Αρχές Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιριών παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Υποχρέωση τράπεζας κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών είναι κατ αρχήν η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Αρχή της καταλληλότητας. Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας αποτελούν επενδυτικά προϊόντα μη απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία. Οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες Α.Ε. υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή. Προστασία καταναλωτών. Υποχρέωση προμηθευτή (άρα και τράπεζας) για ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου καταναλωτή (και του ιδιώτη επενδυτή). Αδικοπραξία τράπεζας η οποία στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών παρέλειψε να εκτιμήσει τα συμφέροντα των πελατών της και να τους διαφωτίσει και να τους παράσχει κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση. Αγωγή αποζημίωσης η οποία στηρίζεται τόσο στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης με βάση την επίμαχη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών. Μη νόμιμο αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κληρονόμων του επενδυτή. Η αυστηρά προσωποπαγής αξίωση δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται εκτός αν έχει χωρήσει αναγνώριση χρέους ή επίδοση αγωγής. Αίτημα αναβολής της συζήτησης ωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη δίκη.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 16717/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Δικαστή Μαρία Αυγουστή, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από την Γραμματέα Παρασκευή Χριστοδούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 8η Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. … και 6. …, οι οποίοι προκατέθεσαν, κατ’ άρθρο 237 παρ.1 ΚΠολΔ, έγγραφες προτάσεις, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Κόκκινου και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ASSET MANAGEMENT Α.Ε.ΔΑ.Κ.», η οποία απορρόφησε την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΉ FINANCE Α.Ε.Π.Ε.Υ.» και η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής, επί της Λεωφόρου Κηφισίας αριθμ. 274, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε, κατ’ άρθρο 237 παρ.1 ΚΠολΔ, έγγραφες προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Κόμη και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16/4/2018 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2018, και μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, έχοντας εγγραφεί στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ε ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνηση της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και, ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου, περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ -18/2004). Δεν εξετάζονται οι, ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ.), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.” … Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.” Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.” …Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την – παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Αλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Το ομόλογο δεν είναι παρά ένα είδος δανείου. Με το ομόλογο ο δανειζόμενος «ομολογεί» ότι οφείλει στον δανειστή (τον αγοραστή του ομολόγου) το κεφάλαιο που δανείσθηκε, ενώ ο καταβαλλόμενος τόκος (είτε καταβάλλεται περιοδικά είτε στη λήξη του ομολόγου, δηλαδή της περιόδου δανεισμού) αντιπροσώπευα το κόστος του δανείου για τον οφειλέτη. Ομόλογο με κυμαινόμενο τοκομερίδιο (Floating Rate Bond ή Floating Rate Note – FRN), είναι ένα ομόλογο με τοκομερίδιο, το οποίο κυμαίνεται σύμφωνα με κάποιο καθορισμένο επιτόκιο αναφοράς, επιτόκιο ενός ομολόγου με κυμαινόμενο τοκομερίδιο, καθορίζεται ως ένα ποσοστό επί ενός δείκτη της διατραπεζικής αγοράς. Τα δομημένα ομόλογα (structured bonds) αποτελούν μια ειδική παραλλαγή των ομολόγων κυμαινόμενου εισοδήματος. Το δομημένο ομόλογο αποτελεί κατ ουσία μία διασταύρωση μεταξύ του παραδοσιακού χρηματοοικονομικού προϊόντος «ομόλογο» και ενός ενσωματωμένου στοιχείου παραγώγου,, του οποίου η εξέλιξη εξαρτάται, από το προφίλ απόδοσης κίνδυνου του (συνήθως υψηλής απόδοσης) χρηματοοικονομικού προϊόντος. Η απόδοση ενός δομημένου ομολόγου ακολουθεί την απόδοση του υποκείμενου ομολόγου χρέους, και του ενσωματωμένου παραγώγου. Πρόκειται λοιπόν για υβριδικό χρηματοοικονομικό προϊόν, που συνδυάζει στοιχεία άλλων προϊόντων, δηλαδή, ομολόγων και «παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων» (ΕφΑΘ. 3253/2016 NOMΟΣ). Περαιτέρω, κατά ευρέως, διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perpetual bonds”, δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως, “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας”, ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, τις οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση (επιστροφή) του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 536/2019, Νόμος).
Ακολούθως, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προΰφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του “προμηθευτή”, συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή κατά ένα μεγάλο μέρος, από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης που είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης ωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής που έχει θεσπιστεί αφενός για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση της διαφοράς (ΕΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28.522), όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί, διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ (ΑΠ 1628/1988 ΕλΔ 1991.807), όπως στην περίπτωση που το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό αίτημα της. άλλης (ΕΠατ 1136/1988 ΑχΝομ 1989.629, ΠΠΘεσ 20561/1996 ΕλΔ 1998.216) και αφετέρου για να ικανοποιηθεί η αρχή της οικονομίας της δίκης (ΕΑ 10144/1995 ΝοΒ 44.225), προκύπτει με σαφήναα ότι α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς (ΑΠ 215/1999 ΕλΔ 40.635, ΑΠ 368/1996 ΕλΔ 37.1571) και β) η αναβολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα, όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο άνω δικαστήρια προδικαστικό ζήτημα της πιο πάνω δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο, δηλαδή, αν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμη, ότι η αυτοτελής στη δεύτερη αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί (ΕΑ 10774/1987 ΕΔΠ 1988.274) (βλ.4 σχετικά Κεραμέα Κονδύλη Νίκα ΚπολΔ υπό άρθρο 249 και Β.Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, τ.Β υπό άρθρο 249).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Ως την (πρώτη) συζήτηση της αγωγής, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της, αγωγής. Η στον. ενάγοντα παρεχόμενη δυνατότητα συμπλήρωσης, διευκρίνισης και διόρθωσης των ισχυρισμών του, υπό τον άνω όρο και έως το άνω χρονικό σημείο, παρέχεται αναλόγως και ως προς τον προσδιορισμό των, διαδίκων αρκεί να μη μεταβάλλεται η ταυτότητα τους και να μη καταλείπεται αμφιβολία ως προς αυτήν ΕφΑΘ 5779/1999 ΕλΔνη 2001, ΜΠΡοδ 170/2007, Μπέης, ΠολΔ άρθρο 224, σ.·1026).
Οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή εκθέτουν ότι ο πρώτος τούτων, ιδιωτικός υπάλληλος, απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε αντικείμενο που ουδόλως σχετίζεται με χρηματιστηριακές σπουδές, είχε αποταμιεύσει το έτος 2006 το ποσό των 130.0006. Ότι διατηρούσε μακροχρόνια συνεργασία με την συνδεδεμένη με την εναγομένη, ασφαλιστική εταιρεία, με τους υπαλλήλους της οποίας είχε αναπτύξει σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης. Ότι τον Μάρτιο του 2006, τον προσέγγισαν υπάλληλοι της εναγομένης ως πιστοποιημένοι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι και του πρότειναν να αποσύρει την αποταμίευση του από τους προθεσμιακούς τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούσε και να την τοποθετήσει σε ένα οργανωμένο χαρτοφυλάκιο αποταμιεύσεων, υπό τη διαχείριση και προστασία της εναγομένης, με ασφαλή και εγγυημένη επαναπόδοση κεφαλαίου, βελτιωμένες αποδόσεις, εντάσσοντας τον εκ παραλλήλου στην κατηγορία των «προνομιούχων» πελατών της, με πρόσβαση στους πλέον εξειδικευμένους υπαλλήλους της, με την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση και εμπειρία στη διαχείριση περιουσίας. Ότι αφού τόνισε ότι επιθυμούσε το κεφάλαιο να είναι απόλυτα ασφαλές, ευχερώς ρευστοποιήσιμο και να αποδίδει σταθερό εισόδημα, υπέγραψε την από 30/3/2006 σύμβαση «Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών». Ότι αμέσως μετά την υπογραφή της συμβάσεως, οι υπάλληλοι της εναγομένης, τον συμβούλευσαν να τοποθετήσει ολόκληρο το ποσό που διέθετε σε ένα ομόλογο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, που θα του παρείχε 100% προστασία του κεφαλαίου και συντηρητική αλλά σταθερή απόδοση (6% περίπου από το 2° έως το 5° έτος) και κυμαινόμενη έκτοτε (περίπου 3,25%-5%). Ότι αφού πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις των ανωτέρω, συνήνεσε να προβεί την 3.4.2006 στην αγορά του «καταθετικού» όπως του παρουσιάστηκε προϊόντος σταθερού εισοδήματος, υπογράφοντας μια μονοσέλιδη εντολή αγοράς, μέσω της οποίας τοποθετήθηκαν 128.0006 για την απόκτηση του ομολόγου «NATIONAL BANK OF GREECE)), αορίστου χρόνου, με πιθανή ημερομηνία ανάκλησης 16/02/2015, ονομαστικής αξίας 141.000 ευρώ, πιστοληπτικής ικανότητας ΒΒΒ, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης κινητών αξιών Standard & Poor’s. Ότι την 26/2/2010 κλήθηκε να υπογράψει ανανεωμένη Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά την οποία επανέλαβε τον συντηρητικό χαρακτήρα του επενδυτικού του προσανατολισμού με στόχο τη διατήρηση της ακεραιότητας και