ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Πρώτο Τμήμα)
«Προδικαστική απόφαση – Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Άρθρο 6 – Σύμβαση εργασίας – Επιλογή των μερών – Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που θα εφαρμόζονταν ελλείψει επιλογής – Προσδιορισμός του εν λόγω δικαίου – Συνήθης τόπος εργασίας – Αλλαγή του συνήθους τόπου εργασίας κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης – Στενότεροι δεσμοί της σύμβασης εργασίας με άλλη χώρα – Κριτήρια αξιολόγησης – Λαμβάνοντας υπόψη τον τελευταίο συνήθη τόπο εργασίας»
Στην υπόθεση C-485/24,
σχετικά με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία κατατέθηκε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο (Γαλλία), με απόφαση της 10ης Ιουλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουλίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
Locatrans Sàrl
κατά
ΕΣ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πρώτο Τμήμα),
αποτελούμενη από τον κ. F. Biltgen, Πρόεδρο του Τμήματος, την κα I. Ziemele, MM. A. Kumin (εισηγητής), S. Gervasoni και M. Bošnjak, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: κ. R. Norkus,
Γραμματέας: Κος Α. Καλότ Εσκομπάρ,
δεδομένης της γραπτής διαδικασίας,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν:
– για την Locatrans Sàrl, εκπροσωπούμενη από τους O. Coudray, M. Grévy και G. Thouvenin, δικηγόρους,
– για την ES, εκπροσωπούμενη από τους A. Lyon-Caen, T. Lyon-Caen και F. Thiriez, δικηγόρους,
– για την γαλλική κυβέρνηση, από τις κα. B. Dourthe και κα. M. Guiresse, οι οποίες ενεργούν ως εκπρόσωποι,
– εκ μέρους της Τσεχικής Κυβέρνησης, εκπροσωπούμενες από την κα A. Pagáčová, τον κ. M. Smolek και τον κ. J. Vláčil,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τους κ. S. Noë και W. Wils,
Αφού άκουσε τις παρατηρήσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά την ακροαματική διαδικασία της 3ης Ιουλίου 2025,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 6 της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (ΕΕ L 266, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης).
2 Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Locatrans Sàrl και του ES σχετικά με διάφορες αξιώσεις αποζημίωσης που υπέβαλε ο ES κατά της Locatrans, του πρώην εργοδότη του, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας του.
Το νομικό πλαίσιο
Η Σύμβαση της Ρώμης
3 Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Ρώμης ορίζει:
«Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή σαφώς προφανής από τις διατάξεις της σύμβασης ή από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Με την επιλογή αυτή, τα μέρη μπορούν να ορίσουν το δίκαιο που εφαρμόζεται στο σύνολο ή μόνο σε μέρος της σύμβασής τους.»
4 Το άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης, με τίτλο «Ατομική Σύμβαση Εργασίας», ορίζει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση του εργαζομένου από την προστασία που του παρέχουν οι αναγκαστικές διατάξεις του δικαίου που θα εφαρμόζονταν, ελλείψει επιλογής, βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.»
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 και ελλείψει επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται από:
α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος, κατ’ εκτέλεση της σύμβασης, εκτελεί συνήθως την εργασία του, έστω και αν έχει αποσπαστεί προσωρινά σε άλλη χώρα
Ή
(β) εάν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια χώρα, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο,
εκτός εάν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει σαφώς ότι η σύμβαση εργασίας έχει στενότερους δεσμούς με άλλη χώρα, οπότε εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας.
5 Το πρώτο Πρωτόκολλο σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης για το Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Συμβατικές Ενοχές, το οποίο άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (ΕΕ 1989, L 48, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 2:
«Οποιοδήποτε δικαστήριο που αναφέρεται κατωτέρω μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί ζητήματος που τίθεται σε εκκρεμή ενώπιόν του υπόθεση σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων που περιέχονται στις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 , εφόσον κρίνει ότι η έκδοση απόφασης επί του ζητήματος αυτού είναι απαραίτητη για να εκδώσει απόφαση:»
[…]
(β) τα δικαστήρια των Συμβαλλομένων Κρατών όταν αποφαίνονται επί της έφεσης.
