ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ν.1406/83-Αγωγή-.Επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας -Η μη χορήγηση του ενδίκου επιδόματος στους ενάγοντες φυσικοθεραπευτές-υπαλλήλους του εναγομένου νοσοκομείου, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2021 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2022, δεν συνιστά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος τους και άνιση μεταχείρισή τους σε σχέση με το νοσηλευτικό προσωπικό που λάμβανε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το επίδομα αυτό-Από τα στοιχεία που προσκομίζονται δεν δύναται να εκτιμηθεί, εάν και σε ποιο βαθμό οι ενάγοντες, παρείχαν την εργασία τους υπό συνθήκες ουσιωδώς όμοιες με αυτές του προσωπικού που λαμβάνει το επίμαχο επίδομα-Αλυσιτελείς οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι εντάχθηκαν στους δικαιούχους του ενδίκου επιδόματος με νεότερη Κ.Υ.Α., διότι δεν αφορούν το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Απορρίπτει την αγωγή.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Μαΐου 2024, με δικαστή την Αντωνία Δαγγίλα, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και με γραμματέα τη Γεσθημανή Μουρατίδου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 30.6.2023 (αριθμ. καταχώρισης ΑΓ…/30.6.2023),
των: 1… του …, κατοίκου … Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. ….), 2. … του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. ), 3. …. του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. ), 4…. του …, κατοίκου… Θεσσαλονίκης, 5. … του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός …αρ. ), 6. … του …, κατοίκου … Χαλκιδικής και 7. … του …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός … αρ. ), για τους οποίους παραστάθηκε με την κατατεθείσα στις 15.5.2024 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. – ν. 2717/1999, Α΄ 97), η πληρεξούσια δικηγόρος Ευαγγελία Καραμπατάκη-Κεσίσογλου,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ “…”», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (οδός … αρ. ..) και εκπροσωπείται νομίμως, για το οποίο παραστάθηκε με την κατατεθείσα στις 16.5.2024 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., η πληρεξούσια δικηγόρος Γεωργία Ζώη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε κατά τον νόμο.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 274 παρ. 2 του προαναφερθέντος Κ.Δ.Δ., οι ενάγοντες, μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου νοσοκομείου, κλάδου Τ.Ε. Φυσικοθεραπευτών, ζητούν, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί το τελευταίο να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 2.850,00 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο, προβλεπόμενο στις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας οικ.2/16519/0022/2012 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α. – Β΄ 465), επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας (ύψους 150,00 ευρώ μηνιαίως), το οποίο, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, δεν τους χορηγήθηκε δυνάμει των παραπάνω διατάξεων, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2021 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2022. Τα παραπάνω ποσά ζητούνται από τους ενάγοντες νομιμοτόκως, από την ημερομηνία γένεσης κάθε επιμέρους αξίωσης εκάστου εξ αυτών, άλλως από την ημερομηνία επίδοσης της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο έως την εξόφληση.
2. Επειδή, η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη, κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Ο δικαστικός έλεγχος τήρησης της αρχής της ισότητας, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή της ουσιαστικής ορθότητας των τιθέμενων νομικών κανόνων, περιορίζεται ειδικότερα στην έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική αρχή. Κατά τον έλεγχο, δε, αυτόν αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (πρβλ. ΣτΕ 167/2023, 1584/2018, 874/2018 Ολομ., 1709/2017 επταμ., 3010/2014 Ολομ., 2180/2004 Ολομ. 1252-1253/2003 Ολομ.). Εξάλλου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν διαφορετικοί υπάλληλοι παρέχουν όμοια εργασία, πρέπει να εξετάζεται, σύμφωνα με τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες περί αποδείξεως, εάν, λαμβανομένου υπ’ όψιν ενός συνόλου παραγόντων, όπως είναι η φύση της εργασίας, η κατάρτιση και οι όροι εργασίας, οι εν λόγω υπάλληλοι μπορούν να θεωρηθούν ως ευρισκόμενοι εν τοις πράγμασι σε συγκρίσιμη κατάσταση (πρβλ. απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 26ης Ιουνίου 2001, Susanna Brunnhofer κατά Bank der österreichischen Postsparkasse AG, C-318/99, σκ. 43).
