ΣτΕ Α΄ 1944/2025: Αγωγή των άρθρων 105 – 106 ΕισΝΑΚ. Φύλαξη νοσοκομείων. Αυτοτελής ευθύνη του νοσοκομείου έναντι του παθόντος ακόμα και αν η υπηρεσία φύλαξης έχει ανατεθεί σε ιδιώτη ανάδοχο. Υποχρέωση των νοσοκομείων να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης και αποτελεσματικής λειτουργίας τους και της προστασίας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των νοσηλευομένων, των επισκεπτών και των εργαζόμενων. Προϋποθέσεις και περιεχόμενο αιτιολογίας για την επιδίκαση εύλογης αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ. Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 ΑΚ. Μη νόμιμο το κριτήριο της οικονομικής θέσης του εναγόμενου νπδδ.
ΣτΕ Α΄ 1944/2025
Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος
Με τη ΣτΕ 1944/2025 κρίθηκαν τα εξής:
1 Από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 1397/1983 (Α΄ 143), με τίτλο του νόμου «Εθνικό Σύστημα Υγείας», 2, 8, 10 και 11 του π.δ. 87/1986 με τίτλο «Ενιαίο πλαίσιο οργάνωσης των νοσοκομείων» (Α΄ 32), 11 του Οργανισμού του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, 28 παρ. 12 του ν. 2646/1998 (Α΄ 236 – «Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις»), όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 περ. α΄ του άρθρου 13 του ν. 3329/2005 (Α΄ 48) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, 2, 3 και 42 του ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» (Α΄ 84) και 922 του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Τα νοσοκομεία, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής τους προς το κοινωνικό σύνολο, αποστολή η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς, υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης και αποτελεσματικής λειτουργίας τους και της προστασίας της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των νοσηλευομένων, των επισκεπτών και των εργαζόμενων. Μεταξύ των μέτρων αυτών είναι η φύλαξη των εγκαταστάσεών τους ούτως ώστε αυτές να αποτελούν ένα ασφαλές περιβάλλον, τόσο για τους νοσηλευόμενους σε αυτά ασθενείς, τους συνοδούς αυτών και τους λοιπούς επισκέπτες, όσο και για το υπηρετούν σε αυτά ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό. Κατά τον καθορισμό του περιεχόμενου των μέτρων φύλαξης και του αναγκαίου αριθμού φυλάκων, τα νοσοκομεία υποχρεούνται να εξακριβώνουν και να αξιολογούν τους κινδύνους που πρέπει να προληφθούν ή να αντιμετωπιστούν και τις συγκεκριμένες ανάγκες τους, οι οποίες συναρτώνται, μεταξύ άλλων, και με το μέγεθος της νοσοκομειακής μονάδας. Υποχρεούνται, επίσης, να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα στα οποία αναθέτουν την υπηρεσία φύλαξης των χώρων τους είναι γνώστες των ιδιαιτέρων συνθηκών που επικρατούν και των κινδύνων που υπάρχουν εντός των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και έχουν λάβει σχετική εκπαίδευση που τους επιτρέπει να εντοπίζουν τους κινδύνους αυτούς εγκαίρως και να τους αντιμετωπίζουν αποτελεσματικώς. Από τις ίδιες διατάξεις παρέπεται ότι και το ειδικότερο περιεχόμενο των καθηκόντων των φυλάκων των νοσοκομείων προσδιορίζεται από αυτή καθ’ εαυτή την αποστολή των νοσοκομείων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τις ειδικότερες συνθήκες λειτουργίας και χωροταξίας τους, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της δυναμικότητας, του μεγέθους και του διάσπαρτου ή μη των εγκαταστάσεών τους, της ανάγκης προστασίας του ακριβού εξοπλισμού τους, της διασφάλισης ελεύθερης πρόσβασης των ασθενών καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο σε περίπτωση εφημερίας και των επισκεπτών εντός του καθορισμένου ωραρίου του επισκεπτηρίου, των κινδύνων που διατρέχουν οι νοσηλευόμενοι και των επαγγελματικών κινδύνων στους οποίους εκτίθενται οι επαγγελματίες υγείας που υπηρετούν σε αυτά. Μεταξύ των επαγγελματικών αυτών κινδύνων περιλαμβάνονται κίνδυνοι ψυχοκοινωνικής φύσης, οι οποίοι απορρέουν από το γεγονός ότι ο επαγγελματίας της υγείας έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις που ενέχουν συναισθηματική φόρτιση και ένταση, όπως η ασθένεια και ο θάνατος, συχνά δε αποτελεί αποδέκτη του θυμού, του φόβου και της επιθετικότητας των ασθενών ή των συγγενών τους και θύμα βίαιων επεισοδίων προκαλουμένων από τους τελευταίους, τα οποία μπορεί να είναι, ενίοτε, και θανατηφόρα. Επομένως, τα νοσοκομεία