Ο Κανονισμός Ρώμη Ι
6 Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6, εφεξής «κανονισμός Ρώμη Ι») αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται από τις 17 Δεκεμβρίου 2009 και μετά.
7 Το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι, με τίτλο «Ατομικές συμβάσεις εργασίας», ορίζει τα εξής:
«1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε στέρηση του εργαζομένου από την προστασία που του παρέχουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία βάσει του δικαίου το οποίο, ελλείψει επιλογής, θα είχε εφαρμοστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου.»
2. Ελλείψει επιλογής δικαίου από τα μέρη, η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία, ή ελλείψει αυτής, από την οποία, ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα στην οποία εκτελείται συνήθως η εργασία δεν θεωρείται ότι αλλάζει όταν ο εργαζόμενος εκτελεί προσωρινά την εργασία του σε άλλη χώρα.
3. Εάν το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να προσδιοριστεί βάσει της παραγράφου 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο.
4. Εάν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η σύμβαση έχει στενότερους δεσμούς με χώρα διαφορετική από αυτήν που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.
Η Σύμβαση των Βρυξελλών
8 Η Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1972, L 299, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε από διαδοχικές συμβάσεις σχετικά με την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), ορίζει, στο άρθρο 5:
«Εναγόμενος που κατοικεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος,
1) σε συμβατικές διαφορές, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου έχει εκτελεστεί ή πρόκειται να εκτελεστεί η υποχρέωση στην οποία βασίζεται η αγωγή· σε θέματα ατομικών συμβάσεων εργασίας, ο τόπος αυτός είναι ο τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του· εάν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια χώρα, ο εργοδότης μπορεί επίσης να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου βρίσκεται ή βρισκόταν η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο·
[…] »
Ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ι
9 Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου , της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1, στο εξής «κανονισμός Βρυξέλλες Ι») αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών.
10 Το άρθρο 19 του παρόντος κανονισμού ορίζει:
«Ένας εργοδότης του οποίου η κατοικία βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να υπόκειται σε:»
1) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του, ή
2) σε άλλο κράτος μέλος:
(α) ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του ή ενώπιον του δικαστηρίου του τελευταίου τόπου όπου εκτελούσε συνήθως την εργασία του, ή
(β) όταν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως ή δεν έχει εκτελέσει την εργασία του στην ίδια χώρα, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου βρίσκεται ή βρισκόταν η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο.
Ο Κανονισμός Βρυξέλλες Ibis
11 Ο κανονισμός Βρυξέλλες Ι καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Βρυξέλλες I bis). Το άρθρο 19 του κανονισμού Βρυξέλλες I έγινε το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες I bis.
Η κύρια διαφορά και το προδικαστικό ερώτημα
12 Με σύμβαση εργασίας που συνήφθη στις 15 Οκτωβρίου 2002, ο ES προσλήφθηκε ως οδηγός από την Locatrans, μια μεταφορική εταιρεία με έδρα το Bettembourg (Λουξεμβούργο), για μηνιαία εργασία 166 ωρών. Η εν λόγω σύμβαση εργασίας όριζε ότι το εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το δίκαιο του Λουξεμβούργου και ότι οι χώρες που αφορούσαν κυρίως τις μεταφορές που πραγματοποιούσε ο ES ήταν η Γερμανία, οι χώρες της Μπενελούξ, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αυστρία.
13 Με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2014, η Locatrans ενημέρωσε την ES για την απόφασή της να μειώσει τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας της τελευταίας σε 35 ώρες, για σύνολο 151,55 μηνιαίων ωρών, με ισχύ από τις 16 Ιουλίου 2014. Η ES έφερε αντίρρηση για την αλλαγή αυτή.
14 Με έγγραφο της 31ης Μαρτίου 2014, η Locatrans ενημέρωσε τον ES ότι, κατόπιν ανάλυσης της μισθωτής δραστηριότητάς του κατά τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, διαπίστωσε ότι άσκησε σημαντικό μέρος αυτής, δηλαδή περισσότερο από το 50%, στη Γαλλία και ότι, κατά συνέπεια, είχε την υποχρέωση να τον υπαγάγει στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
15 Με επιστολή της 17ης Απριλίου 2014, η Locatrans επιβεβαίωσε ότι ο ES είχε λάβει προσφορά εργασίας από γαλλική εταιρεία και τον ενημέρωσε ότι δεν θα αποτελούσε πλέον μέρος του εργατικού δυναμικού της Locatrans από τις 16 Ιουλίου 2014, λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί τη μείωση του ωραρίου εργασίας του.
