Αριθμός 126/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Π. Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Α. του Π. και της Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Γιαβή, και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. συζ. Ι. Κ., το γένος Π. και Μ. Α., κατοίκου …, 2) Σ. συζ. Δ. Π. το γένος Π. και Μ. Α., κατοίκου …, 3) Μ. Α. του Π. και της Μ., κατοίκου …, 4) Ε. συζ. Γ. Ν., το γένος Π. και Μ. Α., κατοίκου …, 5) Γ. Α. του Π. και της Μ., 6) Γ. Α. του Π. και της Μ., 7) Σ. συζ. Χ. Δ., το γένος Π. και Μ. Α., 8) Χ. Δ. του Ν., κατοίκων …. Η υπό στοιχείο 3 αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Οι υπό στοιχεία 1, 2, 4, 5 και 6 αναιρεσίβλητοι, εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Νικολάου, που κατέθεσε προτάσεις για την πρώτη εξ’ αυτών. Οι υπό στοιχεία 7 και 8 αναιρεσίβλητοι, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αγγελική Πέτρουλα, και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με: α) την από 29-7-2008 αγωγή των ήδη υπό στοιχεία 1 έως 7 αναιρεσιβλήτων, β) την από 10-12-2009 αγωγή των ήδη υπό στοιχείο 1 έως 6 αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τριπόλεως. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 59/2010 οριστική για την πρώτη αγωγή, 22/2011 οριστική για την δεύτερη αγωγή, του ίδιου Δικαστηρίου, και 302/2018 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-2-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι, που παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης με αριθμό 302/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, υπήρξε αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρίπολης οι ενάγοντες και ήδη έξι πρώτοι αναιρεσίβλητοι άσκησαν: Α) την από 29.7.2008 αγωγή με την οποία αιτήθηκαν την αναγνώριση της ακυρότητας της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Τανίας – Δολιανών Ελένης Θάνου, … δημόσιας διαθήκης του θανόντος στις 17.5.2008, πατέρα των ιδίων και του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Π. Α., επικαλούμενοι ότι ο διαθέτης κατά το χρόνο της κατάρτισής της δεν είχε συνείδηση των πραττομένων, όντας σε προχωρημένη ηλικία και απολύτως καταβεβλημένος με συνέπεια να μη δύναται να αντισταθεί στην προερχόμενη από τον εναγόμενο υποβολή. Για τον ίδιο δε λόγο αιτήθηκαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των κάτωθι συμβολαιογραφικών πράξεων της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, ήτοι του … πληρεξουσίου, με το οποίο ο διαθέτης όριζε τον εναγόμενο πληρεξούσιο και αντίκλητό του, παρέχοντας σε αυτόν την εξουσία να μεταβιβάζει για λογαριασμό του με γονική παροχή, ακόμα και με αυτοσύμβαση οποιοδήποτε ακίνητο του διαθέτη, του … συμβολαίου γονικής παροχής που καταρτίσθηκε βάσει του ως άνω πληρεξουσίου και της … πράξης αποδοχής κληρονομιάς, με την οποία ο εναγόμενος αποδέχθηκε την κληρονομιά του διαθέτη. Επίσης, στην ως άνω αγωγή οι ενάγοντες εξέθεταν ότι το προρρηθέν … συμβόλαιο γονικής παροχής τυγχάνει άκυρο και για τον επιπλέον λόγο ότι το με αυτό μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν ανήκε στην κυριότητα του διαθέτη, πατέρα των διαδίκων, αλλά στην κυριότητα της μητέρας τους, και ότι το ίδιο συμβαίνει και για το ακίνητο που περιγράφεται στη διαθήκη ως αγρός στη θέση “Ξ. – Τ.”, το οποίο αποδέχθηκε με την ως άνω πράξη αποδοχής ο εναγόμενος, καθώς και ότι ο περιγραφόμενος στην αγωγή αγρός στη θέση “«Σ. του Τ..Δ.. Κ. Κ., εμβαδού 768,63 τ.μ., που επίσης αποδέχθηκε ο εναγόμενος με την ίδια πράξη αποδοχής κληρονομίας ανήκει στην τρίτη ενάγουσα, Ν. συζ. Ι. Κ., το γένος Π. και Μ. Α., η οποία το απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άτυπης δωρεάς λόγω προίκας το έτος 1981 από τον πατέρα των διαδίκων. Με βάση τα παραπάνω περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω πράξης αποδοχής κληρονομίας και για τους πρόσθετους αυτούς λόγους, επί πλέον δε η τρίτη ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο αναφερόμενος στην … πράξη αποδοχής κληρονομίας υπό στοιχεία 2 αγρός ανήκει στην κυριότητα, νομή και κατοχή της ίδιας. Β) την από 10.12.2009 αγωγή με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω … δημόσιας διαθήκης του πατέρα των διαδίκων, για το λόγο ότι συνέπραξε σε αυτήν ως μάρτυρας ο Π. Κ. του Ν. και της Α., ο οποίος ετύγχανε συγγενής του διαθέτη τρίτου βαθμού σε πλάγια γραμμή εξ αγχιστείας. Επί της πρώτης ως άνω από 29.7.2008 αγωγής εκδόθηκε η 59/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως, με την οποία καταργήθηκε η δίκη ως προς την τέταρτη ενάγουσα μετά τη νομότυπη παραίτηση αυτής από το δικόγραφο της αγωγής, απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη ως προς τα αιτήματα της αναγνώρισης της ακυρότητας των ανωτέρω συμβολαιογραφικών εγγράφων και της έλλειψης κυριότητας του διαθέτη επί των προαναφερομένων ακινήτων, για τα οποία οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι ανήκαν στην κυριότητα της μητέρας των διαδίκων και έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη μόνο ως προς το αίτημα της αναγνώρισης της τρίτης ενάγουσας ως αποκλειστικής κυρίας του ευρισκόμενου στη θέση “«Σ. της Τ..Δ.. Κ. Α. ακινήτου. |Επί της δεύτερης ως άνω αγωγής εκδόθηκε η 22/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως η οποία την έκανε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα της επίδικης διαθήκης. Κατά αμφοτέρων των αποφάσεων αυτών του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων και στις δύο (2) αγωγές, Π. Α. άσκησε αντίστοιχα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου τις από 18.5.2011 και 17.5.2011 εφέσεις και τους από 4.10.2012 πρόσθετους λόγους εφέσεως. Ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ασκήθηκε και η από 12.7.2012 τριτανακοπή από τους Χ. Δ. του Ν. και Σ. συζ. Χ. Δ., στην οποία σωρεύθηκε και αναγνωριστική κυριότητας αγωγή. Με την τριτανακοπή αυτή, στρεφόμενη κατά όλων των διαδίκων της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 59/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως, οι τριτανακόπτοντες και ήδη αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι ότι οι ίδιοι δεν έλαβαν μέρος στη δίκη αυτή, αιτήθηκαν την ακύρωσή της κατά το μέρος που αναγνώρισε την κυριότητα της τρίτης ενάγουσας – καθής η τριτανακοπή, Ν. συζ. Ι. Κ., επί του ευρισκομένου στη θέση “«Σ. του Τ..Δ.. Κ. Κ., ακινήτου εμβαδού 768,63 τ.μ επικαλούμενοι ότι (συγ)κύριοι αυτού με παράγωγο τρόπο τυγχάνουν οι ίδιοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, καθώς και, μετά την απόρριψη της αγωγής ως προς την ως άνω ενάγουσα – καθής η τριτανακοπή, να αναγνωρισθεί η (συγ)κυριότητά τους επί του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθούν η ίδια και ο εναγόμενος – έβδομος των καθών η τριτανακοπή να τους το αποδώσουν. Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την 302/2018 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις εφέσεις του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος με την τριτανακοπή, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσίαν αμφότερες τις εφέσεις, επί πλέον δε απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και την τριτανακοπή. Κατά της ως άνω αποφάσεως στρέφεται η προκειμένη από 26.2.2019 αίτηση αναιρέσεως του εναγομένου – εκκαλούντος Π. Α., η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
I. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Συνδέεται δηλαδή η νομική αοριστία της αγωγής με την εκτίμηση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, αποτελούν δε προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχοντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ενώ αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, τότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. (ΑΠ 299/2020, ΑΠ 994/2019, ΑΠ 886/2018, ΑΠ 2086/2014, ΑΠ 1106/2014). II. Εξάλλου από το συνδυασμό των άρθρων 1094 ΑΚ , 70, 117, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της νομικής της βασιμότητας. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της αγωγής, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων.(ΑΠ 2060/2020, ΑΠ 1597/2018, 165/2018, ΑΠ 1274/2017, ΑΠ 862/2015). Ειδικότερα, από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς προκειμένου περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται για το ορισμένο αυτής ο καθορισμός κατά τρόπο σαφή της θέσεως, στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητάς του, αλλά τούτο να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη. Δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του επιδίκου ακινήτου και να κατονομάζονται οι γείτονες ιδιοκτήτες. (ΑΠ 9/2020, ΑΠ 301/2017). Η περιγραφή του ακινήτου από την οποία να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωσή του με τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, από το οποίο προκύπτει πλην του σχήματος, οι πλευρές του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, εφόσον το τοπογραφικό διάγραμμα τούτο ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 1319/2020, ΑΠ 1597/2018, ΑΠ 305/2017, ΑΠ 781/2016). Το γεγονός όμως ότι το μνημονευόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο εμφαίνεται το επίδικο ακίνητο δεν προσαρτήθηκε στην αγωγή, δεν την καθιστά αόριστη ως προς την περιγραφή του, αν από την όλη περιγραφή του ακινήτου στο δικόγραφο δεν γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του .(ΑΠ 9/2020, ΑΠ 301/2017).
