ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη και Ερασμία Λιούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Α. Λ., για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Π. του Φ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Τσιφτσή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Κ. του Κ., 2) Χ. Γ. του Π., 3) Κ. Γ. του Π., κατοίκων …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο και 4) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “INTERAMERICAN” και ήδη “ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κλεάνθη Χατζησιδερή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και η οποία στην εν λόγω από 2-12-2024 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις της, δήλωσε την ως άνω μεταβολή της επωνυμίας της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 69/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1877/2022 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-2-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και η 4η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 10-2-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 458/28/2023), αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 αριθ. 6 του ΚΠολΔ), με αριθ. 1877/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Αυτή είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και επομένως πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ), επισημαινόμενου περαιτέρω και του ότι στη θέση της αρχικώς τέταρτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ” υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχός της, η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, λόγω απορρόφησης της δεύτερης από τη πρώτη, με συνέπεια η απορροφούσα εταιρία να υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσας εταιρίας (ΑΠ 1545/2024, ΑΠ 1209/2023). Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1-3 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση. Στη περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Ειδικότερα από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι επί αίτησης αναίρεσης στρεφόμενης κατά περισσότερων αναιρεσίβλητων, που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση απλής ομοδικίας, εάν κάποιος από τους αναιρεσίβλητους αυτούς, παρότι έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από το διάδικο που επισπεύδει τη συζήτηση, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους, παρά την απουσία εκείνου που έχει νομίμως κλητευθεί (ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1227/2024, ΑΠ 1032/2024).
Στην ερευνώμενη υπόθεση, από τις με αριθ. …-2023 και …-2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης Σ. Γ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της από 10-2-2023 αίτησης αναίρεσης κατά της με αριθ. 1877/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πράξη κατάθεσης δικογράφου και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (6-12-2024) και κλήση για να παραστούν κατά τη συζήτηση αυτής, επιδόθηκε, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον δεύτερο και τρίτο των αναιρεσίβλητων της εν λόγω αίτησης αναίρεσης Χ. Γ. και Κ. Γ., αντίστοιχα. Οι τελευταίοι όμως, δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε νόμιμα η υπόθεση κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, αλλά ούτε κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνησή της. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει το Δικαστήριο στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 περ. α` και γ` του ΚΠολΔ). Ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη Π. Κ., επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης, καθόσον αυτή απεβίωσε στις …, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, όπως εμφαίνεται από την με αριθ. … ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Ηράκλειας Σερρών, οι δε κληρονόμοι της, δεύτερος και τρίτος των αναιρεσίβλητων (τέκνα της), δεν συνεχίζουν την διακοπείσα δίκη (άρθρ. 286 περ. α`, 287 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη, κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του ΑΚ). Από τη διάταξη του άρθρου 929 εδ. α’του ΑΚ, ορίζεται, ότι “σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του”. Περιεχόμενο της, κατά το άρθρο 929 του ΑΚ, αποζημίωσης, είναι και τα νοσήλια στα οποία περιλαμβάνεται και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, είτε στο νοσοκομείο είτε στο σπίτι σε βαριές, ιδιαίτερα, περιστάσεις σωματικών κακώσεων. Και αυτό, διότι, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στη περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος. Η ως άνω αξίωση θεμελιώνεται υπέρ του παθόντος και ενεργοποιείται μέσω της ΑΚ 930 παρ. 3 στη περίπτωση που τις σχετικές υπηρεσίες και φροντίδες παρέχουν με εντατικοποίηση των δυνάμεών τους, οι οικείοι (γονείς, σύζυγοι, τέκνα, φίλοι), διαρκούσης είτε της νοσηλείας του παθόντος σε νοσοκομείο είτε της παραμονής του στην οικία του, οι οποίοι με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες τους, καλύπτουν την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού. Και στην περίπτωση αυτή η αξίωση αποζημίωσης του δικαιούχου παθόντος κατά του υπόχρεου τρίτου διατηρείται αλώβητη, έστω και αν ουδέν ποσόν καταβλήθηκε. Στη περίπτωση αυτή η αποζημίωση διαμορφώνεται στο ποσό που συνήθως καταβάλλεται σε ανάλογες περιπτώσεις για τη προσφορά των ίδιων υπηρεσιών. Αν καταβλήθηκε, τότε αξιώνεται το τελευταίο (ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 1545/2009).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1709/2024). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 6/2006, ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1032/2024). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1101/2023).
Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 453/2022). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1101/2023).
Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 78/2020). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 453/2022).
Συνεπώς ως αιτιολογία που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της απόφασης, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο, νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό μέρος της οικείας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν πείθεται ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Δηλαδή, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ.ΑΠ 1/2020, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 453/2022). Μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 224/2023). Από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 224/2023). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (Ολ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 79/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 19/2022, ΑΠ 163/2022). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 14/2004, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 806/2023, ΑΠ 602/2023, ΑΠ 805/2023, ΑΠ 1101/2023, ΑΠ 163/2022), έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμησή του, κατέληξε σε εσφαλμένη για τα πράγματα κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 79/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1034/2024, ΑΠ 1197/2023, ΑΠ 554/2020, ΑΠ 677/2015).
Στην ερευνώμενη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με τη προσβαλλόμενη με αριθ. 1877/2022 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού προηγουμένως έκρινε, κατά το μη προσβαλλόμενο με την αναίρεση μέρος, ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος, που έλαβε χώρα στις 21-2-2015 και περί ώρα 16.30, στο 10ο χλμ της Ε.Ο Ηράκλειας – Λιθότοπου (Ν. Σερρών) και κατά το οποίο τραυματίστηκε η αναιρεσείουσα, επιβάτης στην με αριθ. κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο Γ. Χ., ήταν ο Π. Γ. (μη διάδικος στη παρούσα δίκη), οδηγός του με αριθ. κυκλοφορίας … ιδιωτικής χρήσης φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους ζημίες, στην τέταρτη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, σχετικά με τα κεφάλαια αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που επιδικάστηκαν στην αναιρεσείουσα και αφορούν τη παρούσα αναιρετική δίκη, δέχθηκε, όπως προκύπτει από τη παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπησή της, τα εξής:’ ”……. από τη προπεριγραφόμενη σύγκρουση, τραυματίστηκε η ενάγουσα, η οποία διακομίστηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Σερρών και εισήχθη στη Χειρουργική Κλινική, όπου διαγνώσθηκε, μετά από εξετάσεις και κλινικό και απεικονιστικό έλεγχο, ότι έφερε σοβαρό κάταγμα της αριστερής επιγονατίδας, κάταγμα του άνω άκρου του οστού της κνήμης και κάταγμα της διάφυσης του οστού της κνήμης, ήτοι “κατάγματα κνημιαίων κονδύλων πλατώ με εξάρθρημα αριστερού γόνατος”. Υποβλήθηκε σε χειρουργικές επεμβάσεις εσωτερικής οστεοσύνθεσης με οστεοσυρραφή και εξωτερικής οστεοσύνθεσης ILIZAROV και παρέμεινε νοσηλευόμενη από 21-2-2015 έως 2-3-2015, οπότε έλαβε εξιτήριο, με διάγνωση “S82.0 κάταγμα της επιγονατίδας, S82.1 κάταγμα του άνω άκρου του οστού της κνήμης, S82.2 κάταγμα της διάφυσης του οστού της κνήμης”, με έκβαση νοσηλείας “βελτίωση” (….). Την 1-10-2015, η εφεσίβλητη υποβλήθηκε σε εξέταση MRI(ΑΡ) γόνατος με ευρήματα μετεγχειρητικής υφής, αλλοιώσεις της κατά γόνυ άρθρωσης. Διαπιστώθηκαν, τα ακόλουθα: Σπειροειδές κάταγμα της επίφυσης της κνήμης, κυρίως προς το έξω πλατώ, με συμμετοχή των μεσογληνίων επαρμάτων και ελαφρά υπέγερση