16 Στις 8 Ιανουαρίου 2015, ο ES υπέβαλε αγωγή ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου της Ντιζόν (Γαλλία) ζητώντας να αμφισβητήσει τη λύση της σύμβασης εργασίας του και να λάβει την καταβολή διαφόρων αποζημιώσεων.
17 Με απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, το δικαστήριο αυτό απέρριψε τους ισχυρισμούς του ES με το σκεπτικό ότι το δίκαιο του Λουξεμβούργου ήταν εφαρμοστέο στην εκτέλεση και τη λήξη της σύμβασης εργασίας του, ότι η παραίτηση του ES ήταν σαφής και κατηγορηματική και ότι δεν υπήρχε λόγος να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική απόλυση.
18 Ο ES άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής στο Εφετείο της Ντιζόν (Γαλλία), το οποίο, με απόφαση της 2ας Μαΐου 2019, ανέτρεψε την εν λόγω απόφαση.
19 Το Εφετείο της Ντιζόν σημείωσε ότι τα μέρη της επίμαχης σύμβασης εργασίας είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν το δίκαιο του Λουξεμβούργου στη σχέση εργασίας, αλλά ότι, στην επιστολή της 31ης Μαρτίου 2014 που αναφέρεται στη σκέψη 14 της παρούσας απόφασης, η Locatrans είχε αναγνωρίσει ότι η ES εκτελούσε το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών της στη Γαλλία, γεγονός που φέρεται να επιβεβαιώθηκε από την ES. Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η επιλογή του δικαίου του Λουξεμβούργου από τα μέρη δεν μπορούσε να στερήσει την ES από την προστασία που παρέχεται από τις αναγκαστικές διατάξεις του γαλλικού δικαίου, ιδίως εκείνες που αφορούν την τροποποίηση και τη λήξη της σύμβασης εργασίας.
20 Κατά συνέπεια, το Εφετείο της Ντιζόν αναχαρακτηρίζει την καταγγελία της εν λόγω σύμβασης εργασίας ως απόλυση, διαπιστώνει ότι η απόλυση αυτή δεν βασιζόταν σε πραγματική και σοβαρή αιτία και διέταξε την Locatrans να καταβάλει στον ES διάφορες αποζημιώσεις.
21 Η Locatrans άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Γαλλία), το οποίο είναι το παραπεμπτικό δικαστήριο.
22 Το δικαστήριο αυτό υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Ρώμης ορίζει ότι η επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση εργασίας δικαίου από τα μέρη δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση από τον εργαζόμενο των εγγυήσεων που προβλέπονται από τις αναγκαστικές διατάξεις του δικαίου που θα εφαρμοζόταν στη σύμβαση ελλείψει τέτοιας επιλογής. Σημειώνει περαιτέρω ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 6 ορίζει τους συνδετικούς παράγοντες για τη σύμβαση εργασίας βάσει των οποίων πρέπει να καθορίζεται το lex contractus ελλείψει επιλογής από τα μέρη, με τον συνδετικό παράγοντα που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) να είναι αυτός της χώρας όπου ο εργαζόμενος «εκτελεί συνήθως την εργασία του».
23 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, στην απόφασή του της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C-29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 50), το Δικαστήριο έκρινε ότι η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν ο εργαζόμενος ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, η χώρα στην οποία ο εργαζόμενος, κατά την εκτέλεση της σύμβασης, εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, είναι αυτή στην οποία ή από την οποία, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα αυτή, ο εργαζόμενος εκπληρώνει το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη του.
24 Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στη νομολογία του σχετικά με την ερμηνεία των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η οποία καταδεικνύει, κατά το αιτούν δικαστήριο, την πρόθεση του Δικαστηρίου να δώσει μια μονοσήμαντη ερμηνεία των συνδετικών παραγόντων σε θέματα σύγκρουσης δικαιοδοσιών και σύγκρουσης νόμων.
