ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Πέμπτο Τμήμα)
30 Οκτωβρίου 2025 ( * )
Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 98/59/ΕΚ — Ομαδικές απολύσεις — Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο — Εσφαλμένη ή ελλιπής κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια αρχή — Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο — Προθεσμία αναμονής 30 ημερών για τις απολύσεις — Εγκυρότητα της απόλυσης — Άρθρο 6 — Κυρώσεις
Στην υπόθεση C‑402/24 [Sewel] ( i ),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία), με απόφαση της 23ης Μαΐου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
Μπλουζάκι
κατά
Δρ. Α ., ενεργών ως εκκαθαριστής στις διαδικασίες αφερεγγυότητας της Luftfahrtgesellschaft Walter mbH,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πέμπτο Τμήμα),
αποτελούμενο από τους: M. L. Arastey Sahún (Εισηγητή), Πρόεδρο Τμήματος, J. Passer, E. Regan, D. Gratsias και B. Smulders, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: R. Norkus,
Γραμματέας: A. Calot Escobar,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά την έγγραφη διαδικασία,
Έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που του υπέβαλαν:
– BL, εκπροσωπούμενη από τους M. Posner και M. Stickler-Posner, Rechtsanwälte,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Β. Μπαρούτα και Μ. Τασσοπούλου,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Delaude και B.-R. Killmann,
Αφού αποφάσισε, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα, να εκδώσει απόφαση χωρίς απόφαση,
έχει δώσει τα εξής
κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3, 4 και 6 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998 L 225, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015 (ΕΕ 2015 L 263, σ. 1· στο εξής: οδηγία 98/59).
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο δίκης μεταξύ του BL και του Δρ. A, ο οποίος ενεργεί ως εκκαθαριστής στη διαδικασία αφερεγγυότητας της Luftfahrtgesellschaft Walter mbH, σχετικά με την εγκυρότητα της απόλυσης του BL στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων.
Σχετικές νομικές διατάξεις
δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 12 της οδηγίας 98/59 αναφέρουν:
«(2) είναι σημαντικό να παρέχεται στους εργαζόμενους καλύτερη προστασία σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την ανάγκη για ισορροπημένη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στην Κοινότητα,
– –
(12) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία.
4 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
α) «ομαδικές απολύσεις»: οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους που δεν σχετίζονται με μεμονωμένους εργαζόμενους, όταν οι απολύσεις αφορούν, κατά την επιλογή του κράτους μέλους, μια σειρά από:
i) είτε εντός 30 ημερών
– –
– τουλάχιστον 30 σε εταιρείες που απασχολούν κανονικά τουλάχιστον 300 εργαζομένους,
(ii) ή εντός 90 ημερών, τουλάχιστον 20 εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από τον κανονικό αριθμό εργαζομένων στην εν λόγω επιχείρηση·
… –”
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1. Όταν ένας εργοδότης εξετάζει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων, οφείλει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων εγκαίρως, προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνία.
2. Οι διαπραγματεύσεις αυτές θα πρέπει να εξετάζουν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής μαζικών απολύσεων ή περιορισμού του αριθμού των εργαζομένων που επηρεάζονται και μετριασμού των συνεπειών τους με τη χρήση κοινωνικών μέτρων, ιδίως για την επαναπρόσληψη ή την επανεκπαίδευση των εργαζομένων που επηρεάζονται.
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να έχουν πρόσβαση σε συμβουλές εμπειρογνωμόνων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική.
3. Προκειμένου να δοθεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων η ευκαιρία να υποβάλουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, πολύ πριν από τις διαπραγματεύσεις:
(α) να τους παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και
β) να τους ενημερώνετε πάντα γραπτώς:
(i) τους λόγους της σχεδιαζόμενης μείωσης·
(ii) τον αριθμό και τις ομάδες εργαζομένων που θα απολυθούν·
(iii) ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται κανονικά και οι ομάδες στις οποίες ανήκουν·
(iv) η περίοδος εντός της οποίας πρόκειται να εφαρμοστεί η μείωση·
(v) τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, στο βαθμό που η εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να αποφασίσει για την επιλογή·
– –
Ο εργοδότης παρέχει στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον ένα αντίγραφο των τμημάτων της γραπτής δήλωσης που περιέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο β)(iv).
6 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζουν τα εξής:
«Ο εργοδότης οφείλει να ειδοποιεί εγγράφως την αρμόδια αρχή για τυχόν προγραμματισμένες μαζικές απολύσεις.»
– –
Η κοινοποίηση περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των εργαζομένων που πρόκειται να απολυθούν, τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν κανονικά και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υλοποιηθούν οι απολύσεις.
7 Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 98/59 ορίζει τα εξής:
«1. Μια σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση που κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή δεν μπορεί να υλοποιηθεί πριν από την πάροδο 30 ημερών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και χωρίς να τηρούνται οι διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων σε σχέση με την απόλυση.»
Ένα κράτος μέλος μπορεί να εξουσιοδοτήσει την αρμόδια αρχή να συντομεύσει την περίοδο που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.
2. Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 για να επιδιώξουν την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις προγραμματισμένες απολύσεις.
