ΑΠΟΦΑΣΗ
Macharik κατά Τσεχίας της 13.02.2025 (προσφ. αριθ. 51409/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, Τσέχα υπήκοος γεννηθείσα το 1979, καταδικάστηκε για συνέργεια σε φοροδιαφυγή. Η καταδίκη της στηρίχθηκε κυρίως στο περιεχόμενο ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχε ανταλλάξει με άλλο κατηγορούμενο, τα οποία είχαν προωθηθεί σε τρίτο πρόσωπο (τον Μ.Π.) και αποκτήθηκαν από την αστυνομία κατόπιν δικαστικής εντολής.
Στις 14 Νοεμβρίου 2011, δικαστής του Περιφερειακού Δικαστηρίου Πράγας 3 εξέδωσε εντολή βάσει του άρθρου 88a του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), διατάσσοντας πάροχο υπηρεσιών επικοινωνίας να παραδώσει στην αστυνομία όλα τα δεδομένα από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εταιρείας Π., συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου όλων των μηνυμάτων. Η εντολή εκδόθηκε στο πλαίσιο έρευνας για φοροδιαφυγή του Μ.Π. Ο πάροχος συμμορφώθηκε και παρέδωσε, μεταξύ άλλων, μηνύματα της προσφεύγουσας που είχαν προωθηθεί στον Μ.Π. από τρίτο ύποπτο.
Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή και χρηματική ποινή. Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα αποκτήθηκαν παρανόμως, καθώς το άρθρο 88a του ΚΠΔ αφορούσε μόνο δεδομένα τηλεπικοινωνιακής κίνησης (operational και location data) και όχι το περιεχόμενο των επικοινωνιών. Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνίας δεν είχαν δικαίωμα να αποθηκεύουν το περιεχόμενο των μηνυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 97 § 3 του Νόμου περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών.
Τα δικαστήρια εξέτασαν τα επιχειρήματά της, καταλήγοντας όμως σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς τη νομική βάση απόκτησης του αποδεικτικού υλικού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η εντολή έπρεπε να είχε εκδοθεί βάσει του άρθρου 88 ΚΠΔ (που αφορά υποκλοπή επικοινωνιών), το δευτεροβάθμιο έκρινε ότι ορθώς εφαρμόστηκε το άρθρο 88a, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το περιεχόμενο μηνυμάτων δεν μπορούσε να αποκτηθεί βάσει του άρθρου 88a, αλλά θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί το άρθρο 158d (παρακολούθηση προσώπων και αντικειμένων). Παρά ταύτα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το αποδεικτικό υλικό ήταν παραδεκτό επειδή το άρθρο 88a παρείχε αυστηρότερες εγγυήσεις από το άρθρο 158d. Το Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε την τελευταία απόφαση.
Κατά το ΕΔΔΑ η απόκτηση ηλεκτρονικών μηνυμάτων της προσφεύγουσας από θυρίδα τρίτου και η χρήση τους ως αποδεικτικό μέσο συνιστούσαν επέμβαση στο δικαίωμά της. Η δικαστική εντολή εκδόθηκε βάσει διάταξης που αφορούσε δεδομένα τηλεπικοινωνιακής κίνησης και όχι περιεχόμενο επικοινωνιών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου στερούνταν σαφήνειας, συνοχής και προβλεψιμότητας και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 (σεβασμός ιδιωτικής ζωής και αλληλογραφίας) λόγω μη συμμόρφωσης με την αρχή της νομιμότητας.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, παρά την παραβίαση του άρθρου 8, η προσφεύγουσα είχε πραγματική δυνατότητα αμφισβήτησης του αποδεικτικού μέσου ενώπιον τεσσάρων δικαστικών βαθμών. Η αστυνομία δεν ενήργησε κακόπιστα, η γνησιότητα των μηνυμάτων δεν αμφισβητήθηκε, και τα δικαιώματα υπεράσπισης τηρήθηκαν. Έτσι δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1979 και κατοικεί στο Želešice της Τσεχίας.
Στις 14 Νοεμβρίου 2011, στο πλαίσιο έρευνας για φοροδιαφυγή του Μ.Π. και περίπου 40 άλλων εταιρειών, δικαστής εξέδωσε εντολή βάσει του άρθρου 88a του ΚΠΔ για τη χορήγηση όλων των δεδομένων τηλεπικοινωνιακής κίνησης από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εταιρείας Π., συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου όλων των μηνυμάτων. Η εντολή εκδόθηκε μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου Pl. ÚS 24/10 που κατήργησε το άρθρο 97 § 3 του Νόμου περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνίας.