25 Όσον αφορά τώρα το άρθρο 5(1), το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφασή του της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Weber (C-37/00, EU:C:2002:122), ότι, σε περίπτωση σύμβασης εργασίας βάσει της οποίας ο εργαζόμενος ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες για τον εργοδότη του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, ολόκληρη η διάρκεια της εργασιακής σχέσης πρέπει, καταρχήν, να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Ωστόσο, η πιο πρόσφατη περίοδος εργασίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν ο εργαζόμενος, αφού έχει εκτελέσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, ασκεί τις δραστηριότητές του σε μόνιμη βάση σε διαφορετικό τόπο, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με τη σαφή πρόθεση των μερών, ο τελευταίος αυτός τόπος προορίζεται να καταστεί ο νέος συνήθης τόπος εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 5(1).
26 Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία αυτή, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στην υπό κρίση υπόθεση, για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει επιλογής από τα μέρη, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη ολόκληρη η διάρκεια της εργασιακής σχέσης, προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος όπου ο ενδιαφερόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Σύμβασης της Ρώμης, ή μόνο η πιο πρόσφατη περίοδος εργασίας.
27 Σύμφωνα με την εν λόγω δικαιοδοσία, ακόμη και αν το κριτήριο του τελευταίου τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελούσε την εργασία του είναι κρίσιμο για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας ενώπιον της οποίας μπορεί να προσφύγει ο εργαζόμενος, υπό την έννοια ότι το κριτήριο αυτό του επιτρέπει να ασκήσει αγωγή με χαμηλότερο κόστος, παραμένει αμφίβολο κατά πόσον μια τέτοια προσέγγιση θα πρέπει να υιοθετηθεί και για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει επιλογής από τα μέρη της σύμβασης εργασίας, δεδομένου ότι, ειδικότερα, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει στην διαδοχική υπαγωγή της ίδιας σύμβασης εργασίας σε διαφορετικά αναγκαστικά δίκαια, ανάλογα με τις αλλαγές στον τόπο εργασίας του εργαζομένου.
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει τα άρθρα 3 και 6 της [Σύμβασης της Ρώμης] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν ένας εργαζόμενος ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες για τον εργοδότη του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, το εφαρμοστέο δίκαιο, ελλείψει επιλογής από τα μέρη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για ολόκληρη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης για τον προσδιορισμό του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελούσε συνήθως την εργασία του ή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιο πρόσφατη περίοδος εργασίας όταν ο εργαζόμενος, αφού έχει εκτελέσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, στη συνέχεια ασκεί τις δραστηριότητές του σε μόνιμη βάση σε διαφορετικό τόπο, ο οποίος, σύμφωνα με τη σαφή πρόθεση των μερών, προορίζεται να καταστεί νέος συνήθης τόπος εργασίας;»
Επί του προκαταρκτικού ερωτήματος
29 Προκαταρκτικά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ES, χωρίς να εγείρει ρητά το απαράδεκτο του προδικαστικού ερωτήματος, αμφισβητεί την πραγματική βάση στην οποία στηρίζεται το ερώτημα αυτό, υποστηρίζοντας ότι, στην πραγματικότητα, ο τόπος εργασίας του δεν άλλαξε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του. Αντιθέτως, ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί τις μεταφορικές του εργασίες σε διάφορες τοποθεσίες, αλλά στο πλαίσιο μιας σημαντικής σύνδεσης με τη Γαλλία, με την Locatrans να έχει τελικά επιβεβαιώσει μόνο αυτή την πραγματική κατάσταση κατά τη λήξη της σύμβασης εργασίας του. Το υποβληθέν ερώτημα είναι, επομένως, άνευ αντικειμένου.
30 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ θεσπίζει διαδικασία άμεσης συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η οποία βασίζεται σε σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, οποιαδήποτε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο είναι υπεύθυνο να αξιολογήσει, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, τόσο την ανάγκη έκδοσης προδικαστικής απόφασης για την έκδοση απόφασης όσο και τη σκοπιμότητα των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο, ενώ το Δικαστήριο έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους ενός κειμένου της Ένωσης μόνο βάσει των πραγματικών περιστατικών που του υποδεικνύει το εθνικό δικαστήριο [βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 1978, Oehlschläger , 104/77, EU:C:1978:69, παράγραφος 4, και της 4ης Οκτωβρίου 2024, Schrems (Κοινοποίηση δεδομένων στο ευρύ κοινό) , C-446/21, EU:C:2024:834, παράγραφος 42 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
31 Συνεπώς, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να απαντηθεί λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται, όπως αυτά εκτέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.