III. Επί πλέον, από το συνδυασμό των άρθρων 974, 1045, 1046, 1051 και 1094 ΑΚ, 1, 3, 4 παρ. 1, 70 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο , μεταξύ άλλων, ότι ο πραγματικός δικαιούχος είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη έκτακτη χρησικτησία κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ασκώντας συνεχώς επί εικοσαετία ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοι του τη φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει ο ενάγων εμφανείς υλικές πράξεις επί αυτού, που να είναι δηλωτικές της βούλησής του καθώς και της βούλησης των δικαιοπαρόχων του να εξουσιάζουν τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019), ενώ περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 416/2020, ΑΠ 1208/2019, ΑΠ 1079/2019, ΑΠ 401/2018).]. Ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αναιρετικός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1148/2023, ΑΠ 335/2020, ΑΠ120/2015, ΑΠ 529/2015, ΑΠ 480/2010). Για να ιδρύεται πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, πρέπει ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένη ή απορρίφθηκε ως αόριστη, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης. Πιο συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται : α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι στην αναιρετική δίκη ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπ’ όψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Επομένως, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, πρέπει εξ αυτού να προκύπτουν τα στοιχεία του παραδεκτού του, που επιβάλλονται από την ανωτέρω διάταξη, ήτοι πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, στον οποίον στηρίζεται ο λόγος αναίρεσης, είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, κατά την συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός θα μπορούσε να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1148/2023, ΑΠ 1943/2022, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 825/2015). Αν προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, και αναιρεσείων είναι ο εκκαλών, που είχε ηπηθεί πρωτοδίκως, για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται, ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο εκείνος στηρίζεται, είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο με λόγο έφεσής του ή ότι συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προαναφερθείσες, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 1275/2018, ΑΠ 259/2017, ΑΠ 168/2015). Οπως δε περαιτέρω προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους προβλεπόμενους από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης (ΑΠ 1148/2023, ΑΠ 1780/2022, ΑΠ 259/2017, ΑΠ 142/2013), ακόμη και σε εκείνο του αριθμού 14 του εν λόγω άρθρου (ΑΠ 14/2017, ΑΠ 538/2009). Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης μέμφεται αυτήν για πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 14 και 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, με τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο που την εξέδωσε παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 ΑΚ, και εκείνες του άρθρου 216 ΚΠολΔ, καθόσον δέχθηκε ως ορισμένη την σωρευθείσα, με την υπό στοιχείο (Α) από 29.7.2008 αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της … δημόσιας διαθήκης του-πατέρα των διαδίκων, αναγνωριστική κυριότητας αγωγή με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας της τρίτης ενάγουσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης Ν. Κ., το γένος Π. και Μ. Α., επί του ευρισκομένου στη θέση “«Σ. του Τ..Δ.. Κ. Β. Κ. επιφανείας 768,63 τ.μ. μετά της επ’αυτού ισόγειας οικίας επιφανείας 55 τ.μ. και ισογείου ξυλουργείου επιφανείας 80 τ.μ., ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτιάται ο αναιρεσείων ότι το επίδικο ακίνητο, για το οποίο δεν επισυνάφθηκε στην αγωγή σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, προσδιορίζεται σε αυτήν με τέσσερεις (4) διαφορετικές περιγραφές, ως προς τη θέση, την επιφάνεια και τα όρια του, σε τρόπο ώστε να δημιουργείται σύγχυση ως προς την ταυτότητά του, με αποτέλεσμα αυτή να είναι αόριστη εξ αυτού του λόγου, ενώ με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης επικαλείται αοριστία της αγωγής σχετικά με τις πράξεις νομής της πρώτης αναιρεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο. Πιο συγκεκριμένα, στον λόγο αυτό, κατά την εκτίμησή του, ο αναιρεσείων, αφού επαναλαμβάνει ότι η περιγραφή του επιδίκου ακινήτου είναι αντιφατική και ασαφής, με συνέπεια, κατά την άποψή του, το επίδικο ακίνητο να προσδιορίζεται εν τέλει στην αγωγή σε 600 τ.μ. και όχι σε 768,63 τ.μ., αιτιάται, ότι ενώ η αναιρεσίβλητη δεν ανέφερε στην αγωγή πράξεις νομής σε όλο το ακίνητο των 768,63 τ.μ., με αποτέλεσμα να είναι αόριστη και εξ αυτού του λόγου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την απέρριψε, ως έδει, ως απαράδεκτη, αλλά την έκανε δεκτή, κατά τα προαναφερόμενα, χωρίς επί πλέον να αιτιολογεί πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράξεις νομής ασκήθηκαν από την αναιρεσίβλητη σε όλο το ακίνητο των 768,63 τ.μ. Όμως αμφότεροι οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως, όσον αφορά τις αιτιώμενες παραβάσεις των αριθμών 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, περί μη κήρυξης απαραδέκτου της ως άνω αγωγής ως αόριστης, λόγω μη ακριβούς περιγραφής του επιδίκου ακινήτου και λόγω μη αναφοράς πράξεων νομής σε αυτό, εμβαδού 768,63 τ.