ΑΠΟΦΑΣΗ
ELINOIL A.E. και EKO AVEE κατά Ελλάδος της 27.11.2025 (προσφ. αριθ. 2030/15 και 5 άλλες προσφυγές)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες είναι ελληνικές εταιρείες πετρελαιοειδών (ELINOIL A.E. και ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) που κατείχαν ειδική άδεια αγοράς καυσίμων απευθείας από διυλιστήρια και εμπορίας τους υπό προνομιακό φορολογικό καθεστώς (τύπου Ε). Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση Τ.3300/1984, τα καύσιμα για εφοδιασμό πλοίων μπορούσαν να εξαιρούνται από δασμούς και φόρους. Οι εταιρείες διατηρούσαν «ελεύθερα αποθέματα» για τα οποία είχαν προκαταβάλει τους αναλογούντες φόρους. Από τα αποθέματα αυτά, οι εταιρείες μπορούσαν να προμηθεύουν καύσιμα σε πρατηριούχους, οι οποίοι στη συνέχεια τα χρησιμοποιούσαν για εφοδιασμό πλοίων. Κατά τη διαδικασία εφοδιασμού απαιτούνταν η παρουσία τελωνειακού υπαλλήλου. Μετά την υποβολή του σχετικού εντύπου στις τελωνειακές αρχές, η εταιρεία πετρελαιοειδών μπορούσε να αιτηθεί συμψηφιστική ατέλεια, ώστε να αναπληρώσει τα «ελεύθερα αποθέματά» της χωρίς επιβάρυνση.
Κατά τα έτη 1999 και 2001, οι τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι ορισμένες συναλλαγές εφοδιασμού που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1992 και 1995 ήταν «εικονικές», με αποτέλεσμα τη διάθεση καυσίμων στην κατανάλωση χωρίς καταβολή φόρων. Οι τελωνειακές αρχές επέβαλαν πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας στους πρατηριούχους και κήρυξαν τις προσφεύγουσες εταιρείες αστικώς συνυπεύθυνες για την καταβολή τους, λόγω της σχέσης τους με τους πρατηριούχους. Τα πρόστιμα κυμαίνονταν από 75.508 έως 845.604 ευρώ.
Οι προσφεύγουσες προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης. Το ΣτΕ έκρινε ότι, βάσει συστηματικής ερμηνείας του νομικού πλαισίου, οι εταιρείες πετρελαιοειδών είχαν αποκλειστική ευθύνη για τον εφοδιασμό καυσίμων στα πλοία, καθώς οι πρατηριούχοι ενεργούσαν για λογαριασμό τους. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες θεωρήθηκαν κύριοι και αποδέκτες των λαθραίων καυσίμων κατά τον χρόνο των εικονικών συναλλαγών.
Το ΣτΕ απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό των προσφευγουσών περί απαλλαγής από την αστική συνευθύνη λόγω άγνοιας των παράνομων πράξεων. Σύμφωνα με το άρθρο 108 του Τελωνειακού Κώδικα, για την απαλλαγή απαιτείτο να αποδειχθεί ότι ο ενδιαφερόμενος «δεν ηδύνατο καθ’ οιονδήποτε τρόπον να γνωρίζη περί της πιθανότητος τελέσεως λαθρεμπορίας». Το ΣτΕ ερμήνευσε τη διάταξη αυτή ως θεσπίζουσα υποχρέωση των εταιρειών πετρελαιοειδών να ελέγχουν τα έγγραφα που υποβάλλονταν από τους πρατηριούχους και να λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας. Καθώς οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι είχαν λάβει τέτοια μέτρα, η ευθύνη τους δεν μπορούσε να απαλειφθεί.
Ενώπιον του ΕΔΔΑ, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν παραβίαση του άρθρου 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας), καθώς τα εθνικά δικαστήρια καθιέρωσαν «τεκμήριο ενοχής» σε βάρος τους για αδικήματα τρίτων. Επικαλέστηκαν επίσης παραβίαση του άρθρου 7, υποστηρίζοντας ότι τα επιβληθέντα μέτρα δεν είχαν νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο, και σε ορισμένες περιπτώσεις ότι έπρεπε να εφαρμοστεί αναδρομικά ηπιότερη κύρωση. Τέλος, κατήγγειλαν παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε τις προσφυγές από κοινού λόγω της ομοιότητας του αντικειμένου τους.