32 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 3 και 6 της Συμβάσεως της Ρώμης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν ένας εργαζόμενος, αφού έχει ασκήσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, υποχρεούται να ασκήσει τις δραστηριότητές του σε διαφορετικό τόπο, ο οποίος προορίζεται να καταστεί ο νέος συνήθης τόπος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου, είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη ο τελευταίος αυτός τόπος κατά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει επιλογής από τα μέρη.
33 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, είναι απαραίτητο να υπενθυμιστεί καταρχάς ότι, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα που περιέχεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης της Ρώμης, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη.
34 Το άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης θεσπίζει ειδικούς κανόνες σύγκρουσης νόμων σχετικά με την ατομική σύμβαση εργασίας, οι οποίοι παρεκκλίνουν από τον εν λόγω γενικό κανόνα, αφενός, στο πλαίσιο της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, περιορίζοντας την ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, αφετέρου, στο πλαίσιο της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, καθορίζοντας τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει τέτοιας επιλογής.
35 Συνεπώς, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου 6, στη σύμβαση εργασίας, η επιλογή από τα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης της Ρώμης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση του εργαζομένου από την προστασία που του παρέχουν οι αναγκαστικές διατάξεις του δικαίου που θα εφαρμοζόταν, ελλείψει επιλογής, βάσει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου.
36 Η τελευταία παράγραφος ορίζει τους συνδετικούς παράγοντες για τη σύμβαση εργασίας, βάσει των οποίων πρέπει να καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο (lex contractus), ελλείψει επιλογής από τα μέρη. Ωστόσο, από την παραπομπή που γίνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της Σύμβασης της Ρώμης στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι τα κριτήρια που αναφέρονται στην τελευταία παράγραφο είναι επίσης σχετικά όταν τα μέρη έχουν επιλέξει το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Πράγματι, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, τα κριτήρια αυτά επιτρέπουν, προκειμένου να διασφαλιστεί στον εργαζόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης της Ρώμης, η προστασία των αναγκαστικών διατάξεων του δικαίου που θα εφαρμοζόταν βάσει αυτών των κριτηρίων, τον προσδιορισμό του εν λόγω δικαίου. Η εφαρμογή αυτών των κριτηρίων μπορεί επομένως να οδηγήσει στην εφαρμογή δικαίου διαφορετικού από αυτό που επέλεξαν τα μέρη της σύμβασης.
37 Αυτά τα κριτήρια είναι αυτά της χώρας όπου ο εργαζόμενος «εκτελεί συνήθως την εργασία του», που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) της Σύμβασης της Ρώμης, και, ελλείψει τέτοιου τόπου, αυτά της έδρας «της εγκατάστασης που προσέλαβε τον εργαζόμενο», όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) της εν λόγω Σύμβασης.
38 Επιπλέον, σύμφωνα με το τελευταίο μέρος της πρότασης της εν λόγω παραγράφου 2, αυτοί οι δύο συνδετικοί παράγοντες δεν εφαρμόζονται όταν προκύπτει σαφώς από «όλες τις περιστάσεις ότι η σύμβαση εργασίας έχει στενότερους δεσμούς με άλλη χώρα, οπότε εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας».
39 Συνεπώς, όταν ο δικαστής καλείται να εφαρμόσει το άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης, οφείλει, καταρχάς, να καθορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο βάσει των συγκεκριμένων συνδετικών στοιχείων που ορίζονται στην παράγραφο 2, στοιχεία α) και β) του εν λόγω άρθρου, τα οποία πληρούν τη γενική απαίτηση της προβλεψιμότητας του δικαίου και, ως εκ τούτου, της ασφάλειας δικαίου στις συμβατικές σχέσεις (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker , C-64/12, EU:C:2013:551, σκέψη 35 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
40 Συναφώς, όσον αφορά το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) της Σύμβασης της Ρώμης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το κριτήριο της χώρας όπου ο εργαζόμενος «εκτελεί συνήθως την εργασία του», που αναφέρεται στο εν λόγω σημείο, πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ενώ το κριτήριο της έδρας της «επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο», που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν το επιληφθέν δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τη χώρα όπου εκτελείται συνήθως η εργασία (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch , C-29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 43, και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd , C-384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 35).
