ΑΠΟΦΑΣΗ
Diaco και Lenchi κατά Ιταλίας της 11.12.2025 (προσφ. αριθ. 15587/10, 32536/10 και 18531/14)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες είναι δύο Ιταλοί δικηγόροι, ο Giuseppe Diaco και η Maria Alessandra Lenchi, οι οποίοι εκπροσώπησαν πελάτες δικαιούχους νομικής βοήθειας σε ποινικές και αστικές διαδικασίες αντίστοιχα. Μετά την ολοκλήρωση των υπηρεσιών τους, τα αρμόδια δικαστήρια εξέδωσαν διατάγματα πληρωμής (decreti di pagamento) που καθόριζαν τις αμοιβές τους. Τα διατάγματα αυτά, μετά την άπρακτη παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας ανακοπής τριάντα ημερών, κατέστησαν αμετάκλητα.
Παρά την έκδοση των διαταγμάτων, οι προσφεύγοντες αντιμετώπισαν σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή των οφειλόμενων ποσών. Ο πρώτος προσφεύγων είχε συνολικά 33 διατάγματα πληρωμής, με καθυστερήσεις που κυμαίνονταν από ένα έτος και ένα μήνα έως τρία έτη και επτά μήνες. Η δεύτερη προσφεύγουσα έλαβε πληρωμή για το διάταγμά της τέσσερα έτη και δύο μήνες μετά την κατάθεσή του στη γραμματεία, καθώς ο φάκελός της είχε χαθεί και ανασυστάθηκε μόλις το 2016.
Οι καθυστερήσεις οφείλονταν σε πολλαπλούς παράγοντες: διοικητικά προβλήματα στη διαχείριση των φακέλων, ανεπαρκή κονδύλια για την πληρωμή των αμοιβών και δυσλειτουργίες στη διαβίβαση των διαταγμάτων. Χαρακτηριστικά, το Πρωτοδικείο του Μιλάνου κάλεσε τους δικηγόρους να αναβάλουν την έκδοση τιμολογίων για το 2018, καθώς τα διαθέσιμα κονδύλια δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των τιμολογίων των ετών 2016 και 2017.
Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου λόγω της αδυναμίας του Κράτους να καταβάλει εγκαίρως τις αναγνωρισμένες απαιτήσεις τους.
Το ΕΔΔΑ έκρινε καταρχάς ότι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τυγχάνει εφαρμογής, καθώς τα διατάγματα πληρωμής αναγνώριζαν απαιτήσεις που συνιστούσαν «περιουσία» κατά την έννοια της διάταξης. Απέρριψε την ένσταση μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων που προέβαλε η Κυβέρνηση, κρίνοντας ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από άτομο που έχει αναγνωρισμένη απαίτηση κατά του Κράτους να κινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για να λάβει τα οφειλόμενα.
Ως προς την ουσία, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αφετηρία υπολογισμού της καθυστέρησης πρέπει να είναι η ημερομηνία κατάθεσης του διατάγματος πληρωμής στη γραμματεία, όταν οι δικαστικές αρχές αναγνώρισαν την ύπαρξη της απαίτησης. Υπενθύμισε ότι καθυστέρηση πέραν του ενός έτους θεωρείται κατ’ αρχήν αδικαιολόγητη, ενώ για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια με ανώτατο όριο τους έξι μήνες.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια στην καταβολή αμοιβών για νομική βοήθεια, λόγω της θεμελιώδους αποστολής του δικηγόρου σε μια δημοκρατική κοινωνία και του ουσιώδους ρόλου της νομικής βοήθειας στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Εκτίμησε ότι η συνολική καθυστέρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, το ένα έτος συνολικά, εξαιρουμένης της προθεσμίας ανακοπής.
Διαπίστωσε ότι οι καθυστερήσεις κυμαίνονταν, μετά την αφαίρεση της προθεσμίας ανακοπής, από λίγο περισσότερο από ένα έτος έως τέσσερα έτη και ένα μήνα, και ότι η Κυβέρνηση δεν προέβαλε πειστική εξήγηση. Κατέληξε ότι η αδράνεια των αρχών να διεκπεραιώσουν τους φακέλους και να εκτελέσουν εγκαίρως τα διατάγματα πληρωμής επέβαλε στους προσφεύγοντες υπερβολικό βάρος.
