ΑΠΟΦΑΣΗ
Gondert κατά Γερμανίας της 16.12.2025 (προσφ. αριθ. 34701/21)
Βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Γερμανός δικηγόρος γεννηθείς το 1949, ήταν εταίρος στο γερμανικό γραφείο διεθνούς δικηγορικής εταιρείας με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2005 η εταιρεία αναθεώρησε το συνταξιοδοτικό σύστημα των εταίρων και το 2008, κατόπιν ερωτημάτων σχετικά με τη συμβατότητα του συστήματος με την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας, υιοθέτησε νέο σύστημα. Το αναθεωρημένο σύστημα δεν προέβλεπε δικαιώματα για εταίρους γεννηθέντες πριν από τον Μάιο 1946, ενώ για εταίρους γεννηθέντες μεταξύ Μαΐου 1946 και Απριλίου 1950 τα δικαιώματα αξιολογούνταν κατά περίπτωση. Εταίροι γεννηθέντες μετά τον Απρίλιο 1950 δικαιούνταν πενταετείς συνταξιοδοτικές παροχές. Ο προσφεύγων, βάσει αυτών των αρχών, δικαιούταν τριετείς παροχές.
Τον Φεβρουάριο 2014 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά της εταιρείας, ζητώντας δύο επιπλέον έτη παροχών, συνολικού ύψους τουλάχιστον 552.000 λιρών στερλινών. Υποστήριξε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα του 2008 συνιστούσε δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας, καθώς νεότεροι εταίροι δικαιούνταν δύο επιπλέον έτη παροχών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Φρανκφούρτης έκανε δεκτή την αγωγή του. Ωστόσο, το Εφετείο αναίρεσε την απόφαση, κρίνοντας ότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογούνταν υπό το πρίσμα της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, και αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια αναίρεσης.
Ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η ερμηνεία της Οδηγίας από το Εφετείο ήταν εσφαλμένη και απέκλινε από τη νομολογία του ΔΕΕ. Για πρώτη φορά ζήτησε επίσης την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, διατυπώνοντας τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
Στις 9 Οκτωβρίου 2018 το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, αναφέροντας μόνο ότι «εξέτασε επίσης το ζήτημα της υποχρέωσης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κατ’ άρθρο 267 § 3 ΣΛΕΕ», χωρίς περαιτέρω αιτιολογία. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει συνταγματική προσφυγή του προσφεύγοντος χωρίς να παράσχει αιτιολογία.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η Σύμβαση δεν εγγυάται αυτοτελές δικαίωμα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος σε άλλο εθνικό ή διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Ωστόσο, η άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος μπορεί να θίξει τη δικαιότητα της διαδικασίας όταν αποδεικνύεται αυθαίρετη, ιδίως όταν δεν διαθέτει επαρκή αιτιολογία. Όταν διάδικος έχει ζητήσει την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος και η αίτηση απορρίπτεται από δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει την απόρριψη υπό το πρίσμα των κριτηρίων CILFIT: είτε το ερώτημα είναι άσχετο, είτε η διάταξη του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ, είτε η ορθή εφαρμογή είναι τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο, παρά τη ρητή και αιτιολογημένη αίτηση του προσφεύγοντος για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, δεν ανέφερε κανένα από τα κριτήρια CILFIT στα οποία βασίστηκε για να απορρίψει την αίτηση. Η απλή δήλωση ότι «εξετάστηκε» το ζήτημα της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος δεν επαρκεί. Οι λόγοι της απόρριψης δεν προέκυπταν ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης ούτε από την απόφαση του Εφετείου, το οποίο δεν είχε εξετάσει ούτε τα κριτήρια CILFIT ούτε το ενδεχόμενο υποβολής προδικαστικού ερωτήματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1949 και διαμένει στο Bingen της Γερμανίας. Είναι δικηγόρος και υπήρξε εταίρος στο γερμανικό γραφείο διεθνούς δικηγορικής εταιρείας με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, συσταθείσας ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (LLP) κατά το δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας, έως τη συνταξιοδότησή του το 2014.
Το 2005 η εταιρεία αναθεώρησε το συνταξιοδοτικό σύστημα των εταίρων. Το 2006 το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου τροποποιήθηκε για να περιλάβει νέα απαγόρευση διακρίσεων στον χώρο εργασίας, η οποία ενσωματώθηκε στον Equality Act 2010. Η τροποποίηση μετέφερε την Οδηγία 2000/78/ΕΚ και επεκτάθηκε πέραν του πεδίου εφαρμογής της για να συμπεριλάβει και τους εταίρους LLP.