μ., επί του οποίου δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη απέκτησε κυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, και όχι της επικαλούμενης επί πλέον αναιρετικής παραβίασης του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, η οποία δεν ιδρύεται, καθόσον δεν πρόκειται περί νομικής, αλλά περί ποσοτικής αοριστίας, είναι, προεχόντως, απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι ο αναιρεσείων, ο οποίος με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλει απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως εκκαλών, ο οποίος είχε ηττηθεί πρωτοδίκως, δεν αναφέρει σε αυτήν για την πληρότητα του σχετικού λόγου αναίρεσης ως έδει, κατά τα όσα εκτέθηκαν στην οικεία ως άνω νομική σκέψη, ότι οι περί αοριστίας συγκεκριμένοι ισχυρισμοί στους οποίους εκείνοι στηρίζονται είχαν προταθεί από τον ίδιο στο Εφετείο με λόγο έφεσής του, χωρίς να αρκεί η επίκληση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως του ζητήματος του ορισμένου της αγωγής, αφού ο, περί αοριστίας αυτής, ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ’εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, έστω και αν δεν είχαν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Επί πλέον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης, ο αναιρεσείων ουδόλως είχε παραπονεθεί για την αοριστία της αγωγής, για τους συγκεκριμένους λόγους, αλλά είχε αναφερθεί γενικά στο ότι εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε τον ισχυρισμό της ενάγουσας – πρώτης αναιρεσίβλητης ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, προβάλλοντας με λόγους εφέσεως άλλους ισχυρισμούς προς αντίκρουση της αγωγής, όπως ότι η βούληση του πατέρα των διαδίκων ήταν να παραχωρήσει μόνο τη χρήση του ως άνω ξυλουργείου στην ανωτέρω αναιρεσίβλητη και όχι την κυριότητα όλου του ακινήτου. Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι και αβάσιμοι. Ειδικότερα στην αγωγή εκτίθεται ότι ο αγρός που αναφέρεται στην με αριθμό … Πράξη αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Τανίας – Δολιανών, Ελένης Θάνου, υπό στοιχεία (2 δ) ως οικόπεδο εντός ορίων οικισμού Σ. του δημοτικού διαμερίσματος Κ. εμβαδού 1.300 τετραγωνικών μέτρων, στην πραγματικότητα είναι αγρός εμβαδού 768,63 τετραγωνικών μέτρων που συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 41 μέτρων με ιδιοκτησία Σ. Κ., νότια με πλευρά μήκους 36 μέτρων με ιδιοκτησία Σ. συζ. Χ. Δ. και Χ. Δ., ανατολικά με πρόσωπο μήκους 23,95 μέτρων και δυτικά με πλευρά μήκους 21,50 μέτρων εν μέρει με ιδιοκτησία Ι. Α. του Π. και εν μέρει με ιδιοκτησία Π. Α. του Γ., ο οποίος παραχωρήθηκε στην τρίτη ενάγουσα το έτος 1981 από τον πατέρα της ως προίκα και εντός αυτού η ίδια, μετά την έκδοση της 117/1981 οικοδομικής άδειας του τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αρκαδίας κατασκεύασε εντός αυτού από κοινού με το σύζυγό της, στο δυτικό του μέρος ισόγειο κτίσμα 80 περίπου τ.μ., το οποίο παραχώρησε στο σύζυγό της, που το χρησιμοποιεί έκτοτε ως ξυλουργικό εργαστήριο, επί πλέον δε κατασκεύασε και εξόπλισε πλήρως με έπιπλα και σκεύη στο ανατολικό μέρος του επιδίκου ακινήτου μικρή ισόγειο οικία, στην οποία φιλοξενούσε τους γονείς της από την άνοιξη έως το φθινόπωρο κάθε έτους. Απόλυτα σύμφωνο με την ως άνω περιγραφή του επίδικου ακινήτου είναι και το συγκεκριμένο αίτημα της αγωγής, όπου αναφέρονται τα εξής: “…Να αναγνωρισθεί ότι ο αγρός που αναφέρεται εσφαλμένα στην προσβαλλόμενη με αριθμό … Πράξη αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Τανίας – Δολιανών, Ελένης Θάνου, υπό στοιχεία (2 δ) ως οικόπεδο εντός ορίων οικισμού Σ. του δημοτικού διαμερίσματος Κ. εμβαδού 1.300 τετραγωνικών μέτρων με αγροτική οικία εμβαδού 60 τετρ. Μέτρων και αποθήκη 50 τετρ. μέτρων που συνορεύει με Εθνική οδό Λεωνιδίου Άστρους, Α. Ι., Α. Π., Δ., στην πραγματικότητα είναι αγρός εμβαδού 768,63 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκεται στη θέση “Σ.” της κτηματικής περιφέρειας του Τοπικού Διαμερίσματος Κ. του Δ. Β. Κ., επί της επαρχιακής οδού Λεωνιδίου Άστρους, συνορεύει Βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Κ., με πλευρά μήκους 41 μέτρων, Νότια με ιδιοκτησία Σ. συζ. Χ. Δ. (τέταρτης ενάγουσας) και Χ. Δ., με πλευρά μήκους 36 μέτρων, Ανατολικά με την επαρχιακή οδό Λεωνιδίου – Άστρους με πρόσωπο μήκους 23,95 μέτρων και Δυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία Ι. Α. του Π. και εν μέρει με ιδιοκτησία Π. Α. του Γ. με πλευρά μήκους 21,50 μέτρων , με τα εντός αυτού ισόγειο κτίσμα – ξυλουργικό εργαστήριο εμβαδού 80 περίπου τετραγωνικών μέτρων και ισόγειο οικία εμβαδού 55 περίπου τετραγωνικών μέτρων, ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα και νομή στην τρίτη από εμάς Ν. συζ.Ι. Κ. …”.
Συνεπώς, τόσο από το περιεχόμενο της αγωγής, όσο και από το συγκεκριμένο αίτημα προσδιορίζεται επακριβώς κατά θέση, έκταση και όρια, το επίδικο ακίνητο, στο οποίο αφορά η σωρευόμενη με την αγωγή ακυρώσεως διαθήκης, αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της τρίτης ενάγουσας – πρώτης αναιρεσίβλητης Ν. Κ. σε τρόπο ώστε να μη γεννάται ουδεμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, ενώ επί πλέον αναφέρονται σε αυτήν και πράξεις νομής της ίδιας και του συζύγου της σε αυτό το ακίνητο. Τέλος, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι, εκτός της ως άνω περιγραφής, το επίδικο ακίνητο αναφέρεται στην αγωγή με διαφορετικές περιγραφές ήτοι ως αγρός που περιλαμβάνεται στη διαθήκη μείζονος έκτασης 1.000 τ.μ. που αποτελείται από δύο τμήματα 600 τ.μ. και 400 τ.μ. και ως αγρός 1.300 τ.μ., ενώ σε άλλο σημείο της αγωγής γίνεται μνεία ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στη διαθήκη είναι αβάσιμες. Τούτο δε, διότι αυτές στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι αναφορές στην αγωγή σε άλλα ακίνητα, διαφορετικού εμβαδού και ορίων, αφορούν στον προσδιορισμό αυτού καθεαυτού του επίδικου ακινήτου, ενώ όπως αναφέρθηκε, η πρώτη από 29.7.2008 αγωγή ασκήθηκε από τους έξι (6) πρώτους αναιρεσιβλήτους με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της δημόσιας διαθήκης του πατέρα των ιδίων και του αναιρεσείοντος, καθώς και των προεκτιθέμενων συμβολαιογραφικών πήξεων που επακολούθησαν, μεταξύ των οποίων και της … πράξης αποδοχής κληρονομίας, με την οποία ο αναιρεσείων αποδέχθηκε την κληρονομιά του διαθέτη, με συνέπεια να αναφέρονται σε αυτήν (αγωγή) όλα τα περιλαμβανόμενα ακίνητα τόσο στην δημόσια διαθήκη του διαθέτη, όσο και στην πράξη αποδοχής κληρονομίας, χωρίς να προκύπτει σύγχυση ως προς την ταυτότητα του επίδικου ακινήτου, το οποίο προσδιορίζεται ξεχωριστά στην αγωγή με την ειδική μνεία ότι αυτό δεν περιλαμβάνεται στη διαθήκη και ότι στην πράξη αποδοχής κληρονομίας αναφέρεται λανθασμένα ως αγρός εκτάσεως 1.300 τ.μ., ενώ πρόκειται για το επίδικο.