41 Έτσι, στην περίπτωση εργαζομένου που ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, το κριτήριο που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, έχει σκοπό να εφαρμοστεί και όταν είναι δυνατό για το επιληφθέν δικαστήριο να προσδιορίσει το κράτος με το οποίο η εργασία έχει σημαντική σύνδεση (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch , C-29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 44, και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd , C-384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 36).
42 Σε μια τέτοια περίπτωση, το κριτήριο της χώρας συνήθους εκτέλεσης της εργασίας πρέπει να νοείται ως αναφερόμενο στον τόπο στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί πράγματι τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και, ελλείψει επιχειρηματικού κέντρου, στον τόπο όπου ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του (αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch , C-29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 45, και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd , C-384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 37).
43 Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι υποθέσεις που οδήγησαν στις αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C-29/10, EU:C:2011:151), και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd (C-384/10, EU:C:2011:842), αφορούσαν η καθεμία εργαζόμενο ο οποίος, καθ’ όλη τη διάρκεια της απασχόλησής του, ασκούσε τις δραστηριότητές του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη και για τον οποίο το συνδετικό στοιχείο οδήγησε στον προσδιορισμό ενός ενιαίου συνήθους τόπου εργασίας. Αντιθέτως, δεδομένου του πραγματικού πλαισίου όπως περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την περίπτωση εργαζομένου ο οποίος ασκούσε επίσης τις δραστηριότητές του σε περισσότερα κράτη, αλλά για τον οποίο ο συνήθης τόπος εργασίας μεταφέρθηκε στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου κράτους κατά την τελευταία περίοδο εκτέλεσης της σύμβασης εργασίας του.
44. Σε περίπτωση όπως αυτή που αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, πρέπει να σημειωθεί ότι η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της Σύμβασης της Ρώμης δεν παρέχει καμία διευκρίνιση σχετικά με τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της χώρας όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Ελλείψει τέτοιας διευκρίνισης, η εργασιακή σχέση στο σύνολό της πρέπει επομένως να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της εν λόγω διαπίστωσης.
45 Ωστόσο, όταν, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης στο σύνολό της, έχει επέλθει αλλαγή όσον αφορά τον συνήθη τόπο εργασίας, δεν μπορεί να προσδιοριστεί καμία χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) της Σύμβασης της Ρώμης.
46 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το κριτήριο της χώρας όπου ο εργαζόμενος «εκτελεί συνήθως την εργασία του», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της Σύμβασης της Ρώμης, μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ανάλογο με το κριτήριο του «τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο στην απόφασή του της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Weber (C-37/00, EU:C:2002:122).
47 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στην περίπτωση σύμβασης εργασίας βάσει της οποίας ο εργαζόμενος ασκεί τις ίδιες δραστηριότητες για τον εργοδότη του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, η συνολική διάρκεια της εργασιακής σχέσης πρέπει, καταρχήν, να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του τόπου όπου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκτελούσε συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1 (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Weber , C-37/00, EU:C:2002:122, σκέψη 58). Ωστόσο, η πιο πρόσφατη περίοδος εργασίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν ο εργαζόμενος, αφού έχει εκτελέσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, ασκεί τις δραστηριότητές του σε μόνιμη βάση σε διαφορετικό τόπο, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με τη σαφή πρόθεση των μερών, ο τελευταίος αυτός τόπος προορίζεται να καταστεί νέος συνήθης τόπος εργασίας, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 5, σημείο 1 (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Weber , C-37/00, EU:C:2002:122, σκέψη 54).
48 Συναφώς, είναι βεβαίως αληθές ότι, στη σκέψη 33 της απόφασής του της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C-29/10, EU:C:2011:151), το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Ρώμης.