υποχρεούνται να οργανώνουν τις υπηρεσίες φύλαξής τους κατόπιν συνεκτίμησης των πιο πάνω ιδιαίτερων καταστάσεων και κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη και τις ορθές πρακτικές που ισχύουν στον τομέα της ασφάλειας των νοσοκομειακών εγκαταστάσεων. Στο πλαίσιο δε μίας ορθολογικώς οργανωμένης υπηρεσίας φύλαξης, στα καθήκοντα των φυλάκων των νοσοκομείων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο συνεχής έλεγχος προσώπων και οχημάτων κατά την είσοδό τους στις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις, η υποβολή ερωτήσεων σχετικών με τον λόγο προσέλευσης στο νοσοκομείο ιδίως σε πρόσωπα των οποίων οι ενέργειες παρεκκλίνουν ουσιωδώς από αυτές του επισκέπτη ή του ασθενή και ο οπτικός έλεγχος των αντικειμένων που επιχειρούν να εισαγάγουν οι εισερχόμενοι στις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις, ιδίως όταν τα αντικείμενα αυτά διαφέρουν από αυτά που φέρουν συνήθως εντός του νοσοκομείου οι ασθενείς, οι συνοδοί τους και οι επισκέπτες. Αν δε κατόπιν διενέργειας των ανωτέρω ελέγχων υπάρχουν ενδείξεις ότι η είσοδός των πιο πάνω προσώπων ή η εισαγωγή των ανωτέρω αντικειμένων στο νοσοκομείο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, οι ασκούντες καθήκοντα φύλαξης υποχρεούνται να παρεμποδίζουν την είσοδο των προσώπων αυτών ή την εισαγωγή των πιο πάνω αντικειμένων στους χώρους του νοσοκομείου και να ειδοποιούν αμέσως τις αστυνομικές αρχές, για να επιληφθούν του συμβάντος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι τα νοσοκομεία υποχρεούνται, πέραν του καθορισμού των μέτρων φύλαξης, να επιβλέπουν και την ορθή εφαρμογή τους, παρέχοντας σχετικές ενημερώσεις και οδηγίες, προβαίνοντας σε συστάσεις ή λαμβάνοντας άλλα μέτρα προς τον σκοπό της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της υπηρεσίας φύλαξης. Περαιτέρω, πέραν της υποχρέωσης των νοσοκομείων να καθορίζουν το ειδικότερο περιεχόμενο των μέτρων φύλαξης των εγκαταστάσεών τους, υφίσταται υποχρέωση αυτών να παρέχουν οδηγίες στο προσωπικό φύλαξης σχετικά με την τήρηση των μέτρων αυτών και να επιβλέπουν την ορθή εφαρμογή τους. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι τα νοσοκομεία, κατ’ ενάσκηση της δυνατότητας που τους παρέχεται από τον νόμο (βλ. άρθρο 28 παρ. 12 ν. 2646/1998), μπορούν να προκηρύσσουν διαγωνισμό για την ανάθεση της υπηρεσίας φύλαξης σε ιδιώτη ανάδοχο, καθορίζοντας με την προκήρυξη, κατόπιν εμπεριστατωμένης μελέτης και προσεκτικής αξιολόγησης των αναγκών τους, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπηρεσίας αυτής και, κατ’ επέκταση, τις υποχρεώσεις του αναδόχου και να αναθέτουν την υπηρεσία φύλαξης των χώρων τους, υποχρεούμενα, όμως, να επιβλέπουν τον ανάδοχο κατά την εκτέλεση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων φύλαξης στο πλαίσιο της προσήκουσας εκτέλεσης της σύμβασης. Στην περίπτωση δε κατά την οποία προκαλείται ζημία σε τρίτο εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των σχετικών καθηκόντων εκ μέρους του προσωπικού του αναδόχου, στοιχειοθετείται ευθύνη του νοσοκομείου κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, ως κυρίου της σύμβασης παροχής υπηρεσιών φύλαξης, για την αποζημίωση του παθόντος τρίτου. Η ευθύνη αυτή του νοσοκομείου έναντι του ζημιωθέντος είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ευθύνη του αναδόχου, ο οποίος ευθύνεται λόγω της μη τήρησης των υποχρεώσεών του κατά τον νόμο ή τη σύμβαση ή κατά την καλή πίστη και τα διδάγματα της κοινής πείρας με βάση άλλες διατάξεις. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο νομίμως έκρινε ότι: α) τα νοσοκομεία υποχρεούνται να μεριμνούν για την πρόληψη ατυχημάτων και τη διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων εντός των εγκαταστάσεών τους, β) έχουν αυτοτελή ευθύνη έναντι του προσώπου που υπέστη βλάβη εντός του νοσοκομείου εξαιτίας πλημμελούς άσκησης της υπηρεσίας φύλαξης, ακόμη και όταν έχουν επιλέξει να αναθέσουν τη φύλαξη των εγκαταστάσεών τους δυνάμει σύμβασης σε ιδιώτη ανάδοχο και γ) οι φύλακες των νοσοκομείων υποχρεούνται να προβαίνουν σε ελέγχους προκειμένου να αποτρέπουν την εισαγωγή στις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις ασυνήθων αντικειμένων, για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις επικινδυνότητας που είναι αντιληπτές ακόμη και χωρίς τη διενέργεια σωματικών ερευνών.
