Αριθμός 299/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό και Βαρβάρα Πάπαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. χήρας Ε. Δ., το γένος Σ. Κ., 2) Κ. Δ. του Ε. και 3) Μ. Δ. του Ε., απάντων κατοίκων …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Πάτση, ο οποίος ανακάλεσε την από 9-5-2023 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Κ. του Σ., κατοίκου ….. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Αποστολάκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 25-5-2023 δήλωση του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-6-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 104/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 38/2020 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-4-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 38/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθμ.104/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που είχε απορρίψει την από 10.06.2013 αγωγή τους κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου, με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας των αναφερομένων δικαιοπραξιών ως αντίθετων στα χρηστά ήθη και δη ως καταπλεονεκτικών, λόγω της εκμετάλλευσης της ανάγκης, της κουφότητας και της απειρίας τους από τον ήδη αναιρεσίβλητο και της φανερής δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
2. Κατά το άρθρο 178 “δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή τον σκοπό στον οποίον αυτοί αποβλέπουν αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν. Κατά δε το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγουμένου άρθρου 178: “άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή”. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή α) φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνον του ενός απ’ αυτά (ΑΠ 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη πείρας γύρω από την ζωή και τις συναλλαγές, συνήθως δε η έλλειψη πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι φανερή. Στην περίπτωση της κουφότητας και της απειρίας, η διατάραξη της ελευθερίας δικαιοπρακτικής αποφάσεως του καταπλεονεκτούμενου, έγκειται στον εσφαλμένο σχηματισμό της, ενώ στην περίπτωση της ανάγκης, η δικαιοπρακτική απόφαση σχηματίζεται μεν σωστά, αλλά πάσχει η πραγμάτωσή της, λόγω της συζεύξεως της ικανοποίησης της ανάγκης αυτής με το άδικο περιεχόμενο της σύμβασης. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει εμφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 753,754/2014, ΑΠ 748/2014, ΑΠ 2139/2013, ΑΠ 1291/2010, ΑΠ 2095/2009, ΑΠ 1050/2009, ΑΠ 1976/2007, ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005, ΑΠ 1272/2004, ΑΠ 492/2004). Για την συνδρομή του στοιχείου της εκμετάλλευσης, δεν είναι αναγκαίο να έχει προκληθεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του συμβληθέντος επιλήψιμη που να τείνει στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι, με διάθεση εκμετάλλευσης, αποδέχτηκε πρόταση που έγινε κάτω από την πίεση ανάγκης, η οποία είχε ως συνέπεια την φανερή δυσαναλογία των παροχών (ΑΠ 1050/2009, ΑΠ 307/1993, ΑΠ 566/1989). Ως έννοιες, η ανάγκη, κουφότητα, απειρία και εκμετάλλευση, είναι αόριστες, που για να καταστούν κατάλληλες γιά υπαγωγή χρειάζονται συγκεκριμενοποίηση στην ατομική περίπτωση. Από αυτήν τη σκοπιά είναι φανερό ότι και η περί υπαγωγής σ’αυτές κρίση είναι νομική, υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών) (ΑΠ 2139/2013, ΑΠ 1394/2008,ΑΠ 684/2002), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών (ΑΠ 234/2017). Κριτήριο, επομένως, για την ύπαρξη της φανερής δυσαναλογίας, θα πρέπει να αποτελέσει η αντικειμενική, άλλως η συνήθης στις συναλλαγές αξία των ανταλλασσόμενων παροχών. Αυτό σημαίνει, ότι δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία που υποκειμενικώς αποδίδουν τα μέρη στην παροχή, αφού πιθανό είναι, αφενός μεν, για τον βρισκόμενο σε ανάγκη καταπλεονεκτούμενο να είναι υπαρξιακής σημασίας, αφετέρου δε, για τον καταπλεονέκτη, να μην έχει απολύτως καμία αξία ή σε κάθε περίπτωση να έχει μικρότερη αξία από αυτήν που πράγματι έχει. Η ύπαρξη της φανερής δυσαναλογίας αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 914/2021, ΑΠ 151/2015, ΑΠ 1470/2014, ΑΠ 820/2014, ΑΠ 2095/2009). Η κρίση, όμως, του ουσιαστικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνει, κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, ότι συνέτρεξαν ή όχι τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται αναιρετικά κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 269/2022, ΑΠ 86/2018, ΑΠ 234/2017, ΑΠ 432/2016, ΑΠ 529/2001). Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 67/2022, ΑΠ 82/2021, ΑΠ 904/2019, ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 1470/2014). Όμως, δεν αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ’ αυτή ανήθικο χαρακτήρα. Η δημιουργία, όμως, αυτοτελούς εντεύθεν λόγου ακυρότητας προϋποθέτει τη συνδρομή γεγονότων διαφόρων εκείνων του άρθρου 179 ΑΚ, των οποίων έγινε επίκληση και που κρίθηκαν αβάσιμα, αφού η τελευταία διάταξη αποτελεί ειδική περίπτωση εφαρμογής εκείνης του άρθρου 178 ΑΚ (ΑΠ 82/2021, ΑΠ 834/2011, ΑΠ 2095/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται: “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). 3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η πρώτη ενάγουσα (πρώτη αναιρεσείουσα) μετά του αποθανόντος ήδη συζύγου της, Ε. Δ., αποφάσισαν να ιδρύσουν και να εκμεταλλευτούν ξενοδοχειακή επιχείρηση επί ακινήτου ιδιοκτησίας τους, το οποίο θα αγόραζαν στον παραθαλάσσιο οικισμό …. Με αφορμή και σε υλοποίηση της απόφασής τους αυτής και δυνάμει του με αριθμό 1488/30-4-1981 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου…., η πρώτη ενάγουσα μετά του προαναφερόμενου συζύγου της απέκτησαν λόγω αγοράς από τη Μ. σύζυγο Ε. Δ., θυγατέρα Α. και Α. Μ., την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός ακινήτου, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται στον παραθαλάσσιο οικισμό του Κάτω … και ειδικότερα στη θέση “… σε απόσταση 170 μέτρων από την αμμώδη παραλία “… και έχει έκταση 833,19 τ.μ. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό 6835/21.3.1986 πράξης γονικής παροχής και σύστασης καθέτου ιδιοκτησίας…., η πρώτη ενάγουσα και ο ως άνω σύζυγός της ….συνέστησαν επ’ αυτού δύο διακεκριμένες κάθετες ιδιοκτησίες, ήτοι α) την εμφαινόμενη στο με ημερομηνία 7.3.1986 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Κ. Κ. με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ κάθετη ιδιοκτησία, επιφάνειας 416,99 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής επί του όλου ακινήτου 50% εξ αδιαιρέτου, και β) την εμφαινόμενη στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα με τα αλφαβητικά στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ κάθετη ιδιοκτησία, επιφάνειας 416,20 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής επί του όλου ακινήτου 50% εξ αδιαιρέτου. Με την ίδια ως άνω συμβολαιογραφική πράξη, η πρώτη ενάγουσα και ο ως άνω σύζυγός της μεταβίβασαν την ψιλή κυριότητα των ως άνω καθέτων ιδιοκτησιών στους δεύτερο και τρίτο ενάγοντες, υιούς τους, αντίστοιχα (ήδη δεύτερο και τρίτο από τους αναιρεσείοντες), παρακρατώντας εφ’ όρου ζωής τους την επικαρπία, και ειδικότερα στο δεύτερο ενάγοντα την ψιλή κυριότητα της με στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ κάθετης ιδιοκτησίας και στον τρίτο ενάγοντα την ψιλή κυριότητα της με στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ κάθετης ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια, η πρώτη ενάγουσα και ο σύζυγός της δυνάμει των με αριθμούς 46/1987 (η οποία αναθεωρήθηκε με την με αριθμό 1036/1988) και 47/1987 (η οποία αναθεωρήθηκε με την με αριθμό 1037/1988) οικοδομικών αδειών του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Χανίων ανήγειραν α) επί της με στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ κάθετης ιδιοκτησίας μία τριώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο όροφο, συνιστάμενο από ενιαίο χώρο επιφάνειας 63,50 τμ., ισόγειο όροφο, επιφάνειας 92,92 τ.