Ειδική ευθύνη της τράπεζας αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ανεξάρτητα από αν συμπεριλήφθηκε ρητά συμβατικός όρος περί ευθύνης της, ή αν εγγυήθηκε ή όχι ένα επωφελές αποτέλεσμα – στοιχεία που δεν επιδρούν νομικώς στην ίδρυση της ευθύνης της. Παράλειψη διαφώτισης σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών για τη φύση και την λειτουργία ομολόγου, που δεν συμβάδιζε με το μετριοπαθές επενδυτικό προφίλ του πελάτη της. Παρά την εμπιστοσύνη που επέδειξε ο πελάτης της τράπεζας ως καταναλωτής, η τελευταία παραβίασε τις υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που όφειλε κατά τον νόμο και την καλή πίστη ή τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής της, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες. Κατάφαση αδικοπραξίας.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
14ο ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
Αριθμός απόφασης 4842/2025
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεωργία Λαμπροπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθερία Κώνστα, Εφέτη, και Αλεξάνδρα Κ Μητσοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια, τις οποίες όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ερασμία Κανατά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 6η Μαρτίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………. του ……., κατοίκου ……. (επί της οδού ………) με ΑΦΜ …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου` του Δομίνικου Αρβανίτη, με AM 29970 ΔΣΑ, ο οποίος κατέθεσε κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ την από 5-3-2024 δήλωση.
Της εφεσιβλήτου εναγομένης: Της ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …….» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …….), με ΑΦΜ …….. Δ.Ό.Υ. Φ.Α.Ε. …… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ……..» με ΑΦΜ ……., λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16Ν 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του Ν 4601/2019-Ανακοινώσεις για καταχώριση στο ΓΕΜΗ με αριθμό ….. και …../20-3-2020), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Μπόμπου με AM 12802 ΔΣΑ ο οποίος κατέθεσε κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ την από 5-3-2024 δήλωση.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./17-7-2013 αγωγή του, με την οποία αιτείτο τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών επιλαμβανόμενο επί της αγωγής αυτής εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 4734/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε εαυτό καθ ύλην αναρμόδιο παραπέμποντας κατ` άρθρο 46 ΚΠολΔ προς εκδίκαση την υπόθεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στο οποίο επαναφέρθηκε η υπόθεση με την από 8-10-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/9-10-2018 κλήση του ενάγοντος-καλούντος, αφού δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 1419/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 9-5-2024 έφεσή του που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ……./10-5-2024 και για την οποία ορίστηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και, αφού εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, συζητήθηκε
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο εκκαλών και η εφεσίβλητη που παραστάθηκαν κατά τα ανωτέρω ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι. Επί της εφέσεως
Η κρινόμενη από 9-5-2024 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ……./10-5-2024 έφεση του πρωτοδίκως εν όλω ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθμόν 1419/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο εφαρμόζοντας την τακτική διαδικασία δίκασε, κατόπιν παραπομπής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμόν 4734/2018 οριστική παραπεμπτική απόφασή του την από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2013 αγωγή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/2011 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 72 παρ. 13 του ιδίου νόμου), έχει, δε, ασκηθεί νομοτύπως, με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 9-5-2024 (άρθρ. 495 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……/9-5-2024 έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και είναι εμπρόθεσμη, διότι κατατέθηκε την 9η-5-2024, ημέρα Πέμπτη (βλ. την προαναφερόμενη πράξη καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), ήτοι εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εκκίνησε από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ήδη ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, 144, 145 ΚΠολΔ), που έλαβε χώρα στις 25-5-2022 ημέρα Τετάρτη ήτοι εκκίνησε την 26η-5-2022, ημέρα Πέμπτη και θα έληγε την αντίστοιχη ημεροχρονολογία μετά πάροδο 2 ετών (144 παρ. 1, 145 παρ. 2 ΚΠολΔ) ήτοι την 26η-5-2024, η οποία όμως ήταν Κυριακή δηλαδή ημέρα εξαιρετέα (άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ) και επομένως θα έληγε την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα της 27ης-5-2024. Κατόπιν τούτου η κατάθεση του εφετηρίου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 9η-5-2024 ως προελέχθη καθιστά αυτήν (έφεση) εμπρόθεσμη. Μετά ταύτα δέον όπως γίνει τυπικά δεκτή προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω τακτική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού σημειωθεί ότι: α) για το παραδεκτό της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο παράβολο κατά το άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, ποσού 150 ευρώ (όπως η παρ. 3 προστέθηκε με το ισχύον από την 2-4-2012, άρθρο 12 του Ν. 4055/2012, αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν 4139/2013, και ακολούθως με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε και πάλι από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν 4446/2016, – βλ έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου όπου γίνεται αναφορά στο υπ’ αριθμόν …… e παράβολο, το οποίο και προσκομίζεται σε συνδυασμό με την από 9-5-2024 απόδειξη καταβολής του της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …….», β) για το παραδεκτό της κατάθεσης ενδίκου μέσου και της παράστασης των διαδίκων στο ακροατήριο προσκομίζεται το υπ’ αριθμόν Ε 26921 1 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΑΣ Αθηνών (για την κατάθεση) και το υπ’ αριθμόν Π ….. (για την παράσταση) γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣ Αθηνών για τον εκκαλούντα και το υπ’ αριθμόν Π ….. (για την παράσταση) γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣ Αθηνών για την εφεσίβλητη κατ’ άρθρο 61 παρ. 4, 69 παρ. 1, Ν. 4194/2013 Κώδικα περί Δικηγόρων.
II. Επί της αγωγής
Με την υπό κρίση από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../2013 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε τα ακόλουθα: ’Ότι τυγχάνει πελάτης της εναγομένης τράπεζας επί σειρά ετών διατηρώντας προθεσμιακή κατάθεση, την οποία ανανέωνε κάθε 3 έως 6 μήνες. Ότι τον Ιανουάριο του έτους 2007 υπάλληλος του τμήματος «Private Banking» της εναγομένης στην Πάτρα επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του προτείνοντας του να τοποθετήσει ένα μεγάλο μέρος της προθεσμιακής του κατάθεσης που ήδη διατηρούσε σε τραπεζικό λογαριασμό στην εναγόμενη σε ομόλογο της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου. Ότι ειδικότερα ο υπάλληλος της εναγομένης ……. την 11η-1-2007 σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του (με τον ενάγοντα) του πρότεινε να επενδύσει τα χρήματά του στην αγορά ενός ομολόγου «ιδιαίτερα προνομιακού». Ότι το ομόλογο αυτό ήταν εκδόσεως της τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «….….» με ημερομηνία εκδόσεως την 26η-5-2006 και με ημερομηνία λήξεως την 26η-5-2016 (δεκαετούς δηλαδή διάρκειας) με κωδικό ISIN XSO255675794, ονομαστικής αξίας 200.000 ευρώ και τιμή αγοράς του ίση με 201.513.,33 ευρώ. Ότι το ως άνω τίμημα του αγοράς του ένδικου ομολόγου θα γινόταν με απευθείας χρέωση του με αριθμό ……… τραπεζικού λογαριασμού του ενάγοντος που τηρείτο στην εναγόμενη κατόπιν εντολής του. Ότι το ομόλογο αυτό κατά τις διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της εναγομένης θα επέφερε τοκομερίδιο που θα υπολογιζόταν επί του δείκτη Euribor τριμήνου συν 1,75 % ήτοι ποσοστό 4,5% ετησίως αποδίδοντας δηλαδή κατ’ ελάχιστο ετήσιο όριο περί τα 9.000 ευρώ ετησίως. Ότι ο ενάγων παραπεισθείς από τις παραπλανητικές και φορτικές προτροπές των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης τράπεζας αποφάσισε τελικώς να προβεί στην αγορά του ως άνω ομολόγου, θεωρώντας ότι πρόκειται για εξασφαλισμένη επένδυση καταβάλλοντας σε χρέωση του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού του ως τίμημα το ποσό των 201.513,33 ευρώ. `Ότι η πραγματική βούληση του ενάγοντος ήταν να επενδύει τα χρήματά του που προέρχονταν από τις αποταμιεύσεις του σε ασφαλή επενδυτικά προϊόντα με μηδενικό ρίσκο και με επιτόκιο μεγαλύτερο των προθεσμιακών καταθέσεων που ήδη διατηρούσε στην εναγόμενη. Ότι στερούμενος τραπεζικών γνώσεων και παρασυρόμενος από την εμπιστοσύνη που επέδειξε στην εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δέχθηκε να αγοράσει το ένδικο ομόλογο. Ότι το έτος 2011 (τρία έτη μετά την αγορά του ομολόγου) επικοινώνησε με την εναγόμενη τράπεζα επιθυμώντας να διαθέσει το ομόλογο αυτό, η δε εναγόμενη τον ενημέρωσε ότι η εκδότρια τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…….» θα αγόραζε το ομόλογο στην μισή όμως τιμή των 100.000 ευρώ, αν και ήταν διπλάσιας ονομαστικής αξίας εκ 200.000 ευρώ όταν το απέκτησε ο ενάγων. Ότι το ομόλογο αυτό του παρουσιάστηκε ως άκρως δελεαστικό επενδυτικό προϊόν ως αποφέρον τραπεζικές αποδόσεις καλύτερες από αυτές μιας προθεσμιακής κατάθεσης. Ότι πριν την αγορά του ομολόγου η εναγόμενη τράπεζα ως όφειλε δεν τον ενημέρωσε για το ρίσκο που ενείχε η αγορά του (σημειούται ότι στην αγωγή δεν γίνεται κανένας λόγος για τα χαρακτηριστικά του ομολόγου αυτού) εξαπατώντας τον ενάγοντα να προβεί τελικώς σε αυτή (αγορά). Ότι η εναγόμενη τράπεζα κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών παρέβη τις γενικές υποχρεώσεις πρόνοιας που επιβάλλονται από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αφού παρέλειψε, αν και είχε νόμιμη προς τούτο υποχρέωση από τις ανωτέρω διατάξεις να τον διαφωτίσει για τη φύση και τον επενδυτικό χαρακτήρα του ομολόγου αυτού, (χωρίς πάντως να εξειδικεύεται στην αγωγή αν το συγκεκριμένο ομόλογο συνιστά σύνθετο και πολύπλοκο χρηματοπιστωτικό μέσο), ενώ επίσης τον διαβεβαίωνε ψευδώς ότι το χαρτοφυλάκιο του δεν έχει υποστεί ζημία, και είναι ευχερώς ρευστοποιήσιμο στον οικείο κύκλο επενδυτικών συναλλαγών και ότι το ένδικο ομόλογο ενέχει μηδενικό ρίσκο με εγγυημένη απόδοση κεφαλαίου 100% . “Ότι σε γενικές γραμμές η εναγόμενη ενεργώντας δια των προστηθέντων υπαλλήλων της προς βλάβη των περιουσιακών συμφερόντων του, παρέλειψε να τον ενημερώσει αλλά και να παρέχει στον εντολέα της ενάγοντα κάθε πληροφορία για τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβανε αγοράζοντας το ομόλογο αυτό παρά το ότι είχε ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αλλά και από τα άρθρα 718, 719 ΑΚ ως εντολοδόχος από την σύμβαση εντολής που τους συνέδεε (σελ. 1 έως 12 της αγωγής). Ότι η ως άνω συμπεριφορά των οργάνων της τράπεζας, πέραν από παράνομη (αντιτιθέμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις) είναι και υπαίτια, αφού οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης τράπεζας επέδειξαν βαρειά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους αγνοώντας τις εντολές και του βούληση του ενάγοντος που επιθυμούσε να επενδύσει σε συντηρητικά προϊόντα αντίστοιχα προς το επίσης συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ Ότι εξαιτίας της ως άνω της αντισυμβατικής και εν ταυτώ αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η οποία δεν τον ενημέρωσε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά τον χρόνο της αγοράς του προαναφερόμενου ομολόγου, αλλά ούτε και αργότερα για την φύση αυτού, ο ίδιος υπέστη περιουσιακή ζημία, ισόποση με την απομείωση της αξίας του αυτού (ομολόγου) που κατέστη εν τέλει μηδενική, της ζημίας του ανερχόμενης μετά ταύτα στο ποσό των 201.513,33 ευρώ (όση και η αρχική αγοραστική του αξία η οποία εν τέλει εξανεμίστηκε). Ότι πέραν τούτου η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των 13.500 ευρώ που αντιστοιχεί στους εγγυημένους τόκους που σε κάθε περίπτωση θα απέφερε το ως άνω ομόλογο αναλυόμενο σε ποσό 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26η-11-2012, σε 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26η-2-2013, σε 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26-5-2013 στον τραπεζικό του λογαριασμό, ο οποίος τηρείτο στην εναγόμενη. Ότι πλέον τούτων σε κάθε περίπτωση ο ενάγων τυγχάνει καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του Ν 2251/1994 (που ίσχυε κατά το επίδικο χρόνο) ως τελικός αποδέκτης προϊόντων, και υπηρεσιών της εναγομένης τράπεζας (σελ. 12 και 13 της αγωγής), ιδιότητα που του απονέμει την προστασία των άρθρων 8 και 9του ιδίου Ν 2251/1994. Ότι η ζημία του τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την συμπεριφορά της εναγομένης. Ότι τέλος η ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης του προκάλεσε ηθική βλάβη, μη δυνάμενη να αποκατασταθεί άλλως, δικαιουμένου μετά ταύτα εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ύψους 20.151,33 ευρώ (ήτοι 201.513,33 ευρώ η περιουσιακή του ζημία X 10%-σελ. 14 της αγωγής). Υπό το ως άνω εν συνάψει προπαρατεθέν ιστορικό και υπό την επίκληση των προαναφερομένων διατάξεων ο ενάγων αιτείτο, μετά από επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος αγωγής σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 223, 294 εδ. α`, 295 παρ.1 και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 235.120,66 ευρώ αναλυόμενο ως ακολούθως :
α) στο ποσό των 201.513,33 ευρώ, όση δηλαδή και η αρχική αγοραστική αξία του ομολόγου, την οποία και κατέβαλε για την αγορά του, και που ακολούθως απέβη μηδαμινή, β) στο ποσό των 13.500 ευρώ που αντιστοιχεί στους εγγυημένους: τόκους που σε κάθε περίπτωση 0α απέφερε το ως ομόλογο και αντιστοιχούσε στο τοκομερίδιό του για το χρονικό διάστημά από 26η-11-2012 έως 26-5-2013 γ) το ποσό των 20.151,33 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με τον νόμιμο τόκο για όλα τα ανωτέρω ποσά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με καταδίκη της εναγομένης στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Την αγωγή αυτή ο ενάγων την κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο αφού τη δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη δικάσιμο της 26ης-4-2017 εξέδωσε επ’ αυτής την υπ’ αριθμόν 4734/2018 οριστική απόφασή του με την οποία κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο (άρθρα 1,7,8,9,14,18 ΚΠολΔ) και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Την αγωγή επανέφερε ενώπιον του αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 8-10-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……-2018 κλήση του, το δε επιλαμβανόμενο δικαστήριο αφού δίκασε την αγωγή στη δικάσιμο της 3ης-11-2021 αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, κρίνοντας την ορισμένη και νόμιμη ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 140-142, 145, 155, 184, 281, 288, 330, 346, 361, 713, 714, 718, 719, 914, 919, 922, 926, 932 ΑΚ, 7 παρ3 και 10 του Ν 2396/1996, 3,4,5,6, και 9 ΚΔΕΠΕΥ. 8, 9γ-9ε του Ν 2251/1994, 70, 176 ΚΠολΔ, ακολούθως εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 1419/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών κατάγοντας με το εφετήριό του παράπονα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης) και για εσφαλμένο υπολογισμό των δικαστικών εξόδων (τρίτος λόγος έφεσης) που κατά την δική του νομική και ουσιαστική εκδοχή κατέστησαν εκκλητέα την ως άνω πρωτοβάθμια κρίση, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού αναδικασθεί η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή στο σύνολό της ως ουσία βάσιμη.