8 Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους νομικές ή/και διοικητικές διαδικασίες για να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»
Γερμανικό δίκαιο
Αστικό δίκαιο
9 Το άρθρο 134 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB) ορίζει:
«Μια νομική πράξη που παραβιάζει μια νομοθετική απαγόρευση είναι άκυρη, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.»
Νόμος περί προστασίας από απόλυση
10 Το άρθρο 4 του νόμου περί προστασίας από απολύσεις (Kündigungsschutzgesetz, στο εξής: KSchG), όπως έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:
«Εάν ο εργαζόμενος ισχυριστεί ότι η απόλυση είναι κοινωνικά αδικαιολόγητη ή άκυρη για άλλους λόγους, οφείλει να ασκήσει αγωγή ενώπιον του [Arbeitsgericht (Κατώτερου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία)] εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση της γραπτής ειδοποίησης απόλυσης, προκειμένου να αποδείξει ότι η εργασιακή σχέση δεν έχει λήξει βάσει της απόλυσης. […]»
11 Το άρθρο 17 του KSchG ορίζει τα εξής:
«1) Ο εργοδότης οφείλει να υποβάλει κοινοποίηση στο γραφείο απασχόλησης πριν από αυτό
– –
2. σε εταιρείες που απασχολούν κανονικά τουλάχιστον 60 εργαζομένους και λιγότερους από 500 εργαζομένους, απολύει το 10% των εργαζομένων που απασχολούνται κανονικά στην εταιρεία ή περισσότερους από 25 εργαζομένους,
– –
Εντός 30 ημερών. – –
– –
(3) – – Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω υποβάλλεται γραπτώς και συνοδεύεται από δήλωση του συμβουλίου εργαζομένων σχετικά με τις απολύσεις. Εάν δεν υπάρχει δήλωση του συμβουλίου εργαζομένων, η κοινοποίηση είναι έγκυρη εάν ο εργοδότης μπορεί να αποδείξει αξιόπιστα ότι έχει παράσχει στο συμβούλιο εργαζομένων τις πληροφορίες που αναφέρονται στην πρώτη πρόταση της παραγράφου 2 ανωτέρω τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την υποβολή της κοινοποίησης και αναφέρει την κατάσταση των διαπραγματεύσεων. Η κοινοποίηση περιέχει πληροφορίες σχετικά με το όνομα του εργοδότη και την έδρα και τη φύση της επιχείρησης, καθώς και τους λόγους των σχεδιαζόμενων απολύσεων, τον αριθμό και τις επαγγελματικές ομάδες των εργαζομένων που θα απολυθούν και εκείνων που απασχολούνται κανονικά, την περίοδο κατά την οποία θα εφαρμοστούν οι απολύσεις και τα κριτήρια επιλογής των εργαζομένων που θα απολυθούν. Η κοινοποίηση παρέχει επίσης, με τη συγκατάθεση του συμβουλίου εργαζομένων, πληροφορίες σχετικά με το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα και την εθνικότητα των εργαζομένων που θα απολυθούν για τους σκοπούς των υπηρεσιών απασχόλησης. – –”
12 Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, του KSchG έχει ως εξής:
«1) Οι απολύσεις που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 17 μπορούν να τεθούν σε ισχύ πριν από την πάροδο ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από το γραφείο απασχόλησης, μόνο με τη συγκατάθεση του γραφείου απασχόλησης· η συγκατάθεση μπορεί επίσης να δοθεί αναδρομικά από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
2) Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, το γραφείο απασχόλησης μπορεί να αποφασίσει ότι οι απολύσεις θα τεθούν σε ισχύ μόνο μετά από μέγιστη περίοδο δύο μηνών από την παραλαβή της ειδοποίησης.
13 Το άρθρο 20(1) του KSchG ορίζει τα εξής:
«Οι αποφάσεις του γραφείου απασχόλησης σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2 ανωτέρω λαμβάνονται από τη διοίκησή του ή την ομάδα εργασίας του (υπεύθυνος λήψης αποφάσεων). … – »
Νόμος περί Κοινωνικής Ασφάλισης, Βιβλίο III
14 Η παράγραφος 2(3) του Βιβλίου III του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης (Sozialgesetzbuch, Drittes Buch· στο εξής: SGB III), όπως έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:
«Οι εργοδότες πρέπει να ειδοποιούν εγκαίρως τα γραφεία απασχόλησης για αλλαγές στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που ενδέχεται να επηρεάσουν την απασχόληση. Αυτό περιλαμβάνει ιδίως τις ειδοποιήσεις
– –
4) προγραμματισμένοι περιορισμοί στις επιχειρηματικές δραστηριότητες ή μετεγκαταστάσεις επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και οι σχετικές επιπτώσεις, και
5) σχέδια για το πώς να αποφευχθεί η απόλυση εργαζομένων ή πώς να διευθετηθεί η μετάβαση σε άλλες εργασιακές σχέσεις.