μ., συνιστάμενο από ένα τρίχωρο διαμέρισμα με λουτρό και ένα δίχωρο διαμέρισμα με λουτρό, πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, επιφάνειας 160,50 τ.μ., συνιστάμενο από τέσσερα δίχωρα διαμερίσματα με λουτρό, δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο, επιφάνειας 74,94 τ.μ., συνιστάμενο από ένα τρίχωρο διαμέρισμα με λουτρό και ένα δίχωρο διαμέρισμα με λουτρό, και πισίνα, επιφάνειας 20,00 τ.μ., και β) επί της με στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ κάθετης ιδιοκτησίας μία τριώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο όροφο, συνιστάμενο από ενιαίο χώρο επιφάνειας 79,05 τμ., ισόγειο όροφο, επιφάνειας 75,90 τ.μ., συνιστάμενο από δύο δίχωρα διαμερίσματα με λουτρό, πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, επιφάνειας 155,75 τ.μ., συνιστάμενο από τέσσερα δίχωρα διαμέρίσματα με λουτρό, δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο, επιφάνειας 91,89 τ.μ., συνιστάμενο από ένα τρίχωρο διαμέρισμα με λουτρό και ένα δίχωρο διαμέρισμα με λουτρό, και πισίνα, επιφάνειας 20,00 τ.μ. Τα παραπάνω περιγραφόμενα δύο κτίρια, είναι εν τοις πράγμασι ενοποιημένα και αποτελούν ένα συγκρότημα κτιρίων επί του οποίου στεγάστηκε η επιχείρηση εκμετάλλευσης ξενοδοχείου. Το εν λόγω συγκρότημα κτιρίων, …αποτελείται από τρεις στάθμες, καθόσον το οικόπεδο επί του οποίου έχει ανεγερθεί είναι επικλινές, στην πρώτη στάθμη αναπτύσσονται κοινόχρηστοι χώροι, χώρος υποδοχής επισκεπτών, χώρος εστίασης επισκεπτών και λοιποί βοηθητικοί χώροι, και τέσσερα διαμερίσματα, στη δεύτερη στάθμη οκτώ διαμερίσματα και στην τρίτη στάθμη τέσσερα διαμερίσματα, ενώ στον ακάλυπτο χώρο υπάρχει μικρή πισίνα. Οι εργασίες ανέγερσης του ως άνω διώροφου συγκροτήματος κτιρίων ολοκληρώθηκαν στις αρχές του έτους 1994, ενώ το Μάρτιο του ίδιου έτους η πρώτη ενάγουσα ξεκίνησε σε αυτό τη λειτουργία ατομικής επιχείρησης ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων με την επωνυμία “M. A.”, δυναμικότητας δεκαέξι διαμερισμάτων και τριάντα οκτώ κλινών, λαβούσα σχετικώς το με αριθμό 026228 Ειδικό Σήμα Λειτουργίας από τη Διεύθυνση Τουρισμού Κρήτης του EOT. Συνεβλήθη δε αρχικά με σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας τύπου allotment (κατά δήλωση των μερών) με την εδρεύουσα στην … εταιρεία με την επωνυμία A. R.. Παράλληλα, η πρώτη αιτούσα (ενν.ενάγουσα) προς το σκοπό παροχής εστίασης στους πελάτες της αιτήθηκε και έλαβε από τον … την με αριθμό 551/15-6-1995 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας κυλικείου (εντός επιχείρησης ενοικιαζομένων δωματίων), που θα λειτουργούσε σε αίθουσα 52 τ.μ. και σε αυλή 36 τ.μ. με δυνατότητα ανάπτυξης έως 24 καθισμάτων και 6 σκαμπό σε εσωτερικό χώρο και 24 καθισμάτων στον εξωτερικό χώρο. Σημειώνεται ότι κατά το 18-6-1996 ιδιωτικό συμφωνητικό “μίσθωσης” μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της ανωτέρω εταιρείας σημειώνεται και η δυνατότητα τοποθέτησης επιπλέον 32 κλινών, πλην όμως η εν λόγω δυνατότητα, συνήθης στις ξενοδοχειακές συμβάσεις, ήτοι η τοποθέτηση επιπλέον και πάντοτε πρόχειρων κλινών κατόπιν απαίτησης του πελάτη (ιδίως για φιλοξενία οικογενειών) δεν αυξάνει τη δυναμικότητα και την αξία του ξενοδοχείου, το οποίο λειτούργησε ως επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων 32 κλινών. Παράλληλα, με την ανωτέρω ξενοδοχειακή επιχείρηση, η πρώτη ενάγουσα μετά του συζύγου της δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά και στο χώρο της εμπορίας ειδών υγιεινής και πλακιδίων. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από το 1977 έως και τον Μάιο του 1991 ως τύποις ατομική επιχείρηση του συζύγου, πλην όμως με καθημερινή συμβολή και άτυπη διαχείριση αυτής από την πρώτη ενάγουσα, και από το έτος 1991 και εφεξής με τη μορφή της ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία “”Μ.. Κ. Κ.. Δ. Ο..Ε..”, την οποία συνέστησαν ο δεύτερος και η πρώτη των εναγόντων, με διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπο αυτής την πρώτη ενάγουσα, καθόσον κατά το χρόνο σύστασής της ο δεύτερος ενάγων ήταν ακόμη ανήλικος, και ειδικότερα 17 ετών και μαθητής της Γ’ τάξης του Λυκείου. Ήδη δε από τότε (Μάιος του 1991) αποχώρησε ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών εναγόντων από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας λόγω λήψεως αναπηρικής σύνταξης από το ασφαλιστικό του φορέα και, εν τέλει, απεβίωσε την 26η-3-1994. Κατά το έτος 1998, η πρώτη ενάγουσα ασθένησε σοβαρά από καρκίνο του στήθους και σταδιακά αποχώρησε από την ενάσκηση εμπορίας προς το σκοπό της αποθεραπείας της. Πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι στις αρχές του καλοκαιριού του έτους 1998 διαπιστώθηκε ότι έπασχε από τοπικά προχωρημένο (Τ4) καρκίνο αριστερού μαστού, με μεταστάσεις σε ένα λεμφαδένα, για τον λόγο δε αυτό υποβλήθηκε άμεσα στο Αντικαρκινικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Αθηνών “Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ”, το χρονικό διάστημα από 23.7.1998 ως και τον Δεκέμβριο του 1998 σε χημειοθεραπεία με το συνδυασμό Metoxantrone-Methoxerate, ενώ την 18-12-1998 εισήχθη στην Κλινική Μαστού του ως άνω νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε ογκοεκτομή και ριζική κένωση λεμφαδένων της σύστοιχης μασχάλης, μετά την έξοδό της από την εν λόγω κλινική, την 23η-12-1998,εξακολούθησε να υποβάλλεται σε χημειοθεραπεία και ορμονοθεραπεία, η οποία ολοκληρώθηκε τον μήνα Σεπτέμβριο του 1999. Κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας εμφάνισε σοβαρές παρενέργειες και ειδικότερα αιματολογική, γαστρεντερολογική τοξικότητα και νευροτοξικότητα, ενώ μετά το τέλος της θεραπείας διαπιστώθηκαν προβλήματα συνεργασιμότητας, διαταραχές συμπεριφοράς και απώλεια πρόσφατης μνήμης, που αποδόθηκαν στη θεραπευτική αγωγή, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι αυτά τα συμπτώματα συνεχίστηκαν. Την 10η-2-2000, επανεξεταζόμενη διαπιστώθηκε ότι η γενική και τοπική κατάστασή της ήταν πλέον καλή…. Ακολούθως, νοσηλεύτηκε για επανέλεγχο το χρονικό διάστημα από 26-5-2005 έως 31-5-2005 και εκ νέου το χρονικό διάστημα από 2-9-2005 έως 7-9-2005. Παράλληλα, την περίοδο μεταξύ της 23ης-3-1998 έως και 23ης-9-1999 ο δεύτερος ενάγων υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία, ενώ ο τρίτος ενάγων είχε ήδη υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία μεταξύ της 22ας-7-1996 και 22ας-1-1998…. Παράλληλα, αποδείχθηκε ότι από τη λειτουργία της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “”Μ.. Κ. Κ.. Δ. Ο..