III. Καθολική διαδοχή στο πρόσωπο της αρχικής ενανόμενης με την επωνυμία «Τράπεζα ……..”
Σύμφωνα με το άρθρο 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος είναι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και κατά το αρθ. 61 ΑΚ τα νομικά πρόσωπα αποκτούν προσωπικότητα με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος. Συγκεκριμένα, προκειμένου περί ανωνύμων εταιρειών η ικανότητα αυτή αρχίζει με τη σύστασή τους από την καταχώρηση στο Δελτίο Α.Ε και Ε.Π.Ε της ΕτΚ, της εγκριτικής Υπουργικής Αποφάσεως και του καταστατικού της ανώνυμης εταιρίας, παύει δε να υπάρχει από την λύση της εταιρείας με οποιονδήποτε τρόπο, ενώ κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το αρθ. 62 του ιδίου Κώδικα προϋπόθεση. Ακολούθως στο άρθρο 54 του Ν 4601/2019 «Εταιρικοί μετασχηματισμοί», που κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 141 αυτού εφαρμόζεται για όσα σχέδια διάσπασης εταιρείας συντάχθηκαν με ημερομηνία μεταγενέστερη της ενάρξεως ισχύος του (που κατά το ακροτελεύτιο άρθρο είναι η 15η-4-2019 για τα άρθρα 1 έως 147 του νόμου αυτού) το δε σχέδιο διάσπασης της ένδικης υπόθεσης συντάχθηκε την 18-12-2020, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η διάσπαση διακρίνεται σε κοινή διάσπαση, μερική διάσπαση και απόσχιση κλάδου δραστηριότητας. 2….. 3. Κλάδος δραστηριότητας είναι το σύνολο των στοιχείων τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού, τα οποία συνιστούν, από οργανωτική άποψη, αυτόνομη εκμετάλλευση, δηλαδή, σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα». Στο άρθρο 57 του ιδίου νόμου και υπό τον τίτλο «Απόσχιση κλάδου» ορίζεται ότι: 1). Η απόσχιση κλάδου πραγματοποιείται είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών, είτε με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών. 2). Απόσχιση κλάδου με απορρόφηση είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σ` αυτήν εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας. 3). Απόσχιση κλάδου με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει, σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σε αυτήν εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας. 4) Απόσχιση κλάδου με απορρόφηση και με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη, με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη) χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει εν μέρει σε μία ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρείες (επωφελούμενες με απορρόφηση) και εν μέρει σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες με σύσταση) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση σε αυτήν εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στη διασπώμενη εταιρεία ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας. Τέλος στο άρθρο 70 και υπό τον τίτλο «Αποτελέσματα της διάσπασης» ορίζεται ότι «1. Η διάσπαση συντελείται με μόνη την καταχώριση στο ΓΕΜΗ της σύμβασης διάσπασης, ως προς τις επωφελούμενες εταιρείες, ακόμα και πριν από τη διαγραφή από το Γ.Ε.ΜΗ. της διασπώμενής εταιρείας, εφόσον πρόκειται για κοινή διάσπαση. 2. Από την ημερομηνία καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. σύμφωνα με την παράγραφο 1, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα τόσο μεταξύ της διασπώμενής και των επωφελούμενων εταιρειών όσο και έναντι τρίτων, τα εξής αποτελέσματα: α. οι επωφελούμενες εταιρείες υποκαθίστανται καθολικές διάδοχοι στη μεταβιβαζόμενη σε αυτές περιουσία. Στην κοινή διάσπαση, η καθολική διαδοχή καταλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας, δηλαδή το σύνολο των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και γενικά των έννομων σχέσεων της διασπώμενής εταιρείας, περιλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της τελευταίας και αφορούν τη μεταβιβαζόμενη περιουσία. Η μεταβίβαση αυτής της περιουσίας στις επωφελούμενες εταιρείες γίνεται σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στη σύμβαση διάσπασης ή προκύπτει από την παράγραφο 3 του άρθρου 59. Στη μερική διάσπαση και στην απόσχιση κλάδου η καθολική διαδοχή καταλαμβάνει τον κλάδο δραστηριότητας που καθορίζεται στη σύμβαση διάσπασης, β)…γ)…3. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση από τις επωφελούμενες εταιρείες, σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στο σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή προκύπτει από την παράγραφο 3 του άρθρου 59». Από τα ως άνω συνάγεται ότι στην περίπτωση της απόσχισης κλάδου δραστηριοτήτων από μια εταιρεία (διασπώμενη) και της μεταφορά τους σε νέα εταιρεία που συστήνεται για το σκοπό αυτό (επωφελούμενη εταιρεία- άρθρο 57 παρ. 3 του Ν 4601/2019), αυτή (νέα εταιρεία) ως επωφελούμενη υπεισέρχεται αυτομάτως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, καθώς και στις εν γένει έννομες σχέσεις της διασπώμενής εταιρείας, που της μεταβιβάζονται αυτοδίκαια (ipso jure) χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση.
Στη προκειμένη περίπτωση καθόλη τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υποθέσεως επήλθαν οι κάτωθι αλλαγές στον πρόσωπο της αρχικής εναγομένης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ………», εναντίον της οποίας έχει ασκηθεί η από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2013 παρούσα αγωγή: α) Την 2-8-2012 με την υπ’ αριθμόν Κ…../2-8-2012 απόφαση της Διεύθυνσης Εταιρειών και Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, που καταχωρήθηκε στο Γενικό Μητρώο (ΓΕΜΗ) με κωδικό αριθμό καταχώρησης …., εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της ως άνω αρχικής ενάγουσας, και τροποποιήθηκε η επωνυμία της σε «Τράπεζα ……..». Β) Μετά πάροδο 5 ετών από την αλλαγή της επωνυμίας της ως άνω τράπεζας και δη την 26-8-2019 διαρκούσης της εκκρεμοδικίας (ήτοι μετά την άσκηση της αγωγής και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμόν 4734/2018 παραπεμπτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που παρέπεμψε ως ελέχθη την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) με το ταυτάριθμης ημεροχρονολογίας πρακτικό του ΔΣ αυτής αποφασίσθηκε η έναρξη των διαδικασιών διάσπασης της ως άνω αρχικής ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας (διασπώμενη εταιρεία) δια απόσχισης του κλάδου των τραπεζικών εργασιών με την σύσταση νέα εταιρείας (επωφελούμενη εταιρεία) σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 4601/2019 (άρθρα 51, 52, 57) και του Ν. 2515/2017. Μετά πάροδο μηνός υποβλήθηκε η από 31-7-2019 Έκθεση του ΔΣ προς τους μετόχους της διασπώμενης εταιρείας (αρχικής ενάγουσας) κατά το άρθρο 61 του Ν 4601/2019, ενώ με το από 31-7-2019 πρακτικό ΔΣ εγκρίθηκε το από 31-7-2019 Σχέδιο Διάσπασης δια απόσχισης του τραπεζικού κλάδου από την αρχική ενάγουσα διασπώμενη εταιρεία και τη σύσταση νέας τραπεζικής εταιρείας που θα αναλάβει τον κλάδο αυτό και δη της εταιρείας υπό την επωνυμία. «Τράπεζα …….». Την ίδια ημέρα συνυποβλήθηκε η από 31-7-2019 Έκθεση Διαπίστωσης της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων του αποσχιζόμενου κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας συνταχθείσα από τον Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή ………. Ακολούθησε το από 31-1-2020 πρακτικό της ΓΣ των μετόχων της διασπώμενης εταιρείας, με το οποίο αποφασίσθηκε: 1) Η έγκριση της διάσπασης της αρχικής ενάγουσας (διασπώμενης) δι` απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας με τη σύσταση νέας εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος («επωφελούμενη»), κατά τη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 και των άρθρων 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019, 2) Η έγκριση του Σχεδίου Διάσπασης, όπως ήδη είχε εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας. 3) Η έγκριση του Καταστατικού της “Επωφελούμενης» όπως εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας. 4) Η παροχή στα αναφερόμενα στο ως άνω πρακτικό εξουσιοδοτημένα πρόσωπα εξουσίας προς υπογραφή του συμβολαίου διάσπασης υπό τους βασικούς όρους που περιλαμβάνονταν στο Σχέδιο Διάσπασης. Την 18-3-2020 ακολούθησε η με ταυτάριθμη ημεροχρονολογία απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έλαβε αριθμό πρωτ. «ECB-SSM-2020-GREBE-13 LIC-2019-…..» και είχε θέμα «Απόφαση επί της αιτήσεως της …….. για άδεια ανάληψης της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος», με την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επί τη βάσει της πρότασης σχεδίου του Εποπτικού Συμβουλίου σύμφωνα με το Άρθρο 26(8) του Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου με αριθμ. 1024/2013, αποφάσισε να χορηγήσει στην νέα επωφελούμενη τραπεζική εταιρεία άδεια πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν 4261/2014 καθώς και σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 4(1)(α) και του Άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 1024/2013 και του Άρθρου 74, 76 έως 78 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17), σε συνδυασμό με το Άρθρο 8(1), τα Άρθρα 10 έως 14 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα άρθρα 8 και 10-16 του Ν 4261/2014. “Ολα δε τούτα εγκρίθηκαν ακολούθως με την με αριθμό πρωτ …./20-3-2020 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή καταχωρηθείσα με το ως άνω αριθμό (…./2020) στο ΓΕΜΗ.. Την ίδια ημέρα και δη την 20-3-2020 με την με αριθμό πρωτ …./2020 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή καταχωρηθείσα με το ως άνω αριθμό (…./2020) στο ΓΕΜΗ δημοσιεύθηκε το καταστατικό της επωφελούμενης νέας εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 145 του Ν. 4261/2014, κατά δε το άρθρο 1 αυτού η νέα επωφελούμενη εταιρεία ήδη καλούσα έλαβε την επωνυμία «Τράπεζα ……». Ακολούθως με την υπ’ αριθμόν πρωτ …./23-3-2020 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή και την από 23-3-2020 απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφασίσθηκε η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του διασπασθέντος πιστωτικού ιδρύματος κατά τον κλάδο των τραπεζικών εργασιών και η συνέχιση της λειτουργίας του ως άμεσης μητρικής εταιρείας συμμετοχών του ομίλου ….. Bank. Ακολούθως την ίδια ημέρα με την με αριθμό πρωτ …/2020 απόφαση της ίδιας Δ/νσης Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, καταχωρηθείσα με το ως άνω αριθμό (…../2020) στο ΓΕΜΗ, δημοσιεύθηκε το καταστατικό της διασπώμενης εταιρείας, κατά δε το άρθρο 1 αυτού η διασπώμενη εταιρεία έλαβε την νέα επωνυμία «.….. Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ» έχουσα πλέον ως καταστατικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών προμηθειών, τη διενέργεια ηλεκτρονικών διαγωνισμών, την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακίνησης τιμολογίων και την παροχή υπηρεσιών μηχανογράφησης (βλ άρθρο 2 του νέου καταστατικού), καμία δε από τις ως άνω δραστηριότητες δεν εμπίπτει στην έννοια των τραπεζικών εργασιών.. Κατόπιν τούτων η νέα επωφελούμενη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «Τράπεζα ….….» κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της αρχικής ενάγουσας ως επωφελούμενη νέα εταιρεία, η δε (οιονεί) καθολική διαδοχή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 57 παρ. 3 του Ν 4601/2019 στην περίπτωση της διασπάσεως με απόσχιση κλάδου καταλαμβάνει τον κλάδο δραστηριότητας που καθορίσθηκε στη σύμβαση διάσπασης, και αφορούσε στις τραπεζικές εργασίες. Μετά ταύτα η παρούσα εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «Τράπεζα …….» ως επωφελούμενη υπεισήλθε αυτομάτως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, καθώς και στις εν γένει έννομες σχέσεις της διασπώμενης αρχικής ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « Τράπεζα …….», η οποία έπαψε να αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα, μετά την ανάκληση της άδειας διενέργειας πιστωτικών εργασιών και την αλλαγή του σκοπού της. Επομένως η παρούσα εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη στη θέση της αρχικής εναγομένης τραπεζικής εταιρείας κατά το άρθρο 57 παρ. 3 του Ν 4601/2019.
IV. 1. Επί της αδικοπραξίας
Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας (ΑΠ 339/2025, ΑΠ 194/2025, ΑΠ 524/2024, όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Πότε μία πράξη είναι παράνομη συνάγεται όχι από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (που εισάγει «λευκό» κανόνα δικαίου), αλλά κρίνεται από την αντίθεση της πράξης σε άλλες (εκτός της ανωτέρω) διατάξεις, στις οποίες η διάταξη αυτή παραπέμπει. Έτσι η ΑΚ 914 δεν είναι καθοριστική του επιτρεπτού και του απαγορευμένου, αλλά προσδιοριστική της κύρωσης για την πράξη που είναι παράνομη από την αντίθεσή της σε κάποιο άλλο κανόνα δικαίου, γραπτό ή άγραφο που προϋπάρχει. Κατά την κρατούσα γνώμη, το παράνομο κρίνεται και από το αποτέλεσμά της, με την έννοια ότι για την κατάφαση της παρανομίας ερευνάται αν προκλήθηκε παράνομα ζημία, αν δηλαδή προσβλήθηκε δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος, καθόσον η επιστήμη και η νομολογία δέχονται ότι για την ύπαρξη παρανομίας, ως προϋπόθεσης της ΑΚ 914, δεν αρκεί μόνον συμπεριφορά αντίθετη σε οποιαδήποτε διάταξη, αλλά απαιτείται παράβαση διάταξης που θεμελιώνει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Ειδικότερα, παράνομη είναι συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο και σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει, όταν εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος στην επιχείρηση της πράξης που παραλείφθηκε. Τοιαύτη νομική υποχρέωση μπορεί να προκόψει είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από δικαιοπραξία, είτε από την απορρέουσα από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 12/2008, ΑΠ 194/2025, ΑΠ 796/2023 ΑΠ 658/2020, όλες σε ΤΝΠ Νόμος).
Με τα δεδομένα αυτά, παρανομία συνιστά η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητας των ατόμων, όπως και η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 194/2025, ΑΠ 633/2024, ΑΠ 793/2023, ΑΠ 858/2023, ΑΠ 290/2021, ΕφΑΘ 1677/2024, ΕφΑΘ 2238/2024 όλες ΤΝΠ Νόμος). Για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση, δεν αρκεί μόνον ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης. Αυτοτελής προϋπόθεση είναι και η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης κατά το σύστημα του ΑΚ (άρθρο 330 αυτού), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος (δεσμός) δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπό του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μία ενέργεια του συνίσταται, είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτή (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου η αμέλειας (βαριά ή ελαφρά) (ΑΠ 633/2024, ΑΠ 290/2021, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 96/2018, όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει κατά το άρθρο 330 εδ.2 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Όταν δε η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημίωσης, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που, αν κατέβαλε με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου της δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης), είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν, με βάση αντικειμενικά κριτήρια και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και την κοινή ανθρώπινη πείρα το επιζήμιο αποτέλεσμα επέφερε, δε, πράγματι τούτο στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1564/2021, ΕφΑΘ 1677/2024 όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς. Αυτός πρέπει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν το ζημιογόνο γεγονός, η παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος, η υπαιτιότητα, ο αιτιώδης σύνδεσμος συμπεριφοράς και ζημίας και η ζημία (ΑΠ 346/2018, ΑΠ 9/2015, ΑΠ 100/2015, ΑΠ 196/2015, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι όμως δυνατόν μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία (ΟλΑΠ 2/2019 ΤΝΠ Νόμος). Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης απαιτούν υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της τράπεζας, που παρέχει τις υπηρεσίες, μέσω της οποίας παραβιάζονται οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στην συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ.