Υπό το πρίσμα του άρθρου 46, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να εντοπίσουν, βάσει στατιστικών δεδομένων, τις διαρθρωτικές δυσλειτουργίες, να προσδιορίσουν τα αίτιά τους και να υιοθετήσουν γενικά μέτρα για την επίλυσή τους.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε για ηθική βλάβη 7.200 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 1.000 ευρώ στην δεύτερη προσφεύγουσα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι δύο Ιταλοί δικηγόροι: ο Giuseppe Diaco, ο οποίος εκπροσώπησε πελάτες δικαιούχους νομικής βοήθειας σε πολλές ποινικές διαδικασίες, και η Maria Alessandra Lenchi, η οποία εκπροσώπησε πελάτη σε αστική διαδικασία.
Σε διάφορες ημερομηνίες, οι προσφεύγοντες έλαβαν διατάγματα πληρωμής που καθόριζαν τις αμοιβές τους. Ελλείψει ανακοπής από τους διαδίκους, τα διατάγματα κατέστησαν οριστικά μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας τριάντα ημερών. Κατόπιν σχετικής άδειας από τη γραμματεία του δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες απέστειλαν τα τιμολόγιά τους προς πληρωμή. Τα οφειλόμενα ποσά δεν καταβλήθηκαν εγκαίρως, με αποτέλεσμα οι ενδιαφερόμενοι να απευθυνθούν στις αρμόδιες αρχές.
Ειδικά για την προσφυγή αριθ. 18531/14, το Πρωτοδικείο του Vigevano εξέδωσε υπέρ της προσφεύγουσας διάταγμα πληρωμής στις 26 Ιουνίου 2013, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία στις 3 Ιουλίου 2013. Κατόπιν πολλαπλών ανταλλαγών ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σχετικά με καθυστέρηση στη διαδικασία εκτέλεσης, η ενδιαφερομένη πληροφορήθηκε ότι ο φάκελός της είχε χαθεί. Το 2016 ανασυστάθηκε ο φάκελος και το διάταγμα κατέστη εκτελεστό στις 20 Οκτωβρίου 2016. Στις 22 Μαΐου 2017 το Πρωτοδικείο του Μιλάνου ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι τα κονδύλια για την πληρωμή τιμολογίων του 2013 δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα. Η πληρωμή πραγματοποιήθηκε τελικά στις 15 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο πρώτος προσφεύγων είχε 33 διατάγματα πληρωμής με καθυστερήσεις από ένα έτος και ένα μήνα έως τρία έτη και επτά μήνες μεταξύ της κατάθεσης του διατάγματος και της πληρωμής.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η μη εκτέλεση απόφασης που αναγνωρίζει δικαίωμα ιδιοκτησίας συνιστά επέμβαση κατά την έννοια της πρώτης περιόδου του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Όσον αφορά την αφετηρία υπολογισμού της καθυστέρησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατάθεσης του διατάγματος πληρωμής στη γραμματεία, η οποία αποτελεί τη στιγμή κατά την οποία οι δικαστικές αρχές αναγνώρισαν την ύπαρξη απαιτήσεων υπέρ των προσφευγόντων.
Υπενθύμισε ότι κατ’ αρχήν καθυστέρηση μικρότερη του ενός έτους θεωρείται συμβατή με τη Σύμβαση, ενώ μεγαλύτερη καθυστέρηση είναι κατ’ αρχάς αδικαιολόγητη. Ωστόσο, το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί υπό ιδιαίτερες περιστάσεις. Η εκτέλεση ορισμένων αποφάσεων πρέπει να πραγματοποιείται σε αυστηρότερη προθεσμία, ιδίως λόγω της μικρής πολυπλοκότητας της διαδικασίας ή της σημασίας του διακυβεύματος. Καθυστέρηση που υπερβαίνει τους έξι μήνες πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται αδικαιολόγητη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διαδικασίες που βάρυναν τις αρχές δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκες, δεδομένου ότι επρόκειτο για κοινοποίηση του διατάγματος στους διαδίκους, χορήγηση άδειας στους δικηγόρους να αποστείλουν τιμολόγιο και καταβολή των ποσών.
Έκρινε ότι απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια στην καταβολή αμοιβών δικηγόρων στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας, όχι μόνο λόγω της θεμελιώδους αποστολής του δικηγόρου σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά και λόγω του ουσιώδους ρόλου της νομικής βοήθειας στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στην αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Σύμβαση. Τόνισε τη σημασία της νομικής βοήθειας για την ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων, ιδίως των πλέον ευάλωτων, όσον αφορά την πρόσβαση σε δικαστήριο και γενικότερα σε δίκαιη δίκη.