Ε..”, δημιουργήθηκαν υπολογίσιμα χρέη. Ειδικότερα, σε βάρος της παραπάνω εταιρίας και των εναγόντων εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων η με αριθμό … διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανιών, μετά από αίτηση της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας, για ποσό 29.046.425 δρχ. (ή 85.242,63 ευρώ), η με αριθμό 344/1999 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστηρίου, μετά από αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Κ. Α.”, για ποσό 11.500.000 δρχ., η με αριθμό 373/1999 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστηρίου, μετά από αίτηση της Τράπεζας Μακεδονίας Θράκης, για ποσό 29.305.315 δρχ., οι με αριθμούς 461/1999 και 462/1999 διαταγές πληρωμής του ίδιου Δικαστηρίου, μετά από αίτηση της Εμπορικής Τράπεζας, για ποσό 10.613.952 δρχ. (ή 31.148,80 ευρώ) και 13.749.033 δρχ. (ή 40.349,33 ευρώ) αντίστοιχα, οι με αριθμούς 515/1999 και 516/1999 διαταγές πληρωμής του ίδιου Δικαστηρίου, μετά από αίτηση της Άλφα Τράπεζας Πίστεως, για ποσό 3.920.000 δρχ. (ή 11.504,04 ευρώ) και 1.300.000 δρχ. (ή 3.815,11 ευρώ) αντίστοιχα, η με αριθμό 580/1999 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστηρίου, μετά από αίτηση της Τράπεζας Εργασίας, για ποσό 3.455.673 δρχ. (ή 10.141,37 ευρώ), η με αριθμό 629/1999 διαταγή πληρωμής του ίδιου Δικαστηρίου, μετά από αίτηση της Εθνικής Τράπεζας, για ποσό 8.115.820 δρχ. (ή 23.817,52 ευρώ). Επιπλέον, δυνάμει των με αριθμούς 779/1999 και 410/1999 περιλήψεων κατασχετήριων εκθέσεων των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Χανιών Μαρίας Γιατράκη – Κατσιγιαννάκη και Δ. Β. αντίστοιχα, οι προπεριγραφόμενες κάθετες ιδιοκτησίες είχαν κατασχεθεί αναγκαστικά από τις δανείστριες των εναγόντων ανώνυμες εταιρίες με τους διακριτικούς τίτλους “… και “ΤΡΑΠΕΖΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ Α.Ε.”, ενώ ως ημερομηνίες πλειστηριασμών είχαν οριστεί η 27.10.1999 για την ιδιοκτησία με στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ και 12.1.2000 για την ιδιοκτησία με στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ αντίστοιχα, με εκτιμηθείσα αξία 30.000.000 δρχ. και 45.000.000 δρχ. αντίστοιχα και τιμή πρώτης προσφοράς 15.000.000 δρχ. και 22.500.000 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες περιλήψεις κατασχετήριων εκθέσεων. Περαιτέρω, κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1999 επί των προαναφερόμενων κάθετων ιδιοκτησιών ήταν εγγεγραμμένα τα ακόλουθα εμπράγματα βάρη, και ειδικότερα: Α) Επί της με στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ κάθετης ιδιοκτησίας: α) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ΕΤΕ, εγγραφείσα δυνάμει της με αριθμό 160/1992 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων για εξασφάλιση απαιτήσεώς 20.000.000 δρχ., β) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ, εγγραφείσα με το από 30.10.1992 έγγραφο αυτής προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 10.000.000 δρχ. δυνάμει της με αριθμό 259/92 δανειακής συμβάσεως, γ) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ εγγραφείσα με το από 4.1.1993 έγγραφο αυτής προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 5.000.000 δρχ., δυνάμει της με αριθμό 992/1992 δανειακής συμβάσεως, δ) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ, εγγραφείσα με το από 3.3.1993 έγγραφό της προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 5.000.000 δρχ., δυνάμει της με αριθμό 82/1993 δανειακής συμβάσεως, ε) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ εγγραφείσα με το από 21.7.1993 έγγραφο αυτής προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 5.200.000 δρχ., δυνάμει της με αριθμό 319/1993 δανειακής συμβάσεως, στ) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ, εγγραφείσα με το από 11.1.1994 έγγραφο αυτής προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της δρχ. 20.200.000, δυνάμει των με αριθμούς 419/1993 και δυνάμει των με αριθμούς 419/1993 και 203/1993 δανειακών συμβάσεων, ζ) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ, εγγραφείσα με το από 30.5.1994 έγγραφο αυτής προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 20.000.000 δρχ., δυνάμει της με αριθμό 163/1994 δανειακής συμβάσεως, η) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ, εγγραφείσα με το από 15.10.97 έγγραφο αυτής προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 7.000.000 δρχ. Β) Επί της με στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ κάθετης ιδιοκτησίας: α) υποθήκη υπέρ της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας Α.Ε., εγγραφείσα δυνάμει του με αριθμό 17731/1994 συμβολαίου Γ. Μαλεφάκη προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της 19.800.000 δρχ., και β) υποθήκη υπέρ της ΑΤΕ, υπογραφείσα δυνάμει του με αριθμό 10.10.1997 εγγράφου της προς εξασφάλιση των σε αυτό περιγραφομένων απαιτήσεών της ύψους 100.000.000 δρχ. Ενόψει της διαμορφούμενης κατάστασης και υπό το φόβο ότι η περιουσία των εναγόντων θα εκποιούνταν αναγκαστικά και αντί ποσού 75.000.000 δραχμών (όση δηλαδή και η εκτιμηθείσα αξία από τον δικαστικό επιμελητή κατά τα ανωτέρω), προσέφυγαν σε δανεισμό από τον συγγενή τους και ήδη εναγόμενο (αναιρεσίβλητο), ο οποίος είναι ο σύζυγος της αδελφής του αποβιώσαντος συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατέρα των λοιπών εναγόμενων, Ζ. συζύγου Μ. Κ., θυγατέρας Κ. Δ.. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ο οποίος ομολογείται και από την μάρτυρα αποδείξεως συμπαραστάθηκε με τη σύζυγό του πάρα πολύ στην ενάγουσα, κατέβαλε σταδιακά στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 34.370.916 δρχ. (ή 100.868,43 ευρώ), και σε εξασφάλισή του εκδόθηκαν από την εταιρεία “Μ. & Κ. Δ. Ο..Ε.. και σε διαταγή του εναγομένου οκτώ μεταχρονολογημένες επιταγές, και πιο συγκεκριμένα α) η με αριθμό … επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 4.748.000 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 12.4.1999, β) η με αριθμό 398249407 επιταγή της Ιονικής Τράπεζας, ποσού 4.340.000 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 17.4.1999, γ) η με αριθμό 7069556-3 επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 5.012.763 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 22.4.1999, δ) η με αριθμό 7069857-4 επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 5.055.833 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 2.5.1999, ε) η με αριθμό 398249372 επιταγή της Ιονικής Τράπεζας, ποσού 4.337.080 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 11.6.1999, στ) η με αριθμό 398249381 επιταγή της Ιονικής Τράπεζας, ποσού 4.337.080 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 11.6.1999, η) η με αριθμό 180163-5 επιταγή της Π. Σ. Τ., ποσού 2.200.000 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 14.6.1999 και θ) η με αριθμό … επιταγής της Ιονικής Τράπεζας, ποσού 4.340.000 δρχ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης στις 14.6.1999. Ενόψει του γεγονότος όμως ότι οι ενάγοντες αδυνατούσαν να διαχειριστούν την επιχείρησή τους και τα χρέη συσσωρεύονταν