IV. Προσέτι, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 10/2011 ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018,1/2013). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κ.λπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή στην ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1717/2022, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 561/2022, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την ουσία της υπόθεσης δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, υπό τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ενώ ο έλεγχος γίνεται με βάση τις παραδοχές της απόφασης και μόνον (ΑΠ 148/2020, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 571/2017, ΑΠ 1682/2013, ΑΠ 10/2011). Κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ 4979/2020, ΑΠ 1103/2011). Η ως άνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος από αυτήν, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως κατ’άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός εάν δεν είναι σαφές και πλήρες το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και συνεπώς δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης ώστε το πλαίσιο της υπόψη διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 214/2021, ΑΠ 549/2020, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 948/2019, ΑΠ 268/2018). Οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως αυτοί, θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. (ΑΠ 1183/2021, ΑΠ 548/2021, ΑΠ 540/2021, ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1141/2019). Αναιρετικός λόγος ιδρύεται και από τον αριθμό 11α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. α’ και β’ ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν καταργηθούν με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του νόμου 4335/2015 -αντίστοιχο το άρθρο 340 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το νόμο 4335/2015), οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η ένδικη αναίρεση αφορά, κατά τα προαναφερόμενα, στην από 29.7.2008 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε πρωτοδίκως η 56/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την αποδεικτική δύναμη που προβλέπεται για το καθένα, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη αδιακρίτως και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα σύμφωνα με τον αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά έγραφα ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. γ’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το νόμο 4335/2015, αλλά και μετά την αντικατάστασή του αυτή), στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παρ. 2, 4, 6 και 7 και 271 έως 312 ΚΠολΔ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας, δικάζοντας κατά τη διαδικασία του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, για υποθέσεις που είχαν προσδιορισθεί από 01.01.2001 και μετά μπορεί να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε αποδεικτικά μέσα, έστω και αν αυτά δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία εκτιμά ελεύθερα, αφού δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους. (ΑΠ 538/2021, ΑΠ 392/2021, ΑΠ 372/2020, ΑΠ 1360/2018, ΑΠ 736/2016). Στην περίπτωση αυτή το άκυρο έγγραφο είναι υποστατό και αποτελεί αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου. (ΑΠ 1707/2009). Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, ότι με αυτήν μετά από την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ως προς το ενδιαφέρον αναιρετικά μέρος της, ήτοι ως προς την αναγνώριση της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ως κυρίας του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, έγιναν δεκτά τα εξής: ” … μεταξύ των ακινήτων που ο εναγόμενος αμφοτέρων των αγωγών και έβδομος καθ’ού η τριτανακοπή αποδέχθηκε ως κληρονομιά του πατρός του με την υπ’αριθ. 3.599/18.3.2008 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Τανίας – Δολιανών, Ελένης Θάνου, περιλαμβάνεται και ένα οικόπεδο κείμενο στη θέση “Σ.” της κτηματικής περιφέρειας του Τ.Δ. Κ. του Δ. Β. Κ., εμβαδού 1.300 τ.μ., με αγροτική οικία, επιφανείας 60 τ.μ. και αποθήκη, επιφανείας 50 τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο συνιστά στην πραγματικότητα έναν αγρό, επιφανείας 768,63 τ.μ., που συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 41 μέτρων με ιδιοκτησία Σ. Κ., νότια με πλευρά μήκους 36 μέτρων με ιδιοκτησία Σ. συζ. Χ. Δ. και Χ. Δ., ανατολικά με πρόσωπο μήκους 23,95 μέτρων και δυτικά με πλευρά μήκους 21,50 μέτρων εν μέρει με ιδιοκτησία Ι. Α. του Π. και εν μέρει με ιδιοκτησία Π. Α. του Γ., εντός του οποίου υφίστανται δύο ισόγεια κτίσματα, εμβαδού 80 και 55 περίπου τετραγωνικών μέτρων εκ των οποίων το πρώτο χρησιμοποιείται ως ξυλουργικό εργαστήριο και το έτερο ως οικία. Τμήμα του ανωτέρω αγρού εμβαδού 340,38 τ.μ. που εμφαίνεται με τα στοιχεία Α1 – Α2 – Α3 – Α4 – Α5 – Α6 – Α7 – Α8 – Α9 – Α10 – Α11 – A12 – Α13 – Α14 – Α15 – Α1 στο από μηνός Ιουλίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος – μηχανικού Ά. Μ. αποτελεί, επίσης, τμήμα ενός ευρύτερου ακινήτου μετά της επ’αυτού διώροφης οικίας, συνολικού εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσης 1.273,54 τ.μ. και ήδη κατά νεώτερη καταμέτρηση 1.265,81 τ.μ., το οποίο συνορεύει – βάσει του τίτλου κτήσης- βόρεια επί πλευράς ΑΒ μήκους μέτρων 36 με ιδιοκτησία Ι. Κ., νοτιοανατολικώς επί πλευράς ΑΖ μήκους μέτρων 76,70 με απαλλοτριωθείσα ζώνη υπό στοιχεία ΑΖΗΘΑ εμβαδού 686,97 τ.μ. και πέραν αυτής με την επαρχιακή οδό Λεωνιδίου – Αθηνών και δυτικά επί πλευράς ΒΓΔΕΖ με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Α. και εμφαίνεται με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΑ στο από μηνός Αυγούστου 1981 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Π. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο περιήλθε σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος στους τριτανακόπτοντες λόγω δωρεάς εν ζωή του πατέρα της τριτανακόπτουσας και απάντων των διαδίκων αμφοτέρων των αγωγών Π. Α. δυνάμει του υπ’αριθ. 3477/24.8.1981 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Τρίπολης Χριστίνας Πλατανίτου, νομίμως μεταγεγραμμένου κι επ’αυτού ανήγειραν οι ίδιοι μία διώροφη οικία, συνολικής επιφανείας 148,78 τ.μ. Κατά το έτος 1981 ο πατέρας των διαδίκων παραχώρησε τον ανωτέρω αγρό των 768,63 τ.μ. ατύπως ως προίκα στην ενάγουσα-πρώτη καθ’ής η τριτανακοπή, προκειμένου να κατασκευάσει εντός αυτού από κοινού με το σύζυγό της Ι. Κ., ισόγειο κτίσμα για να το χρησιμοποιήσει αυτός ως ξυλουργικό εργαστήριο, για το λόγο δε αυτό είχε προβεί ο ίδιος στην έκδοση της υπ’αριθ. 117/1981 οικοδομικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αρκαδίας. Μετά την κατασκευή του ξυλουργείου στο δυτικό τμήμα του ακινήτου, που έλαβε χώρα με επιμέλεια και δαπάνες της ως άνω ενάγουσας και του συζύγου της, αυτή παραχώρησε τη χρήση του στον τελευταίο και στη συνέχεια ανήγειρε στο ανατολικό τμήμα αυτού μία μικρή ισόγεια οικία, την οποία εξόπλισε με σκεύη και έπιπλα που αγοράστηκαν από την ίδια, τους λοιπούς ενάγοντες και την τριτανακόπτουσα για να στεγάζει τους γονείς τους από την άνοιξη έως το φθινόπωρο κάθε έτους ενόψει του ότι η οικία τους στα … είχε καταστεί ετοιμόρροπη. Το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο δεν παραχωρήθηκε σε αυτήν από τον αποβιώσαντα πατέρα των διαδίκων ως γονική παροχή με τον επιβαλλόμενο από τον νόμο τύπο δεν καταδεικνύει την πρόθεση του τελευταίου να παραχωρήσει σε αυτήν μόνο τη χρήση του, όπως αβασίμως διατείνονται ο εναγόμενος και οι τριτανακόπτοντες, καθόσον σε όλες τις θυγατέρες του – πλην της τριτανακόπτουσας – είχε προβεί σε άτυπες παραχωρήσεις ακινήτων ως προίκα κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου εκάστης, όπως τούτα