Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, Αριθμός Απόφασης: Α 2118/2025 (Τμήμα 6o Μονομελές)
Δικαστής : Αλεξάνδρα Πολυδώρου, Εφέτης Δ.Δ.
Έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά οριστικής απόφασης του Μον. Διοικ. Πρωτοδ. με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή κατά απόφασης του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ. της ΓΓΔΕ (ΑΑΔΕ) για καταλογισμό φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφορά αλληλεγγύης. Κρίσιμος χρόνος το 2011, εφαρμογή του ΚΦΕ 2238/1994. Εφαρμογή του Κ.Φ.Δ/σίας καθώς δεν είχε επιδοθεί προ του 2013 η εντολή ελέγχου. Φορολόγηση μη δηλωθέντος εισοδήματος ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα κατά το οικονομικό έτος, κατά το οποίο εισήχθη στην περιουσία του φορολογούμενου. Η φορολογική αρχή έχει το βάρος απόδειξης της τέλεσης φορολογικής παράβασης, η οποία μπορεί να προκύπτει και από έμμεσες αποδείξεις, όπως κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών οι οποίες δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Ο φορολογούμενος τεκμαίρεται ότι γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί του λογαριασμοί και οφείλει να χορηγήσει στην ελεγκτική αρχή τα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία προέλευσης των ποσών που δεν δικαιολογούνται από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Οι έμμεσες αποδείξεις, οι οποίες είναι αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις, δεν συνιστούν αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, αλλά κανόνα που αφορά τη φύση και τον τρόπο εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Όταν εισέρχεται σε κοινό λογαριασμό χρηματικό ποσό που δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματα, μπορεί να θεωρηθεί κατ΄εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων ότι συνιστά εισόδημα του συγκεκριμένου συνδικαιούχου του λογαριασμού. Αν δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων, εφαρμόζεται το τεκμήριο του άρθρου 493 του Α.Κ., σύμφωνα με το οποίο οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη στο ενεργητικό του. Οι συνδικαιούχοι παράσχουν στην φορολογική αρχή εξηγήσεις για τις οικονομικές πράξεις και την ατομική περιουσιακή κατάσταση ενός εκάστου εξ αυτών που προκύπτει από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών σχετικά με σημαντικά χρηματικά ποσά, ώστε να διερευνηθεί τυχόν γένεση φορολογικών υποχρεώσεων. Με την προβλεπόμενη από το άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ/σίας ενδικοφανή προσφυγή που ασκεί ο φορολογούμενος, σκοπείται η επανεξέταση της καταλογιστικής πράξης από την Διοίκηση. Δυνατότητα προβολής με το δικόγραφο της προσφυγής και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, αναφορικά με τα κεφάλαια της πράξης που αμφισβητήθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή και τα αιτήματα που διατυπώθηκαν με αυτήν, νομικών ζητημάτων τα οποία δεν είχαν προβληθεί, που ανάγονται στην ισχύ και το κύρος ή στην ερμηνεία διατάξεων νόμου ή γενικών αρχών του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δίχως να προϋποθέτουν έρευνα κρίσιμου πραγματικού, το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον της φορολογικής Διοίκησης. Λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, αλλά και εκτίμησης των αποδείξεων, όσον αφορά κατάθεση σε λογαριασμό της εφεσίβλητης με συνδικαιούχο τον πατέρα της. Ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι το συγκεκριμένο ποσό προερχόταν από επαγγελματική δραστηριότητα του πατέρα της, για τον οποίο προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, είχε προβληθεί τόσο κατά το ενδικοφανές στάδιο, όσο και κατά την ένδικη διαδικασία. Συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία νομίμως λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της προσφυγής, εφόσον είτε είχε προβληθεί ο λόγος, προς θεμελίωση του οποίου προσκομίζονται, στην Διοίκηση, είτε συνδέονται με τις αιτιολογικές βάσεις της απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής, καθώς πρόκειται για ουσιαστική διαφορά, όπου ο δικαστής εκτιμά και αξιολογεί τα στοιχεία του φακέλου. Δεν παραβιάστηκαν οι περί αποδείξεως κανόνες της διοικητικής δικονομίας ή σχετικές ουσιαστικές φορολογικές διατάξεις, ούτε υπήρξε προσβολή των περί ανταποδείξεως δικονομικών δικαιωμάτων της διοικήσεως. Ορθώς κρίθηκε ότι τα ποσά των καταθέσεων δεν αποτελούν πρωτογενείς καταθέσεις της εφεσίβλητης και δεν συνιστούν προσαύξηση της περιουσίας της υποκείμενη σε φορολογία εισοδήματος. Απορρίπτεται η έφεση.