διαρκώς, συναποφάσισαν με τον εναγόμενο να μεταβιβάσουν στον τελευταίο την επιχείρηση που διατηρούσαν μαζί με τα δύο ανωτέρω ακίνητα με την παράλληλα ανάληψη από τον τελευταίο της υποχρέωσης να εξοφλήσει τα χρέη τους, χωρίς σημειωτέον να αποδεικνύουν οι ενάγοντες ότι ο αντίδικός τους εκμεταλλεύτηκε με ιδιαίτερο χειρισμό την κατάσταση τους. Έτσι, δυνάμει του με αριθμό 22.283/5.10.1999 συμβολαίου…, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόντων μεταβίβασαν στον εναγόμενο την πλήρη κυριότητα της με στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ κάθετης ιδιοκτησίας, ενώ δυνάμει του με αριθμό 22.284/5.10.1999 συμβολαίου…, η πρώτη και ο τρίτος των εναγόντων μεταβίβασαν στον εναγόμενο την πλήρη κυριότητα της με στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ κάθετης ιδιοκτησίας, μετά του κειμένου επ’ αυτών διωρόφου συγκροτήματος κτιρίων με υπόγειο και πισίνα, ενώ την ίδια ημέρα καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και του εναγομένου προφορική σύμβαση περί μεταβίβασης της ως άνω επιχείρησης στο σύνολό της, ήτοι του εξοπλισμού, της φήμης, της πελατείας, των απαιτήσεών της κλπ. Ως τίμημα για τη μεταβίβαση των εν λόγω κάθετων ιδιοκτησιών συμφωνήθηκαν τα ποσά των 53.770.677 δρχ. και των 52.489.872 δρχ., αντίστοιχα, τα οποία συμφωνήθηκε ότι ο αγοραστής δεν θα καταβάλει στους πωλητές, αλλά ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στους δανειστές αυτών και ειδικότερα σε αυτούς που είχαν εξοπλιστεί με εμπράγματη ασφάλεια επί των εν λόγω κάθετων ιδιοκτησιών, προς εξόφληση των αντίστοιχων ασφαλισμένων χρεών. Ακολούθως, δυνάμει του από 11 Οκτωβρίου 1999 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των εναγόντων και του εναγομένου, συμφωνήθηκε ως συνολικό τίμημα για τη μεταβίβαση λόγω πωλήσεως της κυριότητας των παραπάνω κάθετων ιδιοκτησιών και της επιχείρησης ξενοδοχείου το ποσό των 230.000.000 δρχ.. Επισημαίνεται ότι στο συμφωνητικό αυτό συνεβλήθησαν και οι δεύτερος και τρίτος των εναγόντων, οι υπογραφές των οποίων υπάρχουν στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του εν λόγω συμφωνητικού. Επισημαίνεται ότι ακόμα και αν δεν απορρίπτονταν ως απαράδεκτος α’ πρόσθετος λόγος έφεσης των από 1-9-2020 πρόσθετων λόγων έφεσης που επικαλείται ότι στο επίμαχο συμφωνητικό δεν υπάρχουν οι υπογραφές τους, και πάλι θα απορρίπτονταν ως αβάσιμος στην ουσία του, πόσο μάλλον που εν προκειμένω οι εκκαλούντες ουδέποτε προέβαλαν πλαστότητα των υπαρχουσών υπογραφών τους: Σύμφωνα, με την ειδικότερη ρύθμιση του συμφωνητικού αυτού, το τίμημα των 230.000.000 δραχμών συμφωνήθηκε ότι δεν θα καταβληθεί από τον εναγόμενο-αγοραστή στους πωλητές – ενάγοντες, αλλά ότι αυτό θα εξοφληθεί (κατά ρητή αναφορά στο συμφωνητικό) με τον ακόλουθο τρόπο: α) Συνολικό ποσό 34.370.916 δρχ. θα συμψηφιστεί με ισόποση απαίτηση που ο εναγόμενος είχε σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία “Μ.. Κ. Κ.. Δ. Ο..Ε..”, για την καταβολή του τιμήματος των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών που η πρώτη ενάγουσα είχε εκδώσει ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας αυτής σε διαταγή του εναγομένου, β) Ποσό 23.000.000 δρχ. ήδη είχε καταβάλει ο εναγόμενος στην “Τ. Μ. «Θ. και ανέλαβε να καταβάλει ποσό 8.000.000 δρχ. ακόμη, προς πλήρη εξόφληση του χρέους των εναγόντων προς αυτήν, δυνάμει του οποίου επεσπεύδετο κατάσχεση στην με στοιχεία ΑΗΙΕΖΑ κάθετη ιδιοκτησία, δυνάμει της προαναφερόμενης με αριθμό 410/1999 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χανιών Δ. Β., γ) Ποσό 19.000.000 δρχ. ήδη είχε καταβάλει ο εναγόμενος στην εταιρία “… προς πλήρη εξόφληση του χρέους των εναγόντων προς αυτήν, δυνάμει του οποίου επεσπεύδετο κατάσχεση στη με στοιχεία ΗΙΕΔΕΒΗ κάθετη ιδιοκτησία, δυνάμει της προαναφερόμενης με αριθμό 779/1999 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Χανίων Μαρίας Ε. – Κ., δ) Ποσό 1.060.000 δρχ. κατέβαλε ο εναγόμενος ως αμοιβή για την παράσταση της δικηγόρου των εναγόντων κατά την κατάρτιση των ως άνω μεταβιβαστικών συμβολαίων, ε) Ποσό 1.377.000 δρχ. είχε ήδη καταβάλει ο εναγόμενος σε μη αναφερόμενα στο εν λόγω συμφωνητικό χρονικά σημεία στους ενάγοντες, στ) Ποσό 20.000.000 δρχ. θα κατέβαλε ο εναγόμενος προς εξόφληση χρέους του τρίτου ενάγοντος, Μ. Δ., προς τον Δ. Δ., για την οποία ο εναγόμενος εξέδωσε τη με αριθμό … ισόποση επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων, σε διαταγή του τελευταίου, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.6.2000, ζ)Ποσό 2.180.000 δρχ. θα κατέβαλε ο εναγόμενος στην “Τράπεζα Εργασίας” έναντι χρέους της πρώτης ενάγουσας, Μ. Δ.. Ενόψει των ανωτέρω, οι διάδικοι συνομολόγησαν στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ότι έναντι του τιμήματος κατεβλήθη από τον εναγόμενο ήδη το ποσόν των 114.167.916 δραχμών. Για το υπόλοιπο δε ποσό της πώλησης που συμβατικά ορίστηκε σε 115.832.084 δραχμές συμφωνήθηκε ειδικά ότι ο εναγόμενος αναλάμβανε την υποχρέωση να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, που είναι ασφαλισμένες με τις ανωτέρω μνημονευθείσες εμπράγματες ασφάλειες (μόνο προσημειώσεις και υποθήκες ειδικά μνημονευόμενες στα συμβόλαια πώλησης) επί των μεταβιβασθέντων ακινήτων. Επίσης αναλάμβανε και την εξυπηρέτηση στο μέλλον των ίδιων οφειλών, ήτοι αυτών που είναι εξοπλισμένες με τις εμπράγματες ασφάλειες που αναφέρονται στα πωλητήρια συμβόλαια.
Συνεπώς, ανέλαβε την εξόφληση οφειλών προς την ΕΤΕ, την ΑΤΕ και την Κτηματική Τράπεζα που ακολούθως απορροφήθηκε από την ΕΤΕ. Κανένα άλλο χρέος των εναγόντων δεν ανέλαβε ο εναγόμενος να εξοφλήσει αντί της απευθείας καταβολής τιμήματος προς τους πωλητές.
Συνεπώς, οι καταβολές προς τη ΔΕΗ, το …, αλλά και την Τράπεζα Αττικής αφορούν μεν χρέη των εναγόντων, όπως προκύπτει από τα οικεία παραστατικά καταβολών που προσκομίζει ο εναγόμενος, πλην όμως οι τυχόν καταβολές αυτών από τον εναγόμενο κείνται εκτός του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού και η οιαδήποτε καταβολή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταβολή έναντι του υπολοίπου τιμήματος της αγοράς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε τελικά συνολικό ποσό 31.000.000 δραχμών στην “Τ. Μ. «Θ., αλλά μόνο 28.127.613 δραχμών, όπως συνάγεται από τις μη αμφισβητούμενες ακόλουθες καταβολές κατά τις οποίες αυτός κατέβαλε στην ανωτέρω τράπεζα ποσό 18.349.066 δραχμών την 8η-10-1999, ποσό 1.650.934 δραχμών την 8η-10-1999, ποσό 155.360 δραχμών την 2α -11- 1999, ποσό 1.844.650 δραχμών την 2α -11-1999, ποσό 1.000.000 δραχμών την 3η-11-1999, ποσό 206.000 δραχμών την 12η-11-1999, και ποσό 4.921.603 δραχμών την 8η-10-1999. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η αναφερόμενη στο συμφωνητικό με αριθμό … ισόποση επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας Χανίων, σε διαταγή του Δ. Δ., με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.6.2000 ποσού 20.000.000 δρχ εξοφλήθηκε από τον εναγόμενο, όπως προκύπτει από την σχετική επιταγή, αλλά και δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες. Το ποσό των 2.180.000 δρχ αποτελούν χρέος της Μ. Δ. προς την “Τράπεζα Εργασίας” εξοφλήθηκε όπως συνάγεται από τα με αριθμό 336971/19-10-1999 και το από άνευ αριθμού πρωτοκόλλου και με ημερομηνία 19-10-1999 γραμμάτια είσπραξης.