3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 8 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 297), όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από τον ν. 4024/2011 (Α΄ 226), ορίζονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: Α.1 […] 5. Νοσοκομειακό και τροφής, για το προσωπικό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, οριζόμενο ως εξής: α. Για το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων, των κλάδων ΤΕ Φυσικοθεραπευτών, ΔΕ Βοηθών Φαρμακείου και Καθαριότητας, σε διακόσια σαράντα ευρώ (240 €). β. […] Β.1. Τα Επιδόματα των παραγράφων 4, 5, 6, […] καταβάλλονται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτών προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή τους […]».
4. Επειδή, στη συνέχεια, με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 του προμνησθέντος ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 – 2015» ορίστηκε ότι: «Εκτός από το βασικό μισθό του υπαλλήλου, δύναται να χορηγηθεί επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως. Οι δικαιούχοι του εν λόγω επιδόματος, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησής του καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, η οποία εκδίδεται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής εκδόθηκε η προαναφερθείσα οικ. 2/16519/0022/2012 Κ.Υ.Α. (Β΄ 465), με τίτλο «Καθορισμός επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας της παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226/Α/27-10-2011)» και με έναρξη ισχύος από 1.5.2012, με την οποία, μεταξύ άλλων, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Καθορίζουμε το μηνιαίο επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας για τους μόνιμους και δόκιμους πολιτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου (ΙΔΑΧ – ΙΔΟΧ) του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού ανά κατηγορία ως εξής: α) Κατηγορία Α΄ σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ. β) Κατηγορία Β΄ σε εβδομήντα (70) ευρώ. γ) Κατηγορία Γ΄ σε τριάντα πέντε (35) ευρώ. 2. Στην κατηγορία Α΄ περιλαμβάνονται οι κάτωθι ειδικότητες: α) Το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων και καθαριότητας, οι απασχολούμενοι αποκλειστικά σε ακτινολογικούς θαλάμους και εμφανίσεις, οι οδηγοί και βοηθοί ασθενοφόρων – διασώστες και οι συντηρητές πειραματόζωων των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της Χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Αγροτικών Ιατρείων, τα οποία υπάγονται στα Δημόσια Νοσοκομεία. Οι Θαλαμηπόλοι Ψυχιατρικών Νοσοκομείων και Κλινικών. β) Οι απασχολούμενοι στην Α΄ Ζώνη του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» και της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Ε.Ε.Α.Ε.). γ) Το προσωπικό που απασχολείται στη συγκομιδή και αποκομιδή, μεταφορά, διαλογή, επιστασία, καταστροφή απορριμμάτων […] 3. Στην κατηγορία Β΄ περιλαμβάνονται οι κάτωθι ειδικότητες: α) Το τεχνικό προσωπικό και το προσωπικό που εργάζεται στην εστίαση και στον ιματισμό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της Χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Αγροτικών Ιατρείων τα οποία υπάγονται στα Δημόσια Νοσοκομεία. β) Οι απασχολούμενοι στη Β΄ Ζώνη του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» και της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Ε.Ε.Α.Ε.). γ) Το απασχολούμενο προσωπικό στα εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας και Περιγραφικής Ανατομικής των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών […] 4. Στην κατηγορία Γ΄ περιλαμβάνονται οι κάτωθι ειδικότητες: α) Οι απασχολούμενοι στην Γ΄ Ζώνη του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» και της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Ε.Ε.Α.Ε.). β) Το προσωπικό της Υπηρεσίας Εκτύπωσης Εντύπων και Αξιών του Δημοσίου (Υ.Ε.Ε.Α.Δ.) και το προσωπικό του Εθνικού Τυπογραφείου που απασχολούνται αποκλειστικά με τυπογραφικές εργασίες […] 5. Το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας που προβλέπεται από την παράγραφο 1 της παρούσας απόφασης δεν καταβάλλεται στο διοικητικό προσωπικό των φορέων που αναφέρονται σε αυτήν. 