Όσον αφορά τις προσφυγές 11663/19 και 24406/19, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ΣτΕ είχε κηρύξει απαράδεκτους όλους τους σχετικούς λόγους αναίρεσης λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 53 § 3 του Π.Δ. 18/1989. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν εξάντλησαν τα εσωτερικά ένδικα μέσα.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες προσφυγές (2030/15, 30303/19, 30349/19 και 30351/19), το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:
Υπό το πρίσμα του άρθρου 7, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει τη σταδιακή διασαφήνιση των κανόνων ποινικής ευθύνης μέσω δικαστικής ερμηνείας, εφόσον η εξέλιξη αυτή είναι συνεπής με την ουσία του αδικήματος και ευλόγως προβλέψιμη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία του ΣτΕ σχετικά με την αστική συνευθύνη των προσφευγουσών δεν ήταν ασύμβατη με την ουσία του αδικήματος και μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί. Οι προσφεύγουσες, ως εξειδικευμένες εταιρείες με ειδικές άδειες που δραστηριοποιούνται σε έντονα ρυθμιζόμενη αγορά, όφειλαν να επιδεικνύουν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά τις συναλλαγές τους. Το γεγονός ότι η ερμηνεία του ΣτΕ διέφερε από αυτήν ορισμένων κατώτερων δικαστηρίων δεν συνιστούσε απόκλιση από παγιωμένη νομολογία, αλλά καθοριστική ερμηνεία του νομικού πλαισίου από την Ολομέλεια του ΣτΕ το 2012. Η αιτίαση αυτή κρίθηκε προδήλως αβάσιμη.
Όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή ηπιότερης κύρωσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν προβάλει το σχετικό ισχυρισμό ενώπιον του ΣτΕ ή δεν είχαν τηρήσει τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες. Συνεπώς, δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα.
Υπό το πρίσμα του άρθρου 6 § 2, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα Κράτη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιβάλλουν κυρώσεις για απλά ή αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως δόλου ή αμέλειας. Τα τεκμήρια δεν απαγορεύονται καταρχήν, εφόσον τα Κράτη παραμένουν εντός ευλόγων ορίων και διατηρούνται τα δικαιώματα υπεράσπισης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες δεν στερούνταν κάθε μέσου άμυνας για να αντικρούσουν το τεκμήριο, ούτε εξήγησαν γιατί το βάρος απόδειξης ήταν ανεπίτευκτο. Η εποπτεία της διαδικασίας από το Κράτος μέσω τελωνειακών υπαλλήλων δεν απάλλασσε τις προσφεύγουσες από τη διενέργεια ιδίων ελέγχων. Η αιτίαση της προσφυγής κρίθηκε προδήλως αβάσιμη.
Υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του ΠΠΠ, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η επιβολή των προστίμων συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας. Ωστόσο, η επέμβαση προβλεπόταν από το νόμο και εξυπηρετούσε θεμιτό δημόσιο συμφέρον, ήτοι την καταπολέμηση της λαθρεμπορίας. Όσον αφορά την αναλογικότητα, οι προσφεύγουσες δεν προσδιόρισαν τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες ούτε εξήγησαν πώς τα πρόστιμα ήταν επαχθή σε σχέση με τον κύκλο εργασιών ή τα κέρδη τους. Η υπόθεση διακρίνεται από την Μαμιδάκης κατά Ελλάδος, όπου τα πρόστιμα ήταν σημαντικά υψηλότερα και επιβλήθηκαν σε φυσικό πρόσωπο. Η αιτίαση κρίθηκε επίσης προδήλως αβάσιμη.
Το ΕΔΔΑ αποφάσισε να συνεκδικάσει τις προσφυγές και να τις κηρύξει απαράδεκτες.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες είναι ελληνικές εταιρείες πετρελαιοειδών (ELINOIL A.E. με έδρα την Κηφισιά και ΕΚΟ ΑΒΕΕ με έδρα την Αθήνα). Κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατείχαν ειδική άδεια αγοράς καυσίμων απευθείας από διυλιστήρια και εμπορίας υπό προνομιακό φορολογικό καθεστώς (τύπου Ε).
Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση Τ.3300/1984, τα καύσιμα για εφοδιασμό πλοίων μπορούσαν να τυγχάνουν απαλλαγής από δασμούς και φόρους. Οι εταιρείες διατηρούσαν «ελεύθερα αποθέματα» για τα οποία είχαν προκαταβάλει τους φόρους. Από αυτά τα αποθέματα προμήθευαν καύσιμα σε πρατηριούχους, οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν για εφοδιασμό πλοίων. Κατά τη διαδικασία απαιτούνταν η παρουσία τελωνειακού υπαλλήλου για επαλήθευση. Μετά την υποβολή του σχετικού εντύπου στις τελωνειακές αρχές, η εταιρεία μπορούσε να αιτηθεί συμψηφιστική ατέλεια για αναπλήρωση των αποθεμάτων της.
Κατά τα έτη 1999 και 2001, οι τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι ορισμένες συναλλαγές εφοδιασμού μεταξύ 1992 και 1995 ήταν εικονικές. Επέβαλαν πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας στους πρατηριούχους και κήρυξαν τις προσφεύγουσες αστικώς συνυπεύθυνες. Τα πρόστιμα κυμαίνονταν από 75.508 έως 845.604 ευρώ, αντιστοιχώντας στο τετραπλάσιο έως εξαπλάσιο των απλήρωτων φόρων και δασμών.
Οι προσφεύγουσες προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια. Το ΣτΕ, με τις αποφάσεις 2546/2014, 2797/2018, 2796/2018, 2798/2018, 1727/2018 και 2568/2018, απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης, επικυρώνοντας την αστική συνευθύνη των εταιρειών και τα επιβληθέντα πρόστιμα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 2,
Άρθρο 7,
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 7 – Αστική συνευθύνη των προσφευγουσών
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 7 δεν απαγορεύει τη σταδιακή διασαφήνιση των κανόνων ποινικής ευθύνης μέσω δικαστικής ερμηνείας, εφόσον η εξέλιξη αυτή είναι συνεπής με την ουσία του αδικήματος και ευλόγως προβλέψιμη.
Το ΣτΕ προέβη σε συνολική ερμηνεία του πολύπλοκου νομικού πλαισίου, εξετάζοντας τους σκοπούς των εφαρμοστέων διατάξεων: τη διασφάλιση ορθής χρήσης των καυσίμων από τα «ελεύθερα αποθέματα» και την αποτροπή κατάχρησης του συστήματος απαλλαγών μέσω λαθρεμπορίας. Οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν πειστικά αντίθετα επιχειρήματα. Η ερμηνεία σχετικά με την αστική συνευθύνη δεν ήταν ασύμβατη με την ουσία του αδικήματος και μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ερμηνεία του ΣτΕ διέφερε από εκείνη ορισμένων κατώτερων διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, τούτο δεν συνιστούσε απόκλιση από την πάγια νομολογία, αλλά καθοριστική ερμηνεία του νομικού πλαισίου από την Ολομέλεια του ΣτΕ το 2012, η οποία έκτοτε ακολουθείται παγίως.
Το Δικαστήριο έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη ότι οι προσφεύγουσες ήταν εξειδικευμένες εταιρείες με ειδικές άδειες, που δραστηριοποιούνταν σε έντονα ρυθμιζόμενη αγορά με ειδικό νομικό πλαίσιο. Κινδύνευαν να υποστούν αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση λαθρεμπορικών δραστηριοτήτων των πρατηριούχων. Κατά συνέπεια, όφειλαν να επιδεικνύουν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά τις συναλλαγές τους και να αξιολογούν τους κινδύνους της δραστηριότητάς τους.
Η ερμηνεία του ΣτΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις απαλλαγής από την αστική συνευθύνη ήταν ευλόγως προβλέψιμη.
Η αιτίαση κρίθηκε προδήλως αβάσιμη.
Άρθρο 7 – Αναδρομική εφαρμογή ηπιότερης κύρωσης
Στις προσφυγές 30303/19, 30349/19 και 30351/19, οι προσφεύγουσες κατήγγειλαν την παράλειψη αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 150 του Ν. 2960/2001, το οποίο κατ’ ισχυρισμό τους προέβλεπε ηπιότερη κύρωση. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στις προσφυγές 30303/19 και 30351/19 οι προσφεύγουσες δεν είχαν προβάλει τέτοια αιτίαση ενώπιον του ΣτΕ, ενώ στην προσφυγή 30349/19 δεν είχαν τηρήσει τους δικονομικούς κανόνες.
