ΑΠΟΦΑΣΗ
Doynov κατά Βουλγαρίας της 01.04.2025 (προσφ. αριθ. 27455/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η ασκηθείσα προσφυγή αφορούσε ισχυρισμό ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν ήταν ανεξάρτητο και αμερόληπτο όταν αποφάνθηκε επί αγωγής αποζημίωσης, που είχε ασκηθεί κατά του ίδιου δικαστηρίου, για παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, όταν ένα δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει αγωγή αποζημίωσης που στρέφεται εναντίον του ιδίου του δικαστηρίου, το άρθρο 7 του νόμου περί κρατικής ευθύνης – που θεσπίστηκε μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Mihalkov κατά Βουλγαρίας (αριθ. 67719/01) – προέβλεπε ρητά ότι το εν λόγω δικαστήριο έπρεπε να παραιτηθεί από τη δικαιοδοσία του, με εξαίρεση για τα δύο ανώτατα δικαστήρια. Σημειώνοντας επίσης ότι ο προσφεύγων είχε χρησιμοποιήσει τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο και είχε λάβει αιτιολογημένη απάντηση στα επιχειρήματά του σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο εξετάστηκαν οι ισχυρισμοί του δεν ήταν ασυμβίβαστος με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά τους φόβους του προσφεύγοντος ότι οι δικαστές δεν ήταν αμερόληπτοι, δεδομένης της επαγγελματικής τους σχέσης με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο ήταν εναγόμενο στην αγωγή του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο ξεκίνησε σημειώνοντας ότι οι δικαστές που είχαν αποφανθεί επί της αγωγής του προσφεύγοντος δεν ήταν οι ίδιοι με εκείνους που είχαν επικυρώσει την απόφαση σχετικά με την αστυνομική του κράτηση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το καθεστώς των δικαστών στη Βουλγαρία διέπεται από το Σύνταγμα και το νόμο, τα οποία περιέχουν πολυάριθμες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, και ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ένα ανεξάρτητο όργανο, ήταν υπεύθυνο για την αυτοδιοίκηση του δικαστικού σώματος.
Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται να υπήρχε καμία ιεραρχική ή οικονομική σχέση μεταξύ των δικαστών που είχαν εκδικάσει την αγωγή του προσφεύγοντος και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (το οποίο, ως νομικό πρόσωπο, ήταν εναγόμενο στη διαδικασία) που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία τους.
Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι η επιβολή αποζημίωσης στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ήταν πιθανό να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στον προϋπολογισμό του δικαστηρίου αυτού και, ως εκ τούτου, στην αμοιβή των δικαστών του, τις συνθήκες εργασίας τους ή τη λειτουργία του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Mihail Ivanov Doynov, είναι Βούλγαρος υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Μπουργκάς (Βουλγαρία).
Στις 25 Νοεμβρίου 2015 συνελήφθη ως ύποπτος ότι απείλησε με βόμβα, απειλή η οποία αποδείχτηκε ψευδής, σε πολιτιστικό κέντρο και τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση. Έκανε αίτηση στα δικαστήρια για να αναιρεθεί η έκδοση διαταγής προσωρινής κράτησης . Η αίτησή του απορρίφθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Και τα δύο δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η διαταγή που τον έθεσε υπό κράτηση είχε συμμορφωθεί με τις σχετικές διατάξεις του νόμου και ότι, όταν συνελήφθη, υπήρχε εύλογη υποψία ότι είχε διατυπώσει ψεύτικες απειλές για βόμβα.