της ασφάλειας του κεφαλαίου του, συμπληρώνοντας εκ παραλλήλου ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο τον κατέτασσε στην πιο συντηρητική κατηγορία επενδυτών. Ότι από τα τέλη του 2010, βάσει των αποτιμήσεων χαρτοφυλακίου που του έστελνε η εναγομένη, διαπίστωσε ότι το κεφάλαιο του έβαινε μειούμενο. Ότι όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκε, το επίδικο ομόλογο ήταν πολύ χαμηλής επενδυτικής ποιότητας (ΒΒΒ), ήτοι «Υψηλού Κινδύνου», «Εξαιρετικά Κερδοσκοπικού Χαρακτήρα», μία μόλις θέση πριν κατηγοριοποιηθεί ως προϊόν με εξαιρετικά πιθανή τη χρεωκοπία του. Ότι η εναγομένη ουδέποτε τον ενημέρωσε για τη σημαντική αυτή μεταβολή του προϊόντος που απέκτησε, ούτε ότι επρόκειτο για ομόλογο θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και όχι της ίδιας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ωστόσο ήταν εγκλωβισμένος αναμένοντας την ημερομηνία ανάκλησης του ομολόγου (16/02/2015). Ότι, την άνοιξη του 2013 διαπίστωσε την παύση καταβολής τόκων, ωστόσο οι υπάλληλοι της εναγομένης, τον καθησύχασαν για την ασφάλεια του κεφαλαίου. Ότι τον Μάιο του 2013 έλαβε επιστολή της εναγομένης περί επαναγοράς του ομολόγου στο 40% της ονομαστικής του αξίας από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και φοβούμενος ότι θα απωλέσει το σύνολο των αποταμιεύσεων του, αναγκάστηκε να αποδεχθεί την πρόταση αυτή, εισπράττοντας το ποσό των 56.400Ε. Ότι αποτέλεσμα της αποδοχής της προτάσεως επαναγοράς ήταν να υποστεί ζημία ύψους 71.600Ε. Ότι ενεργώντας ούτως η εναγομένη, παραβίασε τη μεταξύ τους συμφωνία, τον Κώδικα Δεοντολογίας που διέπει τη συναλλακτική τους σχέση, τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, ενεργώντας εις βάρος των συμφερόντων του, καταχρώμενη την εμπιστοσύνη του, παραπλανώντας και εξαπατώντας τον ως προς τα ακριβή χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των επενδυτικών προϊόντων που του πρότεινε. Η δεύτερη ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι είναι απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ και ότι από το έτος 1992 εργαζόταν ως ασφαλίστρια, από δε το έτος 2004 εργαζόταν, με την προρρηθείσα ιδιότητα της ασφαλίστριας, στην «Ευρωπαϊκή Πίστη Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλειών», όπου στα πλαίσια εκπαιδευτικού σεμιναρίου στα γραφεία της ως άνω ασφαλιστικής, γνώρισε το διευθυντικό στέλεχος της εναγομένης, , ο οποίος της πρότεινε να εμπιστευθεί τις οικονομίες της στους εξειδικευμένους και έμπειρους υπαλλήλους της εναγομένης, προκειμένου να τις επαυξήσει σε λογικά πλαίσια, εξασφαλίζοντας ευοίωνο μέλλον για την ίδια και κυρίως για το τέκνο της. Ότι η ίδια του δήλωσε ότι επιθυμούσε τοποθέτηση των χρημάτων της σε προϊόν εφάμιλλο με προθεσμιακή κατάθεση, με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια του κεφαλαίου και με μη μακροχρόνια δέσμευση των χρημάτων της λόγω των αναγκών ανατροφής και διαπαιδαγώγησης του τέκνου της. Ότι δείχνοντας εμπιστοσύνη στην εναγομένη, προσχώρησε στην από 23/4/2004 σύμβαση, της οποίας αντίγραφο ουδέποτε της εδόθη, ούτε και της εξήγησε οιοσδήποτε προστηθείς της εναγομένης τις τεχνικές, αόριστες και γενικές ρήτρες που περιείχε. Ότι από την ως άνω σύμβαση προέκυπτε με σαφήνεια ότι θα υπαγόταν στο προνομιακό «club» πελατών, καταβάλλοντας προς τούτο ετησίως αμοιβή παροχής υπηρεσιών για την απασχόληση των εξειδικευμένων τεχνοκρατών της εναγομένης και για το λογιστικό κόστος διαχείρισης και παρακολούθησης του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου. On κατόπιν της υπογραφής της ως άνω συμβάσεως, εκλήθη να υπογράψει εντολή αγοράς ομολόγου τραπεζικής προέλευσης με την εγγύηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι αφού. πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγόμενης, περί του ασφαλούς της τοποθέτησης των χρημάτων της και για τη δυνατότητα προεξόφλησης όποτε επιθυμούσε διατηρώντας ανέπαφο το κεφάλαιο, συνήνεσε να προβεί την 01/02/2005, στην τοποθέτηση 101.5006 των αποταμιεύσεων της για την απόκτηση ονομαστικής αξίας 100.0006 του ανωτέρω ομολόγου, με τίτλο «NATIONAL BANK OF GREECE», αορίστου χρόνου, ημερομηνία πρώτης αγοράς 16/02/2015, ονομαστικής αξίας 1.41.000 ευρώ, πιστοληπτικής ικανότητας ΒΒΒ, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης κινητών αξιών Moody’s, η δε απόδοση του θα ήταν αρχικά 6%, και από τον έκτο χρόνο και εφεξής θα κυμαινόταν σε υψηλότερα επίπεδα. Ότι την S/2/2005 επειδή το εν λόγω ομόλογο, παρουσίαζε αρχικά ανοδική πορεία, η εναγομένη πώλησε αξία 10.0,006 εξ αυτού με συνέπεια να της απομείνουν ομόλογα ονομαστικής, αξίας 90.000Ε. Ότι από το καλοκαίρι του 2007 παρατήρησε σημαντική καθυστέρηση στην καταβολή τοκομεριδίων από τα ομολογιακά προϊόντα που της είχαν προτείνει οι προστηθέντες της εναγομένης, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, ενώ, λόγω της μη ανταπόκρισης του κ. … στα τηλεφωνήματα της, διέκοψε τη μεταξύ τους συνεργασία, ζητώντας τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου της στην Τράπεζα Eurobank Ergasias. Ότι τον Μάιο του 2013 έλαβε μέσω της νέας διαχειρίστριας του χαρτοφυλακίου της, την αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος περί επαναγοράς του ομολόγου στο 40% της ονομαστικής του αξίας. Ότι τότε πληροφορήθηκε ότι το επίδικο ομόλογο ήταν εκδόσεως αλλοδαπής θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με την επωνυμία «ΝΑΤΙΟΝΑL BANK OF GREECE FUNDING LTD», το οποίο, όπως της εξήγησαν οι σύμβουλοι της Eurobank ήταν άκρως ριψοκίνδυνο, σύνθετο και δομημένο ομόλογο, μειωμένης (έως και μηδενικής) εξασφάλισης από την μητρική εταιρεία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.». Ότι φοβούμενη ότι θα απωλέσει το σύνολο του ποσού που επένδυσε, αναγκάστηκε να αποδεχθεί την πρόταση, εισπράττοντας μόνο το ποσό των 36.0006, και να υποστεί ζημία ύψους 54.0006. Ότι τα ομόλογα αυτά δεν διατίθεντο νομίμως στο επενδυτικό κοινό της Ελλάδος λόγω κυρίως μη τήρησης της διαδικασίας εγκρίσεως και δημοσιεύσεως σχετικού ενημερωτικού και υπάρξεως μεγάλου επενδυτικού κινδύνου. Ότι η εναγόμενη απέκρυψε τις παραπάνω ιδιότητες των ομολόγων κατά παράβαση των κανονισμών, της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, καθώς και των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, διότι, εάν η ενάγουσα γνώριζε τις εν λόγω επισφάλειες, δεν θα επένδυε κατ’ αυτό τον τρόπο τα χρήματα της. Οι τρίτος, τέταρτη, πέμπτος και έκτη των εναγόντων, ισχυρίζονται ότι τυγχάνουν μοναδικοί κληρονόμοι του ήδη αποβιώσαντος , ο οποίος υπήρξε αντισυμβαλλόμενος της εναγομένης. Ότι ο αποβιώσας συγγενής τους ήταν δημόσιος υπάλληλος, έχοντας αποταμιεύσει από την εργασία του το ποσό των 50.0006. Ότι το έτος 2007, με αφορμή ιδιωτική ασφάλιση που διατηρούσε στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΉ ΑΕΓΑ, δέχθηκε προσέγγιση από υπαλλήλους της εναγομένης και συνήνεσε στην ανάθεση της διαχείρισης των αποταμιεύσεων του στα εξειδικευμένα στελέχη της, υπογράφοντας την από 15/1/2007 Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, πεισθείς από τους ισχυρισμούς τους για αυξημένη εξασφάλιση κεφαλαίου και ανάληψη κινδύνου υπό του μετρίου. Ότι ο ίδιος δήλωσε στους προστηθέντες της εναγομένης την απαρέγκλιτη αποχή από τοξικά προϊόντα, υβριδικού χαρακτήρα με αδιόρατη μακροοικονομική εξέλιξη. Ότι η εναγομένη, προκειμένου να άρει οιαδήποτε αμφιβολία, του τόνιζε ότι θα του πρότεινε προϊόντα μηδενικού ρίσκου, με σταθερότητα στις αποδόσεις, τα οποία θα ήταν ουσιαστικά αποταμιευτικά, εγγυημένα από την γερμανική Τράπεζα «HSH NORDBANK», ενώ παράλληλα του τόνιζαν ότι θα είχε πρόσβαση σε τραπεζικά προϊόντα που διέθετε η εναγομένη, αποκλειστικά για επιλεγμένους πελάτες της. Ούτως, του πρότειναν την τοποθέτηση της αποταμίευσης του στο ομόλογο της γερμανικής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «HSH NORDBANK», προϊόν κατ’ ουσίαν καταθετικό, με 100% προστασία του αρχικού κεφαλαίου και συντηρητική αλλά σταθερή απόδοση (περίπου 7,5% ετησίως αρχικά και κατόπιν 4,28%) και δυνατότητα προεξόφλησης ανά πάσα στιγμή. Ότι κατόπιν ρητών προτροπών, παραινέσεων και επενδυτικών συμβουλών της εναγομένης, υπέβαλε σχετική εντολή για την αγορά του στις 15/1/2007 και ούτως, τοποθετήθηκαν 44.460,276 των αποταμιεύσεων του για την απόκτηση ονομαστικής αξίας 40.0006 του ανωτέρω ομολόγου, αορίστου χρόνου, με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 30/6/2009. Ότι η πιστοληπτική ικανότητα του ομολόγου, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης κινητών αξιών Moody’s, ήταν A3, η δε απόδοση του ήταν αρχικά 7,5% και απόδοση στην ανάκληση 4,28%. On ουδέποτε εδόθη στον αποβιώσαντα οιοδήποτε πληροφοριακό έγγραφο που συνόδευε την έκδοση και έγκριση του ομολόγου στην Ελλάδα. On καίτοι παρήλθε η δήλη ημερομηνία ανάκλησης του ομολόγου (30/6/2009), χωρίς να ανακληθεί, ο αποβιώσας, θορυβημένος, αιτήθηκε από την εναγομένη, την ρευστοποίηση των ομολόγων του, ότε και πληροφορήθηκε μετ’ εκπλήξεως, on δεν ήταν δυνατή η ρευστοποίηση. On καθώς η καταβολή των τοκομεριδίων εξακολουθούσε, δεν εξεδήλωσε την ανησυχία του, παρά μόνο αργότερα, όταν διαπίστωσε ότι η αναγραφόμενη αξία των τραπεζικών προϊόντων είχε μειωθεί υπό του αρχικού του κεφαλαίου. Ότι τον Οκτώβριο του 2008, η Fitch και η Moody’s, υποβίβασαν σταδιακά τις αξιολογήσεις της HSH στη χαμηλότερη κατηγορία D και την Ε, όπου εντάσσονται τράπεζες πολύ μικρής εγγενούς οικονομικής ευρωστίας οι οποίες θα χρειαστούν πιθανότατα τακτική εξωτερική στήριξη ή βοήθεια. Ότι στις 6/5/2009 η S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική της ικανότατα κατά δυο βαθμίδες από Α σε ΒΒΒ, ενώ επακολούθησε πτώχευση της, λόγω συσσώρευσης χρεών τη δεκαετία 1999-2009, ύψους 1,85 δις ευρώ. On ακολούθως πληροφορήθηκε on οι αποταμιεύσεις του χρησιμοποιήθηκαν για την αναδιάρθρωση της εκδότριας του ομολόγου γερμανικής τραπεζικής εταιρείας, ήδη από το έτος 2009, γεγονός για το οποίο ουδέποτε τον είχε ενημερώσει η εναγομένη. Εν