Το 2008, κατόπιν ερωτημάτων σχετικά με τη συμβατότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2005 με την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ηλικίας, η εταιρεία υιοθέτησε νέο σύστημα. Το αναθεωρημένο σύστημα δεν προέβλεπε δικαιώματα για εταίρους γεννηθέντες πριν από τον Μάιο 1946. Για εταίρους γεννηθέντες μεταξύ Μαΐου 1946 και Απριλίου 1950, τα δικαιώματα αξιολογούνταν κατά περίπτωση με αναφορά στις αξιώσεις τους υπό το σύστημα του 2005. Εταίροι γεννηθέντες μετά τον Απρίλιο 1950 δικαιούνταν πενταετείς συνταξιοδοτικές παροχές. Ο προσφεύγων, γεννηθείς το 1949, δικαιούνταν τριετείς παροχές.
Τον Φεβρουάριο 2014 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή, ζητώντας δύο επιπλέον έτη παροχών, συνολικού ύψους τουλάχιστον 552.000 λιρών στερλινών. Στις 30 Οκτωβρίου 2014 το Πρωτοδικείο Φρανκφούρτης έκανε δεκτή την αγωγή του, βασιζόμενο στον Equality Act 2010, την Οδηγία 2000/78/ΕΚ και τη νομολογία του ΔΕΕ.
Στις 30 Ιουνίου 2016 το Εφετείο Φρανκφούρτης αναίρεσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογούνταν. Σύμφωνα με το Εφετείο, οι κοινωνικοπολιτικοί στόχοι αποτελούν θεμιτούς λόγους δικαιολόγησης διαφορετικής μεταχείρισης βάσει ηλικίας. Το νέο σύστημα ήταν αναλογικό και επέτυχε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του περιορισμού των συνολικών δαπανών και της διαφύλαξης των δικαιολογημένων προσδοκιών των εταίρων. Το Εφετείο αρνήθηκε να χορηγήσει άδεια αναίρεσης.
Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Υποστήριξε ότι η ερμηνεία της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ από το Εφετείο ήταν εσφαλμένη και αποκλίνουσα από τη νομολογία του ΔΕΕ. Ζήτησε επίσης την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, διατυπώνοντας τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα.
Στις 9 Οκτωβρίου 2018 το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, αναφέροντας ότι «δεν συντρέχει κανένας από τους προβλεπόμενους εκ του νόμου λόγους» και ότι «εξέτασε επίσης το ζήτημα της υποχρέωσης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κατ’ άρθρο 267 § 3 ΣΛΕΕ», χωρίς περαιτέρω αιτιολογία.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει συνταγματική προσφυγή του προσφεύγοντος χωρίς αιτιολογία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Σύμβαση δεν εγγυάται αυτοτελές δικαίωμα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος σε άλλο εθνικό ή διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν είναι άσχετο με το άρθρο 6 § 1, καθώς η άρνηση εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να θίξει τη δικαιότητα της διαδικασίας, εφόσον η άρνηση αποδεικνύεται αυθαίρετη. Μια τέτοια άρνηση μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη όταν οι εφαρμοστέοι κανόνες δεν επιτρέπουν καμία εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής, όταν η άρνηση βασίζεται σε λόγους διαφορετικούς από τους προβλεπόμενους, ή όταν δεν αιτιολογείται δεόντως.
Η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους εξυπηρετεί τον σκοπό να καταστήσει δυνατή την κατανόηση της δικαστικής απόφασης από τους διαδίκους, η οποία αποτελεί ζωτική διασφάλιση κατά της αυθαιρεσίας. Επιπλέον, αποδεικνύει στους διαδίκους ότι εισακούστηκαν, συμβάλλοντας έτσι στην πληρέστερη αποδοχή της απόφασης.
Όταν διάδικος έχει ζητήσει την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος και η αίτηση απορρίπτεται από δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει την απόρριψη υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει η νομολογία του ΔΕΕ σύμφωνα με τα κριτήρια CILFIT. Συνεπώς, πρέπει να αναφέρει γιατί θεωρεί το ερώτημα ως μη σχετικό, γιατί η οικεία διάταξη του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή γιατί η ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου είναι τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας.
Οι λόγοι απόρριψης αιτήματος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος μπορούν να συναχθούν από την αιτιολογία της απόφασης του οικείου δικαστηρίου, από παραπομπή του δικαστηρίου σε προγενέστερη απόφασή του ή από την υιοθέτηση της αιτιολογίας κατώτερου δικαστηρίου, εφόσον αυτό εξέτασε τα κριτήρια CILFIT.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ζήτησε ρητά από το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, διατύπωσε δε τέσσερα συγκεκριμένα ερωτήματα και αιτιολόγησε γιατί ήταν αναγκαία η απάντησή τους από το ΔΕΕ. Το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα χρησιμοποιώντας συνοπτική διατύπωση και παρέλειψε αναλυτικότερη αιτιολογία σύμφωνα με το γερμανικό δικονομικό δίκαιο.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε την πίεση που ασκούν οι μεγάλοι αριθμοί εκκρεμών υποθέσεων στα ανώτατα δικαστήρια και τις προκλήσεις εξισορρόπησης μεταξύ της ανάγκης επιτάχυνσης των διαδικασιών, της συγκέντρωσης στις βασικές λειτουργίες και της παροχής αιτιολογίας. Ωστόσο, υπενθύμισε ότι η παροχή αιτιολογίας ως απάντηση στα αιτήματα των διαδίκων καθιστά δυνατή την κατανόηση της δικαστικής απόφασης και συμβάλλει στην αποδοχή της. Στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης που περιλαμβάνει αίτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, η απόρριψη, χωρίς να χρειάζεται να είναι αναλυτική, πρέπει τουλάχιστον να αναφέρει τα κριτήρια CILFIT στα οποία βασίστηκε. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι το ΔΕΕ επιβεβαίωσε σε πρόσφατη απόφαση ότι δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα οφείλει να εκθέσει στην απόφασή του τους λόγους για τους οποίους δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα.
