Αριθμός 905/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτα Πασσίση, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό, Λεωνίδα Χατζησταύρου και Ελένη Θεοδωρακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2025, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Μητρουλιά (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χ. Α., για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της αποφάσεως ΒΤ720/2024 του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Ι. Κ. του Κ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αναστασόπουλο και υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Δ. Ε. του Π., κάτοικο …, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Σγουρό.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20-12-2024 και με αριθμό 54/2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …
Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και του πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α` του ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μήνα από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη.
Περαιτέρω, στο άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 140 του ν. 4855/2021, ορίζεται ότι: “Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου……..Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρίζονται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση καθαρογράφεται εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον Εισαγγελέα αρχίζει και στην περίπτωση αυτή, από την ως άνω καταχώριση”. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε απόφασης οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, μπορεί να προσβληθεί με έφεση.
Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα:
Στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζονται τόσο οι τελεσίδικες αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεων, όσο και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, οι οποίες, όπως απαγγέλθηκαν, δεν δύνανται νομίμως να προσβληθούν με έφεση (ανέκκλητες), από διαδίκους και εισαγγελείς και θεωρούνται ότι αποτελούν υποκατηγορία των υπό ευρεία έννοια τελεσίδικων αποφάσεων (Ολ. ΑΠ 6/2002, ΑΠ 581/2016, ΑΠ 75/2016). Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά των ανωτέρω αποφάσεων αρχίζει, αδιακρίτως για όλους τους ενδιαφερομένους (διαδίκους και εισαγγελείς), από την καταχώριση των αποφάσεων αυτών καθαρογραμμένων στο προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Επισημαίνεται δε ότι η έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να έχει ο ενδιαφερόμενος (διάδικος ή εισαγγελέας) υπόψη του το πλήρες κείμενο του αιτιολογικού της απόφασης, ώστε, σε αρμονία και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, να είναι σε θέση να διατυπώσει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης και ιδίως αυτόν της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αίτησης αναίρεσης, όταν δεν προκύπτει νόμιμος λόγος, προσθέτως δε, να αποτρέπεται η άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του διαδίκου και η απασχόληση του Αρείου Πάγου με αβάσιμες αιτήσεις αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 6/2002). Ειδικώς δε, σε περίπτωση πρωτόδικης απόφασης, υποκείμενης σε έφεση, από διάδικο ή εισαγγελέα, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει κατ` αυτής αναίρεση εντός μηνός από την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο, υπό την προϋπόθεση ότι είτε, μετά από πρωτοβουλία – αίτημά του, εκδηλωθείσα εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, καθαρογράφηκε η απόφαση εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου, είτε η καθαρογραφή και η καταχώριση αυτής στο ειδικό βιβλίο έγινε, με πρωτοβουλία του προέδρου του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εντός της ως άνω προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της. Η ανωτέρω ρύθμιση συνιστά μια πρόσθετη δυνατότητα, που παρασχέθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την προσβολή με αναίρεση και των εκκλητών αποφάσεων, κατά το αρχικό στάδιό τους, οπότε υπόκεινται σε έφεση.
Συνεπώς, εφόσον δεν ζητηθεί από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η καθαρογραφή μιας τέτοιας απόφασης εντός της ως άνω προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της, ούτε ασκηθεί έφεση κατ` αυτής, η, μετά την τελεσιδικία της, καθαρογραμμένη, με πρωτοβουλία του προέδρου του δικάσαντος δικαστηρίου, απόφαση, υπόκειται σε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά την προαναφερόμενη γενική διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α` ΚΠΔ, εντός της ως άνω προθεσμίας του άρθρου 507 ΚΠΔ από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο. Η άποψη ότι η παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ, χωρίς να ζητηθεί από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η καθαρογραφή της εκκλητής απόφασης, στερεί από αυτόν τη δυνατότητα μεταγενέστερης άσκησης αναίρεσης κατ` αυτής, δεν μπορεί να γίνει δεκτή για τους ακόλουθους λόγους: α) δεν ορίζεται στο άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ότι η μη άσκηση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου της ως άνω δυνατότητάς του συνεπάγεται την έκπτωσή του από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α` ΚΠΔ, μετά την τελεσιδικία της απόφασης. β) Θα ήταν παράδοξο να θεωρηθεί ότι, κατά τη νομοθετική βούληση, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που είναι ο ανώτατος λειτουργός για την τήρηση της νομιμότητας, παρά τη ύπαρξη νομικών πλημμελειών, που διαπιστώνονται από το κείμενο της καθαρογραμμένης απόφασης (ανεξαρτήτως του δικαιώματός του για άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου, κατά το άρθρ. 505 παρ. 2 εδ. β` ΚΠΔ, που, όμως, δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των διαδίκων), αδυνατεί να την προσβάλει με αίτηση αναίρεσης. γ) Η πρωτοβουλία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ζητήσει την καθαρογραφή της απόφασης εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της πηγάζει συνήθως από ενημέρωσή του, είτε από διάδικο της υπόθεσης, είτε από εισαγγελέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε τη σχετική απόφαση, εφόσον θεωρούν ότι υπήρξαν νομικές πλημμέλειες στην έκδοσή της. Ωστόσο, οι ανωτέρω δεν μπορούν, βέβαια, να διαβλέψουν, πριν την καθαρογραφή της, ιδίως την ενδεχόμενη έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης αυτής (η οποία μπορεί να διαγνωσθεί μόνο από το καθαρογραμμένο κείμενό της), ώστε να ζητήσουν από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την άσκηση αναίρεσης κατ` αυτής για τον συγκεκριμένο λόγο.