Κατέληξε ότι η συνολική καθυστέρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, το ένα έτος — εξαιρουμένης της προθεσμίας ανακοπής — και κατ’ αρχήν έξι μήνες μεταξύ της κατάθεσης των διαταγμάτων και της δυνατότητας αποστολής τιμολογίου, και έξι μήνες μεταξύ της αποστολής του τιμολογίου και της πληρωμής.
Διαπίστωσε ότι οι καθυστερήσεις μεταξύ της κατάθεσης των διαταγμάτων πληρωμής και της καταβολής κυμαίνονταν, μετά την αφαίρεση της προθεσμίας ανακοπής, από λίγο περισσότερο από ένα έτος έως τέσσερα έτη και ένα μήνα. Η Κυβέρνηση δεν προέβαλε πειστική εξήγηση για τις καθυστερήσεις.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αδράνεια των αρχών να διεκπεραιώσουν τους φακέλους των προσφευγόντων και να εκτελέσουν εγκαίρως τα διατάγματα πληρωμής επέβαλε στους ενδιαφερομένους υπερβολικό βάρος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε για ηθική βλάβη 7.200 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα και 1.000 ευρώ στην δεύτερη προσφεύγουσα.
Άρθρο 46 – Γενικά μέτρα
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κλήθηκε να αποφανθεί για πρώτη φορά επί του ζητήματος της καθυστέρησης στην καταβολή αμοιβών δικηγόρων στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας. Οι παρούσες προσφυγές αφορούν 44 διατάγματα πληρωμής, ενώ 13 επιπλέον προσφυγές σχετικές με 47 διατάγματα είναι εκκρεμείς.
Παρατήρησε ότι οι διαπιστωθείσες καθυστερήσεις δεν φαίνεται να αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά. Από τα στατιστικά στοιχεία για το Πρωτοδικείο της Ρώμης προκύπτει ότι το 2018 η καθυστέρηση μεταξύ έκδοσης τιμολογίου και πληρωμής υπερέβαινε τους 14 μήνες. Η Κυβέρνηση αναγνώρισε ότι σε ορισμένες περιφέρειες εφετείων παρατηρούνται μέσες καθυστερήσεις άνω των 12 μηνών λόγω τοπικής υποχρηματοδότησης ή έλλειψης προσωπικού.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία γενικά μέτρα ώστε να επαληθεύσουν, ιδίως βάσει στατιστικών στοιχείων, την ύπαρξη διαρθρωτικών δυσλειτουργιών σε εθνικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένες περιφέρειες εφετείων, να προσδιορίσουν τα διάφορα αίτια των τυχόν διαπιστούμενων δυσλειτουργιών και, ενδεχομένως, να εντοπίσουν και να υιοθετήσουν γενικά μέτρα ικανά να επιλύσουν τα προβλήματα και να αποτρέψουν παρόμοιες παραβιάσεις στο μέλλον.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Το Δικαστήριο εκτιμά ότι απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια στην καταβολή των αμοιβών που οφείλονται στους δικηγόρους στο πλαίσιο της νομικής βοήθειας, λόγω όχι μόνο της θεμελιώδους αποστολής του δικηγόρου σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά και του ουσιώδους ρόλου της νομικής βοήθειας στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στην αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Σύμβαση» (παρ. 84).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αφορά το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες νομικής βοήθειας και αντιμετωπίζουν σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή των αμοιβών τους από το Κράτος.
Η απόφαση επιβεβαιώνει τη νομολογία του ΕΔΔΑ σύμφωνα με την οποία η μη εκτέλεση απόφασης που αναγνωρίζει περιουσιακό δικαίωμα συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, όπως αναπτύχθηκε στις υποθέσεις Viaşu κατά Ρουμανίας της 09.12.2008 με αριθμ. προσφ. 75951/01, Bourdov κατά Ρωσίας (αριθ. 2) της 15.01.2009 με αριθμ. προσφ. 33509/04 και Gerasimov κ.α. κατά Ρωσίας της 01.07.2014 με αριθμ. προσφ. 29920/05.
Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από προηγούμενες υποθέσεις καθυστερημένης καταβολής αποζημίωσης, καθώς αφορά ειδικά τη νομική βοήθεια και τον ρόλο της στην αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Το Δικαστήριο θέτει αυστηρότερο χρονικό πλαίσιο — ένα έτος συνολικά, με έξι μήνες για κάθε στάδιο — αναγνωρίζοντας τη σημασία της έγκαιρης αμοιβής των δικηγόρων για τη διασφάλιση της πρόσβασης των ευάλωτων πολιτών στη δικαιοσύνη.
Αξιοσημείωτη είναι η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την αφετηρία υπολογισμού της καθυστέρησης. Απέρριψε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η αφετηρία πρέπει να είναι η αποστολή του τιμολογίου, κρίνοντας ότι η επέμβαση ξεκινά από την κατάθεση του διατάγματος πληρωμής, όταν το Κράτος αναγνωρίζει την ύπαρξη της απαίτησης.
Η επίκληση του άρθρου 46 για την ένδειξη γενικών μέτρων υποδηλώνει ότι το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται το πρόβλημα ως διαρθρωτικό και όχι ως μεμονωμένα περιστατικά. Η υποχρέωση του Κράτους να εντοπίσει τα αίτια των δυσλειτουργιών βάσει στατιστικών δεδομένων αποτελεί σημαντική καινοτομία που θα μπορούσε να επηρεάσει παρόμοιες υποθέσεις σε άλλα Κράτη-μέλη.
Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση παρουσιάζει ομοιότητες με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε υποθέσεις σχετικές με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τη νομική βοήθεια. Στη Συμβουλευτική Γνώμη OC-11/90 της 10.08.1990, το Διαμερικανικό Δικαστήριο τόνισε ότι η νομική βοήθεια είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ιδίως για τα ευάλωτα άτομα, και ότι τα Κράτη οφείλουν να λαμβάνουν θετικά μέτρα για την εξάλειψη των εμποδίων στην άσκηση αυτού του δικαιώματος.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στο πλαίσιο του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, έχει επίσης τονίσει τη σημασία της αποτελεσματικής νομικής βοήθειας. Στο Γενικό Σχόλιο αριθ. 32 για το άρθρο 14 (2007), η Επιτροπή σημείωσε ότι η νομική βοήθεια πρέπει να παρέχεται με τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική πρόσβαση σε δικαστήριο, και ότι τα Κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι δικηγόροι που παρέχουν νομική βοήθεια αμείβονται επαρκώς ώστε να διατηρείται η ποιότητα της εκπροσώπησης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απόφαση ακολουθεί τη νομολογία του ΕΔΔΑ για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και εισάγει σημαντικές διευκρινίσεις για το συγκεκριμένο πλαίσιο της νομικής βοήθειας.
Η θέσπιση συγκεκριμένων χρονικών ορίων — ένα έτος συνολικά, με έξι μήνες ανά στάδιο — παρέχει σαφή καθοδήγηση στα Κράτη-μέλη. Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ακόμη και αυτά τα όρια είναι υπερβολικά επιεική για έναν απλό διοικητικό έλεγχο και την καταβολή ενός ποσού που έχει ήδη καθοριστεί δικαστικά.
Η απόφαση αναδεικνύει τη σύνδεση μεταξύ της έγκαιρης αμοιβής των δικηγόρων και της αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Όπως ορθά επισημαίνει η παρεμβαίνουσα οργάνωση UCPI, η χρόνια καθυστέρηση στις πληρωμές αποθαρρύνει τους δικηγόρους από το να εγγράφονται στους καταλόγους νομικής βοήθειας, πλήττοντας τελικά τα δικαιώματα των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.
Η επίκληση του άρθρου 46 αποτελεί θετική εξέλιξη, καθώς αναγνωρίζει τη διαρθρωτική διάσταση του προβλήματος και υποχρεώνει το Κράτος να αναλάβει συστηματική δράση. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο κατά πόσον η Επιτροπή Υπουργών θα εποπτεύσει αποτελεσματικά την εφαρμογή αυτών των μέτρων.
Συμπερασματικά, η απόφαση Diaco και Lenchi αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία για τη νομική βοήθεια και θέτει σαφείς υποχρεώσεις για τα Κράτη-μέλη. Η σύνδεση που επιχειρεί μεταξύ της αμοιβής των δικηγόρων και της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ευάλωτων πολιτών αποτελεί ουσιαστική αναγνώριση του κρίσιμου ρόλου της νομικής βοήθειας σε μια δημοκρατική κοινωνία.