εκτίθενται κατά θέση, έκταση και είδος στην από 29.7.2008 αγωγή. Αυτός είναι και ο λόγος που τα παραχωρηθέντα από εκείνον στις θυγατέρες του ακίνητα, μεταξύ των οποίων και ο ανωτέρω αγρός, δεν περιλήφθησαν στη διαθήκη του, ενώ την κυριότητα των λοιπών αδελφών τους – εναγόντων σε αυτά δεν αμφισβητούν ο εναγόμενος ούτε η τριτανακόπτουσα. Την παραχώρηση ακινήτων σε όλες τις θυγατέρες του ως προίκα, άλλωστε, επισημαίνει και ο ίδιος ο πατέρας τους στην επίμαχη διαθήκη ως τον λόγο αποκλεισμού τους από τη διανεμόμενη με αυτήν περιουσία του, από κανένα δε στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, αλλά ούτε ο εναγόμενος ή η τριτανακόπτουσα επικαλούνται, ότι στην ενάγουσα-πρώτη καθ’ής η τριτανακοπή παραχωρήθηκε κάποιο άλλο πλην του ανωτέρω αγρού ακίνητο. Αναφερόμενος δε ο διαθέτης σε παροχή προίκας προς τις θυγατέρες του εννοεί την παραχώρηση ακινήτων και όχι χρημάτων, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν θα κατέληγε με τη φράση “… και επιπλέον ανά καιρούς τους έχω δώσει και χρήματα”, η οποία καταδεικνύει ότι την παροχή χρημάτων “ανά καιρούς” κι όχι κατά την τέλεση του γάμου εκάστης θυγατέρας του εκλαμβάνει αυτός ως μία επιπλέον κι ανεξάρτητη από την προίκα τους παροχή. Η έκδοση δε των οικείων οικοδομικών αδειών για τα ανεγερθέντα εντός του επιδίκου κτίσματα επ’ονόματι του πατέρα των διαδίκων υπαγορεύθηκε από τον νόμο, αφού, ελλείψει συμβολαιογραφικού εγγράφου περί μεταβίβασης της κυριότητας τούτου στην ενάγουσα – πρώτη καθ’ής η τριτανακοπή, κύριος αυτών μέχρι τον θάνατό του εξακολούθησε να φέρεται ενώπιον των αρχών ο τελευταίος, ο οποίος και υποχρεούτο περαιτέρω να τα συμπεριλάβει στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) που υπέβαλε στη Δ. Ο. Υ. Παραλίας Αστρους, απορριπτομένων ως αβασίμων των ισχυρισμών του εναγομένου και των τριτανακοπτόντων ότι τα ανωτέρω στοιχεία καταδεικνύουν τη βούληση του πατέρα τους να παραχωρήσει στην ανωτέρω ενάγουσα μόνο τη χρήση του ξυλουργικού εργαστηρίου και όχι την κυριότητα όλου του ακινήτου. Περαιτέρω οι ενάγοντες – καθ’ων η τριτανακοπή διατείνονται ότι στο υπ’αριθ. … συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Τρίπολης Χριστίνας Πλατανίτου – Σγούρδου, δυνάμει του οποίου ο Π. Α. μεταβίβασε στους τριτανακόπτοντες το αναφερόμενο σε αυτό ακίνητο τυγχάνει εικονικό ως προς τη μεταβίβαση του επίδικου τμήματος στους τελευταίους. Ειδικότερα ότι ο πατέρας απάντων – δωρητής επιθυμούσε να δωρήσει μόνο το νότιο τμήμα του αρχικώς ενιαίου αγρού του, το οποίο είχε απομείνει μετά τη μεταβίβαση στην πρώτη καθ’ής η τριτανακοπή του βόρειου τμήματος αυτού, επιφανείας 814,70 τ.μ., αλλά συμπεριέλαβε το επίδικο στο δωρηθέν, προκειμένου να αυξήσει την έκτασή του και να καταστεί άρτιο και οικοδομήσιμο από τους τριτανακόπτοντες. Ανεξαρτήτως, όμως της βούλησης του πατέρα των διαδίκων, η οποία παρίσταται αντιφατική, δεδομένου ότι αναγνώριζε αυτός ως ιδιοκτήτη τμήματος του αρχικώς ενιαίου ακινήτου τον σύζυγο της θυγατέρας του – πρώτης καθ’ής χωρίς να έχει προβεί σε συμβολαιογραφική μεταβίβαση προς εκείνον και τελικώς κατέλειπε με την προρρηθείσα διαθήκη του – η οποία δεν αναγνωρίσθηκε ως άκυρη λόγω ελαττωμάτων της βούλησης του διαθέτη- την ευρισκόμενη εντός του δωρήθέντος στους τριτανακόπτοντες ακινήτου οικία με τον περιβάλλοντα αυτής χώρο στον υιό του Π. – έβδομο καθ’ου η τριτανακοπή, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι η ενάγουσα – πρώτη καθ’ης η τριτανακοπή ήδη από το έτος 1981 ασκούσε στον αγρό των 768,63 τ.μ. πράξεις νομής συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και δη ανήγειρε τα προαναφερόμενα κτίσματα , τη χρήση των οποίων παραχώρησε στον σύζυγο (το εργαστήριο) και στους γονείς της (την οικία), ενώ συγχρόνως παραχώρησε και τον περιβάλλοντα χώρο στον πρώτο, προκειμένου να σταθμεύει το επαγγελματικό όχημά του και επόπτευε την έκταση, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα… Ενόψει όσων εκτέθηκαν εφόσον η ενάγουσα – πρώτη καθ’ης η τριτανακοπή από το χρόνο που εγκαταστάθηκε στη νομή του αγρού των 768,86 τ.μ. μέχρι και τον χρόνο άσκησης της από 29.7.2008 κρινόμενης αγωγής (2008), ήτοι για χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας, ασκούσε με διάνοια κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής συνεχώς και αδιαλείπτως (ανέγερση κτισμάτων, παραχώρηση χρήσης του ξυλουργικού εργαστηρίου στον σύζυγό της και της οικίας στους γονείς της, επίβλεψη και παρεμπόδιση κάθε επέμβασης τρίτου) δίχως να ενοχληθεί από κανέναν, μηδέ των τριτανακοπτόντων, εξαιρουμένων, αφού οι ίδιοι ουδέποτε περιήλθαν στη νομή του επίδικου, κατέστη κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Απαντα τα ανωτέρω προκύπτουν και από τις καταθέσεις των εξετασθέντων με επιμέλεια των εναγόντων – πρώτων έξι εκ των καθ’ων η τριτανακοπή μαρτύρων, οι οποίοι κατέθεσαν μετά λόγου γνώσεως, αφού η Κ. Κ., πεθερά της πρώτης καθ’ης, καθώς και ο Δ. Π., σύζυγος της ενάγουσας-δεύτερης καθ’ης, Σ. Π., συνέδραμαν την πρώτη καθ’ης και τον σύζυγό της στην κατασκευή του ξυλουργείου η πρώτη μάρτυρας και της οικίας ο δεύτερος και οι οποίες κρίνονται πλέον αξιόπιστες από τις καταθέσεις των εξετασθέντων με επιμέλεια του εναγομένου και των τριτανακοπτόντων μαρτύρων, καθόσον ενισχύονται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η ένορκη κατάθεση του Ι. Κ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και αυτές των μαρτύρων των εναγόντων Κ. Κ., Δ. Π. και Γ. Λ., οι οποίες περιέχονται στην προσκομισθείσα ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου υπ’αριθ. 479/2009 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ψωφίδας, έχουν κριθεί αμετακλήτως αληθείς με την υπ’αριθ. 1089/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρίπολης, ενώπιον του οποίου οι ανωτέρω παραπέμφθηκαν για να δικασθούν για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα με ηθικό αυτουργό την τρίτη ενάγουσα-πρώτη καθ’ης η τριτανακοπή κατόπιν σχετικής μήνυσης του εναγομένου…”. Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, επικύρωσε την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο, κατά το ενδιαφέρον αναιρετικό μέρος, είχε δεχθεί ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι ανεξάρτητα από το αν το διεκδικούμενο, από την πρώτη αναιρεσίβλητη, ακίνητο περιλήφθηκε ή όχι στη δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος πατέρα των διαδίκων, ή αν επρόκειτο για αρχικά ενιαίο ακίνητο διαφορετικών διαστάσεων, η ίδια από το έτος 1981, οπότε της παραχωρήθηκε άτυπα ως προίκα από τον πατέρα της, εγκαταστάθηκε στη νομή του συγκεκριμένου και απολύτως προσδιορισμένου κατά θέση, έκταση και όρια αγρού των 768,86 τ.μ. ασκώντας σε αυτόν πράξεις νομής συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου , αναγείροντας άμεσα σε αυτόν με τον σύζυγό της κτίσμα 80 περίπου τ.μ. για να χρησιμοποιηθεί ως ξυλουργείο, τη χρήση των οποίου παραχώρησε στον σύζυγό της και μικρή ισόγεια οικία την οποία εξόπλισε πλήρως με έπιπλα και σκεύη, όπου φιλοξενούσε στους γονείς της από την άνοιξη έως το φθινόπωρο κάθε έτους, ενώ συγχρόνως παραχώρησε και τον περιβάλλοντα χώρο στον σύζυγό της, προκειμένου να σταθμεύει το επαγγελματικό όχημά του και ασκούσε την εποπτεία του, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα, μέχρι το έτος 2008, οπότε ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, ήτοι για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, με συνέπεια να καταστεί κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1094 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον περιέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και ειδικότερα με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του Δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και συγκεκριμένα σχετικά με ότι το επίδικο απολύτως προσδιορισμένο κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητο, εκτάσεως 768,86 τ.