Συνεπώς, υπό την ως άνω αποκρουόμενη άποψη, ο θιγόμενος διάδικος, κατ` ουσίαν, θα εστερείτο της δυνατότητας να ζητήσει από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που αποτελεί βασικό λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, πράγμα που θα συνεπαγόταν παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (πρβλ. την από 11-4-2002 απόφαση του ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης ΑΕΠΙ κατά Ελλάδας). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 20-12-2024 και με αριθμό κατάθεσης 54/2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ασκηθείσα με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), ζητείται η αναίρεση της υπ` αριθμ. ΒΤ 720/2024 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία το Δικαστήριο αυτό κήρυξε αθώο κατά πλειοψηφία τον Ι. Κ. του Κ. για τις πράξεις α) ψευδούς καταμήνυσης, β) ψευδούς κατάθεσης και γ) συκοφαντικής δυσφήμησης, φερόμενες ως τελεσθείσες στην Πετρούπολη Αττικής, στις 2-7-2019, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (παρ. άρθ. 510 παρ.1 Δ ΚΠΔ).
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν ζήτησε την καθαρογραφή της παραπάνω απόφασης, όπως είχε δικαίωμα, κατ` άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ.
Συνεπώς, δεδομένου ότι η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο έγινε στις 25-11-2024, μετά την τελεσιδικία της, η υπό κρίση από 20-12-2024 αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 464, 473 παρ. 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1, 505 παρ. 2 εδ. α` και 507 του ΚΠΔ).
Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ, “Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι` αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται: α) καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά, β) η καταμήνυση να έγινε ενώπιον αρχής, γ) η καταμήνυση να αναφέρεται στη τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, δ) η καταμήνυση να αφορά σε άλλον, ε) η καταμήνυση να είναι ψευδής, δηλαδή αντικειμενικά αναληθής και στ) δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση του, ότι κατά το χρόνο της καταμήνυσης το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι αναληθές και αφορά σε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση (ΑΠ 814/2023, ΑΠ 60/2023, ΑΠ 915/2021).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 224 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νΠΚ που τιτλοφορείται “Ψευδής κατάθεση”, “Όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο η ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή”. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 του νέου ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης μάρτυρα, απαιτείται: α) κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας για την εξέτασή του αρχής, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνιστάται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι είχε γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα απέκρυψε ή αρνήθηκε να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε. Θεωρείται αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όταν είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και προς εκείνο που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από τις διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 1240/2022 , ΑΠ 384/2022, ΑΠ 44/2021, ΑΠ 80/2021).
Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, προκειμένου ειδικά για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974) και δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, υπάρχει όταν: α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου, είτε αναφέρονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και β) δεν αναφέρονται στην απόφαση, ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις), για τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει στο πόρισμα ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ελεγχόμενης αξιόποινης πράξης. Επίσης, στην αθωωτική απόφαση, για να είναι αυτή αιτιολογημένη, πρέπει να αναφέρεται ή να συνάγεται από ολόκληρο το περιεχόμενο του σκεπτικού της, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για τη διαμόρφωση της αθωωτικής κρίσης του το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται στα πρακτικά, και όχι μόνο το περιεχόμενο μερικών από αυτά. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν δεν είναι βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη στο σύνολο τους όλα τα έγγραφα ή το περιεχόμενο όλων των μαρτυρικών καταθέσεων. Ούτε αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας της αθωωτικής απόφασης μόνη η σκέψη, ότι προέκυψαν αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου ή ότι δεν πείσθηκε το Δικαστήριο, εκτός αν δεν προσκομίσθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε εξετάσθηκε μάρτυρας (ΟλΑΠ 1/2020).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της με αριθμό ΒΤ 720/2024 απόφασης το Β’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται σε αυτήν, δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: ”Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που νομότυπα αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται δια του κατηγορητηρίου. Πλέον συγκεκριμένα, από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος προέβη στην από 2-7-2019 κατάθεση του και ένορκη εξέταση ενώπιον των αστυνομικών οργάνων του Α.Τ. Πετρούπολης, έχοντας την πεποίθηση ότι ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας, έχοντας τοποθετήσει σε χώρο του μπαλκονιού του διαμερίσματος του ηλεκτρονική συσκευή που κατά την λειτουργία της αναβόσβηνε με χρώματα πράσινο-ερυθρό, στο οπτικό πεδίο της οποίας ενέπιπτε και η ιδιοκτησία του ιδίου (κατ/νου), πίστεψε πεπλανημένα ότι επρόκειτο για καταγραφικό μηχανισμό, με περαιτέρω συνέπεια να εκλαμβάνει την έστω απλή και στιγμιαία παρουσία του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας σε σημεία κείμενα εντός μεν του διαμερίσματος του, διαθέτοντα δε οπτική πρόσβαση προς εκείνο του ιδίου (κατ/νου), ως προσπάθεια παραβίασης της ιδιωτικότητας του ιδίου και των μελών της οικογενείας του. Η ανωτέρω κρίση επιρρωνύεται από το γεγονός ότι, κατά την κατάθεσή του ενώπιον των αστυνομικών αρχών, μνημονεύει την ύπαρξη μηχανισμού που έμοιαζε σε καταγραφική συσκευή, ωστόσο δεν απέκρυψε τις επιφυλάξεις του ως προς την δυνατότητα καταγραφής εικόνων ή μη. Παράλληλα, στην κατάθεση του μνημονεύει τα στοιχεία που είχαν υποπέσει στην αντίληψη του ως προς την συσκευή που κείτονταν στο μπαλκόνι του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας, γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη πρόθεσης χαρακτηριστικών που ενδεχομένως θα οδηγούσαν στην απόρριψη της έγκλησής του ήδη από το στάδιο της προδικασίας. Αναφορικά δε με την κείμενη επί της εισόδου κάμερας, προέκυψε πράγματι ότι υφίσταται,, δίχως ωστόσο να προκύψει αδιαμφισβήτητα το κατά πόσο το οπτικό της πεδίο περιοριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην ιδιωτική περιουσία του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας. Συνακόλουθα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος προέβη στις πράξεις του ένεκα της πεπλανημένης αντίληψής του περί της υφισταμένης κατάστασης των πραγμάτων, και συνακόλουθα, λαμβάνοντας περαιτέρω την εγγράφως διατυπωθείσα αμφιβολία του ως προς την ύπαρξη ή μη δυνατότητας καταγραφής, αμφότερων των συσκευών, δημιουργούνται ευλόγως αμφιβολίες ως προς την πλήρωση των όρων της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων που του αποδίδονται.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων αυτών”.
Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε αθώο, κατά πλειοψηφία, τον κατηγορούμενο με το ακόλουθο διατακτικό:
”ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο κατά πλειοψηφία ΑΘΩΟ του ότι:
Στην Πετρούπολη στις 2-7-2019 τέλεσε τα ακόλουθα αδικήματα, που τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή (φυλάκιση), ειδικότερα δε:1) Εν γνώσει καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της Αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο με την από 2-7-2019 ένορκη εξέταση ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών του Α.Τ. Πετρούπολης καταμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα Ε. Δ. του Π. για παραβίαση προσωπικών δεδομένων και δη παραβίαση του άρθρο 38 Ν. 4624/2019, καταθέτοντας τα εξής : “Διαμένω μόνιμα στην Πετρούπολη επί της οδού … σε οικία 1° ορόφου σε τριώροφο. Απέναντι μου επί της οδού … σε οικία 1° ορόφου διαμένει ο Ε. Δ. του Π. και της Ε. Εδώ και 2 μήνες και συγκεκριμένα από αρχές Μαΐου, οι κόρες μου κάθονται στο μπαλκόνι, για να κόβουν ηλιοθεραπεία και αντιλήφθηκαν ότι ο ανωτέρω κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας του, τις κοίταγε και παρατηρούσε. Το συγκεκριμένα συμβάν μου το δηλώσαν οι κόρες μου και εγώ τα επόμενα βράδια τον παρατήρησα να συνεχίζει να το κάνει αυτό και είδα να αναβοσβήνει ένα λαμπάκι πράσινο-κόκκινο στο δάπεδο του μπαλκονιού του. Φοβούμενος εγώ μήπως πρόκειται για κάποιο καταγραφικό μηχανισμό – κάμερα έφερα έναν φωτογράφο στην οικία μου, όπου με ειδικό φωτογραφικό φακό το κατέγραψε και τότε διαπίστωσα ότι πρόκειται για κάμερα μάρκας DOG, κινούμενη. Ανωτέρω φωτογραφία σας εγχειρίζω. Επίσης έχω να προσθέσω ότι ο ανωτέρω έχει άλλη μία σταθερή κάμερα στην είσοδο της οικίας του, η οποία βλέπει την είσοδο του και τον δρόμο. Σήμερα το πρωί 2/7/2019 και ώρα 10.00 που αποχώρησα από το σπίτι μου είδα τις κάμερες, οι οποίες δεν γνωρίζω, εάν καταγράφουν. Επιθυμώ την ποινική του δίωξη του ανωτέρω για την τοποθέτηση των καμερών.”, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος, είναι πως ο εγκαλών Ε. Δ. του Π. ουδέποτε παρακολουθούσε, ούτε κατέγραφε με κάμερες το μπαλκόνι της οικίας του κατηγορουμένου. 2) Ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του κατέθεσε ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενώ εξεταζόταν ως μάρτυρας ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών του Α.Τ. Πετρούπολης, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς τα υπό στοιχ. 1) του παρόντος περιγραφόμενα ψευδή γεγονότα, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος, είναι πως ο εγκαλών Ε. Δ. του Π. ουδέποτε παρακολουθούσε, ούτε κατέγραφε με κάμερες το μπαλκόνι της οικίας του κατηγορουμένου. 3)Ισχυρίστηκε με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας αυτών και συγκεκριμένα στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο με την από 2-7- 2019 ένορκη εξέταση ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών του Α.Τ. Πετρούπολης ισχυρίστηκε ψευδώς για τον εγκαλούντα Ε. Δ. του Π. τα υπό στοιχ. 1) του παρόντος περιγραφόμενα ψευδή γεγονότα, γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή και πως μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος Ε. Δ. του Π., καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξίας”. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Β’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, αναφορικά με τις πράξεις που αποδόθηκαν στον κατηγορούμενο της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ) και ψευδούς κατάθεσης (άρθρο 224 παρ. 1 ΠΚ), για τις οποίες ο τελευταίος αθωώθηκε, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα και εκθέτει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, από την αξιολόγηση των οποίων δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου για τις ανωτέρω πράξεις και συγκεκριμένα ως προς την πλήρωση των όρων της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων αυτών και τις σκέψεις που στήριξαν την απαλλακτική του κρίση. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτό συμπληρώνεται από το διατακτικό, το Δικαστήριο της ουσίας αναφέρει αναλυτικώς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του για την εξενεχθείσα κρίση του ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν περιεχόμενο των φερομένων ως ψευδών ισχυρισμών που εμπεριέχονται στην επίδικη από 2-7-2029 ένορκη κατάθεση του κατηγορουμένου ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών του ΑΤ Πετρούπολης και στη γνώση του ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι αναληθές, τα οποία έλαβε όλα υπόψη του, ενώ για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης δεν απαιτείτο η επιπλέον παράθεση και ανάλυση των στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων Εισαγγελέας στο δικόγραφο της αιτήσεώς του. Ειδικότερα οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως περί μη αναφοράς στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδοχών σχετικά με τον κρίσιμο ισχυρισμό του κατηγορούμενου για παρακολούθηση των θυγατέρων του από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία, ενώ αυτές έκαναν ηλιοθεραπεία στο μπαλκόνι, είναι αβάσιμες. Και τούτο διότι τα καταγγελόμενα από τον κατηγορούμενο γεγονότα, με την από 2-7-2019 ένορκη εξέτασή του ενώπιον των αρμόδιων αστυνομικών του ΑΤ Πετρούπολης, αφορούν την εν γένει παρακολούθηση των μελών της οικογένειας του κατηγορουμένου από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία με τη χρήση καταγραφικού μηχανισμού – κάμερας, που ο τελευταίος είχε τοποθετήσει στο δάπεδο του μπαλκονιού του και με σταθερή κάμερα που είχε τοποθετήσει στην είσοδο της οικίας του, ενέργειες για τις οποίες ο κατηγορούμενος ζήτησε την ποινική δίωξή του. Εξάλλου η αναφορά στην ανωτέρω κατάθεση του κατηγορουμένου των δηλώσεων των θυγατέρων του περί παρακολούθησής τους από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία, κατά