2. Επί της ευθύνης με βάση τον Ν 2251/1994 για την Προστασία του καταναλωτή ως ειδική αδικοπρακτική ευθύνη
Ειδικότερη μορφή παραβίασης των ως άνω κανόνων (281, 288 ΑΚ) αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει, εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 ν. 2251/1994, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο οποίος αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιοσδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (βλ. Ι. Καράκωστα, Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, έκδοση 2001, σελ. 28-35, Ο ίδιος, Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΧρΙΔ 2003, σελ. 97 επ. Δ. Αυγητίδη, Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001, 286. ΕφΑΘ 172/2022 σε ΤΝΠ Νόμος ΕφΑΘ 787/2013 ΔΕΕ 2014, 251). Ειδικότερα με το άρθρο 1 § 4 στοιχ. Α` του ν. 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Εξάλλου ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή( που εφαρμόζεται ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν 4512/2018, ως εκ του χρόνου που έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα-βλ. μεταβατική διάταξη άρθρου 114 του νόμου αυτού) έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν στον προμηθευτή και στον παρέχοντα υπηρεσίες ορισμένες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων είναι η ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου καταναλωτή – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση, είτε αυτός είναι ιδιώτης είτε είναι έμπορος είτε ελεύθερος επαγγελματίας που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για την ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΟλΑΠ 13/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1295/2019, ΧρΙΔ 2020.25, ΑΠ 1319/2018 ΧρΙΔ 2019.278). Ειδικότερα στο άρθρο 8 του ως άνω νόμου ορίζονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (§ 1), ενώ ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο -υπηρεσίες στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§2 εδ.Β), Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (§ 3). Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντας (§4), μόνη δε η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα. Με βάση την ανωτέρω διάταξη, οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντας υπηρεσίες είναι: α) η παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντας υπηρεσίες κατά την παροχή αυτών, η οποία τεκμαίρεται, ο δε παρέχων φέρει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της (νόθος αντικειμενική ευθύνη), γ) παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντας υπηρεσίες, η δε συμπεριφορά του παρέχοντας υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία κατά το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης (ΑΚ 297, 298) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας (ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 1883/2021, ΑΠ 1406/2021, ΤΝΠ Νόμος). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στον νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Προκειμένου, συνεπώς, να διαπιστωθεί η ύπαρξη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του παρέχοντος υπηρεσίες, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στο νόμο και που αποτελούν ειδικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των συναλλακτικών υποχρεώσεων, οι οποίες συνδέονται με τη άσκηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής που ισχύουν στον κύκλο επαγγελματικής δραστηριότητας του φορέα παροχής των υπηρεσιών. Επομένως, ο φορέας της υπηρεσίας δρα υπαιτίως, είτε διότι οι υπηρεσίες του δεν ανταποκρίνονται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια συνεκτιμώμενου και του συνόλου των ειδικών συνθηκών, είτε διότι παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφαλείας γενικότερα. Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντας δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσής του προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, ήτοι με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας που όφειλε κατά τον νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε, να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά, είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα. Προκειμένου, συνεπώς, να διαπιστωθεί η ύπαρξη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του παρέχοντας υπηρεσίες, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στο νόμο και που αποτελούν ειδικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των συναλλακτικών υποχρεώσεων, οι οποίες συνδέονται με την άσκηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Περαιτέρω, όσον αφορά στην προϋπόθεση του παράνομου αναγκαία είναι σε κάθε περίπτωση η παραβίαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου που επιβάλλει ή απαγορεύει συγκεκριμένη συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες Απαιτείται δηλαδή η παραβίαση συναλλακτικής υποχρέωσης που καθορίζεται είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από τις γενικές διατάζεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, δεδομένου ότι οι συναλλακτικές υποχρεώσεις του παρέχοντος υπηρεσίες διαμορφώνουν τον κορμό τόσο της ενδοσυμβατικής όσο και της αδικοπρακτικής ρύθμισης της ευθύνης του. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις των 281 και 288 ΑΚ επιβάλλουν σε κάθε συναλλασσόμενο να ασκεί τα δικαιώματα και την ελευθερία του σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος ή της θεμιτής στο συγκεκριμένο κύκλο ελευθερίας δράσης. Επιπλέον, οι ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 330 εδ. β ΑΚ, συνιστούν το νομικό θεμέλιο των συναλλακτικών υποχρεώσεων, οι οποίες προσδιορίζονται, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, με βάση τα κριτήρια του μέσου εκπροσώπου του οικείου κύκλου του παρέχοντος υπηρεσίες, όπως αυτά συγκαθορίζονται από τους ειδικούς κανόνες και τις αρχές που ισχύουν στο συγκεκριμένο κλάδο ή είδος δραστηριότητας. Στο πλαίσιο της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η ειδική ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 4, επιβάλλει την ασφάλεια των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τις γενικές ρήτρες των 281 και 288 ΑΚ, οι οποίες υπαγορεύουν τη σύννομη δράση του παρέχοντος υπηρεσίες, χάριν προστασίας των εννόμων αγαθών των αποδεκτών των υπηρεσιών και συνιστούν τους κανόνες δικαίου, των οποίων η παραβίαση θεμελιώνει την αναγκαία για την κατάφαση της ευθύνης του φορέα παροχής των υπηρεσιών παράνομη συμπεριφορά. Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» συνάγεται ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Με δεδομένο ότι η τήρηση των κανόνων της επαγγελματικής επιμέλειας συνιστά και συμβατική υποχρέωση του παρέχοντος την υπηρεσία και ότι αυτοί οι κανόνες της επαγγελματικής επιμέλειας διεθνώς διαμορφώνονται ως ένα πλαίσιο ενιαίο, είτε υπάρχει συμβατικός δεσμός είτε όχι, μια υπηρεσία που παραβιάζει αυτούς τους κανόνες (και επομένως δεν παρέχει την κατά το άρθρο 8 ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια) θα συνιστά ταυτόχρονα και παρανομία κατά την ΑΚ 914 και συμβατική παράβαση. Στην έννοια του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη, εμπίπτουν και οι τράπεζες έναντι των πελατών τους, οπότε η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται και επί συμβάσεων με αντισυμβαλλόμενο προμηθευτή τράπεζα ΑΠ 633/2024, ΑΠ 796/2023, ΑΠ 290/2021, ΕφΑΘ 1677/2024, ΕφΑΘ 2238/2024, ΕφΑΘ 172/2022, ΕΦΑΘ 4899/2021 όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Η τελευταία υπέχει έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία ήτοι συνιστά ενδοσυμβατική, αλλά και αδικοπρακτική ευθύνη της τράπεζας (ΕφΛαρ 77/2021, ΕφΑΘ 6711/2020 σε ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα, ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων δικαίου αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, δίνοντας την σχετική εντολή στον παρέχοντα υπηρεσίες αντισυμβαλλόμενό του (ΕφΙωαν 273/2018 ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 451/2021, ΑΠ 1111/2020, ΑΠ 1439/2019, ΕφΑιγ 10/2020, όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 είναι η περιουσία του αποδέκτη των υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής υπηρεσιών. Οι αποδέκτες επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π., ΕφΑΘ 480/2023, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Ο ανωτέρω νόμος έχει, τέλος, συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” (επομένως και στις τράπεζες) την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” (επομένως και του ιδιώτη επενδυτή), ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής, να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν όμως -με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στον νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του “προμηθευτή” συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου) (ΑΠ 339/2025, ΑΠ 63/2022, ό.π., ΑΠ 354/2022, ό.π., ΑΠ 1564/2021, ό.π., ΑΠ 1228/2019, ό.π, ΑΠ 974/2018, ό.π.). Εξάλλου, οι διατάξεις του ν. 2251/1994, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 και 5 αυτού, κατισχύουν -ως ειδικές- πάσης άλλης διάταξης, αντιβαίνουσας σε αυτές ή αναφερομένης σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτές, επομένως και των διατάξεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ, εκτός εάν οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μείζονα προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, με εξαίρεση τις διατάξεις, οι οποίες αφορούν σε παραγραφές και αποκλειστικές προθεσμίες (ΕφΑΘ 1922/2025, ΕφΑΘ 1401/2023, ΕφΑΘ 608/2022, ΕφΑΘ 3437/2022, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 3270/2012, ΕΕμπΔ 2013. 575, ΕφΘεσσ 1133/2004, ΕΕμπΔ 2004.980). Ενόψει των ανωτέρω, η παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών παροχής επενδυτικών συμβουλών αναμφιβόλως εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, εφόσον ο επενδυτής έχει, εν πάση περιπτώσει, την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» της σχετικής τραπεζικής -επενδυτικής υπηρεσίας, και μάλιστα ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της ιδιότητας αυτού ως «ερασιτέχνη» ή «επαγγελματία» επενδυτή (ΕφΑΘ 1922/2025, ΕφΑΘ 1401/2023, ό.π., ΕφΑΘ 608/2022, ό.π.). Περαιτέρω, σε περίπτωση διαμεσολάβησης πιστωτικού ιδρύματος (τράπεζας) κατά τις συναλλαγές με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά προϊόντα, πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται υφιστάμενη η μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη αυτού – επενδυτή σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να δίδει συμβουλές στους πελάτες του αναφορικά με χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, δε, ακόμη, να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις αυτές έχει συναφθεί σιωπηρώς τοιαύτη σύμβαση, έστω και εάν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, όπως είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, τα οποία φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών στην περίπτωση αυτή, είναι ότι: α) για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανής η μεγάλη σημασία της πληροφόρησης για τον δυνητικό επενδυτή, διότι η πληροφόρηση αυτή θα αποτελέσει τη βάση της λήψης σοβαρών αποφάσεων εκ μέρους του τελευταίου για τη διαχείριση των κεφαλαίων του, β) καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή – επενδυτική πρακτική των εγχώριων και διεθνών αγορών, ενώ οι εν λόγω επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής κατά κανόνα αποφασίζει βάσει των συμβουλών των επιχειρήσεων αυτών, τις εμπιστεύεται και αναμένει υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική δραστηριότητά τους, και γ) οι ως άνω επιχειρήσεις αποκομίζουν ίδιο οικονομικό όφελος από την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή, τουλάχιστον, έμμεσο (ΕφΑΘ 1401/2023, ό.π., ΕφΑΘ 608/2022, ό.π., ΕφΑΘ 566/2019 Νόμος, Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010. 136). Τα ανωτέρω, αντιθέτως, δεν είναι δυνατόν να ισχύουν, εάν ο επενδυτής, χωρίς να ζητήσει ή δεχθεί οιαδήποτε πρόταση ή υπόδειξη ή συμβουλή ή χρηστική πληροφορία (πέραν των κοινώς γνωστών «τεχνικών» στοιχείων, όπως η φύση του επενδυτικού προϊόντος, η διάρκεια της επένδυσης, η απόδοση αυτής κ.λπ.), ως προς συγκεκριμένη επένδυση από το παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες πιστωτικό ίδρυμα ή την ΕΠΕΥ, δίδει προς τους τελευταίους απλή εντολή προς εκτέλεση επενδυτικής πράξης, την οποία έχει προαποφασίσει, χωρίς οποιαδήποτε συνδρομή ή πρόταση ή εν γένει πρωτοβουλία τους, διότι στην περίπτωση αυτή προδήλως δεν τίθεται ζήτημα παροχής οιασδήποτε συμβουλής επενδυτικής φύσεως (ΕφΑΘ 1922/2025, ΕφΑΘ 608/2022, ό.π.).
3. Επί των Κανόνων Κώδικα δεοντολογίας (πριν την κατάργηση του με το Ν 3607/2007) και την αδικοπρακτική ευθύνη σε περίπτωση παράβασής του
Με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ` αριθμ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του αρθ. 7 παρ. 1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αργή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς». Τρίτη αργή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές». Τέταρτη αργή: Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. Έβδομη αργή: “Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης των κρίσιμων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός όσων προελέχθηκαν), κατ` αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τίς γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μια επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (Γ. Γεωργιάδη: Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ Η 2008.856 επ). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα Δεοντολογίας, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβουλών της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως επί των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό της πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η Κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 339/2025, ΑΠ 1251/2024, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 290/2021, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1564/2021, ΑΠ 1185/2021, ΕφΑΘ 3414/2021, ΕφΛαρ 77/2021, ΕφΑΘ 6711/2020, όλες σε ΤΝΠ Νόμος). Η υποχρέωση των τραπεζών προς ενημέρωση των πελατών τους για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα προβλέπονται και με τις διατάξεις της 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) σχετικά με την “Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους” (ΦΕΚ Α` 277/18-11-2002) που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, ανεξάρτητα αν αυτή αναφέρεται στις κυρώσεις που επιβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος στα πιστωτικά ιδρύματα σε περιπτώσεις παραβίασης των υποχρεώσεών τους αυτών (ΑΠ 633/2024, ΑΠ 790/2023) Περαιτέρω, από τις διατάξεις του νόμου 2251/1994 προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντας υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια των διατάξεων αυτών μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική, είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 633/2024, ΑΠ 940/2023, ΑΠ 796/2023, ΑΠ 790/2023). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών προκύπτει επίσης ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης στο πλαίσιο παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4. εδ. α` του νόμου 2251/1994, όπως ίσχυε τόσο πριν, όσο και μετά την αντικατάσταση της παρ. 4 του άρθρου αυτού με το άρθρο 1 παρ. 5 του νόμου 3587/2007, ο οποίος ξεκίνησε να ισχύει από τις 10-7-2007 (άρθρο 21 του νόμου αυτού), αλλά πριν από την εκ νέου αντικατάσταση της παρ. 4 του άρθρου αυτού με το άρθρο 100 παρ. 4 του 4512/2018, ο οποίος ξεκίνησε να ισχύει από τις 18-3-2018 (άρθρο 126 του νόμου αυτού) (ΑΠ 524/2024, ΑΠ 940/2023, ΑΠ 796/2023). Ο νόμος 2251/1994 έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν σε οποιονδήποτε “προμηθευτή” την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή”. Αυτή η υποχρέωση επιβάλλεται και στις τράπεζες ως “προμηθευτές” ιδιωτών επενδυτών, ώστε αυτοί να λαμβάνουν τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πραγματικά ηθελημένης συναλλαγής, χωρίς να παραπλανώντας αποφασίζοντας να ενεργήσουν συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζαν να ενεργήσουν. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής από την πλευρά του “προμηθευτή”, συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του νόμου 2251/1994). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του νόμου αυτού είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής τους. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της διάταξης αυτής (ΑΠ 1826/2024, ΑΠ 633/2024, ΑΠ 524/2024, ΑΠ 940/2023, ΑΠ 790/2023 όλες σε ΤΝΠ Νόμος).
4 Έννοια διαφυγόντος κέρδους επί τραπεζικών αποδόσεων
Η υπό των διατάξεων των άρθρων 297 – 298 ΑΚ προβλεπομένη αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που έχουν ληφθεί (ΑΠ 83/2002). Ως θετική ζημία νοείται η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία μπορεί να συνίσταται σε μείωση του ενεργητικού ή σε αύξηση του παθητικού του. Αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων. Δηλαδή το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός. Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Οι υποθέσεις δεν χαρακτηρίζονται από τη βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύονται. Για να διευκολύνει, λοιπόν, ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, αλλά και να θέσει φραγμό στις αχαλίνωτες διεκιδικήσεις, ορίζει στην ΑΚ 298 εδ. 2 ότι, ως διαφυγόν κέρδος “λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Χρειάζεται δηλαδή η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια (“σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων”) και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Για την αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά ασφαλέστερη την προς τούτο πιθανότητα. Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται. Ο απαιτούμενος, στις κατ` ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες – συγκεκριμένες περιστάσεις. Η πιθανότητα της δυνατότητας πραγματοποίησης διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να φτάνει μέχρι φαντασιώδους υπολογισμού. Εκ τούτων παρέπεται ότι η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος ότι αν είχε διαθέσιμο ένα ποσό σε προθεσμιακή κατάθεση με μέσο όρο επιτοκίου 3% ετησίως θα του απέδιδε κέρδη, δεν αποτελεί κέρδος προσδοκώμενο με “βάσιμη” πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 298 ΑΚ, διότι αυτό είναι ιδιαίτερα αμφίβολο και ευμετάβολο, αφού, σε μία ελεύθερη και μάλιστα ειδικευμένη αγορά, όπως είναι η αγορά των τραπεζικών καταθέσεων, δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής αποδόσεως, δεδομένου ότι η άνοδος ή η πτώση των τιμών και κατ` επέκταση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή των αποδόσεων των προθεσμιακών καταθέσεων, εξαρτάται, πλην άλλων, από διάφορους, αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, όπως είναι οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι απρόβλεπτες περιπλοκές στις διεθνείς εξελίξεις, η ανοδική ή πτωτική τάση των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν και σε ποιο ποσοστό θα σημειωθεί άνοδος ή πτώση των επιτοκίων σε ορισμένες συγκεκριμένες ημερομηνίες, με αποτέλεσμα να μην δύναται να γίνει λόγος για αποθετική ζημία από την αιτία αυτή. (ad hoc ΑΠ 1524/2022, ΑΠ 1364/2013 σε ιστοσελίδα ΑΠ επί αποδόσεως μετοχών, ΕφΑθ 5510/2022 σε ΤΝΠ Νόμος). Έτσι η απώλεια των τραπεζικών αποδόσεων δεν δύνανται να υπαχθεί στην αόριστη νομική έννοια του διαφυγόντος κέρδους της διάταξης του άρθρου 298 ΑΚ, δηλαδή κέρδους που μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα προσδοκούσε ο αϊτών, αφού συνιστούν κέρδος απλώς ενδεχόμενο ή υποθετικό εξαρτημένο από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, δυνάμενων πλέον να υπαχθούν όχι στην έννοια του διαφυγόντος κέρδους, αλλά στην έννοια της ελπίδας κέρδους, εις τρόπον ώστε η δικαστική επιδίωξη των ποσών αυτών αποβαίνει μη νόμιμη (για την έννοια της ελπίδας κέρδους ΕφΑνΚρητ 10/2012 αδημ, ΕφΑΘ 5425/2006 ΝοΒ 55.885, βλ. ad hoc νομολογιακή αντμιετώπιση ΕφΑθ 5510/2022. και επί πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για το ότι οι απωλεσθείσες τραπεζικές αποδόσεις δεν συνιστούν διαφυγόν κέρδος βλ. την ΠολΠρωτΑΘ 20/2013 ΧΡΗΔ1Κ 164. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 297-298, αριθμ. 18-21, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο. 298, αριθμ. 1,4, 5, 23, 24, 25 και 30).
V. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ……. που ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος και του μάρτυρα …… που ελήφθη επιμελεία της εναγομένης και οι οποίες εδόθησαν ενώπιον του αρχικώς επιληφθεντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που με την υπ’ αριθμόν 4734/2018 οριστική απόφασή του κηρύχθηκε υλικώς αναρμόδιο παραπέμποντας την υπόθεση στο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείου και οι οποίες ως διαδικαστικές πράξεις παραμένουν έγκυρες ακόμη και αν εδόθησαν επί αναρμοδίου δικαστηρίου της, υπ’ αριθμόν …./26-2-2025 ένορκης εξέτασης της μάρτυρος …….., που προσκομίζεται επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του Εφετείου Αθηνών χωρίς να προκύπτει πρόθεση στρεψοδικίας (529 παρ 1, 2 ΚΠλΔ) και η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Άργους ……… μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του εναγομένης-εφεσιβλήτου κατ`άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ την υπ’ αριθμόν …..ΣΤ /20-2-2024 έκθεση επιδόσεως της από 18-2-2025 κλήσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………) καθώς και από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης, και τέλος από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) ως προς την διάθεση και αγορά του επίδικου ομολόγου από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, αποδεικνύονται κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα ουσιώδη για την ένδικη υπόθεση πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων που τυγχάνει επιπλοποιός στο επάγγελμα, διατηρώντας ατομική επιχείρηση στην πόλη του Αργους υπήρξε πελάτης της εναγομένης τράπεζας επί σειρά ετών διατηρώντας σε αυτήν τραπεζικές καταθέσεις αλλά και επενδυτικά προϊόντα. Ειδικότερα ο ενάγων συνεργάζονταν επί έτη με την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, καθόσον σ` αυτή αποταμίευε τα χρήματα, που αποκέρδαινε από την ως άνω επιχειρηματική δραστηριότητά του, επιλέγοντας την τοποθέτηση αυτών κυρίως σε τραπεζικούς καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς, αμοιβαία κεφάλαια, μετοχές και ομόλογα διατηρώντας προς τούτο σχετικό χαρτοφυλάκιο, είχε δε ενταχθεί στο πελατολόγιο του Τμήματος «Ιδιωτικής Τραπεζικής» (“Private Banking”) εναγομένης, ώστε μέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων, να απολαμβάνει ιδιαίτερης τραπεζικής μεταχειρίσεως, στην οποία περιλαμβανόταν, χωρίς πάντως να έχει συναφθεί σχετική σύμβαση, η παροχή συμβουλών επωφελούς επενδυτικής διαχείρισης των τραπεζικών του προϊόντων, μάλιστα δε εξαιτίας της, επί πολλά έτη, συνεργασίας του με την εναγόμενη τράπεζα, είχε αναπτύξει με τους υπαλλήλους του ως άνω τμήματος σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης. Η συνεργασία του με την εναγόμενη τράπεζα εκκινεί χρονικώς περί το έτος 2003 οπότε και υπογράφηκε μεταξύ των μερών η από 29-7-2003 με αριθμό …….. σύμβαση (σχετ. 5 ενάγοντος και σχετ. 1 εφεσιβλήτου τράπεζας), όπως και το ταυτάριθμό έγγραφο πληρεξουσιότητας προς τους υπαλλήλους της τράπεζας (σχετ. 2 αυτής), την οποία η εφεσίβλητη χαρακτηρίζει ως σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Στην σύμβαση αυτή κατά την αυτολεξεί απόδοση του περιεχομένου της, το οποίο ήταν προδιατυπωμένο προβλέφθηκαν τα ακόλουθα. «Σχετικά με α) τον τηρούμενο στην Τράπεζα σε ευρώ χρηματικό κοινό λογαριασμό, καθώς και κάθε άλλο υφιστάμενο ή μέλλοντα χρηματικό κοινό λογαριασμό των πελατών τηρούμενο στην Τράπεζα σε ευρώ ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, β) τις κάθε είδους κινητές αξίες (είτε ενσώματες είτε άυλες) οι οποίες είτε κατατίθενται εκάστοτε από οποιονδήποτε εκ των Πελατών στην Τράπεζα με τον όρο η κατάθεση αυτών να διέπεται από την παρούσα σύμβαση, είτε άλλως στο πλαίσιο της παρούσας σύμβασης, παραλαμβάνονται εκάστοτε από την τράπεζα: 1) για τις ανωτέρω κινητές αξίες ανοίγεται και τηρείται στην Τράπεζα ο με αριθμό ……. λογαριασμός κινητών αξιών ο οποίος αποκαλείται εφεξής για συντομία “Λογαριασμός Κινητών Αξιών”. Η Τράπεζα φυλάσσει επ` ονόματι των πελατών όσες από τις ανωτέρω κινητές αξίες είναι ενσώματες, χωρίς να αποκτά την κυριότητα αυτών. 2) Οι πελάτες παρέχουν στην Τράπεζα την εντολή, πληρεξουσιότητα και εξουσιοδότηση, όπως η τράπεζα ενεργεί τις ακόλουθες πράξεις: Α) Με χρέωση του οριζόμενου εκάστοτε στην αντίστοιχη εντολή ενός από τους ανωτέρω χρηματικού λογαριασμού των πελατών και εφόσον επαρκούν τα υπάρχοντα σε αυτόν χρήματα, εκτελεί, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή των πελατών διδομένη με οποιονδήποτε τρόπο, για κατάθεση επ` ονόματί τους χρημάτων στην Τράπεζα, ή σε άλλη τράπεζα, για απόκτηση επ` ονόματι τους μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, για αγορά επ` ονόματι τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών και για συμμετοχή επ` ονόματι τους στην κάλυψη της έκδοσης τέτοιων κινητών αξιών, περιλαμβάνει δε τις κινητές αξίες. Β) Με πίστωση του οριζόμενου εκάστοτε στην αντίστοιχη εντολή ενός από τους ανωτέρω χρηματικού λογαριασμού των πελατών, εκτελεί χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή των πελατών διδομένη με οποιοδήποτε τρόπο για ανάληψη επ` ονόματι τους χρημάτων από κατάθεση της Τράπεζας επ` ονόματι τους στην Τράπεζα ή σε άλλη τράπεζα, για αίτηση επ` ονόματι τους περί εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και για πώληση επ` ονόματι τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών. Γ) Εκτελεί, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή των πελατών διδομένη με οποιονδήποτε τρόπο για άσκηση δικαιωμάτων μετατροπής ομολογιών σε μετοχές, παραλαμβάνει δε τις μετοχές. Δ) Εισπράττει κάθε χρηματική απαίτηση απορρέουσα από τις ανωτέρω κινητές αξίες και πιστώνει με τα αντίστοιχα ποσά έναν, επιλεγόμενο εκάστοτε από την Τράπεζα μεταξύ των τηρούμενων σε αντίστοιχο νόμισμα, από τους ανωτέρω χρηματικούς λογαριασμούς τους. Ε) Χρεώνει οποιονδήποτε, κατά την ελεύθερη κρίση της, από τους ανωτέρω χρηματικό λογαριασμό των πελατών με οποιοδήποτε ποσόν της οφείλεται ως αμοιβή της κατά τα κατωτέρω, καθώς και με όλα γενικώς τα έξοδα και τις δαπάνες που γίνονται ή θα γίνουν με αιτία ή αφορμή την παρούσα σύμβαση και την εκτέλεσή της. ΣΤ) Προβαίνει σε κάθε πράξη συναφή προς τις ανωτέρω εργασίες και υπογράφει κάθε σχετικό με αυτές έγγραφο. 3) Οι Πελάτες δεν κωλύονται να αναλαμβάνουν χρήματα από τους ανωτέρω χρηματικούς λογαριασμούς ή να αναλαμβάνουν κινητές αξίες από το Λογαριασμό Κινητών Αξιών. 4) Από τις ανωτέρω πράξεις σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο δεν μπορεί να γεννηθεί ευθύνη της τράπεζας, κάθε σχετικού κινδύνου αναλαμβανομένου αποκλειστικά από τους πελάτες. 5) Σχετικά με τις ανωτέρω κινητές αξίες, η Τράπεζα δεν θα έχει άλλη φροντίδα εκτός όσων αναφέρονται ανωτέρω. 6) Εάν η εντολή των πελατών κατά τα ανωτέρω υπό 2α, 2β, 2γ, 2δ, δίδεται στην Τράπεζα τηλεφωνικώς, καθώς και για κάθε άλλη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των πελατών και της Τράπεζας, οι πελάτες συναινούν από τούδε να αποτυπώνει η Τράπεζα εάν αυτή υποχρεούται εκ του νόμου ή κρίνει τούτο σκόπιμο με κάθε είδους συσκευή, κάθε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των Πελατών και της Τράπεζας. Εάν εντολή των πελατών, κατά τα ανωτέρω υπό 2 α, 2β, 2γ, 2δ, δίδεται στην Τράπεζα τηλεφωνικώς ή με οποιοδήποτε άλλο τηλεπικοινωνιακό μηχάνημα, η Τράπεζα έχει το δικαίωμα, εάν αυτή κρίνει τούτο σκόπιμο, να αρνείται την εκτέλεση της εντολής, πριν από την περιέλευση στην Τράπεζα εγγραφής επιβεβαίωσης της εντολής. Για τις περιπτώσεις επικοινωνίας μεταξύ των πελατών και της Τράπεζας με τηλέφωνο ή με οποιοδήποτε άλλο τηλεπικοινωνιακό μηχάνημα, οι πελάτες έχουν την ευθύνη για ζημιές που επέρχονται από λάθος ή παρανόηση ή πλάνη ή από επικοινωνία με την Τράπεζα τρίτου προσώπου, το οποίο υποδύεται έναν από τους πελάτες 7) Η τράπεζα εκδίδει στο πλαίσιο της παρούσας συμβάσεως τις ακόλουθες έγγραφες ανακοινώσεις απευθυνόμενες προς τους πελάτες: α) έπειτα από κάθε ημερολογιακό μήνα, έγγραφα, στα οποία αναφέρονται η μηνιαία κίνηση των ανωτέρω χρηματικών λογαριασμών των πελατών και έπειτα από κάθε ημερολογιακό τρίμηνο έγγραφο, στο οποίο αναφέρονται οι υπάρχουσες στον λογαριασμό κινητών αξιών των πελατών κατά το τέλος του τριμήνου αυτού κινητές αξίες και β) είτε έπειτα από κάθε εργασία της έγγραφο για την εργασία αυτή είτε έπειτα από κάθε ημερολογιακό τρίμηνο έγγραφο για τις εργασίες της κατά το τρίμηνο αυτό. Τα έγγραφα αυτά αποστέλλονται στους πελάτες ταχυδρομικώς …… Η με ανωτέρω περιεχόμενο σύμβαση έφερε το νομικό μανδύα της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – λήψης και διαβίβασης εντολών (execution-only or Order Handling Agreement -βλ. ad hoc επί ιδίας ακριβώς συμβάσεως ΑΠ 339/2025 σε ΤΝΠ Νόμος) και όχι σύμβασης διαχείρισης χαρτοφυλακίου (portofolio management agreement) όπως τη χαρακτηρίζει η εναγόμενη στην σελίδα 2 των προτάσεών της και τούτο διότι με τη σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου( για την οποία δεν πρόκειται εν προκειμένω) ο διαχειριστής (επενδυτική εταιρεία ή τράπεζα) αναλαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό του εντολέα του επενδυτή ενεργώντας με βάση το επενδυτικό του προφίλ και διώκοντας την ευόδωση του χαρτοφυλακίου του, ενώ αντιθέτως στη σύμβαση λήψης και διαχείρισης εντολών ο επενδυτής εντολέας είναι αυτός που δίδει την εντολή για την αγορά ή όχι επενδυτικών προϊόντων, τη σκοπιμότητα ή την ορθότητα αυτών δεν μπορεί να ελέγξει η εντολοδόχος τράπεζα ή η εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Έτσι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σύμβασης διαχείρισης χαρτοφυλακίου είναι η διακριτική ευχέρεια που έχει ο διαχειριστής του χαρτοφυλακίου( η τράπεζα ή η επενδυτική εταιρεία), να αποφασίζει για την απόκτηση και διάθεση επενδυτικών μέσων του πελάτη-επενδυτή, με σκοπό να επιτύχει την καλύτερη δυνατή απόδοσή τους λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τους επενδυτικούς στόχους του τελευταίου (πελάτη) αλλά και την επενδυτική του στρατηγική (βλ. Παπαντώνη, Επενδυτικές συμβουλές και διαχείριση χαρτοφυλακίου, 2000, σελ. 118 επ. 26), Η μορφή αυτή της διαχείρισης χαρτοφυλακίου είναι γνωστή ως discretionary portfolio management και αναφέρεται ρητά στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ και τον (μεταγενέστερο των επίδικων γεγονότων) Ν 3606/2007 (που άρχισε να ισχύει από Αύγουστο του 2007), περιλαμβάνει δε, ως ήδη εκτέθηκε, το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή στο σχετικό ορισμό της σύμβασης διαχείρισης χαρτοφυλακίου (βλ. 4 παρ.1 στοιχ. 9 Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και άρθρο 4 παρ.1 στοιχ. δ Ν 3606/2007). Αντίθετα η με το ανωτέρω περιεχόμενο σύμβαση του ενάγοντας και της εναγομένης δεν έφερε το ως άνω κυρίαρχο στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας που έχει ο διαχειριστής στη σύβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίου να αποφασίζει αυτός ποια επενδυτικά προϊόντα δύναται να αποκτηθούν από τον επενδυτή εντολέα, τα οποία θα έχουν προοπτικές απόδοσης αλλά και θα είναι αντίστοιχα (συμβατά) με το επενδυτικό του προφίλ, πολλώ δε μάλλον στην ως άνω σύμβαση προβλέφθηκε ο όρος ότι η τράπεζα «….με χρέωση του οριζόμενου χρηματικού λογαριασμού των πελατών (νοείται του ενάγοντας) και εφόσον επαρκούν τα υπάρχοντα σε αυτόν χρήματα, εκτελεί, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή αυτών (πελατών) διδομένη με οποιονδήποτε τρόπο, για κατάθεση επ` ονόματι τους χρημάτων ή για απόκτηση από επ` ονόματί τους μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, ή για αγορά επ` ονόματι τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών». Κατόπιν τούτων η σύμβαση αυτή ήταν σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – λήψης και διαβίβασης εντολών (execution-only or Order Handling Agreement), διεπόμενη ως καταρτισθείσα το έτος 2003 από τον Ν 2396/1996, που δεν προέβλεπε την υποχρέωση των τραπεζών να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με την αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας την οποία επρόκειτο να χρησιμοποιήσει (έλεγχος καταλληλότητας), ούτε προέβλεπε την υποχρέωση των τραπεζών να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο θα επένδυε ο πελάτης επενδυτής ήταν κατάλληλο για αυτόν (έλεγχος συμβατότητας) όπως προβλέφθηκε αργότερα με τα άρθρα 24, 25 και 26 του Ν 3606/2007 (με έναρξη ισχύος κατά το άρθρο 90 αυτού από 1-11-2007). Επομένως στην ένδικη περίπτωση η υποχρέωση της τράπεζας να παρέχει την κατάλληλη διαφώτιση στον πελάτη της επενδυτή για την ποιότητα την αξιοπιστία και την καταλληλότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο πρόκειται να επενδύσει αναδύεται από τις διατάξεις: α) των άρθρων 281, 288 ΑΚ που καθιερώνουν την αρχή της καλής πίστης ως παρεπόμενη υποχρέωση κάθε σύμβασης όπως και της σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης που συνδέει την τράπεζα (εναγόμενη) με την πελάτη της (ενάγοντα), η οποία επιβάλλει την λήψη μέτρων για την τήρηση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας των συναλλαγών η παράβαση της οποίας συνιστά αδικοπραξία, β) της υπ’ αριθμόν 2501/2002 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) σχετικά με την “Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους” (ΦΕΚ Α` 277/18-11-2002, με έναρξη ισχύος την 1-1-2003) που έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, ανεξάρτητα αν αυτή αναφέρεται στις κυρώσεις που επιβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος στα πιστωτικά ιδρύματα σε περιπτώσεις παραβίασης των υποχρεώσεών τους αυτών, και κατά το περιεχόμενο της οποίας οι τράπεζες θα πρέπει να παρέχουν επαρκή ενημέρωση, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες ακόμη και του μη έμπειρου καταναλωτή, κατά κατηγορία συναλλαγής, με την περαιτέρω υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να ανταποκρίνονται στα αιτήματα των συναλλασσομένων για παροχή κάθε είδους πληροφοριών και διευκρινίσεων, που δεν καλύπτονται από τους άλλους τρόπους ενημέρωσης, αλλά και να μεριμνούν για την εκπαίδευση των υπαλλήλων τους, ώστε να ανταποκρίνονται επαρκώς στην παροχή εξειδικευμένης πληροφόρησης, που απαιτείται στις διαρκώς εξελισσόμενες μορφές συναλλαγών, γ) της πρώτης, τρίτης, τέταρτης έβδομης αρχής του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της ένδικης συμβάσεως( 2003), που καθιέρωνε ως κύρια υποχρέωση της τράπεζας, την παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών, με ενημέρωση του καταναλωτή γενόμενη με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, και αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάστασή του, οι στόχοι του , η μόρφωσή του, οι γνώσεις του και η εμπειρία του ως επενδυτή, σύμφωνα άλλωστε και με την αρχή της καταλληλότητας, κατά την οποία η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη της (κατάλληλες) συμβουλές, δ) τις διατάξεις του άρθρου 8 , 9γ έως 9ε του τότε ισχύοντος Ν 2251/1994 αφού η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως είναι η σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, εφόσον ο επενδυτής έχει την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» της σχετικής τραπεζικής -επενδυτικής υπηρεσίας. Με βάση τις διατάξεις αυτές περί προστασίας καταναλωτών ο μέσος επενδυτής που είναι συνήθως άπειρος περί τη χρηματιστηριακή -επενδυτική πρακτική των εγχώριων και διεθνών αγορών, θα πρέπει να αποφασίζει βάσει των συμβουλών των τραπεζικών εταιρειών-προμηθευτριών, τις οποίες και εμπιστεύεται αναμένοντας υπεύθυνη πληροφόρηση, ώστε να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής του, και να μην παραπλανάται, αποφασίζοντας να ενεργήσει μια συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα εκτιμώμενα κατά τον αυτόθι εκτιθέμενο τρόπο αποδείχθηκε ότι από το έτος 2003 οπότε και υπογράφηκε η ως άνω σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών ο ενάγων προέβη επίσης και σε άλλες επενδυτικές αγορές και δη: α) την 13η-12-2005 αγόρασε ομόλογα εκδόσεως της θυγατρικής της εναγομένης εταιρείας υπό την επωνυμία «……» με Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (ISIN) XS0234907227 ονομαστικής αξίας 150.000 ευρώ. Επρόκειτο για ομόλογα διάρκειας δέκα οκτώ μηνών (10-11-2005 έως 10-7-2007), με μηνιαία καταβολή τοκομεριδίων, υπολογιζόμενων με επιτόκιο αυτό του Euribor 1 μηνός (Σχετ. 4 εφεσιβλήτου), β) την 31η-1-2006 αγόρασε και πάλι ομόλογα της θυγατρικής της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «.….» με Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (ISIN) XS0218402385 ονομαστικής αξίας 50.000 (Σχετ. 5 εφεσιβλήτου). Επρόκειτο για ομόλογα διάρκειας είκοσι μηνών (10-5-2005 έως 12-1-2007), με μηνιαία καταβολή τοκομεριδίων, υπολογιζόμενων με επιτόκιο αυτό του Euribor 1 μηνός, γ) την 16η-3-2006 αγόρασε ομόλογα που είχε εκδώσει η τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «Τράπεζα ….». μέσω της θυγατρικής της εταιρείας υπό την επωνυμία «Piraeus Group Finance Plc με Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (ISIN) XS0246489669 ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ (Σχετ. 6 εφεσιβλήτου). Επρόκειτο για ομόλογα διάρκειας τριών ετών (16-3-2006 έως – 16-3-2009), με τρίμηνη καταβολή τοκομεριδίων, υπολογιζόμενων με επιτόκιο Euribor 3μήνου προσαυξημένο κατά 0,20% και δ) την 17η-7-2006 αγόρασε και πάλι ομόλογα που είχε εκδώσει η τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «Τράπεζα …..» μέσω της θυγατρικής της εταιρείας υπό την επωνυμία «Piraeus Group Finance Plc» με Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (ISIN) XS0261785504 ονομαστικής αξίας 130.000 ευρώ (Σχετ. 7 εφεσιβλήτου). Επρόκειτο για ομόλογα διάρκειας δέκα ετών (20-7-2006 έως 20-7-2016) με δικαίωμα της εκδότριας να τα ανακαλέσει στις 20-7-2011, οπότε θα κατέβαλε στους κατόχους τους το 100% της ονομαστικής τους αξίας, με τρίμηνη καταβολή τοκομεριδίων και με επιτόκιο Euribor 3μήνου προσαυξημένο κατά 0,55% έως τις 20.7.2011 και -εφόσον δεν είχαν ανακληθεί-έκτοτε και μέχρι τη λήξη τους προσαυξημένο κατά 1,85%. `Όπως δε προκύπτει από το από 29-12-2006 έγγραφο υπό την κεφαλίδα «Συγκεντρωτική Θέση Πελάτη» που προσκομίζει η εφεσίβλητη τράπεζα (σχετ. 3 αυτής) κατά τον ως άνω χρόνο της 29ης-12-2006 (που είναι αστικώς κρίσιμος αφού 14 περίπου μέρες μετά ο ενάγων εκκαλών αγόρασε το ένδικο ομόλογο, για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω) αυτός (ενάγων) διατηρούσε: Α) ποσό 70.982.00 σε τραπεζικούς λογαριασμούς καταθέσεων, Β) ποσό 381.926,20 ευρώ σε χρεωστικούς τίτλους (ομόλογα), Γ) ποσό 14.368,62 ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια, κατά δε το ίδιο ως άνω έγγραφο το σύνολο του τραπεζικού του χαρτοφυλακίου ανερχόταν σε ποσό 467.276,95 ευρώ, από το οποίο ποσοστό 81,7 % αντιστοιχούσε σε ομόλογα, ποσοστό 15,2 % αντιστοιχούσε σε ρευστοποιήσιμες τραπεζικές καταθέσεις και ποσοστό 3,1 % αντιστοιχούσε σε αμοιβαία κεφάλαια. Ακολούθως τον Ιανουάριο του έτους 2007, ενόψει της επικείμενης λήξης του δεύτερου εκ των άνω ομολόγων (που έφερε ημερομηνία λήξεως 12-1-2007) ο ενάγων ήρθε σε επαφή με την εναγόμενη τράπεζα, ώστε αφενός να πληροφορηθεί για τα διαθέσιμα προς πώληση ομόλογα, αφετέρου να εξετάσει την πιθανότητα επένδυσης σε αυτά. Πράγματι την 11-1-2007 ο υπάλληλος της εναγομένης …… που υπηρετούσε κατά το χρόνο εκείνο ως επικεφαλής του Τμήματος «Private banking» όλης της Πελοποννήσου (βλ. σελ 11 των υπ’ αριθμόν 4734/2018 πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το οποίο με την ταυτάριθμη απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του (με τον ενάγοντα) του πρότεινε να επενδύσει τα χρήματά του στην αγορά ενός ομολόγου, το οποίο, όπως ο ίδιος κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου προσομοίαζε στις αποδόσεις με μια απλή προθεσμιακή κατάθεση αφού θα απέδιδε τοκομερίδιο με επιτόκιο 3,5 % ενώ μια προθεσμιακή κατάθεση απέδιδε κατά τον χρόνο εκείνο τόκους με επιτόκιο περί 3% (βλ. σελ 12 των προναφερόμενων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης). Πράγματι λοιπόν ο ενάγων ενημερώθηκε από τον ως άνω υπάλληλο της τράπεζας ότι διατίθεντο προς πώληση στην δευτερογενή αγορά ομόλογα έκδοσης της τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «….….”,» (πρώην …..) τα οποία είχαν εκδοθεί στις 26-5-2006. Τα χαρακτηριστικά των ομολόγων αυτών, με Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (1SIN) XS0255675794, όπως αυτά παρατίθενται από την εναγόμενη στις σελ. 10, 11, 26 και 27 των προτάσεών της και τα οποία δεν αμφισβήτησε ο ενάγων(261 ΚΠολΔ), ήταν τα εξής: (α) η διάρκειά τους ήταν δεκαετής, με ημερομηνία έναρξης την 26.5.2006 και ημερομηνία λήξης την 26.5.2016, με δικαίωμα της εκδότριας τράπεζας να τα ανακαλέσει στο τέλος της πρώτης πενταετίας, δηλαδή στις 26.5.2011, καθώς και στις 26.5. κάθε επομένου έτους, περίπτωση κατά την οποία όφειλε να καταβάλει στους κατόχους των ομολόγων το 100% της ονομαστικής αξίας τους, β) ήταν εγγυημένα από την εκδότριά τους τράπεζα υπό την επωνυμία «……..» ως προς την καταβολή των τοκομεριδίων τους και την απόδοση της ονομαστικής τους αξίας κατά τη λήξη τους και (γ) είχαν απόδοση τοκομεριδίων (κουπονιών) ανά τρίμηνο (26.2., 26.5., 26.8. και 26. 11. κάθε έτους), με επιτόκιο αυτό του Euribor τριμήνου + περιθώριο (spread) 0,75% για την πρώτη πενταετία δηλαδή έως την 26-5-2011 και Euribor τριμήνου + περιθώριο 1,75 % για την επόμενη (δεύτερη) πενταετία. Περαιτέρω, πάντα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εναγομένης (σελ. 26 των προτάσεών της), τους οποίους δεν αμφισβήτησε ο ενάγων (261 ΚΠολΔ και αφού σημειωθεί ότι στην αγωγή του παρά το ότι ομιλεί για επισφαλές προϊόν δεν παραθέτει ειδικώς κανένα χαρακτηριστικό του ) το ένδικο ομόλογο είχε εκδοθεί από την τραπεζική εταιρεία «……..» στο πλαίσιο του προγράμματος έκδοσης ομολογιών μεσοπρόθεσμης διάρκειας (Euro Medium Tern Notes, EMTN), ενώ και πάλι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εναγομένης το ομόλογο αυτό ήταν απλό και όχι σύνθετο επενδυτικό προϊόν απολύτως συμβατό με την επενδυτική εικόνα του ενάγοντος (τούτο θα ερευνηθεί αμέσως κατωτέρω υπό του δικαστηρίου). Σκοπός της εκδόσεως του άνω ομολογιακού δανείου ήταν η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευσή τους στην ως άνω τραπεζική εταιρεία για την ενίσχυση του δείκτη της κεφαλαιακής της επάρκειας Το τίμημα αγοράς του ως άνω ένδικου ομολόγου θα γινόταν με απευθείας χρέωση του με αριθμό ……. τραπεζικού λογαριασμού του ενάγοντας εκκαλούντος που τηρείτο στην εναγόμενη εφεσίβλητη, ορίσθηκε δε ότι θα ανέρχεται στο ποσό των 200.000 ευρώ, όση και η ονομαστική του αξία ο δε ενάγων εν τέλει αγόρασε το ομόλογο αυτό την 11-1-2007 καταβάλλοντας το ποσό των 201.513,33 ευρώ( βλ την από 11-1-2007 σχετική εντολή για την αγορά του προς την εναγόμενη-σχετ 4 αυτού και σχετ 11 εφεσιβλήτου). Σύμφωνα δε με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Moody`s η διαβάθμιση του άνω ομολόγου (σχετ 8 εφεσιβλήτου) ως προς τον επενδυτικό κίνδυνο που αυτό εγκυμονούσε κατά τις κατωτέρω ημερομηνίες ήταν η εξής: 1) Στις 8-6-2006 κατατασσόταν στην κατηγορία Baa2, που υποδηλώνει μέτρια πιστωτική ποιότητα, επομένως ο χαρακτήρας του ομολόγου ήταν ήδη από τον Ιούνιο του 2006, ήτοι επτά μήνες πριν την αγορά του από τον ενάγοντα (Ιανουάριο του 2007) πιστοληπτικά ευάλωτος, 2) στις 24-4-2007 κατατασσόταν στην κατηγορία Baal, που υποδηλώνει μέτρια πιστωτική ποιότητα, μετρίως αποδεκτή για επενδύσεις, 3) στις 27-5-2010 κατατασσόταν και πάλι στην κατηγορία Baal που υποδηλώνει μέτρια πιστωτική ποιότητα, μετρίως αποδεκτή για επενδύσεις, 4) στις 5-7-2010, μόλις δύο μήνες μετά την προηγούμενη αξιολόγηση κατατασσόταν στην κατηγορία Baa3 που υποδηλώνει χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα με αυξημένη ευαισθησία του ομολόγου στην μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, 5) στις 13-1-2011 κατατασσόταν και πάλι στην κατηγορία Baa3 με την προαναφερόμενη πιστωτική ευπάθεια, 6) στις 2-3-2011 κατατασσόταν στην κατηγορία Βα, που υποδηλώνει χαμηλή πιστωτική αξιολόγηση του ομολόγου ως προερχόμενο από εκδότρια με κεφαλαιακή ανεπάρκεια, ανήκει δε στην κατηγορία non investment grade (μη αποδεκτή για επενδυτές), 7) στις 28-7-2011 κατατασσόταν στην κατηγορία Ba3, που υποδηλώνει χαμηλή πιστωτική αξιολόγηση του ομολόγου ως προερχόμενο από άκρως ευάλωτο εκδότη, ανήκει δε στην κατηγορία non investment grade μη αποδεκτή για επενδυτές), 8) στις 8-11-2011 κατατασσόταν στην κατηγορία Β3, που υποδηλώνει ιδιαίτερα χαμηλή πιστωτική αξιολόγηση του ομολόγου, που ανήκει πλέον στην κατηγορία της υψηλής πιθανότητας αθέτησης πληρωμής του από τον εκδότη (default), 9) στις 23-5-2012 κατατασσόταν στην κατηγορία Ca, που υποδηλώνει εξαιρετικά υψηλό πιστωτικό κίνδυνο, με ελάχιστη πιθανότητα αποπληρωμής του ομολόγου λόγω χρεωκοπίας του εκδότη, και 10) στις 9-10-2012 κατατασσόταν στην κατηγορία C που υποδηλώνει ότι ο εκδότης του ομολόγου τελεί σε κατάσταση αθέτησης πληρωμών. Πράγματι η εκδότρια του ομολόγου τράπεζα υπό την επωνυμία «…….» δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την ανωτέρω δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία που ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου λόγω της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης της άνω εκδότριας τραπεζικής εταιρείας και της τράπεζας Κύπρου, συνήψε στις 16.2.2013 με το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) συμφωνία για την δημοσιονομική προσαρμογή της στο πλαίσιο της οποίας ψηφίστηκε ο “Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος (17) 2013”. Στη συνέχεια με βάση Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου που λειτουργούσε ως Αρχή Εξυγίανσης, το Μάρτιο του 2013, δόθηκε το “Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της …….. Διάταγμα του 2013”, με το οποίο, η εκδότρια του ομολόγου, στο οποίο επένδυσε ο ενάγων, διασπάστηκε σε “καλή” και “κακή” τράπεζα (good bank/bad bank) και τα μεν στοιχεία του ενεργητικού της πρώτης μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, τα δε στοιχεία του παθητικού της δεύτερης τέθηκαν σε ειδική εκκαθάριση, οπότε και οι ομολογιακές εκδόσεις της κατέστησαν άνευ αξίας, δοθέντος ότι δεν υπήρχε πλέον αγορά για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα αυτής και, ως εκ τούτου, δεν παρεχόταν αποτίμηση γι` αυτά αλλά αυτή εμφανιζόταν μηδενική. Το ένδικο ομόλογο συμπεριλήφθηκε στα στοιχεία της “κακής τράπεζας”, με επακόλουθο να απωλέσει πλήρως την αξία του, να μην εξοφληθεί κατά το χρόνο λήξης του το ποσό της τότε ονομαστικής αξίας του (ad hoc νομολογιακή αντιμετώπιση ΑΠ 339/2025 σε ΤΝΠ Νόμος) Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και δη από το από 5-5-2006 Ενημερωτικό Δελτίο του ως άνω ομολογιακού δανείου που εξέδωσε η ως εκδότρια τραπεζική εταιρεία (και είναι γνωστό στο δικαστήριο εξ αφορμής άλλης δίκης -336 αρ 2 ΚΠολΔ, βλ άλλωστε περί τούτου την ΑΠ 1251/2024 όπου γίνεται ρητή αναφορά στο ως άνω από 5-5-2006 Ενημερωτικό Δελτίο αναφορικά με το ομόλογο με Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (1SIN) XS 0255675794 της «…..» ,όπως ακριβώς και το επίδικο) προκύπτει ότι οι ομολογίες αυτές προσφέρονταν για επένδυση σε έμπειρους και θεσμικούς επενδυτές. Ειδικότερα, στο Ενημερωτικό αυτό Δελτίο, αναφέρεται ότι «Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι ακόλουθοι παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητά της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι Ομολογιών που έχουν εκδοθεί μέσω του Προγράμματος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν ενδεχόμενα, τα οποία μπορεί να συμβούν ή όχι και η Τράπεζα δεν είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σχετικά με την πιθανότητα έλευσης οιουδήποτε τέτοιου ενδεχομένου. Οι παράγοντες οι οποίοι η Τράπεζα εκτιμά ότι μπορεί να είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση των κινδύνων της αγοράς ως προς ομολογίες που έχουν εκδοθεί μέσω του προγράμματος, περιγράφονται στη συνέχεια. Η Τράπεζα εκτιμά ότι οι παράγοντες που περιγράφονται στη συνέχεια αντιπροσωπεύουν τους βασικούς κινδύνους που εμπεριέχει η επένδυση σε ομολογίες που εκδίδονται μέσω του Προγράμματος, όμως η Τράπεζα ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καταβάλει τόκους, κεφάλαιο ή άλλα ποσά επί οποιωνδήποτε Ομολογιών ή σε σχέση με αυτές για άλλους λόγους. Η Τράπεζα δεν ισχυρίζεται ότι οι κατωτέρω δηλώσεις που αφορούν τους κινδύνους κατοχής οιωνδήποτε ομολογιών είναι πλήρεις. Οι υποψήφιοι επενδυτές πρέπει επίσης να μελετήσουν τις λεπτομερείς πληροφορίες που παρατίθενται στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο (Prospectus) (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε εγγράφων θεωρείται ότι ενσωματώνονται στο παρόν μέσω παραπομπής) και να σχηματίσουν ιδία άποψη πριν λάβουν οποιαδήποτε επενδυτική απόφαση». Στο ίδιο ως άνω Ενημερωτικό Δελτίο παρατίθεντο συγκεκριμένοι επενδυτικοί κίνδυνοι (Πιστωτικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Αγοράς, Λειτουργικός Κίνδυνος, Κίνδυνος Ρευστότητας, Κίνδυνος Αλλαγής Κανονιστικού Πλαισίου) και διευκρινιζόταν ότι «Οι ομολογίες ενδέχεται να μην αποτελούν κατάλληλη επένδυση για όλους τους Επενδυτές. Κάθε υποψήφιος επενδυτής σε οποιεσδήποτε Ομολογίες πρέπει να αποφασίσει κατά πόσον η συγκεκριμένη επένδυση είναι κατάλληλη για τις δικές του περιστάσεις. Ειδικότερα, κάθε υποψήφιος επενδυτής πρέπει : (α) να διαθέτει επαρκή γνώμη και εμπειρία για να πραγματοποιήσει ουσιαστική αποτίμηση των σχετικών ομολογιών, των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων της επένδυσης στις σχετικές ομολογίες και των πληροφοριών που περιέχονται ή ενσωματώνονται μέσω παραπομπής στο παρόν Ενημερωτικό Δελτίο, στους εφαρμοστέους Τελικούς Όρους ή σε οιοδήποτε εφαρμοστέο παράρτημα, (β) να διαθέτει πρόσβαση και να γνωρίζει τη χρήση κατάλληλων αναλυτικών εργαλείων για να αξιολογήσει, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, την επένδυση στις σχετικές Ομολογίες και τον αντίκτυπο που θα έχει μια τέτοια επένδυση στο συνολικό επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο, (γ) να διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και ρευστότητα για να αναλάβει όλους τους κινδύνους μιας επένδυσης στις σχετικές ομολογίες, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία το κεφαλαίο ή οι τόκοι είναι πληρωτέα σε ένα ή περισσότερα νομίσματα, ή της περίπτωσης κατά την οποία το νόμισμα πληρωμής του κεφαλαίου ή των τόκων είναι διαφορετικό από το νόμιμα, στο οποίο κυρίως εκφράζονται τέτοιες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες του επενδυτή, (δ) να κατανοεί σε βάθος τους όρους των σχετικών ομολογιών και να είναι εξοικειωμένος με τη συμπεριφορά οιωνδήποτε σχετικών δεικτών και χρηματαγορών, και (ε) να είναι σε θέση να αξιολογεί (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου) πιθανά σενάρια διακύμανσης επιτοκίων, οικονομικών ή άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επένδυσή του και τη δυνατότητά του να αναλάβει τους αντίστοιχους κινδύνους. Ορισμένες ομολογίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα και αυτού του είδους τα μέσα μπορούν να αγοραστούν με σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου ή την αύξηση της απόδοσης, με συνειδητή, προσεκτική και κατάλληλη προσθήκη κινδύνου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ο υποψήφιος επενδυτής δεν πρέπει να επενδύσει σε Ομολογίες, οι οποίες αποτελούν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός και εάν διαθέτει τις γνώσεις (είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια χρηματοοικονομικού συμβούλου), για να αξιολογήσει την απόδοση των Ομολογιών σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις στην αξία αυτών των Ομολογιών και τον αντίκτυπο που θα έχει η επένδυση αυτή στο συνολικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του υποψήφιου επενδυτή».