6. Το ανωτέρω επίδομα καταβάλλεται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτού προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή του. Επίσης καταβάλλεται και για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες […]. Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται κάθε μήνα βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση». Ακολούθως, η καταβολή του επίμαχου επιδόματος συνεχίστηκε διαδοχικά, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 10 του ν. 4354/2015, 396 παρ. 12 του ν. 4512/2018 (Α΄ 5) και 38 παρ. 3 του ν. 4597/2019 (Α΄ 35), στους ειδικότερα αναφερόμενους σε σχετικώς εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις δικαιούχους, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι φυσικοθεραπευτές των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
5. Επειδή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4024/2011, με τις ανωτέρω ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 αυτού, επιδιώχθηκε – λόγω της δυσμενούς δημοσιονομικής συγκυρίας – η μείωση των δαπανών του κράτους και ο εξορθολογισμός του μισθολογικού κόστους του δημοσίου τομέα και ειδικότερα της πολιτικής των επιδομάτων (πολλά από τα οποία είχαν ενσωματωθεί, με τον ν. 3205/2003, στον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων), προκειμένου να καταστεί δυνατή η διατήρηση βιώσιμης δημόσιας διοίκησης. Οι σκοποί αυτοί αποτελούν λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν επαρκώς τη θέσπιση του νέου βαθμολογίου και μισθολογίου. Με τα χαρακτηριστικά αυτά, οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν εισάγουν μέτρα απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των, κατά τα ανωτέρω, επιδιωκόμενων σκοπών δημοσίου συμφέροντος. Εξάλλου, η επί το δυσμενέστερον μεταβολή μισθολογικού χαρακτήρα ρυθμίσεων δεν αντίκειται, κατ’ αρχήν, σε καμία συνταγματική διάταξη ή συνταγματική αρχή, καθ’ όσον ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, μπορεί να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα, κινούμενος πάντοτε εντός ευλόγων ορίων (βλ. ΣτΕ 3177/2014 Ολομ.). Εν προκειμένω, ο νομοθέτης προέβλεψε εκ νέου τη χορήγηση επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας (το οποίο είχε καταργηθεί για το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων από το 1997 με την ενσωμάτωσή του σε άλλο επίδομα και είχε διατηρηθεί με το άρθρο 8 του ν. 3205/2003 ως νοσοκομειακό επίδομα) και καθόρισε από την αρχή τους δικαιούχους του επιδόματος αυτού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων διαφόρων κλάδων και ειδικοτήτων. Το επίδομα αυτό χορηγήθηκε στους υπαλλήλους οι οποίοι, κατά την εκτίμηση της Διοίκησης, απασχολούνται σε χώρους με επαγγελματικό κίνδυνο ή υπό συνθήκες επικίνδυνης εργασίας (πρβλ. ΣτΕ 1964/2013 επταμ.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4024/2011 προκύπτει ότι ο νομοθέτης, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα, χορήγησε εξουσιοδότηση στους συναρμοδίους Υπουργούς να καθορίσουν τους δικαιούχους και τους όρους και προϋποθέσεις χορήγησης του επιδόματος ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας, το οποίο αποσκοπεί στην οικονομική ενίσχυση των εργαζομένων, οι οποίοι είτε εκτελούν επικίνδυνα για την υγεία τους καθήκοντα είτε εργάζονται σε περιβάλλον που εγκυμονεί αυξημένους κινδύνους για την υγεία τους (βλ. ΣτΕ 2368/2017, 3495/2008, πρβλ. ΣτΕ 1761/2001, 673/1997, 2625,1991/1991, 147/1989 κ.ά.). Ειδικότερα δε, ως προς τους εντασσόμενους στην κατηγορία Α΄ κλάδους υπαλλήλων, που μνημονεύονται στην παρ. α΄ της ως άνω Κ.Υ.Α., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το προσωπικό της νοσηλευτικής υπηρεσίας, των εργαστηρίων και της καθαριότητας των νοσοκομείων, κριτήριο για τη χορήγησή του είναι η ειδικότητά τους και ο συνήθης χώρος παροχής της υπηρεσίας τους, σε χώρους όπου παρέχεται stricto sensu νοσηλευτικό έργο, συνιστάμενο σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και νοσηλεία στο πλαίσιο ιατρικής θεραπείας, η οποία απαιτεί συνήθως εισαγωγή και παραμονή των ασθενών με κάποια – μικρότερη ή μεγαλύτερη – διάρκεια (βλ. ΔΕφΘεσ. 1606/2023, 837/2022, ΔΕφΑθ. 75/2020, 4880, 4264/2018, ΔΕφΠατ. 105/2022, 111/2021 κ.ά.).
