Υπόθεση C- 320/24
CR
και
TP
κατά
Soledil Srl, υπό προληπτική σύνθεση
(Αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσα από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο)
Απόφαση του Δικαστηρίου (Τέταρτο Τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2025
«Προδικαστική απόφαση – Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες σε καταναλωτικές συμβάσεις – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 6(1) και άρθρο 7(1) – Εξουσίες ελέγχου και υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου – Ποινική ρήτρα – Μη αυτόματος έλεγχος του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας – Δεδικασμένο – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έγκριση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας σε δίκη κατόπιν παραπομπής μετά από αναίρεση»
Προστασία του καταναλωτή – Καταχρηστικές ρήτρες σε καταναλωτικές συμβάσεις – Οδηγία 93/13 – Διαδικασία παραπομπής μετά την αναίρεση – Δεδικασμένο – Εθνική νομοθεσία που δεν επιτρέπει στο δικαστήριο που εκδικάζει παραπομπή μετά την αναίρεση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα φερόμενης ως καταχρηστικής ρήτρας – Καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής που δεν επικαλέστηκε ο καταναλωτής ούτε τέθηκε αυτεπαγγέλτως κατά τη διάρκεια της δίκης – Απαράδεκτο – Μη τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 6, § 1 και 7, § 1)
(βλ. σημεία 22-36, 38, 41, 42 και απαλλαγή)
Περίληψη
Το Δικαστήριο, το οποίο έχει υποβληθεί προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Corte suprema di cassazione (Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), αποφαίνεται σχετικά με τον τρόπο συμβιβασμού, αφενός, της επιταγής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής του δεδικασμένου που απορρέει από αυτήν, με, αφετέρου, την επιταγή της αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή.
Το 1998, οι CR και TP, δύο υποψήφιοι αγοραστές, συνήψαν διμερή υπόσχεση πώλησης ενός κτιρίου με την Soledil Srl, τον υποψήφιο πωλητή, βάσει της οποίας κατέβαλαν προκαταβολή στον τελευταίο. Αυτή η υπόσχεση πώλησης περιείχε ποινική ρήτρα που επέτρεπε στον υποψήφιο πωλητή να παρακρατήσει, ως ποινή, τα ποσά που καταβλήθηκαν ως προκαταβολή σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της υποχρέωσής τους να συνάψουν την τελική σύμβαση.
Δεδομένου ότι η τελική σύμβαση για την πώληση αυτή δεν συνήφθη ποτέ, η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο, το 2002, κήρυξε τη συμφωνία άκυρη, διατάσσοντας τους υποψήφιους αγοραστές να επιστρέψουν το εν λόγω ακίνητο και τον υποψήφιο πωλητή να επιστρέψει τις καταθέσεις που έλαβε. Η εν λόγω απόφαση κηρύχθηκε άκυρη λόγω διαδικαστικών ελαττωμάτων με απόφαση του 2009 του Corte d’appello di Ancona (Εφετείου της Ανκόνα, Ιταλία), το οποίο, κρίνοντας επί της ουσίας, κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα και επανέλαβε τις προηγούμενες αποφάσεις, αν και μείωσε το ποσό της ποινής.
Η απόφαση αυτή ανατράπηκε το 2015 από το Ακυρωτικό Δικαστήριο λόγω έλλειψης αιτιολόγησης στην απόφαση μείωσης της ποινής. Η υπόθεση παραπέμφθηκε, ως εκ τούτου, στο Corte d’appello di Bologna (Εφετείο της Μπολόνια, Ιταλία), το οποίο, σε απόφαση του 2018, έκρινε την ποινή υπερβολική και μείωσε το ύψος της. Οι υποψήφιοι αγοραστές άσκησαν στη συνέχεια έφεση στο κατώτερο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω ποινική ρήτρα επέβαλε προδήλως υπερβολική ποινή και, ως εκ τούτου, ήταν καταχρηστικός όρος.
Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, βάσει του εθνικού δικαίου, η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται κατόπιν παραπομπής κατόπιν αναίρεσης, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα μιας φερόμενης ως καταχρηστικής ρήτρας, υπό την προϋπόθεση ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής δεν έχει επικαλεστεί ο καταναλωτής ούτε έχει τεθεί αυτεπαγγέλτως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Έχοντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του εν λόγω δικαίου με το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ( 1 ), ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάσισε να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για προδικαστική απόφαση.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, βάσει της αρχής του δεδικασμένου, και προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα του δικαίου και των έννομων σχέσεων, καθώς και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, είναι σημαντικό οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν καταστεί τελεσίδικες μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ένδικων μέσων ή μετά τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονται για την άσκηση αυτών των ένδικων μέσων να μην μπορούν πλέον να προσβληθούν.
Σημειώνει περαιτέρω ότι, όταν, κατά τη διάρκεια προηγούμενης εξέτασης μιας αμφισβητούμενης σύμβασης που οδήγησε σε οριστική και δεσμευτική απόφαση, ένα εθνικό δικαστήριο περιορίστηκε στην αυτεπάγγελτη εξέταση μόνο μίας ή ορισμένων από τις ρήτρες της εν λόγω σύμβασης, η οδηγία 93/13 το υποχρεώνει να αξιολογήσει, κατόπιν αιτήματος των μερών ή αυτεπαγγέλτως, εφόσον διαθέτει τα απαραίτητα νομικά και πραγματικά στοιχεία, εάν οι άλλες ρήτρες της σύμβασης είναι ενδεχομένως καταχρηστικές. Χωρίς τέτοια εποπτεία, η προστασία του καταναλωτή θα ήταν ελλιπής και ανεπαρκής και δεν θα αποτελούσε επαρκές ή αποτελεσματικό μέσο για την παύση της χρήσης τέτοιων ρητρών.
Αντιστρόφως, η προστασία αυτή θα εξασφαλιζόταν εάν ο δικαστής στην αρχική διαδικασία είχε εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω συμβατικών όρων και εάν, πρώτον, ο έλεγχος αυτός, τουλάχιστον συνοπτικά αιτιολογημένος, δεν είχε αποκαλύψει την ύπαρξη καταχρηστικών όρων και εάν, δεύτερον, ο καταναλωτής είχε ενημερωθεί δεόντως ότι, ελλείψει άσκησης έφεσης εντός της προθεσμίας που ορίζει το εθνικό δίκαιο, θα του απαγορευόταν να επικαλεστεί στη συνέχεια τον καταχρηστικό χαρακτήρα αυτών των όρων. Μια δικαστική απόφαση που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί επομένως να αποτρέψει περαιτέρω έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών όρων σε μεταγενέστερες διαδικασίες.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία, η αρχή του δεδικασμένου αποκλείει την εξέταση του φερόμενου ως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας στο πλαίσιο διαδικασίας παραπομπής, όταν το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε ή δεν σημειώθηκε στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης επί της έφεσης. Έτσι, βάσει της νομοθεσίας αυτής, η εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ποινικής ρήτρας από το Ακυρωτικό Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως θεωρείται ότι έχει λάβει χώρα σιωπηρά και ότι καλύπτεται από την αρχή του δεδικασμένου, ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής αιτιολογίας. Αυτό, ωστόσο, καθιστά αδύνατο τον έλεγχο που απαιτείται από την οδηγία 93/13 και την αρχή της αποτελεσματικότητας.
Τέλος, το Δικαστήριο τονίζει ότι, ενώ η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως την πλήρη παθητικότητα του καταναλωτή, στην προκειμένη περίπτωση, οι υποψήφιοι αγοραστές συμμετείχαν σε όλα τα διαφορετικά στάδια της νομικής διαδικασίας και επικαλέστηκαν, τουλάχιστον στο πλαίσιο της δεύτερης έφεσης στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, τον άδικο χαρακτήρα της εν λόγω ποινικής ρήτρας. Η συμπεριφορά τους δεν μπορεί επομένως να χαρακτηριστεί ως εντελώς παθητική.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, πρέπει να ερμηνευθούν ως αντίθετα προς εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου δεν επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται κατόπιν παραπομπής κατόπιν αναίρεσης, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα μιας φερόμενης ως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, όταν, πρώτον, ο λόγος που στηρίζεται στον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής δεν προβλήθηκε από τον καταναλωτή κατά τα προηγούμενα στάδια της δικαστικής διαδικασίας και, δεύτερον, η ακυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας δεν προβλήθηκε αυτεπαγγέλτως από τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αναιρετικής απόφασης.