Συνεπώς, κατά τη στιγμή της υπογραφής του συμβολαίου είχε καταβάλει ποσό 112.989.697 δραχμές. Ακολούθως, και δυνάμει του ιδιωτικού συμφωνητικού, ποσό 39.562.825 δρχ. καταβλήθηκε στην ενέγγυο πιστούχο “Αγροτική Τράπεζα”, όπως συνάγεται από: α) την με αριθμό 5/1-11-1999 εντολή είσπραξης ποσού 1.774.201 δρχ, β) την με αριθμό 4/1-11-1999 εντολή είσπραξης ποσού 225.799 δρχ, γ) την 4-9-2000 εντολή είσπραξης ποσού 3.000.000 δρχ, δ) την από 20-7-2000 εντολή είσπραξης ποσού 10.000.000 δρχ, ε) την από 29-9-2000 εντολή είσπραξης ποσού 13.000.000 δρχ, στ) την από 5-10-2000 εντολή είσπραξης ποσού 2.000.000 δρχ, ζ) την με αριθμό 26/11-10-2000 εντολή είσπραξης ποσού 5.000.000 δρχ., η) την με αριθμό 38/19-10-2000 εντολή είσπραξης ποσού 4.562.825 δρχ. Και ακολούθως επιπλέον ποσό 81.350 €, άλλως 27.720.012,5 δρχ. όπως συνάγεται από: α) το με αριθμό 5/3-9-2003 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 16.500 €, β) το με αριθμό 12/30-12-2002 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 6.000 €, γ) το με αριθμό 6/11-11-2002 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 29.350 €, δ) το με αριθμό 3/9-7-2002 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 29.500 € (με χρήματα που ανέλαβε την ίδια μέρα όπως συνάγεται από την με αριθμό 2/9-7-2002 εντολή πληρωμής της ΑΤΕ). Συνολικά δε, προς την “Αγροτική Τράπεζα” κατέβαλε ποσό (39.562.825 + 27.720.012,5 =) 67.282.837,5 δραχμών. Περαιτέρω, ποσό 23.835.201 δρχ. καταβλήθηκε στην ενέγγυο πιστούχο “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος”, όπως συνάγεται από: α) το από 20-10-1999 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 3.180.000 δρχ, β) το από 13-4-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 9.895.202 δρχ, γ) το από 13-4-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 104.798 δρχ, δ) το από 18-7-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 5.000.000 δρχ, ε) το από 30-8-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 5.652.810 δρχ, στ) το από 30-8-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 2.391 δρχ. Παράλληλα, στην ίδια ως άνω τράπεζα, αλλά με την ιδιότητά της ως διαδόχου της ενεγγύου πιστούχος Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας καταβλήθηκε, επίσης, ποσό 25.952.482 δρχ., όπως συνάγεται από: α) το από 24-8-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 9.773.241 δρχ, β) το από 22-8-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 14.679.241 δρχ. γ) το από 23-8-2000 γραμμάτιο είσπραξης ποσού 1.500.000 δρχ. Συνολικά δε ο εναγόμενος κατέβαλε προς τους ενέγγυους οφειλέτες των εναγόντων και προς εξόφληση των οφειλών τους ως τμήμα του τιμήματος της αγοράς των ακινήτων συνολικό ποσό (25.952.482+ 23.835.201 + 67.282.837,5 =) 117.070.520,5 δραχμές.
Συνεπώς, το συνολικό τίμημα της αγοράς των ακινήτων ανήλθε σε ποσό (112.989.697 + 117.070.520,5 =) 230.060.217,5 δραχμές, δεκτού γενομένου εν μέρει του πρώτου και του συναφούς δευτέρου από 4-10-2018 πρόσθετου λόγου εφέσεως. Οι ανωτέρω καταβολές, έναντι του τιμήματος προς τους ενέγγυους πιστωτές αποδεικνύονται από τα ανωτέρω παραστατικά, των οποίων η εγκυρότητα δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, καμία δε καταβολή δεν έχει υπολογιστεί δύο φορές. Περαιτέρω, ο ειδικός ισχυρισμός των εναγόντων, όπως αυτός αποτυπώνεται στον πέμπτο από 4-10-2018 πρόσθετο λόγο και σχετίζεται με την αναδοχή χρεών τους προς την Αγροτική Τράπεζα από τον εναγόμενο προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν αφενός ουδεμία των ανωτέρω καταβολών προς εξόφληση των χρεών τους, αφετέρου ότι για τα χρέη αυτά η ανωτέρω Τράπεζα είχε εμπράγματες ασφάλειες. Τέλος, οι ενάγοντες διηγηματικά ανέφεραν στην αγωγή τους και επαναφέρουν με τον τέταρτο από 4-10-2018 πρόσθετο λόγο εφέσεως ότι είχαν δανείσει ποσό 16.500.000 δραχμών στον εναγόμενο προκειμένου αυτός να αγοράσει οικόπεδο σε αστική περιοχή του … Χανίων. Στον πρώτο βαθμό αυτό είχε αποτελέσει επιχείρημα για την εκμετάλλευση τους από τον εναγόμενο, ήδη δε προβάλλεται ως λόγος απομείωσης του τιμήματος που κατεβλήθη από τον εναγόμενο για την απόκτηση της επιχείρησης. Πέραν του απαραδέκτου της προβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, αφού μεταβάλλει την φερόμενη δυσαναλογία αναλογία παροχής – αντιπαροχής όπως αυτή εκτέθηκε στο αγωγικό δικόγραφο με ένα νέο πραγματικό ισχυρισμό, εντούτοις τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος και στην ουσία του. Η δανειοδότηση του εναγομένου αποτελεί μία σύμβαση απολύτως διακριτή σε σχέση με την επίμαχη σύμβαση πώλησης της επιχείρησής τους και των ακινήτων της, και ουδόλως μπορεί να συσχετισθεί με αυτήν. Άλλωστε, αν υφίστατο ακόμη το χρέος από την ανωτέρω δανειοδότηση, τότε εν πάση περιπτώσει αυτό δεν εντάχθηκε ως κονδύλιο στις ρυθμίσεις της επίμαχης σύμβασης. Επισημαίνεται δε, ότι ουδόλως μπορούν να απομειώσουν την αξία του καταβληθέντος τιμήματος, τυχόν κέρδη του εναγομένου από τη στιγμή της απόκτησης της επιχείρησης. Ο εναγόμενος από την απόκτηση της επιχείρησης δικαιούται στην απόληψη κάθε είδους ωφελημάτων, είτε αυτά έχουν ως γενεσιουργό αιτία το παρελθόν (ελλείψει ειδικής ρήτρας), είτε το μέλλον. Προφανώς, λοιπόν, απορριπτέος στην ουσία του θα ήταν και ο δεύτερος από 1-9-2020 πρόσθετος λόγος εφέσεως, αν δεν τύγχανε απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Ακολούθως, ερευνητέα τυγχάνει η πραγματική εμπορική αξία των ακινήτων, αλλά και της επιχειρήσεως κατά τη στιγμή σύναψης των συμβολαίων πώλησής τους στην εναγομένη. Οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, ήτοι δύο ενοποιημένων ακινήτων και μίας επιχείρησης λειτουργούσας σε αυτά εξευρίσκεται δια της αθροίσεως της αξίας των δύο ακινήτων και ακολούθως με την προσθήκη της αξίας της επιχείρησης, η οποία, κατά την εκτίμησή τους, δεν μπορεί παρά να αυξάνει την συνολική αξία των πωλουμένων. Ο υπολογισμός αυτός όμως είναι εσφαλμένος. Οι ενάγοντες πώλησαν την επιχείρηση διαχείρισης επιπλωμένων δωματίων που διατηρούσαν, ήτοι πώλησαν τα πάγιά της (ακίνητα και εξοπλισμό επιχείρησης εν προκειμένω), μεταβίβασαν τις ενοχικές σχέσεις αυτής και παράλληλα ο αγοραστής ανέλαβε την εξόφληση των χρεών αυτής. Η εξεύρεση όμως της αξίας της επιχείρησης είναι η απόρροια μίας σύνθετης εκτίμησης συνυπολογισμού, μεταξύ των άλλων, παγίων, κερδών, οφειλών, προοπτικών, φήμης και πελατείας αυτής. Ειδικότερα, κατά το απλούστερο τρόπο υπολογίζεται αρχικά η καθαρή λογιστική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της π.χ. καθαρή αξία παγίων, απαιτήσεις από πελάτες, αποθέματα. Στη συνέχεια, υπολογίζεται και αφαιρείται η αξία των όποιων υποχρεώσεων, όπως ενδεικτικά υποχρεώσεις σε προμηθευτές, εφορία και δάνεια τραπεζών. Το αποτέλεσμα της προσθαφαίρεσης μας δίδει την καθαρή αξία της επιχείρησης στην οποία κατόπιν θα πρέπει να προστεθεί η εκτιμούμενη άυλη αξία της επιχείρησης. Υπολογισμός δε αυτής μπορεί να γίνει μόνο με σύνταξη ισολογισμού ή ανάλογης αποτίμησης, αλλιώς εν απουσία αυτού μπορεί να γίνει έρευνα στην αγοραία αξία της επιχείρησης, γεγονός εξαιρετικά δυσχερές ειδικά σε μικρές επιχειρήσεις που δεν δημοσιοποιούν στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση, οι φέροντες το βάρος αποδείξεως της φανερής δυσαναλογίας ενάγοντες δεν προσκόμισαν ουδεμία οικονομική αποτίμηση που να συμπεριλαμβάνει όλους τους ανωτέρω παράγοντες και μάλιστα να αναβιβάζουν την αξία των πωλουμένων σε 900. 