6. Επειδή, επιπροσθέτως, με το άρθρο 1 του π.δ. 90/1995, με τίτλο «Επαγγελματικά δικαιώματα πτυχιούχων του Τμήματος Φυσικοθεραπείας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.)» (Α΄ 53), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 1404/1983 (Α΄ 173) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Οι πτυχιούχοι του Τμήματος Φυσικοθεραπείας της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.), φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο “Φυσικοθεραπευτές ή Φυσιοθεραπευτές” και απασχολούνται είτε αυτοδύναμα είτε σε συνεργασία με τους ιατρούς, μετά από σχετική ιατρική διάγνωση, με την πρόληψη, βελτίωση και αποκατάσταση παθολογικών καταστάσεων, συγγενών και επίκτητων καθώς και τραυματικών βλαβών που προκαλούν διαταραχές στο ερειστικό, μυικό, νευρικό, αναπνευστικό και καρδιαγγειακό σύστημα. 2. Ο πτυχιούχος Φυσικοθεραπευτής επιλέγει και εκτελεί τις φυσιοθεραπευτικές πράξεις μετά από γραπτή διάγνωση ή γνωμάτευση του ιατρού και σύμφωνα με τις τυχόν σχετικές οδηγίες του. Ως φυσικοθεραπευτικές πράξεις νοούνται τα μέσα, οι μέθοδοι και οι τεχνικές που διδάσκονται στα Τμήματα Φυσικοθεραπείας των Τ.Ε.Ι. και προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. 3. Οι Φυσικοθεραπευτές έχουν δικαίωμα απασχόλησης: α) Ως στελέχη του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα όπως αυτός προσδιορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. β) […]». Με την 3066/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το ως άνω π.δ. ακυρώθηκε, αφ’ ενός μεν, καθ’ ο μέρος παρέχεται με αυτό στους φυσικοθεραπευτές πτυχιούχους Τ.Ε.Ι., δικαίωμα αυτοδύναμης επιλογής και εφαρμογής φυσικοθεραπευτικών πράξεων και μεθόδων με μόνη την προηγούμενη διάγνωση της πάθησης, χωρίς γραπτή εντολή ιατρού (άρθρο 1 παρ. 1 και 2), αφ’ ετέρου δε, καθ’ ο μέρος προβλέπει (άρθρο 1 παρ. 2 εδάφιο β΄) δυνατότητα απονομής, στους εν λόγω πτυχιούχους, επαγγελματικών δικαιωμάτων, συνισταμένων στην εφαρμογή φυσικοθεραπευτικών μεθόδων και τεχνικών, οι οποίες θα προβλεφθούν στο μέλλον. Το ισχύον, δε, κατά τον χρόνο έκδοσης του ανωτέρω π.δ., β.δ. 411/1972 (Α΄ 108), το οποίο εκδόθηκε κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 13 παρ. 2 του ν.δ. 775/1970 (Α΄ 290), ορίζει στο άρθρο μόνο αυτού, με τίτλο «Δικαιώματα και υποχρεώσεις των Φυσικοθεραπευτών», τα ακόλουθα: 1. Εις τους κεκτημένους αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος του Φυσικοθεραπευτού εν Ελλάδι παρέχεται το δικαίωμα εφαρμογής τη γραπτή εντολή του εκάστοτε θεράποντος ιατρού […] των κάτωθι φυσικοθεραπευτικών μέσων και μεθόδων: α) Κινησιοθεραπεία – Θεραπευτική Γυμναστική. β) Μάλαξις γενική ή τοπική διά των χειρών ή τη χρήσει ηλεκτρικών συσκευών (ηλεκτρομαλάξεις). γ) Έλξεις σπονδυλικής στήλης δι’ ειδικών τραπεζών ή συσκευών. δ) Αναπνευστική κινησιοθεραπεία. ε) Ηλεκτροθεραπεία (ρεύματα γαλβανικά, φαραδικά, διαθερμίαι, διαδυναμικά, υπέρηχα κύματα), υπέρυθροι και υπεριώδεις ακτινοβολίαι. στ) Υδροθεραπεία γενική ή τοπική (δινόλουτρα, λουτρά δεξαμενής). ζ) Λουτρά παραφίνης ή παραφάγκο (ειδικά λασπόλουτρα). 2) […]».