Αναφορικά με την διάθεση του άνω ομολόγου στην ελληνική επενδυτική αγορά ορίζεται ότι «Εντός της Ελληνικής δικαιοδοσίας, οι Ομολογίες θα προσφέρονται ή θα πωλούνται μόνο σε έμπειρους [ειδήμονες] επενδυτές και θεσμικούς επενδυτές. Επιπλέον, κανένας κάτοικος Ελλάδος δεν θα επιτρέπεται να αγοράζει Ομολογίες εκτός αν το τίμημα κτήσης τους υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ» και συνακόλουθα, συμπεραίνεται ότι το ομόλογο αυτό δεν επιτρέπεται να διατίθεται σε «ερασιτέχνες» επενδυτές, όπως αποταμιευτές αλλά μόνο σε «εξειδικευμένους» (sophisticated) ή «θεσμικούς» (institutional) επενδυτές που έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σχετικά με συναλλαγές που έχουν ως αντικείμενο ομόλογα αυτού του είδους». Επομένως η έκδοση του ως άνω ομολόγου απευθυνόταν σε επενδυτές ιδιαίτερα έμπειρους και επαγγελματίες επενδυτές (professional Institutional Investors) με υψηλή επενδυτική δεξιότητα(ίηνε8ίπΐ6ηί skills), και όχι σε απλούς ιδιώτες επενδυτές (retail investors) όπως ο ενάγων. Το ως άνω ομόλογο άλλωστε συναφώς με τα ανωτέρω στο από 24-5-2006 ενημερωτικό δελτίο που προσκομίζει η εφεσίβητη, χαρακτηρίζεται ως ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης (σχετ. 24 αυτής). Περαιτέρω ενόψει της σταδιακής πιστωτικής υποβάθμισης του ένδικου ομολόγου με την πάροδο του χρόνου, το οποίο κατατάχθηκε εν τέλει στην κατηγορία C από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Moody`s την 9η-10-2012 ήτοι μόλις 6 έτη από την έκδοσή του και πέντε περίπου έτη από την αγορά του, γεγονός που το καθιστά εξαιρετικά υψηλού πιστωτικού κινδύνου με υψηλή πιθανότητα να μη πληρωθεί από τον εκδότη του, η εκδότρια τράπεζα με την από 14-5-2012 δημόσια πρόσκλησή της απεύθυνε πρόσκληση προς τους επενδυτές είτε για την εξαγορά του ως άνω ομολόγου στο 55% της ονομαστικής του αξίας, ήτοι έναντι τιμήματος 100.000 ευρώ που αντιστοιχεί στην μισή τιμή από αυτήν που το αγόρασε ο ενάγων (εκ 200.000 ευρώ), είτε στην ανταλλαγή του στο 75% της ονομαστικής του αξίας (σχετ. 14 εφεσιβλήτου) προσφορά την οποία δεν αποδέχθηκε ο ενάγων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ως άνω δημόσια πρόσκληση το ένδικο ομόλογο αναφέρεται ως ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης (subordinated) ανακλήσιμου (collable) κλιμακούμενου (step up rate) κυμαινόμενου επιτοκίου (floatimg rate), τούτο σημαίνοντος ότι σε περίπτωση ανάκλησής του πληρώνεται τελευταίο (subordinated), με αλλαγή στην επενδυτική απόδοσή του με την πάροδο του χρόνου (step up rate), η οποία απόδοσή του συναρτάτο με τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor. Όλα τούτα κατατάσσουν το ένδικο ομόλογο στην κατηγορία του σύνθετου (και όχι απλού όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη) χρηματοπιστωτικού μέσου μειωμένης εξασφάλισης, (complex financial investment), με ιδιαίτερα χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα, με μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων και με αυξημένη ευπάθεια σε περίπτωση δυσμενών αλλαγών στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, ενώ επίσης για το άνω ομόλογο υπεβλήθη πρόστιμο στην εκδότρια «………….» καθόσον δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε είχε διαβιβασθεί στην τελευταία κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια Αρχή άλλου Κράτους Μέλους (βλ. ad hoc επί του ως άνω ομολόγου υπό τον Διεθνή Κωδικό Αναγνώρισης Τίτλων (1SIN) XS0255675794 την ΑΠ 1251/2024 σε ΤΝΠ Νόμος). Από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων ήταν ιδιώτης επενδυτής, δεν διέθετε οποιοσδήποτε μορφής ειδικότερη οικονομική ή χρηματιστηριακή εκπαίδευση, η οποία θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων του, περαιτέρω δε, λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούσε το πιο εξειδικευμένο επενδυτικό προϊόν. Με τα στοιχεία αυτά ο ενάγων ήταν ανίκανος να ταξινομήσει το προϊόν αυτό ανάλογα με τον επενδυτικό κίνδυνο που μπορούσε να περικλείει η επιλογή του, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν διέθετε το απαιτούμενο επίπεδο εξειδικευμένων γνώσεων επί των χρηματοπιστωτικών μέσων, ώστε να μην έχει ανάγκη, κατά το στάδιο της επιλογής του από την ανάλογη παροχή συμβουλών των εξειδικευμένων προστηθέντων υπαλλήλων της διεύθυνσης private banking της εναγόμενης εταιρείας,. Περαιτέρω από τις καταθέσεις των μαρτύρων ακόμη και αυτού του ιδίου υπαλλήλου της εναγομένης ……, που είχε συχνή επικοινωνία με τον ενάγοντα όλα τα έτη της συνεργασίας του με την εναγόμενη τράπεζα προκύπτει ότι αυτός (ενάγων) χαρακτηριζόταν ως επενδυτής μεσαίου ρίσκου, (βλ σελ. 15 πρακτικών της υπ’ αριθμόν 4734/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) και ουδόλως ενδιαφέρονταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζε υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα, αντίθετα, ενδιαφερόνταν για ένα ασφαλές επενδυτικό προϊόν, που θα προσομοίαζε με αυτά των προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο θα διασφάλιζε, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου του και μακροπρόθεσμα θα του απέφερε σταθερά κέρδη από τους τόκους. Έτσι μολονότι ο ενάγων επιζητούσε την ασφάλεια των χρημάτων του, δεν ενημερώθηκε από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση εναγόμενη τράπεζα, ότι το επίδικο προϊόν ήταν αρχικώς μέτριας απόδοσης και αργότερα υψηλού ρίσκου, με πιθανότητα να μην ρευστοποιηθεί στην λήξη του, και συνεπώς, τα χρήματά του δεν ήταν διασφαλισμένα, οι δε εκδότρια των ομολόγων απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα, λόγω ακριβώς της μειωμένης διασφάλισης του κατόχου ενάγοντος. Συνακόλουθα , παρόλο που το επενδυτικό αυτό προϊόν ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου τραπεζικού προϊόντος (ΑΠ 1251/2024, ΑΠ 633/2024, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 459/2021, σε ΤΝΠ Νόμος), όπως αυτή ορίζεται στη ΠΑΤΕ 2501/2002, η εναγομένη Τράπεζα, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά παράβαση των οριζόμενων απ` αυτήν (ΠΑΤΕ) καμιά ειδική πληροφόρηση δεν παρέσχε στον ενάγοντα προκειμένου να αντιληφθεί τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυση αυτή, καμιά περιγραφή δεν έκανε ως προς τους παράγοντες που προσδιόριζαν την απόδοση του ομολόγου και κανένα παράδειγμα δεν χρησιμοποίησε για να τον διευκολύνει στην κατανόηση της φύσης του προϊόντος και των κινδύνων που ενείχε η επένδυση σε αυτό το ομόλογο, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί της εναγομένης περί του ότι ενημερώθηκε πλήρως ο ενάγων εκκαλών για το ως άνω προϊόν τηλεφωνικώς από τον υπάλληλο του Τμήματος «Private Banking», δεν αποδεικνύεται ως βάσιμος, ενώ απορία προκαλεί και το γεγονός πως θα μπορούσε η εναγόμενη να πληροφορήσει και να διαφωτίσει τηλεφωνικά τον ενάγοντα πελάτη της για τη φύση και τους κινδύνους ενός τόσο σύνθετου ομόλογου (complex bond), με δομή πέραν της απλής λήψεως τοκομεριδίου, ή της επιστροφής του κεφαλαίου του στην λήξη του. Όλα δε τούτα παρέλειψε να τα πράξει η εναγόμενη παρότι γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει (άρθρο 6.2 (α), (β) και (γ) του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ), ότι το ποσό των 201.513,33 ευρώ που επενδύετο αποτελούσε τις αποταμιεύσεις πολλών ετών εργασίας του ενάγοντος ως επιπλοποιού, τις οποίες προόριζε για την ασφάλεια της διαβίωσής του και την παροχή οικονομικής στήριξης της οικογένειάς του και ότι λόγω αυτών και της ηλικίας του πραγματοποιούσε πάντοτε επενδύσεις σχετικά χαμηλού κινδύνου και ουδέποτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά παράβαση της ρηθείσας διατάξεως του Κώδικα Κανόνων Δεοντολογίας. Η εναγόμενη εφεσίβλητη αναφορικά με τις τραπεζικές γνώσεις του ενάγοντος και την επενδυτική πείρα του διατείνεται ότι αυτός ήταν έμπειρος επενδυτής με μεγάλη επενδυτική δραστηριότητα διαθέτων ειδική πείρα περί των τραπεζικών πραγμάτων και ως εκ τούτου ατονούσε η υποχρέωσή της για την παροχή πληροφοριών αναφορικά με την επενδυτική φύση του ένδικου ομολόγου. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων εκκαλών πέραν των παραπάνω τοποθετήσεών του, στο χαρτοφυλάκιο του περιλαμβάνονταν διαχρονικώς και βραχυχρόνιες τοποθετήσεις σε προθεσμιακές καταθέσεις και συναφή προϊόντα (όπως αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων), οι οποίες ανήλθαν συνολικώς στο ποσό του 1.900.000 ευρώ. Πλέον συγκεκριμένα η εναγόμενη τράπεζα διατείνεται ότι ο ενάγων προέβη στην επένδυση των κεφαλαίων του σε αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων της Goldman Sachs (GOLDMAN SACHS EURO LIQUID RESERVES, ISIN IEO0312295821) και δη: α) την 25η-5-2012 προέβη στην αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων αξίας 1.700.000 ευρώ (σχετ. 18 εφεσίβλητης) και β) την 6η-6-2012 προέβη στην αγορά των ίδιων αμοιβαίων κεφαλαίων αξίας 200.000 ευρώ (σχετ. 19 εφεσίβλητης). Τα αμοιβαία αυτά κεφάλαια, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που εισέφερε η εναγόμενη τράπεζα μεταφέρθηκαν την 1η-6-2012 και την 8η-6-2012, αντιστοίχως, με εντολή του ενάγοντας στην τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «Eurobank Private Bank Luxembourg S.A.» με έδρα στο Λουξεμβούργο (σχετ. 20, 21 και 22 εναγομένης εφεσιβλήτου). Πλέον τούτων, πάντα σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της εναγομένης εφεσιβλήτου όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από 19-4-2017 Συγκεντρωτική Θέση του τηρούμενου στην αλλοδαπή αυτή τράπεζα χαρτοφυλακίου του ενάγοντας (σχετ. 23 εφεσιβλήτου εναγομένης), ο τελευταίος προέβη στην αγορά ομολογιών έκδοσης: α) της εταιρείας με την επωνυμία «ΔΕΗ Α.Ε» ονομαστικής αξίας 200.000 ευρώ, β) της ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΑΕ» ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, γ) της ανώνυμης εταιρείας υπό την επωνυμία «ΙΝΤΡΑΛΟΤ ΑΕ» ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ. Πλην όμως όσο έμπειρος και αν θεωρηθεί ο ενάγων εκκαλών, καθίσταται σαφές ότι η εναγόμενη εφεσίβλητη διαθέτει πολύ πιο εξειδικευμένες χρηματοπιστωτικές γνώσεις, σχετικά με το προαναφερόμενο σύνθετο χρηματοπιστωτικό προϊόν και τις αντίστοιχες συναλλαγές, με αποτέλεσμα οι συμβουλές της τελευταίας να είναι σε κάθε περίπτωση άκρως απαραίτητες για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς του ενάγοντας εκκαλούντος, ο οποίος, με τη σειρά του, ευλόγως βασίζεται στην παροχή υπεύθυνης και πλήρους πληροφόρησης εκ μέρους της εναγομένης εφεσιβλήτου, η οποία, άλλωστε, ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση αυτής( περί του ότι η επενδυτική εμπειρία δεν απαλλάσσει την τράπεζα από την υποχρέωση της τράπεζας για διαφώτιση του πελάτη της -βλ. ΑΠ 459/2021 σε ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε ο ενάγων ακόμη και αν διέθετε τα παραπάνω επενδυτικά προϊόντα σε τράπεζα στο Λουξεμβούργο παρέμενε και μετά την απόκτηση αυτών απλός επενδυτής (retail investor) που επένδυε τα χρήματά του σε διάφορα χρματοπιστωτικά μέσα για προσωπικούς σκοπούς (αύξηση των οικογενειακού εισοδήματος του) και όχι για επαγγελματικούς σκοπούς, δηλαδή δεν επρόκειτο για επαγγελματία επενδυτή Ενόψει των παραπάνω ουσιαστικών παραδοχών, καταδείχθηκε ότι ουδόλως γνώριζε ο ενάγων εκκαλών, ως ιδιώτης επενδυτής, την ιδιότητα του συγκεκριμένου ομολόγου, καθώς επίσης και τη βαθμίδα του επενδυτικού κινδύνου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης εφεεσιβλήτου τραπεζικής εταιρείας, είχαν παραδώσει σε αυτόν εγγράφως ενημερωτικά δελτία της εκδότριας εταιρείας επιχειρώντας, συγχρόνως, να του αναπτύξουν προφορικά και δια ζώσης τις έννοιες αυτού, καθίσταται πλέον ή βέβαιο ότι θα είχε αρνηθεί να επιχειρήσει την προτεινόμενη σε αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του στο ένδικο λίαν επισφαλές ομόλογο. Πέραν των ως άνω η εναγόμενη Τράπεζα επιχειρώντας να αποκρούσει την αγωγή ισχυρίζεται ότι αφενός δεν υπείχε συμβατική υποχρέωση διαφωτίσεως ή ενημερώσεως του ενάγοντας αφού δεν είχε καταρτιστεί μεταξύ τους σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Πλην όμως οι ως άνω ισχυρισμοί δεν αξιολογούνται ως βάσιμοι, διότι εκκινούν από εσφαλμένη προϋπόθεση. Ειδικότερα η αγωγική αξίωση του ενάγοντος περί πληροφόρησής του άλλως διαφωτίσεώς του για τη φύση του ένδικου ομολόγου δεν εδράζεται επί της ρητώς προβλεπομένης συμβατικής υποχρεώσεως της εναγόμενης τράπεζας να συμβουλεύσει τον ενάγοντα, αφού πράγματι δεν είχε συναφθεί μεταξύ τους σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, αλλά: α) εδράζεται στην παραβίαση της γενικής συναλλακτικής υποχρέωσης της που διέπει κάθε συναλλαγή (είτε προβλέφθηκε ρητώς είτε όχι) και καθορίζεται από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και τη ΠΔΤΕ 2501/2002, επιβάλλοντας σε κάθε συναλλασσόμενο (επομένως και στην τράπεζα) να ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης αποφεύγοντας να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος ή της θεμιτής στο συγκεκριμένο κύκλο ελευθερίας δράσης, β) επίσης εδράζεται στην πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ` αριθμ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), οι οποίες επιβάλλουν την ενημέρωση του επενδυτή στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων, και εγκαθιδρύουν την παρεπόμενη υποχρέωση της τράπεζας να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται, χωρίς να απαιτείται να έχει συμπεριληφθεί στη σύμβαση με την τράπεζα ρητός αντίστοιχος συμβατικός όρος, αφού τόσο η εκ του άρθρου 288 ΑΚ υποχρέωση όσο και οι αρχές του Κώδικα Κανόνων Δεοντολογίας συνιστούν γενικές αρχές πρόνοιας των συναλλαγών, εφαρμοστέες σε κάθε τραπεζική συναλλαγή… Με βάση, λοιπόν, τις ως άνω διατάξεις εγκαθιδρύεται ειδική ευθύνη της εναγομένης τράπεζας, αν δεν εφιστά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ανεξάρτητα από αν συμπεριλήφθηκε ρητά συμβατικός όρος περί ευθύνης της, ή αν εγγυήθηκε ή όχι ένα επωφελές αποτέλεσμα, στοιχεία που δεν επιδρούν νομικώς στην ίδρυση της ευθύνης της. Μετά ταύτα η εναγόμενη παρέλειψε να διαφωτίσει τον ενάγοντα σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών για τη φύση και την λειτουργία του παραπάνω ομολόγου, που δεν