000.000 δραχμές. Απεναντίας, αποδείχθηκε ιδίως από την περιγραφή των ακινήτων που εμπεριέχεται στην από 15-2-2001 έκθεση εκτίμησης του Ε. Δ. ότι ο τρόπος κατασκευής τους είναι ο συνήθης. φέρων οργανισμός από οπλισμένο σκυρόδεμα, τοίχους πλήρωσης με οπτοπλινθοδομή, δάπεδα από κεραμικά πλακίδια χαμηλής ποιότητας, κουφώματα αλουμινίου της δεκαετίας του 1980 επίπλωση κοινή από MDF λακαρισμένο και το συγκρότημα στερείται κλιματισμού και θέρμανσης. Διαθέτει, επίσης, μια πολύ μικρή πισίνα, εμβαδού 20 τ.μ. περίπου, ακατάλληλη να εξυπηρετήσει της στοιχειώδεις ανάγκες των ενοίκων, λειτουργούσα πιο πολύ ως διακοσμητικό στοιχείο, μη έχουσα λειτουργικό χαρακτήρα. Επίσης, η προσπέλαση στο συγκεκριμένο κτίριο είναι προβληματική εξαιτίας της στενότητας των οδών που συνορεύει, επιπλέον δε, δεν διαθέτει ίδιους χώρους στάθμευσης και εξαιτίας της παραπάνω περιγραφόμενης στενότητος των οδών, δεν υπάρχει δυνατότητα ευχερούς στάθμευσης στην περιοχή. Τέλος, η έλλειψη δημοτικού δικτύου αποχέτευσης και η εξ αυτού διάθεση των λυμάτων σε στεγανό βόθρο, υποχρεώνει τον ιδιοκτήτη σε έξοδα για την απομάκρυνσή τους. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να προκόψει από την από 25-8-2014 έκθεση εκτίμησης του εκτιμητή πολιτικού μηχανικού Γ. Π. που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες, δεδομένου ότι όπως άλλωστε ομολογεί αυτός η εκτίμηση αυτή έλαβε χώρα χωρίς αυτοψία στο εσωτερικό του χώρου, και με χρονικό σημείο υπολογισμού της αξίας 15 έτη μετά την επίμαχη μεταβίβαση. Ως συγκριτικά δε στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις καταχωρήσεις για πώληση οικοπέδων στην περιοχή … εντός οικισμού, χωρίς ωστόσο να γίνεται καμία αναφορά στα στοιχεία των ακινήτων αυτών, προκειμένου να καταστεί δυνατό να διερευνηθεί αν τα επίμαχα στην παρούσα δίκη ακίνητα μπορούν να συγκριθούν με τα ανωτέρω. Μάλιστα το γεγονός ότι τα τέσσερα ακίνητα, τα οποία ο εκτιμητής των εναγόντων λαμβάνει υπόψη του έχουν αξία πώλησης σε ένα εύρος από 176 € ανά τμ έως 347 € ανά τμ, αποδεικνύει το απρόσφορο της σύγκρισης. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο εν λόγω εκτιμητής επιβεβαιώνει το πυκνοδομημένο της περιοχής, το συμβατικό της κατασκευής (και όχι το πολυτελές όπως οι ενάγοντες διατείνονται). Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να προκύψει από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Κ. και Α. Κ., οι οποίοι όλως ασαφώς αναβιβάζουν στην αξία του ακινήτου σε 900.000.000 δραχμές, χωρίς την αναφορά σε συγκριτικά στοιχεία και πρόσφατες πωλήσεις, αλλά αρκούμενοι να επαναλαμβάνουν κρίσεις περί άριστης κατασκευής της οικοδομής και πολυτελών υλικών και ιδιαίτερης επίπλωσης, που εν πάση περιπτώσει πέραν του ασαφούς τέτοιων εκτιμήσεων, δεν επιβεβαιώνονται και από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες του χώρου. Σε σχέση με την αξία των δυο ακινήτων δεν υπάρχουν πρόσφορα για την περίοδο εκείνη συγκριτικά στοιχεία από τα οποία να μπορούν να συναχθούν βάσιμα συμπεράσματα για την αξία των ακινήτων. Δυνάμει των με αριθμούς 779/1999 και 410/1999 περιλήψεων κατασχετήριων εκθέσεων των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Χανιών Μαρίας Γ. – Κ. και Δ.. Β.., τα επίδικα είχαν κατασχεθεί την επίμαχη περίοδο και η αξία τους είχε προσδιοριστεί σε 75.00.000 δραχμές, χωρίς να αποδεικνύεται ότι οι καθ’ών η εκτέλεση είχαν προβεί σε αίτηση διόρθωσης της αξίας τους. Παράλληλα, η μη διάδικος στην παρούσα δίκη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “ALPHA BANK”, ατομικά και ως καθολική διάδοχος των εταιρειών “ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ” και “ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, άσκησε συναφείς παυλιανές αγωγές σε βάρος των διαδίκων αιτούμενη τη διάρρηξη της μεταβίβασης τμήματος του ενοποιημένου επίμαχου ακινήτου και δη της με στοιχεία ΗΙΕΔΓΒΗ κάθετης ιδιοκτησίας, εμβαδού 416,20τ.μ. με την μία οικοδομή, που αποτελείται, όπως μνημονεύτηκε, από υπόγειο όροφο, αποτελουμένου από τον ενιαίο χώρο εμβαδού 79,05 τ.μ, από ισόγειο όροφο, τούτου αποτελουμένου από δύο διαμερίσματα δίχωρα με λουτρό, με εμβαδό του ορόφου αυτού 75,90 τ.μ, από πρώτο μετά το ισόγειο όροφο, τούτου αποτελουμένου από τέσσερα διαμερίσματα δίχωρα με λουτρό, εμβαδού του ορόφου αυτού 155,75 τ.μ, από τον δεύτερο μετά το ισόγειο όροφο, τούτου αποτελουμένου από ένα δίχωρο διαμέρισμα με λουτρό και ένα τρίχωρο διαμέρισμα με λουτρό με εμβαδό του ορόφου αυτού 92,89 τ.μ και πισίνα με εμβαδό 20 τ.μ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την τελεσίδικη πλέον και με αριθμό 135/2005 απόφασή του έκρινε ότι η εμπορική αξία της ανωτέρω ιδιοκτησίας κατά την 4η-10-2000 ανέρχονταν σε 250.000.000 δραχμές με βάση “τα διδάγματα της κοινής πείρας”, ενώ το παρόν Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης και με την με αριθμό 122/2010 απόφασή του έκρινε ομοίως σε σχέση με την αξία του ακινήτου, αποδεχόμενο ότι “…ο εναγόμενος δέχεται με τις έγγραφες προτάσεις του στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι αγόρασε αυτό ένα έτος πριν την άσκηση της ένδικης πιο πάνω αγωγής, αντί πραγματικού συμφωνηθέντος τιμήματος 230.000.000 δραχμών, λαμβανομένων ακόμη υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας…”. Σε σχέση με τα ανωτέρω πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα. Η ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων της παρούσα δίκης σε σχέση με την αξία του επιδίκου ενοποιημένου ακινήτου. Επίσης, αμφότερες οι αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν εκτιμήσεως κατά κύριο λόγο των διδαγμάτων της κοινής πείρας και με αναφορά σε γενικότερη αξία των ακινήτων της περιοχής, χωρίς εξειδικευμένη εκτίμηση του τότε επίμαχου ακινήτου. Επιπλέον δε, το επιχείρημα του παρόντος Δικαστηρίου σε σχέση με την ομολογία του (και τότε και νυν) εναγομένου ότι δήθεν ομολογεί ότι αγόρασε το τότε επίμαχο αντί 230.000.000 δραχμών, άρα δεν μπορεί παρά να αξίζει αυτό 250.000.000 δραχμές, παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου και δη του από 11-10-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού. Ειδικότερα, από το ανωτέρω συμφωνητικό προκύπτει ότι σε ύψος 230.000.000 δραχμών ανέρχεται όχι η αξία του επίμαχου στην ανωτέρω δίκη τμήματος ακινήτου (όπως εσφαλμένα γίνεται δεκτό), αλλά ολοκλήρου του ακινήτου. Τέλος, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι στην δίκη επί των παυλιανών αγωγών, οι νυν διάδικοι ομοδικούσαν και είχαν όμοιο συμφέρον να εκτιμηθεί αυξημένη η αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου ούτως ώστε να απαγγελθεί η διάρρηξη για μικρότερο ποσοστό και να καθίσταται έτι δυσχερέστερη η εκτέλεση επ’ αυτού.