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Οι ενάγοντες υπηρετούσαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2021 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2022, ως φυσικοθεραπευτές (μόνιμοι υπάλληλοι) στο εναγόμενο νοσοκομείο, κατέχοντας αντίστοιχη οργανική θέση κλάδου Τ.Ε. Φυσικοθεραπευτών. Με την κρινόμενη αγωγή και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η μη πρόβλεψη, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, της καταβολής του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας στους φυσικοθεραπευτές των νοσοκομείων αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, και στην απορρέουσα από αυτήν αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακώς σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικότερα, οι ενάγοντες διατείνονται ότι οι φυσικοθεραπευτές που απασχολούνται στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα, μολονότι παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό τις αυτές συνθήκες με το προσωπικό που συγκαταλέγεται μεταξύ των δικαιούχων του ενδίκου επιδόματος (ήτοι εκτίθενται σε περιβάλλον με πλήθος ασθενών, σε φάρμακα κάθε τύπου και σε ιογενείς παράγοντες), εξαιρέθηκαν από την καταβολή του εν λόγω επιδόματος χωρίς προφανή δικαιολογητική αιτία και χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος. Σχετικώς, ισχυρίζονται ότι οι φυσικοθεραπευτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του επιστημονικού προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και εργάζονται σε ιδιαίτερα νοσηρά περιβάλλοντα (θαλάμους νοσηλείας, μονάδες εντατικής θεραπείας, ειδικές μονάδες και υπομονάδες, όπως ΜΑΦ, ΜΕΠ, Μονάδες Λοιμώξεων, Εγκαυμάτων κ.λπ.), είναι δε απολύτως αναγκαίο να έρχονται σε σωματική επαφή με τους ασθενείς, εκτιθέμενοι στα σωματικά υγρά αυτών (σταγονίδια αναπνοής, σίελος, βλέννες, ιδρώτας, ούρα, αίμα κ.τ.λ.) υπό τον κίνδυνο της μετάδοσης νοσημάτων (όπως ιών ηπατίτιδας, μηνιγγίτιδας, ιού HIV, δερματικών, πνευμονολογικών και ουρολογικών νοσημάτων). Ειδικώς κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού covid-19 αναγκάζονταν να εισέρχονται σε θαλάμους νοσηλείας και σε μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου νοσηλεύονταν ασθενείς με covid-19, και ούτως εκτίθεντο στον εν λόγω ιό. Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν, σε κλινήρεις καταστάσεις και σε περιπτώσεις κινητικής αναπηρίας των ασθενών οι φυσικοθεραπευτές υποβάλλουν το σώμα τους σε ιδιαίτερη κόπωση για την άρση μελών των ασθενών, η οποία συχνά οδηγεί σε επώδυνες παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος (κοίλες σπονδυλικής στήλης, τενοντίτιδες κ.