την πράξη (οχτώ ολόκληρα χρόνια), που εσφαλμένως φρονώ, μου αποδόθηκε…Η μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά μου πλήρως αποδεικνύεται από τις υπηρεσιακές βεβαιώσεις του Καταστήματος Κράτησης …, με την οποία βεβαιώνεται ότι κατά το διάστημα κράτησής μου στη φυλακή (επί ένα περίπου έτος) επέδειξα διαγωγή ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ υπακούοντας στις εντολές του προσωπικού για την εύρυθμη λειτουργία του καταστήματος, χωρίς να έχω εμπλακεί σε εξεγέρσεις ή αναταραχές και δεν τιμωρήθηκα πειθαρχικά. Περαιτέρω, βεβαιώνεται ότι καθόλη τη διάρκεια της κράτησής μου εργάζομαι ως νοσοκόμος στο ιατρείο – φαρμακείο, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη εργατικότητα και ζήλο, έχοντας πραγματοποιήσει συνολικά χίλια τριακόσια σαράντα τρία (1.343) ημερομίσθια στο ιατρείο – φαρμακείο του Καταστήματος Κρατήσεώς μου. Η τοποθέτησή μου άλλωστε να εργασθώ, στο ιατρείο – φαρμακείο του Καταστήματος στο οποίο κρατούμαι, καταδεικνύει την εμπιστοσύνη που τρέφει στο πρόσωπό μου, η Διοίκηση του Καταστήματος Κρατήσεως, καθώς λόγω της ιδιότητάς μου ως νοσοκόμου, χειρίζομαι ιατρικά σκευάσματα, φάρμακα κλπ. Η άψογη συμπεριφορά μου εντός της φυλακής, όπως αναμφιβόλως, από τα ως άνω συνάγεται, είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς ενός κρατουμένου. Ο χαρακτηρισμός της διαγωγής μου εντός της φυλακής ως “ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ” αποδεικνύει ότι η συμπεριφορά μου υπερβαίνει εμφανώς το όριο της συνήθους συμπεριφοράς που επιβάλλεται στον μέσο κρατούμενο υπό τις συνθήκες κράτησης. Η δε θετική συμπεριφορά μου δεν είναι αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού αλλά αυτόβουλης διάθεσης αρμονικής και κοινωνικής διαβίωσής μου…Δεν περιορίζομαι σε παθητική στάση, δηλ. δεν τηρώ, απλώς απαρεγκλίτως, τους κανόνες της φυλακής, όπου κρατούμαι, χωρίς να έχω δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα (όπως προκύπτει από τις βεβαιώσεις διαγωγής του Καταστήματος Κράτησης …, την ανάγνωση των οποίων ζητώ, το περιεχόμενο των οποίων μιλάει από μόνο του), αλλά και συμμετέχω, ενεργώς, σε κάθε πρόγραμμα, που μπορεί να με ωφελήσει ως κοινωνικό άτομο. Προς επίρρωση του ανωτέρω ισχυρισμού μου Σας προσκομίζω και τιμητικές πλακέτες για την συμμετοχή μου σε αθλητικές δραστηριότητες στο Κατάστημα Κρατήσεως …. Αλλά και από μια απλή ανάγνωση της ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου C. T. που πραγματοποιήθηκε στο Σωφρονιστικό Κατάστημα …, αποδεικνύει την πλήρη μεταμέλειά μου. Τέλος, στην πατρίδα μου ήμουν τακτικός αιμοδότης, στην Τράπεζα Αίματος της περιφέρειας …, όπου και κατοικούσα, όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση που προσκομίζω. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι επέδειξα γενικώς, μετά την πράξη, ιδίως κατά το διάστημα της κρατήσεώς μου, συμπεριφορά εντελώς διακριτή σε σχέση με την συμπεριφορά των υπολοίπων κρατουμένων. Το χρονικά διάστημα των οχτώ (8) περίπου ετών, το οποίο έχω κρατηθεί, μέχρι σήμερα, είναι ασφαλώς μεγάλο…Συντρέχουν, συνεπώς, στο πρόσωπό μου οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως και του ελαφρυντικού της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς…”. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε – μεταξύ των άλλων – τον ως άνω υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό και ως προς τα δύο σκέλη του, με το εξής σκεπτικό: “Από την όλη αποδεικτική διαδικασία (κατάθεση μαρτύρων, έγγραφα) δεν προέκυψαν ικανά περιστατικά που να στηρίζουν και να πείθουν το Δικαστήριο για την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών των κατηγορουμένων περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό τους των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Επομένως, τα σχετικά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα”. Με αυτά που δέχθηκε το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του πρώτου κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση δηλαδή σ’ αυτόν των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ και ε’ ΠΚ, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Συνεπώς, ο προαναφερθείς λόγος της κρινόμενης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το προαναφερθέν σκέλος της, αυτό δηλαδή που αφορά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ και ε’ ΠΚ και εν συνεχεία, στην περίπτωση αποδοχής κάποιας από αυτές ή αμφοτέρων, την επιβολή ποινής σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για τις προαναφερθείσες δύο αξιόποινες πράξεις του, (αφού ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της δεύτερης πράξης η διάταξη του άρθρου 463 παρ. 4 νΠΚ), όπως και τον εν συνεχεία καθορισμό συνολικής ποινής εις βάρος του κατηγορουμένου. Επομένως, αφού παρέλκει η έρευνα του τελευταίου (εννάτου κατά την ορθή αρίθμηση) λόγου του κυρίως δικογράφου από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, από την μη εφαρμογή του άρθρου 463 παρ. 4 ΠΚ για τον καθορισμό του ύψους της επιβλητέας σ’ αυτόν ποινής για την παραπάνω δεύτερη πράξη του, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 952Α, 1315Α, 1847/2022 απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και συγκεκριμένα, ως προς το σκέλος της που αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του (πρώτου) κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος (επ) Q. G. (ον) R. του R. G., για την αναγνώριση σ’ αυτόν των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ και ε’ ΠΚ και εν συνεχεία, σε περίπτωση αποδοχής κάποιας από αυτές ή αμφοτέρων, την επιβολή ποινής σε βάρος του εν λόγω πρώτου κατηγορουμένου για τις προαναφερθείσες δύο αξιόποινες πράξεις του, όπως και τον εν συνεχεία καθορισμό εις βάρος του συνολικής ποινής.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την από 1-6-2023 αίτηση του (επ) Q. G. (ον) R. του R. G. και τους ασκηθέντες με το από 26-10-2023 ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτους αυτής λόγους για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 952Α, 1315Α, 1847/10-11-2022 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :