ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Ακυρότητα της σύμβασης – Αγωγή επαγγελματία με αίτημα να επιστραφεί το ποσό του δανείου που χορήγησε δυνάμει σύμβασης η οποία πρέπει να κηρυχθεί άκυρη – Συνέπειες δήλωσης συμψηφισμού – Σιωπηρή παραίτηση από την ένσταση παραγραφής – Αποτελεσματική άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων των καταναλωτών – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα της απαγόρευσης των καταχρηστικών ρητρών »
Στην υπόθεση C‑767/24 [Kuszycka] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Νοεμβρίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
mBank S.A.
κατά
ML,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Condinanzi, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen και R. Frendo (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: R. Norkus
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η mBank S.A., εκπροσωπούμενη από την A. Cudna-Wagner, radca prawny, και τον B. Miąskiewicz, adwokat,
– η ML, εκπροσωπούμενη από τον I. Gabrysiak, adwokat,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Kienapfel και J. Szczodrowski,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της mBank S.A., πιστωτικού ιδρύματος, και της ML, καταναλώτριας, με αντικείμενο αγωγή με αίτημα την επιστροφή χρηματικού ποσού χορηγηθέντος δυνάμει σύμβασης ενυπόθηκου δανείου που πρέπει να κηρυχθεί άκυρη επειδή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».
4 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»
5 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»
Το πολωνικό δίκαιο
6 Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, του ustawa – Kodeks cywilny (νόμου περί του αστικού κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. αριθ.°16, θέση 93), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας):
«Δικαιοπραξία η οποία είναι αντίθετη προς τον νόμο ή αποβλέπει στην καταστρατήγηση του νόμου είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από άλλη σχετική διάταξη, ιδίως αν προβλέπεται ότι οι άκυροι όροι της δικαιοπραξίας αντικαθίστανται από τις σχετικές διατάξεις του νόμου.»
7 Το άρθρο 117 του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο νόμος, οι χρηματικές αξιώσεις υπόκεινται σε παραγραφή.
2. Μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής, εκτός αν παραιτηθεί από την ένσταση παραγραφής. Ωστόσο, η παραίτηση από την ένσταση παραγραφής πριν συμπληρωθεί η παραγραφή είναι άκυρη.
21 Μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής, δεν είναι πλέον δυνατόν να προβληθεί αξίωση κατά καταναλωτή.»
8 Το άρθρο 118 του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:
«Εάν δεν ορίζεται άλλως με ειδική διάταξη, η παραγραφή είναι εξαετής και, για αξιώσεις περιοδικών παροχών ή αξιώσεις που συνδέονται με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, τριετής. Ωστόσο, η παραγραφή συμπληρώνεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους, εκτός εάν είναι μικρότερη των δύο ετών.»
9 Το άρθρο 123, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα έχει ως εξής:
«Η παραγραφή διακόπτεται: 1) με κάθε πράξη η οποία διενεργείται άμεσα ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου οργάνου που είναι αρμόδιο για την επίλυση διαφορών ή για την εκτέλεση απαιτήσεων ορισμένου είδους, ή ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου, με σκοπό να προβληθεί, να βεβαιωθεί, να ικανοποιηθεί ή να εξασφαλιστεί η απαίτηση· 2) με την αναγνώριση της αξίωσης από τον οφειλέτη· 3) με την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης.»
10 Κατά το άρθρο 3851, παράγραφοι 1 και 2, του αστικού κώδικα:
«1. Οι ρήτρες σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή εάν διαμορφώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντά του (μη επιτρεπτές συμβατικές ρήτρες). Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει για τις ρήτρες που καθορίζουν τις κύριες παροχές των συμβαλλομένων μερών, όπως την τιμή ή την αμοιβή, εφόσον είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.
2. Εάν μια συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, η σύμβαση παραμένει κατά τα λοιπά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη.»
11 Κατά το άρθρο 405 του αστικού κώδικα:
«Όποιος αποκόμισε περιουσιακό όφελος χωρίς νόμιμη αιτία με ζημία άλλου υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια σε είδος και, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, να επιστρέψει την αξία της.»
12 Το άρθρο 410, παράγραφοι 1 και 2, του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«1. Οι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων έχουν ιδίως εφαρμογή σε περίπτωση αχρεώστητης παροχής.
2. Η παροχή είναι αχρεώστητη αν αυτός που την εκπλήρωσε δεν υπείχε γενικώς υποχρέωση ή δεν υπείχε υποχρέωση έναντι του προσώπου προς το οποίο κατέβαλε, ή αν εξέλιπε η αιτία της παροχής ή δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός της, ή αν η δικαιοπραξία από την οποία πηγάζει η υποχρέωση παροχής ήταν άκυρη και δεν κατέστη έγκυρη μετά την εκπλήρωση της παροχής.»
13 Το άρθρο 498, παράγραφοι 1 και 2, του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:
«1. Όταν δύο πρόσωπα έχουν ταυτόχρονα την ιδιότητα του οφειλέτη και του δανειστή έναντι αλλήλων, έκαστο εξ αυτών μπορεί να συμψηφίσει την απαίτησή του με την απαίτηση του ετέρου, αν αμφότερες οι απαιτήσεις έχουν ως αντικείμενο χρηματικά ποσά ή ομοειδή πράγματα ορισμένα μόνον κατά γένος, είναι ληξιπρόθεσμες και μπορούν να προβληθούν ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής.
2. Διά του συμψηφισμού, οι δύο απαιτήσεις αποσβένονται αμοιβαίως μέχρι του ποσού της μικρότερης απαίτησης.»
14 Το άρθρο 499 του αστικού κώδικα έχει ως εξής:
«Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλον. Η πρόταση συμψηφισμού έχει αναδρομικό αποτέλεσμα από τον χρόνο κατά τον οποίο ο συμψηφισμός κατέστη δυνατός.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
15 Στις 11 Οκτωβρίου 2006 η ML συνήψε με την mBank σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ποσού 130 000 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 30 670 ευρώ) για την αγορά ακινήτου. Η σύμβαση αυτή, η οποία συνήφθη για διάρκεια 360 μηνών, συνομολογήθηκε σε ελβετικό φράγκο (CHF), αλλά προέβλεπε καταβολή, σε πολωνικά ζλότι, των μηναίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων των οποίων το ποσό καθοριζόταν με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου όπως δημοσιευόταν στον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της mBank κατά την ημερομηνία της καταβολής των δόσεων αυτών.
16 Στις 12 Οκτωβρίου 2017 η ML απηύθυνε στην mBank S.A. πρόσκληση για την επιδίωξη φιλικού διακανονισμού, ζητώντας να της επιστραφούν τα ποσά των 53 244,39 πολωνικών ζλότι (PLN) και 14 692,51 ελβετικών φράγκων (CHF) ως αχρεωστήτως καταβληθέντα λόγω καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση δανείου.
17 Η mBank άσκησε στις 16 Δεκεμβρίου 2021 αγωγή ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί η ML να της επιστρέψει το κεφάλαιο του δανείου, ήτοι ποσό 130 000 PLN (περίπου 30 670 ευρώ), πλέον των νόμιμων τόκων υπερημερίας. Το πιστωτικό ίδρυμα προέβαλε ότι, δεδομένου ότι η σύμβαση δανείου είναι άκυρη, η ML οφείλει να αποδώσει το κεφάλαιο του δανείου, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
18 Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η ML ζήτησε την απόρριψη της αγωγής και προέβαλε ένσταση παραγραφής της απαίτησης. Ανεξαρτήτως της παραγραφής, η εναγομένη πρότεινε σε συμψηφισμό ανταπαιτήσεις της ποσού 53 244,39 πολωνικών ζλότι (PLN) και 14 692,51 ελβετικών φράγκων (CHF), αντιστοίχως.
19 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η επίμαχη σύμβαση στην κύρια δίκη περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς αυτές. Επομένως, η σύμβαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί άκυρη και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι διάδικοι υποχρεούνται σε αμοιβαία επιστροφή των παροχών που έλαβαν βάσει αυτής.
20 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 118 του αστικού κώδικα, η τριετής παραγραφή που ισχύει για την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος συμπληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Επομένως, κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής της κύριας δίκης, ήτοι στις 16 Δεκεμβρίου 2021, η απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος είχε παραγραφεί. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της ένστασης παραγραφής που προέβαλε η ML, το αιτούν δικαστήριο θα όφειλε να απορρίψει την αγωγή.
21 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εθνική νομολογία, η κατ’ άρθρο 499 του αστικού κώδικα δήλωση περί συμψηφισμού συνεπάγεται παραίτηση από την ένσταση παραγραφής, κατά την έννοια του άρθρου 117, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα. Ειδικότερα, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι ο διάδικος, προτείνοντας τον συμψηφισμό, αναγνωρίζει την ύπαρξη και το απαιτητό της απαίτησης του αντιδίκου και εξωτερικεύει τη βούλησή του να εκπληρώσει την εξ αυτής υποχρέωσή του, παραιτούμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο από την επίκληση της παραγραφής. Μια τέτοια προσέγγιση, η οποία γίνεται δεκτή και από την πολωνική θεωρία, οδηγεί τα εθνικά δικαστήρια στο συμπέρασμα ότι η πρόταση συμψηφισμού, ακόμη και ως μέσο άμυνας, ισοδυναμεί με παραίτηση από την ένσταση παραγραφής. Επομένως, με βάση τη νομολογία αυτή, η ένσταση παραγραφής που προέβαλε η ML δεν μπορεί να γίνει δεκτή και η απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορεί να θεωρηθεί παραγεγραμμένη.
22 Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί όμως αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα μιας τέτοιας εθνικής νομολογίας προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.
23 Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η ML ενδέχεται να πρότεινε τον συμψηφισμό με αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την απόσβεση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς να έχει πρόθεση παραίτησης από την ένσταση παραγραφής, κατά μείζονα δε λόγο δεδομένου ότι προέβαλε τους δύο αυτούς ισχυρισμούς συγχρόνως. Εξάλλου, κατά το μέτρο που η ML δεν παραιτήθηκε ρητώς από την ένσταση παραγραφής, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να μην είχε υπόψη της ότι η πρόταση συμψηφισμού θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως παραίτηση από την ένσταση παραγραφής.
24 Κατά το αιτούν δικαστήριο, εθνική νομολογία δυνάμει της οποίας η πρόταση συμψηφισμού συνεπάγεται αυτοδικαίως παραίτηση από την ένσταση παραγραφής μπορεί να αντιβαίνει στους σκοπούς προστασίας των καταναλωτών τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 93/13. Μια τέτοια εθνική νομολογία είναι ικανή να αποθαρρύνει τους καταναλωτές από τη χρήση του θεσμού του συμψηφισμού, μολονότι αυτός αποτελεί αποτελεσματικό τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση καταχρηστικών ρητρών. Εξάλλου, τόσο η αρχή της προστασίας των καταναλωτών όσο και η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνηγορούν υπέρ ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η επιδίκαση παραγεγραμμένων απαιτήσεων επαγγελματιών σε βάρος καταναλωτών θα πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις.
25 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, εφόσον η ML, προτείνοντας τον συμψηφισμό, αποσκοπούσε στην απόσβεση της απαίτησης της mBank, μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδεχόταν την ύπαρξή της απαίτησης αυτής, διότι άλλως ο συμψηφισμός θα ήταν άνευ αντικειμένου. Επιπροσθέτως, η ML εκπροσωπείται από δικηγόρο ο οποίος, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς του, θα έπρεπε να έχει γνώση της εθνικής νομολογίας βάσει της οποίας η πρόταση συμψηφισμού συνιστά παραίτηση από την ένσταση παραγραφής.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], καθώς και η αρχή της αποτελεσματικότητας, την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά την οποία εάν, στο πλαίσιο της ακύρωσης στο σύνολό της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου για τον λόγο ότι η σύμβαση αυτή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται, ο καταναλωτής προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του προς απαίτηση της τράπεζας για επιστροφή του ισόποσου του κεφαλαίου του δανείου, η πρόταση συμψηφισμού ισοδυναμεί με παραίτησή του από την ένσταση παραγραφής της εν λόγω απαίτησης της τράπεζας;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Επί του παραδεκτού
27 Αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης αμφισβητούν το παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος.
28 Κατά πρώτον, η mBank υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε καμία πληροφορία σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες η ML πρότεινε τον συμψηφισμό ούτε σχετικά με το περιεχόμενο της δήλωσης περί συμψηφισμού.
29 Κατά το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχει «συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα», «το περιεχόμενο των δυνητικά εφαρμοστέων εν προκειμένω εθνικών διατάξεων και, ενδεχομένως, τη σχετική εθνική νομολογία», καθώς και «έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας».
30 Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχει επαρκή περιγραφή του πραγματικού και νομικού πλαισίου της διαφοράς της κύριας δίκης ώστε να πληρούνται οι ανωτέρω απαιτήσεις. Πράγματι, αφενός, στην αίτηση παρατίθεται το περιεχόμενο των εφαρμοστέων στη διαφορά της κύριας δίκης διατάξεων του εθνικού δικαίου και εκτίθεται η σχετική εθνική νομολογία. Αφετέρου, η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες η ML πρότεινε τον συμψηφισμό, καθώς και των λόγων που το οδήγησαν να υποβάλει ερώτημα όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που έχει κατά την εθνική νομολογία η πρόταση συμψηφισμού, αρκεί για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η επιλογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο και η κατά τη γνώμη του σχέση μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.
31 Κατά δεύτερον, η mBank και η ML υποστηρίζουν ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικό, για τον λόγο ότι η ML πρότεινε επικουρικώς τον συμψηφισμό και εν συνεχεία ανακάλεσε τη δήλωση περί συμψηφισμού με δικόγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2024. Επομένως, το ζήτημα του συμψηφισμού και των αποτελεσμάτων της σχετικής δήλωσης δεν είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
32 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατόπιν αίτησης παροχής πληροφοριών που του απηύθυνε το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η ML ανακάλεσε τη δήλωση περί συμψηφισμού. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε ότι εμμένει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι η απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα εξακολουθεί να του είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι η πολωνική νομοθεσία επιτρέπει την ανάκληση της ένστασης συμψηφισμού, ως δικονομικής ένστασης, αλλά δεν επιτρέπει την ανάκληση της δήλωσης περί συμψηφισμού κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Το αιτούν δικαστήριο προσέθεσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η αρχική δήλωση περί συμψηφισμού ισοδυναμεί με αναγνώριση της αξίωσης, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 123 του αστικού κώδικα, διακόπτει την παραγραφή. Ως εκ τούτου, η παραγραφή αρχίζει πάλι από την εν λόγω σιωπηρή αναγνώριση, χωρίς η μεταγενέστερη ανάκληση της δήλωσης να έχει αναδρομικό αποτέλεσμα και να αναιρεί την κατά τα ανωτέρω σιωπηρή αναγνώριση της αξίωσης.
33 Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων που καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης, να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (βλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, Redmond, 83/78, EU:C:1978:214, σκέψη 25, και της 11ης Ιανουαρίου 2024, Nárokuj, C‑755/22, EU:C:2024:10, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ. αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Beck και Bergdorf, 83/97, EU:C:1978:391, σκέψη 22, και της 11ης Ιανουαρίου 2024, Nárokuj, C‑755/22, EU:C:2024:10, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Εν προκειμένω, αφενός, όπως προκύπτει από την απάντηση που έδωσε στην αίτηση παροχής πληροφοριών, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, η δήλωση περί συμψηφισμού ισοδυναμεί κατά το πολωνικό δίκαιο με αναγνώριση της αξίωσης η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα ανεξαρτήτως της τυχόν ανάκλησης της δήλωσης αυτής την οποία, άλλωστε, δεν επιτρέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
36 Αφετέρου, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αγωγή την οποία άσκησε πιστωτικό ίδρυμα με αίτημα να του επιστραφεί το κεφάλαιο δανείου που χορήγησε δυνάμει σύμβασης ενυπόθηκου δανείου η οποία περιείχε καταχρηστικές ρήτρες και πρέπει να κηρυχθεί άκυρη. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συμβιβάζεται με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, εθνική νομολογία κατά την οποία η δήλωση του καταναλωτή περί συμψηφισμού ανταπαίτησής του με την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση από την ένσταση παραγραφής.
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία της οδηγίας 93/13 ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το πρόβλημα που τίθεται είναι υποθετικής φύσεως.
38 Κατά τρίτον και τελευταίον, η mBank υποστηρίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 δεν έχουν εφαρμογή στα αποτελέσματα δήλωσης περί συμψηφισμού που έγινε στο πλαίσιο δίκης επί αγωγής με την οποία ζητείται η επιστροφή ποσών και ότι, ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό διέπεται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο.
39 Αρκεί συναφώς η επισήμανση ότι όταν, όπως εν προκειμένω, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ένσταση στηριζόμενη σε αδυναμία εφαρμογής της διατάξεως αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία των ερωτημάτων [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Getin Noble Bank (Αναστολή της εκτελέσεως συμβάσεως πιστώσεως), C‑287/22, EU:C:2023:491, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
40 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.
Επί της ουσίας
41 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και πιστωτικού ιδρύματος σύμβαση ενυπόθηκου δανείου κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της για τον λόγο ότι περιέχει καταχρηστική ρήτρα χωρίς την οποία δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται, αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η δήλωση του καταναλωτή περί συμψηφισμού ανταπαίτησής του με την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος συνεπάγεται σιωπηρή παραίτησή του από την ένσταση παραγραφής της απαίτησης αυτής.
42 Υπενθυμίζεται ότι το σύστημα προστασίας που θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 93/13 στηρίζεται στο σκεπτικό ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, κατάσταση η οποία τον ωθεί να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, αδυνατώντας να επηρεάσει το περιεχόμενό τους [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
43 Ως εκ τούτου, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών, η οδηγία 93/13 και, ειδικότερα, το άρθρο της 7, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές. Προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
44 Μολονότι το Δικαστήριο έχει προσδιορίσει, επανειλημμένως, τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που οι καταναλωτές αντλούν από την οδηγία 93/13, εντούτοις το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει κατ’ αρχήν τις διαδικασίες εξετάσεως του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας ούτε τις συνέπειες της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα. Ελλείψει σχετικής ειδικής νομοθεσίας της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της προστασίας των καταναλωτών την οποία προβλέπει η οδηγία 93/13 εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους. Εντούτοις, οι ανωτέρω κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις του εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιον τρόπον ώστε να καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 39, και της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, την οποία αφορούν οι προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι διάδικοι αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως των δικαιωμάτων που απορρέουν από την οδηγία 93/13, ενέχει απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας η οποία κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Μεταξύ των κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για τη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του καταναλωτή πρέπει να περιλαμβάνεται και η δυνατότητα να αντιδράσει, στο πλαίσιο αγωγής που ασκεί εναντίον του ένας επαγγελματίας, υπό εύλογες δικονομικές προϋποθέσεις, ούτως ώστε η άσκηση των δικαιωμάτων του να μην υπόκειται σε όρους, σχετικούς ιδίως με προθεσμίες, δαπάνες και άλλες δικονομικές απαιτήσεις, που καθιστούν υπερβολικά δυσχερή ή πρακτικώς αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την οδηγία 93/13 (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary, C‑32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 59, και της 3ης Απριλίου 2019, Aqua Med, C‑266/18, EU:C:2019:282, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
48 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αγωγής με αίτημα την επιστροφή ποσού την οποία άσκησε η mBank για την είσπραξη απαίτησης από σύμβαση ενυπόθηκου δανείου η οποία πρέπει να κηρυχθεί άκυρη επειδή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, η ML προέβαλε ένσταση παραγραφής της απαίτησης αυτής και συγχρόνως προέβη σε δήλωση περί συμψηφισμού ανταπαίτησής της με την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος.
49 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της κύριας δίκης, η απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος είχε παραγραφεί και ότι, ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή κατ’ αποδοχή της ένστασης παραγραφής που προέβαλε η ML. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εθνική νομολογία, η κατ’ άρθρο 499 του αστικού κώδικα δήλωση περί συμψηφισμού συνεπάγεται παραίτηση από την ένσταση παραγραφής, κατά την έννοια του άρθρου 117, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα, και ότι, ως εκ τούτου, η ένσταση της ML δεν μπορεί να γίνει δεκτή και η απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορεί να θεωρηθεί παραγεγραμμένη.
50 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η εξάρτηση της βασιμότητας της ένστασης παραγραφής από την απουσία οποιασδήποτε πρότασης συμψηφισμού ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με περιορισμό της δυνατότητας του καταναλωτή να ασκήσει δικονομικό δικαίωμα προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία, ήτοι το δικαίωμά του να προβάλει ανταπαίτησή του που απορρέει από την ακυρότητα της επίμαχης σύμβασης δανείου. Ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί, στο πλαίσιο αγωγής του επαγγελματία κατά του καταναλωτή, να αποτελέσει πρόσκομμα ικανό να εμποδίσει ή να αποτρέψει τη λυσιτελή άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων του καταναλωτή, κατά παράβαση της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας απόφασης.
51 Δεύτερον, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομολογία παρίσταται ικανή να διακυβεύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει να προσδώσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες από επαγγελματία με καταναλωτές [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023, Getin Noble Bank (Προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων επιστροφής), C‑28/22, EU:C:2023:992, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
52 Πράγματι, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα από το αιτούν δικαστήριο στοιχεία τα οποία υπενθυμίζονται στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομολογία παρίσταται ικανή να παράσχει κατ’ αποτέλεσμα στον επαγγελματία δυνατότητα είσπραξης παραγραφείσας απαίτησής του για τον λόγο και μόνον ότι ο καταναλωτής, μολονότι προέβαλε ένσταση παραγραφής, έκανε ταυτόχρονη χρήση δικονομικού μέσου που του αναγνωρίζει το εθνικό δίκαιο, ήτοι πρότεινε ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομολογία μπορεί να καταστήσει αναποτελεσματικό τον μηχανισμό που καθιερώνει η οδηγία 93/13 για την αποτροπή της χρήσης καταχρηστικών ρητρών στις συμβατικές σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών, δεδομένου ότι συνεπάγεται την εξουδετέρωση των εννόμων συνεπειών της ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης και την παροχή στον επαγγελματία της δυνατότητας να επωφεληθεί από τη δική του παράνομη συμπεριφορά, στην οποία οφείλεται η ακυρότητα αυτή.