15 Το άρθρο 38 του SGB III ορίζει:
«1) Τα άτομα των οποίων η … εργασιακή σχέση λήγει υποχρεούνται να εγγραφούν ως άτομα που αναζητούν εργασία στο γραφείο απασχόλησης το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της και να παράσχουν τα προσωπικά τους στοιχεία και την ημερομηνία λήξης της … εργασιακής σχέσης. Εάν το άτομο έχει ενημερωθεί για τη λήξη της … εργασιακής σχέσης και απομένουν λιγότεροι από τρεις μήνες μέχρι τη λήξη της … εργασιακής σχέσης, πρέπει να εγγραφεί εντός τριών ημερών από την παραλαβή της ενημέρωσης σχετικά με την ημερομηνία λήξης της … εργασιακής σχέσης. Η υποχρέωση εγγραφής ισχύει ανεξάρτητα από το εάν η … εργασιακή σχέση συνεχίζεται στο δικαστήριο ή εάν ο εργοδότης υπόσχεται να συνεχίσει τη σχέση εργασίας. …
(1α) Το αρμόδιο γραφείο απασχόλησης διεξάγει την πρώτη συμβουλευτική και συζήτηση για την εύρεση εργασίας με ένα άτομο που έχει εγγραφεί ως αναζητών εργασία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, χωρίς καθυστέρηση μετά την εγγραφή του ως αναζητούντος εργασία, … –”
Νόμος περί Δικών σε Εργατικά Θέματα
16 Το άρθρο 45 του νόμου περί των διαδικασιών στα δικαστήρια εργατικών διαφορών (Arbeitsgerichtsgesetz, στο εξής: ArbGG), όπως εφαρμόζεται στην κύρια δίκη, ορίζει τα εξής:
«(1) Συστήνεται Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης εντός του Bundesarbeitsgericht [(Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία)].
(2) Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης αποφασίζει εάν ένα Τμήμα επιθυμεί να παρεκκλίνει από απόφαση άλλου Τμήματος ή του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης επί νομικού ζητήματος.
(3) Ένα ζήτημα μπορεί να παραπεμφθεί στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης μόνο εάν το Τμήμα από την απόφαση του οποίου πρόκειται να παρεκκλίνει, κατόπιν αιτήματος του Τμήματος που εκδικάζει την υπόθεση, δήλωσε ότι εμμένει στη νομική του θέση […] Το οικείο Τμήμα αποφασίζει επί του ζητήματος και της απάντησης με απόφαση που λαμβάνεται με τη σύνθεση που απαιτείται για την έκδοση αποφάσεων.
Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
17 Από το 2012, ο κ. BL εργαζόταν ως κυβερνήτης πτήσης στην Luftfahrtgesellschaft Walter mbH, η οποία απασχολούσε περίπου 348 άτομα.
18 Στις 15 Ιουνίου 2020, η εν λόγω εταιρεία κίνησε διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους του προσωπικού που εκπροσωπούσαν τους κυβερνήτες πτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του KSchG, σχετικά με την απόλυση των εν λόγω εργαζομένων.
19 Η προαναφερθείσα εταιρεία αποφάσισε στις 30 Ιουνίου 2020 να διακόψει αμέσως τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες.
20 Διαδικασίες αφερεγγυότητας σχετικά με την ίδια εταιρεία κινήθηκαν την 1η Ιουλίου 2020. Ο Δρ. Α διορίστηκε εκκαθαριστής της.
21 Την ίδια ημέρα, ο Δρ. Α. κοινοποίησε στην αρμόδια αρχή τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις. Η κοινοποίηση δεν συνοδευόταν από την τελική δήλωση των εκπροσώπων των εργαζομένων. Όσον αφορά τη δυνατότητα, που προβλέπεται επικουρικά από το εθνικό δίκαιο, να επισυναφθεί έκθεση σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εν λόγω κοινοποίηση ανέφερε απλώς ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης είχε ξεκινήσει και συνεχίζεται, αλλά δεν παρείχε καμία πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.
22 Η εν λόγω αρχή δήλωσε ότι είχε λάβει την κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων μαζικών απολύσεων και διευκρίνισε ότι επιβεβαίωνε την παραλαβή «αποκλειστικά» των εγγράφων που επισυνάπτονταν στην κοινοποίηση.
23 Ο Δρ. Α απέλυσε προσωπικό καμπίνας και εδάφους στις αρχές Ιουλίου 2020, ο οποίος δεν είχε εκπροσώπηση εργαζομένων.
24 Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2020, κατήγγειλε επίσης τις συμβάσεις εργασίας του BL και άλλων πιλότων πτήσεων με προθεσμία προειδοποίησης τριών μηνών σε σχέση με τις προγραμματισμένες μαζικές απολύσεις.
25 Στις 17 Αυγούστου 2020, ο BL άσκησε αγωγή ενώπιον του Arbeitsgericht Berlin (Επαρχικού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Βερολίνου, Γερμανία) ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του και να συνεχιστεί η εργασιακή του σχέση. Προς στήριξη της αγωγής του, επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τη μη τήρηση της διαδικασίας διαβουλεύσεων που προβλέπεται στον KSchG.
26 Με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2020, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή και παρέπεμψε την υπόθεση στο Arbeitsgericht Düsseldorf (Κατώτερο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του Ντίσελντορφ, Γερμανία).
27 Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2020, το τελευταίο αυτό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της BL με το σκεπτικό ότι η διαδικασία διαβούλευσης και η διαδικασία κοινοποίησης για τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις είχαν τηρηθεί ορθώς.
28 Με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, το Landesarbeitsgericht Düsseldorf (Ανώτερο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Ντίσελντορφ, Γερμανία) απέρριψε την έφεση του BL κατά της εν λόγω αποφάσεως.
