Τα άνευ προηγουμένου μέτρα στήριξης από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες και οι προσδοκίες για επιστροφή στην ανάκαμψη συνεπάγονται βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών το 2021. Παρ’ όλα αυτά, τα αρχικά σενάρια για άλμα της οικονομικής δραστηριότητας δίνουν τη θέση τους σε εκτιμήσεις για ανισομερή και πιο αδύναμη ανάκαμψη, εν μέσω των προκλήσεων που συνεπάγεται η πανδημική κρίση, υπογραμμίζει η Moody’s σε έκθεσή της.
Σύμφωνα με τον οίκο, έξι παράγοντες θα αποδειχθούν καθοριστικοί για τη διαμόρφωση των πιστωτικών συνθηκών για το 2021, μια χρονιά που η παγκόσμια οικονομία θα πασχίζει να εξέλθει από την ύφεση και να επουλώσει τις «πληγές» που έχει αφήσει το σαρωτικό πέρασμα του κορωνοϊού: Η άνιση ανάκαμψη, τόσο σε επίπεδο χωρών, όσο και επιχειρηματικών κλάδων.
- Οι προκλήσεις των κυβερνήσεων και ειδικότερα το εάν θα καταφέρουν να συνεχίσουν ή και επεκτείνουν τα μέτρα στήριξης
- Οι πολιτικές και γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και εντάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο
- Τα υψηλά επίπεδα χρέους κυβερνήσεων και επιχειρήσεων αλλά και τα περιθώρια που έχουν να εξυπηρετήσουν αυτό το χρέος.
- Ο ψηφιακός μετασχηματισμός που έχει επιταχυνθεί με τη στροφή των καταναλωτών στο ηλεκτρονικό εμπόριο και τις αλλαγές στον εργασιακό χώρο με στροφή στην τηλεργασία
- Οι επιπτώσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα και, τέλος,
- Κοινωνικές τάσεις, όπως η διεύρυνση των ανισοτήτων και η γήρανση του πληθυσμού.
Όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές, η Moody’s προβλέπει μεν επιστροφή στην ανάπτυξη το 2021, όμως η παγκόσμια οικονομία θα κληθεί να αντιμετωπίσει πολλαπλές προκλήσεις, καθώς αποδεικνύεται δύσκολη ανάσχεση της νόσου Covid-19. «Η βαθιά και απότομη ύφεση θα υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση της σε μια ανάκαμψη πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων», επισημαίνει ο οίκος στην έκθεσή του. Ειδικότερα, οι γενναίες πολιτικές στήριξης που έλαβαν οι κυβερνήσεις από την αρχή της κρίσης θα πυροδοτήσουν ισχυρότερη ανάκαμψη στις ανεπτυγμένες οικονομίες από ό,τι στις αναδυόμενες. Εν γένει, οι περιοχές και επιχειρηματικοί κλάδοι που έχουν υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα εξαιτίας της πανδημικής κρίσης θα ανακάμψουν με πιο αργούς ρυθμούς, αναφέρει η Moody’s.
Eιδικά για τις οικονομίες που βασίζονται στον τουρισμό και τις εξαγωγές, η ανάκαμψη θα είναι μετριοπαθής. «Το γεγονός ότι η πανδημία δεν επηρέασε με τον ίδιο τρόπο όλες τις οικονομίες και επιχειρηματικούς κλάδους φουντώνει ακόμη περισσότερο τη συζήτηση για τις προτεινόμενες πολιτικές για την αντιμετώπιση των εισοδηματικών και άλλου είδους ανισοτήτων, των κοινωνικών αναγκών και της βιώσιμης ανάπτυξης», αναφέρει η Moody’s.
Από την άλλη πλευρά, η ανάσχεση του κορωνοϊού με ταυτόχρονη χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής απόστασης αποδεικνύεται δύσκολη, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη αύξηση των μολύνσεων σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Η ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπειών και ενός εμβολίου θα συμβάλλουν στην ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά τις ελπίδες που γεννά η ανακοίνωση της Pfizer για εμβόλιο με 90% αποτελεσματικότητα, η επιστροφή στα προ κορωνοϊού επίπεδα κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ταξιδιωτικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν αναμένεται άμεσα, τουλάχιστον για το πρώτο ήμισυ του 2021.
«Η επαναφορά των lockdowns καταπιέζει την οικονομική δραστηριότητα, οδηγεί σε αύξηση των πτωχεύσεων, ενώ επηρεάζει και τις πιστωτικές συνθήκες, παρά τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών», προειδοποιεί η Moody’s στην έκθεσή της.
