ΑΠΟΦΑΣΗ
Nejjar κατά Ελβετίας της 11.12.2025 (προσφ. αριθ. 9087/18)
Βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, Μαροκινή υπήκοος και κάτοικος Λωζάνης, καταδικάστηκε με ποινική διαταγή της 12ης Μαΐου 2016 του εισαγγελέα της περιφέρειας Λωζάνης για παράβαση της ομοσπονδιακής νομοθεσίας περί αλλοδαπών και αποδοχή κλοπιμαίων, σε χρηματική ποινή 100 ημερησίων μονάδων προς 30 ελβετικά φράγκα. Της αποδιδόταν ότι φιλοξένησε στην κατοικία της δύο άτομα χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα και αποδέχθηκε από ένα εξ αυτών κλοπιμαία αντικείμενα.
Στις 13 Μαΐου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε ανακοπή κατά της ποινικής διαταγής. Ο εισαγγελέας αποφάσισε να διατηρήσει την ποινική διαταγή και διαβίβασε τον φάκελο στο πταισματοδικείο της Λωζάνης. Με συστημένη επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2017, η προσφεύγουσα κλήθηκε να παραστεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο στις 5 Μαΐου 2017. Η κλήση προειδοποιούσε ρητά ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης, η ανακοπή θα θεωρείτο ανακληθείσα και η ποινική διαταγή θα κηρυσσόταν εκτελεστή, σύμφωνα με το άρθρο 356 § 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η προσφεύγουσα δεν εμφανίστηκε στη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 2017. Ο συνήγορός της, διορισμένος αυτεπαγγέλτως, παρέστη αλλά αδυνατούσε να επικοινωνήσει μαζί της και ζήτησε να την εκπροσωπήσει. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα εκπροσώπησης, διαπίστωσε ότι η ανακοπή θεωρείτο ανακληθείσα και κήρυξε την ποινική διαταγή τελεσίδικη και εκτελεστή.
Η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Ποινικό Τμήμα του δικαστηρίου του Καντονιού Vaud, ισχυριζόμενη ότι είχε δεχθεί επίθεση στην κατοικία της το πρωί της 5ης Μαΐου 2017, περί τις 8:00, μία ώρα πριν την έναρξη της συνεδρίασης, γεγονός που της κατέστησε αδύνατη την εμφάνισή της. Προσκόμισε ιατρική βεβαίωση της 12ης Μαΐου 2017, η οποία κατέγραφε πολλαπλά τραύματα συμβατά με τους ισχυρισμούς της. Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι το ιατρικό πιστοποιητικό, εκδοθέν πέντε ημέρες μετά τη φερόμενη επίθεση, χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείκνυε ότι η προσφεύγουσα είχε εμποδισθεί χωρίς υπαιτιότητά της να παραστεί.
Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε επίσης την προσφυγή στις 24 Ιανουαρίου 2018, κρίνοντας ότι οι εγγυήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ είχαν τηρηθεί, καθώς η προσφεύγουσα, απέχοντας από κάθε επικοινωνία με το δικαστήριο πρώτου βαθμού και μη εμφανιζόμενη στη δίκη, είχε εκδηλώσει αδιαφορία για την έκβαση της ποινικής διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η διαδικασία της ποινικής διαταγής είναι συμβατή με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο μόνον εφόσον ο κατηγορούμενος δύναται να προσφύγει σε δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας. Επισήμανε ότι ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του άρθρου 6 εμποδίζουν την παραίτηση από τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης, πλην όμως η παραίτηση αυτή πρέπει να είναι μη διφορούμενη, εκούσια, συνειδητή και εν επιγνώσει.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα, ασκώντας έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου εντός των νομίμων προθεσμιών και τύπων, εκδήλωσε σαφώς και ρητώς τη βούλησή της να διατηρήσει την ανακοπή της και να επιτύχει δικαστικό έλεγχο της κατηγορίας. Δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι παραιτήθηκε εκουσίως από το δικαίωμά της σε δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι η απαίτηση μη διφορούμενης, εκούσιας και συνειδητής παραίτησης είναι κατ’ εξοχήν ουσιώδης όταν δεν πρόκειται για παραίτηση από ένδικο μέσο, αλλά για παραίτηση από τον δικαστικό έλεγχο πρώτου βαθμού επί του βασίμου ποινικής κατηγορίας.