Συνεπώς, περιορισμένη αξία έχει η εκτίμηση της αξίας έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από τις ανωτέρω αποφάσεις. Απεναντίας, κρίνεται ότι η εμπορική αξία του επίμαχου ενοποιημένου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 320.000.000 δραχμών, ήτοι το τριπλάσιο της αντικειμενικής αξίας των (53.770.677 + 52.489.872 =) 106.260.549 δραχμών. Δεδομένου όμως ότι τα ακίνητα αυτά πωλήθηκαν εν τοις πράγμασι ως πάγια της λειτουργούσας επιχείρησης ενοικίασης επιπλωμένων δωματίων, η συνολική αξία της μεταβίβασης της επιχείρησης μετά των παγίων αυτής ανέρχεται σε 400.000.000 δραχμές. Άλλωστε, οι έχοντες το βάρος απόδειξης ενάγοντες δεν προσκόμισαν ισολογισμό ή αποτίμηση της επιχείρησης. Έτσι για την εκτίμηση του ανωτέρω ποσού λαμβάνονται υπόψη τα ετήσια μισθώματα ύψους 24.000.000 δραχμών περίπου που εκείνη την περίοδο είχαν επιτύχει οι ενάγοντες, αφαιρουμένων των ετησίων εξόδων διαχείρισης της επιχείρησης, ύψους ίσο με το ένα τέταρτο των μισθωμάτων, και των υποχρεώσεων προς τις δανείστριές τράπεζες, όπως αυτές αναφέρονται ανωτέρω, αλλά και των υποχρεώσεων προς την Τράπεζα Αττικής ύψους 39.009.836,59 δρχ, που ναι μεν δεν εντάσσονται στο επίμαχο συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων, αλλά εντούτοις εφόσον επεσπεύδετο αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των επίμαχου ακινήτου αποτελεί βάρος της επιχείρησης που έπρεπε να εξοφληθεί προκειμένου να διατηρήσει η τελευταία τα πάγιά της. Με βάση τα παραπάνω, το ποσό των 230.000.000 δρχ., το οποίο κατέβαλε ο εναγόμενος ως αντιπαροχή για την απόκτηση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων είναι μεν δυσανάλογο με την αξία τους των 400.000.000 δρχ., όπως αυτή κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, πρόκειται, ωστόσο, για απλή δυσαναλογία παροχής-αντιπαροχής και όχι για φανερή δυσαναλογία, δηλαδή τέτοια που γίνεται αντιληπτή από λογικό άνθρωπο με συναλλακτική πείρα και να καθιστά τις εν λόγω μεταβιβάσεις άκυρες ως αντίθετες προς τα χρηστά ήθη, απορριπτομένου σχετικώς του δευτέρου λόγου έφεσης. Δεδομένου δε, ότι δεν συντρέχει η απαιτούμενη κατ’άρθρο 179 ΑΚ “φανερή δυσαναλογία”, θα παρείλκε η εξέταση του τρίτου πρόσθετου λόγου εφέσεως που συναρτάται με τη φερόμενη εκμετάλλευση της ανάγκης των εναγόντων από τον εναγόμενο. Εντούτοις, όμως, και σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος συμπαραστάθηκε στους ενάγοντες και οι τελευταίοι υπό το κράτος της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους και της οικονομικής δυσκολίας που αντιμετώπιζαν ενόψει των χρεών της επιχείρησής τους προέβησαν στην επίμαχη συμφωνία, δια της οποίας αποσοβούσαν την εκποίηση της περιουσίας τους αντί γλίσχρου τιμήματος, εξασφάλιζαν την αποπληρωμή των χρεών τους, και απαλλάσσονταν από την εκμετάλλευση μίας ξενοδοχειακής επιχείρησης που είχε αποβεί ζημιογόνος, προς το σκοπό της επικέντρωσης τους στην αρχική επικερδή επιχειρηματική τους δραστηριότητα που σχετίζεται με είδη υγιεινής. Παράλληλα δε, εξασφάλιζαν την αποτίμηση της περιουσίας τους σε ύψος καταφανώς υψηλότερου από το αναμενόμενο να επιτευχθεί σε συνθήκες αναγκαστικής εκποίησης. Αντίστοιχα δε, ο εναγόμενος, αποκτούσε ένα περιουσιακό στοιχείο με τιμή μειωμένη μεν, αλλά όχι σε βαθμό δυσανάλογο. Η δε αγορά από αυτόν των επίμαχων αποτελούσε απλά μία επιχειρηματική ευκαιρία και ουδόλως πράξη εκμετάλλευσης των εναγόντων”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της εκκαλουμένης απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή τους κατά του αναιρεσιβλήτου, προβαίνοντας σε συμπλήρωση και εν μέρει αντικατάσταση της αιτιολογίας της. 4. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού διατάξεις των άρθρων 174, 178, 179 και 180 του ΑΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καθόσον τα πιο πάνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και, ως εκ τούτου, οι ένδικες δικαιοπραξίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αισχροκερδείς – καταπλεονεκτικές, λόγω ελλείψεως συνδρομής όλων των στοιχείων που απαιτούνται, αθροιστικά, για το χαρακτηρισμό τους ως τέτοιων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, και ειδικότερα του προσωπικού υποκειμενικού στοιχείου της εκμετάλλευσης εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της κατάστασης και ιδιαίτερα της ανάγκης των αναιρεσειόντων, κατά την σύναψη των προαναφερομένων δικαιοπραξιών, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η απόρριψη της έφεσης και της αγωγής των αναιρεσειόντων με αίτημα την ακύρωση των ως άνω δικαιοπραξιών. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, α) κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης των δικαιοπραξιών, λόγω των μεγάλων χρεών των αναιρεσειόντων προς τρίτους, οι συγκεκριμένες ιδιοκτησίες τους είχαν κατασχεθεί αναγκαστικά από τους δανειστές και επίκειτο ο πλειστηριασμός τους “με εκτιμηθείσα αξία 30.000.000 δρχ. και 45.000.000 δρχ. αντίστοιχα και τιμή πρώτης προσφοράς 15.000.000 δρχ. και 22.500.000 αντίστοιχα”, ενώ οι συνολικές απαιτήσεις των δανειστών, για την εξασφάλιση των οποίων είχαν εγγράψει στα ακίνητα αυτά υποθήκες και προσημειώσεις, ήταν πολύ μεγαλύτερες, β) ενόψει της διαμορφούμενης ως άνω κατάστασης και υπό το φόβο ότι η περιουσία τους θα εκποιούνταν αναγκαστικά αντί του ποσού 75.000.000 δραχμών, οι αναιρεσείοντες προσέφυγαν, αρχικά, σε δανεισμό από τον αναιρεσίβλητο, που είναι συγγενής τους (σύζυγος της αδελφής του αποβιώσαντος συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών αναιρεσειόντων), ο οποίος πράγματι κατέβαλε στην πρώτη αναιρεσείουσα το ποσό των 34.370.916 δρχ, γ) παρ’ όλα αυτά, όμως, οι αναιρεσείοντες αδυνατούσαν να διαχειριστούν την επιχείρησή τους και τα χρέη συσσωρεύονταν διαρκώς και γι’ αυτό συναποφάσισαν με τον αναιρεσίβλητο να του μεταβιβάσουν την επιχείρηση που διατηρούσαν μαζί με τα δύο ανωτέρω ακίνητα με την παράλληλα ανάληψη από αυτόν της υποχρέωσης