Διαφορετικό αποτύπωμα του κορωνοϊού στις επιχειρήσεις
Οι πιστωτικές συνθήκες για τους εκδότες εταιρικού χρέους θα παραμείνουν άνισες. Και αυτό, διότι η τεχνολογία επέτρεψε την παροχή πολλών υπηρεσιών από επιχειρήσεις, οι οποίες κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στα νέα δεδομένα που δημιουργεί ο κορωνοϊός. Κάποιες άλλες όμως, οι δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις θα συνεχισθούν, αναφέρει η Moody’s. Για παράδειγμα, στους κλάδους ταξιδίων και τουρισμού, δεν αναμένεται ευρεία επιστροφή σε επίπεδα προ Covid-19 πριν από το 2023. Στον τομέα λιανικής, θα μεσολαβήσει τουλάχιστον μία διετία, προτού η λειτουργική κερδοφορία για τα καταστήματα λιανικής στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ επιστρέψουν στα επίπεδα του 2019, ακόμη και εάν επιστρέψουν σε αναπτυξιακή τροχιά το 2021. Θα αργήσει και η ανάκαμψη των αυτοκινητοβιομηχανιών, με τη Moody’s να προβλέπει επιστροφή των πωλήσεων σε επίπεδα προ ύφεσης στο μέσο της δεκαετίας. Οι μεγάλες επιχειρήσεις με «μαξιλάρια» ρευστότητας και καλύτερη πρόσβαση στις πιστωτικές αγορές έχουν τα περιθώρια να αντεπεξέλθουν σε μια παρατεταμένη περίοδο εξασθένησης εσόδων. Ο κίνδυνος πιστωτικής ασφυξίας είναι μεγαλύτερος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες ταυτόχρονα έχουν υποστεί και μεγάλο πλήγμα από το οικονομικό σοκ εξαιτίας του κορωνοϊού.
Η Μoody’s προβλέπει αύξηση των ποσοστών στάσης πληρωμών και στο πρώτο τρίμηνο του 2021, με τις στάσεις πληρωμών σε χρέος χαμηλής επενδυτικής διαβάθμισης(speculative-grade) να κορυφώνονται στο 8,4% του συνόλου των εκδόσεων τον Μάρτιο, προτού υποχωρήσουν στο 6,8% έως τον Σεπτέμβριο του 2021, ποσοστό διπλάσιο σε σύγκριση με τα επίπεδα 3,2% προ πανδημίας.
Για τον οίκο Moody’s, η δυνατότητα και προθυμία των κυβερνήσεων για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην έξοδο από την πανδημική κρίση. Ταυτόχρονα, καλεί τις κεντρικές τράπεζες να μην αποσύρουν πρόωρα τα μέτρα νομισματικής στήριξης, καθώς κάτι τέτοιο θα έπληττε την οικονομική ανάκαμψη, θα δημιουργούσε περιόδους εκτεταμένης μεταβλητότητας στις αγορές και συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας. Την ίδια στιγμή, μια πρόωρη απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης θα επιδείνωνε τις οικονομικές προοπτικές, ενώ θα επηρέαζε μεσοπρόθεσμα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Παράλληλα, θα συνέβαλλε στην αύξηση των εταιρικών πτωχεύσεων και επισφαλών δανείων στα χαρτοφυλάκιο των τραπεζών.
Εκτόξευση του χρέους
Η Μοοdy’s προβλέπει ότι τα επίπεδα χρέους των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο θα αυξηθούν συνεπεία του σοκ λόγω Covid-19. Ο οίκος εκτιμά ότι το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο 20 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο στις ανεπτυγμένες οικονομίες και σχεδόν 15 ποσοστιαίες μονάδες στις αναδυόμενες στα τέλη του 2021 σε σύγκριση με τα επίπεδα προ διετίας. Παρόλο που η αύξηση δεν θα είναι τόσο μεγάλη όσο η «έκρηξη» χρέους μετά την πιστωτική κρίση του 2008large ή την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010, συμπίπτει με την εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη, γεγονός που γεννά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του κρατικού χρέους.
Αυξάνονται και τα επίπεδα εταιρικού χρέους, εν μέσω μείωσης των κερδών και αύξησης των αναγκών ρευστότητας. «Καθώς επιμένει η απειλή του κορωνοϊού, ορισμένες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να μην καταφέρνουν να διατηρήσουν ικανοποιητικό momentum αύξησης κερδοφορίας που να επιτρέπει την εξυπηρέτηση του πρόσθετου χρέους. Αυτό συνιστά πρόκληση ειδικά για επιχειρήσεις σε κλάδους που έχει “χτυπήσει” η πανδημία, όπως και για τις εταιρείες χαμηλής επενδυτικής διαβάθμισης. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το εταιρικό χρέος αυξήθηκε κατά μέσο όρο 17% στο πρώτο ήμισυ του έτους, περίπου τρεις φορές ταχύτερα σε σύγκριση με τις πέντε προηγούμενες υφέσεις, ενώ για πρώτη φορά σε μια 20ετία, το χρέος των επιχειρήσεων υπερβαίνει το χρέος των νοικοκυριών», επισημαίνει ο οίκος στην έκθεσή του.
Αναφερόμενος στα κοινωνικά ζητήματα, ο οίκος υπογραμμίζει ότι οι άνισες επιπτώσεις του κορωνοϊού στην κοινωνία επαναφέρουν στο προσκήνιο τις φυλετικές, εισοδηματικές ανισότητες και ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων, ενώ μακροπρόθεσμοι παράγοντες όπως η γήρανση του πληθυσμού διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση των οικονομικών και κοινωνικών τάσεων.
Τέλος, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες αναμένεται να αποτελέσουν κίνητρο για την αύξηση των επενδύσεων προς κλάδους που προσφέρουν εναλλακτικές χαμηλότερων εκπομπών άνθρακα.