Αναφορικά με τον σκοπό του τεκμηρίου ανάκλησης της ανακοπής, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι αποσκοπεί στην αποφυγή φόρτωσης των πινακίων με υποθέσεις για τις οποίες οι κατηγορούμενοι δεν έχουν πραγματικό ενδιαφέρον, συνιστώντας θεμιτό σκοπό. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, όπου η προσφεύγουσα άσκησε εμπρόθεσμη ανακοπή εκδηλώνοντας τη βούλησή της να συνεχίσει τη διαδικασία, ο σκοπός αυτός είχε απωλέσει κάθε συνάφεια.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου ανάκλησης μπορεί να επιφέρει την οριστική επιβολή μη δικαστικώς ποινικής κύρωσης σημαντικής βαρύτητας, δεδομένου ότι μπορεί να πρόκειται για στερητική της ελευθερίας ποινή έως έξι μηνών ή χρηματική ποινή έως 180 ημερησίων μερίδων. Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε 100 ημερήσιες μερίδες των 30 ευρώ, τα οποία σε περίπτωση μη καταβολής θα μπορούσαν να μετατραπούν σε στερητική της ελευθερίας ποινή 100 ημερών.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ενώ η διαδικασία της ποινικής διαταγής δεν είναι καθαυτή ασύμβατη με το δικαίωμα σε δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, η εφαρμογή του τεκμηρίου ανάκλησης της ανακοπής περιόρισε δυσαναλόγως την άσκηση του δικαιώματος αυτού εκ μέρους της προσφεύγουσας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομοφώνως παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε αίτημα χρηματικής ικανοποίησης. Το Δικαστήριο επιδίκασε 4.800 ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Μαροκινή υπήκοος γεννηθείσα το 1972, κατοικεί στη Λωζάνη. Με ποινική διαταγή της 12ης Μαΐου 2016, ο εισαγγελέας της περιφέρειας Λωζάνης την κήρυξε ένοχη για παράβαση της ομοσπονδιακής νομοθεσίας περί αλλοδαπών και ενσωμάτωσης καθώς και για αποδοχή κλοπιμαίων, επιβάλλοντάς της χρηματική ποινή 100 ημερησίων προστίμων προς 30 ελβετικά φράγκα. Της αποδιδόταν ότι φιλοξένησε στην κατοικία της δύο πρόσωπα παρανόμως διαμένοντα και αποδέχθηκε από ένα εξ αυτών κλοπιμαία αντικείμενα.
Στις 13 Μαΐου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε ανακοπή. Με κλήση της 7ης Φεβρουαρίου 2017, παραληφθείσα στις 10 Φεβρουαρίου 2017, κλήθηκε να παραστεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο της Λωζάνης στις 5 Μαΐου 2017. Η κλήση ανέφερε ρητά ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης, η ανακοπή θα θεωρείτο ανακληθείσα.
Η προσφεύγουσα δεν εμφανίστηκε. Ο αυτεπαγγέλτως διορισμένος συνήγορός της παρέστη αλλά αδυνατούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα εκπροσώπησης και κήρυξε την ανακοπή ανακληθείσα.
Η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Ποινικό Τμήμα του Καντονιακού Δικαστηρίου, προσκομίζοντας ιατρικό πιστοποιητικό της 12ης Μαΐου 2017 που κατέγραφε πολλαπλά τραύματα. Ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση στην κατοικία της στις 5 Μαΐου 2017 περί τις 8:00, μία ώρα πριν τη συνεδρίαση. Το Καντονιακό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο την απέρριψε επίσης αμετάκλητα στις 24 Ιανουαρίου 2018.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 – Πρόσβαση σε δικαστήριο
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Σύμβαση δεν αντιτίθεται στην ανάθεση της δίωξης και επιβολής κυρώσεων για ελαφρά αδικήματα σε διοικητικές αρχές ή, κατά μείζονα λόγο, στην εισαγγελία, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται δυνατότητα ελέγχου από δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του άρθρου 6 εμποδίζουν την εκούσια παραίτηση από τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Ωστόσο, η παραίτηση πρέπει να είναι μη διφορούμενη και να περιβάλλεται από ελάχιστες εγγυήσεις ανάλογες προς τη σοβαρότητά της. Πρέπει να είναι εκούσια, συνειδητή και εν επιγνώσει, και ο κατηγορούμενος να μπορεί ευλόγως να προβλέψει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε δεόντως ενημερωθεί για τις συνέπειες της απουσίας της. Ωστόσο, ασκώντας έφεση κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, εξέφρασε σαφώς τη βούλησή της να διατηρήσει την ανακοπή της. Η απαίτηση μη διφορούμενης, εκούσιας και συνειδητής παραίτησης είναι ιδιαιτέρως ουσιώδης όταν πρόκειται για παραίτηση από τον δικαστικό έλεγχο πρώτου βαθμού επί ποινικής κατηγορίας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σκοπός αποφυγής φόρτωσης των πινακίων με υποθέσεις χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον είναι θεμιτός. Ωστόσο, η εφαρμογή του τεκμηρίου ανάκλησης μπορεί να επιφέρει την οριστική επιβολή μη δικαστικώς ποινικής κύρωσης σημαντικής βαρύτητας. Στην προκειμένη περίπτωση, η διατήρηση του τεκμηρίου ισοδυναμούσε με αμάχητο τεκμήριο ανάκλησης, παρότι η προσφεύγουσα είχε εκδηλώσει τη βούλησή της να συνεχίσει τη διαδικασία.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου ανάκλησης περιόρισε δυσαναλόγως το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο της προσφεύγουσας.
ΚΡΙΣΙΜΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Η απαίτηση μη διφορούμενης, αλλά και εκούσιας παραίτησης είναι κατ’ εξοχήν ουσιώδης εν προκειμένω, καθώς δεν πρόκειται για παραίτηση του προσώπου που υπόκειται σε ποινική διαταγή από την άσκηση ενδίκου μέσου, αλλά για παραίτηση από τον δικαστικό έλεγχο πρώτου βαθμού επί του βασίμου ποινικής κατηγορίας που στρέφεται εναντίον του» (§ 45).
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Η απόφαση αφορά τα όρια της θεμιτής παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, ιδίως στο πλαίσιο συνοπτικών ποινικών διαδικασιών.
Η απόφαση επιβεβαίωσε τη νομολογία που διαμορφώθηκε στις υποθέσεις Sejdovic κατά Ιταλίας [GC] της 01.03.2006, προσφ. αριθ. 56581/00, και Murtazaliyeva κατά Ρωσίας [GC] της 18.12.2018, προσφ. αριθ. 36658/05, σχετικά με τις προϋποθέσεις έγκυρης παραίτησης: μη διφορούμενη, εκούσια, συνειδητή και εν επιγνώσει.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διάκριση που εισάγει το Δικαστήριο μεταξύ της παραίτησης από ένδικο μέσο και της παραίτησης από τον πρωτοβάθμιο δικαστικό έλεγχο ποινικής κατηγορίας. Στη δεύτερη περίπτωση, οι εγγυήσεις πρέπει να είναι ενισχυμένες.
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ συνάδει με τη νομολογία του Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 21.02.1975, σειρά Α αριθ. 18, και Vegotex International S.A. κατά Βελγίου [GC] της 03.11.2022, προσφ. αριθ. 49812/09, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και τους επιτρεπτούς περιορισμούς του.
Συγκριτική ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ παρουσιάζει ομοιότητες με τη νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο βάσει του άρθρου 14 του ΔΣΑΠΔ. Στην υπόθεση Morael κατά Γαλλίας (Ανακοίνωση αριθ. 207/1986) της 28.07.1989, η Επιτροπή τόνισε ότι οι διαδικαστικοί περιορισμοί δεν πρέπει να καθιστούν ουσιαστικά αδύνατη την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει επίσης αναπτύξει νομολογία σχετικά με τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης στην υπόθεση Barreto Leiva κατά Βενεζουέλας της 17.11.2009, τονίζοντας ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα υπεράσπισης πρέπει να είναι αναλογικοί και να μην θίγουν την ουσία του δικαιώματος.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απόφαση συνεχίζει την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τις προϋποθέσεις έγκυρης παραίτησης από δικονομικές εγγυήσεις.
Ωστόσο, η απόφαση θέτει σημαντικά ερωτήματα για τα κράτη που εφαρμόζουν συνοπτικές ποινικές διαδικασίες με τεκμήρια ανάκλησης ενδίκου μέσου λόγω απουσίας. Το Δικαστήριο δεν έκρινε καθαυτή ασύμβατη τη διάταξη του άρθρου 356 § 4 του ελβετικού ΚΠΔ, αλλά την εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η απόφαση υπογραμμίζει την ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν όχι μόνο τη διαδικαστική τήρηση των προϋποθέσεων του τεκμηρίου, αλλά και τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του κατηγορουμένου που ενδέχεται να αναιρεί το τεκμήριο αδιαφορίας.