29 Ο BL άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Bundesarbeitsgericht, του αιτούντος δικαστηρίου. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο έκτο τμήμα του εν λόγω δικαστηρίου (στο εξής: έκτο τμήμα).
30 Το Τμήμα αυτό διευκρινίζει ότι η έκβαση της κύριας δίκης εξαρτάται από το κατά πόσον η μη τήρηση της υποχρέωσης έγκαιρης ειδοποίησης για τις προγραμματισμένες ομαδικές απολύσεις οδηγεί κατ’ ανάγκη στην ακυρότητα της καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης εργασίας, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει κύρωση για τη μη ειδοποίηση ή για την εσφαλμένη ή ελλιπή ειδοποίηση των προγραμματισμένων ομαδικών απολύσεων. Το Τμήμα αυτό διευκρινίζει συναφώς ότι, μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τη νομολογία του, η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής είχε ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της καταγγελίας των επίμαχων συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 134 του BGB.
31 Το Τμήμα επισημαίνει ότι η ποινή που επιβάλλεται βάσει της εν λόγω διάταξης έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο εργαζόμενος αμείβεται μέχρις ότου ο εργοδότης καταγγείλει εκ νέου τη σύμβαση εργασίας του, αφού κινήσει νέα διαδικασία διαπραγμάτευσης και κοινοποίησης, σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που ορίζονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του KSchG.
32 Το έκτο τμήμα επισημαίνει, ωστόσο, ότι δεν αποσκοπεί στην επικύρωση της νομολογίας αυτής εάν μια ποινή ακυρότητας, μολονότι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι, πρώτον, η μη κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια αρχή δεν θα πρέπει να έχει καμία επίπτωση στην προθυμία του εργοδότη να καταγγείλει μια ατομική σύμβαση εργασίας και, δεύτερον, μια τέτοια ποινή θα περιόριζε την διακριτική ευχέρεια του εργοδότη κατά την εφαρμογή της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας, κάτι που αντίκειται στη νομολογία που προέκυψε από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, AGET Iraklis (C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 31).
33 Ωστόσο, κατά το άρθρο 45 του ArbGG, τροποποίηση της νομολογίας θα ήταν δυνατή μόνον εάν το δεύτερο τμήμα του Bundesarbeitsgericht (στο εξής: δεύτερο τμήμα) έδινε τη συγκατάθεσή του, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία του εν λόγω τμήματος, η εσφαλμένη κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων ή η μη κοινοποίησή τους οδηγεί στην ακυρότητα της καταγγελίας των επίμαχων συμβάσεων εργασίας.
34 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 2, του ArbGG, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του εν λόγω δικαστηρίου εκδικάζει την υπόθεση εάν ένα Τμήμα επιθυμεί να παρεκκλίνει από την απόφαση άλλου Τμήματος ή του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης επί νομικού ζητήματος. Κατά το άρθρο 45, παράγραφος 3, του ArbGG, ένα ζήτημα μπορεί να παραπεμφθεί στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης μόνο εάν το Τμήμα από το οποίο πρόκειται να παρεκκλίνει η απόφαση έχει, κατόπιν αιτήματος του Τμήματος που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, δηλώσει ότι θα εμμείνει στη νομική του θέση.
35 Το έκτο τμήμα δηλώνει ότι ξεκίνησε την εν λόγω διαδικασία εσωτερικής διαβούλευσης υποβάλλοντας ερώτημα στο δεύτερο τμήμα στις 14 Δεκεμβρίου 2023, το οποίο στη συνέχεια υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑134/24, Tomann, σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 3 και 4 της οδηγίας 98/59.
36 Στην εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το δεύτερο τμήμα εξετάζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν μετά τη λήξη των συμβάσεων εργασίας σε περίπτωση που οι σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις δεν έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με την οδηγία, και ιδίως την υποχρέωση του εργοδότη να παράσχει την εν λόγω κοινοποίηση.
37 Το έκτο τμήμα εκτιμά ότι, παρά την προαναφερθείσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του δεύτερου τμήματος, είναι απαραίτητο, εν προκειμένω, να ζητηθεί από το Δικαστήριο η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και για να διευκρινιστούν οι έννομες συνέπειες της εσφαλμένης ή ελλιπούς κοινοποίησης και όχι το γεγονός ότι οι σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις δεν κοινοποιήθηκαν καθόλου, όπως στην υπόθεση C‑134/24, Tomann.
38 Συναφώς, το έκτο τμήμα επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση βάσει του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον όταν έχουν επιληφθεί διαφοράς και η ενώπιόν τους διαδικασία αποσκοπεί στην έκδοση αποφάσεως κατά την άσκηση των δικαστικών τους εξουσιών.
39 Το έκτο τμήμα, ωστόσο, διερωτάται αν το δεύτερο τμήμα είχε το δικαίωμα να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για προδικαστική απόφαση, δεδομένου ότι η διαφορά που αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας εσωτερικής διαβούλευσης δεν εκκρεμούσε ενώπιον του δεύτερου τμήματος, αλλά ενώπιον του έκτου τμήματος. Κατά τη διαδικασία εσωτερικής διαβούλευσης, στο δεύτερο τμήμα τέθηκε, επομένως, ένα αφηρημένο ερώτημα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για διαδικασία κατ’ αντιμωλία. Επιπλέον, η απάντηση του δεύτερου τμήματος δεν δίνεται σε διαδικασία που αποσκοπεί στην έκδοση αποφάσεως κατά την άσκηση των δικαστικών του εξουσιών, δεδομένου ότι δεν ασχολείται με την ουσία της υπόθεσης.
