Σε ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή καταδικάστηκε χθες από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου ένας κάτοικος της Κω, ηλικίας 46 ετών, που κρίθηκε ένοχος με το ελαφρυντικό του έντιμου πρότερου βίου, για υπεξαίρεση σημαντικών ποσών από μηχανήματα Αυτόματης Ανάληψης Μετρητών (ΑΤΜ) τραπεζών κατά τη διάρκεια του ανεφοδιασμού τους.
Αθώος κρίθηκε στην ίδια υπόθεση ο 44χρονος αδελφός του, που εργάστηκε στην επιχείρηση.
Τα δύο αδέλφια είχαν καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 6 ετών, με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, υπό τον όρο της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 3.000 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα ο πρώτος ήταν ιδιοκτήτης εταιρείας security και ο δεύτερος, αδελφός του, ήταν υπάλληλος με αυξημένα καθήκοντα στην ίδια εταιρεία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αθώο λόγω αμφιβολιών ακόμη έναν υπάλληλο, με καθήκοντα οδηγού, στην ίδια εταιρεία, ηλικίας 31 ετών.
Είχαν κατηγορηθεί για το ό,τι, στην Κω και σε μη επακριβώς διαπιστωθέντα κατά την ανάκριση χρόνο, πάντως κατά το έτος 2009 και μέχρι τις 6 Ιουνίου 2009, ο πρώτος φέρεται, ενώ είχε συνάψει με εταιρεία security από την 17 Δεκεμβρίου 2003 σύμβαση συνεργασίας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την αποκλειστική αντιπροσώπευση της τελευταίας στην Κω, έχοντας ως καθήκοντα, μεταξύ άλλων, την παραλαβή από τις – τράπεζες – πελάτες της (Ε.Τ.Ε. E.F.G. EUROBANK, ALPHA,ΠΕΙΡΑΙΩΣ, κα.) μεγάλων χρηματικών ποσών, την ασφαλή μεταφορά, φύλαξη και διαχείριση αυτών στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις του ίδιου, καθώς και τον εφοδιασμό και την αποσυμφόρηση μεγάλου αριθμού Α.Τ.Μ. (29 συνολικώς) των πελατών, ιδιοποιήθηκε με τον αδελφό του, φυλασσόμενα στις εγκαταστάσεις του χρηματικά αποθεματικά.
Εφέροντο ότι υπεξαίρεσαν το συνολικό ποσό των 40.350 ευρώ από την Εθνική Τράπεζα, των 94.850 ευρώ από την Eurobank, των 80.150 ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς και συνολικώς το ποσό των 215.870 ευρώ.
Οι σάκοι στους οποίους ετοποθετείτο το υπό διακίνηση χρηματικό ποσό έπρεπε να σφραγίζονται από εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους, με ειδικές σφραγίδες, τις οποίες η εταιρεία secutiry θα προμήθευε στην τράπεζα, καθημερινώς, τη στιγμή της σφράγισής τους.
Προ της παραδόσεως των σάκων με το περιεχόμενό τους, οι υπάλληλοι της εταιρείας security μαζί με τους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της τράπεζας, όφειλαν να ελέγχουν τους σάκους και τις ειδικές σφραγίδες για να διαπιστώνουν ότι δεν έχουν παραβιασθεί, δεν φέρουν ίχνη παραβιάσεως, ότι οι αριθμοί των σφραγίδων ασφαλείας συμπίπτουν με τους αριθμούς που σημειώνονται στο πρωτόκολλο παραδόσεως και κατόπιν αυτών θα υπογραφόταν το πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής.
Οι υπάλληλοι του καταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς στην Κω ειδοποιούσαν τους μεταφορείς για τον τόπο προορισμού, καταμετρούσαν τα ποσά που έπρεπε να μεταφερθούν, τοποθετούσαν τα χαρτονομίσματα εντός των ειδικών κασετών, στις οποίες έθεταν την προβλεπόμενη ταινία ασφαλείας επί του στομίου εισαγωγής των και παρέδιδαν αυτές στους υπαλλήλους χωρίς να τις εσωκλείουν σε σφραγισμένους σάκους ως εξάλλου υποχρεούντο από την υπογραφείσα σύμβαση. Κατόπιν οι γυμνές κασέτες μεταφέρονταν με το θωρακισμένο όχημα στα μηχανήματα ανεφοδιασμού, όπου τις παρέδιδαν στον υπάλληλο της τράπεζας, ο οποίος υπέγραφε το δελτίο παράδοσης – παραλαβής, άνοιγε το υπό ανεφοδιασμό αυτόματο μηχάνημα και τοποθετούσε στις ειδικές προθήκες τις κασέτες.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, όταν διενεργήθηκε ο έλεγχος από επιτελείς της εταιρείας αποδέχτηκε να επιστρέψει ποσό ύψους 69.900 ευρώ ενώ ακόμη 1.900 ευρώ βρέθηκαν σε ντουλαπάκι αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε ο οδηγός τα οποία ομοίως δόθηκαν για την αποκατάσταση του αποθέματος των τραπεζών.
Ακόμη 65.000 ευρώ φέρονται να συμψηφίστηκαν μεταξύ της εταιρείας και του πρώτου κατηγορούμενου, ο οποίος τους εκμίσθωσε τις εγκαταστάσεις του στην Κω μετά το σκάνδαλο.
Πλην όμως την 22α Ιουνίου 2009 η τράπεζα Πειραιώς γνώρισε ότι έλειπαν από το αποθεματικό της 80.000 ευρώ.
Δύο εκπρόσωποι της εταιρείας υποστήριξαν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε παρουσιάσει με παραστατικά ότι είχε διαθέσει ποσό 88.240 ευρώ στην τράπεζα και ότι στην πραγματικότητα είχε παραδώσει μόλις 8.240 ευρώ.
Την συγκεκριμένη οφειλή δεν αναγνώρισε ο κατηγορούμενος, υποστηρίζοντας για πρώτη φορά ότι δεν υπεξαίρεσε ούτε ένα ευρώ και ότι έδωσε τις 135.000 ευρώ στην εταιρεία «καλή τη πίστει» μέχρι να βεβαιωθεί από τις τράπεζες ότι δεν υπήρχε έλλειμμα στο αποθεματικό τους, πράγμα όμως που δεν έγινε.
Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε από τρεις υπαλλήλους της εταιρείας τα 80.000 ευρώ υπήρχαν στο αποθεματικό και άφησε αιχμές και κατά της τράπεζας, τονίζοντας ότι τόσο με ασφαλιστικά μέτρα όσο και με αγωγή του είχε ζητήσει παραστατικά που να αποδεικνύουν το συγκεκριμένο έλλειμμα το οποίο αμφισβήτησε από την πρώτη στιγμή.
Τα παραστατικά αυτά, όπως τόνισε, δεν του δόθηκαν.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Μ. Καντιδενός και Θρασύβουλος Κονταξής ενώ η πολιτική αγωγή εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο κ. Ι. Χαβρές.
Προηγούμενο άρθροΟι νέοι μισθοί από την 1η Ιανουαρίου – Πίνακες με τέσσερα σενάρια