—Εργοδότρια εταιρεία με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος.
— Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων όταν βρίσκεται στην ημεδαπή ο τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί ή εκτελούσε συνήθως την εργασία του.
— Άκυρη η συμφωνία παρέκτασης αλλοδαπού δικαστηρίου όταν είναι προγενέστερη της διαφοράς.
—Μετασυμβατικός καθορισμός του ελληνικού δικαίου ως εφαρμοστέου σιωπηρά, «εν επιδικία», όταν οι διάδικοι επικαλούνται ενώπιον του δικαστηρίου διατάξεις του ελληνικού δικαίου ως μέσα επίθεσης και άμυνας, οπότε συνάγεται ευκρινώς η βούλησή τους να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό ως εφαρμοστέο στη μεταξύ τους σύμβαση. —Ρήτρα επιστροφής των δαπανών που κατέβαλε ο εργοδότης για την εκπαίδευση του εργαζομένου σε περίπτωση πρόωρης αποχώρησης του τελευταίου από την εργασία.— Το περιεχόμενο της ρήτρας ελέγχεται δυνάμει της Α.Κ. 281.
— Η κρίση για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας απαιτεί στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών βάσει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.
— Ειδικότερα, το δικαστήριο εξετάζει αν η δέσμευση του εργαζομένου να παραμείνει στην επιχείρηση για ορισμένο διάστημα βρίσκεται σε εύλογη σχέση προς τα επαγγελματικά οφέλη που αυτός αποκόμισε από την παρασχεθείσα εκπαίδευση.
— Κρίσιμο στοιχείο είναι αν η εκπαίδευση που έλαβε ο εργαζόμενος έχει σημασία μόνο για τη συγκεκριμένη επιχείρηση ή αν, αντίθετα, αυτή βελτιώνει γενικότερα τις επαγγελματικές δυνατότητές του και τη θέση του στην αγορά εργασίας.
— Από χρονική άποψη, η δέσμευση του εργαζομένου πρέπει να είναι ανάλογη του χρόνου εκπαίδευσης, η διάρκεια της οποίας αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ποιότητά της.
— Συνυπολογίζονται οι ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης, όπως π.χ. το ιδιαίτερα υψηλό κόστος της εκπαίδευσης ή τα ιδιαίτερα επαγγελματικά οφέλη που αποκόμισε ο εργαζόμενος από τη συμμετοχή του στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, συνθήκες δηλαδή που δικαιολογούν και επιβάλλουν μεγαλύτερη χρονική δέσμευση.
— Έτσι, εκπαίδευση διάρκειας έως δύο μηνών, χωρίς υποχρέωση παροχής εργασίας για το διάστημα αυτό, μπορεί να δικαιολογήσει δέσμευση για παραμονή στην εργασία έως ένα έτος, ενώ εκπαίδευση διαρκείας έξι μηνών έως ένα έτος κατά την οποία ο εργαζόμενος δεν παρέχει εργασία δικαιολογεί δέσμευση για παραμονή στην εργασία έως τρία έτη.
— Σε καμία πάντως περίπτωση η διάρκεια της δέσμευσης του εργαζομένου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη (Α.Κ. 670).
— Κρίση ότι οι δύο εκπαιδεύσεις που παρασχέθηκαν στον εργαζόμενο και διήρκεσαν όχι περισσότερο των δύο μηνών η καθεμία δεν δικαιολογούσαν δέσμευσή του στη σύμβαση εργασίας μεγαλύτερη του έτους, δεδομένου ότι αυτός δεν αποκόμισε από τις εν λόγω εκπαιδεύσεις ιδιαίτερο εφόδιο εργασίας.
— Επομένως, ο όρος επιστροφής των δαπανών εκπαίδευσης σε περίπτωση αποχώρησης από την εργασία πριν από την πάροδο τριών ετών είναι άκυρος ως καταχρηστικός, καθώς από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται δυσανάλογη κατανομή συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ωφελημάτων και βαρών, των συμβαλλομένων μερών, οφειλόμενη στη δομική συμβατική τους ανισότητα.
— Τούτο, διότι ο επίμαχος όρος επιβλήθηκε από την εργοδότρια αποκλειστικά και μόνο προς εξυπηρέτηση των οικονομικών της συμφερόντων, χωρίς να εξυπηρετεί τα επαγγελματικά συμφέροντα του εργαζομένου, ενώ διά της οικονομικής επιβάρυνσης που επιφέρει στον τελευταίο ως προς την άσκηση του δικαιώματος αποχώρησης από την εργασία περιορίζει σοβαρά την ελευθερία επιλογής εργασίας. (απόφαση Μον. Πρωτ. Ηρακλείου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 357).