των οπίσθιων τμημάτων ενώ μικρά κατεαγότα οστικά τεμάχια σημειώνονται, αντίστοιχα, προς τον οπίσθιο κνημοπερονιαίο χώρο. Επίσης, ατελής σύγκλιση των κατεαγότων τμημάτων με παραμένον οίδημα του οστικού μυελού στις πάσχουσες οστικές δομές. Μικρός οστεοχόνδρινης υφής σχηματισμός σημειώνεται κάτωθεν του κάτω πόλου της επιγονατίδας, διαστάσεως 6 χιλ. στις στεφανιαίες τομές και στις οβελιαίες. Τα ευρήματα ήταν συμβατά με χρονία υποξεία τενοντίτιδα από το εκφυτικό τμήμα του επιγονατιδικού τένοντος καθώς και συνοδό οίδημα του οστικού μυελού της επιγονατίδας. Ο τένοντας διατηρούσε την φυσιολογική του ανατομική συνέχεια, ενώ λεπτοφυής απεικονίζεται ο χόνδρος της επιγονατίδας. Η απεικόνιση του τένοντα, του τετρακεφάλου και των καθεκτικών συνδέσμων ελέγχθηκε στα φυσιολογικά όρια. Παθολογική ενδοαρθρική συλλογή, χωρίς εμφανείς παχύνσεις του αρθρικού υμένα καθώς και διάχυτο οίδημα του ινολιπώδους της άρθρωσης προεπιγονατιδικά και στην κατανομή των ινών του χηνείου ποδός. Παθολογικό σήμα των μηνίσκων κυρίως στο οπίσθιο κέρας του έσω με στοιχεία εκφύλισης. Ο πρόσθιος και ο οπίσθιος χιαστός καθώς και τα συνδεσμικά συστήματα του έσω και έξω πλαγίου απεικονίζονται χωρίς σημεία ρήξης. Φυσιολογική απεικόνιση του λιπώδους σώματος (….). Ακολούθως, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, πραγματοποίησε αξονική τομογραφία αριστερού γόνατος με ενδείξεις συντριπτικό κάταγμα κνημιαίων κονδύλων. Γνωματεύτηκαν έντονες οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις αριστερής κατά γόνυ αρθρώσεως, σε έδαφος συντριπτικού κατάγματος κνημιαίων κονδύλων. Αραιωτικές αλλοιώσεις και στους μηριαίους κονδύλους και οστεοπορωτική απεικόνιση των οστικών δομών, πιθανότατα μετατραυματικής αιτιολογίας, με μικρή ενδαρθρική συλλογή (….). Περαιτέρω, η εφεσίβλητη-ενάγουσα εξετάστηκε στα Εξωτερικά Ιατρεία (Ε.Ι.) του Γ.Ν. Θεσσαλονίκης “Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ” στις 7-4-2015 και έγινε ακτινολογικός έλεγχος. Κατόπιν έγινε μετεγχειρητική παρακολούθηση στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία Οστικών Ελλειμμάτων στις 21-4-2015, 5-5-2015 και 26-5-2015, ενώ στις 7-7-2015 αφαιρέθηκε η συσκευή εξωτερικής οστεοσύνθεσης ILIZAROV και την 1-12-2015, μετά από έλεγχο και αξονική τομογραφία, παραπέμφθηκε στο ιατρείο Αθλητικών Κακώσεων(….). Στη συνέχεια, η εφεσίβλητη-ενάγουσα επισκέφθηκε τα Εξωτερικά Ιατρεία (Ε.Ι.) του Τμήματος Αθλητικών Κακώσεων όπου διαγνώστηκε μετατραυματική αρθρίτις (ΑΡ) γόνατος (….). Στις 23-2-2017 υποβλήθηκε σε ανοικτή ανάταξη και διάρθρωση εξωτερικής οστεοσύνθεσης ILIZAROV. Στη τελευταία επανεξέταση η παθούσα παρουσίαζε κίνηση (ΑΡ) γονάτου με ήπια λειτουργικά ενοχλήματα (…). Τέλος, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, στις …, επισκέφθηκε τον χειρουργό-ορθοπεδικό Ν. Π., ο οποίος γνωμάτευσε ότι παρουσίαζε έντονη οπίσθια αστάθεια (ρήξη οπίσθιου χιαστού), ενώ η παθούσα διαμαρτυρήθηκε για έντονες ενοχλήσεις στην καθημερινή της εργασία και τις λοιπές ενασχολήσεις. Ότι σε MRI(μαγνητική τομογραφία) στις 11-5-2017, φαίνονταν έντονες αρθριτικές αλλοιώσεις (πλήρης εξάλειψη του χόνδρου της αρχικής επιφάνειας του έσω κνημικού plateau, ρήξη του οπίσθιου κέρατος του έσω μηνίσκου και του πρόσθιου κέρατος, ενδομηνισκική ρήξη οριζόντια του έξω μηνίσκου, γωνίωση του οπίσθιου χιαστού και πρόσθιο υπεξάθρημα του μηνίσκου επί της κνήμης). Τέλος, ο ίδιος ιατρός αναφέρει ότι η παθούσα πρέπει να αποφεύγει σχεδόν κάθε καταπόνηση του γόνατος, ώστε να παρατείνει τον χρόνο που θα χρειαστεί ολική αρθροπλαστική γόνατος (διότι η παθούσα ήταν 26 ετών και οι επιτυχημένες αρθροπλαστικές δεν κρατούν πάνω από 10-15 έτη) (….).
Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, η εφεσίβλητη-ενάγουσα, εξήλθε από το Γ.Ν. Σερρών, στις 2-3-2015, ωστόσο, από κανένα ιατρικό έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό) δεν προέκυψαν οδηγίες για κλινοστατισμό, αντίθετα, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …-2015 απόδειξη λιανικής πώλησης του καταστήματος ιατρικών ειδών ”D AND G MEDICALS”, η ενάγουσα προέβη στην αγορά βακτηριών, προκειμένου να μετακινείται. Όμως, προκύπτει από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης Ο. Π., ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και μετά τις προαναφερόμενες επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε η παθούσα, η τελευταία βρισκόταν, σε μερική αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης, για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών της (ατομική υγιεινή, σίτιση, ενδυμασία κ.λ.π.) και είχε ανάγκη φροντίδας τρίτου προσώπου, επί 12ώρου απασχολήσεως, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του τραυματισμού της και την ηλικία της, κατά τον χρόνο επέλευσης του ατυχήματος (24 ετών), συνεκτιμώμενης και της κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης, αλλά και του γεγονότος ότι κατά την έξοδό της από το ως άνω Νοσοκομείο δεν αποδείχθηκε ότι συνεστήθη σ’ αυτήν κλινοστατισμός. Από την προπεριγραφείσα κατάσταση της ενάγουσας και την κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος-αδελφής της, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η ενάγουσα έχρηζε της, επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, συνδρομής της (αδελφής), παρόλο που δεν προσκομίστηκε σχετική ιατρική γνωμάτευση, ότι υφίστατο ιατρική σύσταση περί κλινοστατισμού, ούτε ότι έχρηζε των εξειδικευμένων υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμου. Περαιτέρω, για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι την αφαίρεση της συσκευής εξωτερικής οστεοσύνθεσης ILIZAROV, στις 7-7-2015, η παθούσα, είχε την ανάγκη βοηθού- συμπαραστάτη, για τις ανωτέρω υπηρεσίες, πλην όμως για οκτώ (8) ώρες ημερησίως, αφού σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος – αδελφής της, η κατάσταση της παθούσας βελτιώθηκε, μέχρι την αφαίρεση της συσκευής. Για το μεταγενέστερο – αιτούμενο – χρονικό διάστημα από 3-7-2015 έως 28-2-2016, από κανένα ιατρικό έγγραφο δεν προέκυψε, ότι η ενάγουσα είχε ανάγκη εξειδικευμένης φροντίδας για μεγαλύτερο, πέραν της αφαίρεσης της συσκευής ILIZAROV χρονικό διάστημα, ούτε ότι χρειάστηκε να μείνει σε ακινησία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ούτε ότι ο τραυματισμός της εμπόδιζε, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, την αυτοεξυπηρέτηση της, στα πλαίσια των καθημερινών της αναγκών, για το μετά τις 3-7-2015 χρονικό διάστημα. Οι δε φροντίδες της αδελφής της για το μετέπειτα χρονικό διάστημα έλαβαν χώρα όχι για να υποκαταστήσουν τις υπηρεσίες βοηθού – συμπαραστάτη, καθώς δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα έχρηζε παρόμοιων φροντίδων, αλλά από το σύνηθες ενδιαφέρον αυτής προς την πάσχουσα αδελφή της και το σχετικό κονδύλιο, για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τις ανωτέρω ανάγκες, που εξυπηρετούσε η αδελφή της, με την οποία και διέμενε, μετά το επίδικο ατύχημα, προσφέροντάς της τις ανωτέρω υπηρεσίες, λόγω της, οικονομικής αδυναμίας της παθούσας να προσλάβει τρίτο πρόσωπο, οπότε η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωσης, κατά τα άρθρα 929 και 930 παρ. 3 του Α.