Οι προσφεύγουσες δεν εξάντλησαν τα εσωτερικά ένδικα μέσα.
Άρθρο 6 § 2 – Τεκμήριο αθωότητας
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιβάλλουν κυρώσεις για απλά ή αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως δόλου ή αμέλειας. Τα νομικά και πραγματικά τεκμήρια δεν απαγορεύονται καταρχήν, εφόσον τα Κράτη παραμένουν εντός ευλόγων ορίων, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του διακυβευομένου και τηρουμένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Τα όρια αυτά υπερβαίνονται όταν ένα τεκμήριο καθιστά αδύνατη την απαλλαγή του ατόμου από τις κατηγορίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες κρίθηκαν αστικώς συνυπεύθυνες βάσει του γεγονότος ότι ήταν οι εταιρείες προμήθειας που παρέμειναν κύριοι των λαθραίων καυσίμων καθ’ όλη τη διαδικασία εφοδιασμού. Ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν καμία εμπλοκή ή γνώση της λαθρεμπορικής δραστηριότητας. Το ΣτΕ απέρριψε τον ισχυρισμό ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι δεν είχαν λάβει μέτρα δέουσας επιμέλειας για να διασφαλίσουν τη γνησιότητα των συναλλαγών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν στερούνταν κάθε μέσου άμυνας για να αντικρούσουν το τεκμήριο, ούτε εξήγησαν γιατί το βάρος απόδειξης ήταν ανεπίτευκτο. Έστω και αν το Κράτος διενεργούσε ορισμένους ελέγχους μέσω τελωνειακών υπαλλήλων, τούτο δεν σήμαινε ότι οι προσφεύγουσες απαλλάσσονταν από τη διενέργεια δικών τους ελέγχων, δεδομένου ότι ήταν αδειοδοτημένοι επαγγελματίες που αιτούνταν φορολογική απαλλαγή στο δικό τους όνομα. Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τα δημοσιονομικά συμφέροντα του Κράτους σε φορολογικά ζητήματα.
Το βάρος απόδειξης που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες δεν ήταν παράλογο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Η αιτίαση κρίθηκε προδήλως αβάσιμη.
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου – Δικαίωμα περιουσίας
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κήρυξη των προσφευγουσών αστικώς συνυπεύθυνων για την καταβολή των προστίμων συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα που προστατεύεται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Η επέμβαση αυτή εμπίπτει στο δεύτερο εδάφιο, το οποίο επιτρέπει στα Κράτη να ελέγχουν τη χρήση της περιουσίας για εξασφάλιση καταβολής προστίμων.
Η επέμβαση προβλεπόταν από το νόμο και εξυπηρετούσε θεμιτό δημόσιο συμφέρον, ήτοι την καταπολέμηση της λαθρεμπορίας.
Όσον αφορά την αναλογικότητα, τα ποσά των προστίμων κυμαίνονταν από 75.508 έως 845.604 ευρώ. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν προσδιόρισαν τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, ούτε εξήγησαν πώς τα πρόστιμα ήταν επαχθή σε σχέση με τον κύκλο εργασιών ή τα κέρδη τους. Η υπόθεση διακρίνεται από την Μαμιδάκης κατά Ελλάδος, όπου τα πρόστιμα λαθρεμπορίας ανέρχονταν σε περίπου 5.000.000 ευρώ και επιβλήθηκαν σε φυσικό πρόσωπο.
Δεν υπάρχει βάση να συναχθεί ότι οι προσφεύγουσες υπέστησαν δυσανάλογο και υπέρμετρο βάρος.
Η αιτίαση κρίθηκε προδήλως αβάσιμη.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αφορά την αστική συνευθύνη εταιρειών πετρελαιοειδών για πρόστιμα λαθρεμπορίας που επιβλήθηκαν λόγω εικονικών συναλλαγών εφοδιασμού πλοίων από πρατηριούχους και τελωνειακούς υπαλλήλους.
Η απόφαση εφαρμόζει τις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση Rohlena κατά Τσεχίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 27.01.2015 με αριθμ. προσφ. 59552/08, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 7 δεν απαγορεύει τη σταδιακή διασαφήνιση των κανόνων ποινικής ευθύνης μέσω δικαστικής ερμηνείας, εφόσον η εξέλιξη είναι συνεπής με την ουσία του αδικήματος και ευλόγως προβλέψιμη.