συνεχεία, από οικονομικούς και νομικούς παραστάτες του, πληροφορήθηκε on κεφάλαιο του δεν ήταν εγγυημένο, δεν μπορούσε να το λάβει στο ακέραιο, ότι έλαβε στην πραγματικότητα ομόλογα εκδόσεως μια τραπεζικής εταιρείας σε πλήρη οικονομική κατάρρευση, εμφανίζοντας, το έτος 2009, οικονομικές ζημίες ύψους περί τα 2 δις ευρώ, τίτλους μειωμένης εξασφάλισης, δομημένων ομολόγων, ουδόλως εγγυημένα από την εκδότρια, με ουσιαστική ημερομηνία ανάκλησης το έτος 2049. Ότι εκ του ως άνω γεγονότος, α, γ’, δ’, ε’ στ’ των εναγόντων υπέστησαν ζημία ύψους 44.460,276. Ότι σε άπασες τις ως άνω περιπτώσεις, η εναγομένη αποσιώπησε σκοπίμως την επικινδυνότητα της αγοράς των ενδίκων ομολόγων, καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω επένδυση ήταν απολύτως αντίθετη με το επενδυτικό προφίλ των εναγόντων οι οποίοι ήταν συντηρητικοί επενδυτές που επιθυμούσαν την τοποθέτηση τω χρημάτων τους σε ασφαλείς επενδύσεις. Ότι η υπαίτια παροχή αυτών των ελλιπών και παραπλανητικών πληροφοριών και η ταυτόχρονη υπαίτια απόκρυψη των ως άνω στοιχείων, στις οποίες προέβη η εναγομένη, χωρίς μάλιστα να παρέχει οποιαδήποτε έγγραφη ενημέρωση για τα αληθή χαρακτηριστικά του επενδυτικού προϊόντος, υφαρπάζοντας κατ’ ουσίαν την υπογραφή τους συνιστούν υπαίτια παραβίαση της απορρέουσας από τη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών υποχρέωσης της των προστηθέντων της εναγομένης για δέουσα προσυμβατική ενημέρωση, διαφώτιση, έρευνα προς παροχή καταλλήλων και προσαρμοσμένων στο επενδυτικό προφίλ εκάστου των εναγόντων, που ήταν αυτό του συντηρητικού επενδυτή- καταναλωτή, επενδυτικών συμβουλών καθώς και περιοδική ενημέρωση, αναφορικά με την εξέλιξη της αξίας των εν λόγω ομολογιών και αναφορικά με κρίσιμα γεγονότα που. αφορούν στην πιστοληπτική φερεγγυότητα του, εκδότη, εκπλήρωση των αναληφθεισών συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και παροχή των επίδικων υπηρεσιών από πιστοποιημένα στελέχη. On η εναγομένη παραβίασε και την υποχρέωση που απορρέει από τις διατάξεις 914, 281 και 288 ΑΚ, παραλείποντας να εκτιμήσει τα συμφέροντα των εναγόντων, να τους διαφωτίσει καθώς και να τους παράσχει συμβουλευτική καθοδήγηση, αλλά και να τους προειδοποιήσει για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η εκτέλεση των εντολών τους. Ότι περαιτέρω η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά και αδικοπραξία υπό το πρίσμα των διατάξεων του Κανονισμού Δεοντολογίας Ε.Π.Ε.Υ., του 919 ΑΚ, του Ν. 2251/1994, καθώς και των διατάξεων του ν.3606/2007 και της ΕΚ 1/452/2007. Ότι με την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της η εναγομένη τους προκάλεσε περιουσιακή ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται αποζημίωση, ίση με τα ποσά που αναλύονται κατωτέρω, καθώς και ηθική βλάβη, λόγω της στενοχώριας και του άγχους που δοκίμασαν ένεκα της απώλειας των αποταμιεύσεων τους μετά από χρόνια εργασίας και αποταμιεύσεων, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Εν όψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει τα εξής ποσά: α) στον πρώτο τούτων το ποσό των 82.340,00Ε (71.600Ε ως θετική ζημία και 10.740Ε ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη), β) στην δεύτερη τούτων το ποσό των 62.100,00Ε (54.000Ε ως θετική ζημία και 8.100Ε ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη), γ) στους τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη τούτων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 51.130,27Ε (44.460,276 ως θετική ζημία και 6.6706 ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν), και άπαντα ταύτα, νομιμοτόκως έως την πλήρη εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτά διορθώθηκε ως προς το κύριο όνομα του πρώτου εναγομένου με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, από το εσφαλμένο «Αντ» στο ορθό «Ιωά», δεδομένου ότι άπαντα τα υπόλοιπα προσδιοριστικά της ταυτότητας του στοιχεία, ήτοι το επώνυμο, το πατρώνυμο, το μητρώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας, ο αριθμός φορολογικού του μητρώου και η Δ.Ο.Υ του είναι ακριβή, χωρίς επομένως να καταλείπονται αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του ως άνω φυσικού προσώπου, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης ως αβάσιμου. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, που περιέχει συρροή νομίμων βάσεων της ένδικης αξίωσης, καθώς οι ενάγοντες στηρίζουν την ένδικη αξίωση τους προς αποζημίωση τόσο στις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ουσιαστικές διατάξεις με βάση την επικαλούμενη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην οποία και συνεβλήθησαν με την ιδιότητα του καταναλωτή, όσο και σε αυτές περί αδικοπραξιών του ΑΚ, παραδεκτώς εισάγεται να συζητηθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9 εδ. δ’, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, και είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον σε αυτή εκτίθεται το σύνολο των απαιτούμενων, κατ άρθρο 216 ΚΠολΔ, πραγματικών περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν το δικαίωμα των εναγόντων να στραφούν κατά των εναγομένων και να ζητήσουν την επιδίκαση και την αναγνώριση σε αυτούς των αιτούμενων με την αγωγή χρηματικών ποσών, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στους αναφερόμενους στην νομική σκέψη της παρούσας κανόνες και αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, στα άρθρα 2 παρ. Ια, 2στ, 6, 3 παρ. 1, 13, 16, 17 παρ. 1, 5, 22 του Ν. 2396/1996 «Επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των πιστωτικών ιδρυμάτων και άυλες μετοχές», που εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την κατάργηση του από το Ν. 3606/2007 σε πράξεις ή παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νεότερου αυτού νόμου την 01.11.2007 (άρθρα 71 και 85 του Ν. 3606/2007), στην ΠΔΤΕ με αριθμό 250/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», στα άρθρα 1 παρ. 3,4, 8 παρ. 1,2 εδ. β, 4 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους από το Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α’ 152/10.07.2007) και σύμφωνα με τα άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ ρυθμίζουν την επίδικη ενοχή (συμβατική και από αδικοπραξία), αφού τα παραγωγικά της γεγονότα έλαβαν χώρα πριν από την ισχύ του νέου αυτού νόμου, που δεν ισχύει αναδρομικά (ΑΠ 181/2000, ΑΠ 292/1992 σε ΝΟΜΟΣ), στα άρθρα 281,288,297, 298, 299, 330,334, 341, 346, 361, 480, 481, 713, 714, 718, 914, 922, 926. 932 ΑΚ, 70, 74, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης στους γ’, δ’, ε’ και στ’ των εναγόντων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την ιδιότητα τους ως κληρονόμων του καθώς, ως αυστηρά προσωποπαγής η εν λόγω αξίωση δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει χωρήσει αναγνώριση χρέους ή επίδοση αγωγής (άρθρο 933 ΑΚ), όπερ δεν ισχύει εν προκειμένω. Ως εκ τούτου πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η αποζημίωση ,έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας του ζημιωθέντος και όχι τον πλουτισμό του, επομένως εκ πρώτης όψεως φαίνεται ορθό από τη ζημία που υπέστη ο ζημιωθείς να αφαιρείται το τυχόν κέρδος, το οποίο αυτός αποκόμισε από το ζημιογόνο γεγονός. Το κέρδος, δηλαδή, πρέπει να συνυπολογίζεται στην προκληθείσα ζημία, έτσι ώστε ο ζημιώσας να υποχρεούται να καταβάλει μόνο την πραγματική ζημία του ζημιωθέντος (ΑΠ 244/2016,ΕφΑΘ 4841/2014 σε ΝΟΜΟΣ). Ο συνυπολογισμός επιβάλλεται από την ίδια την έννοια της ζημίας, σύμφωνα με τη θεωρία της διαφοράς, κατά την οποία ζημία αποτελεί η διαφορά μεταξύ της πραγματικής περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και της περιουσιακής του κατάστασης, εάν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί, ένσταση του εναγομένου και για να είναι νόμιμη, θα πρέπει: α) να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του οφέλους αιτιώδης σύνδεσμος, να ήταν δηλαδή το γεγονός αυτό πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (298 ΑK). Η προϋπόθεση αυτή ελλείπει, όταν το όφελος( προέκυψε από. την παρεμβολή έκτακτων περιστατικών και β) ο καταλογισμός του οφέλους, να μην αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Αντίκειται δε στην καλή. πίστη ο καταλογισμός, όταν το όφελος απορρέει από έκτακτη προσπάθεια του ζημιωθέντος λ.χ. από ενεργητικότητα η οποία υπερτείνει το μέτρο κατά το οποίο αυτός οφείλει, κατά το άρθρο 300,παρ, 1 εδ. β’ ΑΚ, να περιορίσει τη ζημία. Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν στοιχείο της βάσης της ένστασης καταλογισμού του οφέλους (ΑΠ 523/1995 ΝοΒ 45.966, ΕφΑΘ 4841/2014, ΜΕφΘεσ 990/2014 ΕλλΔνη 2014.1489. ΕφΠατρ 739/2006 σε ΝΟΜΟΣ. Μ. Σταθόπουλος, ΕνοχΔ αρθρ. 297- 298 αρ. 90 επ.).