συμβάδιζε με το μετριοπαθές επενδυτικό προφίλ του, το οποίο άλλωστε η ίδια η εναγόμενη είχε σκιαγραφήσει, αφού περί τούτου ρητώς κατέθεσε ο μάρτυρας της (βλ. σελ. 12 των υπ’ αριθμόν 4734/2018 πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Επομένως η αγορά του ως άνω τραπεζικού προϊόντων συνιστούσε προδήλως ακατάλληλη και «ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη» γι` αυτόν επένδυση, η δε εναγόμενη εφεσίβλητη, παραλείποντας να τον πληροφορήσει για όλες τις παραμέτρους του προϊόντος αυτού ενήργησε ενάντια στην παρεπόμενη υποχρέωση πρόνοιας για την προστασία των συμφερόντων του πελάτη της ενάγοντος (281 ΑΚ και 288 ΑΚ), αλλά και ενάντια: α) στην Πρώτη Αρχή των Κανόνων Κώδικα Δεοντολογίας, κατά την οποία η εναγόμενη εφεσίβλητη τράπεζα υποχρεούται να λαμβάνει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και να ενεργεί έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών της και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.” β) στην Τρίτη Αρχή των Κανόνων Κώδικα Δεοντολογίας κατά την οποία η εναγόμενη εφεσίβλητη τράπεζα οφείλει να ενημερώνεται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών της ούτως ώστε να παρέχει τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές, ως παρεπόμενη υποχρέωση κατά την κατάρτιση τραπεζικών συμβάσεων, γ) στην Τέταρτη Αρχή των Κανόνων Κώδικα Δεοντολογίας, κατά την οποία η εναγόμενη εφεσίβλητη τράπεζα και τα απασχολούμενα από αυτήν φυσικά πρόσωπα οφείλουν να γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς, δ) στην Έβδομη Αρχή των Κανόνων Κώδικα Δεοντολογίας κατά την οποία η εναγόμενη εφεσίβλητη τράπεζα οφείλει να λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων της, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών της και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Συνακόλουθα η εναγόμενη εφεσίβλητη τράπεζα: α) δεν επέδειξε κατά την εκτέλεση της σύμβασης λήψης και διαβίβασης εντολών που της ανατέθηκε με τις προαναφερόμενη σύμβαση την επιβαλλόμενη από τα τραπεζικά συναλλακτικά ήθη επιμέλεια, επιδεικνύοντας αμέλεια κατά την εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης, βαρυνόμενη μετά ταύτα με πταίσμα ενεργώντας κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων επιμέλειας που όφειλε να επιδείξει ως εντολοδόχος κατά την διεξαγωγή της υποθέσεως του εκκαλούντος, συντρεχούσης μετά ταύτα και αδικοπραξίας, αναδυόμενης από την συνδρομή των όρων του άρθρου 919 ΑΚ λόγω των ειδικών περιστάσεων που συνοδεύουν την ένδικη περίπτωση. Τέτοια ειδική περίσταση είναι το ότι αν και η ίδια η τράπεζα θεώρησε τον ενάγοντα ως επενδυτή μεσαίου επενδυτικού προφίλ, ως κατόχου βραχυπρόθεσμων επενδύσεων παρόλα αυτά προέτρεψε τον ενάγοντα να επενδύσει τα χρήματά του σε προϊόν μειωμένης εξασφαλίσεως που πλέον έχει καταταγεί στην κατηγορία του επενδυτικού junk, β) παραβίασε τις προαναφερόμενες αρχές των Κανόνων Κώδικα Δεοντολογίας αφού κατά παράβαση της αρχή της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών (288 ΑΚ) δεν προέβη στην κατάλληλη πληροφόρηση και διαφώτιση του ενάγοντας εκκαλούντος σε κατανοητή μορφή για τους κινδύνους του επίδικου ομολόγου ώστε αυτός (ενάγων-εκκαλών) να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοήσει τη φύση και τον επενδυτικό μηχανισμό της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, γ) δεν επέδειξε κατά την παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας την αντίστοιχη συναλλακτική πρόνοια ώστε οι τραπεζικές υπηρεσίες που προσέφερε στον ενάγοντα να ανταποκρίνονται πλήρως στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια των υπηρεσιών που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, και εν προκειμένω ο ενάγων εκκαλών. Μετά ταύτα παρά την εμπιστοσύνη που επέδειξε ο τελευταίος (ενάγων εκκαλών) ως καταναλωτής στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, η εναγόμενη εφεσίβλητη παραβίασε τις υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που όφειλε κατά τον νόμο και την καλή πίστη (288 ΑΚ) ή τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής της, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες. Περαιτέρω, ο ενάγων εκκαλών ο οποίος ενεργούσε ως ιδιώτης και όχι ως επαγγελματίας και διέθετε ως αποδέκτης του αγαθού, ερασιτεχνική ιδιότητα ως προς τις συγκεκριμένες συναλλαγές, οι οποίες καθίστανται ιδιαίτερα δυσχερείς στη σύλληψη και λειτουργία τους, υπαγόταν στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει προστασίας του ν.2251/1994, καθώς δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσε, ήταν τόσο υψηλό (200.000 ευρώ), ούτε άλλωστε, διέθετε υπερβαίνουσα το μέσο όρο γνώση και εμπειρία από τέτοιου είδους συναλλαγές. Επομένως, η παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης εφεσιβλήτου συνιστά και παράβαση του ανωτέρω τότε ισχύοντος Ν 2251/1994 περί απαγόρευσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και συγκεκριμένα, της υποχρέωσης παροχής της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφόρησης, ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει τεκμηριωμένα την απόφασή του για την πραγματοποίηση ή όχι κάποιας συναλλαγής. Η κρίση αυτή περί πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτή μολονότι είχε σχετική υποχρέωση προς τούτο, παρέλειψε να προσκομίσει στον εκκαλούντα- ενάγοντα τα Offering Circulars (ενημερωτικά σημειώματα εκδότη), προκειμένου να ενημερωθεί πλήρως και εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν, επεξηγούμενο απαραιτήτως από τους έμπειρους υπαλλήλους αυτής. Επομένως αφού αποδείχθηκε η παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης ως παρέχουσας υπηρεσίες που δεν ανταποκρίνονται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια που επιβάλλουν οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και οι κανόνες της τραπεζικής πρακτικής αναδύεται η τεκμαιρόμενη νόθος αντικειμενική της ευθύνη κατά το άρθρο 8, και 9 γ έως 9ε του Ν. 2251/1994 (ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο) αλλά και εν ταυτώ αδικοπρακτική της ευθύνη, αφού η παραβίαση των διατάξεων του Ν 2251/1994 συνιστά ειδική αδικοπρακτική ευθύνη, ε) δεν συμμορφώθηκε με την υπ` αριθ. 2501/2002 Πράξη του Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος, που επέβαλε την γενική υποχρέωση της να ενημερώνει τους πελάτες-εντολείς της για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρει. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγομένη εφεσίβλητη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε και τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, ως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ αλλά και τους προαναφερόμενους έχοντες ισχύ νόμου κανόνες. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην μη καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της παρεπόμενης υποχρεώσεως ενημέρωσης, και διαφώτισης του ενάγοντας, αλλά και της συμμόρφωσης της με τις ανωτέρω διατάξεις με εντεύθεν έννομη συνέπεια να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημιώσεως του ενάγοντας εκκαλούντος για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη, και η οποία συνίσταται στην αποστέρηση του δικαιώματος του να εισπράξει ανά πάσα στιγμή την ονομαστική αξία του ένδικου ομολογιακού τίτλου, την οποία αποσκοπούσε να διατηρήσει, και της εντεύθεν αδυναμίας του να ζητήσει την επιστροφή του κεφαλαίου του στο ακέραιο από την εκδότρια του τίτλου. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εκκαλών, το μεν λόγω της πλημμέλειας της εναγομένης να τηρήσει την παρεπόμενη ενδοσυμβατική υποχρέωσή της από τα άρθρα 281, 288 ΑΚ, το δε λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της τελευταίας, έχει υποστεί περιουσιακή ζημία, ίση με το ποσό που κατέβαλε για την αγορά του ομολόγου εκ 201.513,33 ευρώ, η οποία δεν θα είχε επέλθει, εάν η εναγομένη εφεσίβλητη, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, τον είχε ενημερώσει, ως όφειλε, επαρκώς για τα χαρακτηριστικά της ένδικης ομολογίας, ο δε ενάγων ποτέ δεν θα είχε προβεί στην εντολή της αγοράς τους, εάν γνώριζε ότι είναι όχι εγγυημένου κεφαλαίου. Η δε ζημία του ενάγοντας συνδέεται αιτιωδώς με το γεγονός ότι λόγω της ιδιομορφίας του επίμαχου ομολογιακού τίτλου δεν έχει ο ίδιος το δικαίωμα να ζητήσει την είσπραξη του επενδυμένου κεφαλαίου του στο σύνολό του, λόγω της αδυναμίας πληρωμής του ομολόγου κατά την λήξη του η δε ζημία του αυτή έχει ήδη συντελεσθεί και δεν είναι μέλλουσα και αβέβαιη, αφού μετά την εξαγγελία επαναγοράς του τίτλου από την εκδότρια τους τράπεζα η πιθανότητα πληρωμής του στην λήξη του είναι πλέον ανύπαρκτη. Εξάλλου, το προαναφερθέν γεγονός της απρόβλεπτης και παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που οδήγησε στην πτώχευση της εκδότριάς του αλλοδαπής τραπεζικής (Κυπριακής) εταιρείας, ουδόλως δύναται να εκτιμηθεί ως γεγονός το οποίο διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, όπως εκδηλώθηκε δια του προστηθέντος ως άνω υπαλλήλου της, με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα της απώλειας του επενδυθέντος κεφαλαίου του ενάγοντας. Ειδικότερα έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ακόμη και αν οι τραπεζικοί υπάλληλοι δεν είχαν ενημερώσει και διαφωτίσει τον ενάγοντα για τον πιστωτικό κίνδυνο του ομολόγου, η πιστωτική του κατάρρευση θα ήταν σίγουρη. Ειδικότερα κατά την νομική αυτή άποψη η συμπεριφορά της τράπεζας, εκδηλωθείσα στην προκειμένη περίπτωση κατά το έτος 2003 οπότε και αγοράστηκε το ομόλογο από τον ενάγοντα, δεν ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή ούτε μπορούσε, αντικειμενικά και κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα της πιστωτικής κατάρρευσής του (του ομολόγου), χωρίς τη μεσολάβηση, κατά τον Ιούλιο του 2013, της νομοθετικής παρέμβασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κεντρικής της Τράπεζας, που έθεσε σε ειδική εκκαθάριση την εκδότρια τράπεζα, οπότε και οι ομολογιακές εκδόσεις της κατέστησαν άνευ αξίας, διότι δεν υπήρχε πλέον αγορά για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα αυτής. Όλα αυτά τα γεγονότα κατά την ίδια νομική αυτή άποψη αποτελούν περιστατικά κείμενα εκτός της συνηθισμένης και κανονικής πορείας των πραγμάτων, ως γεγονότα, εντελώς, έκτακτα, εξαιρετικά, χωρίς ανάλογο προηγούμενο, μέχρι τότε, στην κυπριακή έννομη τάξη και, εντεύθεν, μη δυνάμενα να προβλεφθούν, κατά τον, ως άνω, κρίσιμο, χρόνο της αγοράς του ομολόγου ( το έτος 2003), από το μέσο λογικό, ευσυνείδητο και επιμελή άνθρωπο, είναι δε αυτά που επέφεραν την παντελή πιστωτική απαξίωση του ένδικου ομολόγου και όχι η συμπεριφορά των οργάνων της τράπεζας (με τη άποψη αυτή βλ ΑΠ 813/2019, ΑΠ 1478/2024, ΑΠ 19/2024, σε ΤΝΠ Νόμος). Πλην όμως κατά την άποψη που το παρόν δικαστήριο εκτιμά ως ορθότερη η εν λόγω απώλεια του κεφαλαίου του ενάγοντος το οποίο τοποθετήθηκε στο ένδικο μειωμένης αξιοπιστίας και εξασφάλισης ομόλογο, που συνιστά και την περιουσιακή του ζημία επήλθε αποκλειστικά από την εκδηλωθείσα ως άνω υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, που αφενός προέτρεψαν τον ενάγοντα να επενδύει στο επίδικο προϊόν, που δεν ήταν συμβατό με το προφίλ του ως απλού ιδιώτη επενδυτή, αφετέρου παρέλειψαν αν και είχαν ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση να διασαφηνίσουν τα προπεριγραφόμενα επισφαλή χαρακτηριστικά του επίδικου τίτλου ότι δηλαδή ήταν μειωμένης εξασφάλισης, η δε συμπεριφορά αυτή των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης ήταν ικανή από μόνη της να προκαλέσει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αλλά και πράγματι προκάλεσε (κριτήριο του αναγκαίου αιτίου-cine qua non) την κάτωθι αναφερόμενη στον ενάγοντα ζημία, καθώς, εάν ο τελευταίος, γνώριζε, όπως αναφέρθηκε, κατόπιν ορθής πληροφόρησης τους παραπάνω κινδύνους που εγκυμονεί η εν λόγω επένδυση, δεν θα είχε προβεί στην αγορά του ομολόγου, η οποία ήταν αντίθετη με τη θέλησή του για ασφαλή επένδυση του κεφαλαίου του και έτσι θα είχε αποφευχθεί η περιουσιακή ζημία που υπέστη, θα ήταν δε αδιάφορο για την οικονομική του σφαίρα το εάν κατέρρευσε η κυπριακή τράπεζα και εκδότρια του ομολόγου του. Η δε ζημία του ενάγοντος δεν προκλήθηκε από την πιστοληπτική κατάρρευση της εκδότριας που επήλθε αργότερα, αλλά προκλήθηκε εξ αρχής από την ελλιπή ενημέρωση που είχε ως προς τη σύνθετη φύση του ομολόγου κατά τη στιγμή που το αγόραζε διαθέτοντας μέρος της περιουσίας του, διότι εάν η εναγόμενη αρχήθεν τηρούσε την αρχή την καλή πίστης και τους Κανόνες Δεοντολογίας των Τραπεζών που ίσχυαν το επίμαχο χρονικό διάστημα, τότε ο ενάγων δε θα είχε πραγματοποιήσει την επένδυση και επομένως δεν θα είχε υποστεί περιουσιακή ζημία. Τουτέστιν αρχικό αίτιο και σημείο εκκίνησης της ζημίας του ενάγοντος ήταν η εσφαλμένη άλλως ελλιπής πληροφόρηση από την εναγόμενη για τη φύση του δανείου. Επομένως η ζημία του επήλθε ως αναγκαία συνέπεια της ελλιπούς πληροφόρησης, κατά τη στιγμή αγοράς του ομολόγου και όχι από την μεταγενέστερη τραπεζική κρίση, η οποία δεν διέρρηξε τη νομική αλυσίδα της ευθύνης της εναγομένης, αλλά απλώς επιτάχυνε την κατάρρευση του ομολόγου επιφέροντας σε σύντομο χρονικό διάστημα την περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, η οποία θα επερχόταν σε κάθε περίπτωση λόγω της επισφάλειας του ομολόγου. Δηλαδή οι προϋποθέσεις για την τέλεση της αδικοπραξίας (παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, ζημία αιτιώδης συνάφειας) είχαν ήδη συντελεστεί πριν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος αφού από την στιγμή της αγοράς του ομολόγου η περιουσία του ενάγοντος περιήλθε ήδη από την αγορά αυτού από ασφαλή θέση σε κίνδυνο απώλειας, και δεν επήλθε από την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της εκδότριας του ομολόγου τράπεζας. Επομένως, αναφορικά με το εν λόγω ομόλογο η επικαλούμενη οικονομική κρίση και η εν συνεχεία έκδοση των οικείων διαταγμάτων στην Κύπρο δεν διέκοψαν σύμφωνα με όλες τις ανωτέρω σκέψεις τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και της ζημίας του ενάγοντος, καθώς τα οικεία διατάγματα αφορούσαν στη διάσωση μόνο της ως άνω τράπεζας που αντιμετώπιζε προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας, (με