40 Επομένως, μόνο το έκτο τμήμα θα μπορούσε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι η διαδικασία εσωτερικής διαβούλευσης αποτελεί απλώς προϋπόθεση για την παραπομπή της υπόθεσης στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Bundesarbeitsgericht βάσει του άρθρου 45 του ArbGG.
41 Ωστόσο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν έχει δώσει απάντηση επί της ερμηνείας του άρθρου 3, του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, και του άρθρου 6 της οδηγίας 98/59, το δεύτερο τμήμα δεν είναι σε θέση να απαντήσει στο ερώτημα που τέθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικής διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 45, παράγραφος 3, του ArbGG, με αποτέλεσμα το έκτο τμήμα να δικαιούται να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα επί της ερμηνείας της οδηγίας 98/59.
42 Με το πρώτο ερώτημά του στην υπό κρίση υπόθεση, το οποίο αντιστοιχεί στο τέταρτο ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑134/24, Tomann, το έκτο τμήμα ερωτά, πρώτον, αν, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 13ης Ιουλίου 2023, G GmbH (C‑134/22, EU:C:2023:567, σκέψεις 34 επ.), ο σκοπός της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 98/59, με την οποία η αρμόδια αρχή ενημερώνεται για τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρωθεί όταν η εν λόγω αρχή δεν επισημαίνει ότι η κοινοποίηση είναι ελλιπής και, ως εκ τούτου, δίνει την εντύπωση ότι διαθέτει επαρκείς πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσει το καθήκον της να επιλύσει τα προβλήματα που προκαλούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας.
43 Από την άλλη πλευρά, το έκτο τμήμα διερωτάται αν ο σκοπός του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι πληρούται όταν εθνική διάταξη περί προωθήσεως της απασχόλησης, όπως το άρθρο 2 του SGB III, ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή προκειμένου να αποφεύγονται ή να περιορίζονται καταστάσεις ανεργίας, ακόμη και αν η διάταξη αυτή δεν αποτελεί μέρος των διατάξεων περί ομαδικών απολύσεων που εφαρμόζονται τυπικά από τα άρθρα 17 επ. του KSchG, ή/και όταν το εθνικό δίκαιο ορίζει ότι η εθνική αρχή απασχόλησης έχει την υποχρέωση να διεξάγει αυτεπάγγελτη έρευνα στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων.
44 Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο αντιστοιχεί στα τρία πρώτα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπόθεση C‑134/24, Tomann, και υποβάλλεται σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση, το έκτο τμήμα, το οποίο έχει αμφιβολίες ως προς τη θέση που υιοθέτησε το δεύτερο τμήμα, ερωτά αν ο σκοπός του άρθρου 3 της οδηγίας 98/59 μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται εάν μια ελλιπής ανακοίνωση σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων μπορεί να διορθωθεί ή να συμπληρωθεί ή εάν μια ελλιπής ανακοίνωση σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων μπορεί να υποβληθεί αναδρομικά μετά την κοινοποίηση της απόλυσης στον εργαζόμενο.
45 Με το τρίτο ερώτημά του, το έκτο τμήμα εξετάζει τη σχέση μεταξύ του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 και του άρθρου 6 και, ειδικότερα, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 σε σχέση με το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, το οποίο προβλέπει περίοδο αναμονής για τις απολύσεις (Entlassungssperre), η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ποινή για εσφαλμένη ή μη κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων.
46 Παρατηρεί συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας δεν προβλέπει κύρωση για σφάλματα στη διαδικασία κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων. Η προβλεπόμενη σε αυτό προθεσμία αναμονής για τις απολύσεις δεν αποτελεί κύρωση, αλλά έχει ως στόχο να επιτρέψει στην αρμόδια αρχή να επιδιώξει την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις. Διαφορετικά, το άρθρο 6 της οδηγίας δεν θα είχε αυτοτελή σημασία σε σχέση με τη διαδικασία κοινοποίησης.
47 Συνεπώς, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη, στο πλαίσιο των διατάξεων περί προωθήσεως της απασχόλησης, να θεσπίσει κύρωση που να εφαρμόζεται σε σφάλματα που επηρεάζουν τη διαδικασία κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων. Υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας και εν αναμονή της θέσπισης μέτρων από τον νομοθέτη της Ένωσης για τη θέσπιση τέτοιας κύρωσης, εναπόκειται στα αρμόδια δικαστήρια να την καθορίσουν.