το χρόνο που αυτές έκαναν ηλιοθεραπεία στο μπαλκόνι τους, προκύπτει ότι έγινε διηγηματικά στο κείμενο της κατάθεσης του κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός να ενισχύσει τον ισχυρισμό του για παρακολούθηση των μελών της οικογένειάς του με πιθανή ύπαρξη καμερών στην οικία του υποστηρίζοντος την κατηγορία. Επίσης δεν ήταν αναγκαία αναλυτική παράθεση του τι κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας που εξετάσθηκε, ούτε ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ τους. Επομένως ,ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αθωωτικής απόφασης, κατά το μέρος που αφορά τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και ψευδούς κατάθεσης , για τις οποίες αθωώθηκε ο κατηγορούμενος (αρθ 510 παρ1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ) είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, αναφορικά με την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος λεκτέα τα ακόλουθα : Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με την οποία ορίζεται ότι “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, είναι δε επιεικέστερος ο νόμος που – στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα – οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται όχι μόνο αυτός, ο οποίος προσδιορίζει το είδος και το ύψος της ποινής, αλλά και κάθε διάταξη, που μπορεί να επηρεάσει την τύχη του κατηγορουμένου. Προδήλως, είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος του χρόνου τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδάφιο τελευταίο του ΚΠοινΔ (όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 156 του ν. 4855/2021), προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτως, κατά το άρθρο 2 του Π.Κ., το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (Ολ. ΑΠ 3/1995, ΑΠ 754/2024, ΑΠ 1350/2022, ΑΠ 436/2020, ΑΠ 258/2020).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 εδαφ. α` και 363 εδαφ. α` του ΠΚ, όπως ίσχυαν πριν το νόμο 5090/2024, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Όπως δε γινόταν δεκτό από τη νομολογία, ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορούσε να γίνει και με κατάθεση δικογράφου ή με επίδοση εξωδίκου μέσω δικαστικού επιμελητή, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που περιέχονταν σ` αυτό, λάμβαναν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας, ο δικαστικός επιμελητής και γενικά όλα τα πρόσωπα, τα οποία, από καθήκον, λάμβαναν γνώση του περιεχομένου του. Δηλαδή, στην έννοια του τρίτου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβανόταν οποιοδήποτε, πλην του δυσφημούμενου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λ.π., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, αρκεί το γεγονός να ήταν επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδιδόταν (Ολ. ΑΠ 3/2021, ΑΠ 174/2023, ΑΠ 1489/2022). Ήδη, δυνάμει των άρθρων 54 και 138 παρ. 1 του ν. 5090/2024, από 1-5-2024 το άρθρο 363 του ΠΚ τροποποιήθηκε ως ακολούθως: “Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης”. Με τη νέα αυτή διάταξη, πέραν της κατάργησης της απλής δυσφήμησης, ορίζεται για τη συκοφαντική δυσφήμηση ότι, από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης, εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρισης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι, που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων ενόψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης (ΑΠ 1114/2024, ΑΠ 752/2024, ΑΠ 959/2024, βλ. και αιτιολογική έκθεση ν. 5090/2024).
Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του εγκαλούντος Δ. Ε., που φέρεται ότι έλαβε χώρα με την από 2-7-2019 ένορκη εξέτασή του ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών του ΑΤ Πετρούπολης, όπου και κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, καθόσον έλαβαν γνώση των ψευδών και συκοφαντικών αυτών περιστατικών οι παραπάνω ανακριτικοί υπάλληλοι. Όμως, όπως προεκτέθηκε, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης(14-3-2024) και συγκεκριμένα, από την 1-5-2024 η πράξη, για την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος κατέστη ανέγκλητη, καθόσον οι προανακριτικοί υπάλληλοι (αρμόδιοι αστυνομικοί του ΑΤ Πετρούπολης), που φέρονται ότι έλαβαν γνώση των ψευδών και δυσφημιστικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια του άρθρου 363 ΠΚ, όπως ισχύει μετά τον ν. 5090/2024. Ενόψει αυτών, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου , κατά το μέρος που αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος είναι νομικά αβάσιμη και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η από 20-12-2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ` αριθμ. ΒΤ 720/2024 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Απορρίπτει την από 20-12-2024 και με αριθμό κατάθεσης 54/2024 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ` αριθμ. ΒΤ 720/2024 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2025.
Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιουνίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