την άποψη αυτή βλ ΑΠ 339/2025, ΑΠ 633/2024, ΑΠ 16/2024, ΑΠ 1251/2024, ΑΠ 796/2023, ΑΠ 858/2023, ΑΠ 940/2023). Περαιτέρω η εναγόμενη επιχειρώντας να αποκρούσει την σε βάρος της αγωγή ή έστω να περιορίσει την οφειλομένη αποζημίωση προς τον ενάγοντα σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή του προέβαλε τον κάτωθι ισχυρισμό: Ότι ο ενάγων συντέλεσε με τη συμπεριφορά του στην πρόκληση της ζημίας τους διότι όταν η εκδότρια του ομολόγου με την από 14-5-2012 δημόσια πρόσκλησή της απεύθυνε πρόσκληση προς τους επενδυτές (άρα και στον ενάγοντα) είτε για την εξαγορά του ως άνω ομολόγου στο 55% της ονομαστικής του αξίας, είτε στην ανταλλαγή του στο 75% της ονομαστικής του αξίας (σχετ. 14 εφεσιβλήτου) ο ενάγων αρνήθηκε να προστρέξει ώστε να μειώσει τις επιζήμιες συνέπειες του ομολόγου του. Ο εν λόγω, όμως, ισχυρισμός που κρίνεται ως νόμιμη εκ του άρθρου 300 παρ. 1 ΑΚ ένσταση, είναι αβάσιμος κατ` ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων γνώριζε ή ότι μπορούσε να γνωρίζει ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου του, ούτε προέκυψε ότι η εναγόμενη τράπεζα του συνέστησε να αδράξει την ευκαιρία αυτή διότι άλλως θα έχανε όλο του το κεφάλαιο το οποίο δεν θα πληρωνόταν στην λήξη του. Συνεπώς, ο ενάγων δεν είχε ολοκληρωμένη εικόνα για τον υψηλό και μη ανταποκρινόμενο στο μεσαίο επενδυτικό προφίλ του πιστωτικό κίνδυνο που είχε αναλάβει και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να λάβει απόφαση ρευστοποίησης στηριζόμενος σε ασφαλή κριτήρια. Η δε τυχόν επιλογή του να συναινέσει σε πρόταση εξαγοράς του ομολόγου από την εκδότρια αυτού σε ποσοστό 55% της ονομαστικής αξίας του, θα συνιστούσε βεβαίως επιλογή σίγουρης οικονομικής ζημίας του και όχι περιστολή αυτής, δοθέντος και ότι επιδίωξή του ήταν να διατηρήσει ασφαλές και ακέραιο το αρχικό κεφάλαιό του (ad hoc νομολογιακή αντιμετώπιση ΑΠ 339/2025 σε ΤΝΠ Νόμος). Ακολούθως η εναγόμενη εφεσίβλητη τράπεζα επαναφέρει με τις παρούσες προτάσεις του παρόντος Δικαστηρίου (σελ. 14 και 20 αυτών) τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της ότι ο ενάγων στην επικαλούμενη από αυτόν περιουσιακή ζημία θα πρέπει να συνυπολογίσει και επομένως να αφαιρέσει το ποσό των τοκομεριδίων (coupons) που εισέπραξε από τα ένδικα ομόλογα, και δη το ποσό των 40.884,47 ευρώ (βλ. σχετικές πιστώσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος-σχετ. 12, 15,16,17 εναγομένης εφεσιβλήτου) ως κέρδος καταλογιστέο στην ζημία του. Επί του θέματος αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1826/2024, ΑΠ 524/2024, ΑΠ 16/2024, ΑΠ 940/2023, ΑΠ 354/2022 contra ΑΠ 1521/2024).Σύμφωνα με την ανωτέρω τελευταία νομική σκέψη, η ένσταση αυτή της εναγομένης είναι νόμιμη μεν, στηριζόμενη στις αμέσως παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ, πλην όμως αξιολογείται ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι, ναι μεν το παραπάνω ποσό, το οποίο πράγματι εισέπραξε ο ενάγων, όπως δεν αμφισβητείται από αυτόν αποτελεί κέρδος του τελευταίου από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου του) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στον ενάγοντα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του τελευταίου. Αλλωστε, ο προτεινόμενος (από την εναγόμενη) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος, και δη της εναγομένης εφεσιβλήτου. Κατόπιν τούτου η περιουσιακή ζημία του ενάγοντος αποτιμάται στην διαφορά της ονομαστικής αξίας του ομολόγου, την οποία κατέβαλε κατά την αγορά του και της τελικής ολικής απομείωσης της αξίας του κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής, με βάση δε τα στοιχεία αυτά η συνολική περιουσιακή ζημία του ενάγοντος αξιολογείται στο ποσό των 201.513,33 ευρώ, όσο και το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά του. Ακολούθως με το υπό στοιχείο (β) στην παρούσα αίτημα (στη σελίδα 13 της αγωγής) ο ενάγων, ως αιτείται να αναγνωρισθεί ότι πέραν της ονομαστικής αξίας του ομολόγου η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των 13.500 ευρώ που αντιστοιχεί στους εγγυημένους τόκους που σε κάθε περίπτωση θα απέφερε το ως άνω ομόλογο αναλυόμενο σε ποσό 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26η-11-2012, σε 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26η-2-2013, σε 4.500 ευρώ που θα πιστωνόταν την 26-5-2013 στον τραπεζικό του λογαριασμό, ο οποίος τηρείτο στην εναγόμενη. Πλην όμως το ποσό αυτό που διώκει ο ενάγων δεν εμπίπτει της νομική έννοια του διαφυγόντος κέρδους σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν III 4 νομική σκέψη, Πλέον συγκεκριμένα ως διαφυγόν κέρδος λογίζεται το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός, γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων, για να διευκολύνει, δε ο νόμος την απόδειξη αυτού, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, αλλά και για να θέσει φραγμό στις αχαλίνωτες επιδιώξεις, ορίζει στην ΑΚ 298 εδ. 2 ότι, ως διαφυγόν κέρδος “λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Χρειάζεται δηλαδή η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια (“σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων”) και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται και τούτο διότι η πιθανότητα της δυνατότητας πραγματοποίησης διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να φτάνει μέχρι υπερβολικών υπολογισμών. Εκ τούτων παρέπεται ότι η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος ότι το ομόλογο θα του απέδιδε κάθε τρίμηνο τοκομερίδιο εκ 4.500 ευρώ δεν αποτελεί κέρδος προσδοκώμενο με “βάσιμη” πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, κατά την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 298 ΑΚ, διότι αυτό είναι ιδιαίτερα αμφίβολο και ευμετάβολο, πολλώ δε μάλλον στην ένδικη περίπτωση όπου ο επίμαχος ομολογιακός τίτλος αξιολογήθηκε ως επισφαλής και επενδυτικά ευάλωτος είναι άκρως αντιφατικό να ομιλεί κανείς για βέβαιη απόδοση τοκομεριδίων στο μέλλον . Άλλωστε σε μία ελεύθερη και μάλιστα ειδικευμένη αγορά, όπως είναι η αγορά των ομολόγων δεν υπάρχουν εγγυήσεις συγκεκριμένης περιουσιακής αποδόσεως, δεδομένου ότι η άνοδος ή η πτώση των τιμών και κατ` επέκταση της αξίας των ομολόγων στην δευτερογενή αγορά εξαρτάται, πλην άλλων, από διάφορους, αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς, όπως είναι οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι απρόβλεπτες περιπλοκές στις διεθνείς εξελίξεις, η ανοδική ή πτωτική τάση των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών, οι οποίοι δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν και σε ποιο ποσοστό θα σημειωθεί άνοδος ή πτώση των επιτοκίων σε ορισμένες συγκεκριμένες ημερομηνίες, με αποτέλεσμα να μην δύναται να γίνει λόγος για αποθετική ζημία από την αιτία αυτή, σύμφωνα με την ως άνω νομική σκέψη. Έτσι η απώλεια των αποδόσεων (τοκομεριδίων-coupons) του ομολόγου δεν δύνανται να υπαχθεί στην αόριστη νομική έννοια του «διαφυγόντος κέρδους» της διάταξης του άρθρου 298 ΑΚ, δηλαδή κέρδους που μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα προσδοκούσε ο ενάγων, αφού συνιστούν κέρδος απλώς ενδεχόμενο ή υποθετικό εξαρτημένο από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, δυνάμενο πλέον να υπαχθεί όχι στην έννοια του διαφυγόντος κέρδους, αλλά στην έννοια της «ελπίδας κέρδους». Συνακόλουθα η επιδίωξη από τον ενάγοντα αποζημιώσεως διαφυγόντων κερδών για την ως άνω αιτία εκ ποσού 13.500 ευρώ υπό τα ως άνω ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά αξιολογείται ως αβάσιμη. Εξάλλου αποδεικνύεται ότι το από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης εφεσιβλήτου επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα προξένησε κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά του ενάγοντος εκκαλούντος. Για να επέλθει μια κάποια εξισορρόπηση στη δημιουργηθείσα εξ αυτού του λόγου δυσμενή κατάσταση και να του δοθεί η ευχέρεια να την ξεπεράσει, πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτού εύλογη χρηματική ικανοποίηση σύμφωνα με τα άρθρα 298, 299 και 932 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο εκτιμώντας όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, τα αγαθά τα οποία προσβλήθηκαν (αιφνίδια απομείωση των αποταμιεύσεων) καθώς και την οικονομική και κοινωνική θέση των διαδίκων( βιοτεχνης επιπλοποιός ο ενάγων εκκαλών διαθετών τα προαναφερόμενα τραπεζικά προϊόντα και ανώνυμη τραπεζική εταιρεία η εναγόμενη εφεσίβλητη) κρίνει ότι βάσει και των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των 5.000 ευρώ, απορριπτομένου μετά ταύτα του λοιπού αγωγικού κονδυλίου έως του ποσού των 20.107,33 ευρώ που διώκει ο ενάγων ως αβάσιμου στην ουσία του. Το ως άνω επιδικασθέν ποσό των 5.000 ευρώ είναι εύλογο και ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιπτώσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, ενώ υπό τις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν και κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς των συνήθους επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ποσών, (βλ. ΟλΑΠ 6/2009 Αρμ. 2009-1162, ΑΠ 12/2025, ΑΠ 172/2025, ΑΠ 457/2025, όλες σε ΤΝΠ Νόμος).Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξετάζοντας την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και αφού συνεκτίμησε όλους τους ισχυρισμούς των διαδίκων μετά των εισφερθέντων αποδεικτικών μέσων κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα του ότι το ένδικο ομόλογο δεν ήταν σύνθετο χρηματοπιστωτικό μέσο αλλά απλό στην λειτουργία του χωρίς δυσνόητους οικονομικούς όρους, ούτε ήταν επισφαλές, αφού, πάντα κατά την αιτιολογία της εκκαλουμένης αξιολογείτο ως πιστωτικώς αξιόπιστο με ικανοποιητική πιστοληπτική ικανότητα (investmewnt grade), ο δε ενάγων, σύμφωνα με την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ήταν έμπειρος επενδυτής με ιδιαίτερες επιδόσεις στις χρηματιστηριακές συναλλαγές και επομένως γνώριζε τους κινδύνους που εγκυμονούσε το ομόλογο. Έτσι όμως που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην νομική πλημμέλεια που του αποδίδει με το εφετήριο του (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης) ο εκκαλών, που παραπονείται βασίμως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στην ως άνω πληττόμενη κρίση η οποία ως όλως εσφαλμένη πρέπει να εξαφανισθεί κατά παραδοχή των πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης ως βάσιμων κατ`ουσία (535 ΚΠολΔ) Ακολούθως πρέπει να κρατηθεί από το παρόν δικαστήριο η από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/17-7-2013 αγωγή, και να αναδικασθει ώστε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Εν συνεχεία, και αφού ληφθεί υπόψη ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό που έλαβε χώρα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος (223, 294, 297 ΚΠολΔ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ως άνω προαναφερόμενες αιτίες το ποσό των 201.513,33 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 5.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση και εν τέλει το συνολικό ποσό των (201.513,33+5.000) 206.513,33 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, λόγω της νίκης του εκκαλούντος-ενάγοντος θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον ανωτέρω του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ. ε` του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την επαγόμενη συνεξαφάνιση της διατάξεως αυτής περί δικαστικών εξόδων, λαμβανομένης δε υπόψη περαιτέρω και της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτών (δικαστικών εξόδων) για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΕφΑΘ 854/2021, ΕφΠατρ 83/2021, ΕφΠατρ 217/2021, ΕφΑΘ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, Μαργαρίτης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, άρθ. 535, αριθ. 1, άρθ. 522, αριθ. 13 και άρθ. 520, αριθ. 24). πρέπει αυτά (δικαστικά έξοδα), να επανακαθοριστούν αρχήθεν, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αφού υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα και μετά ταύτα να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης εφεσιβλήτου, λόγω της εν μέρει ήττας της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, παρελκούσης μετά ταύτα της εξετάσεως του τρίτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο ο ενάγων και ήδη εκκαλών κατήγε παράπονα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν σε βάρος του με βάση την αρχή της ήττας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού η σχετική διάταξή του ήδη συνεξαφανίσθηκε ομού μετά του σκεπτικού της πρωτοβαθμίου αποφάσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 9-5-2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού …../10-5-2024 έφεση κατά της υπ’ αριθμόν 1419/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέν για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα.
-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθμόν 1419/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία
-ΚΡΑΤΕΙ και (ΑΝΑ)ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-7-2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως…../17-7-2013 αγωγή.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν
-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των διακοσίων έξι χιλιάδων πεντακοσίων δεκατριών ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (206.513,33), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη εφεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ.
-ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 23 Ιουνίου 2025
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αφού αυτή αφυπηρέτησε, η αρχαιότερη Εφέτης της συνθέσεως,
-ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, μετά την αφυπηρέτηση της Προέδρου Εφετών Γεωργίας Λαμπροπούλου με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τους Δικαστές Σοφία Λιγνού Προέδρο Εφετών, Ελευθερία Κώνστα Εφέτη, Αλεξάνδρα Μητσοπούλου Εφέτη, με την παρουσία της Γραμματέως της έδρας, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων στις 23-9-2025
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κ.Π.-Ρ.Κ.