48 Υπό τις συνθήκες αυτές, το έκτο τμήμα του Bundesarbeitsgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Πληρούται ο σκοπός της ανακοίνωσης ομαδικών απολύσεων και είναι επομένως περιττή η κύρωση εάν το εθνικό γραφείο απασχόλησης δεν προβάλει αντίρρηση κατά της ανακοίνωσης ομαδικών απολύσεων, η οποία είναι αντικειμενικά εσφαλμένη, και κρίνει ότι έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 4 της [οδηγίας 98/59];
Ισχύει αυτό σε περίπτωση που ο σκοπός του άρθρου 3 της οδηγίας 98/59 διασφαλίζεται από διάταξη της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την υποστήριξη της απασχόλησης ή/και όταν το εθνικό γραφείο απασχόλησης έχει την υποχρέωση να διεξάγει έρευνα αυτεπαγγέλτως;
(2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: μπορεί ο σκοπός του άρθρου 3 της οδηγίας 98/59 να επιτευχθεί ακόμη και αν μια εσφαλμένη ανακοίνωση ομαδικών απολύσεων μπορεί να διορθωθεί ή να συμπληρωθεί ή αν μια ανακοίνωση ομαδικών απολύσεων που λείπει εντελώς μπορεί να υποβληθεί αναδρομικά μετά την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου για τη λήξη της εργασιακής σχέσης;
(3) Εάν, σε περίπτωση εσφαλμένης ή ελλιπούς κοινοποίησης ομαδικών απολύσεων, η περίοδος αναμονής για τις απολύσεις βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 προορίζεται να αποτελέσει κύρωση για σφάλματα στην κοινοποίηση, ποιο πεδίο εφαρμογής εξακολουθεί να έχει εν προκειμένω το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59;
Προδικαστικά ερωτήματα
Πρώτη ερώτηση
49 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο σκοπός της κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιτευχθεί, αφενός, όταν η εν λόγω αρχή δεν αντιτίθεται στην εσφαλμένη ή ελλιπή κοινοποίηση και θεωρεί ότι έχει λάβει, ως εκ τούτου, επαρκείς πληροφορίες για να προσπαθήσει να επιλύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας και, αφετέρου, όταν η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι ο εργοδότης συνεργάζεται με την εν λόγω αρχή προκειμένου να αποφευχθούν ή να περιοριστούν καταστάσεις ανεργίας και/ή όταν η εθνική αρχή απασχόλησης έχει την υποχρέωση να διερευνά αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της διαδικασίας των ομαδικών απολύσεων.
50 Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας 98/59 είναι να διασφαλίσει ότι ζητείται η γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων και ότι ενημερώνεται η αρμόδια αρχή πριν από την πραγματοποίηση των ομαδικών απολύσεων (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, G GmbH, C‑134/22, EU:C:2023:567, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51 Συνεπώς, εφόσον πληρούνται οι ποσοτικές και χρονικές προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 1 αυτής, κάθε εργοδότης που εξετάζει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων οφείλει να συμμορφώνεται με δύο διαδικαστικές υποχρεώσεις.
52 Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, ο οικείος εργοδότης οφείλει να διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι οι διαβουλεύσεις πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής των ομαδικών απολύσεων ή περιορισμού του αριθμού των επηρεαζόμενων εργαζομένων και μετριασμού των συνεπειών τους μέσω κοινωνικών μέτρων, ιδίως της επαναπρόσληψης ή της επανεκπαίδευσης των επηρεαζόμενων εργαζομένων. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης οφείλει να παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και να τους ενημερώνει πάντοτε εγγράφως για τα θέματα που αναφέρονται στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου.
53 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, ο οικείος εργοδότης οφείλει να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια αρχή τυχόν σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.
54 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, «η κοινοποίηση περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους των απολύσεων, τον αριθμό των εργαζομένων που πρόκειται να απολυθούν, τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν κανονικά και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υλοποιηθούν οι απολύσεις».
55 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 ορίζει ότι οι εν λόγω «σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις που κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή», μαζί με τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, δεν μπορούν να υλοποιηθούν πριν από την παρέλευση 30 ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω κοινοποίησης, προθεσμία την οποία η αρχή οφείλει να χρησιμοποιήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, για την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.
56 Συνεπώς, η υποχρέωση κοινοποίησης έχει ως στόχο να επιτρέψει στην εν λόγω αρχή, βάσει όλων των πληροφοριών που της παρέχει ο εργοδότης, να εξετάσει τις δυνατότητες περιορισμού των αρνητικών συνεπειών των ομαδικών απολύσεων μέσω μέτρων που βασίζονται σε πληροφορίες σχετικά με την αγορά εργασίας και τον τομέα στον οποίο πρόκειται να εφαρμοστούν οι ομαδικές απολύσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, G GmbH, C‑134/22, EU:C:2023:567, σκέψη 35 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
57 Συνεπώς, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, εγγυάται μια ελάχιστη προθεσμία την οποία η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει στη διάθεσή της για να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk, C‑188/03, EU:C:2005:59, σκέψη 51).
58 Συνεπώς, ο κύριος σκοπός της οδηγίας 98/59 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιτευχθεί εάν ο εργοδότης δεν έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή για τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 98/59, και εάν η εν λόγω αρχή δεν έχει στη διάθεσή της όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να επιλύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.
59 Με την επιφύλαξη της επαλήθευσης που διενεργήθηκε από το αιτούν δικαστήριο, εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην οποία προέβη ο Δρ. Α την 1η Ιουλίου 2020, όπως αναφέρεται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, είναι εσφαλμένη ή ελλιπής, καθόσον δεν περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.