Η εναγομένη με τις προτάσεις της, συνομολογεί ότι μεταξύ της ΑΕΠΕΥ, της οποίας τυγχάνει καθολική διάδοχος, και των α’ και β’ των εναγόντων, καθώς και του αποβιώσαντος συγγενούς των γ’, δ’, ε’ και στ΄τούτων, είχαν συναφθεί συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, συνισταμένων απλώς στη λήψη και διαβίβαση εντολών και όχι στην εκ μέρους τους παροχή επενδυτικών συμβουλών και ότι δυνάμει όρων των μεταξύ τους συμβάσεων, ουδέποτε εγγυήθηκε οποιοδήποτε αποτέλεσμα και δεν υπείχε ευθύνη για την περίπτωση που προκαλείτο συναφής προς τις επενδυτικές επιλογές τους περιουσιακή ζημία στους αντισυμβαλλομένους της, οι οποίοι ανέλαβαν και τον επενδυτικό κίνδυνο που θα επερχόταν σε περίπτωση που οι εκδότριες των ομολόγων αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις έναντι αυτών υποχρεώσεις τους. Επίσης, ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι ενημέρωσαν τους αντισυμβαλλομένους τους πλήρως και απολύτως διαφανώς για τα επίδικα ομόλογα, που ταίριαζαν στο επενδυτικό τους προφίλ, χωρίς να αποκρύψουν ή να παρασιωπήσουν κρίσιμες ιδιότητες τους και ότι η επιλογή των συγκεκριμένων επενδύσεων ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης τους, οι οποίοι ήταν επενδυτές με γνώσεις και προηγούμενη εμπειρία. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση όλων των συρρεουσών αγωγικών νομικών βάσεων, πλην αυτής, που κατά ένα σκέλος της στηρίζεται στον Ν. 2251/1994, ως προς την οποία αποτελεί νόμιμη ένσταση, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, ερειδομενη στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, η ουσιαστική βασιμότητα της οποίας θα κριθεί κατωτέρω. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα, ισχυρίζεται ότι ήταν έμπειρος επενδυτής με σημαντικό χαρτοφυλάκιο αγορών εισηγμένων στο ΧΑΑ, ενώ ήταν διοικητικός διευθυντής σε ιδιωτική επιχείρηση, έχοντας μάλιστα πραγματοποιήσει σπουδές οικονομικών, ενώ το ετήσιο ατομικό του εισόδημα ανερχόταν για το έτος 2008 στο ποσό των 138.727,17€ και το αντίστοιχο οικογενειακό στο ποσό των 174.980,07€. Ισχυρίζεται δε περαιτέρω, ότι μετά την πάροδο σύντομου χρονικού διαστήματος από την αγορά του επίδικου ομολόγου, προέβη σε εντολή αγοράς και εν συνεχεία πώληση ομολόγου της τράπεζας ROYAL BANK OF SCOTLAND, καθώς και έτερου ομολόγου της EUREKO BV. Ο ως άνω ισχυρισμός, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αποτελεί νόμιμη ένσταση, η οποία πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Πέραν τούτων, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο πρώτος ενάγων εισέπραξε μέσω της ΑΕΠΕΥ, όπως προκύπτει από την καρτέλα του λογαριασμού του, από την απόδοση της επένδυσης του, τόκους συνολικού ποσού 56.033,07 ευρώ, καθώς και ποσό 56.400,00Ε που εισέπραξε από την επαναγορά του ομολόγου του. Προβάλει επομένως η εναγομένη ισχυρισμό περί συνυπολογισμού του οφέλους του πρώτου ενάγοντος από τους ανωτέρω εισπραχθέντες τόκους στην αιτούμενη από αυτόν αποζημίωση και ειδικότερα ότι το ποσό των 56.033.07 ευρώ από τους εισπραχθέντες από αυτόν τόκους για το σύνολο των επενδύσεων του, καθώς και το ποσό που εισέπραξε από την επαναγορά του ομολόγου του εκ ποσού 56.400Ε, πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσό της αιτούμενης αποζημίωσης του από την απώλεια του κεφαλαίου της με την αγορά του ένδικου ομολόγου, με συνέπεια η ζημία του να μην υπερβαίνει το ποσό των 15.566,93€ (128.000-56.400-56.033,07). ʼλλως και όλως επικουρικώς, αν ήθελε θεωρηθεί ότι δεν θα έπρεπε να υπολογίζονται οι φόροι επί των τόκων, τότε θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 53.495,07 για εισπραχθέντες τόκους (μετά φόρων) και η ζημία του ανέρχεται σε 18.104,93€. Ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στα άρθρα 288, 298 εδ. α και 930 παρ. 3 ΑΚ, ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι το ποσό των 56.033,07€ των τόκων που ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι απεκόμισε ο πρώτος ενάγων από το επίδικο ομόλογο αποτελεί μεν κέρδος του από τον επίδικο τίτλο, πλην όμως το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του (ζημιογόνο γεγονός κατά την αγωγή, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εναγομένη, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στον ενάγοντα, μέσω της ΑΕΠΕΥ και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του, εφόσον δε συνδέεται κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων η ωφέλεια της με το ζημιογόνο γεγονός της αγωγής (βλ. ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 4841/2014, ΠΠρΑΘ 3776/2015 Νόμος). Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι τον ενημέρωσε πλήρως και πριν την αγορά του επίδικου ομολόγου για τα χαρακτηριστικά, τη λειτουργία και τους κινδύνους που συνεπαγόταν η αγορά του, ισχυρισμός που συνιστά ένσταση έλλειψης υπαιτιότητας της εναγομένης, η οποία προτείνεται παραδεκτά και νόμιμα, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 8 του ν.2251/1994 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. Αναφορικά δε με την δεύτερη ενάγουσα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ήταν γνώστης και έμπειρη στην αγορά, έχοντας προβεί και στο παρελθόν σε αγορές ομολόγων και δη των DEUTSCHE BANK, ΒΝΡ PARIBAS SA, National Bank of Iceland, EUREKO BV και LEHMAN BROTHERS, ενώ το ύψος των επενδύσεων της ήταν σημαντικό (852.167,17€), κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στις ένδικες προτάσεις της. Ο ως άνω ισχυρισμός, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αποτελεί νόμιμη ένσταση, η οποία πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι την ενημέρωσε πλήρως και ειδικώς πριν την αγορά των επίδικων ομολόγων για τα χαρακτηριστικά, τη λειτουργία και τους κινδύνους που συνεπαγόταν η αγορά τους, ισχυρισμός που συνιστά ένσταση έλλειψης υπαιτιότητας της εναγομένης, η οποία προτείνεται παραδεκτά και νόμιμα; στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 8 του ν. -2251/1994 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικώς στη μείζονα νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας απόφασης. Τέλος, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η δεύτερη ενάγουσα εισέπραξε μέσω της ΑΕΠΕΥ για το σύνολο των επενδύσεων της τόκους συνολικού ποσού 58.992,19 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 10.747,21€ αφορά τόκους που εισπράχθηκαν για τις επίδικες επενδύσεις της. Προβάλει δε ισχυρισμό περί συνυπολογισμού του οφέλους της ενάγουσας από τους ανωτέρω εισπραχθέντες τόκους στην αιτούμενη από αυτήν αποζημίωση και ειδικότερα ότι το ποσό των 10.747,21 ευρώ από τους εισπραχθέντες από την ενάγουσα τόκους από τον επίδικο τίτλο που εισέπραξε μέσω της εναγομένης ΑΕΠΕΥ καθώς και το ποσό των 30.384 που εισέπραξε από τον επίδικο τίτλο μέσω της Eurobank και συνολικά το ποσό των 41.131,21€, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το ποσό της αιτούμενης αποζημίωσης της από την απώλεια του κεφαλαίου της με την αγορά του ενδίκου ομόλογου, με συνέπεια η ζημία της αφαιρουμένου και του ποσού των 36.0006 που αναλογεί στο τίμημα εξαγοράς των τίτλων, ανέρχεται σε (90.000-36.000-41.131,27=) 12.868,79€. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στα άρθρα 288,298 εδ. α και 930 παρ. 3 ΑΚ, ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι το ποσό των 41.131,27 ευρώ των τόκων που ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι απεκόμισε η ενάγουσα από το επίδικο ομόλογο αποτελεί μεν κέρδος της ενάγουσας από τον ανωτέρω επίδικο τίτλο, πλην όμως το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που η ενάγουσα υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου της (ζημιογόνο γεγονός κατά την αγωγή), αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εναγομένη και την έτερη διαχειρίστρια Eurobank, οι οποίες το εκμεταλλεύθηκαν, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στην ενάγουσα, μέσω της ΑΕΠΕΥ και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία της ενάγουσας, εφόσον δε συνδέεται κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων η ωφέλεια της με το ζημιογόνο γεγονός της αγωγής (βλ. ΑΠ 244/2016, ΕφΑΘ 4841/2014, ΠΠρΑΘ 3776/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΙ). Περαιτέρω, η εναγομένη προτείνει ένσταση συνυπαιτιότητας της δεύτερης ενάγουσας στην επελθούσα ζημία, καθώς όφειλε να είχε αντιδράσει ως προς τους επίδικους τίτλους και να τους είχε πωλήσει αμέσως μετά την πληροφόρηση της για την πτώχευση της Lehman Brothers., ισχυρισμός που είναι νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 300 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ ουσία. Τέλος, η εναγομένη προτείνει, την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων της εξ αδικοπραξίας και εκ του νόμου για την προστασία του καταναλωτή, διότι η ενάγουσα πληροφορήθηκε την πτώχευση της Lehman Brothers ήδη από το φθινόπωρο του 2008, όταν δηλαδή έλαβε γνώση της εξαπάτησης της από την εναγομένη, οπότε, δεδομένου ότι η κρινομένη αγωγή της επιδόθηκε στις 5/5/2018, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας. Ο ως άνω ισχυρισμός είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής αξίωσης από αδικοπραξία, πρέπει ο ενιστάμενος να επικαλεστεί, μεταξύ άλλων, το χρόνο, κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΑΠ 591/2017, ΑΠ 1412/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω δε η εναγομένη ουδόλως επικαλείται τα εν λόγω στοιχεία, παρά μόνο μνημονεύει πότε έλαβε χώρα η πτώχευση εκδότριας έτερου ομολόγου, που ουδόλως σχετίζεται με το επίδικο. Αναφορικά με τον αποβιώσαντα συγγενή των λοιπών εναγόντων, η εναγομένη προβάλλει την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων εξ αδικοπραξίας και εκ του νόμου για την προστασία του καταναλωτή, διότι επικαλούνται ότι η ζημία τους προέκυψε κατά το χρόνο της θέσης της εκδότριας τράπεζας σε καθεστώς αναδιάρθρωσης εν έτει 2009, με συνέπεια να έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας μέχρι την επίδοση της κρινομένης αγωγής (στις 5/5/2018). Ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής αξίωσης από αδικοπραξία, πρέπει ο ενιστάμενος να επικαλεστεί, μεταξύ άλλων, το χρόνο, κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, εν προκειμένω δε η εναγομένη ουδόλως επικαλείται τα εν λόγω στοιχεία, παρά μόνο ισχυρίζεται πότε έλαβε χώρα η αναδριάρθρωση της εκδότριας τράπεζας, όχι όμως και πότε το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στους ενάγοντες.