μ. νεμήθηκε συνεχώς και αδιαλείπτως από το έτος 1981, μέχρι το έτος 2008 από την πρώτη αναιρεσίβλητη, η οποία ασκούσε σε αυτό τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, με συνέπεια κατά το χρόνο ασκήσεως της από 29.7.2008 αγωγής να έχει είχε αποκτήσει την κυριότητά του με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ως άνω δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθώς και ο ίδιος λόγος αναίρεσης αλλά και ο έκτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος τους με το οποίο η προσβαλλόμενη απόδραση ελέγχεται για παραβίαση από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την επισήμανση ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς αιτιολογία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο των 768,86 τ.μ., ενώ η ίδια δεν απέδειξε πράξεις νομής σε αυτό, αλλά σε ακίνητο εκτάσεως 600 τ.μ., δεν ιδρύουν τον ως άνω αναιρετικό λόγο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ εφόσον, το Εφετείο κατέληξε σε πλήρες και σαφές αποδεικτικό πόρισμα, εκθέτοντας στην απόφασή του τα όσα αποδείχθηκαν σχετικά με το επίδικο ζήτημα, χωρίς να ήταν αναγκαίο να εκθέτει στην απόφασή του και το γιατί αποδείχθηκαν τα όσα ανελέγκτως δέχθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη. Επί πλέον με τον έκτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων εκτός από την ως άνω επικαλούμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση του αριθμού 11α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος, ότι το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης κρίνοντας ότι αυτή απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και απέρριψε τον ισχυρισμό του ιδίου ότι αυτό είχε παραχωρηθεί στην πρώτη αναιρεσίβλητη από των πατέρα αμφοτέρων μόνο κατά χρήση και όχι ως άτυπη προίκα, υπέπεσε στην ως άνω αναιρετική πλημμέλεια, διότι οδηγήθηκε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη του ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, ήτοι την 451/15.6.2004 δημόσια διαθήκη του πατέρα των διαδίκων, Π. Α. του Π. και της Σ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Τανίας – Δολιανών Ελένης Θάνου, ενώ το ίδιο δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτή είναι άκυρη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, που κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμα, διέλαβε στις προεκτιθέμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, μεταξύ άλλων, και αναφορές του περιεχομένου της … δημόσιας διαθήκης του πατέρα των διαδίκων, δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 11 α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη σχετική με το ζήτημα αυτό νομική σκέψη, το Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, με την επιφύλαξη μόνο των άρθρων 393 και 394, δηλαδή εφόσον είναι επιτρεπτή η διά μαρτύρων απόδειξη, προϋπόθεση που συντρέχει στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνει υπόψη αυτοτελώς ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως είναι η άκυρη αλλά υποστατή διαθήκη, τα οποία και αξιολογεί ελεύθερα παράλληλα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, Ας σημειωθεί δε ότι η ως άνω διαθήκη, όπως ήδη εκτέθηκε, κηρύχθηκε άκυρη για τυπικούς λόγους επειδή συνέπραξε σε αυτήν συγγενής του διαθέτη τρίτου βαθμού σε πλάγια γραμμή εξ αγχιστείας και όχι λόγω ελαττωμάτων της βούλησης του διαθέτη, καθόσον ως προς το αίτημα αυτό η από 29.7.2008 αγωγής απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.
V. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, μπορεί να αναγνωριστεί κατόπιν αγωγής η ύπαρξη ή η ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον (άρθρο 68 ΚΠολΔ). Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο (ή πράγμα) που ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και συνεπάγεται ή έχει ως περιεχόμενό της ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Επίσης, το έννομο συμφέρον, το οποίο επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1337/2021, ΑΠ 856/2010), πρέπει να είναι άμεσο με την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα, δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση, η δε αναγνωριστική αγωγή είναι το πρόσφορο μέσο για την αποτροπή βλάβης του ενάγοντος από την αβεβαιότητα αυτή (ΑΠ 40/2018, ΑΠ 453/2017). Έννομο συμφέρον υπάρχει όταν από τη συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα, από την οποία απειλείται βλάβη, για την αποτροπή της οποίας η επιδιωκόμενη απόφαση αποτελεί πρόσφορο μέσο. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της συνδρομής εννόμου συμφέροντος και της νομιμοποίησης του διαδίκου (άρθρα 68 και 70 ΚΠολΔ) συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και συνακόλουθα οι εντεύθεν παραβιάσεις στηρίζουν τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 28/2008, ΑΠ 1646/2022, ΑΠ 1290/2022, ΑΠ 932/2018, ΑΠ 40/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της από 29.7.2008 αγωγής οι ενάγοντες – αναιρεσίβλητοι εξέθεταν τα εξής σχετικά με την επίκληση του εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της “…
Επειδή έχουμε πρόδηλο άμεσο έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, άλλως να ακυρωθούν τα προσβαλλόμενα με την παρούσα αγωγήν διαθήκη , πληρεξούσιο, δήλωση αποδοχής κληρονομίας και συμβόλαιο γονικής παροχής, καθόσον αναγνωριζομένης της ακυρότητας αυτών, άλλως κηρυσσομένων αυτών ως σκύρων ,θα ακολουθήσει ως προς όλα τα ως άνω ακίνητα η ε αδιαθέτου διαδοχή των γονέων μας, για τα ακίνητα που ανήκαν σε καθένα από αυτούς κατά τα προαναφερόμενα, όπου καλούμαστε ως κληρονόμοι άπαντες εμείς, η τρίτη από εμάς δε, έχει έννομο συμφέρον για την έγερση της παρούσας αγωγής και ως προς το υπό στοιχείο 2 δ ακίνητο της προσβαλλόμενης … Πράξεως αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της Συμβολαιογράφου Τανίας – Δολιανών Ελένης Θάνου, γιατί με την προσβαλλόμενη Πράξη Αποδοχής κληρονομιάς αυτή, το ακίνητο αυτό, που ανήκει κατά αποκλειστική κυριότητα στην τρίτη από εμάς Ν. συζ. Ι. Κ. εμφανίζεται αβασίμως και αναληθώς ως ανήκον δήθεν στον εναγόμενο…”. Με βάση τα παραπάνω είναι αβάσιμος ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενοι ότι ο Εφετείο που την εξέδωσε την έκρινε νόμιμη και εξέτασε επί της ουσίας την σωρευόμενη με την αγωγή ακύρωσης της διαθήκης του πατέρα των διαδίκων και της πράξης αποδοχής κληρονομίας του εναγομένου – αναιρεσείοντος, αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της πρώτης των αναιρεσιβλήτων Ν. Κ., ως προς το ως άνω επίδικο ακίνητο, δεχόμενο χωρίς αιτιολογία ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον για την άσκησή της, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ, διότι μόνο η εξ αυτών πρώτη αναιρεσίβλητη είχε έννομο συμφέρον προς τούτο. Τούτο δε, διότι, ο ως άνω λόγος στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αναγνωριστική κυριότητας αγωγή για το επίδικο ακίνητο ασκήθηκε από όλους τους ενάγοντες- αναιρεσίβλητους, ενώ αυτή ασκήθηκε μόνο από την τρίτη ενάγουσα – πρώτη αναιρεσίβλητη, όπως με πλήρη σαφήνεια αναφερόταν σε αυτήν, στην οποία περιλαμβάνονταν, κατά τα προαναφερόμενα, και ξεχωριστό αίτημα για την αναγνώριση της κυριότητας της ίδιας επί του επιδίκου ακινήτου με την επίκληση του έννομου συμφέροντός της, εφόσον η πρώτη αναιρεσίβλητη εξέθετε ότι το εττίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα των διαδίκων, καθόσον αυτό της είχε παραχωρηθεί ατύπως από τον ίδιο από το έτος 1981 και κατά το χρόνο ασκήσεως της από 29.7.2008 αγωγής είχε αποκτήσει την κυριότητά του με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, η ως άνω δε από 29.7.2008 αγωγή έγινε δεκτή ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ουσίαν μόνο ως προς το συγκεκριμένο αίτημα και αναγνωρίσθηκε ως κυρία του επιδίκου ακινήτου η πρώτη αναιρεσίβλητη.