Μολονότι το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο σημείωσε ότι εξέτασε αν είχε υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε την υποβολή ως μη αναγκαία. Δεν προσδιόρισε αν θεώρησε τα ερωτήματα του προσφεύγοντος ως μη σχετικά, αν η οικεία διάταξη είχε ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή αν η ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ήταν τόσο προφανής ώστε να μην αφήνει περιθώριο εύλογης αμφιβολίας. Οι λόγοι δεν προέκυπταν ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης, ούτε το Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο υιοθέτησε την αιτιολογία του Εφετείου, το οποίο δεν είχε εξετάσει ούτε το ενδεχόμενο υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ούτε τα κριτήρια CILFIT.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Όταν αίτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ έχει υποβληθεί από διάδικο και έχει απορριφθεί από εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εθνικό δίκαιο, το δικαστήριο οφείλει να αιτιολογήσει την απόρριψη υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει η νομολογία του ΔΕΕ σύμφωνα με τα κριτήρια CILFIT» (παρ. 37).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αφορά την υποχρέωση αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, ιδίως όταν απορρίπτονται αιτήματα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
Η απόφαση επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του, που εγκαθιδρύθηκε στις υποθέσεις Ullens de Schooten και Rezabek κατά Βελγίου της 20.09.2011 με αριθμ. προσφ. 3989/07 και 38353/07, Dhahbi κατά Ιταλίας της 08.04.2014 με αριθμ. προσφ. 17120/09, και Sanofi Pasteur κατά Γαλλίας της 13.02.2020 με αριθμ. προσφ. 25137/16: η άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη όταν δεν συνοδεύεται από επαρκή αιτιολογία υπό το πρίσμα των κριτηρίων CILFIT.
Αξιοσημείωτη είναι η συνέργεια μεταξύ της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ. Το Δικαστήριο παρέπεμψε ρητά στην απόφαση KUBERA του ΔΕΕ της 15.10.2024 (C-144/23), η οποία επιβεβαίωσε ότι εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού οφείλει να εκθέτει στην απόφασή του τους λόγους για τους οποίους δεν υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα. Η παραπομπή αυτή καταδεικνύει την αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών συστημάτων στην ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων.
Η απόφαση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Baydar κατά Κάτω Χωρών της 24.04.2018 με αριθμ. προσφ. 55385/14 και Harisch κατά Γερμανίας της 11.04.2019 με αριθμ. προσφ. 50053/16, όπου το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι λόγοι μη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος μπορούσαν να συναχθούν από την αιτιολογία της απόφασης ή από την υιοθέτηση της αιτιολογίας κατώτερου δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση, καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν πληρούνταν.
Η προκειμένη απόφαση είναι δογματικά συνεπής με την προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ και ενισχύει τις δικονομικές εγγυήσεις σε υποθέσεις που αφορούν το ενωσιακό δίκαιο.
Ταυτόχρονα, η απόφαση θέτει ένα σχετικά χαμηλό πρακτικό κατώφλι: αρκεί η αναφορά στα κριτήρια CILFIT, χωρίς να απαιτείται αναλυτική αιτιολογία. Αυτή η προσέγγιση εξισορροπεί την ανάγκη προστασίας των δικονομικών δικαιωμάτων με τις πρακτικές απαιτήσεις λειτουργίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Η ρητή παραπομπή στη νομολογία του ΔΕΕ (KUBERA) είναι αξιοσημείωτη, καθώς καταδεικνύει τη σύγκλιση μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών συστημάτων. Η απόφαση μπορεί να ενθαρρύνει τα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού να είναι πιο προσεκτικά στην αιτιολόγηση αποφάσεων που απορρίπτουν αιτήματα υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων.
Συμπερασματικά, η Gondert αποτελεί χρήσιμη υπενθύμιση ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν είναι απλή τυπικότητα αλλά ουσιώδης εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας, ιδίως όταν διακυβεύεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