2 Από τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξάρτητα από το φύλο του, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στις παροχές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ, είναι δυνατόν να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 931 του ΑΚ, αν επιδρά στο μέλλον του, δηλαδή στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται την εύλογη αποζημίωση του άρθρου 931 του ΑΚ, διότι εξαιτίας των μόνιμων σωματικών και ψυχικών βλαβών που προκλήθηκαν σε αυτόν δεν θα μπορέσει στο μέλλον να ασκήσει επιτυχώς και επαρκώς το επάγγελμα του φυσικοθεραπευτή, με συνέπεια να έχει μία δυσμενή μελλοντική επαγγελματική και οικονομική εξέλιξη, η δε επίδραση των βλαβών αυτών και στην ψυχική του κατάσταση δυσχεραίνει και τη μελλοντική του κοινωνική εξέλιξη, περιέχει νόμιμη αιτιολογία, όπως απαιτείται από τις διατάξεις του άρθρου 931 του ΑΚ και, άρα, δεν υφίσταται ως προς το ζήτημα αυτό αντίθεση μεταξύ της απόφασης αυτής και των προαναφερομένων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.
3 Ο προσδιορισμός από το δικαστήριο της ουσίας του ύψους της εύλογης αποζημίωσης του άρθρου 931 του ΑΚ δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δοθέντος ότι σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατ’ εξαίρεση, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης αυτής αποζημίωσης υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για παράβαση του άρθρου 931 του ΑΚ και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Τέτοια παραβίαση υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπερβαίνει τα άκρα όρια της διακριτικής εξουσίας του, η οποία διαγράφεται από τις εν λόγω διατάξεις με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια που απορρέουν από το άρθρο 931 του ΑΚ. Ο λόγος αναίρεσης ότι το ποσό των 15.000 ευρώ που επιδικάστηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση του 931 του ΑΚ είναι υπέρμετρα υψηλό, δεν συνοδεύεται από ισχυρισμό περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή έλλειψης νομολογίας ως προς το ζήτημα της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και, επομένως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του παραδεκτού της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, και σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι το επιδικασθέν από το δικάσαν διοικητικό εφετείο χρηματικό ποσό δεν είναι υπέρμετρα υψηλό.
4 Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 932 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, στο πλαίσιο της εξουσίας που του παρέχεται με τις διατάξεις αυτές, επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση και καθορίζει το εύλογο ποσό αυτής, αφού εκτιμήσει τους ειδικότερους ισχυρισμούς των διαδίκων που προβάλλονται ενώπιόν του και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (όπως ιδίως το είδος και τις συνθήκες τέλεσης της παρανομίας, το είδος, τη βαρύτητα και τις συνέπειες της προσβολής, την ηλικία του παθόντος, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση αυτού, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του κ.λπ.) και με βάση τους κανόνες της κοινής λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Το ύψος της χρηματικής αυτής ικανοποίησης δεν συναρτάται, κατ’ αρχήν, προς τη συγκεκριμένη, κάθε φορά, περιουσιακή και δημοσιονομική κατάσταση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ούτε το περιουσιακό και οικονομικό μέγεθος των ανωτέρω νομικών προσώπων επιδρά στον καθορισμό του ύψους αυτής. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη κατά τον καθορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, πέραν της οικονομικής θέσης του παθόντος και την οικονομική θέση του αναιρεσείοντος νοσοκομείου κατέστησε την απόφασή του εν μέρει αναιρετέα.