Από την υπ’ αρ. ../10.9.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος αποδείξεως, που εδόθη ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών , που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, ληφθείσα μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους (βλ. την με αριθ. 1838Ε/5-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ) καθώς και τη με αριθ. /11-09-2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ανταπόδειξης , που εδόθη της Συμβολαιογράφου Αθηνών , που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη, ληφθείσα μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αρ. κι /5.9.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα κάτωθι: Α) Ο πρώτος ενάγων γεννηθείς το έτος 1958, διοικητικός διευθυντής σε ιδιωτική εταιρεία, συνήψε στις 30/3/2006 με την εταιρεία «Ευρωπαϊκή Πίστη Finance ΑΕΠΕΥ», της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη η εναγόμενη με συγχώνευση διά απορρόφησης αυτής, την ταυτόχρονη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Με την εν λόγω σύμβαση, η ΑΕΠΕΥ, ανέλαβε τη διαβίβαση παραγγελιών του αμέσως εμμέσως σε τρίτους για την κατάρτιση συναλλαγών επί αξιών και τίτλων της χρηματαγοράς για λογαριασμό της καθώς και την παροχή επενδυτικών συμβουλών στον επενδυτή κατόπιν σχετικού αιτήματος του. Στο πλαίσιο της σύμβασης λήψης και διαβίβασης εντολών ή ΑΕΠΕΥ δεν ανέλαβε οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν ζημία πού ήθελε να υποστεί ο ενάγων από τις συναλλαγές του στις οποίες μεσολαβούσε, εφόσον η ΑΕΠΕΥ διαβίβαζε επακριβώς τις σχετικές εντολές του κατά τους όρους της σχετικής του παραγγελίας. Ο ενάγων στην ως άνω σύμβαση δήλωσε ότι οποιαδήποτε παραγγελία που δίνεται προς την ΑΕΠΕΥ είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από τις επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές της ΑΕΠΕΥ. Βάσει δε του άρθρου 5 της μεταξύ τους συμβάσεως, ή ΕΠΕΥ δήλωσε ότι θα ευθύνεται κατά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τον Επενδυτή για δόλο και βαρειά αμέλεια των προστηθέντων της και μόνο για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που ήθελε υποστεί ο επενδυτής, ένεκα της παροχής από την ΕΙ ΙΕ Υ επενδυτικών συμβουλών. Περιγράφονται δε στην ως άνω σύμβαση οι βασικότεροι ενδεχόμενοι κίνδυνοι που, κατά περίπτωση, αναλάμβανε ο ενάγων όταν επένδυε σε αξίες κατά την παροχή σε αυτήν των επενδυτικών υπηρεσιών από την ΑΕΠΕΥ, μεταξύ των οποίων: πιστωτικός κίνδυνος, ήτοι αδυναμία του εκδότη αξιών να εκπληρώσει υποχρεώσεις του προς τους κατόχους αξιών, όπως ενδεικτικά η πληρωμή μερίσματος, τοκομεριδίων, κίνδυνος ρευστότητας, συναλλακτικός, κίνδυνος επιτοκίου, συστημικός κίνδυνος μετοχών, μη συστημικός κίνδυνος καθώς και κίνδυνοι που απορρέουν από συναλλαγές σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην πράξη η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να δίνει συμβουλές στον πρώτο ενάγοντα για χρηματοπιστωτικά ζητήματα, δεδομένου ότι η πληροφόρηση αυτή ήταν πολύ σημαντική για τον ίδιο, μιας και λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, δεν διέθετε επαρκή χρόνο, ενώ, βάσει της εν λόγω πληροφόρησης, θα προέβαινε στην επένδυση του κεφαλαίου του. Στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης απεστάλη από την εναγομένη στις 03/04/2006,- μέσω τηλεομοιοτυπίας, ανυπόγραφη εντολή αγοράς του ενδίκου τραπεζικού ομολόγου, «εκδόσεως της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αορίστου χρόνου, με πιθανή ημερομηνία ανάκλησης 16/02/2015, ονομαστικής αξίας 141.000 ευρώ, πιστοληπτικής ικανότητας ΒΒΒ, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης κινητών αξιών Standard & Poor’s, στην τιμή 89,96 (πλην δεδουλευμένων τόκων) κυμαινόμενου επιτοκίου με τους εξής όρους: έτος 2-5 κουπόνι 6% και από 6° έτος και εντεύθεν 4 (CMS10-CMS2) cap 10% floor 3,25%. Η εντολή αυτή ισχύει για ονομαστική αξία 141.0006 και πληρωτέο 128.000€». Την εντολή αυτή υπέγραψε αυθημερόν και διαβίβασε στην εναγομένη, ο ενάγων. Στο μονοσέλιδο όμως αυτό έντυπο, που ετέθη υπόψη του. χωρίς όμως να αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο ότι του παρασχέθηκε επαρκής χρόνος να το μελετήσει ούτε ότι του δόθηκαν περαιτέρω προφορικές επεξηγήσεις και διευκρινίσεις από τον προστηθέντα της εναγομένης, που του είχε προτείνει το προϊόν ούτε από οποιονδήποτε άλλο υπάλληλο της, υπήρχαν στοιχεία που θα επέτρεπαν είτε σε έναν εξαιρετικό γνώστη της κεφαλαιαγοράς με εμπειρία σε συναλλαγές σύνθετων προϊόντων, είτε ακόμα και σε ένα μέσο επενδυτή, όπως ο ενάγων, υπό την προϋπόθεση όμως στη δεύτερη αυτή περίπτωση ότι του είχαν δοθεί εξαρχής κατά τρόπο σαφή, εύληπτο και πλήρη, ορθές και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και την ιδιαίτερη φύση και λειτουργία του ή έστω του είχαν επισημανθεί ειδικώς παράλληλα με την παράδοση του πληροφοριακού εντύπου οι διαφοροποιήσεις των χαρακτηριστικών του προϊόντος σε σχέση με την ενημέρωση που προφορικά είχε λάβει προηγουμένως γι’ αυτό, να αντιληφθεί ότι επρόκειτο περί προϊόντος υψηλού ρίσκου, ώστε να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις πριν αποφασίσει ή και να επενδύσει εν τέλει εν γνώσει όμως της φύσης του προϊόντος και αναλαμβάνοντας το σχετικό κίνδυνο. Με δεδομένο δε ότι ο μέσος καταναλωτής επικεντρώνεται στα αριθμητικά στοιχεία ενός εντύπου καθώς και σε σημεία που ενισχύουν την προσχηματισμένη ήδη αντίληψη του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων δε διαμόρφωσε αυτόνομα, αλλά με βάση αφενός τις ανακριβείς ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος πληροφορίες που του είχαν παρασχεθεί προφορικώς από τον υπάλληλο της εναγομένης, που ευλόγως θεωρούσε (ο ενάγων) ότι διαθέτει, υπέρτερη αυτού, εξιδιασμένη γνώση και εμπειρία επί του αντικειμένου και δικαιολογημένα τον εμπιστεύτηκε ως ειδικό, αφετέρου τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο αποδεικτικό εντολής συναλλαγής, ο ενάγων δε μπορούσε να αντιληφθεί την ειδική φύση και λειτουργία του προϊόντος που επρόκειτο να αγοράσει ούτε με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο μονοσέλιδο ενημερωτικό σημείωμα. Εξάλλου λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης ΑΧΕΠΕΎ – πελάτη, ο τελευταίος δικαιολογημένα έχει την πεποίθηση ότι του παραδίδεται εγγράφως ο χαρακτήρας του προϊόντος που προφορικά του περιγράφηκε. Όπως όμως αποδείχθηκε, το προϊόν που η εναγομένη αγόρασε για λογαριασμό του πρώτου ενάγοντος, δεν αποτελούσε κοινό ομόλογο, αλλά τίτλο υβριδικού κεφαλαίου (perpetual bond), τίτλο δηλαδή που παρουσιάζει ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με κανένα από τα δύο. Η άληκτη αυτή υβριδική ομολογία, η οποία παρέχει στον κομιστή της δικαιώματα απόληψης των συμφωνημένων τόκων, όχι όμως και το δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της ονομαστικής της αξίας σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης, αλλά αντίθετα ο εκδότης διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η υποχρέωση καταβολής τόκων στον κομιστή καθίσταται επαχθέστερη σε σύγκριση με άλλες συνήθεις μεθόδους χρηματοδότησης του. Συνεπώς, το προϊόν αυτό δεν αποτελεί ομόλογο κατά το ελληνικό δίκαιο, αλλά μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, που προσομοιάζει στην ισόβια πρόσοδο και διέπεται ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 840 επ. ΑΚ (Σπ. Ψυχομάνης, Η διάθεση των perpetualbonds από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010, σελ.863 επ.). Τα ανωτέρω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όμως, που ήταν κρίσιμα για τον ορθό σχηματισμό της επενδυτικής της απόφασης, δεν εκτέθηκαν με λεπτομέρειες στον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος, αν τα γνώριζε, δεν θα προχωρούσε στην αγορά του εν λόγω τίτλου. Ειδικότερα, ο ένδικος τίτλος εκδόθηκε από την υπεράκτια αλλοδαπή εταιρία «NATIONAL BANK OF, GREECE FUNDING LTD», με έδρα τη νήσο Jersey, η οποία είναι θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., η οποία συστάθηκε με αποκλειστικό στόχο την ενίσχυση των εποχικών κεφαλαίων της τελευταίας. Ακολούθως, στις 1/8/2008, ο ενάγων υπέγραψε ερωτηματολόγιο που υπέβαλε στην εναγομένη, αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση, τις πηγές του εισοδήματος του, την επενδυτική του εμπειρία και της συχνότητα συναλλαγών με χρηματοπιστωτικά μέσα. Από το ως άνω ερωτηματολόγιο προκύπτει on ήταν διοικητικός διευθυντής σε ιδιωτική εταιρεία, απόφοιτος πανεπιστημίου, χωρίς όμως το επάγγελμα του να συνδέεται με τον χρηματοοικονομικό τομέα ή τον τομέα των επενδύσεων, η βασική πηγή του εισοδήματος του είναι το επάγγελμα του, τα βασικά περιουσιακά του στοιχεία προέρχονται από ακίνητα, επενδύσεις σε χρηματαγορές και καταθέσεις μετρητών. Στο ερωτηματολόγιο αυτό, δήλωσε ότι είχε μικρή εμπειρία σε ομόλογα και μέτρια εμπειρία σε μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, και καμία εμπειρία σε παράγωγα, ενώ οι συναλλαγές που πραγματοποιούσε ήταν μέτριες, ήτοι μικρότερες από μια συναλλαγή τον μήνα, καθώς και ότι ο χρονικός ορίζοντας επενδύσεων που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει μέσω της εναγομένης, ήταν μεταξύ 1-3 ετών. Από τη συμπλήρωση επομένως του ερωτηματολογίου προέκυψε για τον πρώτο ενάγοντα συντηρητικό προφίλ, με τον ίδιο να κατατάσσει τον εαυτό του στην πλέον συντηρητική κατηγορία επενδυτών, αναφέροντας ότι δεν επιθυμεί να αναλάβει μεγάλο ρίσκο και γι’ αυτό δεν επενδύει σε παράγωγα, καθώς και ότι επιθυμεί την καλύτερη δυνατή απόδοση των χρημάτων του μέσα από τις συμβουλευτικές προτάσεις της εναγομένης, προκειμένου να επιτύχει εισόδημα από τοκομερίδια, όσο και σε κεφαλαιακή υπεραξία μεσοπρόθεσμα. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν ήταν η πρώτη φορά που συναλλασσόταν με άυλους τίτλους, καθόσον, προ της υπογραφής της ανωτέρω συμβάσεως, κατείχε σημαντικό χαρτοφυλάκιο μετοχών εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τις οποίες διαπραγματευόταν μέσω της χρηματιστηριακής εταιρείας «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», ενώ κατόπιν της συνεργασίας του με την εναγομένη, αιτήθηκε την μεταφορά της διαχείρισης του συνόλου των άυλων τίτλων του στην εταιρεία «ΠΕΙΡΑΙΩΣ-,ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ ΑΧΕΠΕΥ». Ωστόσο, παρά την όποια εμπειρία του στην αγορά εγχώριων άυλων τίτλων στο ΧΑΑ, ο ενάγων, στερούμενος εμπειρίας σε ομόλογα, έδειξε εμπιστοσύνη στην εναγομένη, η οποία διέθετε εξειδικευμένων γνώσεις σχετικά μ£ τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις σχετικές με αυτά συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμβουλές της να του είναι άκρως απαραίτητες για την διαμόρφωση της επενδυτικής του συμπεριφοράς. Έχοντας δε εμπειρία μόνο στην αγορά εγχώριων μετοχών, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει την πιστωτική διαβάθμιση ΒΒΒ, που αναφερόταν στην εντολή αγοράς, επί της κλίμακας του οργανισμού Πιστοληπτικής Αξιολόγησης Standard & Poor’s, ούτε σε τι βαθμό επικινδυνότητας αντιστοιχούσε. Έκτοτε, προέβη, κατόπιν των επενδυτικών συμβουλών της εναγομένης και στην αγορά άλλων δύο ομολόγων και συγκεκριμένα της ROYAL BANK OF SCOTLAND και της EUREKO BV. Στις 26/2/2010. ο πρώτος ενάγων υπέγραψε νέα σύμβαση με την εναγομένη, στην οποία ενσωματώθηκε νέο ερωτηματολόγιο, όπου ουσιαστικά ο ενάγων επαναλάμβανε το αυτό επενδυτικό προφίλ. Επομένως, κατά το έτος 2007, ήτοι κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, ο πρώτος ενάγων, όντας συντηρητικός επενδυτής, χωρίς να είναι διατεθειμένος να προβεί σε υψηλού κινδύνου επενδύσεις για να αποκτήσει τα υψηλότερα δυνατά οφέλη, ανέμενε, κατά τη λήξη της επένδυσης, να λάβει στο ακέραιο το ποσό της κατάθεσης και ένα επιτόκιο ανώτερο από το τραπεζικό. Αυτό εξάλλου τον διαβεβαίωσαν και οι προστηθέντες της εναγομένης, on δηλαδή το κεφάλαιο που θα επένδυε θα ήταν προστατευμένο (εγγυημένο). Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων ήταν έμπειρος επενδυτής, με πολύχρονη επενδυτική δραστηριότητα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθώς, όπως προαναφέρθηκε ο όγκος και η συχνότητα των συναλλαγών σε άυλους τίτλους, σε εγγύτατο του επιδίκου χρονικό διάστημα, δεν συνιστά σε καμία περίπτωση μακρόχρονη επενδυτική συμπεριφορά, ούτε τον καθιστά έμπειρο επενδυτή, που αποσκοπούσε σε υψηλού κινδύνου επενδύσεις. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο πρώτος ενάγων υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή, και τυγχάνει προστασίας του ν.2251/1994, αφού δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, καθώς τα ποσά που επένδυε δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλά, η ενασχόληση του δεν ήταν συστηματική, ούτε υπερέβαινε το μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δεν διέθετε εμπειρία από όμοιου τύπου συναλλαγές. Από τα ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση on μεταξύ των διαδίκων συνήφθη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλών και όχι εκτέλεσης απλώς από την εναγομένη των εντολών του ενάγοντος για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχε καταλήξει αποκλειστικά και μόνο ο ενάγων, μετά από απλή ενημέρωση εκ μέρους των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, απορριπτόμενου του αντίστοιχου ισχυρισμού της εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι επιτεύχθηκε η ρευστοποίηση του ενδίκου ομολόγου τον Μάιο του 2013, και πωλήθηκε στο ποσό των 56.400 ευρώ, κατόπιν αποδοχής εκ μέρους του ενάγοντος της δημόσιας πρότασης που υπέβαλε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς επαναγορά των τίτλων αυτών, σε τιμή αγοράς ποσοστού 40% της ονομαστικής αξίας τους. Εκ των ως άνω, απεδείχθη on οι προστηθέντες της εναγομένης δεν του εξήγησαν και δεν τον ενημέρωσαν λεπτομερώς για το προϊόν που αγόρασε, καίτοι είχαν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση προς τούτο, δεδομένου ότι δεν ήταν απλό στη σύλληψη και τη λειτουργία του προϊόν και ήταν ικανό να παραπλανήσει ακόμα και τον έμπειρο επενδυτή. Ειδικότερα, περιορίστηκαν στο να διαβεβαιώσουν τον πρώτο ενάγοντα on επρόκειτο για μια επένδυση ίσης ασφάλειας με την προθεσμιακή κατάθεση, όπως ανταποκρινόταν στο συντηρητικό του επενδυτικό προφίλ, με το κεφάλαιο να είναι απολύτως εγγυημένο και μάλιστα με σημαντική απόδοση και ότι στη χειρότερη των περιπτώσεων θα το έπαιρνε αυτούσιο πίσω στη λήξη του. Ωστόσο, δεν τον ενημέρωσαν on ο ως άνω επενδυτικός τίτλος ήταν αλλοδαπός, για τη φύση του, για το ότι η αποπληρωμή του εξαρηόταν αποκλειστικά και μόνο από τη φερεγγυότητα μιας εταιρίας, ούτε για τον αυξημένο κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, μη αρκούσας της γενικής αναφοράς των επενδυτικών κινδύνων που αναφέρονταν στη σύμβαση που υπογράφτηκε μεταξύ τους. Πέραν των ανωτέρω, οι προστηθέντες της εναγομένης, δεν ενημέρωσαν τον ενάγοντα ότι παρόλο που είχε πιθανή ημερομηνία ανάκλησης, μόνο ο εκδότης τούτου είχε δικαίωμα να ανακαλέσει το εν λόγω επενδυτικό προϊόν. Δεδομένου δε ότι ο πρώτος ενάγων είχε ρητώς εκφραστεί υπέρ μιας σίγουρης, άνευ οποιουδήποτε ρίσκου τοποθέτησης των χρημάτων του, γεγονός που προκύπτει και από το συμπληρωθέν επενδυτικό προφίλ αυτού, η γνώση του κίνδυνου αυτού θα έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην επιλογή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ενάγων πείστηκε να αποδεχθεί την πρόταση των υπαλλήλων της ενάγουσας για προς την αγορά του επιδίκου ομολόγου, πιστεύοντας ότι συναλλάσσεται με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και όχι με κάποια άγνωστη σ’ αυτόν αλλοδαπή εταιρία και ότι σε κάθε περίπτωση το κεφάλαιο του ήταν προστατευμένο. Αν του είχαν εξηγήσει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα απώλειας του κεφαλαίου του, ο τελευταίος δεν θα δεχόταν, ως συντηρητικός επενδυτής που ήταν, να αγορασθεί το ως άνω ομόλογο. Σημειώνεται ότι η δήλωση του ενάγοντος που περιλαμβάνεται στους Γενικούς όρους παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, περί γνωστοποίησης των κινδύνων στον επενδυτή, δεν αναιρεί τα ανωτέρω, καθώς, πέραν του ότι επρόκειτο για μία σύμβαση προσχώρησης ασθενούς μέρους (ενάγοντος) προς τον ισχυρό (εναγόμενη), ο άνω όρος αναφέρεται γενικά σε κινδύνους επένδυσης και δεν αφορά το συγκεκριμένο σύνθετο επενδυτικό προϊόν. Επιπλέον, η εναγομένη, κατά παράβαση του άρθρου 6.2 β του ΚΔΕΠΕΥ Υ Α 122/1997, δεν προέβη σε έγγραφη αναλυτική παρουσίαση των επενδυτικών κινδύνων που είναι συνδεδεμένοι ειδικά με το επίδικο επενδυτικό προϊόν, όπως η απώλεια του κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης ή μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη του, πολλώ δε μάλλον, αμέλησε να λάβει προ της αγοράς οιουδήποτε προϊόντος, συμπληρωμένο το ερωτηματολόγιο ή με άλλο έγγραφο μέσο τα απαραίτητα στοιχεία για την κατηγοριοποίηση του ενάγοντος και την διαμόρφωση των παρεχόμενων προς αυτόν πληροφοριών και συμβουλών, ούτως ώστε να είναι ενήμερος των επενδυτικών του στόχων (άρθρο 6.2 β και γ ΚΔΕΠΕΥ). Η ως άνω περιγραφείσα τουλάχιστον βαρέως αμελής συμπεριφορά της εναγομένης είναι αντίθετη στις διατάξεις του νόμου (ΚΔΕΠΕΥ), στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 και στις διατάξεις των άρθρων 4,4α, 8, 9 α- 9δ, 9 θ Ν. 2251/1994. Ως εκ τούτου, ο πρώτος ενάγων από την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγόμενης, ήτοι της υποχρέωσης διαφώτισης του αντισυμβαλλομένου της σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με το υποδεικνυόμενο από αυτήν επενδυτικό προϊόν, η οποία υποχρέωση απορρέει τόσο από την καλή πίστη που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές και τον Κανονισμό Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όσο και από την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, υπέστη θετική ζημία συνιστάμενη στο χρηματικό ποσό των 71.600€. που αντιστοιχεί στην αξία του αγορασθέντος ομολόγου (128.000€), αφαιρουμένου του ποσού των 56.400€, που τελικά εισέπραξε από την επαναγορά του ομολόγου από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδως προς την επελθούσα ζημία του ενάγοντος, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στον ενάγοντα η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσει εάν τελικά είναι προς το συμφέρον του να προβεί σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Περαιτέρω, εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης ο πρώτος ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης είναι το ποσό των 1.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της αμέλειας που η εναγόμενη επέδειξε σε βάρος του ενάγοντος, τις συνθήκες υπό τις οποίες τέλεσε την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια πράξη της το μέγεθος της ζημίας του ενάγοντος καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων. Επομένως, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 72.600 (71.000 + 1.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Β) Η δεύτερη ενάγουσα γεννηθείσα το έτος 1968, ασφαλίστρια στην «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ», απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής, γνώρισε τον διευθύνοντα σύμβουλο της εναγομένης ΑΕΠΕΥ, , στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού σεμιναρίου, τον Μάρτιο του 2004. Η ως άνω συνάντηση αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη της συναλλακτικής σχέσης της δεύτερης ενάγουσας με την ΑΕΠΕΥ. Ειδικότερα, η ενάγουσα συνεβλήθη με την δικαιοπάροχο της εναγομένης δυνάμει της από 23/3/2004 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο της οποίας, η ενάγουσα έδινε σταδιακά στην εναγομένη την εντολή για αγορά διαφόρων ομολόγων και δη: α) την 2/4/2004 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της DEUTSCHE BANK με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 2/12/2009 και ημερομηνία λήξης 29-12-2049, ονομαστικής αξίας 54.0006, β) την 17/9/2004 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της DEUTSCHE BANK με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 2/12/2009 και ημερομηνία λήξης 29-12-2049, ονομαστικής αξίας 46.0006, γ) την 1/2/2005 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος αορίστου χρόνου, ονομαστικής αξίας 100.0006, δ) την 5/10/2005 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της ΒΝΡ PARIBAS SA με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 17/10/2011 ονομαστικής αξίας 150.0006, ε) την 8/2/2006 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της National Bank of Iceland (LANDSBANKI ISLANDS HF), αορίστου χρόνου, με ημερομηνία ανάκλησης 17/2/2011, ονομαστικής αξίας 150.0006, στ) την 