Κ., η οποία αποτιμάται, βάσει των αμοιβών που καταβάλλονταν για τις αντίστοιχες υπηρεσίες τις ίδιες ώρες. Και ναι μεν τα συγγενικά πρόσωπα έχουν ηθική υποχρέωση να συμπαρίστανται και να παρέχουν φροντίδα και βοήθεια, όμως οι προαναφερθείσες υπηρεσίες είναι πέραν των συνήθων υποχρεώσεων, εάν, δε, δεν είχε προσφέρει τις υπηρεσίες της η αδελφή της, η εφεσίβλητη-ενάγουσα θα ήταν αναγκασμένη να προσλάβει, προς τούτο, τρίτο πρόσωπο με αμοιβή. Το γεγονός ότι τις εν λόγω υπηρεσίες κάλυψε το ως άνω συγγενικό της πρόσωπο, δεν μπορεί να καταλήξει σε ωφέλεια των υπόχρεων εκκαλούντων-εναγομένων και σε αποφυγή καταβολής από αυτούς της σχετικής αποζημιώσεως. Οι σχετικές υπηρεσίες, τις οποίες παρείχε καθημερινά κατά το αρχικό χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών (από 3-3-2015 έως 3-5-2015), στην ενάγουσα η αδελφή της, απασχολούμενη επί 12ωρο, αποτιμώνται στο ποσό των 800,00 €, μηνιαίως (σε περίπτωση μακροχρόνιας βοήθειας η αποζημίωση υπολογίζεται κατά μήνα και όχι ημερησίως) και, συνολικά, στο ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (800,00 € Χ 2 μήνες = 1.600,00 €), αφού, στην προκειμένη περίπτωση, καταβλητέος είναι όχι ο συνήθως καταβαλλόμενος μισθός ή ημερομίσθιο σε υποκατάστατη δύναμη, αλλά μία εύλογη αποζημίωση (….). Κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών (από 4-5-2015 έως 7-7-2015), που η αδελφή της, απασχολείτο επί 8ωρο, αποτιμώνται στο ποσό των 600,00 €, μηνιαίως και, συνολικά, στο ποσό των χιλίων διακοσίων εξήντα ευρώ[(1.260,00 €) (600,00 € Χ 2 μήνες € 1.200,00 + € 600/30 ημ. Χ 3 ημ. = 60,00 €)]. Τα παραπάνω ποσά κρίνονται εύλογα, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται, για ανάλογες υπηρεσίες, σε οικιακές βοηθούς-περιποιήτριες, με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη- ενάγουσα είχε ανάγκη από παροχή βοήθειας που προσφέρεται συνήθως από άτομα που φροντίζουν ασθενείς ή ηλικιωμένους και δεν διαθέτουν γνώσεις νοσηλευτικής, απορριπτομένου του πλέον τούτου αιτούμενου ποσού ως μη εύλογου και συνακόλουθα ως κατ’ ουσία αβάσιμου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό, όσον αφορά το ανωτέρω κονδύλιο, στην ως άνω δικαιούχο (8.400,00 €) εκτίμησε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό, που είχε τεθεί στην κρίση του και, σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος του σχετικού 1ου λόγου της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα- εφεσίβλητη, το ποσό που προαναφέρθηκε (2.860,00 €)……”. Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού δέχθηκε ως τυπικά και κατ’ ουσία βάσιμη την, από 23-10-2021(αριθ. έκθ. κατάθ. 67/2021), έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσίβλητων, εξαφάνισε, ως προς την ως άνω αιτούμενη αποζημίωση, την με αριθ. 69/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών και αφού κράτησε και δίκασε την από 10-10-2019 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΑΥΤ 37/2019) αγωγή της ενάγουσας, δέχθηκε αυτή κατά ένα μέρος, ως προς το ως άνω αίτημά της (αποζημίωση λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησής της). Με βάση τα ως άνω (αυτολεξεί παρατεθέντα) πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως, δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 929 εδ. α’ και 930 παρ. 3 του ΑΚ, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς, ενώ διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς το ως άνω ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, για να δικαιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η αποζημίωση που επιδικάστηκε στην αναιρεσείουσα για την ως άνω αιτία και ως εκ τούτου δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, κρίνοντας η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αναιρεσείουσα-ενάγουσα δεν δικαιούται να αξιώσει, ως αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, για τη φροντίδα και εξυπηρέτησή της, λόγω ανικανότητάς της να αυτοεξυπηρετηθεί, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2015 