60 Συναφώς, το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή απλώς επιβεβαίωσε την παραλαβή της εν λόγω εσφαλμένης ή ελλιπούς κοινοποίησης, χωρίς ωστόσο να αποφανθεί επί του κατά πόσον η κοινοποίηση αυτή είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, σαφώς δεν μπορεί να οδηγήσει στο να θεωρηθεί η κοινοποίηση αυτή σύμφωνη με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.
61 Δεν είναι έργο της εν λόγω αρχής να εξετάσει την ατομική κατάσταση κάθε εργαζομένου που υπόκειται στις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις. Ωστόσο, στο μέτρο που οι ενέργειες της εν λόγω αρχής αποσκοπούν στη συνολική αξιολόγηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, G GmbH, C‑134/22, EU:C:2023:567, σκέψη 37), η εσφαλμένη ή ελλιπής κοινοποίηση την εμποδίζει να εκπληρώσει την υποχρέωσή της, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59, να επιδιώξει την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.
62 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, από τις σκέψεις που εκτίθενται στις σκέψεις 51 έως 55 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι κανένας εργοδότης δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας αποκλειστικά και μόνο με τη διόρθωση, αυτεπαγγέλτως, από την αρμόδια αρχή μιας αρχικά εσφαλμένης ή ελλιπούς δήλωσης, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
63 Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι μια τέτοια διόρθωση μπορεί να είναι αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, αυτής, από το οποίο προκύπτει ότι η προθεσμία των 30 ημερών που αναφέρεται σε αυτό αρχίζει να τρέχει μόνο αφότου ο εργοδότης έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή για τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις.
64 Από την άλλη πλευρά, ο χρόνος που αφιερώνει η αρμόδια αρχή για να λάβει τέτοια αυτεπαγγέλτως διορθωτικά μέτρα μπορεί να την εμποδίσει να χρησιμοποιήσει ολόκληρη την περίοδο των 30 ημερών για να επιδιώξει την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.
65 Συνεπώς, εθνική νομοθεσία που απαλλάσσει όλους τους εργοδότες από την υποχρέωση που τους επιβάλλει η οδηγία 98/59 να κοινοποιούν δεόντως στην αρμόδια αρχή τυχόν σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις είναι ικανή να υπονομεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, έστω και αν η εν λόγω αρχή μπορεί, επιπλέον, να επιδιώξει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.
66 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο σκοπός της κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια αρχή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιτευχθεί, αφενός, όταν η εν λόγω αρχή δεν αντιτίθεται στην εσφαλμένη ή ελλιπή κοινοποίηση και θεωρεί ότι έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες για να προσπαθήσει να επιλύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, όταν η εθνική νομοθεσία ορίζει ότι ο εργοδότης συνεργάζεται με την εν λόγω αρχή προκειμένου να αποφευχθούν ή να περιοριστούν καταστάσεις ανεργίας και/ή όταν η εθνική αρχή απασχόλησης έχει την υποχρέωση να διερευνά αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της διαδικασίας των ομαδικών απολύσεων.
Δεύτερη ερώτηση
67 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο σκοπός της κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρωθεί εάν μια εσφαλμένη κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων μπορεί να διορθωθεί ή να συμπληρωθεί ή εάν η ελλείπουσα κοινοποίηση μπορεί να υποβληθεί αναδρομικά μετά την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου για τη λήξη της σύμβασης εργασίας του.
68 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν υποβαλλόμενο ερώτημα αφορά την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί, εκτός εάν είναι προφανές ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικό ή όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα που του υποβλήθηκε (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2024, Credit Suisse Securities (Europe), C‑601/23, EU:C:2024:1048, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
69 Πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, από τον φάκελο που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο Δρ. Α. δεν επιχείρησε να διορθώσει, να συμπληρώσει ή να επαναλάβει την εσφαλμένη κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων που έγινε την 1η Ιουλίου 2020.
70 Συνεπώς, είναι σαφές ότι η ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 98/59 που ζητά το αιτούν δικαστήριο είναι υποθετική και ότι, ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο ζητά στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να εκδώσει συμβουλευτική γνώμη, κάτι που θα ήταν αντίθετο προς τον ρόλο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat, C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
71 Συνεπώς, το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτο.
Τρίτη ερώτηση
72 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση εσφαλμένης ή ελλιπούς κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων, η μη τήρηση της προθεσμίας των 30 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας συνιστά μέτρο που αποσκοπεί στη διασφάλιση της τηρήσεως της υποχρεώσεως κοινοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας.
73 Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι το ζήτημα της σχέσης μεταξύ του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 και του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας ανακύπτει ιδίως όταν η κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων είναι εσφαλμένη ή ελλιπής, με αποτέλεσμα η προθεσμία των 30 ημερών που ορίζεται στην πρώτη διάταξη να μην λήγει πριν από την υποβολή της κοινοποίησης βάσει της οδηγίας 98/59.
74 Δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 98/59, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε νομικές ή/και διοικητικές διαδικασίες για να διασφαλίσουν την τήρηση των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.
75 Σύμφωνα με το γράμμα του εν λόγω άρθρου, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίσουν διαδικασίες για να διασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Ωστόσο, δεδομένου ότι η οδηγία δεν διευκρινίζει την υποχρέωση αυτή, εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των εν λόγω διαδικασιών (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling, C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 34).