24/10/2006 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της EUREKO BV, αορίστου χρόνου, με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 1/11/2012 ονομαστικής αξίας 150.0006 και ζ) την 16/1/2007 έδωσε εντολή για αγορά ομολόγου της LEHMAN BROTHERS, αορίστου χρόνου, με ημερομηνία πιθανής ανάκλησης 25/4/2012, ονομαστικής αξίας 200.000Ε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα, είχε ασκήσει κατά της εναγομένης, προγενεστέρως την από 28/4/2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2014 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, επικαλούμενη ότι είχε την ιδιότητα του καταναλωτή, ισχυριζόταν ότι η εναγομένη ΑΕΠΕΥ αθέτησε ή εκτέλεσε πλημμελώς τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει βάσει της προρρηθείσας μεταξύ τους συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ότι η τελευταία, ενεργώντας παράνομα, αντισυμβατικά και υπαίτια, κατά παράβαση των κανόνων δεοντολογίας ΑΕΠΕΥ, του νόμου για την προστασία του καταναλωτή αλλά και αντίθετα στα χρηστά ήθη, της προκάλεσε ζημία ύψους 350.7506, που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των ομολόγων της LANDSBANKI ISLANDS HF και της LEHMAN BROTHERS, καθώς και ποσό 30.0006 για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αρ. 1797/2017 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, ότι η ενάγουσα δεν είχε την ιδιότητα του καταναλωτή, ούτε του μέσου επενδυτή, διαθέτοντας εμπειρία σε τέτοιου είδους συναλλαγές, καθώς, αφενός γνώριζε ότι σε περίπτωση επένδυσης σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα ότι το κεφάλαιο της δεν θα ήταν εξασφαλισμένο, είχε εκφράσει την βούληση της να επενδύσει σε προϊόντα που προσέφεραν τις υψηλότερες αποδόσεις και αφετέρου δεν αποδείχθηκε παραπλανητική ενημέρωση της ενάγουσας κατά την παρουσίαση των ως άνω τίτλων κατά την έναρξη της συναλλακτικής σχέσης της με την εναγομένη, η ενέργεια της οποίας περιοριζόταν στη διαβίβαση των εντολών της ενάγουσας και όχι στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Επειδή όμως δεν προέκυψε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα η τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, διά της οποίας κρίθηκε παρεμπιπτόντως η ιδιότητα της δεύτερης ενάγουσας ως καταναλώτριας καθώς και η φύση της μεταξύ των διαδίκων σχέσης που συνιστά προδικαστικό ζήτημα της παρούσας δίκης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η αναβολή της συζήτησης της ένδικης αγωγής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της υπ’ αρ. ./29.4.2014 αγωγής της δεύτερης ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτυγχάνεται η εναρμόνιση των δικαστικών κρίσεων, ώστε να προληφθεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και εξυπηρετείται παράλληλα η οικονομία της δίκης. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν, καθόσον η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική, αφού δεν περατώνει τη δίκη. Γ) Ο δικαιοπάροχος των γ’, δ ε’ και στ’ των εναγόντων, , απεβίωσε στις 5/6/2016, καταλείποντας πλησιέστερους συγγενείς του, την σύζυγο του -δ’ των εναγόντων και τα τέκνα του γ’, ε’ και στ’ τούτων. Ο ίδιος ήταν εν ζωή δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος έχοντας συγκεντρώσει το ποσό των 50.0006. το τοποθετούσε -έως το έτος 2007- σε προθεσμιακούς λογαριασμούς. Το 2007, και ενώ διένυε το 62° έτος της ηλικίας του, λόγω διατήρησης εκ μέρους του σύμβασης ιδιωτικής ασφάλισης στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ, η οποία ανήκει στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο με την εναγομένη, δέχθηκε προσέγγιση υπαλλήλων της τελευταίας για επωφελέστερη τοποθέτηση των χρημάτων του σε επενδυτικά προϊόντα, μετοχές, ομολογίες με αυξημένα χαρακτηριστικά κεφαλαιακής ασφάλειας που θα του υποδείκνυαν οι τελευταίοι. Ούτως συνήψε την 15/1/2007 με την εταιρεία με την επωνυμία «Ευρωπαϊκή Πίστη Finance ΑΕΠΕΥ», της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη η εναγόμενη με συγχώνευση διά απορρόφησης αυτής την ταυτόχρονη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Με την εν λόγω σύμβαση, η ΑΕΠΕΥ, ανέλαβε τη διαβίβαση παραγγελιών του αντισυμβαλλομένου της, αμέσως ή εμμέσως σε τρίτους για την κατάρτιση συναλλαγών επί αξιών και τίτλων της χρηματαγοράς για λογαριασμό της καθώς και την παροχή επενδυτικών συμβουλών στον επενδυτή κατόπιν σχετικού αιτήματος του. Στο πλαίσιο της σύμβασης λήψης και διαβίβασης εντολών η ΑΕΠΕΥ δεν ανέλαβε οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν ζημία που ήθελε να υποστεί ο αντισυμβαλλόμενος της, από τις συναλλαγές του στις οποίες μεσολαβούσε, εφόσον η ΑΕΠΕΥ διαβίβαζε επακριβώς τις σχετικές εντολές του κατά τους όρους της σχετικής του παραγγελίας. Ο αποβιώσας στην ως άνω σύμβαση δήλωσε ότι οποιαδήποτε παραγγελία που δίνεται προς την ΑΕΠΕΥ είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής-του χωρίς να εξαρτάται από τις επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές της ΑΕΠΕΥ. Βάσει δε του άρθρου 5 της μεταξύ τους συμβάσεως η ΕΠΕΥ δήλωσε on θα ευθύνεται κατά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τον Επενδυτή για δόλο και βαρειά αμέλεια των προστηθέντων της και μόνο για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας που ήθελε υποστεί ο επενδυτής, ένεκα της παροχής από την ΕΠΕΥ επενδυτικών συμβουλών. Περιγράφονται δε στην ως άνω σύμβαση οι βασικότεροι ενδεχόμενοι κίνδυνοι που, κατά περίπτωση, αναλάμβανε ο αποβιώσας όταν επένδυε σε αξίες κατά την παροχή σε αυτήν των επενδυτικών υπηρεσιών από την ΑΕΠΕΥ, μεταξύ των οποίων: πιστωτικός κίνδυνος ήτοι αδυναμία του εκδότη αξιών να εκπληρώσει υποχρεώσεις του προς τους κατόχους αξιών, όπως ενδεικτικά η πληρωμή μερίσματος τοκομεριδίων, κίνδυνος ρευστότητας, συναλλακτικός, κίνδυνος επιτοκίου, συστημικός κίνδυνος μετοχών, μη συστημικός κίνδυνος καθώς και κίνδυνοι που απορρέουν από συναλλαγές σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην πράξη η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να δίνει συμβουλές στον αντισυμβαλλόμενο της για χρηματοπιστωτικά ζητήματα, δεδομένου ότι η πληροφόρηση αυτή ήταν πολύ σημαντική για τον ίδιο, μιας και λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, δεν διέθετε επαρκή χρόνο, ενώ, βάσει της εν λόγω πληροφόρησης θα προέβαινε στην επένδυση του κεφαλαίου του. Στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης απεστάλη από την εναγομένη στις 15/1/2007, μέσω τηλεομοιοτυπίας, ανυπόγραφη εντολή αγοράς του ενδίκου τραπεζικού ομολόγου, «εκδόσεως της HSH NORDBANK, αορίστου χρόνου, με πιθανή ημερομηνία ανάκλησης 30/6/2009, ονομαστικής αξίας 40.000 ευρώ, πληρωτέο 44.460,27€, πιστοληπτικής ικανότητας A3, σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης κινητών αξιών Moody’s, σταθερού επιτοκίου, με κουπόνι 7,5% στην τιμή 107 (πλην δεδουλευμένων τόκων), και απόδοση στην ανάκληση 4,28%». Την εντολή αυτή ο αποβιώσας υπέγραψε αυθημερόν και διαβίβασε στην εναγομένη. Στο μονοσέλιδο όμως αυτό έντυπο, που ετέθη υπόψη του, χωρίς όμως να αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο ότι του παρασχέθηκε επαρκής χρόνος να το μελετήσει ούτε ότι του δόθηκαν προφορικές επεξηγήσεις και διευκρινίσεις δεδομένου ότι και η μεταξύ τους σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών έχει την αυτή ημερομηνία (15/1/2007), υπήρχαν στοιχεία που θα επέτρεπαν μόνο σε έναν εξαιρετικό γνώστη της κεφαλαιαγοράς με εμπειρία σε συναλλαγές σύνθετων προϊόντων, είτε ακόμα και σε ένα μέσο επενδυτή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι του είχαν δοθεί εξαρχής κατά τρόπο σαφή, εύληπτο και πλήρη, ορθές και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και την ιδιαίτερη φύση και λειτουργία του, να αντιληφθεί ότι επρόκειτο περί προϊόντος υψηλού ρίσκου, ώστε να ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις πριν αποφασίσει να επενδύσει, αναλαμβάνοντας το σχετικό κίνδυνο. Με δεδομένο δε ότι ο μέσος καταναλωτής επικεντρώνεται στα αριθμητικά στοιχεία ενός εντύπου καθώς και σε σημεία που ενισχύουν την προσχηματισμένη ήδη αντίληψη του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων δε διαμόρφωσε αυτόνομα, αλλά με βάση αφενός τις ανακριβείς ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος πληροφορίες που του είχαν παρασχεθεί προφορικώς από τον υπάλληλο της εναγομένης που ευλόγως θεωρούσε (ο αποβιώσας) ότι διαθέτει, υπέρτερη αυτού, εξιδιασμένη γνώση και εμπειρία επί του αντικειμένου και δικαιολογημένα τον εμπιστεύτηκε ως ειδικό, αφετέρου τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο αποδεικτικό εντολής συναλλαγής ο αποβιώσας δε μπορούσε να αντιληφθεί την ειδική φύση και λειτουργία του προϊόντος που επρόκειτο να αγοράσει ούτε με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο μονοσέλιδο ενημερωτικό σημείωμα. Εξάλλου λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης ΑΧΕΠΕΥ – πελάτη, ο τελευταίος δικαιολογημένα έχει την πεποίθηση ότι του παραδίδεται εγγράφως ο χαρακτήρας του προϊόντος που προφορικά του περιγράφηκε. Ακολούθως στις 14/3/2008, ο αποβιώσας υπέγραψε ερωτηματολόγιο που υπέβαλε στην εναγομένη, αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση, τις πηγές του εισοδήματος του, την επενδυτική του εμπειρία και της συχνότητα συναλλαγών με χρηματοπιστωτικά μέσα. Από το ως άνω ερωτηματολόγιο προκύπτει ότι ήταν συνταξιούχος, απόφοιτος λυκείου, με τέσσερα (4) εξαρτώμενα μέλη στην οικογένεια του, η βασική πηγή του εισοδήματος του είναι το επάγγελμα του και τα βασικά περιουσιακά του στοιχεία προέρχονται από ακίνητα. Στο σχετικό ερωτηματολόγιο και στις τυποποιημένες απαντήσεις, ο αποβιώσας απάντησε ότι είχε μέτρια επενδυτική εμπειρία (2-5 έτη) σε ομόλογα και καμία επενδυτική εμπειρία σε μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια και παράγωγα, ενώ δεν είχε πραγματοποιήσει ποτέ ως τότε χρηματιστηριακές συναλλαγές στο ΧΑΑ ή σε ξένα χρηματιστήρια. Περαιτέρω, απάντησε ότι ο χρονικός ορίζοντας των επενδύσεων του είναι από 1 έως 3 έτη (βλ. σχετικό προσκομιζόμενο ερωτηματολόγιο). Από τις απαντήσεις στο ως άνω επενδυτικό ερωτηματολόγιο σε συνδυασμό με τις γραμματικές του γνώσεις το γεγονός ότι τα περιουσιακά του στοιχεία αποτελούνταν από την επαγγελματική του δραστηριότητα, ότι οι αποταμιεύσεις του τοποθετούνταν συντηρητικά σε προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις ότι δεν είχε ασχοληθεί με χρηματιστηριακές συναλλαγές, ενώ και η εμπειρία του σε ομόλογα ήταν μικρή, καθώς και από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης ένορκης βεβαίωσης αποδεικνύεται πλήρως ότι δεν ήθελε επένδυση ρίσκου, αλλά εξασφαλισμένο κεφάλαιο με απόδοση τόκων. Επομένως, το έτος 2007, ήτοι κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, είχε το προφίλ του συντηρητικού επενδυτή, και δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί σε υψηλού κινδύνου επενδύσεις, αλλά ανέμενε κατά τη λήξη της επένδυσης να λάβει στο ακέραιο το ποσό της κατάθεσης και ένα επιτόκιο το οποίο θα ήταν ανώτερο από το τραπεζικό. Συνεπώς ο ενάγων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και τυγχάνει της προστασίας του ν. 2251/1994, αφού δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, καθώς τα ποσά που επένδυε δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλά, η ενασχόληση του δεν ήταν συστηματική ούτε υπερέβαινε το μέσο όρο των καταναλωτών και δεν διέθετε εμπειρία από συναλλαγές αυτού του είδους. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι από τον Οκτώβριο του 2008, οι διεθνείς οίκοι Fitch και Moody’s άρχισαν να υποβιβάζουν τις αξιολογήσεις stand alone rating της εκδότριας του ομολόγου γερμανικής τράπεζας HSH, στη χαμηλότερη κατηγορία D και την υψηλότερη Ε (χαμηλότερη δυνατή κατηγορία της αξιολόγησης BFSR της Moody’s), ενώ τον Μάιο του 2009, η S&P υποβάθμισε την πιστοληπτική της ικανότητα σε ΒΒΒ4- με αρνητικές προοπτικές και οι οίκοι Fitch και Moody’s την υποβάθμισαν στο Α3/Α-. Δεδομένου δε ότι η HSH δεν είχε ουσιαστική πρόσβαση σε πελάτες λιανικής, θα εξαρτιόταν από τις χρηματαγορές και τις κεφαλαιαγορές. Στις 29 Απριλίου 2009, n Bundesanstalt Finanzdienstleistungsaufsicht (η ομοσπονδιακή εποπτική ‘αρχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της Γερμανίας), πληροφόρησε την HSH ότι, λόγω του κανονιστικού καθεστώτος της, θεωρεί ότι θα ήταν δύσκολο για την HSH να ανταποκριθεί στις ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Προς τούτο, η HSH, τέθηκε σε καθεστώς αναδιάρθρωσης, με την ίδια να αντλεί κεφάλαια από ομόλογα εκδόσεως της, μεταξύ των οποίων και το ομόλογο του αποβιώσαντος, προκειμένου με ίδια κεφάλαια να επιτύχει τη διάσωσή’ της από επικείμενη πτώχευση, όπως προκύπτει από την απόφαση 2012/477/ΕΕ της Επιτροπής σχετικά’ με την κρατική ενίσχυση SA 29338 (C 264/09 (πρώην Ν 264/09)) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπέρ της HSH Nordbank AG. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι καίτοι παρήλθε η συμφωνηθείσα δήλη ημερομηνία (30/6/2009) χωρίς να ανακληθεί το ομόλογο από την εκδότρια εταιρεία, ο αποβιώσας συγγενής των γ’, δ’, ε’ και στ’ των εναγόντων, εξέφρασε την ανησυχία του στην εναγομένη, χωρίς όμως να διαρρήξει τις σχέσεις τους δεδομένου ότι εξακολουθούσε η προς αυτόν καταβολή τοκομεριδίων. Ωστόσο, το ένδικο ομόλογο, δεν απώλεσε εντελώς την αξία του, καθώς, όπως προκύπτει από τα ενημερωτικά σημειώματα της εναγομένης που απέστελε στον αποβιώσαντα, η αξία του ενδίκου ομολόγου, ήταν, στις 31/12/2013, 12.384,20€, στις 30/6/2014 19.639,606, στις 30/6/2015 10.800,406, στις 31/12/2015 11.804,006, στις 30/6/2016 7.992,806 και στις 30/6/2017 8.404,406. Τούτο όμως, δεν συνεπάγεται την δυνατότητα των γ’, δ’, ε’ και στ’ των εναγόντων να προβούν σε ρευστοποίηση του επιδίκου ομολόγου. Και τούτο διότι το εν λόγω επενδυτικό προϊόν αποτελεί δομημένο, υβριδικό ομόλογο, αόριστης διάρκειας (perpetual bond), πράγμα που σημαίνει ότι ο εκδότης και μόνον αυτός μπορεί, σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, να αποφασίσει να ανακαλέσει το ομόλογο, με αποτέλεσμα, εφόσον δεν επιλέξει τούτο ο εκδότης, η επένδυση του εκάστοτε επενδυτή να παραμένει δεσμευμένη, επί της ουσίας, εις το διηνεκές. Συνεπώς είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και η κυκλοφορίας των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε ακόμα και τον βαθυγνώστη επενδυτή ως προς την νομική φύση και τη λειτουργία τους. Στην προκείμενη περίπτωση, στην περιγραφή του αγορασθέντος επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αποβιώσαντος επενδυτικού προϊόντος, αναγράφεται ότι είναι αόριστης διάρκειας με πιθανή ημερομηνία ανάκλησης την 30/6/2009. Όπως όμως αποδείχθηκε, η εναγομένη δεν του παρείχε επαρκή ενημέρωση για την ακριβή φύση του υποδεικνυόμενου επενδυτικού προϊόντος και δεν του εξηγήθηκε ότι παρόλο που είχε πιθανή ημερομηνία ανάκλησης, μόνο ο εκδότης τούτου είχε δικαίωμα να το ανακαλέσει, καθώς και ότι δεν υπήρχε δικαίωμα παράδοσης -επιστροφής του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας. Επιπροσθέτως, η εναγομένη, ουδόλως παρείχε στον αποβιώσαντα έγγραφη ενημέρωση σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία του συγκεκριμένου προϊόντος, καίτοι, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, δεν επρόκειτο για απλό επενδυτικό προϊόν αλλά για σύνθετο. Αντιθέτως, η εναγόμενη αρκέσθηκε σε μια προφορική ενημέρωση του αποβιώσαντος, κατά παράβαση του άρθρου 6.2 β του ΚΔΕΠΕΥ Υ Α 122/1997, κατά την οποία τον διαβεβαίωνε ότι το κεφάλαιο του δεν θα διέτρεχε κίνδυνο. Ούτε εξάλλου προέβη σε έγγραφη αναλυτική παρουσίαση των επενδυτικών κινδύνων που είναι συνδεδεμένοι με το επίδικο επενδυτικό προϊόν, όπως η απώλεια του κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης ή μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη του. Εάν οι υπάλληλοι της εναγομένης που προέτρεψαν τον αποβιώσαντα στη συγκεκριμένη επένδυση, του είχαν εξηγήσει ότι υπάρχει πιθανότητα απώλειας του κεφαλαίου του, ο τελευταίος δεν θα είχε δώσει εντολή να προβεί η εναγόμενη στην αγορά του, αφού από το ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσε προκύπτει ότι αυτός δεν ήταν διατεθειμένος να υποστεί απώλεια του κεφαλαίου του, ούτε και επιθυμούσε να αναλάβει μεγάλο ρίσκο με την επένδυση του, οι δε γραμματικές του γνώσεις δεν του επέτρεπαν να εκτιμήσει τον κίνδυνο που αναλάμβανε με την εν λόγω επένδυση. Εξάλλου και η εναγόμενη δεν μερίμνησε πριν προβεί στην παροχή οποιασδήποτε συμβουλής σχετικά με την επίδικη επένδυση, να λάβα με την συμπλήρωση του ερωτηματολογίου ή με άλλο έγγραφο μέσο τα απαραίτητα στοιχεία για την κατηγοριοποίηση του αντισυμβαλλομένου της και την διαμόρφωση των παρεχόμενων προς αυτόν πληροφοριών και συμβουλών, ούτως ώστε να είναι ενήμερος των επενδυτικών του στόχων (άρθρο 6.2 β και γ ΚΔΕΠΕΥ). Η ως άνω, δε, περιγραφείσα τουλάχιστον βαρέως αμελής συμπεριφορά της εναγομένης είναι αντίθετη στις διατάξεις του νόμου (ΚΔΕΠΕΥ), στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 και στις διατάξεις των άρθρων 4,4α, 8,9 α- 9δ, 9 θ Ν. 2251/1994. Ως εκ τούτου, ο δικαιοπάροχος των γ’, δ’, ε’ και στ’ των εναγόντων, από την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγόμενης, ήτοι της υποχρέωσης διαφώτισης του αντισυμβαλλομένου της σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με το υποδεικνυόμενο από αυτήν επενδυτικό προϊόν, η οποία υποχρέωση απορρέει τόσο από την καλή πίστη που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές και τον Κανονισμό Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όσο και από την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, υπέστη θετική ζημία συνιστάμενη στο χρηματικό ποσό των 44.460,27Ε, που αντιστοιχεί στην αξία του αγορασθέντος ομολόγου. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδως προς την επελθούσα ζημία του αποβιώσαντος, αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στον αποβιώσαντα η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσει εάν τελικά είναι προς το συμφέρον του να προβεί σε αυτήν, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης. Επομένως, η αγωγή των γ’, δ’ ε’ και στ’ των εναγόντων πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη καινά αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στους τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη των εναγόντων το ποσό των 44.460,27 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των α’, γ’, δ’ ε’ και στ’ των εναγόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, βαρύνουν την εναγομένη, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρο 178 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 63 παρ.1 i α Ν.4194/2013), συμφωνάμε τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την αγωγή ως προς την δεύτερη ενάγουσα μέχρι την έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως επί της υπ’ αρ. ./2014 αγωγής της κατά της εναγομένης, ασκηθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή, ως προς τον πρώτο, τον τρίτο, την τέταρτη, τον πέμπτο και την έκτη των εναγόντων.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (72.600€), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση και β) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στους τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη των εναγόντων το ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (44.460,27€) νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των α’, γ’, δ’, ε’ και στ των εναγόντων, τα οποία ορίζει: 1) στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (2.400,00 ευρώ) για τον πρώτο ενάγοντα, 2) στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500,00 ευρώ) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τους τρίτο, τέταρτη, πέμπτο και έκτη των εναγόντων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 23/12/2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρο του.