VI. Επιπλέον, κατά τις διατάξεις του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διατάξεως, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. (ΑΠ 1312/2022, ΑΠ 532/2020, ΑΠ 846/2019, ΑΠ 503/2018). Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 559 του ΚΠολΔ απαριθμούνται κατά τρόπο περιοριστικό, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης “μόνο”, οι εκεί διαλαμβανόμενοι είκοσι (1 – 20) λόγοι αναίρεσης. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 5 ΚΠολΔ, κατά την οποία , αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ’υλη αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχθηκε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη του άρθρου 47 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος δημιουργείται μόνο όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας αναφερόμενο σε παραδοχή της καθ’ύλην αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας αυτού του ίδιου. Επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το Εφετείο επιλαμβανόμενο έφεσης, που υπάγεται, κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ στην καθ’ύλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ’ύλην (ΟλΑΠ 5/2003, ΑΠ 1269/2022, ΑΠ 328/2020, ΑΠ 700/2019, ΑΠ 159/2018), αλλά ούτε όταν πρόκειται για παραβίαση κανόνων που καθορίζουν την κατά τόπο αρμοδιότητα, για την εσφαλμένη κήρυξη της οποίας το παραπάνω άρθρο 559 του ΚΠολΔ δεν περιλαμβάνει σχετικό λόγο αναίρεσης (ΑΠ 343/2023, ΑΠ 516/2022, ΑΠ 1330/2011, ΑΠ 661/2004). Ως εκ τούτου, οι λόγοι αναίρεσης, με επικαλούμενες αιτιάσεις για την παραβίαση κανόνων που αφορούν στην κατά τόπο αρμοδιότητα, οι οποίες δεν είναι κατά νόμο ικανές να επιφέρουν αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. (ΑΠ 516/2022). Αναιρετικός λόγος ιδρύεται και από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και όταν το δικαστήριο της ουσίας, έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυνπκό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όμως και όταν είναι απαράδεκτος μη νόμιμος ή αλυσιτελής και επομένως δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 733/2020), όπως επίσης και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός. (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 122/2019) γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό. (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 841/2017).
VII. Περαιτέρω, η από το ουσιαστικό δίκαιο συρροή αξιώσεων διαφέρει της σώρευσης αγωγών, δηλαδή, του δικαιώματος της άσκησης από ένα πρόσωπο περισσότερων για το ίδιο πράγμα αγωγών. Όταν οι συρρέουσες κατά το ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεις ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, τότε πρόκειται για σώρευση συρρεουσών αγωγών. Η δικονομικού δικαίου σώρευση αγωγών προβλέπεται από το άρθρο 218 ΚΠολΔ (αντικειμενική σώρευση). Η εν λόγω σώρευση υπάρχει όταν ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, δηλαδή αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται δε κατά νόμο μόνο, εφόσον πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, υπάγονται στο σύνολό τους λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται, υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου και στο ίδιο είδος διαδικασίας, η σύγχρονη δε εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. Η – αντικειμενική – σώρευση αγωγών αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, εναπόκειται, δηλαδή, στη βούλησή του, αφού από καμιά διάταξη νόμου δεν υποχρεώνεται γι’ αυτή, ούτε δημιουργείται, στην αντίθετη περίπτωση, τεκμήριο καταστρατήγησης των διατάξεων περί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας (ΟλΑΠ 451/1971). Η αντικειμενική σώρευση περισσότερων αγωγών (αιτήσεων) στο ίδιο δικόγραφο χωρίς τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, που ρητά ορίζονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή διατάσσεται ο χωρισμός τους σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 2 Κ.ΠολΔ, (ΟλΑΠ 451/1971, ΑΠ 646/2022, ΑΠ 109/2021, ΑΠ 1358/2018) και συνεπώς δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για τη μη κήρυξη της αγωγής απαράδεκτης, εξαιτίας της σώρευσης στο δικόγραφό της περισσοτέρων αγωγών (ΑΠ 456/2021, ΑΠ 109/2021). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΠολΔ διαφορές που αφορούν την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος ή διανομή κληρονομίας, απαιτήσεις του κληρονόμου εναντίον του νομέα ή του κατόχου της κληρονομίας, απαιτήσεις από κληροδοτήματα ή απαιτήσεις από άλλη αιτία θανάτου ή απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα ή απαιτήσεις εκτελεστών διαθήκης για την εκτέλεση των διατάξεών της, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε, είχε την κατοικία του, και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του. Από τη ρητή διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 30 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη με αυτήν αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας υπερισχύει και είναι ειδικότερη, εν σχέσει προς τις μνημονευόμενες σε αυτό κληρονομικές διαφορές, έναντι της διάταξης του άρθρου 29 ΚΠολΔ, που θεμελιώνει ειδική, αποκλειστική επίσης, δωσιδικία για εμπράγματες και άλλες διαφορές που αφορούν ακίνητα, αποκλείει δε κάθε άλλη συντρέχουσα δωσιδικία, όπως η δωσιδικία των εταιρικών σχέσεων του άρθρου 27 ΚΠολΔ, της περιουσίας ή του επίδικου αντικειμένου του άρθρου 40 ΚΠολΔ. (ΑΠ 343/2023, ΑΠ 388/2015 ΑΠ 2154/2013).