Όσον αφορά το τεκμήριο αθωότητας, η απόφαση ακολουθεί τη γραμμή της νομολογίας G.I.E.M. S.R.L. κ.ά. κατά Ιταλίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 28.06.2018 με αριθμ. προσφ. 1828/06 και Janosevic κατά Σουηδίας της 23.07.2002 με αριθμ. προσφ. 34619/97: τα τεκμήρια δεν απαγορεύονται, εφόσον δεν καθιστούν αδύνατη την άμυνα του κατηγορουμένου.
Η υπόθεση διακρίνεται από την Mamidakis κατά Ελλάδος της 11.01.2007 με αριθμ. προσφ. 35533/04, όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ λόγω του δυσανάλογου ύψους των προστίμων (περίπου 5.000.000 ευρώ σε φυσικό πρόσωπο).
Η απόφαση επιβεβαιώνει τις αυξημένες υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας που υπέχουν οι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε έντονα ρυθμιζόμενες αγορές, όπως διατυπώθηκε στην απόφαση Georgouleas και Nestoras κατά Ελλάδος της 28.05.2020 με αριθμ. προσφ. 44612/13 και 45831/13.
Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση σχετικά με την αστική συνευθύνη νομικών προσώπων για φορολογικά αδικήματα τρίτων παρουσιάζει ενδιαφέρουσα σύγκριση με τη νομολογία άλλων διεθνών οργάνων.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αναπτύξει εκτεταμένη νομολογία σχετικά με την ευθύνη υποκειμένων ΦΠΑ σε αλυσίδες εικονικών συναλλαγών. Στην υπόθεση Kittel (C-439/04 και C-440/04) της 06.07.2006, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο υποκείμενος στον φόρο που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι συμμετείχε σε απατηλή συναλλαγή μπορεί να απωλέσει το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ. Ωστόσο, το ΔΕΕ έχει επίσης τονίσει ότι οι φορολογικές αρχές δεν μπορούν να επιβάλλουν γενικευμένες υποχρεώσεις ελέγχου στους υποκείμενους (Mahagében, C-80/11, της 21.06.2012). Η ελληνική υπόθεση φαίνεται να θέτει υψηλότερες απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας απ’ ό,τι η νομολογία του ΔΕΕ σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει εξετάσει ζητήματα τεκμηρίων ενοχής στο πλαίσιο του άρθρου 14 § 2 του ΔΣΑΠΔ. Στη Γενική Παρατήρηση αριθ. 32 (2007), η Επιτροπή τόνισε ότι το βάρος απόδειξης βαρύνει την κατηγορούσα αρχή και ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Η αυστηρότητα με την οποία το ΣτΕ ερμήνευσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής θα μπορούσε να εγείρει ζητήματα συμβατότητας με τα διεθνή πρότυπα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απόφαση ακολουθεί την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τα τεκμήρια ευθύνης και τις υποχρεώσεις επαγγελματιών σε ρυθμιζόμενες αγορές.
Ταυτόχρονα, η απόφαση εγείρει ορισμένα ερωτηματικά. Πρώτον, η αποδοχή ότι οι εταιρείες πετρελαιοειδών όφειλαν να ανακαλύψουν συμπαιγνία μεταξύ πρατηριούχων και τελωνειακών υπαλλήλων — δηλαδή κρατικών οργάνων επιφορτισμένων με τον έλεγχο — θέτει εξαιρετικά υψηλό πρότυπο δέουσας επιμέλειας. Δεύτερον, το γεγονός ότι η ερμηνεία του ΣτΕ διατυπώθηκε το 2012 για πράξεις που τελέστηκαν μεταξύ 1992-1995 εγείρει ζητήματα αναδρομικής εφαρμογής δυσμενέστερης ερμηνείας, έστω και αν το Δικαστήριο δέχθηκε την προβλεψιμότητά της.
Συμπερασματικά, η απόφαση ELINOIL και EKO AVEE επιβεβαιώνει ότι το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα Κράτη σε φορολογικά ζητήματα, ακόμη και όταν οι κυρώσεις επιβάλλονται για πράξεις τρίτων, εφόσον παρέχεται στον ενδιαφερόμενο δυνατότητα απαλλαγής μέσω απόδειξης δέουσας επιμέλειας.