ά). Επιπλέον, εφαρμόζουν προγράμματα κινητικής και καρδιοαναπνευστικής αποκατάστασης, τεχνικές αναπνευστικής φυσιοθεραπείας, προγράμματα κινησιοθεραπείας, προγράμματα και τεχνικές λειτουργικής αποκατάστασης, παρέχοντας συνεχή φυσικοθεραπευτική κάλυψη σε όλες τις ειδικές μονάδες των νοσοκομείων. Περαιτέρω, οι ενάγοντες επικαλούνται τη διάταξη του άρθρου 2.4 της Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που συνήφθη μεταξύ του σωματείου με την επωνυμία «Σύνδεσμος Ελληνικών Κλινικών» και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ελλάδας», με την οποία προβλέπεται η καταβολή του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και στους φυσικοθεραπευτές. Υποστηρίζουν, δε, ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 5 του προϊσχύσαντος ν. 3205/2003, οι φυσικοθεραπευτές περιλαμβάνονταν μεταξύ των κατηγοριών εργαζομένων των νοσοκομείων στις οποίες χορηγούνταν, μέχρι το έτος 2011, το νοσοκομειακό επίδομα – επίδομα τροφής, επισημαίνοντας ότι η φύση των παρεχομένων υπηρεσιών φυσικοθεραπείας στα νοσοκομεία δεν μεταβλήθηκε από το έτος 2011 και εφεξής, επομένως δεν δικαιολογείται, κατά τους ισχυρισμούς τους, η εξαίρεση του κλάδου τους από τη χορήγηση του επίμαχου επιδόματος. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι με τη μεταγενέστερη οικ.2/35134/ΔΕΠ/5.5.2023 Κ.Υ.Α. (Β΄ 2611), με έναρξη ισχύος αυτής από 1.1.2023, η ειδικότητα των φυσικοθεραπευτών εντάχθηκε στους δικαιούχους του ανωτέρω επιδόματος. Βάσει όλων των παραπάνω, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι απασχολούνταν υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες και σε ουσιωδώς όμοια καθήκοντα με το προσωπικό της νοσηλευτικής υπηρεσίας, των εργαστηρίων και της καθαριότητας των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων που λαμβάνει το ένδικο επίδομα της κατηγορίας Α΄ της 2/16519/0022/24.2.2012 Κ.Υ.Α. και, ως εκ τούτου, η μη συμπερίληψη της ειδικότητάς τους μεταξύ αυτών της Κατηγορίας Α΄ της παραπάνω Κ.Υ.Α., στις οποίες χορηγείται επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας μηνιαίου ποσού 150,00 ευρώ, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων. Προς αποκατάσταση, δε, της δυσμενούς μισθολογικής τους μεταχείρισης, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο νοσοκομείο να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, νομιμοτόκως, από την ημερομηνία γένεσης κάθε επιμέρους αξίωσης καθενός, άλλως από την ημερομηνία επίδοσης της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο έως την εξόφληση, το ποσό των 2.850,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ως άνω επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 4024/2011 και της οικ.2/16519/0022/24.2.2012 Κ.Υ.Α., για το χρονικό διάστημα από 1.6.2021 έως 31.12.2022. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προσκομίζουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) βεβαιώσεις εκδοθείσες από αρμόδια όργανα του εναγομένου νοσοκομείου, από τις οποίες προκύπτουν οι υπηρεσιακές μεταβολές των εναγόντων καθώς και η παροχή των υπηρεσιών τους κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (αντίστοιχες βεβαιώσεις έχουν προσκομισθεί και από το εναγόμενο νοσοκομείο) και β) την /…/16.10.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Αθανασίου Γαλιλαία, περί επίδοσης της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο.
8. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας που θεσπίστηκε με τον ν. 4024/2011 και την οικ.2/16519/0022/2012 Κ.Υ.Α., όπως τούτο διατηρήθηκε σε ισχύ, χορηγείται στους υπαλλήλους οι οποίοι, κατά την εκτίμηση της Διοίκησης, απασχολούνται αποκλειστικά σε χώρους με επαγγελματικό κίνδυνο ή υπό συνθήκες επικίνδυνης εργασίας, ως κριτήριο δε για τη χορήγηση του επιδόματος τίθεται, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, η φύση των ασκουμένων καθηκόντων, με την έννοια της πιθανής έκθεσης των υπαλλήλων σε νοσογόνους παράγοντες και γενικότερα της επιβάρυνσης της υγείας τους, λόγω της επαφής με τους ασθενείς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και ο συνήθης χώρος παροχής της υπηρεσίας τους (χώροι όπου παρέχεται stricto sensu νοσηλευτικό έργο, που συνίσταται σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και νοσηλεία στα πλαίσια ιατρικής θεραπείας, η οποία απαιτεί συνήθως εισαγωγή και παραμονή των ασθενών με κάποια -μικρότερη ή μεγαλύτερη- διάρκεια). Εν προκειμένω, λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι το αντικείμενο της ειδικότητας των φυσικοθεραπευτών κλάδου Τ.Ε., όπως διαλαμβάνεται στο άρθρο 1 του π.δ. 90/1995, δεν αφορά σε ιατρική θεραπεία ούτε σε νοσηλευτικό (stricto sensu) έργο επικουρικό αυτής, αλλά περιλαμβάνει κυρίως συνεργασία των φυσικοθεραπευτών με το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό των δημοσίων νοσοκομείων σε προγράμματα αποκατάστασης των ασθενών, υπηρεσίες δηλαδή που δεν ενέχουν κατ’ αρχήν, και μάλιστα προδήλως, στοιχεία επικινδυνότητας (πρβλ. ΣτΕ 2364/2017, σκ. 10). Με την κρινόμενη αγωγή προβάλλεται ότι η απασχόληση των εναγόντων στο εναγόμενο νοσοκομείο συνεπάγεται την έκθεσή τους στους ίδιους υγειονομικούς κινδύνους με τους υπαλλήλους της νοσηλευτικής υπηρεσίας, των εργαστηρίων και λοιπών υπηρεσιών οι υπάλληλοι των οποίων είναι δικαιούχοι του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας. Εντούτοις, οι ενάγοντες, παρ’ ότι φέρουν το σχετικό δικονομικό βάρος κατ’ άρθρο 145 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. (βλ. Σ.τ.Ε. 1988/2008, 220/2007), δεν έχουν προσκομίσει στοιχεία προς απόδειξη των παραπάνω ισχυρισμών τους, όπως βεβαιώσεις του εναγομένου εκ των οποίων να προκύπτουν in concreto οι συνθήκες εργασίας των εναγόντων, καθώς και αυτές του προσωπικού της νοσηλευτικής υπηρεσίας και των εργαστηρίων του νοσοκομείου, οι οποίες, κατά τους ενάγοντες, είναι ουσιωδώς όμοιες με τις δικές τους (βλ. ΔΕφΠατρ 105/2022, πρβλ. ΔΕφΑθ 64/2024, ΔΕφΠατρ 336/2023, ΔΕφΘεσ 837/2022). Αντιθέτως, από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ενάγοντες, καθώς και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, ουδόλως αποδεικνύεται ο βαθμός επικινδυνότητας στον οποίο οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι εκτίθεντο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σε σχέση με το αναφερόμενο στην οικ.2/16510/0022/2012 Κ.Υ.