53 Τρίτον και τελευταίον, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα προστασίας του καταναλωτή από τις καταχρηστικές ρήτρες καθώς και από τις επιζήμιες συνέπειες που προκαλεί η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της, το οποίο θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 93/13, δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση εναντίωσης του καταναλωτή. Ο καταναλωτής μπορεί, αφού ενημερωθεί από τον εθνικό δικαστή, να μην προβάλει τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα μιας ρήτρας, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα και αποτρέποντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την κήρυξη της ακυρότητας της σύμβασης. Προκειμένου ο καταναλωτής να μπορεί να δώσει ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να υποδείξει κατά τρόπο αντικειμενικό και εξαντλητικό στους διαδίκους, στο πλαίσιο των εθνικών δικονομικών κανόνων και υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας στην πολιτική δίκη, τις έννομες συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η απάλειψη της καταχρηστικής ρήτρας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω διάδικοι εκπροσωπούνται από επαγγελματία δικαστικό πληρεξούσιο ή όχι (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Bank BPH, C‑19/20, EU:C:2021:341, σκέψεις 94, 95 και 97).
54 Κατ’ αναλογία, η παραίτηση από την ένσταση παραγραφής δεν μπορεί να τεκμαίρεται βάσει και μόνον εθνικής νομολογίας κατά την οποία μια διαδικαστική πράξη, όπως η πρόταση συμψηφισμού, θεωρείται ως σιωπηρή δήλωση βούλησης παραίτησης από την ένσταση παραγραφής, χωρίς να έχει εξακριβωθεί ότι ο καταναλωτής έδωσε ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση προς τούτο. Η ίδια ερμηνεία επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη όπου ο καταναλωτής, με άλλη διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε ταυτόχρονα, δήλωσε ρητώς την αντίθετη βούληση να επικαλεστεί την παραγραφή.
55 Όπως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, η Πολωνική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 και η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσουν να είναι ο καταναλωτής σε θέση να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαιώματα που του παρέχει η οδηγία αυτή, χωρίς η άσκηση συγκεκριμένου δικονομικού δικαιώματος να μπορεί να εξομοιώνεται αυτομάτως με σιωπηρή παραίτηση από άλλο δικονομικό δικαίωμα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν συνάδει με την επιταγή αυτή εθνική νομολογία κατά την οποία η σιωπηρή παραίτηση από την ένσταση παραγραφής συνάγεται απλώς και μόνον από τη δήλωση περί συμψηφισμού, χωρίς να εξακριβώνεται η βούληση του καταναλωτή.
56 Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι η ML εκπροσωπείται από δικηγόρο ο οποίος, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς του, θα έπρεπε να έχει γνώση της εθνικής νομολογίας, δεδομένου ότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί, κατ’ αρχήν, επιρροή στην προστασία που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Lintner, C‑511/17, EU:C:2020:188, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Υπενθυμίζεται επίσης ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Η ως άνω απαίτηση περί σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της εκάστοτε οδηγίας. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2019:537, σκέψεις 65 και 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να εμποδίζει ή να αποτρέπει τη δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει λυσιτελώς την ένσταση παραγραφής της απαίτησης που προβάλλει το πιστωτικό ίδρυμα, αποκλειστικά και μόνον επειδή ο ίδιος πρότεινε ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό.
59 Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αφήσει αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη, εν ανάγκη, την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομολογία, δεδομένου ότι αυτή δεν φαίνεται να συμβιβάζεται προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.
60 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και πιστωτικού ιδρύματος σύμβαση ενυπόθηκου δανείου κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της για τον λόγο ότι περιέχει καταχρηστική ρήτρα χωρίς την οποία δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται, αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η δήλωση του καταναλωτή περί συμψηφισμού ανταπαίτησής του με την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος συνεπάγεται σιωπηρή παραίτησή του από την ένσταση παραγραφής της απαίτησης αυτής.
Επί των δικαστικών εξόδων
61 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,
έχει την έννοια ότι:
σε περίπτωση που η συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και πιστωτικού ιδρύματος σύμβαση ενυπόθηκου δανείου κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της για τον λόγο ότι περιέχει καταχρηστική ρήτρα χωρίς την οποία δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται, αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η δήλωση του καταναλωτή περί συμψηφισμού ανταπαίτησής του με την απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος συνεπάγεται σιωπηρή παραίτησή του από την ένσταση παραγραφής της απαίτησης αυτής.
(υπογραφές)