Ήδη ο αναιρεσείων με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναιρέσεως, κατά την εκτίμησή τους, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος ότι το Εφετείο, παρά το νόμο και με ανύπαρκτη, άλλως πλημμελή αιτιολογία, δεν κήρυξε το απαράδεκτο της σωρευόμενης στην από 29.7.2008 αγωγή ακυρώσεως διαθήκης, αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που επιτάσσει προς τούτο το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και οι διατάξεις του άρθρου 30 του ίδιου Κώδικα που καθορίζουν την αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας. Ειδικότερα, κατά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, που συνεκδίκασε την αγωγή ακυρώσεως διαθήκης των αναιρεσιβλήτων με τη σωρευόμενη σε αυτήν αναγνωριστική κυριότητας του επιδίκου ακινήτου αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης, παραβίασε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 218 και 30 ΚΠολΔ, και δεν δέχθηκε τους αντίστοιχους με τα ζητήματα αυτά λόγους της εφέσεώς του, με τους οποίους ο ίδιος επικαλέσθηκε ότι οι ως άνω αγωγές ήταν αντιφατικές μεταξύ τους και δεν υπάγονταν, ως έδει για τη συνεκδίκασή τους, στην καθ’υλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του ίδιου Δικαστηρίου, ήτοι, εν προκειμένω, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως, διότι σε αυτό ως δικαστήριο της κληρονομίας υπάγονταν μόνον η αγωγή ακυρώσεως διαθήκης, ενώ η αναγνωριστική κυριότητας του επιδίκου ακινήτου αγωγή υπαγόταν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου, το οποίο ήταν καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, ως δικαστήριο της αποκλειστικής δωσιδικίας του ακινήτου (άρθρο 29 ΚΠολΔ). Με βάση τα παραπάνω, το Εφετείο, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, όφειλε να κρατήσει προς εκδίκαση την από 29.7.2008 αγωγή μόνο ως προς το αίτημά της περί ακυρώσεως της διαθήκης του πατέρα των διαδίκων και των προαναφερόμενων συμβολαιογραφικών πράξεων που επακολούθησαν, ενώ ως προς το αίτημα της αναγνωριστικής κυριότητας του επιδίκου ακινήτου αγωγής, να διατάξει το χωρισμό της και να την παραπέμψει σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ, στο ως άνω αρμόδιο καθύλη και κατά τόπο δικαστήριο, ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου, ως δικαστήριο της αποκλειστικής δωσιδικίας του ακινήτου. Αμφότεροι οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως (τέταρτος και πέμπτος) είναι απαράδεκτοι: α) όσον αφορά τις επικαλούμενες αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία πιο πάνω νομική σκέψη, ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται για την περίπτωση μη κήρυξης της αγωγής απαράδεκτης, εξαιτίας της σώρευσης στο δικόγραφό της περισσοτέρων αγωγών, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ρητά ορίζονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον ακόμα και στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ακυρότητα του δικογράφου, αλλά διατάσσεται ο χωρισμός τους σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 2 Κ.ΠολΔ. και β) όσον αφορά τις επικαλούμενες αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, διότι ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται μόνο αν παραβιάσθηκαν διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και όχι όταν παραβιάσθηκαν διατάξεις του δικονομικού δικαίου, δηλαδή διατάξεις που καθορίζουν τη διαδικασία, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας για την πραγμάτωση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο, όπως είναι τόσο η πληττόμενη διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ, με την οποία καθορίζονται οι προϋποθέσεις της σώρευσης αγωγών και οι συνέπειες αυτής, όσο και η πληττόμενη διάταξη του άρθρου 30 ΚΠολΔ, που καθορίζει την αποκλειστική δωσιδικία της κληρονομίας καθόσον η παραβίαση των διατάξεων δικονομικού δικαίου ελέγχεται μόνο με τους ειδικούς λόγους που για συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλέπονται στους αριθμούς 2-7, 9, 11-18 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. (ΑΠ 1273/2022, ΑΠ 1012/2021, ΑΠ 415/2021, ΑΠ 667/2020, ΑΠ 615/2019). Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι ακόμη και εάν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτοντας στις επικαλούμενες πλημμέλειες, έκρινε εσφαλμένα ότι κατά τόπο αρμόδιο προς εκδίκαση της αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής του επιδίκου ακινήτου ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρίπολης, το οποίο, ως δικαστήριο της κληρονομίας , κατ’άρθρο 30 ΚΠολΔ ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής απάντων των αναιρεσιβλήτων για την ακύρωση της διαθήκης του πατέρα τους, ως δικαστήριο της κληρονομίας, ενώ έπρεπε να χωρίσει την υπόθεση ως προς την αγωγή αυτή της πρώτης αναιρεσίβλητης κρίνοντας ότι κατά τόπο αρμόδιο προς εκδίκαση της διαφοράς αυτής ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου, ως δικαστήριο της τοποθεσίας του επιδίκου ακινήτου, κατ’άρθρο 29 ΚΠολΔ, οι σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για την εσφαλμένη αυτού ως άνω κρίση περί τοπικής αρμοδιότητας δεν είναι ικανές να επιφέρουν αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην σχετική με το ζήτημα αυτό ως άνω νομική σκέψη, στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ, στο οποίο αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι αναίρεσης στους αριθμούς 1 έως 20 αυτού, δεν περιλαμβάνεται αναιρετικός λόγος για παραβίαση κανόνων που καθορίζουν την κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου και συνεπώς οι ίδιοι ως άνω λόγοι αναίρεσης, ως προς το ζήτημα αυτό είναι απαράδεκτοι και ως αλυσιτελείς.
Τέλος, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 302/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου προκύπτει, ότι ως προς τα επίμαχα ζητήματα της παραδεκτής ή μη σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο των αξιώσεων των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων περί αναγνώρισης ακυρότητας της δημόσιας διαθήκης του πατέρα τους και των αναφερομένων στην ίδια δικαιοπραξιών και περί της αναγνώρισης κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από την τρίτη ενάγουσα-πρώτη αναιρεσίβλητη , όπως και της αρμοδιότητας ή μη του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τριπόλεως ως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για την εκδίκασή τους, έγιναν δεκτά με αυτήν τα εξής: “Υπό τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω αγωγή πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύθηκαν κατ’άρθρο 218 ΚΠολΔ οι αξιώσεις των εναγόντων περί α) αναγνώρισης ακυρότητας δημόσιας διαθήκης, β) αναγνώρισης ακυρότητας των αναφερόμενων δικαιοπραξιών και γ) αναγνώρισης (θετικής και αρνητικής) κυριότητας ακινήτου. Με το περιεχόμενο αυτό η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως κατά τόπον εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως κείμενου στην περιφέρεια του τόπου κατοικίας του κληρονομούμενου, κατά τον χρόνο του θανάτου του (Τ.Δ. …), καθόσον… η δωσιδικία της κληρονομίας κατισχύει της αποκλειστικής δωσιδικίας του ακινήτου, καθώς και της συντρέχουσας δωσιδικίας της δικαιοπραξίας, απορριπτομένου ως νόμω αβασίμου του πρώτου πρόσθετου λόγου της υπό στ. Β έφεσης περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι θα πρέπει να απορριφθούν οι δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι της κρινόμενης υπό στ. Β έφεσης κατά το μέρος που ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε … που δεν προέβη στον κατ’άρθρο 218 ΚΠολΔ χωρισμό των ανωτέρω σωρευομένων αξιώσεων για το λόγο ότι τα αιτήματα περί αναγνώρισης ακυρότητας της διαθήκης και της οικείας πράξης αποδοχής κληρονομίας από τον εναγόμενο – εκκαλούντα έρχονται σε αντίφαση με το αίτημα της τρίτης ενάγουσας περί αναγνώρισης της κυριότητάς της στο αναφερόμενο στην επίδικη διαθήκη ακίνητο και η σύγχρονη εκδίκασή τους προκαλεί σύγχυση … διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε κριθούν νόμω βάσιμοι οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι δεν δύνανται να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, εφόσον η αγωγή των εναγόντων απορρίφθηκε ως προς τα αιτήματα περί αναγνώρισης ακυρότητας της διαθήκης και της οικείας πράξης αποδοχής κληρονομίας, τα οικεία δε κεφάλαια δεν έχουν μεταβιβαστεί στο παρόν Δικαστήριο κατ’άρθρο 522 ΚΠολΔ. Από τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, ερεύνησε τους προβαλλόμενους με πρόσθετους λόγους έφεσης ισχυρισμούς του εκκαλούντος – αναιρεσείοντος περί απαράδεκτης σώρευσης της αναγνωριστικής κυριότητας του επιδίκου ακινήτου αγωγής της τρίτης αναιρεσίβλητης με την αγωγή ακύρωσης της δημόσιας διαθήκης του πατέρα των διαδίκων, που ασκήθηκε από όλους τους αναιρεσίβλητους κατά του ίδιου, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 281 παρ. 1 ΚΠολΔ, και της κατά τόπο αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για την εκδίκασή της οι οποίοι αποτελούν “πράγματα” κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559ΚΠολΔ, και τους απέρριψε με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτος ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως και κατά το μέρος του με το οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον ως άνω αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για τη μη λήψη υπόψη από το Εφετείο των ως άνω πρόσθετων λόγων εφέσεως, με τους οποίους προέβαλε τους παραπάνω ισχυρισμούς.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η από 26.2.2019 αίτηση του Π. Α. του Π. για αναίρεση της 302/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.02.2019 αίτηση του Π. Α. του Π. για αναίρεση της 302/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