76 Το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να λάβουν τα κράτη μέλη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία, αλλά τα αφήνει ελεύθερα να επιλέξουν τα μέτρα που είναι ικανά να επιτύχουν τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές καταστάσεις που ενδέχεται να προκύψουν, και πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα μέτρα αυτά πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να διασφαλίζουν πραγματική και αποτελεσματική έννομη προστασία και να έχουν πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2023, Brink’s Cash Solutions, C‑496/22, EU:C:2023:741, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
77 Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μολονότι η οδηγία 98/59 εναρμόνισε μόνο εν μέρει τους κανόνες που αφορούν την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, το γεγονός ότι η εναρμόνιση είναι μόνο περιορισμένη δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι διατάξεις της οδηγίας χάνουν την αποτελεσματικότητά τους (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling, C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
78 Συνεπώς, μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να οργανώσουν τις διαδικασίες μέσω των οποίων διασφαλίζονται οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην οδηγία 98/59, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν μπορούν να στερηθούν της αποτελεσματικότητάς τους λόγω της εν λόγω οργάνωσης (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling, C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 36).
79 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι οι σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις που κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή δεν μπορούν να υλοποιηθούν πριν από την παρέλευση 30 ημερών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και χωρίς να τηρούνται οι διατάξεις που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα σε περίπτωση απόλυσης. Συνεπώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί ότι προβλέπει απλή νομική κύρωση για τη μη συμμόρφωση του εργοδότη με την υποχρέωσή του να κοινοποιεί τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις νόμιμα, όσον αφορά τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων εργαζομένων και των εκπροσώπων τους στη διαδικασία ομαδικών απολύσεων.
80 Ωστόσο, το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 έχει διαφορετικό σκοπό. Σκοπός του είναι να διασφαλίσει την τήρηση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία, και ιδίως της υποχρέωσης που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, αυτής, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης οφείλει να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή εγγράφως και με την κατάλληλη μορφή κάθε σχεδιαζόμενης ομαδικής απόλυσης. Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο σκοπεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, θεσπίζοντας αποτελεσματικά, αποδοτικά και αναλογικά εθνικά μέτρα.
81 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το μόνο εθνικό μέτρο που το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ικανό να εφαρμόσει στην υπό κρίση υπόθεση, σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της διαδικασίας κοινοποίησης σχετικά με τις προγραμματισμένες ομαδικές απολύσεις, είναι η αναστολή της προθεσμίας καταγγελίας για χρονικό διάστημα ίσο με αυτό που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, η οποία οδηγεί σε παράταση της εργασιακής σχέσης των εν λόγω εργαζομένων.
82 Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 79 και 80 της παρούσας αποφάσεως, η προθεσμία των 30 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 και τα εθνικά μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 αυτής, τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως των υποχρεώσεων που ορίζονται στην οδηγία, επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς.
83 Συνεπώς, σε περίπτωση που οι σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις έχουν κοινοποιηθεί εσφαλμένα ή ελλιπώς στην αρμόδια αρχή, η αναστολή της προθεσμίας προειδοποίησης για χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην εν λόγω προθεσμία 30 ημερών μέχρι την υποβολή της κοινοποίησης σύμφωνα με την οδηγία δεν μπορεί, αφενός, να αντικαταστήσει την απλή νομική κύρωση που προκύπτει από τη μη συμμόρφωση του εργοδότη με την υποχρέωση ορθής κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, ούτε, αφετέρου, να απαλλάξει τα κράτη μέλη από τη θέσπιση πρόσθετων αποτελεσματικών, αποδοτικών και αναλογικών μέτρων για να διασφαλίσουν ότι ο εργοδότης συμμορφώνεται με την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας, όπως, ιδίως, η καταβολή αποζημίωσης στους ενδιαφερόμενους εργαζομένους.
84 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση εσφαλμένης ή ελλιπούς κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων, η μη τήρηση της προθεσμίας των 30 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας δεν συνιστά μέτρο, κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας, που αποσκοπεί στη διασφάλιση της τηρήσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας.
Κόστος
85 Δεδομένου ότι, για τους διαδίκους της κύριας δίκης, η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία έχει, καθόσον την αφορά, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι πλην των εν λόγω διαδίκων για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάνθηκε ως εξής:
1) Άρθρο 3 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2015/1794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Ο σκοπός της κοινοποίησης των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην αρμόδια αρχή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρωθεί, αφενός, όταν η εν λόγω αρχή δεν αντιτίθεται στην εσφαλμένη ή ελλιπή κοινοποίηση και θεωρεί ότι έχει λάβει επαρκείς πληροφορίες για να προσπαθήσει να επιλύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι ο εργοδότης συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή προκειμένου να αποφευχθούν ή να περιοριστούν καταστάσεις ανεργίας ή/και όταν η εθνική υπηρεσία απασχόλησης έχει την υποχρέωση να διερευνά αυτεπαγγέλτως στη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων.
2) Άρθρο 6 της οδηγίας 98/59, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2015/1794
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Όταν η κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων είναι εσφαλμένη ή ελλιπής, η μη τήρηση της προθεσμίας των 30 ημερών που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας δεν συνιστά μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 6 της οδηγίας, σκοπός του οποίου είναι η διασφάλιση της τήρησης της υποχρέωσης κοινοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας.
Υπογραφές