Α. προσωπικό του εναγόμενου νοσοκομείου και ότι, συνεπώς, τελούσαν υπό τις ίδιες ή ουσιωδώς όμοιες συνθήκες εργασίας με το προσωπικό αυτό, δοθέντος ότι δεν προκύπτει ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους καθημερινώς υπό συνθήκες ή σε χώρο που εγκυμονούσε κίνδυνο βλάβης της υγείας τους και ειδικότερα ότι πράγματι για σημαντικό τμήμα του καθημερινού ωραρίου εργασίας τους παρείχαν υπηρεσίες (σε θαλάμους νοσηλείας, μονάδες εντατικής θεραπείας) σε ασθενείς πάσχοντες από νοσήματα δυνάμενα να μεταδοθούν στους ενάγοντες, λόγω της άμεσης σωματικής επαφής τους με τους ασθενείς (πρβλ. ΔΕφΑθ 229/2024, ΔΕφΑθ 64/2024, ΔΕφΘεσ 1606/2023, ΔΕφΘεσ 837/2022, ΔΕφΠατρ 105/2022). Συνεπώς, δεν δύναται να εκτιμηθεί, εν προκειμένω, εάν και σε ποιο βαθμό οι ενάγοντες, οι οποίοι, άλλωστε, ασκούν διαφορετικό έργο από αυτό του νοσηλευτικού προσωπικού του εναγομένου (αποκαταστατικό, έναντι θεραπευτικού – stricto sensu νοσηλευτικού, κατά τα ανωτέρω), παρείχαν την εργασία τους υπό συνθήκες ουσιωδώς όμοιες με αυτές του ανωτέρω προσωπικού της Κατηγορίας Α΄ της ως άνω Κ.Υ.Α., δηλαδή εάν, σε ποιο βαθμό και για πόσο χρονικό διάστημα οι ενάγοντες υπόκεινται όχι γενικώς σε κινδύνους υγείας, αλλά σε κινδύνους όμοιους, ως προς την ένταση και τη σοβαρότητα, με εκείνους τους οποίους αντιμετωπίζουν οι, οριζόμενες στις προπαρατεθείσες διατάξεις, ειδικότητες προσωπικού που λαμβάνουν το επίμαχο επίδομα. Εξάλλου, λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας του προσωπικού των νοσοκομείων, το οποίο κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του υπό τις συνθήκες της πανδημίας του κορωνοϊού covid-19, προβλέφθηκε η χορήγηση, δυνάμει του άρθρου 4 της από 30.3.2020 πράξης νομοθετικού περιεχομένου (Α΄ 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4684/2020 (Α΄ 86), στο σύνολο του προσωπικού των νοσοκομείων έτερης – διάφορης του ενδίκου επιδόματος – έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης [βλ. ομοίως και τις διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 4872/2021 (Α΄ 247) για τη χορήγηση στο πάσης φύσης ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό που υπηρετούσε, μεταξύ άλλων, σε όλα τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης]. Οι δε ισχυρισμοί των εναγόντων περί ένταξης των φυσικοθεραπευτών των δημοσίων νοσοκομείων στους δικαιούχους του ενδίκου επιδόματος, κατ’ εφαρμογή της οικ.2/35134/ΔΕΠ/5.5.2023 Κ.Υ.Α. είναι εν προκειμένω αλυσιτελείς, προεχόντως διότι δεν αφορούν το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μη χορήγηση του ενδίκου επιδόματος στους ενάγοντες κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2021 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2022 δεν συνιστά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος τους και άνιση μεταχείρισή τους σε σχέση με το νοσηλευτικό προσωπικό που λάμβανε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το επίδομα αυτό, αλλά αποτελεί συνταγματικά επιτρεπτή επιλογή του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης, η οποία δεν παραβιάζει (κατά τον έλεγχο των ορίων και όχι των επιλογών του νομοθέτη) ούτε την αρχή της ισότητας, ούτε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι ενάγοντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
9. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ δεν τίθεται ζήτημα καταλογισμού δικαστικών εξόδων σε βάρος των εναγόντων, ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του εναγομένου (άρθρο 275 παρ. 1 και 7 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αγωγή.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 23.1.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αντωνία Δαγγίλα Γεσθημανή Μουρατίδου