Προσφυγή κατά: α) πράξης επιβολής προστίμου, ποσού 10.500 ευρώ, του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και ήδη της Ανεξάρτητης Αρχής «Επιθεώρηση Εργασίας», για την παράβαση της μη αναγραφής απασχολούμενου προσώπου (ως ανειδίκευτου εργάτη) στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού (Έντυπο Ε4) επιχείρησής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. 2874/2000(Α’ 286) και των άρθρων 5-8 του ν. 4554/2018 (Α’ 130), όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 65-68, αντιστοίχως, του ν. 4635/2019 (Α’ 167), και της, εκδοθείσας δυνάμει των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 8 του ν. 4554/2018 και 24 του ν. 3996/2011 (Α’ 170), υπ’ αριθ. 10694/364/04-03-2020 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 818), καθώς και β) εγγραφής για οφειλή ποσού 8.500 ευρώ απορρέουσα από την ως άνω πράξη επιβολής προστίμου, σε χρηματικό κατάλογο της Επιθεώρησης Εργασίας για τη βεβαίωση του υπολειπόμενου ποσού του ανωτέρω προστίμου, ύψους 8.500 ευρώ.
Η υπεύθυνη δήλωσή εργοδότη με την οποία αποδέχεται την πράξη επιβολής προστίμου και δηλώνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 6 του ν. 4554/2018 και στο 1 παρ. 6 της υπ’ αριθ.10694/364/0403-2020 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, την παραίτησή του από την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων βοηθημάτων, δεν επηρεάζει την παραδεκτή άσκηση της προσφυγής ούτε το αντικείμενο της δίκης, καθότι οι εν λόγω διατάξεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής, ειδικότερα διότι προσβάλλουν αθέμιτα το κατοχυρωμένο στην ΕΣΔΑ δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που εφαρμόζεται, κατά το «ποινικό» του σκέλος, σε σχέση με το επίμαχο πρόστιμο), αφού παρακινούν τον εργοδότη, προκειμένου να επωφεληθεί της έκπτωσης από το επιβληθέν πρόστιμο, να αποδεχθεί τις παραβάσεις που του απέδωσε η Διοίκηση, ενέργεια που οδηγεί σε αδυναμία δικαστικής αμφισβήτησης της οικείας καταλογιστικής πράξης.
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρεί στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού το προσωπικό που απασχολεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής και δη πριν από την εκ μέρους του ανάληψη εργασίας, εκτός κι αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας. Ο ισχυρισμός περί δοκιμαστικής απασχόλησης δεν αποτελεί λόγο απαλλαγής του εργοδότη από την τήρηση της υποχρέωσής αναγραφής του απασχολούμενου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού Ε4 πριν από την ανάληψη δοκιμαστικής υπηρεσίας, αλλά προβάλλεται αλυσιτελώς, δοθέντος ότι: α) στις προαναφερθείσες διατάξεις δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ κανονικής και δοκιμαστικής εργασίας ή σύμβασης μαθητείας, ούτε στην κείμενη εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία εν γένει, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο του ένδικου ελέγχου (15-07-2022), προβλεπόταν η δοκιμαστική απασχόληση κάποιου προσώπου χωρίς την τήρηση της απαιτούμενης διαδικασίας πρόσληψης και β) η δοκιμαστική εργασία θεωρείται πράξη εκτέλεσης εργασίας, αφού γίνεται υπό την εποπτεία του εργοδότη και κατόπιν εντολής του, ο δε εργαζόμενος τελεί σε σχέση εξάρτησης με τον εργοδότη του. Η διαπίστωση της μη αναγραφής εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της ένδικης παράβασης της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, η οποία επισύρει την επιβολή του ένδικου διοικητικού προστίμου, κατά δέσμια αρμοδιότητα των ελεγκτικών οργάνων και ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εργοδότη ή της εκ μέρους του γνώσης των οικείων ασφαλιστικών διατάξεων.
Κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 4554/2018, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, εφόσον, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου (15-07-2022), ο εργοδότης προέβαινε στην πρόσληψη του απασχολούμενου που διαπιστώθηκε, ως αδήλωτος, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, το πρόστιμο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 θα μειωνόταν στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Ωστόσο, εν προκειμένω κρίθηκε ότι η εν λόγω προθεσμία παρήλθε άπρακτη, ενώ δεν προκύπτει ότι λόγοι ανωτέρας βίας εμπόδισαν τον εργοδότη να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία. Τέλος, με την εν λόγω δικαστική απόφαση κρίθηκε ότι, όπως συνάγεται από τον σκοπό των οικείων διατάξεων, ο νομοθέτης απαιτεί για τη χορήγηση της έκπτωσης του ένδικου προστίμου την εντός της ως άνω προθεσμίας μετατροπή της σύμβασης εργασίας σε σύμβαση πλήρους απασχόλησης με διάρκεια τουλάχιστον ένα έτους, καθώς και την εντός της ίδιας προθεσμίας εν τοις πράγμασι εφαρμογή και τήρηση της εν λόγω μετατροπής προς κατοχύρωση του εργαζομένου, αναδρομική δε μετατροπή της σύμβασης από μερικής σε πλήρους απασχόλησης δεν νοείται κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ενώ διαφορετική ερμηνεία της θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστρατήγησή της.