έως 28-2-2016, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτή είχε ανάγκη εξειδικευμένης φροντίδας, ούτε ότι χρειάστηκε να μείνει σε ακινησία για το μετά τις 3-7-2015 χρονικό διάστημα, ούτε ότι ο τραυματισμός της εμπόδιζε την αυτοεξυπηρέτησή της, στα πλαίσια των καθημερινών της αναγκών, πέραν του ως άνω χρονικού διαστήματος, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ως άνω διατάξεις και τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον δεύτερο και τρίτο (κατά το πρώτο σκέλος του) αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 559 αριθ. 1α’ και 19 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα, με τις αιτιάσεις που εμπεριέχονται στους ως άνω αναιρετικούς λόγους, πλήττει το πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, ανεξάρτητα αν παραπονείται για δήθεν μη απάντηση σε ισχυρισμό της ή ανεπάρκεια αιτιολογίας και ως εκ τούτου οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης αφορούν τη κρίση των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο της ουσίας, δηλ. συνιστούν προβολή ανεπίτρεπτου λόγου αναίρεσης, κατ` άρθρο 561 του ΚΠολΔ και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι και ως απαράδεκτοι (ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 1198/2023, 1226/2023). Επιπρόσθετα οι ίδιοι ως άνω ισχυρισμοί, στους οποίους η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο της μη λήψης υπόψη προταθέντων πραγμάτων και λήψης υπόψη μη προταθέντων πραγμάτων, επιχειρεί να θεμελιώσει και την πλημμέλεια, από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις της μη λήψης υπόψη πραγματικών ισχυρισμών της αγωγής της αναφορικά με τη περιορισμένη κινητικότητα του αριστερού της ποδιού, την αδυναμία της να μετακινηθεί με ίδιες δυνάμεις και την ανάγκη της για παροχή φροντίδων νοσηλεύτριας-οικιακής βοηθού και για το χρονικό διάστημα από 3-7-2015 έως 28-2-2016, κρίνονται απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθόσον αυτοί δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς-“πράγματα” κατά την έννοια από τον ως άνω αριθμό του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αλλά επιχειρήματα αναγόμενα στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, υπό την επίφαση δε της αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτόν, προβάλλεται αιτίαση για τη, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες η αναιρεσείουσα έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση ο ως άνω αναιρετικός λόγος είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι το Εφετείο ερεύνησε τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, τους οποίους απέρριψε κατ` ουσία καταλήγοντας σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που αυτή θεωρούσε ορθό, με το να δεχθεί ότι η αναιρεσείουσα για το χρονικό διάστημα από 3-7-2015 έως 28-2-2016, δεν είχε ανάγκη εξειδικευμένης φροντίδας και περιποίησης τρίτου προσώπου, προκειμένου να αυτοεξυπηρετηθεί. Και αυτό ανεξάρτητα του ότι με τις αιτιάσεις της στο σύνολο των ως άνω αναιρετικών λόγων, η αναιρεσείουσα δεν πλήττει τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πλήττει μόνο την αξιολόγηση και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα των εγγράφων που το δικαστήριο έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 1943/2024, ΑΠ 208/2020) και την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 687/2024, ΑΠ 1943/2024, ΑΠ 1198/2023, 1226/2023, ΑΠ 1442/2021, ΑΠ 319/2017). Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 1033/2024). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, δηλ. ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1545/2024, ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 380/2023). Και αυτό, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά το δικαιούχο-παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1545/2024, ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 380/2023). Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αριθ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην ερευνώμενη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την πληττόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής, ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη η αναιρεσείουσα λόγω του τραυματισμού της, κατ` άρθρ. 932 του ΑΚ: ”….. περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, της έκτασης της περιουσιακής ζημίας της εφεσίβλητης-ενάγουσας που συνεκτιμάται για τις ανάγκες προσδιορισμού της ηθικής της βλάβης (στην οποία ρητά αποσαφηνίζεται ότι, πέραν της προαναφερόμενης ζημίας των 2.860,00 €, με την πρωτόδικη απόφαση της επιδικάστηκαν 332,00 €, για την καταστροφή του προστατευτικού κράνους, 922,44 €, για ιατρικές δαπάνες και 221,78 €, για αγορά φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών σκευασμάτων και προϊόντων), του είδους και της έκτασης του προαναφερόμενου τραυματισμού της, της νοσηλείας της, της ανάγκης πραγματοποίησης εξετάσεων και ακτινολογικής φύσεως ελέγχων, της πραγματοποίησης επέμβασης οστεοσύνθεσης, του άλγους, που προκάλεσε ο προεκτεθείς τραυματισμός, της ηλικίας της εφεσίβλητης, του βαθμού του πταίσματος του αποκλειστικά υπαίτιου – Π. Γ., της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διάδικων μερών (που ήταν ο συγγενής των 1ης, 2ου και 3ου των εκκαλούντων-εναγομένων – Π. Γ. -, αρτοποιός, γεννηθείς στις 16-11-1952 και αποβιώσας στις 5-8-2017, αφενός, και η εφεσίβλητη-ενάγουσα, σπουδάστρια, γεννηθείσα στις 21-9-1991, αφετέρου), εκτός της τέταρτης εκκαλούσας-εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, της στενοχώριας και θλίψης, που δοκίμασε η εφεσίβλητη από το ζημιογόνο συμβάν, τραυματισθείσα στο κάτω αριστερό άκρο της, τραυματισμό, για τον οποίο νοσηλεύτηκε και υποβλήθηκε σε επέμβαση οστεοσύνθεσης, με τετράμηνη περίοδο ανάρρωσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει βάσιμη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, ποσού 12.000,00 €, το οποίο είναι ανάλογο με τις ως άνω περιστάσεις αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας [άρθρα 25 παρ. 1 Συντ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (….) και κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη, με τήρηση της δίκαιης ισορροπίας ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντά των διαδίκων, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους (…). Επιδίκαση μείζονος ποσού κρίνεται δυσανάλογη και υπερβαίνουσα τα ακραία όρια διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και επιδίκαση ποσού μεγαλύτερου των 12.000,00 € θα οδηγούσε σε εμπορευματοποίηση της επίδικης αυτής αξιώσεως, ενώ το παραπάνω ποσό δεν ευτελίζει αυτή (επίδικη αξίωση). Έπεται ότι η επιδίκαση από την εκκαλούμενη απόφαση χρηματικής ικανοποίησης στην εφεσίβλητη – ενάγουσα ποσού 50.000,00 €, ήταν εσφαλμένη – δυσανάλογη, όπως οι εκκαλούντες – εναγόμενοι βάσιμα παραπονείται με τον δεύτερο λόγο έφεσης…..”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε, ως προς τούτο, την με αριθ. 69/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, το οποίο είχε επιδικάσει στην εν λόγω αναιρεσείουσα, για τη παραπάνω αιτία, το ποσό των 50.000 ευρώ. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση της ως άνω αναιρεσείουσας λόγω ηθικής της βλάβης, την οποία υπέστη από το τραυματισμό της, στο πιο πάνω ποσό των 12.000 ευρώ, αφού εκτίμησε τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά, όπως και το είδος και την έκταση του τραυματισμού της, την επέμβαση οστεοσύνθεσης, τη νοσηλεία της, τις πραγματοποιηθείσες εξετάσεις της, το άλγος που την προκάλεσε ο τραυματισμός της, την ηλικία της και την κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διάδικων μερών, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό, κατά τη κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς από το επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, με την επίκληση των διατάξεων αυτών, αποδίδει στη προσβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 932 του ΑΚ, καθώς και εκείνων των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, επιδίκασε σε αυτήν, ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από τον τραυματισμό της το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο όμως είναι καταφανώς μικρότερο εκείνου που επιδικάζεται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτει από τις συνθήκες της αδικοπραξίας (του τροχαίου ατυχήματος), με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτού. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου αναιρετικού λόγου, η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι, το Εφετείο, προέβη στο καθορισμό της οφειλόμενης, από το άρθρο 932 του ΑΚ, εύλογης αποζημίωσης της αναιρεσείουσας, λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς να αξιολογήσει και αιτιολογήσει: α) την ένταση και τη διάρκεια του ψυχικού άλγους που υπέστη, β) την προσπάθεια και το χρόνο που απαιτήθηκε για την άμβλυνση των συνεπειών που της προκάλεσε το ένδικο ατύχημα, γ) τις συνέπειες που επέφερε ο τραυματισμός στην καθημερινότητά της και δ) την κοινωνική θέση και περιουσιακή κατάσταση των (διάδικων) μερών. Ο λόγος αυτός, κατά το ως άνω σκέλος του, είναι αβάσιμος, αφού ρητώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να καθορίσει, στο ως άνω ποσό, το ύψος της οφειλόμενης στην αναιρεσείουσα χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του ασφαλισμένου στην τέταρτη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, αναφέρεται στους ως άνω προσδιοριστικούς παράγοντες, ως στοιχεία τα οποία συνεκτίμησε για το καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτήν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, ενώ εξ άλλου, στο πλαίσιο της ελεύθερης από μέρους του Εφετείου εκτίμησης όλων των στοιχείων που προσδιορίζουν το ύψος της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης, δεν είχε υποχρέωση, να αιτιολογήσει ειδικότερα την απόφασή του ως προς κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά (ΑΠ 1055/2023). Μετά τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος για να ερευνηθεί, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, για την άσκηση της αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει) και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της παριστάμενης τέταρτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ δεν γίνεται λόγος για δικαστικά έξοδα ως προς τον δεύτερο και τρίτο των αναιρεσίβλητων, αφού αυτοί ερημοδίκησαν και δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια έξοδα, ούτε, φυσικά, υπέβαλαν σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί βιαίως διακοπείσα τη δίκη ως προς τη πρώτη αναιρεσίβλητη Π. Κ.
Απορρίπτει την, από 10-2-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 458/28/2023), αίτηση για αναίρεση της με αριθ. 1877/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε η αναιρεσείουσα, για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της τέταρτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 264/2025 Τραυματισμός από τροχαίο – Οι συγγενείς που φροντίζουν υπολογίζονται στην αποζημίωση
Πηγή :