49 Τώρα, ενώ είναι βεβαίως επιθυμητό το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης να συνάδουν με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, δεν υπάρχει λόγος να ερμηνευθούν οι εν λόγω διατάξεις υπό το πρίσμα εκείνων της Σύμβασης των Βρυξελλών (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Petruchová , C-208/18, EU:C:2019:825, σκέψη 63 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
50 Πράγματι, η Σύμβαση της Ρώμης και η Σύμβαση των Βρυξελλών επιδιώκουν διακριτούς στόχους. Ενώ οι διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1, σε καταστάσεις σύγκρουσης νόμων, στις συμβατικές ενοχές, προκειμένου να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, η Σύμβαση των Βρυξελλών θεσπίζει κανόνες για τον προσδιορισμό της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την εκδίκαση διαφοράς σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
51 Ως εκ τούτου, παρόλο που, σε θέματα ατομικών συμβάσεων εργασίας, και οι δύο συμβάσεις θεσπίζουν πρότυπα που αποσκοπούν στην προστασία του εργαζομένου ως του ασθενέστερου μέρους στη συμβατική σχέση, δεν είναι πάντα δυνατή η μεταφορά της ερμηνείας των διατάξεων της μίας σύμβασης σε εκείνες της άλλης.
52 Ειδικότερα, δεν είναι νοητό να ερμηνευθεί το κριτήριο της χώρας όπου ο εργαζόμενος «εκτελεί συνήθως την εργασία του», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της Σύμβασης της Ρώμης, κατά τρόπο ανάλογο με την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 27ης Φεβρουαρίου 2002, Weber (C-37/00, EU:C:2002:122), με το κριτήριο του «τόπου όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών.
53 Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το άρθρο 5(1) έγινε το άρθρο 19 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι και στη συνέχεια το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες Ια, οι τελευταίες διατάξεις του οποίου αναφέρονται ρητά τόσο στον «τόπο όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του» όσο και στον «τελευταίο τόπο όπου εκτελούσε συνήθως την εργασία του». Αντιθέτως, το άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης έγινε το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι, το οποίο δεν κάνει τέτοια διάκριση, καθώς ο νομοθέτης της Ένωσης απέφυγε να ευθυγραμμίσει τη διάταξη αυτή με το άρθρο 19 του κανονισμού Βρυξέλλες Ι.
54 Στο μέτρο που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η χώρα όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της Σύμβασης της Ρώμης, είναι επομένως σκόπιμο να γίνει αναφορά στο κριτήριο της έδρας της «επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο», που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της Σύμβασης της Ρώμης, η οποία εν προκειμένω βρίσκεται στο Bettembourg.
55 Ωστόσο, και σύμφωνα με το άρθρο 6(2), τελευταία περίοδος, της Σύμβασης της Ρώμης, όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει σαφώς ότι η σύμβαση εργασίας έχει στενότερους δεσμούς με χώρα διαφορετική από αυτήν που προσδιορίζεται βάσει των συνδετικών παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 6(2)(α) και (β) της Σύμβασης της Ρώμης, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αγνοήσει τους παράγοντες αυτούς και να εφαρμόσει το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker , C-64/12, EU:C:2013:551, σκέψη 36). Το ίδιο ισχύει και όταν τα μέρη έχουν επιλέξει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ένα συγκεκριμένο δίκαιο στη σύμβαση, εάν η επιλογή αυτή στερεί τον εργαζόμενο από την προστασία που παρέχεται από τις αναγκαστικές διατάξεις αυτού του άλλου δικαίου.
56 Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλους τους παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση εργασίας και να αξιολογήσει ποιον ή ποιους από αυτούς θεωρεί ως τους σημαντικότερους. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η χώρα στην οποία ο εργαζόμενος καταβάλλει φόρους και τέλη που σχετίζονται με το εισόδημα από την εργασία του και η χώρα στην οποία υπάγεται στην κοινωνική ασφάλιση και στα διάφορα συστήματα ασφάλισης συντάξεων, ασθενείας και αναπηρίας. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει επίσης να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως, ιδίως, τις παραμέτρους που αφορούν τον καθορισμό των μισθών ή άλλων όρων εργασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker , C-64/12, EU:C:2013:551, σκέψεις 40 και 41).
57 Συναφώς, ο τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτέλεσε την εργασία του κατά την τελευταία περίοδο εκτέλεσης της σύμβασης εργασίας του, ο οποίος προορίζεται να καταστεί νέος συνήθης τόπος εργασίας, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση όλων των περιστάσεων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, τελευταία φράση, της Σύμβασης της Ρώμης.