Στις 16 Ιουνίου 2017 απαγγέλθηκε επίσημα ποινική δίωξη σε βάρος του. Καταδικάστηκε με απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Μπουργκάς, η οποία επικυρώθηκε στην έφεση. Δεδομένου ότι δεν είχε προηγούμενες καταδίκες, το δικαστήριο αποφάσισε να μην επιβάλει ποινή, αλλά διοικητικό πρόστιμο.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2020 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης βάσει του άρθρου 2γ του νόμου περί ευθύνης του κράτους σε σχέση με διάφορες εικαζόμενες παραβιάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απαντώντας σε αίτημα παροχής διευκρινίσεων από το διοικητικό δικαστήριο, ο προσφεύγων δήλωσε ότι η καταγγελία αφορούσε διάφορες παραβιάσεις των δικαιωμάτων του βάσει του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ιδίως το δικαίωμά του σε νομική συνδρομή, το δικαίωμά του στην ελευθερία, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης, το δικαίωμα σε δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη, παραβιάσεις που φέρονται να διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων και στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.
Με απόφαση της 4 Δεκεμβρίου 2020, το διοικητικό δικαστήριο επανέλαβε ότι τρεις προϋποθέσεις έπρεπε να πληρούνται για να θεωρηθεί ότι ένα κράτος μέλος ως υπεύθυνο για παράβαση του δικαίου της ΕΕ, ήτοι: πρώτον, η ύπαρξη ενός νομικού κανόνα που αποσκοπεί στην παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, δεύτερον, επαρκώς σοβαρή παραβίαση του κανόνα αυτού και, τρίτον, η ύπαρξη άμεσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβίασης αυτής και της ζημίας που υπέστη. Εξετάζοντας τις περιστάσεις της υπόθεσης, έκρινε ότι οι διατάξεις του δικαίου της ΕΕ που επικαλείται ο προσφεύγων αποσκοπούσαν πράγματι στο να παράσχουν δικαιώματα σε ιδιώτες, αλλά ότι καμία παράβαση των κανόνων αυτών δεν είχε διαπιστωθεί. Κατά συνέπεια, απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος.
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Την 1η Μαρτίου 2021 το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση και την παρέπεμψε στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Αρχικά, ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε καταβάλει το απαιτούμενο δικαστικό τέλος και ανέστειλε τη διαδικασία. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής. Ζήτησε την εξαίρεση όλων των δικαστών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι το δικαστήριο αυτό ήταν το εναγόμενο στην αγωγή του. Σημείωσε επίσης ότι ο Πρόεδρος συμμετείχε στην έδρα που εξέδωσε την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, συμμόρφωση της οποίας προς το δίκαιο της ΕΕ αμφισβητούσε ο προσφεύγων.
Με απόφαση της 29 Ιουνίου 2021, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, που συνεδρίασε σε τριμελή σύνθεση, ακύρωσε την απόφαση περί αναστολής και διέταξε τη συνέχιση της διαδικασίας.
Στις 20 Οκτωβρίου 2021 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, σε τριμελή σύνθεση, πραγματοποίησε ακρόαση κατά την οποία ο προσφεύγων ζήτησε εκ νέου να εξαιρεθούν όλοι οι δικαστές του δικαστηρίου αυτού από την υπόθεσή του, με την αιτιολογία ότι το ίδιο το δικαστήριο ήταν διάδικος στη διαδικασία. Πρότεινε η υπόθεσή του να εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο με αρμοδιότητα σε αστικές υποθέσεις, δηλαδή το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, καθώς το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι κανένας από τους λόγους για την εξαίρεση των δικαστών, όπως ορίζονται στο άρθρο 22 του Κώδικα Δικονομίας, δεν συνέτρεχε.
Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, της τριμελούς σύνθεση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε η αγωγή του προσφεύγοντος. Έκρινε ότι η διάταξη που προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης του κράτους, σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο που εκδικάζει αγωγή αποζημίωσης στην οποία είναι το ίδιο εναγόμενο οφείλει να παραπέμψει σε πλησιέστερο δικαστηρίο του ίδιου βαθμού δικαιοδοσίας, αυτό όμως δεν ίσχυε για το ανώτατο δικαστήριο, καθώς το ανώτατο δικαστήριο κάθε δικαστικού κλάδου ήταν μοναδικό και δεν μπορούσε να υποκατασταθεί. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο στο να εκδικάζει υποθέσεις στις οποίες ήταν διάδικος τόσο ως νομικό πρόσωπο όσο και ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, η ευθύνη του οποίου είχε αναληφθεί. Όσον αφορά τις περιστάσεις της υπόθεσης, έκρινε ότι η αμεροληψία της έδρας που κλήθηκε να εκδικάσει την υπόθεση του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, δεδομένου ότι κανένα από τα μέλη του δεν συμμετείχε στην έδρα που εξέδωσε την απόφαση, η συμμόρφωση της οποίας με το δίκαιο της ΕΕ αμφισβητήθηκε.
Όσον αφορά την ουσία του ισχυρισμού του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 51 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ απαιτούσε από τις εθνικές αρχές να συμμορφώνονται με τις διατάξεις μόνο όταν αμφισβητείται η εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, και έκρινε ότι αυτό δεν συνέβαινε εν προκειμένω. Διαπίστωσε ότι η αστυνομική κράτηση του προσφεύγοντος, που διατάχθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία σχετικά με την υποψία διάπραξης ποινικού αδικήματος, δεν αφορούσε τομέα στον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε δικαιοδοσία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε αυτές τις περιστάσεις, ο προσφεύγων δεν είχε λόγο να επιδιώξει να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του κράτους για παραβάσεις του δικαίου της ΕΕ και, κατά συνέπεια, επικύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεδομένου δε ότι η έφεση είχε απορριφθεί, ο προσφεύγων υποχρεώθηκε να καταβάλει στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο 100 λέβα Βουλγαρίας ((BGN) – 51 ευρώ για τα έξοδα της εσωτερικής νομικής εκπροσώπησης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου περί κρατικής ευθύνης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι ο προσφεύγων αμφισβήτησε το γεγονός ότι το Ανώτατο
Διοικητικό Δικαστήριο ήταν αμερόληπτο εκδικάζοντας αγωγή στην οποία ήταν εναγόμενο, και η οποία ζητούσε να διαπιστωθεί ευθύνη του ίδιου δικαστηρίου για πρόδηλη παράβαση του δικαίου της ΕΕ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε αυτές τις περιστάσεις η επαγγελματική σχέση των δικαστών με έναν από τους διαδίκους της διαφοράς θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει αμφιβολίες στον προσφεύγοντα ως προς την αμεροληψία και την ανεξαρτησία τους έναντι του άλλου διαδίκου. Επομένως, ήταν αναγκαίο να εξακριβωθεί αν οι αμφιβολίες του προσφεύγοντος ως προς το θέμα αυτό θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντικειμενικά δικαιολογημένες στην προκειμένη περίπτωση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε, πρώτον, ότι το βουλγαρικό δίκαιο περιείχε διαδικαστικούς κανόνες που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση της αμεροληψίας των δικαστών. Το άρθρο 22 της ισχύουσας Δικονομίας προέβλεπε ότι ο δικαστής είχε την υποχρέωση να απέχει των καθηκόντων του, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης των διαδίκων, αν υπάρχει αμφιβολία ως προς την αμεροληψία του. Επιπλέον, η έλλειψη αμεροληψίας ενός δικαστηρίου ήταν λόγος για ένα ανώτερο δικαστήριο να ακυρώσει τις αποφάσεις του.
Όπου, πιο συγκεκριμένα, ένα δικαστήριο όφειλε να εξετάσει μια αγωγή αποζημίωσης που ασκήθηκε εναντίον του, το άρθρο 7 του νόμου περί κρατικής ευθύνης – που θεσπίστηκε μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Mihalkov κατά Βουλγαρίας (αριθ. 67719/01) – προέβλεπε ρητά ότι το εν λόγω δικαστήριο έπρεπε να παραιτηθεί από τη δικαιοδοσία του, με εξαίρεση τα δύο ανώτατα δικαστήρια.
Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων είχε χρησιμοποιήσει τα ένδικα μέσα που προέβλεπε το εσωτερικό δίκαιο και είχε λάβει αιτιολογημένη απάντηση στα επιχειρήματά του σε κάθε περίπτωση. Σημείωσε ότι ο προσφεύγων που αμφισβητούσε την αμεροληψία των δικαστών που εξέτασαν την υπόθεσή του δεν έκανε καμία αναφορά σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη προσωπικής μεροληψίας εκ μέρους των εν λόγω δικαστών. Επιπλέον, όσον αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος να εξαιρεθούν όλοι οι δικαστές του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν ήταν δυνατόν, βάσει των εσωτερικών δικονομικών κανόνων, να υποβληθεί σε ανώτερο δικαστήριο ή σε άλλους δικαστές του ίδιου δικαστηρίου οι οποίοι δεν είχαν ασχοληθεί προηγουμένως με αυτό.
Το αίτημά του συνεπαγόταν επομένως τον κίνδυνο παράλυσης του δικαστικού συστήματος του εναγόμενου κράτους. Υπό το πρίσμα αυτών των παρατηρήσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος είχαν εξεταστεί δεν φαίνεται να ήταν ασυμβίβαστος με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά τους φόβους του προσφεύγοντος σχετικά με την αμεροληψία των δικαστών, ενόψει της επαγγελματικής τους σχέση με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο ξεκίνησε σημειώνοντας ότι οι δικαστές που είχαν αποφανθεί επί της αγωγής του προσφεύγοντος δεν ήταν οι ίδιοι με εκείνους που είχαν επικυρώσει την απόφαση σχετικά με την αστυνομική του κράτηση. Ομοίως, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι οι δικαστές της έδρας είχαν διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο στην υπεράσπιση που παρουσιάστηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο είχε εκπροσωπηθεί στη διαδικασία από έναν δικηγόρο που απασχολεί το όργανο αυτό.
Όσον αφορά την επαγγελματική σχέση των αρμόδιων δικαστών με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το καθεστώς των δικαστών στη Βουλγαρία διέπεται από το Σύνταγμα και τον νόμο, τα οποία προβλέπουν πολυάριθμες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ένα ανεξάρτητο όργανο αρμόδιο για την αυτοδιοίκηση του δικαστικού σώματος, αποφάσιζε, μεταξύ άλλων, για τα καθήκοντά του, για το διορισμό ή την προαγωγή των δικαστών, καθόριζε τις αποδοχές τους και ασκούσε πειθαρχική εξουσία πάνω τους. Κατά συνέπεια, δεν φαινόταν ότι υπήρχε οποιαδήποτε ιεραρχική ή οικονομική σχέση μεταξύ των δικαστών που εξέτασαν την αγωγή του προσφεύγοντος και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (το οποίο, ως νομικό πρόσωπο, ήταν διάδικος στη διαδικασία) που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία τους.
Επιπλέον, δεδομένου ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες για την καταβολή αποζημιώσεων από τα δικαστήρια τροποποιήθηκαν μετά την απόφαση Mihalkov κατά Βουλγαρίας, δεν φαινόταν ότι η επιβολή αποζημίωσης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ήταν πιθανό να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στον προϋπολογισμό του δικαστηρίου αυτού και συνεπώς στην αμοιβή των δικαστών του, στις συνθήκες εργασίας τους ή στη λειτουργία του.
Ομοίως, η απόφαση που απαιτούσε από τον προσφεύγοντα να καταβάλει στο Ανώτατο Διοικητικό δικαστήριο συμβολικό ποσό 100 λέβα (51 ευρώ) για τα έξοδα της εσωτερικής νομικής υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απόδειξη μεροληψίας των δικαστών που να δικαιολογεί τους φόβους του προσφεύγοντος.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ανωτέρω εκτιμήσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αμφιβολίες του προσφεύγοντος ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου δεν ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).