Στις 30 Νοεμβρίου 2011, ο πάροχος παρέδωσε το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής θυρίδας, συμπεριλαμβανομένων μηνυμάτων που είχε συντάξει η προσφεύγουσα και προωθηθεί στον Μ.Π. από τρίτο.
Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε στις 16 Αυγούστου 2012 και παραπέμφθηκε σε δίκη στις 24 Ιουνίου 2013. Στις 18 Μαρτίου 2015, το Δημοτικό Δικαστήριο Πράγας την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή και χρηματική ποινή 50.000 τσεχικών κορονών. Το Εφετείο απέρριψε την έφεσή της στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεσή της στις 28 Μαρτίου 2018 και το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την συνταγματική προσφυγή της στις 27 Μαρτίου 2019.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 – Ιδιωτική ζωή και αλληλογραφία
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 8 προστατεύει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των ανταλλαγών στις οποίες συμμετέχουν τα άτομα για σκοπούς επικοινωνίας, ανεξαρτήτως του περιεχομένου και της μορφής τους. Η ηλεκτρονική αλληλογραφία, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής, εμπίπτει στην έννοια της αλληλογραφίας.
Ως προς το αν υπήρξε επέμβαση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόκτηση του περιεχομένου των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της προσφεύγουσας από την ηλεκτρονική θυρίδα τρίτου, στον οποίο είχαν προωθηθεί, και η χρήση τους ως αποδεικτικό μέσο συνιστούσαν επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας της. Η προσφεύγουσα δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα με την αποστολή των μηνυμάτων, αλλά είχε εύλογη προσδοκία ότι η ιδιωτικότητα των επικοινωνιών της θα γινόταν σεβαστή.
Ως προς το αν η επέμβαση ήταν «σύμφωνη με τον νόμο», το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η δικαστική εντολή εκδόθηκε βάσει του άρθρου 88a του ΚΠΔ, το οποίο αφορούσε δεδομένα τηλεπικοινωνιακής κίνησης και όχι το περιεχόμενο των επικοινωνιών. Τα τέσσερα επίπεδα δικαστηρίων κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς τη νομική βάση απόκτησης του αποδεικτικού υλικού, αναφερόμενα συνολικά σε τρεις διατάξεις (άρθρα 88, 88a και 158d του ΚΠΔ).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δικαστική εντολή εκδόθηκε μετά την κατάργηση του άρθρου 97 § 3 του Νόμου περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (που απαγόρευε την αποθήκευση του περιεχομένου επικοινωνιών) και πριν την έναρξη ισχύος της τροποποίησης που επανέφερε την απαγόρευση. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν απάντησαν επαρκώς στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την υποχρέωση εμπιστευτικότητας του παρόχου.
Επιπλέον, το Ανώτατο και το Συνταγματικό Δικαστήριο, συγκρίνοντας τα άρθρα 88a και 158d, αναφέρθηκαν στη μεταγενέστερη τροποποιημένη έκδοση του άρθρου 88a, η οποία δεν ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εντολής.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου στερούνταν σαφήνειας και συνοχής και δεν ήταν προβλέψιμη. Κατά συνέπεια, η επέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με τον νόμο» και διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6 § 1 – Δίκαιη δίκη
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 6 δεν θεσπίζει κανόνες περί παραδεκτότητας αποδεικτικών μέσων, ζήτημα που ρυθμίζεται κυρίως από το εσωτερικό δίκαιο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η διαδικασία ως σύνολο, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου απόκτησης του αποδεικτικού μέσου, ήταν δίκαιη.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι τίποτα δεν υποδεικνύει ότι η αστυνομία ενήργησε κακόπιστα ή κατά εσκεμμένη παραβίαση τυπικών κανόνων κατά την απόκτηση και εκτέλεση της δικαστικής εντολής. Η παρανομία αφορούσε το περιεχόμενο της εντολής και την ασυνεπή προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων.
Η προσφεύγουσα είχε πραγματική δυνατότητα να αμφισβητήσει τη χρήση του αποδεικτικού μέσου ενώπιον τεσσάρων επιπέδων δικαστηρίων. Δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα των μηνυμάτων ούτε την αξιοπιστία τους. Αν και το αποδεικτικό μέσο ήταν αποφασιστικής σημασίας για την καταδίκη της, η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται ότι όταν το αποδεικτικό μέσο είναι ισχυρό και αξιόπιστο, η ανάγκη επικουρικών αποδεικτικών μέσων είναι αντιστοίχως μικρότερη.
Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά ήπια επέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας κατά το άρθρο 8 και το γεγονός ότι τα δικαιώματα υπεράσπισής της τηρήθηκαν δεόντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνολική δικαιότητα της δίκης δεν θίγηκε ανεπανόρθωτα από την αποδοχή του επίμαχου αποδεικτικού μέσου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα μη παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Ο νόμος πρέπει να είναι αρκετά σαφής ώστε να παρέχει στους πολίτες επαρκή ένδειξη των περιστάσεων υπό τις οποίες και των συνθηκών υπό τις οποίες οι δημόσιες αρχές έχουν εξουσία να καταφύγουν στη μυστική και εν δυνάμει επικίνδυνη αυτή επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας» (παρ. 32).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία σχετικά με την προστασία της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και τις εγγυήσεις που απαιτούνται για την πρόσβαση των αρχών στο περιεχόμενο ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Η απόφαση επιβεβαιώνει τις αρχές που διατυπώθηκαν στις υποθέσεις Roman Zakharov κατά Ρωσίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 04.12.2015 με αριθμ. προσφ. 47143/06 και Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 25.05.2021 με αριθμ. προσφ. 35252/08, σχετικά με την ανάγκη επαρκών εγγυήσεων κατά της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης στην υποκλοπή, διατήρηση και πρόσβαση τόσο στο περιεχόμενο επικοινωνιών όσο και στα σχετικά δεδομένα κίνησης.
Η υπόθεση αναδεικνύει το πρόβλημα της ασυνέπειας των εθνικών δικαστηρίων κατά την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου. Το γεγονός ότι τέσσερα επίπεδα δικαστηρίων κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς τη νομική βάση απόκτησης του αποδεικτικού υλικού καταδεικνύει έλλειψη σαφήνειας που υπονομεύει την προβλεψιμότητα του νόμου.
Αξιοσημείωτη είναι η προσέγγιση του Δικαστηρίου στο άρθρο 6. Παρά τη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της δίκαιης δίκης. Η νομολογία αυτή ακολουθεί τη γραμμή των υποθέσεων Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 12.05.2000 με αριθμ. προσφ. 35394/97 και Prade κατά Γερμανίας της 03.03.2016 με αριθμ. προσφ. 7215/10, επιβεβαιώνοντας ότι η χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων δεν συνεπάγεται αυτομάτως παραβίαση του άρθρου 6.
Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ παρουσιάζει ομοιότητες με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε υποθέσεις σχετικές με τη διατήρηση δεδομένων, όπως οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Digital Rights Ireland της 08.04.2014 (C-293/12 και C-594/12), όπου το ΔΕΕ ακύρωσε την Οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων λόγω δυσανάλογης επέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει επίσης αναπτύξει νομολογία σχετικά με την παρακολούθηση επικοινωνιών. Στη Γενική Παρατήρηση αριθ. 16 για το άρθρο 17 του ΔΣΑΠΔ, η Επιτροπή τόνισε ότι η συλλογή και διατήρηση προσωπικών πληροφοριών σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τράπεζες δεδομένων και άλλες συσκευές πρέπει να ρυθμίζεται από τον νόμο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απόφαση είναι συνεπής με προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την «ποιότητα του νόμου» ως προϋπόθεση νόμιμης επέμβασης στα δικαιώματα του άρθρου 8.
Ταυτόχρονα, η μη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 μπορεί να θεωρηθεί προβληματική υπό μία οπτική, καθώς επιτρέπει τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων, αρκεί η υπεράσπιση να είχε τη δυνατότητα να τα αμφισβητήσει. Η προσέγγιση αυτή διαφέρει από τη νομολογία ορισμένων εθνικών δικαστηρίων που εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες αποκλεισμού παρανόμων αποδεικτικών μέσων.
Συμπερασματικά, η Macharik αποτελεί χρήσιμο οδηγό ως προς τις απαιτήσεις σαφήνειας και προβλεψιμότητας του νομοθετικού πλαισίου για την πρόσβαση σε ηλεκτρονικές επικοινωνίες, αλλά αφήνει περιθώριο για τη χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