να εξοφλήσει τα χρέη τους, συμφωνήθηκε δε ως συνολικό τίμημα για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ένδικων κάθετων ιδιοκτησιών και της επιχείρησης το ποσό των 230.000.000 δρχ και, τελικώς, το καταβληθέν συνολικό τίμημα ανήλθε σε ποσό 230.060.217,5 δραχμές, ενώ η συνολική αξία της μεταβίβασης της επιχείρησης μετά των παγίων αυτής ανερχόταν σε 400.000.000 δραχμές, δ) ο αναιρεσίβλητος συμπαραστάθηκε με τη σύζυγό του αποφασιστικά στους αναιρεσείοντες, αυτοί, όμως, υπό το κράτος της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτελέσεως και προ του κινδύνου, κατά τη σαφή νοηματική απόδοση του περιεχομένου της απόφασης, να πλειστηριαστούν τα ακίνητα έναντι χαμηλού πλειστηριάσματος που δεν θα αρκούσε για την κάλυψη των χρεών τους, έκριναν πιο συμφέρουσα την κατάρτιση της επίμαχης συμφωνίας, καθόσον με αυτή εξασφάλιζαν την αποτίμηση της περιουσίας τους σε ύψος καταφανώς υψηλότερο από το αναμενόμενο να επιτευχθεί σε συνθήκες αναγκαστικής εκποίησης, αποφεύγοντας έτσι την εκποίηση αυτής “αντί γλίσχρου τιμήματος”, και επίσης εξασφάλιζαν την αποπληρωμή των χρεών τους, απαλλασσόμενοι παράλληλα από την εκμετάλλευση μίας ξενοδοχειακής επιχείρησης που είχε αποβεί ζημιογόνος, προκειμένου στη συνέχεια να απασχοληθούν στην αρχική επικερδή επιχειρηματική τους δραστηριότητα που σχετίζεται με είδη υγιεινής, και έτσι η αποδοχή της πρότασης των αναιρεσειόντων και η κατάρτιση των επίμαχων δικαιοπραξιών από τον αναιρεσίβλητο αποτέλεσε απλά μία επιχειρηματική ευκαιρία και δεν έγινε με διάθεση εκμετάλλευσης της ανάγκης των αναιρεσειόντων. Ενόψει των περιστατικών αυτών, συνολικώς εκτιμωμένων, δεν στοιχειοθετείται πράγματι η αόριστη νομική έννοια της εκμετάλλευσης από τον αναιρεσίβλητο της αναφερόμενης κατάστασης των αναιρεσειόντων, όπως αυτή αναλύεται στη μείζονα σκέψη, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν έσπευσε αυτοβούλως να επωφεληθεί από την ανάγκη των αναιρεσειόντων με διάθεση εκμετάλλευσης αυτής για να επιτύχει τη δυσανάλογη παροχή ούτε και η επιτευχθείσα μειωμένη αυτή αντιπαροχή ήταν αποτέλεσμα κατάλληλων χειρισμών αυτού. Κατόπιν αυτού, μόνη η φανερή δυσαναλογία μεταξύ του συνομολογηθέντος τιμήματος πωλήσεως και της πραγματικής αξίας των πωληθέντων, χωρίς την συνδρομή και του στοιχείου της εκμετάλλευσης της κατάστασης των αναιρεσειόντων, δεν καθιστά καταπλεονεκτικές τις ανωτέρω δικαιοπραξίες, αφού το στοιχείο αυτό αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 179 ΑΚ και δεν μπορεί να ταυτίζεται με την έτερη προϋπόθεση της προφανούς δυσαναλογίας. Εξάλλου, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να προσδώσουν ανήθικο χαρακτήρα στις ένδικες δικαιοπραξίες, ώστε να καθιστούν αυτές άκυρες, κατά την έννοια του άρθρου 178 ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ιδιαίτερα ως προς την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της εκμετάλλευσης της ανάγκης των αναιρεσειόντων, υπαγάγοντας σωστά στην έννοια αυτής, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις και, συνεπώς, ο δεύτερος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
5. Από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 68 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προς τις διατάξεις των άρθρων 556, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, που ορίζουν ποιά πρόσωπα δικαιούνται να ασκήσουν αναίρεση (άρθρο 556) και ποιά είναι τα αναγκαία στοιχεία του αναιρετηρίου (άρθρο 566 παρ. 1), καθώς και την υποχρέωση του Αρείου Πάγου, μετά την εξέταση του παραδεκτού της αναίρεσης, να εξετάσει και το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 557 παρ.3), συνάγεται ότι, αν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, εφ’ όσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται καθόλου ή δεν πλήττεται αποτελεσματικά με ειδικό λόγο αναίρεσης, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές αιτιολογίες θα πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, γιατί η μη πληττόμενη ή η μη πληττόμενη αποτελεσματικά αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 175/2020, ΑΠ 876/2017). Με τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, από τους αριθμούς, αντίστοιχα, 12, 19, 20 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες πλήττουν την κρίση του Εφετείου ως προς την ύπαρξη ή μη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής τους (πωληθέντα ακίνητα και επιχείρηση) και της αντιπαροχής του αναιρεσιβλήτου (καταβληθέν τίμημα), ισχυριζόμενοι ότι υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα παροχής και αντιπαροχής απ’αυτή που δέχθηκε το Εφετείο. Εφόσον, όμως, κατά τα ανωτέρω, το στοιχείο της εκμετάλλευσης της κατάστασης των αναιρεσειόντων εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου, επλήγη ανεπιτυχώς, οι ανωτέρω προβαλλόμενοι λόγοι, που αφορούν μόνον το στοιχείο της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ του συνομολογηθέντος τιμήματος πωλήσεως και της πραγματικής αξίας των πωληθέντων, είναι αλυσιτελείς, αφού τυχόν αποδοχή τους, δεν επηρεάζει το διατακτικό της αποφάσεως, που στηρίζεται αυτοτελώς στην πληγείσα ανεπιτυχώς με την αναίρεση επάλληλη (επικουρική) αιτιολογία της έλλειψης εκμετάλλευσης της κατάστασης των αναιρεσειόντων εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου, ενόψει του ότι, κατά τα προαναφερθέντα, μόνη η προφανής δυσαναλογία μεταξύ του συνομολογηθέντος τιμήματος πωλήσεως και της πραγματικής αξίας των πωληθέντων, χωρίς την συνδρομή και του στοιχείου της εκμετάλλευσης της κατάστασης των αναιρεσειόντων, δεν καθιστά καταπλεονεκτικές τις ανωτέρω δικαιοπραξίες.
6. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 12-4-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 38/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-4-2021 αίτηση των 1.Μ. χήρας Ε.. Δ.., 2.Κ. Δ. του Ε. και 3.Μ. Δ. του Ε.,για αναίρεση της υπ’ αριθ. 38/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