58 Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 6 παράγραφος 2 τελευταία πρόταση της Σύμβασης της Ρώμης είναι σύμφωνη με τους στόχους που επιδιώκονται από την εν λόγω διάταξη και από τη Σύμβαση στο σύνολό της.
59 Αφενός, δεδομένου ότι ο στόχος του άρθρου 6 της Σύμβασης της Ρώμης είναι η διασφάλιση επαρκούς προστασίας του εργαζομένου, η διάταξη αυτή πρέπει να διασφαλίζει ότι εφαρμόζεται στη σύμβαση εργασίας το δίκαιο της χώρας με την οποία η εν λόγω σύμβαση δημιουργεί τον στενότερο σύνδεσμο (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker , C-64/12, EU:C:2013:551, σκέψη 34).
60 Λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ των σχετικών παραγόντων κατά την εξέταση όλων των περιστάσεων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 6(2), τελευταία φράση, της παρούσας Σύμβασης, ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος εκτέλεσε την εργασία του σε συνεχή βάση κατά την τελευταία περίοδο εκτέλεσης της σύμβασης εργασίας του, ο οποίος προορίζεται να καταστεί νέος συνήθης τόπος εργασίας, είναι σύμφωνος με τον εν λόγω στόχο.
61 Από την άλλη πλευρά, ο στόχος της Σύμβασης της Ρώμης στο σύνολό της είναι η αύξηση του επιπέδου ασφάλειας δικαίου ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στη σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, η οποία προϋποθέτει ότι το σύστημα προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου είναι σαφές και ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι προβλέψιμο με ορισμένο βαθμό βεβαιότητας (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, ICF , C-133/08, EU:C:2009:617, σκέψη 44).
62 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή του συνδετικού παράγοντα που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, της Σύμβασης της Ρώμης πρέπει, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, να βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία. Ένα τέτοιο στοιχείο, που μπορεί να διαπιστωθεί αντικειμενικά, είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος, αφού έχει εκτελέσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, ασκεί τις δραστηριότητές του σε μόνιμη βάση σε διαφορετικό τόπο, ο οποίος προορίζεται να γίνει ο νέος συνήθης τόπος εργασίας του.
63 Εν προκειμένω, εναπόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει εάν, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, της Σύμβασης της Ρώμης, από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση εργασίας έχει στενότερους δεσμούς με τη Γαλλία παρά με το Λουξεμβούργο, του οποίου το δίκαιο επέλεξαν τα μέρη ως εφαρμοστέο στην εν λόγω σύμβαση και στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον ES. Κατά την εξέταση αυτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σχέση εργασίας, όπως ο τελευταίος συνήθης τόπος εργασίας του ES και η υποχρέωση υπαγωγής στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
64 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 3 και 6 της Συμβάσεως της Ρώμης, και ιδίως το τελευταίο μέρος του άρθρου 6, παράγραφος 2, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν ένας εργαζόμενος, αφού έχει ασκήσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, υποχρεούται να ασκήσει τις δραστηριότητές του σε διαφορετικό τόπο, ο οποίος πρόκειται να γίνει ο νέος συνήθης τόπος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου, ο τελευταίος αυτός τόπος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση όλων των περιστάσεων, με σκοπό τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει επιλογής από τα μέρη.
Σχετικά με τα έξοδα
65. Δεδομένου ότι η διαδικασία αποτελεί, έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης, παρεμπίπτον ζήτημα που τέθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, εναπόκειται σε αυτό να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πλην εκείνων των ίδιων των διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Πρώτο Τμήμα) αποφαίνεται ως εξής:
Τα άρθρα 3 και 6 της Σύμβασης για το Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Συμβατικές Ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, και ιδίως η τελευταία φράση της παραγράφου 2 του άρθρου 6, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, όταν ένας εργαζόμενος, αφού έχει εκτελέσει την εργασία του για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένο τόπο, υποχρεούται να ασκήσει τις δραστηριότητές του σε διαφορετικό τόπο, ο οποίος προορίζεται να καταστεί ο νέος συνήθης τόπος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου, αυτός ο τελευταίος τόπος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, στο πλαίσιο της εξέτασης όλων των περιστάσεων, προκειμένου να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής από τα μέρη.
Υπογραφές
